Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Μαρία Κυρτζάκη


πηγή: http://www.tovima.gr

Kαι τι θα πει δεν πέθανα και πώς
τον θάνατο θάνατο ονομάζεις
πώς να υπάρξει όνομα στον θάνατο πώς
να φθογγούται ο θάνατος και πώς
ο θάνατος να καρπωθεί το «ξέρω του θανάτου»

Ειδέναι Οίδα Οιδίποδας.
Μόνο με ψεύδη βεβαιώνεται η ζωή.


Μαρία Κυρτζάκη



Πέθανε τα ξημερώματα της Πέμπτης 21 Ιανουαρίου στην Αθήνα η ποιήτρια και επιμελήτρια εκδόσεων Μαρία Κυρτζάκη έπειτα από σύντομη μάχη με τον καρκίνο. Ήταν 68 ετών.

Γεννημένη στην Καβάλα το 1948, σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και από το 1973 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εργάστηκε για λίγο στη μέση εκπαίδευση. Από το 1974 εργάστηκε ως ραδιοφωνικός παραγωγός στην ΕΡΑ, κάνοντας εκπομπές με θεματική τη λειτουργία της ποιητικής γλώσσας και δίδαξε ανάλυση κειμένου στη Σχολή Θεάτρου «Εμπρός-Εργαστήριον». 

Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1966, με τη συλλογή ποιημάτων Σιωπηλές κραυγές. Εξέδωσε επίσης τις συλλογές Οι λέξεις (1973), Ο κύκλος (1976), Η γυναίκα με το κοπάδι (1982),Περίληψη για την νύχτα (1986), Ημέρια νύχτα (1989), Σχιστή οδός (1992), Μαύρη θάλασσα(2000), Λιγοστό και να χάνεται (2002). Τα ποιήματά της συγκεντρώθηκαν στην έκδοση Στη μέση της ασφάλτου. Ποιήματα, 1973-2002 (2005). 
Μετέφρασε St. Berkoff ενώ το μονολογικό κείμενό της “Τυφώ” παραστάθηκε το 1996 στο Απλό Θέατρο. Το 2003 τιμήθηκε με το βραβείο Σωτηρίου Ματράγκα της Ακαδημίας Αθηνών.

Ήταν μια από τις καταξιωμένες και σημαντικές φωνές της ποιητικής γενιάς του 1970. Ο Aλέξης Ζήρας, κριτικός αυτής της γενιάς, γράφει για την ποίηση της Μαρίας Κυρτζάκη: «Η ώριμη περίοδος της ποίησής της ουσιαστικά αρχίζει στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν αρχίζει και χρησιμοποιεί σε ευρεία κλίμακα θέματα των της κλασικής τραγωδίας και των επικών μύθων, όπως λ.χ. της ομηρικής “Οδύσσειας”. Αλλά η σύγχρονη προϊστορία της, η παράδοση από την οποία πήρε και μετάπλασε τον ιεροφαντικό, πυκνό και ενίοτε σιβυλλικό λυρικό της λόγο ήταν ο Διονύσιος Σολωμός, ο Ανδρέας Κάλβος, ο Οδυσσέας Ελύτης και ο απροσδόκητος συνεχιστής τους, ο Γιώργος Χειμωνάς. Ο κόσμος της ποίησής της είναι κόσμος αρχετυπικός, ως προς τη γλώσσα, το φύλο και την υποκειμενική αίσθηση του χρόνου. Κόσμος πέραν της ιστορίας αλλά που διαπλέει την ιστορία, καθώς το σύμπαν που πρόβαλλε στην καμπή της ενορατικής ποιητικής της, από τη “Γυναίκα με το κοπάδι” και έπειτα, είναι ένα όραμα που δεν έχει πάψει να θυσιάζει τις εξατομικεύσεις του, τα αναγνωρίσιμα προσωπικά του, στην πληθυντική του διάσταση». 

Για τον θάνατο της Μαρίας Κυρτζάκη η Εταιρεία Συγγραφέων εξέδωσε ανακοίνωση όπου σημειώνει: «Με μεγάλη θλίψη πληροφορηθήκαμε τον θάνατο ενός ακόμα μέλους της Εταιρείας μας, της ποιήτριας Μαρίας Κυρτζάκη. Μιας ποιήτριας που προσέφερε πολλά στο χώρο του βιβλίου ως επιμελήτρια εκδόσεων, υπήρξε βασική συνεργάτης λογοτεχνικών περιοδικών όπως ο “Χάρτης” και παραγωγός εκπομπών λόγου στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας στο πλευρό του Μάνου Χατζιδάκι. “Ο λόγος της ορθώνεται σαν ρομφαία. Λέει ή θανατώνει. Καρφώνεται με ένταση απαραχάρακτη και τιμωρεί τα αυτονόητα, τα κοινότοπα, είναι άγρια, τρυφερή, χαϊδεύει τις αδυναμίες, αλλά χαϊδεύει με τις ίδιες εκείνες γρατζουνιές που της προκάλεσε η γαμψή αφή των πραγμάτων. Ακούω συχνά το ουρλιαχτό του στίχου της: ‘Πεινάω σαν λύκος’, αλλά δεν ανησυχώ. Ξέρω ότι είναι εκλεκτικός, δεν τρώει παραχωρήσεις”, είχε γράψει για την ποίησή της η Κική Δημουλά. Στους οικείους της εκφράζουμε τη συμπαράστασή μας».


Η ημέρα και ώρα της κηδείας της Μαρίας Κυρτζάκη θα ανακοινωθεί προσεχώς.


H Kική Δημουλά για τη Μαρία Κυρτζάκη





Σκέψεις για τη Μαρία Κυρτζάκη

Βαρύς σκάει κάτω ο υπαινιγμός μιας πτώσης: Στη μέση της ασφάλτου, τίτλος της συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων της Μαρίας Κυρτζάκη. Ένας τίτλος-γδούπος. Σώα η πρωτοτυπία, πρόσθετα ανθεκτική με το να μην αποτελεί τίτλο καμιάς από τις περιεχόμενες συλλογές.

Μου επιβάλλεται η αινιγματική ηθική του: μόνος, πεσμένος στη μέση της ασφάλτου, δεν επιδιώκει νε επισύρει περίεργους γύρω του, δε βογκάει, δε ζητάει βοήθεια. Αντίθετα, προσφέρει βοήθεια, μας ψαύει όλους, μας δείχνει πού πονάμε, τι σπάσαμε πέφτοντας, και μας καθησυχάζει ότι είναι άθραυστη εκείνη η μεγάλη ανεξήγητη δύναμη που παράγεται από τα σπασμένα, ανήμπορα, σαστισμένα κομμάτια μας.

Ενας τίτλος καταμετρητής του πόσο όλους μας, λίγο-πολύ, μια βίαιη βουλή μάς αρπάζει από την ανυποψίαστη αγκαλιά της γέννησής μας και μας πετάει στη μέση της ασφάλτου, αφήνοντας να μας αναθρέψει ένας κίνδυνος. Θα μπορέσω άραγε να λεηλατήσω το σθεναρό μήνυμα αυτού του τίτλου;

Γιατί την ποίηση της Κυρτζάκη στο έπακρον την εκμεταλλεύτηκα, ταξιδεύοντας στα βάθη της και πολλά κερδίζοντας με το να πηγαινοέρχομαι δαπάναις της στην ανάγνωσή της. Την εκμεταλλεύτηκα ακόμα κι όταν τα βιβλία της έμεναν καιρό κλειστά τοποθετημένα κατ' αλφαβητικό χρόνο και κατά χρονολογική αφοσίωσή μου στη βιβλιοθήκη, σε ράφι που έρχεται ακριβώς στο ύψος της μνήμης μου, για να τα βρίσκει εύκολα και να μη χάνομαι.
Χρόνια διανύω τις αποστάσεις τού τι πέτυχε από το ένα βήμα στο επόμενο και, παρόλο που η προσληπτικότητά μου δεν είναι τόσο γοργοπόδαρη όσο οι ικανότητες της Κυρτζάκη, ταξιδεύω εντούτοις και ευχερώς μεταφέρομαι με το ταχύ και ασφαλές μέσον της χαρούμενης, έστω αδέξιας, έκπληξης. Εκπληξης για τη νέα καλλιεργημένη έκταση που η κάθε καινούργια συλλογή της προσαρτά στον ποιητικό της χάρτη. Εκταση συναρπαστική, πριν καλά καλά την πλησιάσω, από εκεί που μόλις αρχίζει να προβάλλει θαμπή η καρποφορία της. Κλέβω κάθε φορά τους καρπούς, που έχουν τη σπάνια μεικτή γεύση: της απόλαυσης και της διδαχής. Διδαχή του τι σημαίνει οικονομία, τόλμη, αυθεντικότης, ρυθμός, αυστηρά λογοκρινόμενος λυρισμός και περιρρέουσα ουσία. Ιδιωτική γεύση, κανείς δεν με βλέπει. O,τι συλλαμβάνω το καταβροχθίζω με τα χέρια, χωρίς καλούς τρόπους, χωρίς μαχαίρι και πιρούνι ― το μαχαίρι άλλωστε το κρατούν σφιχτά οι στίχοι της Κυρτζάκη, είτε για να διαπράξουν έναν δίκαιο φόνο είτε για να αποτρέψουν έναν άδικο. Κλέβω, βάζω στην τσέπη μου ό,τι αντιστέκεται στην αντίληψή μου, επειδή ξέρω ότι στην επόμενη ανάγνωσή τους οι χυμοί θα μου έχουν εκμυστηρευτεί μια τουλάχιστον από τις πολλές οδούς τους.

Ξαναδιαβάζοντας τώρα τα ποιήματα της Κυρτζάκη, με κάπως πιο συγκρατημένη βέβαια βουλιμία, αφού αυτό το σημαντικό που μου υποβάλλουν είναι χορτάτο από τη συνεχή επιρροή τους επάνω μου, κρατώ ανοιχτές και τις παλιές συλλογές ―μια μια μόνη της, πεσμένη στη μέση της ασφάλτου―, γεμάτες από τα θαυμαστικά που είχα τοποθετήσει στις σελίδες τους να στέκουν σα φρουροί-προστάτες ποιημάτων, που με δέσμευαν να τα αγαπώ και να τα πιστεύω, θαυμαστικά που και τώρα προθυμοποιούνται να τα μεταφέρω ως φρουρούς και αυτής της εύφορης αναταραχής που μου γεννά η συγκεντρωμένη πια ποίηση της Κυρτζάκη, αυτό το κοινόβιο εντός του οποίου θα συνδημιουργηθούν ενωμένες όλες οι αρμονικές ιδιαιτερότητές της.

