Πηγή:http://www.mikrosapoplous.gr/theocritus/thcrts1m.htm
Μετάφραση-Σχόλια Ι. Πολέμη
Γλυκά θροεί η κουκουναριά στης ρεμματιάς το πλάι,
όμως και συ, γιδοβοσκέ, γλυκειά φλογέρα παίζεις· δώρο σου πρέπει δεύτερο, ύστερ' από τον Πάνα. Αν τράγο θα διάλεξη αυτός, εσύ θα πάρης γίδα, | ||||||
5 | μα αν όμως γίδα πάρη αυτός, βετούλα εσένα πέφτει· κ' είνε καλό το κρέας της ωσότου την αρμέξης. | |||||
ΓΙΔΟΒΟΣΚΟΣ | ||||||
, | Βοσκέ μου, το τραγούδι σου γλυκύτερο είν' ακόμα κι απ' το νερό που ηχολογά στάζοντας απ' το βράχο. Αν προβατίνα πάρουνε για δώρο τους οι Μούσες, | |||||
10 | θα πάρης το μαννάρι εσύ· κι αν πάλι της αρέση να πάρουν το μαννάρι αυτές, συ παίρνεις προβατίνα. | |||||
ΘΥΡΣΙΣ | ||||||
. | Κάθεσ' εδώ, γιδοβοσκέ, να παίξης τη φλογέρα; όσο θα παίζης, ξέννοιαζε, σου βόσκω εγώ τα γίδια. | |||||
ΓΙΔΟΒΟΣΚΟΣ | ||||||
Δεν πρέπει σε κανένα μας να παίζη τη φλογέρα | ||||||
16 | τώρα καταμεσήμερα· φοβόμαστε τον Πάνα. Την ώρ' αυτή κατάκοπος απ' το πολύ κυνήγι κοιμάται κι αναπαύεται· κ' είνε πικρός, αλήθεια, είνε πικρός και πάντα του στάζει χολή απ' τη μύτη. Μα, Θύρσι, εσύ που τραγουδείς τα βάσανα του Δάφνι | |||||
20 | και πρόκοψες στο γλυκερό βουκολικό τραγούδι, έλα από κάτω απ' τη φτελιά κοντά μου να καθίσης, αγνάντια εκεί στον Πρίαπο κι αντίκρυ στις Νεράιδες πούνε τσοπάνικο σκαμνί, βελανιδιές το ησκιώνουν· κι αν τραγουδήσης ώμορφα σαν την ημέρα εκείνη που στο τραγούδι ενίκησες το Χρόμι απ' τη Λιβύα, | |||||
25 | μιά γίδα διπλομάννα εγώ σου τάζω να σου δώσω να την αρμέξης τρεις φορές, πούχει τα δυο κατσίκια και πάντα την αρμέγουνε μέσα σε δυο καρδάρες. Και θα σου δώσω και βαθύ ποτήρι με δυο χέρια πουν' αλειμμένο με κερί κ' είνε καινούργιο τόσο, τόσο καινούργιο που θαρρείς μυρίσει το γλυφάνι. Απάνω από τα χείλη του πλέκη κισσός κλωνάρια, | |||||
30 | κισσός μαζί μ' ελίχρυσο· του ελίχρυσου η ψαλίδα στρέφεται καμαρώνοντας τον κροκωτόν ανθό της. Μέσα, γυναίκα που θεοί την έχουν ζωγραφίσει, με μιά κορδέλλα στα μαλλιά και πέπλο από τεχνίτη. Από τη μιά της τη μεριά κι απ' τη μεριά την άλλη δυο άνδρες με πολλά μαλλιά λογομαχούν για δαύτη. | |||||
35 | Όμως εκείνη ακούοντας δείχνει πώς δεν τη νοιάζει· και πότε με χαμόγελο θωρεί από 'δω τον ένα, πότε στον άλλο η πονηρή στρέφει το νου της πάλι. Κι αυτοί ερωτοχτυπούμενοι με βουρκωμένα μάτια, χάνουν τους κόπους άδικα, κακοπαθούν του κάκου. Παρέκει γέροντας ψαράς σε ριζολίθι απάνω | |||||
40 | σέρνει με βία το δίχτυ του, ένα μεγάλο δίχτυ, και μοιάζει και στη δύναμι με κουρασμένον άντρα. Λες και ψαρεύει μ' όλη του τη δύναμι στα χέρια· πρήσκονται γύρω ολόγυρα του σβέρκου του τα νεύρα και μοιάζει νιος στη δύναμι κι ας είνε κι ασπρομάλλης. | |||||
45 | Κοντά-κοντά στο γέροντα το θαλασσοδαρμένο. είν' έν' αμπέλι με πυκνά και κόκκινα σταφύλια που το φυλάει μικρό παιδί στο φράχτη καθισμένο. Στό 'να πλευρό του μιά αλεπού, στ' άλλο πλευρό του μιά άλλη· χώνετ' η μιά στα κλήματα και τα τσαμπιά αφανίζει, | |||||
50 | η άλλη πάει με πονηριά κρυφά προς το ταγάρι ωσάν να λέη και στο παιδί πώς δεν θε να 'συχάση αν δεν τ' αφήση νηστικό κι αν δεν του φάη ό,τ' έχει. Κρατεί σφερδούκλια το παιδί και δένει τα με σκοίνο και τα σφερδούκλια δένοντας ακριδοπιάστρα πλέκει· και μηδέ τόσο νοιάζεται γι' αμπέλι και ταγάρι ίση χαρά έχει μέσα του γι' αυτό το πλέξιμο του. | |||||
55 | Στρώνονται φύλλ' απερουνιάς τριγύρω στο ποτήρι· μεγάλο θάμμα αληθινά που το μυαλό ξιππάζει. Από 'να Καλυδώνιο τ' αγόρασα βαρκάρη κ' έδωκα γίδα κ' έδωκα κ' ένα κεφαλοτύρι· δεν τ' άγγιξα στα χείλη μου κι απάρθενο απομένει. | |||||
60 | Θα σου το δώσω με χαρά και μ' όλη την καρδιά μου αν θα θελήσης να μου πης το γλυκερό τραγούδι. Και δε θα σε γελάσω εγώ. Έλα, καλέ μου, 'πες το· στον Άδη δε θα το φυλάς, γιατ' όλα εκεί ξεχνιούνται. | |||||
ΘΥΡΣΙΣ (Ωδή) | ||||||
| Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι. | |||||
65 | Ο Θύρσις απ' την Αίτνα εγώ κι αυτή η φωνή του Θύρσι· Πού ήστε αν μαραίνονταν ο Δάφνις, που κ' οι Νύμφες ; Στου Πηνειού τις λαγκαδιές, στου Πίνδου τα λαγκάδια; Μηδέ στης Αίτνας την κορφή μηδέ στο ρέμμα του Άκι. | |||||
70 | Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι. | |||||
Εκείνον τον εθρήνησαν και λύκοι και τσακάλια εκείνον και τον έκλαψε στο λόγγο το λιοντάρι. | ||||||
| Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι. | |||||
Βώδια πολλά στα πόδια του, ταύροι πολλοί θρηνούσαν, | ||||||
75 | πολλές 'γελάδες και πολλές πολλές δαμαλοπούλες. Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι. | |||||
[Κατέβηκε πρώτος ο Ερμής απ' το βουνό· Δάφνη, ποιός σε κατατρέχει και ποιάν τόσο αγαπάς ;]1 Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι. | ||||||
80 | Ήρθαν βουκόλοι κ' ήρθανε γιδοβοσκοί τριγύρω κι αναρωτούσαν όλοι τους σαν τι κακό έχει πάθει. Ήρθε κι αυτός ο Πρίαπος, ήρθε κ' εκείνος κ' είπε: «Πώς έτσι απομαραίνεσαι, δυστυχισμένε Δάφνι; Η κόρη εκείνη π' αγαπάς περνοδιαβαίνει τώρα σε βρύσες με τα κρύα νερά και σε πυκνά λαγκάδια. | |||||
85 | «Τις γίδες πού βατεύονται γιδοβοσκός θωρώντας λιγώνεται απ' τη ζήλεια του που δεν εγίνη τράγος.» Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι. Τι σε ζαλίζω ; έχεις εσύ δυστυχισμένη αγάπη.» Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι. | |||||
90 | «Και συ θωρώντας τα ώμορφα κοράσια να γελάνε λιγώνεσαι απ' τη ζήλεια σου που δεν τα συντροφεύεις». | |||||
| Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι. | |||||
95 | “ | Ήρθεν ακόμα κ' η γλυκειά και γελαστή Αφροδίτη κ' ήταν στην όψη γελαστή, μα δολερή η καρδιά της· κ' είπε : «Καυχώσουν πώς λυγάς τον Έρωτα συ, Δάφνι, μα ο τρομερός ο Έρωτας σ' ελύγησεν εσένα». | ||||
| Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι. | |||||
100 | Κι αυτός της αποκρίθηκε : «Απάνθρωπη Αφροδίτη, πού σε μισούν οι άνθρωποι κι οργίζονται μαζί σου· λες τάχα να φοβόμαστε πράγματα τιποτένια; αί! και νεκρός τον Έρωτα θα τυραγνάη ο Δάφνις». | |||||
Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι. | ||||||
