Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Έκθεση «Φωτίου Κόντογλου Κυδωνιέως. Φαντασία και χειρ»

23 Δεκεμβρίου 2015 έως 08 Μαΐου 2016






Την Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015 και ώρα 19:00 ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας κύριος Προκόπιος Παυλόπουλος εγκαινιάζει στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο τη μεγάλη αναδρομική έκθεση «Φωτίου Κόντογλου Κυδωνιέως. Φαντασία και χειρ». Η έκθεση διοργανώνεται από το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο και τελεί υπό την αιγίδα της Ελληνικής Προεδρίας της Δημοκρατίας.  


Το Βυζαντινό Μουσείο τιμά τη μνήμη του Φώτη Κόντογλου, για τα 50 χρόνια από τον θάνατό του, παρουσιάζοντας όχι μόνον το ζωγραφικό του έργο, κοσμικό και θρησκευτικό, αλλά και φωτίζοντας, για πρώτη φορά, την προσωπικότητά του ως λογοτέχνη, κριτικού, ερευνητή των βυζαντινών χρωμάτων και συντηρητή. 

Η διάρθρωση της έκθεσης είναι χρονολογική. Ακολουθεί τον καλλιτέχνη από το Αϊβαλί, όπου γεννήθηκε, στο Παρίσι όπου μαθήτευσε, σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, όπου ταξίδεψε, αλλά και στην Αθήνα, όπου έζησε μέχρι και το τέλος της ζωής του. Περιλαμβάνει 150 έργα και περισσότερα από 100 τεκμήρια (εκδόσεις, φωτογραφίες, χειρόγραφα, συμβόλαια, επιστολές) από τα Ιστορικά και Φωτογραφικά Αρχεία του Βυζαντινού Μουσείου και από αρχεία ιδιωτικών συλλογών. 

Τα περισσότερα τεκμήρια προέρχονται από το προσωπικό αρχείο του Φώτη Κόντογλου. Το αρχείο Φ. Κόντογλου δωρήθηκε το 2014 στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο από τους εγγονούς του καλλιτέχνη, Παναγιώτη και Φώτη Μαρτίνο, και αποτελεί πλεόν διακριτό μέρος των Ιστορικών και Φωτογραφικών Αρχείων του ΒΧΜ. Από το πολύτιμο αυτό αρχείο εκτίθενται φωτογραφίες, επιφυλλίδες του στον ημερήσιο τύπο της εποχής, χειρόγραφα αδημοσίευτων κειμένων του, σημαντικά τεκμήρια από την αλληλογραφία του, συμβόλαια που αφορούν δημόσιες εκκλησιαστικές και ιδιωτικές παραγγελίες αγιογραφικών συνόλων, σημειώσεις και προσωπικές μελέτες σχετικές με θεολογικά και καλλιτεχνικά θέματα, δημοσιευμένα και αδημοσίευτα κείμενα αλλά και μελέτες άλλων συγγραφέων για τον Φ. Κόντογλου. 

Διάρκεια έκθεσης: 23 Δεκεμβρίου 2015 – 8 Μαΐου 2016  





Αθήνα, 8.12.2015

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Εγκαίνια αναδρομικής έκθεσης Φώτη Κόντογλου
στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο

Την Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015 και ώρα 19:00 ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας κύριος Προκόπιος Παυλόπουλος εγκαινιάζει στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο τη μεγάλη αναδρομική έκθεση «Φωτίου Κόντογλου Κυδωνιέως. Φαντασία και χειρ». Η έκθεση διοργανώνεται από το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο και τελεί υπό την αιγίδα της Ελληνικής Προεδρίας της Δημοκρατίας. 
Το Βυζαντινό Μουσείο τιμά τη μνήμη του Φώτη Κόντογλου, για τα 50 χρόνια από τον θάνατό του, παρουσιάζοντας όχι μόνον το ζωγραφικό του έργο, κοσμικό και θρησκευτικό, αλλά και φωτίζοντας, για πρώτη φορά, την προσωπικότητά του ως λογοτέχνη, κριτικού, ερευνητή των βυζαντινών χρωμάτων και συντηρητή.
Η διάρθρωση της έκθεσης είναι χρονολογική. Ακολουθεί τον καλλιτέχνη από το Αϊβαλί, όπου γεννήθηκε, στο Παρίσι όπου μαθήτευσε, σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, όπου ταξίδεψε, αλλά και στην Αθήνα, όπου έζησε μέχρι και το τέλος της ζωής του. Περιλαμβάνει 150 έργα και περισσότερα από 100 τεκμήρια (εκδόσεις, φωτογραφίες, χειρόγραφα, συμβόλαια, επιστολές) από τα Ιστορικά και Φωτογραφικά Αρχεία του Βυζαντινού Μουσείου και από αρχεία ιδιωτικών συλλογών.
Τα περισσότερα τεκμήρια προέρχονται από το προσωπικό αρχείο του Φώτη Κόντογλου. Το αρχείο Φ. Κόντογλου δωρήθηκε το 2014 στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο από τους εγγονούς του καλλιτέχνη, Παναγιώτη και Φώτη Μαρτίνο, και αποτελεί πλεόν διακριτό μέρος των Ιστορικών και Φωτογραφικών Αρχείων του ΒΧΜ. Από το πολύτιμο αυτό αρχείο εκτίθενται φωτογραφίες, επιφυλλίδες του στον ημερήσιο τύπο της εποχής, χειρόγραφα αδημοσίευτων κειμένων του, σημαντικά τεκμήρια από την αλληλογραφία του, συμβόλαια που αφορούν δημόσιες εκκλησιαστικές και ιδιωτικές παραγγελίες αγιογραφικών συνόλων, σημειώσεις και προσωπικές μελέτες σχετικές με θεολογικά και καλλιτεχνικά θέματα, δημοσιευμένα και αδημοσίευτα κείμενα αλλά και μελέτες άλλων συγγραφέων για τον Φ. Κόντογλου.
Διάρκεια έκθεσης: 23 Δεκεμβρίου 2015 – 8 Μαΐου 2016 


 Φώτης Κόντογλου και Βυζαντινό Μουσείο: Μια σχέση με παρελθόν

Η σχέση του Φώτη Κόντογλου με το Βυζαντινό Μουσείο ανιχνεύεται ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Διευθυντής του Μουσείου ήταν τότε ο βυζαντινολόγος Γεώργιος Σωτηρίου, με τον οποίο ο Κόντογλου φαίνεται να γνωρίστηκε αμέσως μετά την εγκατάστασή του στην Αθήνα, ύστερα από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ένα κομμάτι χαρτί που εντοπίστηκε πριν λίγα χρόνια στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου φέρει μικρό τύπωμα χαρακτικού, έργο του Κόντογλου που αντιγράφει τον Παντοκράτορα της Μονής Δαφνίου. Σε αυτό η χρονολογία 1924 και η σημείωση «να μικρ νθύμιο στν κο Γ. Σωτηρίου» μαρτυρούν ότι η γνωριμία μεταξύ των δύο ανδρών είχε τότε ήδη συντελεστεί.
Το μικρό τύπωμα αποτελεί, επιπλέον, δείγμα του τρόπου με τον οποίο ο Κόντογλου προσπαθούσε να «γνωρίσει» τη βυζαντινή τέχνη, αντιγράφοντάς την. Ο ίδιος προσδιόριζε (στον Πρόλογο του καταλόγου της έκθεσής του στο Λύκειο Ελληνίδων, το 1923) αυτόν τον τρόπο προσέγγισης των βυζαντινών έργων ως «διερμηνεία»: «πρόθεσή μου εἶνε νὰ δείξω πὼς δὲ ξεσήκωσα ἁπλὰ τὰ ὡραῖα αὐτὰ χειροτεχνήματα, παρὰ πὼς τὰ διερμήνεψα. Δὲν εἶμαι οὔτε ἀρχαιολόγος οὔτε κοπίστας». Το μικρό τύπωμα «οπτικοποιεί» τη φράση. Εκτελεσμένο με την τεχνική της μονοχρωμίας, την οποία εφάρμοζε επανειλημμένα ο Κόντογλου από την «παρισινή» του περίοδο έως τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1920, αποδίδει έναν Παντοκράτορα πιο σκοτεινό και αυστηρό από εκείνον στον τρούλο της βυζαντινής (τέλη 11ου αιώνα) μονής. Υπάρχει όμως ένα ιδιαίτερο στοιχείο στο αντίγραφο: Ο καλλιτέχνης δηλώνει με ακρίβεια τα σημεία φθοράς του πρωτότυπου, προσδίδοντας στο τύπωμα τη χρησιμότητα μικρής ασπρόμαυρης φωτογραφίας στα χέρια του αρχαιολόγου-μελετητή του βυζαντινού ψηφιδωτού. Πρόκειται για μια «επιστημονική διάσταση» της αντιγραφής βυζαντινών έργων, την οποία προώθησε σε μεγάλο βαθμό ο Γεώργιος Σωτηρίου. Ο Κόντογλου μοιάζει να υιοθετεί αυτή την πρακτική.
Το μικρό τύπωμα από τη Μονή Δαφνίου ίσως δεν είναι το μόνο αντίγραφο που χάρισε ο καλλιτέχνης στον Γεώργιο Σωτηρίου στα πρώτα χρόνια της γνωριμίας τους. Τρία ανυπόγραφα μικρά σχέδιά του που εικονίζουν σε μονοχρωμία ιερές μορφές από φορητές εικόνες ναών της Μήλου, της Κιμώλου και της Αρκαδίας, δημοσιευμένα και στα Ταξίδια του, ανήκουν στη Συλλογή Αντιγράφων του Μουσείου. Πιθανώς αποτελούσαν και εκείνα «ενθύμια» προς τον Γεώργιο Σωτηρίου, δωρηθέντα την ίδια εποχή.
Βέβαιο είναι ότι, έχοντας στα χέρια του δείγμα της αντιγραφικής εργασίας του Κόντογλου, ο Σωτηρίου άρχισε να αγοράζει αντίγραφα ψηφιδωτών που φιλοτεχνούσε ο καλλιτέχνης από σημαντικά βυζαντινά μνημεία, τη Μονή Δαφνίου (ύστερου 11ου αιώνα) στην Αττική και τον Όσιο Λουκά (α΄ τετάρτου 11ου αιώνα) στη Βοιωτία. Επτά αντίγραφα, όλα έγχρωμα, ζωγραφισμένα με τέμπερα σε χαρτί, εμπλούτισαν τη νεοσυσταθείσα Συλλογή Αντιγράφων του Μουσείου από το 1925 έως το 1930. Ένα από αυτά φέρει χρονολογία:  1926. Είναι η εποχή που ο Κόντογλου έχει εγκαταλείψει τη μονοχρωμία, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στα αντίγραφά του.
Στα αντίγραφα από το Δαφνί, που μάλλον προηγούνται χρονικά, ο καλλιτέχνης δίνει την εντύπωση ότι προσπαθεί να αποδώσει αρκετά πιστά τα πρωτότυπα ψηφιδωτά. Αντίθετα, σε εκείνα από τον Όσιο Λουκά εμφανίζονται χαρακτηριστικά του προσωπικού του καλλιτεχνικού ύφους, με κυριότερο τα μεγάλα, εκφραστικά μάτια που διαφέρουν, με το ευθύ, επίμονο βλέμμα τους, από εκείνα των βυζαντινών μορφών. Τα συναντούμε σε πρωτότυπα έργα του Κόντογλου στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές εκείνης του 1930.
Οι αποκλίσεις από το αυστηρό βυζαντινό ύφος δεν απέτρεψαν τον Γεώργιο Σωτηρίου από το να αγοράσει τα έργα. Αντίθετα, συμπεριέλαβε τέσσερα από αυτά στη νέα μόνιμη έκθεση του Μουσείου, που εγκαινιάστηκε στο κτηριακό συγκρότημα της Villa Ilissia τον Σεπτέμβριο του 1930.  Επίσης, στις αρχές εκείνου του χρόνου προέβη σε επίσημη, έμμισθη πρόσληψη του Κόντογλου, για να αναλάβει τη συντήρηση βυζαντινών εικόνων και την κατασκευή αντιγράφων. Σχετικά έγγραφα φυλάσσονται στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου. Όσα έχουν εντοπισθεί μαρτυρούν απασχόληση του Κόντογλου στο Μουσείο από τον Μάρτιο έως και τον Ιούλιο του 1930, από τον Μάιο έως και τον Οκτώβριο του 1931, καθώς και τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1932. Η ημερήσια αμοιβή του ανερχόταν στις 200 δραχμές έως τον Ιούλιο του 1931, οπότε μειώθηκε στις 160 δραχμές. Άλλα έγγραφα μαρτυρούν ολιγόμηνες προσλήψεις το 1933 και το 1934.
Στο πλαίσιο της έμμισθης εργασίας του, ο Κόντογλου, σε συνεργασία με τον τότε μαθητή του Γιάννη Τσαρούχη, διακόσμησε το συντριβάνι στην αυλή της Villa Ilissia, αντιγράφοντας τον διάκοσμο του περιρραντηρίου που εικονίζεται στη βυζαντινή (περί το 1100) ψηφιδωτή παράσταση της Προσευχής της αγίας Άννας, στη Μονή Δαφνίου. Σήμερα λίγα μόνο ίχνη διακρίνονται από το έργο του Κόντογλου. Δυσδιάκριτη είναι πλέον και η επιγραφή που περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, τη χρονολογία κατασκευής (1930) και την υπογραφή του καλλιτέχνη, γραμμένη με κόκκινο χρώμα κάτω από το στόμιο εκροής. 
Οκτώ πίνακες του Κόντογλου από τα έτη 1930-1932, όλοι ενυπόγραφοι, φιλοτεχνημένοι προφανώς στο πλαίσιο των συμβάσεών του, ανήκουν στις Συλλογές του Μουσείου. Οι επτά είναι αντίγραφα, ενώ ο ένας πρωτότυπο έργο, που εικονίζει την «Πόρτα του Παλαμηδιού». Σε δύο από τα αντίγραφα εικονίζονται μορφές από τον τρούλο μιας μικρής εκκλησίας στην Πεντέλη, της «Σπηλιάς Νταβέλη» ή «Σπηλιάς Πεντέλης»: ο αρχάγγελος Γαβριήλ και ο προφήτης Δανιήλ. Τις τοιχογραφίες αυτού του μικρού ναού (έργα του έτους 1233/1234) είχε μελετήσει ο Γεώργιος Σωτηρίου λίγα χρόνια νωρίτερα, χαρακτηρίζοντάς τες αξιόλογο δείγμα της βυζαντινής τέχνης και συνιστώντας την αντιγραφή τους. Πιθανώς επωφελήθηκε, λοιπόν, από την παρουσία του Κόντογλου στο Μουσείο και του ανέθεσε να αντιγράψει ορισμένες από αυτές. Ο Κόντογλου ζωγράφισε τον αρχάγγελο Γαβριήλ το 1930 και τον προφήτη Δανιήλ το 1931. Ο Σωτηρίου συμπεριέλαβε αμέσως το πρώτο αντίγραφο στη νέα μόνιμη έκθεση, που εγκαινιάστηκε τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου στη Villa Ilissia.
Στη νέα μόνιμη έκθεση ενέταξε ο Γεώργιος Σωτηρίου εξαρχής και δύο πίνακες με μορφές αγίων που αντέγραψε ο Κόντογλου το 1930 από τοιχογραφίες ναών της Εύβοιας. Ο ένας εικονίζει τον άγιο Δαμιανό, από τοιχογραφία του ύστερου 13ου ή πρώιμου 14ου αιώνα στον Ναό του Αγίου Δημητρίου στα Χάνια Αυλωναρίου. Στον άλλο παριστάνεται ο άγιος Πολύκαρπος σε προτομή, από τον Ναό της Αγίας Άννας στον Οξύλιθο Καρυστίας (ύστερου 14ου αιώνα). Τα αντίγραφα αυτά μοιάζουν να απηχούν την ανησυχία του Φώτη Κόντογλου για τα μνημεία της Εύβοιας, για τα οποία έγραφε στο βιβλίο του   Πονεμένη Ρωμιοσύνη ότι οι τοιχογραφίες τους είναι «π τς πι θαυμαστς» και ότι «…π τὴν ἐποχὴ τῶν Παλαιολόγων σώζονται ἔργα σπουδαῖα», όμως «…εἶναι παρατημένα στὴ λησμονιὰ αὐτὰ τὰ σεβάσμια χτίρια ποὺ ἂν δὲν γίνει τίποτα νὰ σωθοῦν, γρήγορα θὰ γίνουνε σωροὶ ἀπὸ πέτρες». Η άμεση ένταξη των δύο αντιγράφων στη μόνιμη έκθεση του Βυζαντινού Μουσείου μαρτυρεί ότι ο Γεώργιος Σωτηρίου συμμεριζόταν αυτή την ανησυχία.
Τα άλλα τρία αντίγραφα που φιλοτέχνησε ο Κόντογλου κατά την έμμισθη σχέση εργασίας του στο Μουσείο φέρουν τη χρονολογία 1932. Δύο αντιγράφουν τοιχογραφίες από μοναστήρια των Μετεώρων —το Μαρτύριο του αγίου Μάμαντα από τη Μονή Βαρλαάμ και τον άγιο Ιάκωβο τον Πέρση σε προτομή από τη Μονή της Υπαπαντής— και είναι ζωγραφισμένα στη διάρκεια ταξιδιού που πραγματοποίησε ο καλλιτέχνης μαζί με τον μαθητή του Γιάννη Τσαρούχη στα Μετέωρα. Το τρίτο αντιγράφει τον Μυστικό Δείπνο από την Όμορφη Εκκλησιά Αιγίνης. Και τα τρία είναι αποκαλυπτικά της προσπάθειας του Κόντογλου να «διερμηνεύσει» τη βυζαντινή τέχνη: Οι μορφές, αν και πλησιάζουν πολύ τα βυζαντινά πρότυπα, παρουσιάζουν χαρακτηριστικά που θυμίζουν πρωτότυπα έργα του καλλιτέχνη: μεγάλα, εκφραστικά μάτια, έντονα περιγράμματα, σκληρές, επίσης έντονες γραμμές στα πρόσωπα και στις πτυχώσεις των ενδυμάτων, προτίμηση στα σκοτεινά γαιώδη χρώματα. Τα στοιχεία αυτά θα κυριαρχήσουν τελικά στο προσωπικό ύφος του Κόντογλου, το οποίο υπήρξε καθοριστικό για τη διαμόρφωση της νέο-βυζαντινής τεχνοτροπίας από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 και εξής.
Τα έργα του 1932 δεν φαίνεται να εντάχθηκαν στη μόνιμη έκθεση. Ούτε όμως καταχώθηκαν στις αποθήκες του Μουσείου. Πιθανώς κόσμησαν από την πρώτη στιγμή —μαζί με το αντίγραφο του προφήτη Δανιήλ από τη Σπηλιά Πεντέλης—  τους τοίχους του ορόφου του κτηρίου της Villa Ilissia που έχει πρόσοψη στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας. Η παρουσία τους εκεί στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα και η άριστη κατάσταση διατήρησής τους ευνοούν αυτή την εικασία. Με δεδομένο ότι ο συγκεκριμένος χώρος χρησίμευε ως κατοικία του ζεύγους Σωτηρίου, η διακόσμηση των τοίχων με έργα του Κόντογλου θα ήταν μια ακόμη απόδειξη της εκτίμησης που έτρεφε ο Γεώργιος Σωτηρίου στον καλλιτέχνη.
Η στενή σχέση του Κόντογλου με τον Σωτηρίου και το Βυζαντινό Μουσείο συνεχίστηκε πολύ μετά το πέρας της έμμισθης σχέσης του καλλιτέχνη με το Μουσείο. Ο αείμνηστος συντηρητής Τάσος Μαργαριτώφ θυμόταν να πίνει καφέ με τον Κόντογλου κοντά στο 1960 στα τότε εργαστήρια του Μουσείου και να συζητάει μαζί του για τις νέες μεθόδους συντήρησης. Επίσης, μια από τις πρώτες περιοδικές εκθέσεις του Μουσείου ύστερα από την επαναλειτουργία του μετά τον Πόλεμο, η έκθεση αγιογραφιών «Ἡ λειτουργικὴ τέχνη ἢ ἡ βυζαντινὴ ζωγραφικὴ» (1956), ήταν αφιερωμένη στο έργο του Κόντογλου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την απομάκρυνση της Συλλογής Αντιγράφων από τη μόνιμη έκθεση, λόγω έλλειψης χώρου, το 1963, τα έργα του Κόντογλου έτυχαν ιδιαίτερης μεταχείρισης. Τα μικρού μεγέθους χάρτινα έργα τοποθετήθηκαν σε ειδικούς φακέλους και φυλάχθηκαν προσεκτικά. Οι μεγάλοι πίνακες κοσμούσαν επί σειρά ετών τους τοίχους του κτηρίου διοίκησης του Μουσείου και παρέμειναν εκεί έως την έναρξη εργασιών ριζικής ανακαίνισής του το 2008, οπότε μεταφέρθηκαν στις νέες, σύγχρονες αρχαιολογικές αποθήκες.
Στις περιοδικές εκθέσεις που «έκλειναν» από το 2010 έως το 2014 τη νέα μόνιμη έκθεση του Μουσείου με αφιερώματα στην επίδραση της βυζαντινής τέχνης στους νεώτερους καλλιτέχνες, τα έργα του Φώτη Κόντογλου κατείχαν εξέχουσα θέση. Η παρουσία του μεγάλου δασκάλου, πρωτοπόρου μελετητή της βυζαντινής παράδοσης και δημιουργού της νέο-βυζαντινής τεχνοτροπίας γίνεται ακόμη και σήμερα αισθητή και ο σεβασμός του Μουσείου προς το έργο του αποδεικνύεται αδιάλειπτος και διηνεκής.

δρ Τερψιχόρη-Πατρίτσια Σκώττη
Αρχαιολόγος, Βυζαντινό & Χριστιανικό Μουσείο



"Οι Αναστατώσεις του Οικότροφου Ταίρλες" ,Ρόμπερτ Μούζιλ


γράφει η Βιβή Γεωργαντοπούλου






All in all it's just another brick in the wall
(Pink Floyd)



Μια λίστα με υψηλής αισθητικής διηγήματα σταχυολογημένα από την παγκόσμια λογοτεχνία θα περιείχε οπωσδήποτε την "Πορτογαλίδα" του Ρόμπερτ Μούζιλ, ιδιαίτερο,πυκνό και πολυεπίπεδο διήγημα που περιλαμβάνεται στην συλλογή "Τρεις Γυναίκες". Στην συλλογή αυτή πολλοί Έλληνες αναγνώστες οφείλουν την γνωριμία τους με τον Μούζιλ και αρκετοί εξ αυτών χρωστάμε ειδικά  στην "Πορτογαλίδα" την άμεση βεβαιότητα ότι πρόκειται για συγκλονιστικό λογοτέχνη.
Το πρώτο δείγμα της ευφυίας του Αυστριακού συγγραφέα όμως το έχουμε -παντού θα δούμε πως σε ό,τι έχει γραφτεί για τον Μούζιλ γίνεται κατ΄ευθείαν αναφορά σ΄αυτό- στο διάσημο βιβλίο του με τίτλο"Οι Αναστατώσεις του Οικότροφου Ταίρλες" (στα ελληνικά εκδόθηκε και από τον Πατάκη με την άψογη μετάφραση του Αλέξανδρου Ίσαρη),έργο καθ΄όλα άρτιο και σαν θέμα και σαν τεχνική που το έγραψε το 1906 στα εικοσιπέντε του μόλις χρόνια και το οποίο δικαίως θεωρείται μαζί με τον εμβληματικό "Άνθρωπο Χωρίς Ιδιότητες"(για μένα επιτρέψτε μου η σωστή διατύπωση να είναι  μετά τον "Άνθρωπο Χωρίς Ιδιότητες" παρόλο που και οι "Αναστατώσεις του Οικότροφου Ταίρλες" είναι ένα τολμηρό και σπουδαίο πνευματικό έργο) -αρχή το ένα και τέλος, αν και δεν ολοκληρώθηκε η συγγραφή λόγω του θανάτου του, το άλλο- σαν οι δυο βασικοί πυλώνες του έργου του.

Ο έφηβος Ταίρλες του Μούζιλ,οικότροφος ενός αυστηρού στρατιωτικού σχολείου, συνεκδοχικά (θα μπορούσε να) είναι ο νεαρός άνδρας,ο έφηβος κάθε εποχής στην οποία θα διαβάζονται ξανά και ξανά τα πολύσημα πραγμένα του αρχικού,ένα καλούπι του δηλαδή.Θα μπορούσε να είναι εδώ και τώρα ο πολύξερος φαινομενικά νεαρός τού δικού μας χωροχρόνου, αυτός που καταφεύγει με τις ευλογίες του καταναλωτισμού σ΄έναν κόσμο εντός άλλου είδους τειχών,των διαδικτυακών, ένας καλοζωισμένος οικότροφος του κυβερνοχώρου,ειδικά όταν εκεί σταθερά συλλέγει κι από εκεί  εξάγει φωνές/κραυγές αγωνίας για την αλήθεια που δεν μπορεί στην καθημερινή ζωή να βγάλει προς τα έξω ατιμώρητα,όσο το σχολείο σταθερά πρώτο και... χειρότερο κι αυτό και οι διάφορες δομές του σε παγκόσμιο επίπεδο και βεβαίως η οικογένειά του τον πιέζουν αποτρεπτικά ακόμα κι αν από την άλλη τον κανακεύουν ή τον μπουκώνουν/ δωροδοκούν με υλικά αγαθά.
Ή αλλιώς ειπωμένο ό,τι σμιλεύει με αδρές γραμμές ο Μούζιλ σαν Ταίρλες του 1906 είναι ο έφηβος και του 2000+ ο οποίος αν και ομολογεί πιο χαλαρά την διττότητά του,την οποιαδήποτε, κατά βάθος ούτε κι εκείνου του επιτρέπεται στις πιο ανεκτικές,υποτίθεται , εποχές μας να την εκφράζει μετά την περίοδο χάριτος -το τέλος της εφηβείας- χωρίς να πληρώνει το ψυχικό αντίτιμο της παραδοχής της συχνά για όλη την μετέπειτα ζωή του.

Όμως γιατί εμείς μπορούμε να μιλάμε και στα 2015 για εκπληκτική θεματική διαχρονικότητα του Μούζιλ; Μερικές άμεσες απαντήσεις βγαλμένες από το ίδιο το έξοχο βιβλίο,ενδεικτικά και χωρίς πολλά πολλά, είναι οι παρακάτω.
·         Γιατί και στις μέρες μας συνεχίζεται  ίδια κι απαράλλαχτη η ντροπή:στήνονται ψυχρά και κυνικά οι εκατόμβες παγκοσμιοποιημένων ταξικών,θρησκευτικών και οικονομικών πολέμων, αν είναι δυνατόν να υπάρχει τόση βαρβαρότητα επί της γης όταν ταξιδεύει ο άνθρωπος στο διάστημα κι όμως ναι,η βαρβαρότητα παραμένει και υπάρχουν φυσικά αυτοί,όχι απαραιτήτως σε στρατιωτικά σχολεία πια, που προετοιμάζουν σαν ιδανικά αναλώσιμα για τους σκοπούς των ισχυρών τους αφεντάδων τις σάρκες και τα μυαλά των,νέων κυρίως, ανθρώπων. 
·         Γιατί αβίαστα και μέσα σε τρομερή υποκρισία οι Ταίρλες και οι Μπαζίνι της εποχής μας και εξευτελίζονται και μετατρέπονται σε καρικατούρες με εναλλασσόμενους τους ρόλους είτε των θυμάτων είτε των δημίων κι ας γίνονται αβέρτα πχ τα gay parade σ΄όλη την Δύση,ντε και καλά ότι κατακτήθηκε το δικαίωμα έστω στην σεξουαλική διαφορετικότητα,τρίχες.
·         Γιατί η μάλλον μοναδική κάπως εκτενής γυναικεία φιγούρα,η επαρχιώτισσα Μπόζενα που ως πόρνη-χαζοπουτανίτσα θα ήταν ο σωστός χαρακτηρισμός- εμπλέκεται ηθελημένα κι άθελά της στην αναζήτηση της σεξουαλικότητας των αγοριών διατηρώντας μες την αλαφράδα της και τα κουτοπόνηρα μυξοκλάματά της μια ιδιόμορφη περηφάνια κι αυτή συντρίβεται ως άνθρωπος, ενώ είναι ένα εκτός σχολείου πρόσωπο που ίσως θα μπορούσε να γλυτώσει απ΄όσα λόγω του φύλου και της ταξικά προαποφασισμένης μοίρας τους θα υποστούν τα αγόρια.
·         Γιατί ο φασισμός και το μίσος -κι αυτό είναι το πιο τραγικό απ΄όλα-μετά από δυο παγκόσμιους πολέμους,εκατοντάδες συμφορές και τραγωδίες χάρη στον καπιταλισμό, καθαρές κουβέντες, ζουν και βασιλεύουν θυσιάζοντας ανθρώπινα πλάσματα στον βωμό του χρήματος.

Ο κατά Μούζιλ εύθραυστος,εσωστρεφής αν και όχι αφελής 16χρονος Ταίρλες στο καινούργιο του σχολικό περιβάλλον αρχίζει να αναζητά επίμονα την ταυτότητά του σε πολλά επίπεδα και έλκεται από συμμαθητές που δεν εκτιμά,που καταλαβαίνει ότι είναι σάπιοι.Κάτι τον σπρώχνει να συγχρωτιστεί μαζί τους.Δεν συμφωνεί μεν μα δεν κάνει και τίποτα για να αποτρέψει τους σεξουαλικούς βασανισμούς τού συμμαθητή τους Μπαζίνι,αγοριού που πάει γυρεύοντας με δανεισμούς χρημάτων από ακατάλληλα πρόσωπα,δεν τους επιστρέφει τα δανεικά και μετά τους κλέβει κι από πάνω δίνοντάς τους τέλεια πρόφαση, ενεργώντας/ αντιδρώντας κι εκείνο μ΄αυτόν τον άρρωστο τρόπο για να ξορκίσει,ίσως, τα βαριά ατομικά του ψυχοφορτώματα·  βασανισμούς που τους επινοούν ως τιμωρία δήθεν και εκτελούν ανελέητα ο αυταρχικός Μπαίνεμπεργκ και ο ερωτομανής μιλιταριστής Ράιτινγκ,δυο αλαζονικά φασιστοκαθάρματα υπό κατασκευήν, προάγγελοι του χιτλερικού μοντέλου νεολαίου και όχι μόνο νεολαίου λίγα χρόνια μετά, μεγαλύτεροι από τον Ταίρλες και τον Μπαζίνι στην ηλικία και μπασμένοι σε πολλά και ποικίλα, εσωτερικοί κι αυτοί του στρατιωτικού σχολείου που προετοιμάζει τα παιδιά (των πλουσίων εδώ) για συγκεκριμένο κόσμο που τις αγκυλώσεις και την πολιτισμένη βιτρίνα του πρέπει να τις φυλάξουν πιστά και να τις διαιωνίσουν και στα ένδον του οποίου σχολείου γίνονται ουκ ολίγα και βεβαίως είναι αναμενόμενο από τον σοκαρισμένο,ελπίζω αφυπνιστικά, αναγνώστη και το ότι στο τέλος περισσεύει και η υποκρισία και δουλοπρέπεια των εκπαιδευτικών κατά την αποκάλυψη της παραβατικής συμπεριφοράς των παιδιών,ενώ ουσιαστικά είναι και δικό τους έργο,των δασκάλων, εκείνο το έργο ακριβώς που πληρώνονται από το σύστημα στο οποίο είναι ενταγμένοι να επιτελούν χωρίς να του ασκούν καμία κριτική.
Ποιο είναι αυτό;Η κατασκευή τεράτων,από ηθικές αναστολές αδιαπέραστων συνεχιστών/ τηρητών της εξουσίας που ρυθμίζει τις ζωές όλων.Οι μαθητές τύπου Μπαίνεμπεργκ και Ράιτινγκ κυρίως προετοιμάζονται γι αυτό βρίσκοντας λαμπρό πεδίο άσκησης στο σχολείο με κατ΄ αρχάς θύμα και πειραματόζωο τον Μπαζίνι (τον κάθε Μπαζίνι) και ιδανικό, παθητικό σύμμαχο/θεατή τον Ταίρλες (τον κάθε Ταίρλες),όσο αυτός δεν αντιδρά στην σαπίλα τους.


ΥΓ. Πιστεύω πως το έργο του Μούζιλ επιβαρύνεται από τις βαρύγδουπες αναλύσεις,ο σχολιαστής ακόμα και ο καλοπροαίρετος κινδυνεύει εύκολα να καταφύγει σε ακαταλαβίστικες θεωρητικούρες και έτσι να αποτρέψει τον μέσο αναγνώστη,άνθρωπο σκοτισμένο από όλα αυτά τα φρικαλέα που γίνονται γύρω του,από την γνωριμία με τον σπουδαίο γερμανόφωνο λογοτέχνη με τον άμεσο και καθαρότατο λόγο.
Επομένως εδώ σταματώ διότι θέλησα απλώς να συνεισφέρω σε δημιουργία πειρασμού στον οποίο αν μπει έστω κι ένας από τους επισκέπτες του Degas και διαβάσει τελικά Μούζιλ θα είμαι ευτυχής. Δεν μπορώ εν τούτοις να μην αναφέρω την προσέγγιση του Νίκου Σκοπλάκη που τυχαία έπεσα πάνω της σκαλίζοντας στις σπηλιές του ίντερνετ για μουζίλιο υλικό. Εδώ.


ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ "ΕΙΔΥΛΛΙΑ I. ΘΥΡΣΙΣ Ἢ ΩΔΗ"


Πηγή:http://www.mikrosapoplous.gr/theocritus/thcrts1m.htm

Αργυρό πινάκιο με παράσταση βοσκού με το κοπάδι του.



Μετάφραση-Σχόλια Ι. Πολέμη


Γλυκά θροεί η κουκουναριά στης ρεμματιάς το πλάι, 
όμως και συ, γιδοβοσκέ, γλυκειά φλογέρα παίζεις· 
δώρο σου πρέπει δεύτερο, ύστερ' από τον Πάνα.  
Αν τράγο θα διάλεξη αυτός, εσύ θα πάρης γίδα,
5
μα αν όμως γίδα πάρη αυτός, βετούλα εσένα πέφτει·
κ' είνε καλό το κρέας της ωσότου την αρμέξης.
  

ΓΙΔΟΒΟΣΚΟΣ
 ,Βοσκέ μου, το τραγούδι σου γλυκύτερο είν' ακόμα
κι απ' το νερό που ηχολογά στάζοντας απ' το βράχο.
Αν προβατίνα πάρουνε για δώρο τους οι Μούσες,
10
θα πάρης το μαννάρι εσύ· κι αν πάλι της αρέση
να πάρουν το μαννάρι αυτές, συ παίρνεις προβατίνα.
  
ΘΥΡΣΙΣ
 .Κάθεσ' εδώ, γιδοβοσκέ, να παίξης τη φλογέρα;
όσο θα παίζης, ξέννοιαζε, σου βόσκω εγώ τα γίδια.
 
 
ΓΙΔΟΒΟΣΚΟΣ
  Δεν πρέπει σε κανένα μας να παίζη τη φλογέρα
16τώρα καταμεσήμερα· φοβόμαστε τον Πάνα.
Την ώρ' αυτή κατάκοπος απ' το πολύ κυνήγι
κοιμάται κι αναπαύεται· κ' είνε πικρός, αλήθεια,
είνε πικρός και πάντα του στάζει χολή απ' τη μύτη.
Μα, Θύρσι, εσύ που τραγουδείς τα βάσανα του Δάφνι
20
και πρόκοψες στο γλυκερό βουκολικό τραγούδι,
έλα από κάτω απ' τη φτελιά κοντά μου να καθίσης,
αγνάντια εκεί στον Πρίαπο κι αντίκρυ στις Νεράιδες
πούνε τσοπάνικο σκαμνί, βελανιδιές το ησκιώνουν·
κι αν τραγουδήσης ώμορφα σαν την ημέρα εκείνη
που στο τραγούδι ενίκησες το Χρόμι απ' τη Λιβύα,
25
μιά γίδα διπλομάννα εγώ σου τάζω να σου δώσω
να την αρμέξης τρεις φορές, πούχει τα δυο κατσίκια
και πάντα την αρμέγουνε μέσα σε δυο καρδάρες.
Και θα σου δώσω και βαθύ ποτήρι με δυο χέρια
πουν' αλειμμένο με κερί κ' είνε καινούργιο τόσο,
τόσο καινούργιο που θαρρείς μυρίσει το γλυφάνι.
Απάνω από τα χείλη του πλέκη κισσός κλωνάρια,
30
κισσός μαζί μ' ελίχρυσο· του ελίχρυσου η ψαλίδα
στρέφεται καμαρώνοντας τον κροκωτόν ανθό της.
Μέσα, γυναίκα που θεοί την έχουν ζωγραφίσει,
με μιά κορδέλλα στα μαλλιά και πέπλο από τεχνίτη.
Από τη μιά της τη μεριά κι απ' τη μεριά την άλλη
δυο άνδρες με πολλά μαλλιά λογομαχούν για δαύτη.
35
Όμως εκείνη ακούοντας δείχνει πώς δεν τη νοιάζει·
και πότε με χαμόγελο θωρεί από 'δω τον ένα,
πότε στον άλλο η πονηρή στρέφει το νου της πάλι.
Κι αυτοί ερωτοχτυπούμενοι με βουρκωμένα μάτια,
χάνουν τους κόπους άδικα, κακοπαθούν του κάκου.
Παρέκει γέροντας ψαράς σε ριζολίθι απάνω
40
σέρνει με βία το δίχτυ του, ένα μεγάλο δίχτυ,
και μοιάζει και στη δύναμι με κουρασμένον άντρα.
Λες και ψαρεύει μ' όλη του τη δύναμι στα χέρια·
πρήσκονται γύρω ολόγυρα του σβέρκου του τα νεύρα
και μοιάζει νιος στη δύναμι κι ας είνε κι ασπρομάλλης.
45
Κοντά-κοντά στο γέροντα το θαλασσοδαρμένο.
είν' έν' αμπέλι με πυκνά και κόκκινα σταφύλια
που το φυλάει μικρό παιδί στο φράχτη καθισμένο.
Στό 'να πλευρό του μιά αλεπού, στ' άλλο πλευρό του μιά άλλη·
χώνετ' η μιά στα κλήματα και τα τσαμπιά αφανίζει,
50
η άλλη πάει με πονηριά κρυφά προς το ταγάρι
ωσάν να λέη και στο παιδί πώς δεν θε να 'συχάση
αν δεν τ' αφήση νηστικό κι αν δεν του φάη ό,τ' έχει.
Κρατεί σφερδούκλια το παιδί και δένει τα με σκοίνο
και τα σφερδούκλια δένοντας ακριδοπιάστρα πλέκει·
και μηδέ τόσο νοιάζεται γι' αμπέλι και ταγάρι
ίση χαρά έχει μέσα του γι' αυτό το πλέξιμο του.
55
Στρώνονται φύλλ' απερουνιάς τριγύρω στο ποτήρι·
μεγάλο θάμμα αληθινά που το μυαλό ξιππάζει.
Από 'να Καλυδώνιο τ' αγόρασα βαρκάρη
κ' έδωκα γίδα κ' έδωκα κ' ένα κεφαλοτύρι·
δεν τ' άγγιξα στα χείλη μου κι απάρθενο απομένει.
60
Θα σου το δώσω με χαρά και μ' όλη την καρδιά μου
αν θα θελήσης να μου πης το γλυκερό τραγούδι.
Και δε θα σε γελάσω εγώ. Έλα, καλέ μου, 'πες το·
στον Άδη δε θα το φυλάς, γιατ' όλα εκεί ξεχνιούνται.
 
 
ΘΥΡΣΙΣ
(Ωδή)
    
 
    Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
65
Ο Θύρσις απ' την Αίτνα εγώ κι αυτή η φωνή του Θύρσι·
Πού ήστε αν μαραίνονταν ο Δάφνις, που κ' οι Νύμφες ;
Στου Πηνειού τις λαγκαδιές, στου Πίνδου τα λαγκάδια;
Μηδέ στης Αίτνας την κορφή μηδέ στο ρέμμα του Άκι.
70         Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.

Εκείνον τον εθρήνησαν και λύκοι και τσακάλια
εκείνον και τον έκλαψε στο λόγγο το λιοντάρι.
   
 
Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.

Βώδια πολλά στα πόδια του, ταύροι πολλοί θρηνούσαν,
75
   
 
πολλές 'γελάδες και πολλές πολλές δαμαλοπούλες.
    Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.

 
[Κατέβηκε πρώτος ο Ερμής απ' το βουνό· Δάφνη,
ποιός σε κατατρέχει και ποιάν τόσο  αγαπάς ;]1
    Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
80
 
Ήρθαν βουκόλοι κ' ήρθανε γιδοβοσκοί τριγύρω
κι αναρωτούσαν όλοι τους σαν τι κακό έχει πάθει.
Ήρθε κι αυτός ο Πρίαπος, ήρθε κ' εκείνος κ' είπε:
«Πώς έτσι απομαραίνεσαι, δυστυχισμένε Δάφνι;
Η κόρη εκείνη π' αγαπάς περνοδιαβαίνει τώρα
σε βρύσες με τα κρύα νερά και σε πυκνά λαγκάδια.
85
 
«Τις γίδες πού βατεύονται γιδοβοσκός θωρώντας
λιγώνεται απ' τη ζήλεια του που δεν εγίνη τράγος.»
    Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
Τι σε ζαλίζω ; έχεις εσύ δυστυχισμένη αγάπη.»
    Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
90
«Και συ θωρώντας τα ώμορφα κοράσια να γελάνε
λιγώνεσαι απ' τη ζήλεια σου που δεν τα συντροφεύεις».
   
 
    Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
95 “Ήρθεν ακόμα κ' η γλυκειά και γελαστή Αφροδίτη
κ' ήταν στην όψη γελαστή, μα δολερή η καρδιά της·
κ' είπε : «Καυχώσουν πώς λυγάς τον Έρωτα συ, Δάφνι,
μα ο τρομερός ο Έρωτας σ' ελύγησεν εσένα».
   
 
    Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.
100Κι αυτός της αποκρίθηκε : «Απάνθρωπη Αφροδίτη,
πού σε μισούν οι άνθρωποι κι οργίζονται μαζί σου·
λες τάχα να φοβόμαστε πράγματα τιποτένια;
αί! και νεκρός τον Έρωτα θα τυραγνάη ο Δάφνις».

 
    Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.

«Σύρε να βρής τον Άδωνι, τον ώμορφο Άδωνί σου,

σύρε στην Ίδη να τον βρης που βόσκει το κοπάδι.
   
 
[. . .]
106


 
[. . .]
[. . .]
Και κάνε και παλληκαριές μπροστά στο Διομήδη
λέγοντας πώς ενίκησες το Δάφνι το βουκόλο».
 
 
    Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.
115
«Λύκοι, τσακάλια, αφήνω 'γεια. κι αφήνω 'γεια και πάλι,
αρκούδες πού φωλιάζετε μεσ' σε σπηλιές βουνήσιες·
ο Δάφνις ο βουκόλος σας δε θάνε πια σε λόγγους,
δε θάνε σε λαγκάδια πια, δε θάνε πια σε δάση.
Αρέθουσα, σ' αφήνω 'γεια, κι αφήνω 'γεια, ποτάμια». 
    





«Ω Πάν, είτε στ' ατέλειωτου Λυκαίου τα κορφοβούνια,
είτε στου Μαινάλου γυρνάς τα πυκνωμένα δάση,
125
παράτησε της ξακουστής Ελίκης τ' ακρωτήρι
και του Λυκαονίδη εκεί παράτησε το μνήμα,
αυτό που ακόμα κ' οι θεοί θωρώντας το θαυμάζουν,
κ' έλα σε τούτο το νησί της Σικελίας, έλα».
        Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ' αγροτικό τραγούδι.

«Έλα και πάρε, βασιλιά, τούτη μου τη φλογέρα
πούν' ώμορφη, γλυκόφωνη και με κερί δεμένη,
130
γιατί απ' τον τόσον έρωτα στον Άδη κατεβαίνει
ο Δάφνις που τα βώδια σου βόσκει εδώ πέρα, ο Δάφνις
που τις δαμαλοπούλες σου, τους ταύρους σου ποτίζει».
 
 
    Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ' αγροτικό τραγούδι.

«Βάτοι κι αγκάθια, τώρα σεις βγάλετε μενεξέδες
και συ, ζιμπούλι, στόλισε τ' αγκαθωτά βοτάνια,
οι άκαρπες κουκουναριές ας κάνουν τώρ' αχλάδια,
135
τώρα τα λάφια, θαρρετά, ας κυνηγούν τους σκύλλους
και τώρα οι κούκοι ας κελαϊδούν τ' αηδόνια να σωπαίνουν
κι όλα ας αλλάξουνε στη γη μιά που πεθαίνει ο Δάφνις».
       Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ' αγροτικό τραγούδι.

Αυτά είπ' ο Δάφνις κ' έπεσε, κ' έδραμ' η Αφροδίτη .
κ' έδραμε κ' εδοκίμασε να τον ανασηκώση·
140
μα της ζωής του την κλωστή την είχαν κόψει οι Μοίρες
και τον επήρε αγύριστα του χάρου το ποτάμι,
το Δάφνι που τον έστεργαν Μούσες και Νύμφες όλες.
      Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ' αγροτικό τραγούδι.
 
Και συ, καλέ γιδοβοσκέ, δόσε μου το ποτήρι,
δόσε μου και τη γίδα σου να την αρμέξω τώρα,
να στάξω από το γάλα της πρώτα σπονδές στις Μούσες.
145
Μούσες, σας χιλιοχαιρετώ και για 'δική σας χάρι
άλλη φορά γλυκύτερα θα ξανατραγουδήσω.
 
 
ΓΙΔΟΒΟΣΚΟΣ
 
Θύρσι, τ' ώμορφο στόμα σου νάνε γεμάτο μέλι,
σύκα γλυκά του Αιγάλεου τα χείλη σου να ευφραίνουν
γιατί περνάς το τζίτζικα στο γλυκερό τραγούδι.
Να το ποτήρι θαύμασε πόσο καλά μυρίζει·
150
λες και στις βρύσες των Ωρών είνε μοσχοπλυμένο.
Έλα κοντά, Κισσαίθα μου· και συ άρμεξε την τώρα.
Και σεις οι άλλες γίδες μου για μη χοροπηδάτε,
γιατ' είν' ο τράγος έτοιμος να σας                   καβαλλικέψη.
 
 Συνέχεια εδώ 

Ο Rilke για την χαρά της ανάγνωσης ή πώς τα βιβλία ευεργετούν τον εσωτερικό μας κόσμο

Πηγή:http://www.lifo.gr/articles/anagnoseis_articles/83866

"Ζήστε για λίγο μέσα στα βιβλία αυτά, μάθετε από εκείνα ότι σας φαίνεται άξιο μάθησης, αλλά πάνω απ' όλα αγαπήστε τα. Την αγάπη αυτή θα σας την ξεπληρώσουν χιλιάδες και χιλιάδες φορές."



 "Ω, η χαρά του να αναγεννηθείς μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου" είχε αναφωνήσει η Patti Smith αναλογιζόμενη τα πενήντα αγαπημένα βιβλία μιας ζωής ανάγνωσης. Έναν αιώνα νωρίτερα όμως ο Rainer Maria Rilke 1875-1926, ένας άλλος διαχρονικός ποιητής, έγραψε με απαράμιλλη λυρική χάρη για τα ευεργετήματα των βιβλίων στον εσωτερικό μας κόσμο στο «Γράμματα σε έναν νέο ποιητή», αναφερόμενος στην πηγή της σκέψης του σχετικά με το πως να βιώνει κανείς τα μεγάλα ερωτήματα, τι σημαίνει να αγαπάς και πως ή μεγάλη θλίψη μας φέρνει πιο κοντά στον εαυτό μας.   Σε μια επιστολή του 1903 προς τον Franz Xaver Kappus, τον δεκαεννιάχρονο παραλήπτη αυτών των διαχρονικών σοφών λόγων, ο Rilke εκθειάζει τα καλά της ανάγνωσης: "Θα σας κυριεύσει ένας κόσμος, η ευτυχία, η πλησμονή, το ακατανόητο μέγεθος του σύμπαντος. Ζήστε για λίγο μέσα στα βιβλία αυτά, μάθετε από εκείνα ότι σας φαίνεται άξιο μάθησης, αλλά πάνω απ' όλα αγαπήστε τα. Την αγάπη αυτή θα σας την ξεπληρώσουν χιλιάδες και χιλιάδες φορές, κι όπου κι αν σας οδηγήσει η ζωή, είμαι βέβαιος πως θα διατρέξει το υφάδι της εξέλιξης σας ως ένα από τα σημαντικότερα νήματα ανάμεσα σε όλα τα νήματα των εμπειριών, απογοητεύσεων και απολαύσεων σας." 


Προσωπογραφία του Ρίλκε στη Μόσχα από τον Λεονίντ Πάστερνακ, 1928

Σε μια άλλη επιστολή προς τον νεαρό του φίλο, μισόν αιώνα πριν από τον υπέροχο συλλογισμό που διατύπωσε η Susan Sontag για την επανανάγνωση ως αναγέννηση, ο Rilke θυμάται ένα από τα αγαπημένα του βιβλία, το Niels Lyhne του Δανού ποιητή, συγγραφέα και επιστήμονα Jens Peter Jacobsen που γράφτηκε το 1880, και συλλογάται σχετικά με την συνολική ανταμοιβή της εκ νέου ανάγνωσης: "Όσο πιο συχνά το διαβάζει κανείς, τόσο βλέπει πως εκεί μέσα συναντά τα πάντα, από το πιο ανάλαφρο άρωμα της ζωής ως την μεστή, πληθωρική γεύση των πιο γεμάτων καρπών της. Δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορείς να αντιληφθείς, κατανοήσεις, βιώσεις και αναγνωρίσεις στην τρεμουλιαστή αντήχηση της μνήμης. Καμία εμπειρία δεν είναι υπερβολικά ασήμαντη, ακόμα και το μικρότερο συμβάν ξεδιπλώνεται ωσάν την μοίρα, και το ίδιο το πεπρωμένο μοιάζει με έναν υπέροχο, πλατύ ιστό όπου κάθε νήμα οδηγείται από ένα απεριόριστα τρυφερό χέρι και συνδέεται πλάι-πλάι με άλλα και κρατιέται κι ανυψώνεται από εκατοντάδες άλλα. Θα βιώσετε την ευτυχία του να διαβάζετε το βιβλίο αυτό για πρώτη φορά και θα συναντάτε τις αμέτρητες εκπλήξεις που κρύβει, σαν σε ένα καινούργιο όνειρο. Μπορώ να σας πω όμως πως κι αργότερα, διαβάζει κανείς τα βιβλία αυτά ξανά και ξανά με την ίδια έκπληξη, και δεν χάνεται ούτε στο ελάχιστο η θαυμαστή τους ισχύ, δεν απεμπολούν ούτε ίχνος της μαγείας με τη οποία κατακλύζουν τον αναγνώστη στην πρώτη τους συνάντηση." Μέρες που 'ναι (κι έχετε ελπίζω περισσότερο χρόνο για την απόλαυση της ανάγνωσης) θα σας συνιστούσα να συμπληρώσετε τα Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή με την προσφορά των βιβλίων στο ανθρώπινο πνεύμα κατά τον Κάφκα, το γιατί διαβάζουμε σύμφωνα με την Rebecca Solnit και τα παραγνωρισμένα αλλά υπέροχα vintage πόστερ του Maurice Sendak για την χαρά της ανάγνωσης.