Ξαναδιαβάζοντας, αναβιώνει η παλιά προτίμησή μου να κάνω πάλι το ταξίδι σ' αυτές τις ιδιαιτερότητες, μέσα από τους τίτλους των ποιητικών συλλογών της Κυρτζάκη, ελκόμενη ιδιαίτερα από τον ιδιότροπο βυθό της «Μαύρης Θάλασσας», περίεργη να δω τι αναπνέει στον βυθό αυτού του τίτλου που έδωσε η Κυρτζάκη στην προτελευταία της συλλογή, τίτλου που της επεβλήθη άνωθεν και που το αποδέχτηκε, μη ξέροντας γιατί, αλλά σίγουρη πάντως ότι αυτός ο τίτλος δεν παραπέμπει στη συνήθη, ευκολοσυμβολική μαυρίλα της διαθέσεως, τη γεμάτη σκυλόψαρα απελπισίας. Χωρίς να ζητήσω την άδεια της παραθέτω εδώ ποια εξήγηση ανακάλυψε η ίδια, αφού υιοθέτησε τον τίτλο:

Η επιλογή μου από τα ποιήματα που γράφτηκαν αυτά τα χρόνια είχε ως μόνο σημείο αναφοράς την έννοια Μαύρη Θάλασσα. Αφού κυκλοφόρησε το βιβλίο, μού ζήτησαν ένα μικρό κείμενο γι' αυτό. Δεν ήξερα και πάλι τι να γράψω. Ανοιξα την εγκυκλοπαίδεια στη λήμμα «Μαύρη Θάλασσα». Εμεινα έκπληκτη. Νάτος λοιπόν ο τόπος της διαφοράς. Ο βυθός αυτής της θάλασσας, έγραφε, δεν έχει οξυγόνο πέρα από κάποια μέτρα και πάνω, αλλά παραδόξως αναπτύσσονται εκεί οργανισμοί - υπάρχει ζωή. Πιστεύω πολύ στην εσωτερική νομοτέλεια των πραγμάτων και αυτό εγώ ονομάζω φυσικότητα. Έκλεισα την εγκυκλοπαίδεια αναγνωρίζοντας αυτή τη νομοτέλεια. (περ. «Διαβάζω», 2000)

Μέσω λοιπόν αυτής της μυστηριώδους, της αυτοδύναμης ―της χωρίς οξυγόνο― αναπνοής προσεγγίζω, εξερευνώ δειγματοληπτικά και τις άλλες άκρως ευαίσθητες περιοχές όπου έχει αφήσει τα μισόκλειστα όστρακά της η ποίηση της Κυρτζάκη. Συγκρίνω, καταμετρώ, κάτι λείπει εδώ. Μια συλλογή: λείπουν οι «Σιωπηλές κραυγές» (1966), με την πρώτη νεανική τους οξύτητα. Πού τις κατέπνιξε άραγε, σε ποια σκληραγώγησή της, εν τω μεταξύ, η ποιήτρια; Ωστόσο εμένα αυτή η απουσία μού φέγγει να

Συλλογιέμαι τη μέρα
Που θα σφίξεις το μαχαίρι
Και θα καρφώσεις το βλέμμα στην πλάτη...
Διαπλέοντας αυτή την προφητεία που τρεμοσβήνει βγαίνω στις εκφοβίζουσες «Λέξεις»:
Οπως και να 'χει το πράγμα
Οπως και να 'χει
Περικυκλώνει ο φόβος
Οπως και να 'χει
Η επικοινωνία εκτελείται...
Γδέρνεται η έλευσή μου στα τοιχώματα του «Κύκλου»:
Ωραίο που είναι το αυγουστιάτικο φεγγάρι
Ματώνει κάθε χρόνο στον πνιγμό μου.

Γέρνει έτοιμος να μπατάρει ο προορισμός της ισορροπίας. Είναι που κάθεται μόνοπαντα στην πρόθεσή μου η «Γυναίκα με το κοπάδι» ― πράξεων αδειασμένων από τα λόγια τους, κι όμως τι βάρος:

Εσύ πατρίδα μου είσαι μια πόρνη
[...]
καθόλου αθώα ― θύμα των ισχυρών ή
κάτι τέτοιο
την κλίση σου τη διάλεξες προσεχτικά
όπως προσεχτικά την πόρτα μου χτυπάς
και μεταμφιεσμένη σε ταλαίπωρο λαό
μου απαιτείς να παραδώσω την ψυχή
μου

Ανακόπτω πορεία. Στη βιασύνη μου να βγω από τον κύκλο πριν σκοτεινιάσει η εξ ορισμού μοιραία περίμετρός του, προσπέρασα κάτι ομάδες στίχων που επιπλέουν με γρήγορο ρυθμό οργισμένης μουσικής, ακαταπόνητοι και ανθεκτικοί. Οι περισσότεροι είναι πιασμένοι από τον αβύθιστο τίτλο τους: «Εταζέρα». Και παρακάτω δέκα μικροκαμωμένα ποιήματα επί σχεδίας τίτλου φτιαγμένης από το ίδιο το μικροκάμωμά τους και τον συνδετικό αριθμό τους: «Δέκα μικρά ποιήματα».

Ολα τα ποιήματα κρατούν αναμμένες λάμπες θυέλλης. Ναυαγοί; Μάλλον για σπηλαιολόγοι φαίνονται. Επειδή διακρίνω να κείνται επί της «Εταζέρας», δίκην μπιμπελό, σκελετοί αγωνίστριας προϊστορίας και μεταλλάξεώς της σε:

Εκατομμύρια έτη αυτοκινήτων
διανύουν την απόσταση
του κορμιού σου...

Ανιχνευτές σπηλαιώδους λυτρώσεως πρέπει να είναι αυτά τα «Δέκα μικρά ποιήματα», καθώς μεταφέρουν παμπάλαια πλην ζώντα κρανία διασήμων ζωγράφων που διδάσκουν μιαν εξαίσια παρακαμπτήρια μέθοδο όρασης, προσεγγίσεως:

Για να σε κοιτάξω
Ζωγραφίζω τρυπούλες στο τζάμι.

Ρίχνω φωτοβολίδες-σινιάλο. Απαντούν όχι, δεν είναι ναυαγοί. Είναι διορισμένοι από τον Θεό ανιχνευτές της επανορθώσεως των ίδιων των λαθών του.
Τινάζω τη σκόνη της πολύλογης αγάπης μου από την «Περίληψη για τη νύχτα», όπως αυτή η περίληψη αναπτύχθηκε, επεξετάθη, συμπεριέλαβε, πρωτοφόρεσε σώμα και θριάμβευσε ως «Ημέρια νύχτα»:

Ανενδοίαστα και σαν άρρωστη
Τ' όραμά σου τραυλίζω
Με τις λέξεις σου φτιάχνω εικονίσματα
Και μετά στη φωτιά
Ανενδοίαστα εύχαρις σε ζυμώνω στις
στάχτες...

κι όλην αυτή την ευπαθή αντήχηση των αστραπόβροντων να πρέπει να την περάσω με προσοχή μέσα από τη «Σχιστή οδό», που λάξευσε η ποιήτρια κατά μήκος της γης των αισθήσεων, για να περάσουν άθικτες «οι ακτίνες της αλήθειας της».

Πουλάκι είναι και λαλεί πουλάκι είναι
Κι ας λέει
Ερχεται πέρασμα στενό έρχονται αγάπης
Λόγια
Σχιστή τη γλώσσα διασχίζει η οδός
Φάνηκε φόνος.

Προφυλαγμένο, τέλος, στα πιο μέσα σωθικά μου το πολύτιμο καταστάλαγμα της ποιητικής ωριμότητας της Κυρτζάκη, αλλά και καταστάλαγμα όλων των προσδοκιώ μας σε «Λιγοστό και να χάνεται».

Πλαταίνουν τα μάτια μου όταν ανατρέχουν σ' αυτόν τον τίτλο. Σα να καταλήγουν σ' έναν σοφό σταθμό. Εκεί όπου μαζεύονται και κατοικούν «γυμνές οι σημασίες». Καλώντας σε να μυηθείς στην απάρνηση του άφθονου και εύθυμου χρόνου, που γλεντοκοπάει με την αρχή των καταστάσεων, παρασύροντάς σε να χρειάζεσαι εκείνο το χρονοβόρο ενδιάμεσο μεταξύ αρχής και τέλους, που μόνο μισή τελικά ξεσηκώνει μεταξύ αρχής και τέλους και φόνοι διαπράττονται στο όνομα της αναμονής σου. Ναι, αυτός ο τίτλος είναι σα να ασπάζεσαι εκείνη την όλο και πιο αδύνατη γραμμή που αφήνουν οι διάττοντες σαν «λαμπαδίτσα που έκαιγε πριν την δείξει η νύχτα», σαν αυτή να είναι η έννοια του βίου μας. Λιγοστή και να χάνεται, πριν αρχίσει, πριν ακόμα λιγοστέψει και πριν ακόμα χαθεί.

Αχ νύχτα, νύχτα των ερώτων που
Κουβαλούν τα σώματα. Λυγίζουν
Απ' το βάρος του σκληρού φωτός
Και σ' απαρνούνται. Σε λησμονούν,
Καλύτερα.

Προσπάθησα εδώ να βιογραφήσω τη ρητή επιβλητικότητα και υποβλητικότητα των τίτλων που έδωσε η Μαρία Κυρτζάκη στις εννέα ως σήμερα ποιητικές συλλογές της. Ενόχλησα έτσι, ανεπίτρεπτα μάλλον, κάποια ποιήματα αποσπώντας τους στίχους τους οποίους θεώρησα ικανούς να αποδείξουν την άκρατη συνέπεια μεταξύ προανακρούσματος και αντηχήσεως, τη ριγηλή τάξη του ύφους, το ήθος των πνοών και τη σκιερή ατμόσφαιρα που κάτωθέ της ευδαιμονικά αναπαύεται το οδοιπόρο αποτέλεσμα. Ενήργησα έτσι όχι μόνον γιατί μόνο έτσι μπορούσα, αλλά γιατί μέσω αυτού του τρόπου μου ακουγόταν να παιανίζει νικηφόρος ο απόηχος της σκυταλοδρομίας, με πόση εμβέλεια το μαχαίρι που διαισθάνθηκαν οι πρώτες κιόλας νεανικές «Σιωπηλές κραυγές» της Κυρτζάκη περνάει από χέρι σε χέρι της κάθε συλλογής, για να καταλήξει νικηφόρο στη σφαγμένη κραυγή του «Λιγοστού και να χάνεται»

Τι μοναξιά Θεέ μου και πού μας έσπειρες
Και δεν μας ελυπήθης.

Κι ακόμα, ενήργησα έτσι θέλοντας να υπογραμμίσω πόσο πολύκλαδο, πόσο άθικτα πράσινο διατηρείται αυτό το γενεαλογικό δέντρο των παθών και της τιμωρίας τους που κατάστρωσε η Κυρτζάκη με μαθηματική γενναιότητα και εμβάθυνση στα αίτια και τα αιτιατά, εξασφαλίζοντας μελωδικό θρόισμα στο στωικό του φύλλωμα μέσω της έγχορδης γλώσσας της, διότι

Χωρίς τη γλώσσα πώς ν' αρθρωθεί
Η φύση των πραγμάτων συλλογίζεται
Κι η μήτρα που τα γέννησε
Πώς να την ψαύσεις

Ενα γενεαλογικό δέντρο αξιόπιστο, βασισμένο σε πληροφορίες που συνέλεξεη ποιήτρια από έγκυρους επιζώντες θανάτους, πληροφορίες για την καταγωγή τους, για το ποια μακραίωνη τυχαιότης ή σκοπιμότης τους διαιώνισε, γιος ποιας δυσκολίας είναι ο έρωτας και από αυτόν και την έρμαιη ανάγκη να τον νιώθουμε ποιοι αμετανόητοι έρωτες γεννήθηκαν και ποιοι ψυχοπονιάρηδες εν συνεχεία στεναγμοί μάζεψαν από τον δρόμο και περιέθαλψαν όλες τις ορφανές συνέπειες, αφού

Ας μου ήταν γνωστό
Δεν εγνώριζα
Τα ονόματα σαν τα δέντρα
Πως έχουν τη ρίζα τους
Σκοτεινή και υπόγεια

Συλλογή πληροφοριών, που αφού τις βίωσε πρώτα η «σάρκα του αισθήματός» της για να τις μυρώσει με αυθεντικότητα, μας τις παραδίδει για να συμβάλουμε στην επαλήθευσή τους, συγκρίνοντας την αλληλέγγυη ομοιότητά τους με τα πάθη των δικών μας προσωπικών στεναγμών.

Ώστε
Μη γελαστούν και
Πλανηθούν και χάσουνε και δεν το
Δυο αυτοί το μέσα που κυβερνάει
Τις ζωές του κόσμου

Ή, όπως ακόμη πιο παρήγορα συμπτύσσει τους τέσσερις αυτούς στίχους σε έναν:
...και κάθε σώμα τις σημασίες του ανταλλάσσει.
Δωρήθηκε στην ποίηση της Κυρτζάκη να μην άγεται και φέρεται από εκείνη τη σκόρπια ανώνυμη θλίψη που επιδαψιλεύει σε πολλούς ποιητές ένα δακρύβρεχτο εύκολο κέρδος. 

Κλαίει μεν η σοφία της, αλλά
Εχει το χάρισμα και του Θεού
Το δάκρυ. Σαν φυλακτό. Να οδηγεί
Σαν φως αυτή νυκτούρο στα
Σκοτεινά στη νύχτα και το έρεβος...

Καλλιεργεί και ξεκουράζει ότι λόγω της βαθύτατης παιδείας της βρίσκεις συχνά στα θέματά της και στον χειρισμό τους κλωστούλες και χνούδια που φέρνει από μακριά ο αθάνατος αέρας της μυθολογίας και των τραγωδιών που έγραψανοι πρόγονοί μας. Αλλά αυτά δεν είναι ως αποκλειστικό έδαφος για να πατήσει η ποιητική της εκτίναξη. Είναι για να γίνει πιο σφιχτό, πιο αδιαμφισβήτητο το πέρασμά μας από αυτόν τον περιπετειώδη πλανήτη.

Ο λόγος της ορθώνεται σαν ρομφαία. Λέει ή θανατώνει. Καρφώνεται με ένταση απαραχάρακτη και τιμωρεί τα αυτονόητα, τα κοινότοπα, είναι άγρια, τρυφερή, χαϊδεύει τις αδυναμίες, αλλά χαϊδεύει με τις ίδιες εκείνες γρατζουνιές που της προκάλεσε η γαμψή αφή των πραγμάτων. Ακούω συχνά το ουρλιαχτό του στίχου της: «Πεινάω σαν λύκος», αλλά δεν ανησυχώ. Ξέρω ότι είναι εκλεκτικός, δεν τρώει παραχωρήσεις.

Ποτάμι ορμητικό του πόθου
Χύνεται κάποτε η φωνή
Που στα κυλίσματά του θεριεύουν
Οι σκιές και στους χείμαρρους του
Ορμούν τα σύμφωνα αγκομαχητά
Να ξεψυχήσουν
Προς την ακρούλα
Τα φωνήεντα κοιτάζοντας
Όπως σε όχθη ναυαγός.
[...]
Κρυστάλλινη της μοναξιάς η όψη. 

                [«Μαύρη θάλασσα», 2000]

Και ασφαλώς και φυσικά η φωνή της Κυρτζάκη πρωτίστως απευθύνεται στον «Aλλον», τον επιζητά υπόκωφα, γλείφει με τον ρυθμικό παφλασμό της και δροσίζει την ακρογιαλιά του. Αν η ακρογιαλιά αυτή είναι πολύκοσμη, τότε αυτοδύναμη η ποίησή της χτυπάει δυνατά το βέτο της σε εκπτώσεις και εκβιασμένους συγκερασμούς και αποσύρεται στα δικά της ανταριασμένα νερά, περισυλλέγοντας ωστόσο με αγάπη ναυαγούς του ξένου αρνητή κόσμου.

Δεν είναι βέβαια μόνον αυτά η ποίηση της Κυρτζάκη. Είναι και ό,τι αποσιωπήθηκε απ' όσα δεν ειπώθηκαν. Οσα δεν ειπώθηκαν όχι από δική μου παράλειψη, αλλά από την απαίτηση της ίδιας της ποίησης να μη γνωρίζουμε γι' αυτήν παρά μόνον όσα εικάζουμε ή επινοούμε ως «λαμπαδίτσα» που καίει «πριν τη δείξει η νύχτα».

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ



21.01.2016
Γράφει η Χρυσούλα Βακιρτζή
Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ
Η ποίηση και η πεζογραφία της Ελλάδας, ουσιαστικά, γράφτηκε στο δρόμο, στην πράξη. Όμηρος, Λόρδος Μπάυρον, ταξίδεψαν, ενώ ο μύθος ή η αλήθεια θέλει τη Σαπφώ ν’ αυτοκτονεί για το ερωτικό της πάθος / ποιητική έμπνευσή της συνάμα.

«Κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά, το ‘να χτύπαε τ’ άλλο χέρι από την απελπισιά», τονίζει σε στίχο του εθνικού μας ύμνου ο Διονύσιος Σολωμός. Αγωνιώδης έλλειψη και αναζήτηση της πράξης –μιας πράξης κι εδώ. Παρόλα αυτά, από τη λογοτεχνική γενιά του 1930, η Ελληνική λογοτεχνία περνά σταδιακά στο στατικό. Κοινώς, στη θεωρία, στον εξατομικισμό.

Πιθανόν οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, Αλώσεις, Χαμένες Πατρίδες, εμφύλιοι κλπ. να υπήρξαν τελικώς η βάση / αφετηρία του «εξειδικευμένου» και της «εκπαίδευσης». Αγνοούμε τον άνθρωπο, τη μοναδικότητά του, δηλαδή και πάμε μαζικώς «σε μια κάποια ασφάλεια». Στην ασφάλεια μιας μονοσήμαντης ζωής, έκφρασης, λογοτεχνίας, με λίγα λόγια.

ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ 
Η ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ

Με τις σκέψεις αυτές, ως εισαγωγικό πρόλογο, παρουσιάζω στο σημερινό μου σημείωμα τη Διαδικτυακή Ποιητική Ανθολογία – Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα 

(http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=9084.0).

Όντως πολύ δύσκολο το όλο εγχείρημα, που εμπνεύστηκε η φιλόλογος και μεταφράστρια Βίκυ Παπαπροδρόμου, που, ως όραμα ή και πραγματοποίηση, έχουν την επιμέλεια, επιλογή, ποιοτική υπογραφή της ιδίας. Από την ποίηση της Ζωής Καρέλη, του Μανόλη Αναγνωστάκη άρχισε ουσιαστικά η Ανθολογία, αλλά στην πορεία προέκυψε μια πληθώρα από βιβλία ποιητών. Έτσι, σε μια εποχή που η ποίηση τρομάζει, απωθεί τον κόσμο, η Β. Παπαπροδρόμου τονίζει:

«Είναι πολλά τ' αδέρφια μας οι ποιητές: που γεννήθηκαν στη Σαλονίκη, που ήρθαν μικρά παιδιά εδώ, που μεγάλωσαν εδώ, που σπούδασαν εδώ, που φύγανε αποδώ, που ήταν περαστικοί αποδώ, που ξαναγύρισαν εδώ, που δεν έφυγαν ποτέ αποδώ αλλά ταξιδεύουν με το νου και την ψυχή... είναι πολλά τ' αδέρφια μας, οι ποιητές της πόλης. Δεν είμαστε μόνοι..

Τη φοράμε κατάσαρκα όσοι ζήσαμε, έστω και για λίγο καιρό, εδώ. Τραγουδάμε (σ)τα σοκάκια της, ερωτευόμαστε (σ)τις γειτονιές της, ξέρουμε απέξω τις διαδρομές - τις διαδρομές για τα κάστρα, τις διαδρομές για την παραλία, τις διαδρομές για τ' όνειρο, τις διαδρομές για τη ζωή, τις διαδρομές της ποίησης. Όποιος έζησε σε τούτη την πόλη έστω και μια μέρα, δεν μπορεί, δεν γίνεται αλλιώς - νομοτελειακά, θα νιώθει μια ζωή και Σαλονικιός.

Πάντα έτσι συμβαίνει. Όλοι οι Έλληνες της γης είναι και Θεσσαλονικιοί. Αυτό το σταυροδρόμι των Βαλκανίων, η πρωτεύουσα των προσφύγων, κοντά έναν αιώνα πια αποτελεί κομμάτι της ιστορίας του σύγχρονου ελληνικού κράτους σε κάθε της έκφανση. Να βλέπουμε μέσα από τη δικιά τους ψυχή με άλλο μάτι τη Θεσσαλονίκη και κάθε άλλη πολιτεία αυτής της γης. Τους χρωστάμε πολλά και ήρθε η ώρα να ξεπληρώσουμε τα χρέη μας. Πώς; Διαβάζοντας τα γραπτά τους. Ένα προς ένα. Με προσοχή, με σεβασμό, με αγάπη. Είναι ο μοναδικός τρόπος να τους πούμε ένα μεγάλο «ευχαριστώ» για όλη την ομορφιά που μας δίνουν απλόχερα.»


Συν τω χρόνω, ωστόσο, ήρθε να προστεθεί ακόμη μια ενότητα ή προέκταση της Ανθολογίας. Να προστεθούν ποιητικές φωνές και από την ευρύτερη περιοχή της Βόρειας Ελλάδας. 

Κι εδώ ο μεστός λόγος της Β. Π. προσθέτει:


Η ΠΟΙΗΣΗ ΠΟΙΕΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥΣ


«Υπάρχουν συγγραφείς που αλλού γεννήθηκαν, αλλού μεγάλωσαν, αλλού έζησαν και άλλος τόπος χάραξε βαθιά την ψυχή και τη σκέψη τους. Η Θεσσαλονίκη μάλλον υπήρξε και συνεχίζει να είναι τόπος-καταλύτης για πολλούς από τους νεοέλληνες συγγραφείς που κάπου βαθιά μέσα τους νιώθουν και Θεσσαλονικείς. Μια σειρά ονομάτων λογοτεχνών που ήδη έχω συμπεριλάβει στην ανθολογία μου, δεν είναι αμιγώς Θεσσαλονικιοί. Για τον καθέναν τους υπάρχει, κρυφά ή φανερά στο έργο του, μια ιστορία ζωής που τον δένει με τη Θεσσαλονίκη.

Συχνά αφορούν προσωπικές εμπειρίες και στιγμές ανθρώπων, τις οποίες δεν χρειάζεται να δημοσιοποιήσω άσκοπα είτε για να δημιουργήσω εντυπώσεις για να δικαιώσω τις επιλογές μου στην ανθολόγηση. Αρκεί που μου τις εμπιστεύτηκαν ορισμένοι δημιουργοί ή τους τις εκμαίευσα κατά εποχές ή τις έμαθα από παλαιότερους ομοτέχνους τους και/ή φίλους της ποίησης.

Κατά την ταπεινή μου άποψη, είμαστε πολύ μικρή χώρα για να θεσμοθετούμε αυστηρά εσωτερικά γεωγραφικά σύνορα, ιδίως σε ό,τι αφορά τον πολιτισμό μας και τα πνευματικά μας κειμήλια. Εκλεκτικές συγγένειες στην ποίηση της Θεσσαλονίκης Υπάρχουν…»


ΟΙ ΝΕΕΣ ΦΩΝΕΣ, Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ



Θέλω να ευχηθώ καλή δύναμη και να ευχαριστήσω τη Βίκυ Παπαπροδρόμου, γιατί στις όσες φορές έτυχε να βρεθώ στη Θεσσαλονίκη, ένιωσα πολύ κοντά μου την πόλη και τους κατοίκους της.

Γιατί η γενιά μου, γενιά λίγο προ –και μόλις μετέπειτα Μεταπολίτευσης, γαλουχηθήκαμε με το όραμα η Καβάλα (η γαλάζια πολιτεία και γενέτειρα των Βασίλη Βασιλικού, Μαρίας Κυρτζάκη, Χρόνη Μίσσιου), να είναι η τρίτη πρωτεύουσα της Ελλάδας με δεύτερη τη Θεσσαλονίκη και πρώτη την Αθήνα
Τόσο απλά, σαν μια σκυτάλη πολιτισμού. Μπολιασμένος με νέες πράξεις, φωνές ξανά. Σαν αμπέλι που βλασταίνει πρώτη φορά. Όπως η Διαδικτυακή Ανθολογία Ποιητών της Θεσσαλονίκης του 20ου Αιώνα.

Επισκεφτείτε τους ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα

 (http://www.translatum.gr/forumΓ/index.php?topic=9084.0). Αξίζει! 

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΝΤΟΥ ΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΡΤ.




Του    Ζαχαρία  Σώκου*


   «ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΕΡΩΤΙΣΜΟΣ  ΓΙΑ  ΤΗΝ  ΑΝΑΓΝΩΣΗ  ΤΗΣ  ΠΟΙΗΣΗΣ»
    
  Η  συνομιλία - συνέντευξη  με  τον ποιητή  Γιάννη Κοντό έγινε  στις  20  Απριλίου  2013 για το  ΤΡΙΤΟ πρόγραμμα της ΕΡΑ και μεταδόθηκε στην εκπομπή  «Απόστροφος» με παραγωγό τον Ζαχαρία Σώκο.

   Η  επικοινωνία  με  τον Γιάννη Κοντό  ήταν πάντα απολαυστική και ημιτελής  σαν  μεσημεριανό  καφεδάκι  που  υπόσχεται  το  κυρίως  γεύμα. Επαφή με υπονοούμενα, σιωπές, χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Ο  Γ.Κ , παρότι σχετικά  πληθωρικός, ήταν  πάντα ευγενής και διακριτικός, σεβόμενος τα όρια,  που εξ ενστίκτου και εμπειρίας, αναγνώριζε. Μιλούσε, για τα σημαντικά και τα ασήμαντα, με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια. Στον  διάλογό μας είχες την αίσθηση ότι συνδιαλέγεσαι  με ένα παιδί, πότε μικρό και πότε μεγάλο, αλλά πάντα παιδί. Είχε χαρακτηριστική φωνή, με αργή εκφορά των λέξεων,  που πολλές φορές κατέληγαν σε δήθεν αφελή ερωτήματα.
     Η  συνομιλία μας έγινε με αφορμή την έκδοση του συγκεντρωτικού τόμου, με το σύνολο των δημοσιευμένων ποιημάτων του, από τις εκδόσεις



«ΤΟΠΟΣ»,  δίνοντας έτσι την ευκαιρία για μια εφ’ όλης της ύλης συζήτηση. Είχε προηγηθεί η παρουσίαση του τόμου στην οποία είχαν παραστεί γνωστά πρόσωπα της αθηναϊκής κοινωνίας από τους χώρους της γραφής, του θεάτρου, των τεχνών,  της πολιτικής κ.ά., επιβεβαιώνοντας  την  επικοινωνιακή προσωπικότητα του ποιητή.

     Η   συνέντευξη

Ερώτηση  Ζ.Σ.   Κύριε  Κοντέ, στην πρόσφατη παρουσίαση του συγκεντρωτικού σας τόμου ο επιμελητής εκδόσεων Άρης Μαραγκόπουλος  ανέφερε χαρακτηριστικά.  «Ο ποιητής  Γ.Κ  αναμφισβήτητα κατέχει εξέχουσα θέση ανάμεσα στους ώριμους ποιητές μας. Με όπλο έναν – Καρυωτακικής προέλευσης - αυτοσαρκασμό και χρησιμοποιώντας μια γλώσσα κρυπτική, αιχμηρή, εκ προθέσεως αντιποιητική και εντυπωσιακά παραστατική, έχει διαμορφώσει μια χαρακτηριστική  φωνή. Η ιδιοτυπία και η δύναμη αυτής της φωνής εντοπίζεται, όπως ορθά επισημαίνει  ο καθηγητής Νάσος Βαγενάς, στον τρόπο με τον οποίο συνδυάζει την αμεσότητα του προφορικού λόγου με την ευρηματικότητα – γνώρισμα που λειτουργεί κυρίως στον τρόπο που ο Κοντός  εικονογραφεί  αισθήματα και σκέψεις.  Μπορεί  κάθε πραγματικότητα να είναι αποκρουστική, (αποστροφή που θα συνυπέγραφε και ο αγαπημένος του Κοντού,  Μ. Σαχτούρης ), αλλά ο ποιητής ξέρει να δραπετεύει πάντα μέσω μιας ευφυούς μεταφοράς.’’ Το μετέρχεστε αυτό κ .Κοντέ, δραπετεύετε  μ’ αυτό τον τρόπο;
Γ.Κ.   Όλα αυτά που ειπώθηκαν βεβαίως και με καλύπτουν,  πάντα καλλιτεχνικά. Και βεβαίως δραπετεύω μέσω των ευρημάτων. Εξ άλλου, το έχουν αναφέρει πολλοί κριτικοί αλλά και εγώ το έχω αντιληφθεί πλέον ότι είμαι ιδιαίτερα ευρηματικός στο κλείσιμο του ποιήματος, στον τίτλο του ποιήματος και στη αρχή του. Δίνω μεγάλη έμφαση στην αρχή, στην μέση και στο κλείσιμο του ποιήματος, που είναι, σχεδόν,  ένα άλλο ποίημα. Τόσο πολύ το προσέχω. Βέβαια αυτά έρχονται  μόνα τους, μάλιστα παλιότερα,  με τον Νίκο τον Χουλιαρά, που δεν είναι καλά στην υγεία του σήμερα, κάναμε πολλά πράγματα, βρίσκαμε τίτλους σε φίλους, σε βιβλία, σε πολλά με μεγάλη ευκολία. Παλιότερα οι ποιητές  όταν έβγαζαν ένα καινούργιο βιβλίο δίναμε σε φίλους κάποιους ενδεικτικούς τίτλους και αυτοί έλεγαν την σκέψη τους, την πρότασή τους. Θυμάμαι  όταν ο Σινόπουλος έβγαλε τον «Χάρτη», εγώ το πρότεινα και το δέχτηκε. Είχα αυτή την ευχέρεια.
Ζ.Σ. Είχατε δηλαδή τη δυνατότητα συμπύκνωσης του νοηματικού περιεχομένου;
Γ.Κ. Νομίζω αυτό  είναι έμφυτο. Στον «Κέδρο», που δούλεψα πολλά χρόνια, κάθε χρόνο έβρισκα πολλούς τίτλους,  πάντα σε συνεργασία με τον ενδιαφερόμενο.
Ζ.Σ. Εμφανιστήκατε στα γράμματα το 1970 με την «Περιμετρική». Βέβαια είχαν δημοσιευτεί ποιήματά  σας από το 1965. Στον τόμο που εκδόθηκε πρόσφατα, με το σύνολο του ποιητικού σας έργου, το χρώμα του εξωφύλλου  είναι εντελώς μαύρο. Εσείς έχετε χαρακτηριστεί και ως ποιητής  των χρωμάτων, γιατί μια τόσο μαύρη επιλογή.
Γ.Κ. Δεν έκανα εγώ την επιλογή. Δεν λέω ότι δεν θα την έκανα, αλλά η επιλογή ήταν των εκδοτών. Μου το δείξανε και συμφώνησα.  Άλλωστε  με τη φαντασία μου, που περισσεύει, την παιδική θα έλεγα φαντασία μου, εγώ το βλέπω  άσπρο ή και πολύχρωμο ακόμα, κι ας είναι μαύρο. Ξέρετε η νύχτα είναι πολύχρωμη κι αν βγούμε έξω θα σου δείξω και τα χρώματα.
Ζ.Σ. Βαθύ μαύρο σκοτάδι δεν υπάρχει;
Γ.Κ. Βαθύ μαύρο σκοτάδι υπάρχει μέσα στον άνθρωπο. Η φύση δεν είναι έτσι. Ο άνθρωπος είναι έτσι. Ο άνθρωπος μπορεί να κάνει φόνο, να σκοτώσει πολλούς, όχι όπως το ζώο που σκοτώνει μόνο για να φάει. Έχουμε πολέμους με πολλές χιλιάδες νεκρούς, για συμφέροντα, για ιδεολογίες. Αυτά τα έχει πει καταπληκτικά ο Σαίξπηρ σε μια αριστουργηματική ποιητική γλώσσα. Σε όλα του τα έργα οι ήρωές  του βιώνουν αυτό το μαύρο σκοτάδι του ανθρώπου.
Ζ.Σ. Στην εκπομπή τα μουσικά θέματα τα επιλέγει ο καλεσμένος και οι μουσικές επιλογές είναι στοιχείο της προσωπικότητας του. Εσείς το πρώτο μουσικό θέμα που επιλέξατε  είναι Μότσαρτ. Γιατί κάνατε αυτή την επιλογή;
Γ.Κ. Ο Μότσαρτ είναι πολύχρωμος,  παιχνιδιάρης, ένα παιδί θαύμα κι ακόμα και σήμερα προσπαθούν να καταλάβουν την ξεχωριστή περίπτωσή του. Όσο  ακούμε την μουσική θα σας διαβάσω το ποίημα μου «Ο Ανατόμος».

      Ο  Α Ν Α Τ Ο Μ Ο Σ

 <<Δεν φοβάσαι το χρόνο>>
μου είπε ο χασάπης
κόβοντας , λιανίζοντας, κρεμώντας.

<<Δεν  πρόκειται να μείνω στον ουρανό,
εδώ, στα χαμηλά θα κατοικώ για πάντα.>>
Με κοιτούσε σκουπίζοντας
τα ματωμένα χέρια
στο άσπρο της ποδιάς.

<<Το σπίτι μου είναι κοντά στη λίμνη.
Όλη νύχτα ψαρεύω
χέλια και φεγγάρι.>>
Τραβάει μαχαιριά  
 - ευθεία σαν σιωπή –
και αδειάζει την κοιλιά του αρνιού.

<<Τα μεσημέρια , όταν βρέχει,
ζωγραφίζω το ίδιο τοπίο.>>
Ξεχωρίζει συκώτια από εντόσθια.

<<Διαβάζω και ποιήματα.
Μια φορά διάβασα και Χέλντερλιν.>>
Του ξέφυγε η καρδιά από τον πάγκο.
Έσκυψε ,την πήρε και την κρέμασε
μαζί με τα άλλα.

Ζ.Σ.  Ο Χέλντερλιν έχει πει το γνωστό «τι ζητούν οι ποιητές σ’ αυτούς τους μικρόψυχους καιρούς».
Γ.Κ. Πάντα οι καιροί είναι ίδιοι αγαπητέ μου, πάντα οι ίδιες δυσκολίες. Και τώρα μικρόψυχος είναι ο κόσμος και η κοινωνία. Πάρα πολύ μεγάλη μικροψυχία και για να πούμε τη μαύρη αλήθεια πιο πολύ οι πολιτικοί που αποκλείουνε κάθε τι πνευματικό γιατί, λένε, δεν έχουν χρήματα.
Ζ.Σ. Ανήκετε στη γενιά του 70. Μια από τις ιδιορρυθμίες αυτής της γενιάς  είναι ότι,  πολλοί  εκπρόσωποι της γενιάς σας  γοητεύονται, από τις προηγούμενες λογοτεχνικές γενιές, όχι τόσο από τα κείμενα,  αλλά  από τις μορφές και τον μύθο των ποιητών. Το αποδέχεστε εσείς αυτό;
Γ.Κ.  Το συμμερίζομαι και συμμετέχω σ’ αυτό. Πάντα ονειρεύεσαι τον ήρωά σου, το πρόσωπο και τη μορφή και το μυθοποιείς. Το πρόσωπο όμως χτίζεται από το έργο. Λίγα πρόσωπα με ενδιαφέρουν που δεν είναι καλλιτέχνες. Θα σταματήσω να δω έναν ζητιάνο στο δρόμο πώς ζητιανεύει τι  κάνει, πώς συμπεριφέρεται, πώς είναι η κατατομή του. Σ’ αυτόν  βλέπω τον άνθρωπο που ικετεύει. Ασχέτως αν είναι ψεύτης, αν είναι κουτσός που περπατάει, αν είναι τυφλός που σε λίγο βλέπει. Έχω μια κάμερα μέσα στα μάτια μου. Να σας εξομολογηθώ ότι εργαλείο της δουλειάς μου είναι η παρατηρητικότητα. Παρατηρώ τους ανθρώπους στο μετρό και αλλού, βλέπω τα χέρια, το κεφάλι τους, τα μαλλιά τους, πώς κοιτάνε, πώς μιλάνε στο κινητό που είναι κουραστικό…
Ζ.Σ. Πίσω από αυτά τα χαρακτηριστικά τι θέλετε να δείτε;
Γ.Κ.  Αυτά που με απασχολούν. Βλέπω την μοναξιά, τον τρόπο και την αδυναμία επικοινωνίας, τη μόδα.
Ζ.Σ.  Πώς εννοείτε το θέμα της μόδας γιατί το αναφέρατε;
Γ.Κ.  Με ενδιαφέρει το ντύσιμο ενός ανθρώπου, τα παπούτσια του, παρατηρώ ότι πολλοί πλέον φοράνε μπλουτζίν.

            ΤΑ  ΠΡΟΣΩΠΑ  ΠΑΤΡΙΔΑ

Ζ.Σ.  Σας είπα πριν ότι τα πρόσωπα των παλαιότερων σημαντικών ποιητών τα είχατε μυθοποιήσει. Στο προλογικό σημείωμα του ενιαίου τόμου σας αναφέρετε ότι στη νεότητα αυτό εκδηλωνότανε σαν τρελός έρωτας. Τα πρόσωπα, αναφέρετε, που μυθοποιήσατε είναι ο Καβάφης, ο Λόρκα, η Αξιώτη, ο Χατζιδάκις, ο Πεντζίκης, ο Μαγιακόφσκι, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος,, ο Ρεμπώ, ο Καρυωτάκης, τα ρεμπέτικα, οι Μπήτλς, η Παξινού, ο Κουν, ο Μπέργκμαν, ο Τσαρούχης, ο Μακρυγιάννης  , ο Σινόπουλος, ο Αναγνωστάκης, ο Ρίτσος, η Βακαλό, ο Ιωάννου,  ο Τσέχωφ, ο Εγγονόπουλος, ο Παπαλουκάς, ο Παρθένης, ο Θεόφιλος, ο Πάουντ, ο Καραγάτσης, ο Μητρόπουλος, ο Θεοτόκης, ο Χατζής, ο Ουίλιαμς, ο Κάφκα, ο Καμπανέλης, ο Μπέκετ, ο Μάλλερ, ο Σκλάβος και άλλα πρόσωπα.                        Γιατί νοιώσατε την ανάγκη να αναφέρετε όλα αυτά τα ονόματα;
Γ.Κ.  Γιατί όλα αυτά τα πρόσωπα είναι η πατρίδα μου. Από αυτούς ξεκίνησα, αυτοί είναι οι συγγενείς μου. Τόσο  ορθά κοφτά. Κάτι παρόμοιο έκανε και ο Ρίτσος με το εικονοστάσι των δικών του αγίων.  Για μένα αυτοί είναι η πατρίδα μου. Αυτά τα πρόσωπα μού φέρανε άνοιξη  μέσα μου, ενώ είχα χειμώνα.
Ζ.Σ.  Σε μικρή ηλικία τόσο χειμώνα;
Γ.Κ. Ναι, ενώ είμαι αισιόδοξος άνθρωπος έχω και εγώ την κατάθλιψή μου, κι αυτά τα πρόσωπα με βοήθησαν πολύ.
Ζ.Σ.  Εκείνη την περίοδο ;
Γ.Κ.  Στο διηνεκές. Δηλαδή όταν πάω στο θέατρο και βλέπω τις τρεις αδερφές του Τσέχωφ αισθάνομαι σα να είμαι σπίτι μου. Στο δικό μου σπίτι. Γίνομαι Ρώσος, γίνομαι μουζίκος, γίνομαι το’ να γίνομαι τ’ άλλο, ότι θες γίνομαι.
Ζ.Σ.  Πατρίδα σας είναι η τέχνη δηλαδή;
Γ.Κ.   Ναι, ναι. Αν δεν το πιστεύεις αυτό, όπως το πιστεύω εγώ, δεν θα σωθείς.
Ζ.Σ.  Δηλαδή εσείς έχετε σωθεί ;
 Γ.Κ.  Δεν θα σωθείς  γιατί η ζωή είναι σκληρότατη. Απορώ με πολλούς, δεν τους κατηγορώ, εγώ έχω άλλες επιλογές. Απορώ πώς ένας διευθυντής που όλη μέρα δουλεύει και κάνει και φτιάχνει και την άλλη μέρα ξαναπηγαίνει και κάνει τα ίδια πράγματα… μου φαίνεται ότι πρέπει να αυτοκτονήσει.
Ζ.Σ.  Ένας  εργαζόμενος ή ένας διευθυντής ειδικά;
Γ.Κ.  Όχι ένας εργαζόμενος, γιατί και εγώ εργαζόμενος ήμουν, ένας διευθυντής. Έχω γράψει ένα ποίημα για τους διευθυντές .
Ζ.Σ.  Έχετε γράψει πολλά ποιήματα  που αναφέρονται στις επαγγελματικές ιδιότητες  των ανθρώπων, όχι μόνο για τους διευθυντές.
Γ.Κ.  Ναι είναι αλήθεια πολλά. Το φαρμακείο που έγραψα, από κάτω ενυπάρχουν οι στίχοι του Σεφέρη « έχετε σκεφθεί ποτέ τι περνάει ένας φαρμακοποιός που διανυκτερεύει» ή κάπως έτσι. Αυτό το στίχο είχα στη σκέψη μου, βέβαια, το ποίημα το δικό μου λέει άλλα πράγματα.  Στην τέχνη υπάρχει συνέχεια και διαδοχή. Δεν υπάρχει παρθενογένεση .
Ζ.Σ.  Ποιο μουσικό θέμα έχετε επιλέξει να ακούσουμε τώρα;
Γ.Κ.  Θα ακούσουμε Μπαχ. Ο Μπαχ σε ταξιδεύει σε μεγάλα βάθη του εσωτερικού σου κόσμου. Σε ξεγυμνώνει. Μπαχ  άκουγε πολύ ο Ρίτσος όταν δούλευε. Αλλά και ο Μυταράς, ο ζωγράφος, μού έλεγε ότι δουλεύει με Μπαχ. Εγώ όταν ακούω κλασσική μουσική νοιώθω μια απόλυτη ησυχία μέσα μου. Στο σπίτι μου ακούω πολύ ραδιόφωνο και κοιμάμαι με το ραδιόφωνο ανοιχτό. Ξυπνάω συνήθως κατά τις τέσσερις  το πρωί,  το κλείνω και ξανακοιμάμαι. Ακούγοντας τη μουσική θα σας διαβάσω  το ποίημα μου «Ηλικίες και Ηλικίες».

                 ΗΛΙΚΙΕΣ  ΚΑΙ  ΗΛΙΚΙΕΣ

Τι βράχια – χρόνια ανέβηκα και κατέβηκα
και τι σκιές με κυνηγήσανε.
Είδα πολλές φορές το άπειρο.
Έκανα στάσεις και κοιτούσα πέρα τον ορίζοντα
και σε περίμενα.
Έτσι λοιπόν ανέβαινα κατέβαινα τη σκάλα
του Θεού και των λυγμών.
Άλλες φορές γινόμουνα μεταλλωρύχος,
γιατί οι αφέντες ζητούσαν επειγόντως
μέταλλα και όνειρα για τις ανάγκες
της αγοράς.
Και ο κόσμος γύριζε.

Τα σκοτάδια τρέχανε ποτάμι- έτσι έμαθα
κολύμπι. Μετά έπεφτα σε κενά, σε απίθανα
υπόγεια, και ο χρόνος  έμοιαζε με άμμο, με χρυσόσκονη.
Και  εκείνα τα πρωινά, που δεν ήξερα πού ήμουνα
και έψαχνα τους χάρτες για να βρω το στίγμα μου.
Και όλα πετούσαν γύρω μου.
Και ο χρόνος γύριζε.

Κάτι μεσημέρια σε είχα στην αγκαλιά μου
και έκλαιγες και σου έδειχνα την ηλικία μου.
Μπρούτζινο αγαλματάκι εφήβου.
Όπως ανέβαινα, σκεφτόμουνα : σε κατηφόρα
πηγαίνω ή σε βάραθρο κατεβαίνω;

Με ακολουθεί μια μουσική, ένα φως,
μπορεί να είναι η σκουριά των ωρών.
Σε μαχαίρια βαδίζω, σε καρφιά φακίρη είμαι,
άνθρωπος είμαι του εικοστού πρώτου αιώνα,
πρωτόγονος και χαμένος στο απέραντο απόγευμα
το σιδερένιο.
Και ο κόσμος γύριζε.

 Σε ατέλειωτη ευθεία- δρόμο τον λένε-,
με κεφάλι γεμάτο ποιήματα βαδίζω,
και τα βουνά είναι κάτω από την άσφαλτο
και ο ουρανός  είναι κάτω από την άσφαλτο.
Τα λόγια σου μισά φεγγάρια και Νοέμβριος.
Θα έρθω, θα σε φτάσω, δεν θα αργήσω.
Μακριά που είσαι, μια τελίτσα, μια ελίτσα,
μια πανάδα σε λαιμό. Τώρα σου φιλώ  τον λαιμό.
Και ο κόσμος γύριζε.

Η νύχτα είναι πολύ κοντά μας.
Η νύχτα η μπαμπακένια, που όλο μας κρύβει
το πρόσωπό της. Τι φίλντισι τα νύχια της,
τι αίμα στα μαλλιά και στο χώμα τρέχει.
Εκεί σταματήσαμε να φάμε ψωμί, να πιούμε κρασί.
να αγαπηθούμε.

(Όσο για τον χρόνο, δεν υπάρχει,
ένα παιχνίδι είναι, ένα φιλί).

Και ο κόσμος γύριζε.

Ζ.Σ.  Το 1970, όταν απολυθήκατε από το στρατό, μαζέψατε τα ποιήματα, σάς βοήθησε σε αυτό και ο Γ. Νεγρεπόντης, έψαξα, λέτε, γύρω από την Ομόνοια για τυπογραφείο και στο πρώτο υπόγειο μπήκα. Η ταμπέλα έγραφε Α.Ι Χρυσοχού  ο.ε,  Γερανίου 7 τηλ .536471
Γ.Κ. Ναι. Εξαψήφιο.
Ζ.Σ. Παρέδωσα τα ποιήματα και 5.500 δραχμές που μου έδωσε ο πατέρας μου, έδωσα και ένα σχέδιο που έκανα ο ίδιος, και έτσι, βγήκε το πρώτο μου βιβλίο. Το 1970 βγήκε η «Περιμετρική»  που την πληρώσατε από την τσέπη σας.
Γ.Κ. Έτσι γίνονταν τότε, δεν έβγαζαν οι εκδότες βιβλίο χωρίς λεφτά. Το δεύτερο βιβλίο εκδόθηκε από την «Δωδώνη», τον Βαγγέλη Λάζο, και μετά όλα τα βιβλία μου τα έβγαλα στον «Κέδρο», όπου έγινα και υπάλληλος για 32 χρόνια. Μετά τον «Κέδρο», για δυόμιση χρόνια πήγα στο «Μεταίχμιο» και σταμάτησα πρόσφατα.
Ζ.Σ.   Με αυτό το τρόπο λέτε πολιτογραφήθηκα συγγραφέας. Τι κόσμος  ήταν αυτός, από τότε πέρασε μισός αιώνας περίπου.

ΚΑΚΙΕΣ , ΑΝΤΙΠΑΛΟΤΗΤΕΣ  ΚΑΙ  ΤΟ  ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ  ΣΟΥΤΙΕΝ

Γ.Κ.  Στην αρχή ήταν  ονειρικός κόσμος, μετά καθημερινός και μετά αποτρεπτικός. Υπάρχουν κακίες, αντιπαλότητες, υπάρχουν πολλά, είναι μια κοινωνία όπως παντού.
Ζ.Σ.  Τι είναι πιο πολλές, οι χαρές ή οι πικρίες ;
Γ.Κ. Οι χαρές. Όπως λέει και ο φίλος μου ποιητής Γ.Μαρκόπουλος δεν πρέπει να λέμε άσχημα πράγματα. Περάσαμε ωραία και γνωρίσαμε τους καλύτερους ανθρώπους. Γνωρίσαμε τον Λειβαδίτη, για παράδειγμα, ένα κόσμο ολόκληρο, βεβαίως με τις παραξενιές του. Ένας κόσμος μαγικός.
Ζ.Σ.  Πόσο άλλαξαν τα πράγματα από τότε;
Γ.Κ.  Εγώ πρόλαβα την ποίηση βασίλισσα των τεχνών. Όλες οι εφημερίδες τότε γράφανε για ποίηση. Σήμερα τα βιβλία ποίησης δεν πουλάνε. Το μυθιστόρημα πουλάει πιο πολύ και κυρίως το μυθιστόρημα σουτιέν. «Φίλησε με δύο φορές», «άνοιξες  την πόρτα και έφυγες»,  χαζά… Συχνά είναι και αντιγραφές  από τηλεοπτικές χαζοϊστορίες. Εγώ παρότι δεν έγραψα στίχους εκτιμώ αρκετούς  από αυτούς που  γράφουνε στίχους γιατί μου αρέσουν τα τραγούδια. Μου είχε πει ο Μ. Λοΐζος ότι θα έκανε κάτι με τα δικά μου αλλά δεν πρόλαβε, πέθανε. Στο μεσοπόλεμο,  οι στιχουργοί του ρεμπέτικου ήταν προχωρημένοι ποιητές. Ο Τσιτσάνης ήταν μεγάλος ποιητής. Το τραγούδι που θα ακούσουμε τώρα το «τι σήμερα τι αύριο τι τώρα»  είναι Έλιοτ.
Ζ.Σ.  Και από τον Έλιοτ, μέσω του Τσιτσάνη, φτάνουμε στον Σεφέρη. Εσείς αυτοχαρακτηρίζεστε  σεφερικός ποιητής.
Γ.Κ.  Εγώ δεν έμαθα στο σχολείο γράμματα, αλλά μέσω του Σεφέρη. Με έμαθε γράμματα. Η φιλολογική του ενατένιση ήταν εξαιρετική. Αυτό φαίνεται, εκτός των ποιημάτων του, και στα δοκίμιά του που είναι αξεπέραστα. Φανερώνουν έναν τεράστιο φιλόλογο που ήξερε τι έκανε.
Ζ.Σ.  Εκτός του Σεφέρη ποιοι άλλοι ποιητές σας σημάδεψαν;
Γ.Κ.  Πρέπει να πω ότι μια τεράστια καλλιτεχνική προσωπικότητα, μεταπολεμικά, ήταν ο Μ.Χατζιδάκις που για δύο χρόνια τουλάχιστον κάναμε παρέα. Ο Σαχτούρης και ο Σινόπουλος με επηρέασαν πολύ άμεσα. Μάλιστα έχω κατηγορηθεί ως αντιγραφέας του Σαχτούρη.
Ζ.Σ.  Μισός αιώνας στο κουρμπέτι της ποίησης, τι εμπειρία ήταν αυτή;
Γ.Κ. Επειδή μου αρέσει πολύ η εκπομπή σας θα σας εξομολογηθώ. Έμαθα το παιχνίδι  αυτού του σιναφιού πολύ καλά. Είμαι χαμηλών τόνων άνθρωπος, δεν πέφτω στην παγίδα του τσακωμού. Μάλιστα ένας φίλος μου υπουργός μου είπε ότι θα έπρεπε να ήμουν στο διπλωματικό σώμα.
Ζ.Σ.  Ανήκετε στη γενιά της αμφισβήτησης  ή της άρνησης. Αυτή η γενιά σήμερα βρίσκεται στην εξουσία ελέγχει τα πράγματα…
Γ.Κ.  Δεν ελέγχει κανείς τίποτα. Οι λογοτέχνες ανάλογα με την αξία τους ανήκουν σε κατηγορίες. Οι πολύ καλοί, οι λιγότερο καλοί και η παραλογοτεχνία. Συνήθως όσοι δεν είναι πολύ καλοί μιλάνε για κλίκες, για οργανωμένα συμφέροντα. Δεν υπάρχουν αυτά τα πράγματα. Βεβαίως  εγώ, αν ερωτηθώ, θα πω για κάποιον που είναι φίλος μου,  που γνωρίζω, αλλά αυτό δεν είναι κλίκα.
Ζ.Σ.  Εκτός από τον χώρο της λογοτεχνίας η ηλικιακή γενιά που ανήκετε βρίσκεται στην εξουσία; Πριν μου μιλήσατε για φίλο σας υπουργό.
Γ.Κ.  Οι λογοτέχνες δεν ασχολούνται με αυτά τα πράγματα, αλλιώς θα πολιτεύονταν. Δεν είμαι ταγός  και δεν αισθάνομαι καθόλου ένοχος. Εμένα με ενδιαφέρει ο μπακάλης της γειτονιάς μου και όχι η πολιτική. Αν υπονοείτε την πολιτική, όλοι ευθυνόμαστε για την κατάντια της χώρας. Είμαστε άνθρωποι και κάνουμε λάθη, έχω ψηφίσει κόμματα που μετά με απογοήτευσαν και έχω μετανιώσει. Τι να σας πω τώρα. Βλέπω και την άνοδο της χρυσής αυγής και ανησυχώ πολύ.

          Η  ΣΧΕΣΗ  ΜΕ  ΤΑ  ΧΡΩΜΑΤΑ

Ζ.Σ.  Να δούμε λίγο τη σχέση της ζωγραφικής με την ποίησή σας. Είστε φίλος με τον Δ.Μυταρά, τον Γ.Ψυχοπαίδη.
Γ.K.  Είμαι και συνεργάτης μ’ αυτούς  και πολλούς άλλους. Έχω γράψει, για πολλούς μεταπολεμικούς ζωγράφους του μοντερνισμού, κείμενα. Πιστεύω ότι η γλώσσα έχει σχέση με το χρώμα.
Ζ.Σ. Πώς το εννοείτε αυτό ;
Γ.Κ.  Άνευ αποδείξεως, ποιητική αδεία. Γράφω θα έρθω απόψε, που για μένα είναι κόκκινο. Δεν θα έρθω, είναι κίτρινο. Ο  μεγαλύτερος ζωγράφος του εικοστού αιώνα ο Πικάσο έλεγε ότι το έργο τελειώνει όταν το πατήσω και πετάξει αίμα. Αν δεν τινάξει αίμα δεν έχει τελειώσει .
Ζ.Σ.  Το ποίημα πότε τινάζει αίμα;
Γ.Κ.  Όταν πείσει για την πραγματικότητά του. Απαιτείται και ερωτισμός. Αν δεν είσαι ερωτικός άνθρωπός, ακόμα και με την χριστιανική έννοια του όρου, δεν μπορείς να κατανοήσεις τον Παπαδιαμάντη. Αν είσαι παγωμένο κούτσουρο δεν μπορείς να διαβάζεις ποιήματα. Με θέλγει επίσης το θέατρο. Οι μεταμορφώσεις των σωμάτων, των μορφών, η μουσική, οι απαγγελίες, η γλώσσα, τα ενδύματα.  Από τον κινηματογράφο έμαθα το μοντάζ. Τα περισσότερα ποιήματά μου έχουν  διαβολικό μοντάζ. Διαφωνώ και με τους πεζογράφους που λένε ότι πρέπει να λιώσεις παντελόνια στην καρέκλα για να γράψεις μυθιστόρημα. Στη ποίηση η εργασία είναι το ίδιο επώδυνη αφού ξυπνάς και κοιμάσαι σκεπτόμενος που θα βάλεις την κάθε λέξη.
Ζ.Σ.  Τι είναι έρωτας για σας ;
Γ.Κ. Για αδιευκρίνιστους λόγους δύο άτομα έρχονται σε επαφή με μια ματιά σαν να γνωρίζονταν πριν γεννηθούν. Είναι μυστήριο, πέφτουμε στη μεταφυσική .
Ζ.Σ.  Φθορά, απώλεια , θάνατος.
Γ.Κ.  Είναι κάθε μέρα πλάι μας. Ένα πρόσωπο σκοτεινό με μαύρη μπέρτα που μας νεύει με τη νοηματική, δεν μιλάει με το στόμα. Σου κάνει νοήματα και σου λέει ότι οδηγείσαι  στο τέλος.


Ο ποιητής Γιάννης Κοντός έφυγε από τη ζωή στις 21 Ιανουαρίου 2015 στην  ηλικία των 71 ετών.




*Ο Ζαχαρίας Σώκος είναι δημοσιογράφος μέλος ΕΣΗΕΑ, π. Διευθυντής Απόδημου Ελληνισμού και Δορυφορικής Τηλεόρασης ΕΡΤ. Αρχισυντάκτης και παρουσιαστής τηλεοπτικών εκπομπών και παραγωγός της ραδιοφωνικής εκπομπής του "Τρίτου" προγράμματος της ΕΡΑ "ΑΠΟΣΤΡΟΦΟΣ". Δ/ντης Σύνταξης του περιοδικού 
 "ΠΕΡΙΣΤΥΛΟΝ". Εργάστηκε ως αρχισυντάκτης σε εφημερίδες και περιοδικά. Σπούδασε Οικονομία και  Σκηνοθεσία. Ζει στην Αγία Παρασκευή από το 1961.



Η ποιητική συλλογή "Άλλα ρούχα" είναι η πρώτη ποιητική του συλλογή και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.









αλογοκρισίες





Α: Λογοκρισίες που αρνούνται την κριτική του λόγου. Άλογες κρίσεις. 
Αλογοκρισίες στην αγορά των ανίδεων και στη ζωοπανήγυρη των ιδεών

Γιώργος Χουλιάρας

Από κινηματογράφου άρχεσθαι, εφόσον γενικά αναγνωρίζεται η τεχνική ευκολία στην εφαρμογή λογοκρισίας στην περίπτωση της γραφής με κινούμενες (ομιλούσες) εικόνες μέσω απαγορεύσεων προβολών ή περικοπών επίμαχων σκηνών, πέραν όσων μπορεί να υποστεί προληπτικά μια ταινία ήδη από τη συγγραφή του σεναρίου και σε όλα τα στάδια της παραγωγής της. Επιπλέον, ο κινηματογράφος έχει συγκεντρώσει το ενδιαφέρον λογοκριτικών μηχανισμών ως κατ’ εξοχήν μαζική ψυχαγωγία (και, κάποιες φορές, τέχνη) του 20ού αιώνα, πρωτοκαθεδρία που όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη τον 21ο, αφού αλλάζουν οι όροι παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης με την επέλαση εφαρμογών ψηφιακής τεχνολογίας και τον πολυκεντρισμό μέσων κοινωνικής δικτύωσης, σε ένα πεδίο δυσεπίλυτης σύγκρουσης που διαμορφώνουν διαφορετικές φορητές πλατφόρμες προβολής και διαδικτυωσύνης: τηλεόραση, τηλέφωνο, υπολογιστής. Ο κινηματογράφος ήταν κάποτε μαζική τέχνη, φοβάμαι θα λένε στο μέλλον, όπως σε άλλες περιόδους μαζική τέχνη ήταν η ποίηση, την εποχή των τροβαδούρων ή του Ομήρου ίσως.
Γενικότερα, στο βαθμό που κάθε είδος επικοινωνίας, έκφρασης και τέχνης (που δεν αποτελούν βέβαια ισοδύναμα) συνιστά μια γλώσσα, η αντίστοιχη γλώσσα και η μέσω εκείνης “γραφή” ή ο λόγος αυτός (ποιητικός, πεζογραφικός, θεατρικός, κριτικός, φωτογραφικός, εικαστικός, δημοσιογραφικός κ.ο.κ.) μπορεί να υποστεί λογοκρισία. Άμεσες ή έμμεσες, θεσμικές ή εξωθεσμικές, προληπτικές ή κατασταλτικές, απτές ή υπαινικτικές, αυτολογοκριτικές ή [ετερο]λογοκριτικές, τρομοφορτισμένες ή μεταξύ τεΐου και παστιτσίου, οι πολλαπλές μορφές λογοκρισίας –η τυπολογία, η αιτιολογία και η περιοδολόγησή τους– αποτελούν αντικείμενο της έρευνας και του αναστοχασμού που ενθαρρύνει το πρώτο συνέδριο στη χώρα μας με αυτοτελές θέμα τη λογοκρισία.
Λογοκρισίες προκύπτουν όταν διακυβεύονται (ή θεωρείται ότι διακυβεύονται) υλικά ή φαντασιακά αγαθά και αξίες, όπως τονίζεται στο σκεπτικό του συνεδρίου. Λογοκριτικοί μηχανισμοί, λογοκριτικές προθέσεις ή πρωτοβουλίες και αυτολογοκρισία εμφανίζονται, πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί, σε κάθε πλέγμα σχέσεων εξουσίας. Πρόκειται για σύνολο πλεγμάτων που δεν εξαντλείται, επομένως, από την ουσιαστικά ή τυπικά κυρίαρχη μορφή εξουσίας, δηλαδή το κράτος, αλλά περιλαμβάνει μηχανισμούς του ιδιωτικού τομέα (όπως ιδίως μέσα μαζικής ενημέρωσης ή εξημέρωσης, αν προτιμάτε), κομματικούς φορείς και οργανώσεις στο προνομιούχο για το εν λόγω ζήτημα πεδίο της πολιτικής, σχολεία και κάθε είδους ιδρύματα δια βίου εξάσκησης στη λογοκρισία, αλλά και θύλακες της ιδιωτικής ζωής, όπως κατεξοχήν την οικογένεια.
Η λέξη λογοκρισία (όπως και λογοκριτής) φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά από τον Αδαμάντιο Κοραή, αν θυμηθούμε τη Συναγωγή Κουμανούδη, για να αποδώσει το από τα λατινικά προερχόμενο γαλλικό censure ήδη το 1826, δηλαδή τριάντα χρόνια πριν από τη λέξη λογοπαίγνιο (1856) ή 41 χρόνια πριν από τη λέξη λογοκλόπος (1871), ενώ και η σύγχρονη σημασία της λέξης λογοτεχνία επίσης ανάγεται στα τέλη του 19ου αιώνα. Η αντίστοιχη της λογοκρισίας λέξη στα γαλλικά και άλλες σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες παραπέμπει στον κήνσορα (από το λατινικό ρήμα που σημαίνει αποτιμώ ή απογράφω), τον αξιωματούχο στην αρχαία Ρώμη που κατέγραφε τους Ρωμαίους πολίτες και ειδικότερα την περιουσία τους και περιφρουρώντας ηθικές αξίες έκρινε τυχόν παραβάσεις που επέφεραν τιμωρίες, διαδικασία (censura) που στα μεσαιωνικά χρόνια είχε αποκτήσει τη σημασία «πειθαρχικών μέτρων» από πλευράς της Εκκλησίας, ενώ αργότερα, τον 18ο αιώνα, παρέπεμπε στον επίσημο έλεγχο εκδόσεων, από την Εκκλησία αρχικά και γενικότερα από αρχές εν συνεχεία.
Στο γονιδίωμα της λογοκρισίας συνδυάζονται ο απογραφέας και ο τιμωρός εφοριακός. Η λογοκρισία είναι μια μορφή απογραφής, τόσο ως απογραφή-καταγραφή φόβων & ανησυχιών της εξουσίας για τυχόν συνέπειες του λόγου σε όσους επιχειρεί να εξουσιάσει, όσο και ως απογραφή-διαγραφή όσων λέγονται. Με την έννοια αυτή, η λογοκρισία συνεπάγεται έναν αντίστροφο θρίαμβο του λόγου έναντι της εξουσίας, όσο και αν τα όπλα της κριτικής ωχριούν μπροστά στην κριτική των όπλων. Πόλεμος πατήρ πάντων, τουλάχιστον όσοι μιλούν ελληνικά οφείλουν να γνωρίζουν. Ποια όμως είναι η μητέρα; Στην αναζήτηση της γενεαλογίας των φαινομένων αυτών ίσως βοηθά αν δούμε τη λογοκρισία ως αδελφή της προπαγάνδας, στο βαθμό που και οι δύο εξέρχονται ετυμολογικά, ιστορικά από κοινή εκκλησιαστική μήτρα κατά τη διαδικασία της εκκοσμίκευσης στους νεωτερικούς χρόνους, που περιλαμβάνουν περιόδους εκφασισμού της εξουσίας. Μητέρα της πολιτικής ορθότητας και θεία της σεμνότυφης σοβαροφάνειας, η λογοκρισία σπεύδει να ακυρώσει. Μητέρα των δημοσίων σχέσεων και θεία της διαφήμισης και της επικοινωνίας, η προπαγάνδα επισπεύδει να επικυρώσει.
Η δικτατορία Μεταξά και η επταετής δικτατορία συγκαταλέγονται μεταξύ κορυφαίων στιγμών λογοκρισίας στη χώρα μας, με συνέπειες καταθλιπτικές, αλλά και τραγελαφικές, όπως η μεταμόρφωση ρεμπέτικων ασμάτων για το χασίς σε ύμνους έρωτα ή ο κατάλογος απαγορευμένων έργων και συγγραφέων με τον οποίο καταλήγει η ταινία «Ζ» του Κώστα Γαβρά. Συνδέονται καθοριστικά όμως επίσης με τη διείσδυση και εμπέδωση κορυφαίων μέσων επικοινωνίας, δηλαδή του ραδιοφώνου στην πρώτη περίπτωση και της τηλεόρασης στη δεύτερη, με προσπάθεια μάλιστα ενιαίας θεσμικής καθοδήγησης μέσω μιας Γενικής Γραμματείας Τύπου, όπου υπηρέτησε και ο Γιώργος Σεφέρης, η ιστορική αξιοποίηση αρχείων της οποίας απασχόλησε το συνέδριο.
Οι περί μητέρων και μητρών αναφορές σκηνοθετούν ένα “περιμητρικό” περιβάλλον όπου κυοφορούνται περιπτώσεις όπως η απόρριψη από εκδοτικό οίκο, το 1978 για λόγους σεμνότητας, εξώφυλλου για βιβλίο του Θανάση Βαλτινού, προέδρου σήμερα της Ακαδημίας Αθηνών, που βασιζόταν σε φωτογραφία γυναικείου εφηβαίου, περίπτωση που επίσης απασχόλησε τους συνέδρους. Κάποια χρόνια νωρίτερα, ένας «ύμνος στο αιδείο» του Ηλία Πετρόπουλου (του οποίου η συμβολή στη θεσμική αναγνώριση της γενοκτονίας των Ελλήνων Εβραίων αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης) υπήρξε η «άσεμνη αφορμή» για τη δίωξη, στη γενέτειρά μου Θεσσαλονίκη, του λογοτεχνικού περιοδικού Τραμ και την αναστολή έκδοσής του, προηγούμενα τεύχη του οποίου είχαν βέβαια ενοχλήσει με αντιδικτατορικές αφηγήσεις, λόγου χάριν της Κωστούλας Μητροπούλου, που υποτίθεται διαδραματίζονταν στη Λατινική Αμερική. 
Πρόκειται ασφαλώς για μη αλφαβητικές υπομνήσεις του νεότερου μέλους μιας λογοτεχνικής συντροφιάς, καθώς με τον Δημήτρη Καλοκύρη, πρόεδρο σήμερα της Εταιρείας Συγγραφέων, και τον πρόωρα εκλιπόντα Μίμη Σουλιώτη, είχαμε βάλει από 300 δραχμές για να τροχιοδρομηθεί το Τραμ, πριν αναχωρήσω επιστρέφοντας στο εξωτερικό για σπουδές με αμερικανική υποτροφία, γεγονός που με κράτησε σε απόσταση από το Γεντί Κουλέ. Έτσι έχασα και την ευκαιρία να δω μήπως βρω δουλειά στην Ελλάδα προσθέτοντας μαύρες βούλες στις ρόγες γυμνόστηθων εξώφυλλων σε ξένα περιοδικά, όπως συνηθιζόταν τότε, έχοντας με την απάντηση αυτή σε ιδιαίτερα μικρή ηλικία βάλει τέλος στις ερωτήσεις, κάθε φορά που με έβλεπε, μιας γνωστής της μητέρας μου, τι θα ήθελα να κάνω όταν μεγαλώσω.
Ας μην παραλείψω να αναφέρω ότι τη λογοτεχνικά πολύτροπο αντιμετώπιση της λογοκρισίας ανέδειξε η Νόρα Αναγνωστάκη, που απασχόλησε το συνέδριο, καθώς σε εκείνη οφείλω την πρώτη κριτική του πρώτου βιβλίου (Εικονομαχικά, 1972), όπου ήθελα να είχα «μια μηχανή να τηγανίζει τις εικόνες», όπως στο Σινεμά, ποίημα στη μνήμη του Βάλτερ Μπένιαμιν, ενώ είναι αδύνατον να ξεχάσω, με τον Δημήτρη Καλοκύρη στο σπίτι του Ανδρέα Εμπειρίκου, να τον ακούμε μαγεμένοι να διαβάζει ποιήματα που πέρασε πολύς καιρός πριν μπορέσουν να δημοσιευτούν στην Οκτάνα. Έξω έπεφτε το φως, καθώς αμυδρά διέκρινες τον Λεωνίδα να ετοιμάζεται να αποσυρθεί από το μπαλκόνι της Νεοφύτου Βάμβα. Χρόνια πολλά αργότερα, με αφορμή την ιστορία του βιβλίου της Κάτι Μάρτον που επίσης συζητήθηκε στο συνέδριο, βρέθηκα δίπλα στον Μάρκο Βαφειάδη, όχι σε λιμάνι όπου επέπλεε το πτώμα του Πολκ, όχι στη Θεσσαλονίκη, αλλά στην απονομή των Βραβείων Πολκ στη Νέα Υόρκη.
Εν πάση περιπτώσει, η αλληγορική διάσταση, ως αντίδοτο στη λογοκρισία και όχι απλό ισοδύναμο αυτολογοκρισίας, αποτελεί κοινό τόπο στην ιστορία της σχέσης της γραφής, και της λογοτεχνίας ως της πυκνότερης έκφρασής της δυνητικά, με την εξουσία. Ιδανική εκδοχή της σχέσης αυτής από την πλευρά του συγγραφέα είναι να διώκεται από την εξουσία ανεπιτυχώς, ας επαναλάβω. Ο ίδιος επιβιώνει, ενώ το έργο του ανέρχεται τη ρομαντική κλίμακα της αμφισβήτησης. Με άλλα λόγια, αν ο σαρκασμός συνιστά καίριο πλήγμα κατά της εξουσίας, δεν θα ήταν ασύμμετρο να λείπει ο αυτοσαρκασμός από τον συγγραφέα, στο βαθμό ακριβώς που η γραφή συγκροτεί μορφές εξουσίας; Συνεπώς, την κριτική της λογοκρισίας χρειάζεται να συνοδεύει η κριτική της αντιλογοκριτικής πόζας και η αντίθεση προς την επίκληση της λογοκρισίας ως λογοκριτικού επιχειρήματος. 
Πατέρας και μητέρα ή πόλεμος και έρωτας: Πεντάγωνο και σεξ δεν αποτελούν άλλωστε τους γονείς του διαδικτύου, που ξεκίνησε ως εσωτερική ηλεκτρονική επικοινωνία στρατιωτικών στελεχών των ΗΠΑ και ανδρώθηκε (αν αυτή είναι η σωστή λέξη) καθιστώντας την πορνογραφία δικαίωμα του ηλεκτρονικού λαού; Υπάρχουν βέβαια πολλές μορφές εντός ή εκτός εισαγωγικών «πορνογραφίας» από τη Σαπφώ και τον Μάνο Χατζιδάκι έως σήμερα. Ποια όμως μπορεί και πρέπει να είναι η στάση όσων (λένε ότι) στοιχίζονται σε ένα «αντιλογοκριτικό τόξο» που αντιδιαστέλλεται από κάθε «κυρά Φροσύνη» – «ορθοφροσύνη», «εθνικοφροσύνη» ή όπως αλλιώς λέγεται; 
Τίποτε βέβαια δεν είναι αυταπόδεικτο. Ούτε καν η κριτική της μειοψηφικής εκείνης συστάδας του αμερικανικού φεμινιστικού φάσματος που απαιτεί απαγόρευση κάθε έκφρασης η οποία μπορεί να κριθεί ύποπτη φυλαρέσκειας (με υ μετά το φ). Και πώς αντιμετωπίζονται ζητήματα όπως η παιδική πορνογραφία, η αποθέωση της βίας ή έστω ανάλατες εκδοχές μιας τηλεοπτικής καθημερινότητας, που διαθέτει ωστόσο σήμανση και διαφοροποιημένες ώρες τηλεθέασης; Ποιος αποφασίζει και τι συνεπάγονται όλα αυτά; Γιατί, αν πράγματι μορφές λογοκρισίας δεν μπορούν να αποκλειστούν εντελώς, τότε δεν πρόκειται για πρόβλημα ορίων, αλλά για διαδικασία απενοχοποίησης της λογοκρισίας συνολικά. Χωρίς πολιτική δεν υπάρχει κριτική. Μπορεί όμως να υπάρξει κριτική μόνον με πολιτική; Σκέφτομαι μήπως η σκέψη δεν αρκεί, όταν η γραφή μπορεί να εκληφθεί ως λογοκρισία του προφορικού λόγου, ο προφορικός λόγος ως λογοκρισία της σκέψης, η σκέψη ως λογοκρισία όσων προηγούνται, ενώ η ψυχανάλυση ως λογοκρισία της ψυχοσύνθεσης.
Επιστρέφω στον κινηματογράφου του μυαλού, όπου παίζει μια βυζαντινή ταινία. Το συνέδριο επίσης απασχόλησαν οι Γραπτοί, δύο εικονολάτρες μοναχοί από την Παλαιστίνη, στα πρόσωπα των οποίων ο εικονομάχος αυτοκράτορας Θεόφιλος έβαλε να χαράξουν δώδεκα στίχους με πυρωμένες βελόνες. Έναν συμπατριώτη τους, τον Παλαιστίνιο ποιητή Ashraf Fayadh, δικαστήριο στη Σαουδική Αραβία καταδίκασε σε θάνατο για κείμενά του. Στις 14 Ιανουαρίου σε πολλές χώρες και πόλεις, όπως και εδώ στην Αθήνα, διοργανώνονται αναγνώσεις για τη ζωή και την ελευθερία: τη δική του και τη δική μας. 
Α: Λογοκρισίες που αρνούνται την κριτική του λόγου. Άλογες κρίσεις. Αλογοκρισίες στην αγορά των ανίδεων και στη ζωοπανήγυρη των ιδεών.



 Ο Γιώργος Χουλιάρας (Εικονομαχικά, 1972, Δρόμοι της μελάνης, 2005, Λεξικό αναμνήσεων, 2013) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και έζησε πολλά χρόνια στη Νέα Υόρκη, ενώ το 2014 τιμήθηκε με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του.
Yiorgos Chouliaras (Iconoclasm, 1972, Roads of Ink, 2005, Dictionary of Memories, 2013) was born in Thessaloniki and lived for many years in New York. In 2014, he was awarded the Ouranis Prize of the Academy of Athens for his work in its entirety.
-----------------------
Η δημοσίευση έγινε με την άδεια του ποιητή Γιώργου Χουλιάρα ενόψει της εκδήλωσης  στον Βόλο προς τιμήν του Νίκου Αλεξίου