«Σύρε να βρής τον Άδωνι, τον ώμορφο Άδωνί σου, | ||||||
σύρε στην Ίδη να τον βρης που βόσκει το κοπάδι. | ||||||
| [. . .] | |||||
106 | ||||||
[. . .] [. . .] | ||||||
Και κάνε και παλληκαριές μπροστά στο Διομήδη λέγοντας πώς ενίκησες το Δάφνι το βουκόλο». | ||||||
| Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι. | |||||
115 | «Λύκοι, τσακάλια, αφήνω 'γεια. κι αφήνω 'γεια και πάλι, αρκούδες πού φωλιάζετε μεσ' σε σπηλιές βουνήσιες· ο Δάφνις ο βουκόλος σας δε θάνε πια σε λόγγους, δε θάνε σε λαγκάδια πια, δε θάνε πια σε δάση. Αρέθουσα, σ' αφήνω 'γεια, κι αφήνω 'γεια, ποτάμια». | |||||
«Ω Πάν, είτε στ' ατέλειωτου Λυκαίου τα κορφοβούνια, είτε στου Μαινάλου γυρνάς τα πυκνωμένα δάση, | ||||||
125 | παράτησε της ξακουστής Ελίκης τ' ακρωτήρι και του Λυκαονίδη εκεί παράτησε το μνήμα, αυτό που ακόμα κ' οι θεοί θωρώντας το θαυμάζουν, κ' έλα σε τούτο το νησί της Σικελίας, έλα». | |||||
Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ' αγροτικό τραγούδι. | ||||||
«Έλα και πάρε, βασιλιά, τούτη μου τη φλογέρα πούν' ώμορφη, γλυκόφωνη και με κερί δεμένη, | ||||||
130 | γιατί απ' τον τόσον έρωτα στον Άδη κατεβαίνει | |||||
ο Δάφνις που τα βώδια σου βόσκει εδώ πέρα, ο Δάφνις που τις δαμαλοπούλες σου, τους ταύρους σου ποτίζει». | ||||||
| Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ' αγροτικό τραγούδι. | |||||
«Βάτοι κι αγκάθια, τώρα σεις βγάλετε μενεξέδες και συ, ζιμπούλι, στόλισε τ' αγκαθωτά βοτάνια, οι άκαρπες κουκουναριές ας κάνουν τώρ' αχλάδια, | ||||||
135 | τώρα τα λάφια, θαρρετά, ας κυνηγούν τους σκύλλους και τώρα οι κούκοι ας κελαϊδούν τ' αηδόνια να σωπαίνουν κι όλα ας αλλάξουνε στη γη μιά που πεθαίνει ο Δάφνις». | |||||
Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ' αγροτικό τραγούδι. | ||||||
Αυτά είπ' ο Δάφνις κ' έπεσε, κ' έδραμ' η Αφροδίτη . κ' έδραμε κ' εδοκίμασε να τον ανασηκώση· | ||||||
140 | μα της ζωής του την κλωστή την είχαν κόψει οι Μοίρες και τον επήρε αγύριστα του χάρου το ποτάμι, το Δάφνι που τον έστεργαν Μούσες και Νύμφες όλες. | |||||
Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ' αγροτικό τραγούδι. | ||||||
Και συ, καλέ γιδοβοσκέ, δόσε μου το ποτήρι, δόσε μου και τη γίδα σου να την αρμέξω τώρα, να στάξω από το γάλα της πρώτα σπονδές στις Μούσες. | ||||||
145 | Μούσες, σας χιλιοχαιρετώ και για 'δική σας χάρι άλλη φορά γλυκύτερα θα ξανατραγουδήσω. | |||||
ΓΙΔΟΒΟΣΚΟΣ | ||||||
Θύρσι, τ' ώμορφο στόμα σου νάνε γεμάτο μέλι, σύκα γλυκά του Αιγάλεου τα χείλη σου να ευφραίνουν γιατί περνάς το τζίτζικα στο γλυκερό τραγούδι. Να το ποτήρι θαύμασε πόσο καλά μυρίζει· | ||||||
150 | λες και στις βρύσες των Ωρών είνε μοσχοπλυμένο. Έλα κοντά, Κισσαίθα μου· και συ άρμεξε την τώρα. Και σεις οι άλλες γίδες μου για μη χοροπηδάτε,
|
Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015
ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ "ΕΙΔΥΛΛΙΑ I. ΘΥΡΣΙΣ Ἢ ΩΔΗ"
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου