Α: Λογοκρισίες που αρνούνται την κριτική του λόγου. Άλογες κρίσεις.
Αλογοκρισίες στην αγορά των ανίδεων και στη ζωοπανήγυρη των ιδεών
Γιώργος Χουλιάρας
Από κινηματογράφου άρχεσθαι, εφόσον γενικά αναγνωρίζεται η τεχνική ευκολία στην εφαρμογή λογοκρισίας στην περίπτωση της γραφής με κινούμενες (ομιλούσες) εικόνες μέσω απαγορεύσεων προβολών ή περικοπών επίμαχων σκηνών, πέραν όσων μπορεί να υποστεί προληπτικά μια ταινία ήδη από τη συγγραφή του σεναρίου και σε όλα τα στάδια της παραγωγής της. Επιπλέον, ο κινηματογράφος έχει συγκεντρώσει το ενδιαφέρον λογοκριτικών μηχανισμών ως κατ’ εξοχήν μαζική ψυχαγωγία (και, κάποιες φορές, τέχνη) του 20ού αιώνα, πρωτοκαθεδρία που όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη τον 21ο, αφού αλλάζουν οι όροι παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης με την επέλαση εφαρμογών ψηφιακής τεχνολογίας και τον πολυκεντρισμό μέσων κοινωνικής δικτύωσης, σε ένα πεδίο δυσεπίλυτης σύγκρουσης που διαμορφώνουν διαφορετικές φορητές πλατφόρμες προβολής και διαδικτυωσύνης: τηλεόραση, τηλέφωνο, υπολογιστής. Ο κινηματογράφος ήταν κάποτε μαζική τέχνη, φοβάμαι θα λένε στο μέλλον, όπως σε άλλες περιόδους μαζική τέχνη ήταν η ποίηση, την εποχή των τροβαδούρων ή του Ομήρου ίσως.
Γενικότερα, στο βαθμό που κάθε είδος επικοινωνίας, έκφρασης και τέχνης (που δεν αποτελούν βέβαια ισοδύναμα) συνιστά μια γλώσσα, η αντίστοιχη γλώσσα και η μέσω εκείνης “γραφή” ή ο λόγος αυτός (ποιητικός, πεζογραφικός, θεατρικός, κριτικός, φωτογραφικός, εικαστικός, δημοσιογραφικός κ.ο.κ.) μπορεί να υποστεί λογοκρισία. Άμεσες ή έμμεσες, θεσμικές ή εξωθεσμικές, προληπτικές ή κατασταλτικές, απτές ή υπαινικτικές, αυτολογοκριτικές ή [ετερο]λογοκριτικές, τρομοφορτισμένες ή μεταξύ τεΐου και παστιτσίου, οι πολλαπλές μορφές λογοκρισίας –η τυπολογία, η αιτιολογία και η περιοδολόγησή τους– αποτελούν αντικείμενο της έρευνας και του αναστοχασμού που ενθαρρύνει το πρώτο συνέδριο στη χώρα μας με αυτοτελές θέμα τη λογοκρισία.
Λογοκρισίες προκύπτουν όταν διακυβεύονται (ή θεωρείται ότι διακυβεύονται) υλικά ή φαντασιακά αγαθά και αξίες, όπως τονίζεται στο σκεπτικό του συνεδρίου. Λογοκριτικοί μηχανισμοί, λογοκριτικές προθέσεις ή πρωτοβουλίες και αυτολογοκρισία εμφανίζονται, πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί, σε κάθε πλέγμα σχέσεων εξουσίας. Πρόκειται για σύνολο πλεγμάτων που δεν εξαντλείται, επομένως, από την ουσιαστικά ή τυπικά κυρίαρχη μορφή εξουσίας, δηλαδή το κράτος, αλλά περιλαμβάνει μηχανισμούς του ιδιωτικού τομέα (όπως ιδίως μέσα μαζικής ενημέρωσης ή εξημέρωσης, αν προτιμάτε), κομματικούς φορείς και οργανώσεις στο προνομιούχο για το εν λόγω ζήτημα πεδίο της πολιτικής, σχολεία και κάθε είδους ιδρύματα δια βίου εξάσκησης στη λογοκρισία, αλλά και θύλακες της ιδιωτικής ζωής, όπως κατεξοχήν την οικογένεια.
Η λέξη λογοκρισία (όπως και λογοκριτής) φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά από τον Αδαμάντιο Κοραή, αν θυμηθούμε τη Συναγωγή Κουμανούδη, για να αποδώσει το από τα λατινικά προερχόμενο γαλλικό censure ήδη το 1826, δηλαδή τριάντα χρόνια πριν από τη λέξη λογοπαίγνιο (1856) ή 41 χρόνια πριν από τη λέξη λογοκλόπος (1871), ενώ και η σύγχρονη σημασία της λέξης λογοτεχνία επίσης ανάγεται στα τέλη του 19ου αιώνα. Η αντίστοιχη της λογοκρισίας λέξη στα γαλλικά και άλλες σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες παραπέμπει στον κήνσορα (από το λατινικό ρήμα που σημαίνει αποτιμώ ή απογράφω), τον αξιωματούχο στην αρχαία Ρώμη που κατέγραφε τους Ρωμαίους πολίτες και ειδικότερα την περιουσία τους και περιφρουρώντας ηθικές αξίες έκρινε τυχόν παραβάσεις που επέφεραν τιμωρίες, διαδικασία (censura) που στα μεσαιωνικά χρόνια είχε αποκτήσει τη σημασία «πειθαρχικών μέτρων» από πλευράς της Εκκλησίας, ενώ αργότερα, τον 18ο αιώνα, παρέπεμπε στον επίσημο έλεγχο εκδόσεων, από την Εκκλησία αρχικά και γενικότερα από αρχές εν συνεχεία.
Στο γονιδίωμα της λογοκρισίας συνδυάζονται ο απογραφέας και ο τιμωρός εφοριακός. Η λογοκρισία είναι μια μορφή απογραφής, τόσο ως απογραφή-καταγραφή φόβων & ανησυχιών της εξουσίας για τυχόν συνέπειες του λόγου σε όσους επιχειρεί να εξουσιάσει, όσο και ως απογραφή-διαγραφή όσων λέγονται. Με την έννοια αυτή, η λογοκρισία συνεπάγεται έναν αντίστροφο θρίαμβο του λόγου έναντι της εξουσίας, όσο και αν τα όπλα της κριτικής ωχριούν μπροστά στην κριτική των όπλων. Πόλεμος πατήρ πάντων, τουλάχιστον όσοι μιλούν ελληνικά οφείλουν να γνωρίζουν. Ποια όμως είναι η μητέρα; Στην αναζήτηση της γενεαλογίας των φαινομένων αυτών ίσως βοηθά αν δούμε τη λογοκρισία ως αδελφή της προπαγάνδας, στο βαθμό που και οι δύο εξέρχονται ετυμολογικά, ιστορικά από κοινή εκκλησιαστική μήτρα κατά τη διαδικασία της εκκοσμίκευσης στους νεωτερικούς χρόνους, που περιλαμβάνουν περιόδους εκφασισμού της εξουσίας. Μητέρα της πολιτικής ορθότητας και θεία της σεμνότυφης σοβαροφάνειας, η λογοκρισία σπεύδει να ακυρώσει. Μητέρα των δημοσίων σχέσεων και θεία της διαφήμισης και της επικοινωνίας, η προπαγάνδα επισπεύδει να επικυρώσει.
Η δικτατορία Μεταξά και η επταετής δικτατορία συγκαταλέγονται μεταξύ κορυφαίων στιγμών λογοκρισίας στη χώρα μας, με συνέπειες καταθλιπτικές, αλλά και τραγελαφικές, όπως η μεταμόρφωση ρεμπέτικων ασμάτων για το χασίς σε ύμνους έρωτα ή ο κατάλογος απαγορευμένων έργων και συγγραφέων με τον οποίο καταλήγει η ταινία «Ζ» του Κώστα Γαβρά. Συνδέονται καθοριστικά όμως επίσης με τη διείσδυση και εμπέδωση κορυφαίων μέσων επικοινωνίας, δηλαδή του ραδιοφώνου στην πρώτη περίπτωση και της τηλεόρασης στη δεύτερη, με προσπάθεια μάλιστα ενιαίας θεσμικής καθοδήγησης μέσω μιας Γενικής Γραμματείας Τύπου, όπου υπηρέτησε και ο Γιώργος Σεφέρης, η ιστορική αξιοποίηση αρχείων της οποίας απασχόλησε το συνέδριο.
Οι περί μητέρων και μητρών αναφορές σκηνοθετούν ένα “περιμητρικό” περιβάλλον όπου κυοφορούνται περιπτώσεις όπως η απόρριψη από εκδοτικό οίκο, το 1978 για λόγους σεμνότητας, εξώφυλλου για βιβλίο του Θανάση Βαλτινού, προέδρου σήμερα της Ακαδημίας Αθηνών, που βασιζόταν σε φωτογραφία γυναικείου εφηβαίου, περίπτωση που επίσης απασχόλησε τους συνέδρους. Κάποια χρόνια νωρίτερα, ένας «ύμνος στο αιδείο» του Ηλία Πετρόπουλου (του οποίου η συμβολή στη θεσμική αναγνώριση της γενοκτονίας των Ελλήνων Εβραίων αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης) υπήρξε η «άσεμνη αφορμή» για τη δίωξη, στη γενέτειρά μου Θεσσαλονίκη, του λογοτεχνικού περιοδικού Τραμ και την αναστολή έκδοσής του, προηγούμενα τεύχη του οποίου είχαν βέβαια ενοχλήσει με αντιδικτατορικές αφηγήσεις, λόγου χάριν της Κωστούλας Μητροπούλου, που υποτίθεται διαδραματίζονταν στη Λατινική Αμερική.
Πρόκειται ασφαλώς για μη αλφαβητικές υπομνήσεις του νεότερου μέλους μιας λογοτεχνικής συντροφιάς, καθώς με τον Δημήτρη Καλοκύρη, πρόεδρο σήμερα της Εταιρείας Συγγραφέων, και τον πρόωρα εκλιπόντα Μίμη Σουλιώτη, είχαμε βάλει από 300 δραχμές για να τροχιοδρομηθεί το Τραμ, πριν αναχωρήσω επιστρέφοντας στο εξωτερικό για σπουδές με αμερικανική υποτροφία, γεγονός που με κράτησε σε απόσταση από το Γεντί Κουλέ. Έτσι έχασα και την ευκαιρία να δω μήπως βρω δουλειά στην Ελλάδα προσθέτοντας μαύρες βούλες στις ρόγες γυμνόστηθων εξώφυλλων σε ξένα περιοδικά, όπως συνηθιζόταν τότε, έχοντας με την απάντηση αυτή σε ιδιαίτερα μικρή ηλικία βάλει τέλος στις ερωτήσεις, κάθε φορά που με έβλεπε, μιας γνωστής της μητέρας μου, τι θα ήθελα να κάνω όταν μεγαλώσω.
Ας μην παραλείψω να αναφέρω ότι τη λογοτεχνικά πολύτροπο αντιμετώπιση της λογοκρισίας ανέδειξε η Νόρα Αναγνωστάκη, που απασχόλησε το συνέδριο, καθώς σε εκείνη οφείλω την πρώτη κριτική του πρώτου βιβλίου (Εικονομαχικά, 1972), όπου ήθελα να είχα «μια μηχανή να τηγανίζει τις εικόνες», όπως στο Σινεμά, ποίημα στη μνήμη του Βάλτερ Μπένιαμιν, ενώ είναι αδύνατον να ξεχάσω, με τον Δημήτρη Καλοκύρη στο σπίτι του Ανδρέα Εμπειρίκου, να τον ακούμε μαγεμένοι να διαβάζει ποιήματα που πέρασε πολύς καιρός πριν μπορέσουν να δημοσιευτούν στην Οκτάνα. Έξω έπεφτε το φως, καθώς αμυδρά διέκρινες τον Λεωνίδα να ετοιμάζεται να αποσυρθεί από το μπαλκόνι της Νεοφύτου Βάμβα. Χρόνια πολλά αργότερα, με αφορμή την ιστορία του βιβλίου της Κάτι Μάρτον που επίσης συζητήθηκε στο συνέδριο, βρέθηκα δίπλα στον Μάρκο Βαφειάδη, όχι σε λιμάνι όπου επέπλεε το πτώμα του Πολκ, όχι στη Θεσσαλονίκη, αλλά στην απονομή των Βραβείων Πολκ στη Νέα Υόρκη.
Εν πάση περιπτώσει, η αλληγορική διάσταση, ως αντίδοτο στη λογοκρισία και όχι απλό ισοδύναμο αυτολογοκρισίας, αποτελεί κοινό τόπο στην ιστορία της σχέσης της γραφής, και της λογοτεχνίας ως της πυκνότερης έκφρασής της δυνητικά, με την εξουσία. Ιδανική εκδοχή της σχέσης αυτής από την πλευρά του συγγραφέα είναι να διώκεται από την εξουσία ανεπιτυχώς, ας επαναλάβω. Ο ίδιος επιβιώνει, ενώ το έργο του ανέρχεται τη ρομαντική κλίμακα της αμφισβήτησης. Με άλλα λόγια, αν ο σαρκασμός συνιστά καίριο πλήγμα κατά της εξουσίας, δεν θα ήταν ασύμμετρο να λείπει ο αυτοσαρκασμός από τον συγγραφέα, στο βαθμό ακριβώς που η γραφή συγκροτεί μορφές εξουσίας; Συνεπώς, την κριτική της λογοκρισίας χρειάζεται να συνοδεύει η κριτική της αντιλογοκριτικής πόζας και η αντίθεση προς την επίκληση της λογοκρισίας ως λογοκριτικού επιχειρήματος.
Πατέρας και μητέρα ή πόλεμος και έρωτας: Πεντάγωνο και σεξ δεν αποτελούν άλλωστε τους γονείς του διαδικτύου, που ξεκίνησε ως εσωτερική ηλεκτρονική επικοινωνία στρατιωτικών στελεχών των ΗΠΑ και ανδρώθηκε (αν αυτή είναι η σωστή λέξη) καθιστώντας την πορνογραφία δικαίωμα του ηλεκτρονικού λαού; Υπάρχουν βέβαια πολλές μορφές εντός ή εκτός εισαγωγικών «πορνογραφίας» από τη Σαπφώ και τον Μάνο Χατζιδάκι έως σήμερα. Ποια όμως μπορεί και πρέπει να είναι η στάση όσων (λένε ότι) στοιχίζονται σε ένα «αντιλογοκριτικό τόξο» που αντιδιαστέλλεται από κάθε «κυρά Φροσύνη» – «ορθοφροσύνη», «εθνικοφροσύνη» ή όπως αλλιώς λέγεται;
Τίποτε βέβαια δεν είναι αυταπόδεικτο. Ούτε καν η κριτική της μειοψηφικής εκείνης συστάδας του αμερικανικού φεμινιστικού φάσματος που απαιτεί απαγόρευση κάθε έκφρασης η οποία μπορεί να κριθεί ύποπτη φυλαρέσκειας (με υ μετά το φ). Και πώς αντιμετωπίζονται ζητήματα όπως η παιδική πορνογραφία, η αποθέωση της βίας ή έστω ανάλατες εκδοχές μιας τηλεοπτικής καθημερινότητας, που διαθέτει ωστόσο σήμανση και διαφοροποιημένες ώρες τηλεθέασης; Ποιος αποφασίζει και τι συνεπάγονται όλα αυτά; Γιατί, αν πράγματι μορφές λογοκρισίας δεν μπορούν να αποκλειστούν εντελώς, τότε δεν πρόκειται για πρόβλημα ορίων, αλλά για διαδικασία απενοχοποίησης της λογοκρισίας συνολικά. Χωρίς πολιτική δεν υπάρχει κριτική. Μπορεί όμως να υπάρξει κριτική μόνον με πολιτική; Σκέφτομαι μήπως η σκέψη δεν αρκεί, όταν η γραφή μπορεί να εκληφθεί ως λογοκρισία του προφορικού λόγου, ο προφορικός λόγος ως λογοκρισία της σκέψης, η σκέψη ως λογοκρισία όσων προηγούνται, ενώ η ψυχανάλυση ως λογοκρισία της ψυχοσύνθεσης.
Επιστρέφω στον κινηματογράφου του μυαλού, όπου παίζει μια βυζαντινή ταινία. Το συνέδριο επίσης απασχόλησαν οι Γραπτοί, δύο εικονολάτρες μοναχοί από την Παλαιστίνη, στα πρόσωπα των οποίων ο εικονομάχος αυτοκράτορας Θεόφιλος έβαλε να χαράξουν δώδεκα στίχους με πυρωμένες βελόνες. Έναν συμπατριώτη τους, τον Παλαιστίνιο ποιητή Ashraf Fayadh, δικαστήριο στη Σαουδική Αραβία καταδίκασε σε θάνατο για κείμενά του. Στις 14 Ιανουαρίου σε πολλές χώρες και πόλεις, όπως και εδώ στην Αθήνα, διοργανώνονται αναγνώσεις για τη ζωή και την ελευθερία: τη δική του και τη δική μας.
Α: Λογοκρισίες που αρνούνται την κριτική του λόγου. Άλογες κρίσεις. Αλογοκρισίες στην αγορά των ανίδεων και στη ζωοπανήγυρη των ιδεών.
Ο Γιώργος Χουλιάρας (Εικονομαχικά, 1972, Δρόμοι της μελάνης, 2005, Λεξικό αναμνήσεων, 2013) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και έζησε πολλά χρόνια στη Νέα Υόρκη, ενώ το 2014 τιμήθηκε με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του.
Yiorgos Chouliaras (Iconoclasm, 1972, Roads of Ink, 2005, Dictionary of Memories, 2013) was born in Thessaloniki and lived for many years in New York. In 2014, he was awarded the Ouranis Prize of the Academy of Athens for his work in its entirety.
-----------------------
Η δημοσίευση έγινε με την άδεια του ποιητή Γιώργου Χουλιάρα ενόψει της εκδήλωσης στον Βόλο προς τιμήν του Νίκου Αλεξίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου