πηγή: http://www.tovima.gr
Kαι τι θα πει δεν πέθανα και πώς
τον θάνατο θάνατο ονομάζεις
πώς να υπάρξει όνομα στον θάνατο πώς
να φθογγούται ο θάνατος και πώς
ο θάνατος να καρπωθεί το «ξέρω του θανάτου»
Ειδέναι Οίδα Οιδίποδας.
Μόνο με ψεύδη βεβαιώνεται η ζωή.
Μαρία Κυρτζάκη
Μόνο με ψεύδη βεβαιώνεται η ζωή.
Μαρία Κυρτζάκη
Πέθανε τα ξημερώματα της Πέμπτης 21 Ιανουαρίου στην Αθήνα η ποιήτρια και επιμελήτρια εκδόσεων Μαρία Κυρτζάκη έπειτα από σύντομη μάχη με τον καρκίνο. Ήταν 68 ετών.
Γεννημένη στην Καβάλα το 1948, σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και από το 1973 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εργάστηκε για λίγο στη μέση εκπαίδευση. Από το 1974 εργάστηκε ως ραδιοφωνικός παραγωγός στην ΕΡΑ, κάνοντας εκπομπές με θεματική τη λειτουργία της ποιητικής γλώσσας και δίδαξε ανάλυση κειμένου στη Σχολή Θεάτρου «Εμπρός-Εργαστήριον».
Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1966, με τη συλλογή ποιημάτων Σιωπηλές κραυγές. Εξέδωσε επίσης τις συλλογές Οι λέξεις (1973), Ο κύκλος (1976), Η γυναίκα με το κοπάδι (1982),Περίληψη για την νύχτα (1986), Ημέρια νύχτα (1989), Σχιστή οδός (1992), Μαύρη θάλασσα(2000), Λιγοστό και να χάνεται (2002). Τα ποιήματά της συγκεντρώθηκαν στην έκδοση Στη μέση της ασφάλτου. Ποιήματα, 1973-2002 (2005).
Μετέφρασε St. Berkoff ενώ το μονολογικό κείμενό της “Τυφώ” παραστάθηκε το 1996 στο Απλό Θέατρο. Το 2003 τιμήθηκε με το βραβείο Σωτηρίου Ματράγκα της Ακαδημίας Αθηνών.
Ήταν μια από τις καταξιωμένες και σημαντικές φωνές της ποιητικής γενιάς του 1970. Ο Aλέξης Ζήρας, κριτικός αυτής της γενιάς, γράφει για την ποίηση της Μαρίας Κυρτζάκη: «Η ώριμη περίοδος της ποίησής της ουσιαστικά αρχίζει στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν αρχίζει και χρησιμοποιεί σε ευρεία κλίμακα θέματα των της κλασικής τραγωδίας και των επικών μύθων, όπως λ.χ. της ομηρικής “Οδύσσειας”. Αλλά η σύγχρονη προϊστορία της, η παράδοση από την οποία πήρε και μετάπλασε τον ιεροφαντικό, πυκνό και ενίοτε σιβυλλικό λυρικό της λόγο ήταν ο Διονύσιος Σολωμός, ο Ανδρέας Κάλβος, ο Οδυσσέας Ελύτης και ο απροσδόκητος συνεχιστής τους, ο Γιώργος Χειμωνάς. Ο κόσμος της ποίησής της είναι κόσμος αρχετυπικός, ως προς τη γλώσσα, το φύλο και την υποκειμενική αίσθηση του χρόνου. Κόσμος πέραν της ιστορίας αλλά που διαπλέει την ιστορία, καθώς το σύμπαν που πρόβαλλε στην καμπή της ενορατικής ποιητικής της, από τη “Γυναίκα με το κοπάδι” και έπειτα, είναι ένα όραμα που δεν έχει πάψει να θυσιάζει τις εξατομικεύσεις του, τα αναγνωρίσιμα προσωπικά του, στην πληθυντική του διάσταση».
Για τον θάνατο της Μαρίας Κυρτζάκη η Εταιρεία Συγγραφέων εξέδωσε ανακοίνωση όπου σημειώνει: «Με μεγάλη θλίψη πληροφορηθήκαμε τον θάνατο ενός ακόμα μέλους της Εταιρείας μας, της ποιήτριας Μαρίας Κυρτζάκη. Μιας ποιήτριας που προσέφερε πολλά στο χώρο του βιβλίου ως επιμελήτρια εκδόσεων, υπήρξε βασική συνεργάτης λογοτεχνικών περιοδικών όπως ο “Χάρτης” και παραγωγός εκπομπών λόγου στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας στο πλευρό του Μάνου Χατζιδάκι. “Ο λόγος της ορθώνεται σαν ρομφαία. Λέει ή θανατώνει. Καρφώνεται με ένταση απαραχάρακτη και τιμωρεί τα αυτονόητα, τα κοινότοπα, είναι άγρια, τρυφερή, χαϊδεύει τις αδυναμίες, αλλά χαϊδεύει με τις ίδιες εκείνες γρατζουνιές που της προκάλεσε η γαμψή αφή των πραγμάτων. Ακούω συχνά το ουρλιαχτό του στίχου της: ‘Πεινάω σαν λύκος’, αλλά δεν ανησυχώ. Ξέρω ότι είναι εκλεκτικός, δεν τρώει παραχωρήσεις”, είχε γράψει για την ποίησή της η Κική Δημουλά. Στους οικείους της εκφράζουμε τη συμπαράστασή μας».
Η ημέρα και ώρα της κηδείας της Μαρίας Κυρτζάκη θα ανακοινωθεί προσεχώς.
Σκέψεις για τη Μαρία Κυρτζάκη
Βαρύς σκάει κάτω ο υπαινιγμός μιας πτώσης: Στη μέση της ασφάλτου, τίτλος της συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων της Μαρίας Κυρτζάκη. Ένας τίτλος-γδούπος. Σώα η πρωτοτυπία, πρόσθετα ανθεκτική με το να μην αποτελεί τίτλο καμιάς από τις περιεχόμενες συλλογές.
Μου επιβάλλεται η αινιγματική ηθική του: μόνος, πεσμένος στη μέση της ασφάλτου, δεν επιδιώκει νε επισύρει περίεργους γύρω του, δε βογκάει, δε ζητάει βοήθεια. Αντίθετα, προσφέρει βοήθεια, μας ψαύει όλους, μας δείχνει πού πονάμε, τι σπάσαμε πέφτοντας, και μας καθησυχάζει ότι είναι άθραυστη εκείνη η μεγάλη ανεξήγητη δύναμη που παράγεται από τα σπασμένα, ανήμπορα, σαστισμένα κομμάτια μας.
Ενας τίτλος καταμετρητής του πόσο όλους μας, λίγο-πολύ, μια βίαιη βουλή μάς αρπάζει από την ανυποψίαστη αγκαλιά της γέννησής μας και μας πετάει στη μέση της ασφάλτου, αφήνοντας να μας αναθρέψει ένας κίνδυνος. Θα μπορέσω άραγε να λεηλατήσω το σθεναρό μήνυμα αυτού του τίτλου;
Γιατί την ποίηση της Κυρτζάκη στο έπακρον την εκμεταλλεύτηκα, ταξιδεύοντας στα βάθη της και πολλά κερδίζοντας με το να πηγαινοέρχομαι δαπάναις της στην ανάγνωσή της. Την εκμεταλλεύτηκα ακόμα κι όταν τα βιβλία της έμεναν καιρό κλειστά τοποθετημένα κατ' αλφαβητικό χρόνο και κατά χρονολογική αφοσίωσή μου στη βιβλιοθήκη, σε ράφι που έρχεται ακριβώς στο ύψος της μνήμης μου, για να τα βρίσκει εύκολα και να μη χάνομαι.
Χρόνια διανύω τις αποστάσεις τού τι πέτυχε από το ένα βήμα στο επόμενο και, παρόλο που η προσληπτικότητά μου δεν είναι τόσο γοργοπόδαρη όσο οι ικανότητες της Κυρτζάκη, ταξιδεύω εντούτοις και ευχερώς μεταφέρομαι με το ταχύ και ασφαλές μέσον της χαρούμενης, έστω αδέξιας, έκπληξης. Εκπληξης για τη νέα καλλιεργημένη έκταση που η κάθε καινούργια συλλογή της προσαρτά στον ποιητικό της χάρτη. Εκταση συναρπαστική, πριν καλά καλά την πλησιάσω, από εκεί που μόλις αρχίζει να προβάλλει θαμπή η καρποφορία της. Κλέβω κάθε φορά τους καρπούς, που έχουν τη σπάνια μεικτή γεύση: της απόλαυσης και της διδαχής. Διδαχή του τι σημαίνει οικονομία, τόλμη, αυθεντικότης, ρυθμός, αυστηρά λογοκρινόμενος λυρισμός και περιρρέουσα ουσία. Ιδιωτική γεύση, κανείς δεν με βλέπει. O,τι συλλαμβάνω το καταβροχθίζω με τα χέρια, χωρίς καλούς τρόπους, χωρίς μαχαίρι και πιρούνι ― το μαχαίρι άλλωστε το κρατούν σφιχτά οι στίχοι της Κυρτζάκη, είτε για να διαπράξουν έναν δίκαιο φόνο είτε για να αποτρέψουν έναν άδικο. Κλέβω, βάζω στην τσέπη μου ό,τι αντιστέκεται στην αντίληψή μου, επειδή ξέρω ότι στην επόμενη ανάγνωσή τους οι χυμοί θα μου έχουν εκμυστηρευτεί μια τουλάχιστον από τις πολλές οδούς τους.
Ξαναδιαβάζοντας τώρα τα ποιήματα της Κυρτζάκη, με κάπως πιο συγκρατημένη βέβαια βουλιμία, αφού αυτό το σημαντικό που μου υποβάλλουν είναι χορτάτο από τη συνεχή επιρροή τους επάνω μου, κρατώ ανοιχτές και τις παλιές συλλογές ―μια μια μόνη της, πεσμένη στη μέση της ασφάλτου―, γεμάτες από τα θαυμαστικά που είχα τοποθετήσει στις σελίδες τους να στέκουν σα φρουροί-προστάτες ποιημάτων, που με δέσμευαν να τα αγαπώ και να τα πιστεύω, θαυμαστικά που και τώρα προθυμοποιούνται να τα μεταφέρω ως φρουρούς και αυτής της εύφορης αναταραχής που μου γεννά η συγκεντρωμένη πια ποίηση της Κυρτζάκη, αυτό το κοινόβιο εντός του οποίου θα συνδημιουργηθούν ενωμένες όλες οι αρμονικές ιδιαιτερότητές της.
Ξαναδιαβάζοντας, αναβιώνει η παλιά προτίμησή μου να κάνω πάλι το ταξίδι σ' αυτές τις ιδιαιτερότητες, μέσα από τους τίτλους των ποιητικών συλλογών της Κυρτζάκη, ελκόμενη ιδιαίτερα από τον ιδιότροπο βυθό της «Μαύρης Θάλασσας», περίεργη να δω τι αναπνέει στον βυθό αυτού του τίτλου που έδωσε η Κυρτζάκη στην προτελευταία της συλλογή, τίτλου που της επεβλήθη άνωθεν και που το αποδέχτηκε, μη ξέροντας γιατί, αλλά σίγουρη πάντως ότι αυτός ο τίτλος δεν παραπέμπει στη συνήθη, ευκολοσυμβολική μαυρίλα της διαθέσεως, τη γεμάτη σκυλόψαρα απελπισίας. Χωρίς να ζητήσω την άδεια της παραθέτω εδώ ποια εξήγηση ανακάλυψε η ίδια, αφού υιοθέτησε τον τίτλο:
Η επιλογή μου από τα ποιήματα που γράφτηκαν αυτά τα χρόνια είχε ως μόνο σημείο αναφοράς την έννοια Μαύρη Θάλασσα. Αφού κυκλοφόρησε το βιβλίο, μού ζήτησαν ένα μικρό κείμενο γι' αυτό. Δεν ήξερα και πάλι τι να γράψω. Ανοιξα την εγκυκλοπαίδεια στη λήμμα «Μαύρη Θάλασσα». Εμεινα έκπληκτη. Νάτος λοιπόν ο τόπος της διαφοράς. Ο βυθός αυτής της θάλασσας, έγραφε, δεν έχει οξυγόνο πέρα από κάποια μέτρα και πάνω, αλλά παραδόξως αναπτύσσονται εκεί οργανισμοί - υπάρχει ζωή. Πιστεύω πολύ στην εσωτερική νομοτέλεια των πραγμάτων και αυτό εγώ ονομάζω φυσικότητα. Έκλεισα την εγκυκλοπαίδεια αναγνωρίζοντας αυτή τη νομοτέλεια. (περ. «Διαβάζω», 2000)
Μέσω λοιπόν αυτής της μυστηριώδους, της αυτοδύναμης ―της χωρίς οξυγόνο― αναπνοής προσεγγίζω, εξερευνώ δειγματοληπτικά και τις άλλες άκρως ευαίσθητες περιοχές όπου έχει αφήσει τα μισόκλειστα όστρακά της η ποίηση της Κυρτζάκη. Συγκρίνω, καταμετρώ, κάτι λείπει εδώ. Μια συλλογή: λείπουν οι «Σιωπηλές κραυγές» (1966), με την πρώτη νεανική τους οξύτητα. Πού τις κατέπνιξε άραγε, σε ποια σκληραγώγησή της, εν τω μεταξύ, η ποιήτρια; Ωστόσο εμένα αυτή η απουσία μού φέγγει να
Συλλογιέμαι τη μέρα
Που θα σφίξεις το μαχαίρι
Και θα καρφώσεις το βλέμμα στην πλάτη...
Διαπλέοντας αυτή την προφητεία που τρεμοσβήνει βγαίνω στις εκφοβίζουσες «Λέξεις»:
Οπως και να 'χει το πράγμα
Οπως και να 'χει
Περικυκλώνει ο φόβος
Οπως και να 'χει
Η επικοινωνία εκτελείται...
Γδέρνεται η έλευσή μου στα τοιχώματα του «Κύκλου»:
Ωραίο που είναι το αυγουστιάτικο φεγγάρι
Ματώνει κάθε χρόνο στον πνιγμό μου.
Γέρνει έτοιμος να μπατάρει ο προορισμός της ισορροπίας. Είναι που κάθεται μόνοπαντα στην πρόθεσή μου η «Γυναίκα με το κοπάδι» ― πράξεων αδειασμένων από τα λόγια τους, κι όμως τι βάρος:
Εσύ πατρίδα μου είσαι μια πόρνη
[...]
καθόλου αθώα ― θύμα των ισχυρών ή
κάτι τέτοιο
την κλίση σου τη διάλεξες προσεχτικά
όπως προσεχτικά την πόρτα μου χτυπάς
και μεταμφιεσμένη σε ταλαίπωρο λαό
μου απαιτείς να παραδώσω την ψυχή
μου
Ανακόπτω πορεία. Στη βιασύνη μου να βγω από τον κύκλο πριν σκοτεινιάσει η εξ ορισμού μοιραία περίμετρός του, προσπέρασα κάτι ομάδες στίχων που επιπλέουν με γρήγορο ρυθμό οργισμένης μουσικής, ακαταπόνητοι και ανθεκτικοί. Οι περισσότεροι είναι πιασμένοι από τον αβύθιστο τίτλο τους: «Εταζέρα». Και παρακάτω δέκα μικροκαμωμένα ποιήματα επί σχεδίας τίτλου φτιαγμένης από το ίδιο το μικροκάμωμά τους και τον συνδετικό αριθμό τους: «Δέκα μικρά ποιήματα».
Ολα τα ποιήματα κρατούν αναμμένες λάμπες θυέλλης. Ναυαγοί; Μάλλον για σπηλαιολόγοι φαίνονται. Επειδή διακρίνω να κείνται επί της «Εταζέρας», δίκην μπιμπελό, σκελετοί αγωνίστριας προϊστορίας και μεταλλάξεώς της σε:
Εκατομμύρια έτη αυτοκινήτων
διανύουν την απόσταση
του κορμιού σου...
Ανιχνευτές σπηλαιώδους λυτρώσεως πρέπει να είναι αυτά τα «Δέκα μικρά ποιήματα», καθώς μεταφέρουν παμπάλαια πλην ζώντα κρανία διασήμων ζωγράφων που διδάσκουν μιαν εξαίσια παρακαμπτήρια μέθοδο όρασης, προσεγγίσεως:
Για να σε κοιτάξω
Ζωγραφίζω τρυπούλες στο τζάμι.
Ρίχνω φωτοβολίδες-σινιάλο. Απαντούν όχι, δεν είναι ναυαγοί. Είναι διορισμένοι από τον Θεό ανιχνευτές της επανορθώσεως των ίδιων των λαθών του.
Τινάζω τη σκόνη της πολύλογης αγάπης μου από την «Περίληψη για τη νύχτα», όπως αυτή η περίληψη αναπτύχθηκε, επεξετάθη, συμπεριέλαβε, πρωτοφόρεσε σώμα και θριάμβευσε ως «Ημέρια νύχτα»:
Ανενδοίαστα και σαν άρρωστη
Τ' όραμά σου τραυλίζω
Με τις λέξεις σου φτιάχνω εικονίσματα
Και μετά στη φωτιά
Ανενδοίαστα εύχαρις σε ζυμώνω στις
στάχτες...
κι όλην αυτή την ευπαθή αντήχηση των αστραπόβροντων να πρέπει να την περάσω με προσοχή μέσα από τη «Σχιστή οδό», που λάξευσε η ποιήτρια κατά μήκος της γης των αισθήσεων, για να περάσουν άθικτες «οι ακτίνες της αλήθειας της».
Πουλάκι είναι και λαλεί πουλάκι είναι
Κι ας λέει
Ερχεται πέρασμα στενό έρχονται αγάπης
Λόγια
Σχιστή τη γλώσσα διασχίζει η οδός
Φάνηκε φόνος.
Προφυλαγμένο, τέλος, στα πιο μέσα σωθικά μου το πολύτιμο καταστάλαγμα της ποιητικής ωριμότητας της Κυρτζάκη, αλλά και καταστάλαγμα όλων των προσδοκιώ μας σε «Λιγοστό και να χάνεται».
Πλαταίνουν τα μάτια μου όταν ανατρέχουν σ' αυτόν τον τίτλο. Σα να καταλήγουν σ' έναν σοφό σταθμό. Εκεί όπου μαζεύονται και κατοικούν «γυμνές οι σημασίες». Καλώντας σε να μυηθείς στην απάρνηση του άφθονου και εύθυμου χρόνου, που γλεντοκοπάει με την αρχή των καταστάσεων, παρασύροντάς σε να χρειάζεσαι εκείνο το χρονοβόρο ενδιάμεσο μεταξύ αρχής και τέλους, που μόνο μισή τελικά ξεσηκώνει μεταξύ αρχής και τέλους και φόνοι διαπράττονται στο όνομα της αναμονής σου. Ναι, αυτός ο τίτλος είναι σα να ασπάζεσαι εκείνη την όλο και πιο αδύνατη γραμμή που αφήνουν οι διάττοντες σαν «λαμπαδίτσα που έκαιγε πριν την δείξει η νύχτα», σαν αυτή να είναι η έννοια του βίου μας. Λιγοστή και να χάνεται, πριν αρχίσει, πριν ακόμα λιγοστέψει και πριν ακόμα χαθεί.
Αχ νύχτα, νύχτα των ερώτων που
Κουβαλούν τα σώματα. Λυγίζουν
Απ' το βάρος του σκληρού φωτός
Και σ' απαρνούνται. Σε λησμονούν,
Καλύτερα.
Προσπάθησα εδώ να βιογραφήσω τη ρητή επιβλητικότητα και υποβλητικότητα των τίτλων που έδωσε η Μαρία Κυρτζάκη στις εννέα ως σήμερα ποιητικές συλλογές της. Ενόχλησα έτσι, ανεπίτρεπτα μάλλον, κάποια ποιήματα αποσπώντας τους στίχους τους οποίους θεώρησα ικανούς να αποδείξουν την άκρατη συνέπεια μεταξύ προανακρούσματος και αντηχήσεως, τη ριγηλή τάξη του ύφους, το ήθος των πνοών και τη σκιερή ατμόσφαιρα που κάτωθέ της ευδαιμονικά αναπαύεται το οδοιπόρο αποτέλεσμα. Ενήργησα έτσι όχι μόνον γιατί μόνο έτσι μπορούσα, αλλά γιατί μέσω αυτού του τρόπου μου ακουγόταν να παιανίζει νικηφόρος ο απόηχος της σκυταλοδρομίας, με πόση εμβέλεια το μαχαίρι που διαισθάνθηκαν οι πρώτες κιόλας νεανικές «Σιωπηλές κραυγές» της Κυρτζάκη περνάει από χέρι σε χέρι της κάθε συλλογής, για να καταλήξει νικηφόρο στη σφαγμένη κραυγή του «Λιγοστού και να χάνεται»
Τι μοναξιά Θεέ μου και πού μας έσπειρες
Και δεν μας ελυπήθης.
Κι ακόμα, ενήργησα έτσι θέλοντας να υπογραμμίσω πόσο πολύκλαδο, πόσο άθικτα πράσινο διατηρείται αυτό το γενεαλογικό δέντρο των παθών και της τιμωρίας τους που κατάστρωσε η Κυρτζάκη με μαθηματική γενναιότητα και εμβάθυνση στα αίτια και τα αιτιατά, εξασφαλίζοντας μελωδικό θρόισμα στο στωικό του φύλλωμα μέσω της έγχορδης γλώσσας της, διότι
Χωρίς τη γλώσσα πώς ν' αρθρωθεί
Η φύση των πραγμάτων συλλογίζεται
Κι η μήτρα που τα γέννησε
Πώς να την ψαύσεις
Ενα γενεαλογικό δέντρο αξιόπιστο, βασισμένο σε πληροφορίες που συνέλεξεη ποιήτρια από έγκυρους επιζώντες θανάτους, πληροφορίες για την καταγωγή τους, για το ποια μακραίωνη τυχαιότης ή σκοπιμότης τους διαιώνισε, γιος ποιας δυσκολίας είναι ο έρωτας και από αυτόν και την έρμαιη ανάγκη να τον νιώθουμε ποιοι αμετανόητοι έρωτες γεννήθηκαν και ποιοι ψυχοπονιάρηδες εν συνεχεία στεναγμοί μάζεψαν από τον δρόμο και περιέθαλψαν όλες τις ορφανές συνέπειες, αφού
Ας μου ήταν γνωστό
Δεν εγνώριζα
Τα ονόματα σαν τα δέντρα
Πως έχουν τη ρίζα τους
Σκοτεινή και υπόγεια
Συλλογή πληροφοριών, που αφού τις βίωσε πρώτα η «σάρκα του αισθήματός» της για να τις μυρώσει με αυθεντικότητα, μας τις παραδίδει για να συμβάλουμε στην επαλήθευσή τους, συγκρίνοντας την αλληλέγγυη ομοιότητά τους με τα πάθη των δικών μας προσωπικών στεναγμών.
Ώστε
Μη γελαστούν και
Πλανηθούν και χάσουνε και δεν το
Δυο αυτοί το μέσα που κυβερνάει
Τις ζωές του κόσμου
Ή, όπως ακόμη πιο παρήγορα συμπτύσσει τους τέσσερις αυτούς στίχους σε έναν:
...και κάθε σώμα τις σημασίες του ανταλλάσσει.
Δωρήθηκε στην ποίηση της Κυρτζάκη να μην άγεται και φέρεται από εκείνη τη σκόρπια ανώνυμη θλίψη που επιδαψιλεύει σε πολλούς ποιητές ένα δακρύβρεχτο εύκολο κέρδος.
Κλαίει μεν η σοφία της, αλλά
Εχει το χάρισμα και του Θεού
Το δάκρυ. Σαν φυλακτό. Να οδηγεί
Σαν φως αυτή νυκτούρο στα
Σκοτεινά στη νύχτα και το έρεβος...
Καλλιεργεί και ξεκουράζει ότι λόγω της βαθύτατης παιδείας της βρίσκεις συχνά στα θέματά της και στον χειρισμό τους κλωστούλες και χνούδια που φέρνει από μακριά ο αθάνατος αέρας της μυθολογίας και των τραγωδιών που έγραψανοι πρόγονοί μας. Αλλά αυτά δεν είναι ως αποκλειστικό έδαφος για να πατήσει η ποιητική της εκτίναξη. Είναι για να γίνει πιο σφιχτό, πιο αδιαμφισβήτητο το πέρασμά μας από αυτόν τον περιπετειώδη πλανήτη.
Ο λόγος της ορθώνεται σαν ρομφαία. Λέει ή θανατώνει. Καρφώνεται με ένταση απαραχάρακτη και τιμωρεί τα αυτονόητα, τα κοινότοπα, είναι άγρια, τρυφερή, χαϊδεύει τις αδυναμίες, αλλά χαϊδεύει με τις ίδιες εκείνες γρατζουνιές που της προκάλεσε η γαμψή αφή των πραγμάτων. Ακούω συχνά το ουρλιαχτό του στίχου της: «Πεινάω σαν λύκος», αλλά δεν ανησυχώ. Ξέρω ότι είναι εκλεκτικός, δεν τρώει παραχωρήσεις.
Ποτάμι ορμητικό του πόθου
Χύνεται κάποτε η φωνή
Που στα κυλίσματά του θεριεύουν
Οι σκιές και στους χείμαρρους του
Ορμούν τα σύμφωνα αγκομαχητά
Να ξεψυχήσουν
Προς την ακρούλα
Τα φωνήεντα κοιτάζοντας
Όπως σε όχθη ναυαγός.
[...]
Κρυστάλλινη της μοναξιάς η όψη.
[«Μαύρη θάλασσα», 2000]
Και ασφαλώς και φυσικά η φωνή της Κυρτζάκη πρωτίστως απευθύνεται στον «Aλλον», τον επιζητά υπόκωφα, γλείφει με τον ρυθμικό παφλασμό της και δροσίζει την ακρογιαλιά του. Αν η ακρογιαλιά αυτή είναι πολύκοσμη, τότε αυτοδύναμη η ποίησή της χτυπάει δυνατά το βέτο της σε εκπτώσεις και εκβιασμένους συγκερασμούς και αποσύρεται στα δικά της ανταριασμένα νερά, περισυλλέγοντας ωστόσο με αγάπη ναυαγούς του ξένου αρνητή κόσμου.
Δεν είναι βέβαια μόνον αυτά η ποίηση της Κυρτζάκη. Είναι και ό,τι αποσιωπήθηκε απ' όσα δεν ειπώθηκαν. Οσα δεν ειπώθηκαν όχι από δική μου παράλειψη, αλλά από την απαίτηση της ίδιας της ποίησης να μη γνωρίζουμε γι' αυτήν παρά μόνον όσα εικάζουμε ή επινοούμε ως «λαμπαδίτσα» που καίει «πριν τη δείξει η νύχτα».