Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

Κάλβος: Αλληλογραφία


Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
Στην αλληλογραφία του Κάλβου, με την οποία εγκαινιάζει το Μουσείο Μπενάκη την έκδοση των Απάντων του, περιλαμβάνονται όλες οι γνωστές επιστολές και τα σημειώματα (εκδεδομένα ή μη) των οποίων υπήρξε συντάκτης ή παραλήπτης. Πέρα από το γεγονός πως δεν αποκλείεται η πιθανότητα το υλικό να μην είναι ακόμη ολοκληρωμένο, και από κάποια ανέλπιστη τύχη να προκύψουν από κάπου καινούργια δεδομένα, το σύνολο των επιστολών παρουσιάζει μεγάλη ανομοιογένεια ως προς την κατανομή του στον χρόνο. Οι επιστολές που φιλοξενούνται στους δύο τόμους δεν μας προσφέρουν την παραμικρή ένδειξη για την παιδική και την εφηβική ηλικία του Κάλβου πρώτα στη Ζάκυνθο και ύστερα στο Λιβόρνο. Για τα νεανικά του χρόνια, αντίθετα, τα χρόνια της Φλωρεντίας, της Ελβετίας και του Λονδίνου, η κατάσταση είναι εξαιρετικά καλή: 350 επιστολές για το διάστημα 1813-1820. Απομένουν 38 επιστολές, που θα καλύψουν ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή του, από το 1821 μέχρι το 1869, στη Γενεύη, το Παρίσι, την Κέρκυρα, το Λονδίνο και το Λάουθ, που θα είναι και ο τόπος του θανάτου του.

ΜΙΑ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΛΕΙΨΗ ΚΑΙ ΑΚΑΝΟΝΙΣΤΗ, ΑΠΛΩΜΕΝΗ ΣΕ ΕΝΑ ΔΙΑΣΤΗΜΑ 56 ΕΤΩΝ  

Πού, όμως, μας οδηγούν και με τι ακριβώς συμπίπτουν οι δύο χρονικές ενότητες των επιστολών; Ο Δημήτρης Αρβανιτάκης εξετάζει καταλεπτώς στην εισαγωγή του το φιλολογικό και πολιτικό τους περιβάλλον. Για την πρώτη ενότητα υπάρχουν η γνωριμία, η φιλία και η κατοπινή διάσταση με τον Ούγκο Φόσκολο, το κλίμα των ναπολεόντειων χρόνων, η «Ωδή στους Ιονίους», η «Απολογία της αυτοκτονίας», το «Σχέδιο νέων αρχών της λογοτεχνίας», ο Θηραμένης, η ιταλική μετάφραση των ποιημάτων του Σικελού Giovanni Meli, ενδεχομένως ο Ιππίας, οι πρώτες μορφές των Δαναΐδων, η απόπειρα σύνταξης ελληνοαγγλικού λεξικού, οι ομιλίες για την ελληνική γλώσσα στο Λονδίνο, η σύνταξη της Γραμματικής της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, τα μαθήματα ιταλικών και ελληνικών, οι επαφές με την αγγλοϊταλική λογιοσύνη, οι ιδεολογικοί αγώνες, η συμμετοχή στο βραχύβιο έντυποApe italiana a Londra, οι πρώτες μεταφράσεις εκκλησιαστικών έργων και η έκδοση του Ύμνου (δεν έχει βρεθεί μέχρι τώρα), των Italian Lessons και των Δαναΐδων. Στη δεύτερη ενότητα τα περιθώρια στενεύουν ασφυκτικά. Για την περίοδο της γλωσσικής στροφής του Κάλβου και της δημοσίευσης του ελληνόφωνων ποιημάτων του σώζονται λιγότερες από δέκα επιστολές ενώ για την περίοδο της Κέρκυρας οι επιστολές φτάνουν τις 25 εκ των οποίων οι δεκαεννέα μιλούν αποκλειστικά για τα προβλήματα της διδασκαλίας στην Ιόνιο Ακαδημία.
Μια λειψή. λοιπόν, και ακανόνιστη ποσοτικά και χρονικά αλληλογραφία, μια αλληλογραφία της οποίας οι ελλείψεις θα επιβαρυνθούν και από κάτι άλλο: από τις 388 εν συνόλω επιστολές μόνον οι 54 ανήκουν στον Κάλβο. Είτε χάθηκαν οι υπόλοιπες που έγραψε ο ίδιος (αν και όσες έγραψε, με δεδομένο ότι πολλές μαρτυρίες τον ψέγουν ως ασυνεπή και απρόθυμο αλληλογράφο), είτε δεν κράτησαν αρχείο τα πρόσωπα με τα οποία αλληλογραφούσε, για να έχουμε τουλάχιστον μια πληρότητα από τη δική τους πλευρά, η terra incognita παραμένει: πρώτον, μας λείπουν πολλά ακόμη για τον πολυδιάστατο βίο του και δεύτερον, έστω κι αν διαβάσουμε επιστολές γραμμένες από το χέρι του, σπανίως θα τον ακούσουμε μέσα σ’ αυτές να λέει κάτι για τον εαυτό του. Ο Αρβανιτάκης επισημαίνει πως θα πρέπει εδώ να απομακρύνουμε εξαρχής την υποψία για μια στρατηγική ηθελημένης συγκάλυψης. Ακόμα κι αν δεχτούμε το επιχείρημα πως ο άκρως πολιτικοποιημένος Κάλβος, ο θερμός Καρμπονάρος και ο ακατάβλητος αγωνιστής, δεν βάζει στην ίδια ζυγαριά την ποίηση και την πολιτική δράση, δίνοντας σαφώς προτεραιότητα στην πολιτική δράση, οι δημόσιες συγκρούσεις του και ο τρόπος με τον οποίο θα υπερασπιστεί τη διδασκαλία του στην Ιόνιο Ακαδημία δεν μας επιτρέπουν να πιστέψουμε πως είναι ο άνθρωπος που θα αποφύγει να μιλήσει για την τέχνη του. Γιατί αυτό είναι που κυρίως θα μας ενδιέφερε ως προς τις επιστολές: τι είναι σε θέση να μας πουν για την ποιητική του τέχνη και, πρωτίστως, για την κυοφορία και τη γέννηση των ελληνικών του ποιημάτων.

ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΛΟΓΙΟΣΥΝΗΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ: ΜΙΑ ΠΙΘΑΝΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ;      

Αν, όμως, οι επιστολές δεν είναι σε θέση να απαντήσουν στο ερώτημα για τις πηγές και τα απόκρυφα του ποιητικού εργαστηρίου του Κάλβου, τότε προς τι τόσος λόγος και τόση φροντίδα γι’ αυτές; Ο Αρβανιτάκης είναι ξεκάθαρος: ακριβώς επειδή ο ίδιος ο λόγος του Κάλβου απουσιάζει λίγο-πολύ από το σώμα τους, οι επιστολές θα μας βοηθήσουν να μάθουμε όχι, βέβαια, για τα ποιήματά του, αλλά για την ατμόσφαιρα εντός της οποίας θα διαμορφωθεί και θα πάρει βαθμιαία σάρκα και οστά το έργο του, ποιητικό και άλλο. Η αυστηρά χρονολογική κατάταξη των επιστολών και ο εξαντλητικός σχολιασμός προσώπων και πραγμάτων από τη μεριά του επιμελητή σχηματίζουν μια συναρπαστική εικόνα για την πορεία του Κάλβου μέσα στον χρόνο. Αρχικά είναι η Ιταλία, οι λόγιοι της Φλωρεντίας, οι πρώτες ποιητικές δοκιμές και η προσωπικότητα του Φόσκολο. Μετά είναι ο βρετανικός φιλελευθερισμός και η Αγγλικανική Εκκλησία, μαζί και ο προεπαναστατικός φιλελληνισμός, που θα συνδυαστούν με τον γαλλικό φιλελληνισμό και φιλελευθερισμό. Πέρα, ωστόσο, από τις ιστορίες των λογίων και την ιστορία των πολιτικών ιδεών, στις σελίδες των επιστολών ξετυλίγεται κι ένας άλλος κόσμος: ο κόσμος της καθημερινότητας που θα ανασύρουν στην επιφάνεια τα σύντομα σημειώματα (τα δελτάρια) με τις πιεστικές πρακτικές τους μέριμνες: ένα μάθημα που πρέπει να αναβληθεί, μια πληρωμή που οφείλει να  διευθετηθεί, μια συνεργασία που είναι να κανονιστεί, ένα δείπνο που χρειάζεται να οριστεί, μια παραγγελία που πρόκειται να εκτελεστεί, μια πληροφορία που είναι ανάγκη να ζητηθεί, μια διαδρομή που επείγει να υποδειχθεί, μια απόφαση που μέλλεται να ανακοινωθεί, ένα ευχαριστώ που επιβάλλεται να διατυπωθεί, μια έκδοση που απαιτείται να επισπευστεί – κι όταν επιτέλους θα βγει από το τυπογραφείο, θα αποδειχθεί, πόσο κρίμα, γεμάτη ολέθρια λάθη.
Όσο κι αν προσπαθώ να το αποφύγω, λαμβάνοντας υπόψη τις τεράστιες δυσκολίες και τα σχεδόν ανυπέρβλητα κενά που συναντήσαμε ως εδώ, υπάρχει ένα ερώτημα το οποίο μου τριβελίζει από την αρχή σχεδόν το μυαλό: δεν μπορεί να τροφοδοτήσει μελλοντικά η αλληλογραφία του Κάλβου, ακόμα και κουτσή, ακόμα και σπαραγμένη, ένα έστω αχνό περίγραμμα βιογραφίας του; Ο Αρβανιτάκης, προφανώς, έχει σκεφτεί το ζήτημα της βιογραφίας πρώτος απ’ όλους: δεν αναφέρεται τυχαία στην εισαγωγή του στον Σπυρίδωνα Δε Βιάζη και στον Κ. Πορφύρη (για να μείνω σε δύο εμβληματικές περιπτώσεις), που στηρίχθηκαν στην αλληλογραφία του Κάλβου (ο πρώτος συστηματικά, ο δεύτερος από κάποια απόσταση) προκειμένου να σκιαγραφήσουν κρίσιμες εικόνες και πτυχές του βίου του. Ίσως, λοιπόν, η σημερινή έκδοση της αλληλογραφίας να αποτελέσει αργότερα ένα σοβαρό έναυσμα – μολονότι προσώρας δεν είμαστε σε θέση ούτε καν να το εικάσουμε. Ίσως να καταφέρει να προσφέρει το κίνητρο για ένα καινούργιο βιογραφικό σχεδίασμα, που θα λάβει εκ των πραγμάτων υπόψη και όσα έχει συσσωρεύσει τις τελευταίες δεκαετίες η εξέλιξη των καλβικών σπουδών σε καθαρώς φιλολογικό επίπεδο: εξέλιξη ικανή να συμβάλει τα μάλα στην εκπόνηση μιας σύνθεσης που θα συναρμόσει πλέον αξεδιάλυτα το πρόσωπο και το έργο.

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ

Το πρόσωπο και το έργο: το πρόσωπο του Κάλβου δεν ήταν ανέκαθεν ταυτισμένο με το έργο που έχουμε στις ημέρες μας προ οφθαλμών. Η αλληλογραφία το δείχνει  ανάγλυφα, δίνοντάς μας την ευκαιρία να λογαριάσουμε τον Κάλβο και σε ένα άλλο πεδίο: στο πεδίο της πρόσληψης και της κριτικής υποδοχής του. Ποιο είναι το πρόσωπο του Κάλβου που προκύπτει μέσα από τις σελίδες της αλληλογραφίας; Πώς κατανοούν οι αλληλογράφοι του τον ίδιο και την καλλιτεχνική του προσωπικότητα; Τι προέχει και τι υπερτερεί, αλλά και ποια είναι τα στοιχεία που μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα; Καταρχάς δεν προηγείται ο ποιητής, αλλά ο δάσκαλος, ο λόγιος, ο μεταφραστής και ο λεξικογράφος. Κι όταν, όμως, ξεμυτίζει ο ποιητής, αυτός δεν είναι ο Κάλβος των Ωδών, αλλά ένας ποιητής που αγωνίζεται να καταλάβει μια θέση στη γραμματεία του ιταλικού νεοκλασικισμού του 18ου και του 19ου αιώνα.
Και στην Ελλάδα τι συμβαίνει; Για να απομακρυνθώ τώρα από την αλληλογραφία, και να παρακολουθήσω το σκεπτικό του Αρβανιτάκη στην εισαγωγή του, και στην Ελλάδα οι συνθήκες λίγο παραλλάσσουν. Όσοι, βέβαια, γνωρίζουν και τιμούν στα καθ’ ημάς τον Κάλβο, τον γνωρίζουν και τον τιμούν όχι ως ιταλό, αλλά ως έλληνα ποιητή: σαν τον ποιητή των Ωδών, που μολοντούτο ανθολογούνται (όσο ανθολογούνται) σαν αγωνιστική συνεισφορά στο επαναστατικό πνεύμα του 1821. Ο κατοπινός Κάλβος, πρώτα του Παλαμά και μετά του Σεφέρη και της γενιάς του 1930, θα αργήσει ακόμη. Θα χρειαστεί πρώτα η παρέμβαση της επτανησιακής λογιοσύνης, με προεξάρχοντα τον ελληνοϊταλό Σπ. Δε Βιάζη, που θα αναδείξει και θα υπερασπιστεί τον Κάλβο ως τοπικό ποιητικό μέγεθος με υπερτοπική αξία. Ο άλλος Κάλβος, ο Κάλβος που θα υπερκεράσει τη σύγκρουση δημοτικιστών και καθαρολόγων, ο Κάλβος που δεν ενδιαφέρει για την προσήλωσή του στα ιδανικά του Αγώνα, αλλά για την ανορθόδοξη γλώσσα και για την παράξενη, νεοκλασική ή ρομαντική στιχουργική του (δεν είναι η ώρα να πιάσουμε τη συζήτηση για τον νεοκλασικό ή τον ρομαντικό Κάλβο), ο Κάλβος ως πρόδρομος του απελευθερωμένου ή του ελεύθερου στίχου και, επίσης, ως προάγγελος του συμβολισμού, αυτός ακριβώς ο Κάλβος, που είναι εν πολλοίς και ο ποιητής της δικής μας εποχής, θα καταφτάσει πολύ αργότερα. Όλα αυτά, όμως, είναι για μιαν άλλη στιγμή, και για ανθρώπους με εγκυρότερες αρμοδιότητες. Ο ίδιος θέλω, κλείνοντας, να πω μόνο ένα: ο Αρβανιτάκης πέτυχε με την έκδοση της αλληλογραφίας, και ακόμα περισσότερο με την εισαγωγή της, να μας κάνει να παρακολουθήσουμε τον Κάλβο σε πλήρες (το πλήρες είναι ασφαλώς μια λέξη) φάσμα: εκκινώντας από τον ιταλό νεοκλασικιστή, περνώντας στον έλληνα πρόδρομο και προάγγελο και προλαβαίνοντας να φτάσει μέχρι και τον έλληνα ή βρετανό δάσκαλο. Άξιος και θαυμαστός, όπως κι αν τον ζυγίσουμε, κάθε κόπος του.

INFO: Ανδρέας Κάλβος: Αλληλογραφία. Τόμος Α’ 1813-1818. Σελ. 502.Τόμος Β’ 1819-1869 και αχρονολόγητες επιστολές. Σελ. 587. Εισαγωγή, επιμέλεια, σχολιασμός: Δημήτρης Αρβανιτάκης με τη συνεργασία του Λεύκιου Ζαφειρίου. Μουσείο Μπενάκη.

Jan van Eyck




Η θεότητα ένθρονη (στη μεση)

Ιωάννης βαπτιστής ένθρονος(δεξιά)
Η Παρθένος ένθρονη (αριστερά)
Άγγελοι μουσικοί (δεξιά)

Χορωδία Αγγέλων (αριστερά)

Η Εύα (δεξιά)

Ο Αδάμ (αριστερά)

Η λατρεία του αρνίου


Ερημίτες (δεξιά)

Προσκυνητές (δεξιά)

Ιππότες του Χριστού (αριστερά)








 λεπτομέρεια Άγγελος που ψάλλει

λεπτομέρεια Αδάμ

λεπτομέρεια Αδάμ

λεπτομέρεια Αδάμ
λεπτομέρεια του στέμματος της Παρθένου


Folk- Baroque Christmas Concert

Τετάρτη, 23 Δεκέμβρίου 2015, έναρξη: 20.30

Κινηματογράφος Τριανόν, Κοδρινγκτώνος 21, ΑΘήνα
Τηλ. 2108215469

Τα μουσικά σύνολα Ortensia Baroque Ensemble και Purpura (Folk - παραδοσιακό κουιντέτο), συμπράττουν και συνομιλούν για την ελπίδα των Χριστουγέννων, τη χαρά και τον έρωτα. Φέρνουν κοντά τον Vivaldi και τον Scarlatti με παραδοσιακές μουσικές της Ελλάδας και του κόσμου και ερμηνεύουν Χριστουγεννιάτικα - και όχι μόνο- τραγούδια από διάφορα μέρη της Ευρώπης. Μια εορταστική συναυλία, μέσα στη καρδιά του χειμώνα, μια ανάσα πριν τα Χριστούγεννα.

Δυο λόγια για τα σχήματα:

“Ortensia” Baroque Ensemble
Το νεοσύστατο σύνολο Μπαρόκ μουσικής «Ortensia», δημιουργήθηκε προκειμένου να μας ταξιδέψει, μέσα από τους ιδιαίτερους ηχοχρωματικούς συνδυασμούς του, σε δρόμους πιο ελπιδοφόρους, που διασταυρώνουν την παλαιά μουσική με τους τόσο δυσμενείς καιρούς που διανύουμε, τονίζοντας έτσι το διαχρονικό της στοιχείο.
Η γλαφυρότητα του τσέμπαλου, η γλυκύτητα του φλάουτο ντόλτσε, το μπρίο του μπαρόκ βιολιού, η δυναμικότητα του μπαρόκ τσέλου και φυσικά η ανεπανάληπτη αμεσότητα της φωνής, αγγίζουν τα μύχια της ψυχής και σε συνδυασμό με την ζωντάνια, το χιούμορ, την εκρηκτικότητα αλλά και την ανυπέρβλητη ευαισθησία της μουσικής μπαρόκ, ταξιδεύουν τον ακροατή σε κόσμους μακρινούς, διάφανους & μαγευτικούς.
Τίνα Ανδρικοπούλου, τραγούδι
Αναστασία Μηλιώρη, μπαρόκ βιολί
Μαρία Κολέτου, φλάουτο με ράμφος
Fabiola Ojeda, μπαρόκ τσέλο
Κατερίνα Κτώνα, τσέμπαλο

Χρυσούλα Κεχαγιόγλου & Púrpura 
Το μουσικό συγκρότημα Púrpura –«μωβ» στα ελληνικά- ξεκίνησε την πορεία του το Δεκέμβρη του 2014.
Έχοντας στις αποσκευές τους ακούσματα από τα εγχώρια παραδοσιακά και έντεχνα τραγούδια, την κλασική μουσική και τις μελωδίες της «έθνικ» σκηνής, προτείνουν έναν καινούριο τρόπο προσέγγισης των Μουσικών του Κόσμου.
Τα μουσικά όργανα που επιλέχθηκαν για την παρουσίαση των Púrpura στο κοινό και η ελαφρώς παράδοξη μείξη τους –κανονάκι και λαούτο απ’ την ελληνική παράδοση και τις ορχήστρες της Ανατολικής Μεσογείου, φλάουτο και τσέλο απ’ τη συμφωνική ορχήστρα και τη λόγια μουσική της Δύσης- συνθέτουν το κατάλληλο σκηνικό για πειραματισμό με τις δυνατότητες του κάθε οργάνου και την υπέρβασή τους, ανάλογο κάθε φορά του εξαιρετικού μουσικού επιπέδου των εκτελεστών.
Με μελωδίες και εμπνευσμένες διασκευές από την Ελλάδα, την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Αργεντινή, την  Ιρλανδία και τον Ανατολικό κόσμο, συντάσσουν ένα ρεπερτόριο «ψηφιδωτό» - διάλογο μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Χρυσούλα Κεχαγιόγλου: φωνή,
Έφη Ζαϊτίδου: κανονάκι, 
Μαρία Πλουμή: λαούτο, 
Σοφία Σερέφογλου: φλάουτο,
Έλλη Φιλίππου: βιολοντσέλο


Ενας άλλος λόγος για την κρίση



Είμαι συνήθως πολύ σκεπτικός κάθε φορά που εκδίδονται μονογραφίες ή ανθολογίες σχετικά με την οριακή εποχή που βιώνουμε ― ίσως διότι έχω την πεποίθηση ότι πρέπει η «φωτιά» τους να κοπάσει, να επέλθει η αποστασιοποίηση και, αφού καταλαγιάσουν τα πράγματα, να γίνει η λογοτεχνική ή άλλη καταγραφή τους.





ΕΤΙΚΕΤΕίμαι συνήθως πολύ σκεπτικός κάθε φορά που εκδίδονται μονογραφίες ή ανθολογίες σχετικά με την οριακή εποχή που βιώνουμε ― ίσως διότι έχω την πεποίθηση ότι πρέπει η «φωτιά» τους να κοπάσει, να επέλθει η αποστασιοποίηση και, αφού καταλαγιάσουν τα πράγματα, να γίνει η λογοτεχνική ή άλλη καταγραφή τους.
«Futures: Poetry of the Greek crisis»
Πριν από λίγες εβδομάδες, εκδόθηκε στη Βρετανία μία ανθολογία ποιημάτων, σε επιμέλεια και μετάφραση του ακάματου Θοδωρή Χιώτη, που ακριβώς καταγράφει τη δημιουργία σε καιρούς ακραίας κρίσης. Η ανθολογία αυτή έχει τίτλο «Futures: Poetry of the Greek crisis» και εκδόθηκε από τον οίκο Penned in the Margins. Έργα 41 ποιητών και ποιητριών, καταγράφουν πώς είναι να ζεις και να δημιουργείς όταν γύρω σου ο κόσμος, όπως τον ήξερες ώς τότε, καταρρέει• όταν τίποτα δεν θυμίζει καν τα σχέδια που είχες κάνει μόλις... χθες.
Δημιουργοί, λοιπόν, Έλληνες αλλά και ξένοι που συνδέονται με την Ελλάδα, αναλαμβάνουν τον ρόλο της πολιτικής πράξης μέσω της γραφής, επιτελούν μια συγχρονική ποιητική εξιστόρηση, με θάρρος. Τα ποιήματα του τόμου αυτού είναι ένας διάλογος, σε ελληνικό και διεθνές έδαφος, που, είμαι σίγουρος, θ’ αποτελέσει ακρογωνιαίο λίθο για τη γνωριμία της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, εν μέσω κρίσης ή εξαιτίας της κρίσης, με ένα ευρύτερο, διεθνές κοινό, που κυρίως μαθαίνει για την Ελλάδα από τις ειδήσεις, τις οικονομικές αναλύσεις και τα αφιερώματα.
Συμμετέχοντες: Δημήτρης Άλλος, Βασίλης Αμανατίδης, Ορφέας Απέργης, Φοίβη Γιαννίση,  Emily Critchley, Γιάννης Δούκας, Νίκος Ερηνάκης, Κατερίνα Ηλιοπούλου, Παναγιώτης Ιωαννίδης, Δήμητρα Ιωάννου, Αντριάνα Καλφοπούλου, Πατρίτσια Κολαΐτη, Δήμητρα Κωτούλα, Αλέξιος Μάινας, Χριστόδουλος Μακρής, Sophie Mayer, Στέργιος Μήτας, Ευτυχία Παναγιώτου, Ιορδάνης Παπαδόπουλος, Στέφανος Παπαδόπουλος, Κωνσταντίνος Παπαχαράλαμπος, Σταμάτης Πολενάκης, Νίκος Ποταμίτης, Γιώργος Πρεβεδουράκης, Θεόδωρος Ρακόπουλος, Ελένη Σικελιανός, A. E. Stallings, Γιάννης Στίγκας, Κυριάκος Συφιλτζόγλου, Barnaby Tideman, Τρύφων Τολίδης, Μαρία Τοπάλη, Θανάσης Τριαρίδης, Θωμάς Τσαλαπάτης, George Ttoouli, Ελένη Φιλίππου, Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου, Μάριος Χατζηπροκοπίου, Θοδωρής Χιώτης, Universal Jenny, Steve Willey.
«Critical times, critical thoughts»
Και υπάρχει και συνέχεια. Αυτές τις ημέρες έχει κυκλοφορήσει, πάλι στη Βρετανία, σε επιμέλεια και μετάφραση της Ελένης Γιαννακάκη και της Νατάσας Λαιμού, η ανθολογία «Critical times, critical thoughts», από τον οίκο Cambridge Scholars Publishing. Η σημασία αυτής της έκδοσης εντοπίζεται στο ότι Έλληνες και Ελληνοκύπριοι πεζογράφοι, κριτικοί λογοτεχνίας και ακαδημαϊκοί σχολιάζουν την πυκνή εξαετία της ελληνικής κρίσης στις σπουδαιότερες εκφάνσεις της: την ετερότητα στο πεδίο της καταγωγής, του πολιτισμού, της θρησκείας ή του φύλου, βιολογικού και κοινωνικού, πώς η ετερότητα εμφανίζεται στη σύγχρονη λογοτεχνία, πώς το ιστορικό και το αστυνομικό μυθιστόρημα αναπτύχθηκαν εντός αυτής της περιόδου, καθώς και όψεις της σύγχρονης κυπριακής λογοτεχνίας.
Και ακόμη παραπέρα: τα πρωτότυπα κείμενα σημειολογούν τη διαρκώς δοκιμαζόμενη σχέση των Ελλήνων με την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο, ειδικά μετά τις ρωγμές του περασμένου καλοκαιριού, μακριά από τις ειδήσεις της Αθήνας, των Βρυξελλών και του Βερολίνου, μακριά από τον λόγο των δημοσιογράφων και των οικονομικών αναλυτών.
Η εισαγωγή των Γιαννακάκη - Λαιμού είναι μια τεκμηριωμένη αναδρομή στην ελληνική λογοτεχνία και κριτική μέχρι τα χρόνια της κρίσης, ενώ, ταυτόχρονα, παρουσιάζεται ο τρόπος με τον οποίον το αναγνωστικό κοινό υποδέχθηκε την εκάστοτε εποχή καθώς και τα έργα που εκείνη «προκάλεσε».
Συμμετέχοντες: Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Ρέα Γαλανάκη, Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Βασίλης Δανέλλης, Άντζελα Δημητρακάκη, Μάρω Δούκα, Πάνος Ιωαννίδης, Τηλέμαχος Κώτσιας, Γιώργος Περαντωνάκης, Μαρλένα Πολίτοπούλου, Φίλιππος Φιλίππου, Μικέλα Χαρτουλάρη, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Μιλτιάδης Χατζόπουλος. Ο τόμος είναι αφιερωμένος στη μνήμη της Νίκης Μαραγκού.
Ας δούμε, λοιπόν, πώς καταγράφεται το παρόν μας, μέσα από αυτές τις δύο εκδόσεις, πέρα από την εικόνα που έχουμε συνηθίσει ― κι ίσως πέρα από τον λόγο που μας περιβάλλει...

O Θοδωρής Χιώτης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Είναι ποιητής και θεωρητικός  της  λογοτεχνίας.  Σπούδασε  κλασική  φιλολογία  και  είναι  υποψήφιος  διδάκτορας  νεοελληνικής  φιλολογίας  στο  Πανεπιστήμιο  της  Οξφόρδης.  Έχει  συντάξει  εκπαιδευτικό  υλικό  για  τη  διδασκαλία  της  λογοτεχνίας  στην  ανοιχτή  και  εξ  αποστάσεως  εκπαίδευση.  Έχει  δημοσιεύσει  κριτικά  κείμενα  και  κεφάλαια  ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος σε συλλογικούς τόμους. Σήμερα εργάζεται ως project manager του  Αρχείου  Καβάφη  στο  Ίδρυμα  Ωνάση.  Ποιήματά  του  έχουν  δημοσιευθεί  σε  περιοδικά  στην  Ελλάδα,  Αγγλία,  ΗΠΑ,  Αυστραλία,  Σουηδία  και  Κροατία. Το 2015 μετέφρασε στα αγγλικά και επιμελήθηκε τη συλλογική έκδοση  με  έργα  νέων  Ελλήνων  ποιητών,  "Futures:  Poetry of the Greek Crisis",  που  κυκλοφόρησε στην Αγγλία από τον εκδοτικό οίκο Penned in the Margins.

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Μαντλέν συνταγή εμπνευσμένη από τον Μαρσέλ Προυστ «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο»



Μαντλέν (Μαρσέλ Προυστ, «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», Από την πλευρά του Σουάν, 1913)  μτφ. Φ. Σίμιτσεκ
Υλικά
  • 180+20 γρ βούτυρο
  • 200 γρ ζάχαρη
  • 4 αυγά
  • 225 γρ αλεύρι Φαρινάπ
  • ξύσμα από ένα λεμόνι
Διαδικασία
  • Πλένουμε το λεμόνι και φυλάμε το ξύσμα.
  • Λιώνουμε 180γρ βούτυρο και κρατάμε τα υπόλοιπα 20 γρ για να αλείψουμε το ταψάκι πριν το ψήσιμο.
  • Στο μπωλ του μίξερ σπάμε τα αυγά και προσθέτουμε τη ζάχαρη. Χτυπάμε μέχρι να γίνει το μίγμα άσπρο.
  • Προσθέτουμε το ξύσμα και ενσωματώνουμε σ” αυτό τα αυγά, το αλεύρι και το λιωμένο βούτυρο.
  • Σκεπάζουμε τη ζύμη και την αφήνουμε για 1 ώρα στο ψυγείο (όχι παραπάνω γιατί θα σκληρύνουν οι μαντλέν).
  • Βουτυρώνουμε την ειδική φόρμα για μαντλέν (υπάρχει στη γνωστή αλυσίδα της γνωστής κυρίας…).
  • Γεμίζουμε με κουτάλι μόνο τα 3/4 της κάθε θηκούλας.
  • Ψήνουμε τις μαντλέν σε προθερμασμένο φούρνο στους 1900c  στη 2η θέση από κάτω και για 10-12’ μέχρι να φουσκώσουν και να πάρουν χρώμα. Η ζύμη που φτιάξαμε αρκεί για 3-4 δόσεις συνολικά, δηλαδή 30-36 μαντλέν!
  • Μόλις ψηθούν βγάζουμε τις μαντλέν από τις θήκες και τις αφήνουμε να κρυώσουν ανάποδα πάνω σε σχάρα.
Διατηρούνται ωραιότατες για αρκετές μέρες (σε αεροστεγές δοχείο).

Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος "Ο έρωτας στα χιόνια"

Πηγή:http://www.greeklanguage.gr/greekLang/literature/anthologies/new/show.html?id=268




Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΙΟΝΙΑ

Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα.
Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας του χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε να τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα:
− Σεβτὰς εἶν' αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς …· ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.
Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».
Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν.
Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του μὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν, ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ἐπὶ τοῦ πλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάμει καλὰ ταξίδια. Εἶχε φορέσει ἀγγλικὲς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα· ἀλλὰ τὰ ἔφαγεν ὅλα ἐγκαίρως μὲ τὰς Φρύνας εἰς τὴν Μασσαλίαν, καὶ ἄλλο δὲν τοῦ ἔμεινεν εἰμὴ ἡ παλιὰ πατατούκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ' ὤμων, ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφος μὲ καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλῃ κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος.
Κανένα δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον, ἦτον ἔρημος. Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθῆ.
Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του:
Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου, 
κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.
Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως:
Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα, 
δὲν εἶπες μιὰ φορὰ κ' ἐσύ, Γιαννιό μου ἔλα μέσα.

Χειμὼν βαρύς, ἐπὶ ἡμέρας ὁ οὐρανὸς κλειστός. Ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ χιόνες, κάτω εἰς τὸν κάμπον χιονόνερον. Ἡ πρωία ἐνθύμιζε τὸ δημῶδες:
Βρέχει, βρέχει καὶ χιονίζει, 
κι ὁ παπὰς χειρομυλίζει.
Δὲν ἐχειρομύλιζεν ὁ παπάς, ἐχειρομύλιζεν ἡ γειτόνισσα, ἡ πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα, τοῦ ᾄσματος τοῦ μπαρμπα−Γιαννιοῦ. Διότι τοιοῦτον πρᾶγμα ἦτο· μυλωνοὺ ἐργαζομένη μὲ τὴν χεῖρα, γυρίζουσα τὸν χειρόμυλον. Σημειώσατε ὅτι, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ τόπου τὸ εἶχεν εἰς κακόν του νὰ φάγῃ ψωμὶ ζυμωμένον μὲ ἄλευρον ἀπὸ νερόμυλον ἢ ἀνεμόμυλον, κ' ἐπροτίμα τὸ διὰ χειρομύλου ἀλεσμένον.
Καὶ εἶχε πελατείαν μεγάλην, ἡ Πολυλογού. Ἐγυάλιζεν, εἶχε μάτια μεγάλα, εἶχε βερνίκι εἰς τὰ μάγουλά της. Εἶχεν ἕνα ἄνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ' ἕνα γαϊδουράκι μικρὸν διὰ νὰ κουβαλᾷ τὰ ἀλέσματα. Ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιὰ της, τὸ γαϊδουράκι της. Μόνον τὸν μπαρμπα−Γιαννιὸν δὲν ἀγαποῦσε.
Ποῖος νὰ τὸν ἀγαπήσῃ αὐτόν; Ἦτο ἔρημος εἰς τὸν κόσμον.

Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸν ἔρωτα, μὲ τὴν γειτόνισσαν τὴν Πολυλογού, διὰ νὰ ξεχάσῃ τὸ καράβι του, τὰς Λαΐδας τῆς Μασσαλίας, τὴν θάλασσαν καὶ τὰ κύματά της, τὰ βάσανά του, τὰς ἀσωτίας του, τὴν γυναῖκά του, τὸ παιδί του. Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸ κρασὶ διὰ νὰ ξεχάσῃ τὴν γειτόνισσαν.
Συχνὰ ὅταν ἐπανήρχετο τὸ βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, καὶ ἡ σκιά του, μακρά, ὑψηλή, λιγνή, μὲ τὴν πατατούκαν φεύγουσαν καὶ γλιστροῦσαν ἀπὸ τοὺς ὤμους του, προέκυπτεν εἰς τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον, καὶ αἱ νιφάδες, μυῖαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, ἐφέροντο στροβιληδὸν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ἔπιπτον εἰς τὴν γῆν, καὶ ἔβλεπε τὸ βουνὸν ν' ἀσπρίζῃ εἰς τὸ σκότος, ἔβλεπε τὸ παράθυρον τῆς γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, καὶ τὸν φεγγίτην νὰ λάμπῃ θαμβά, θολά, καὶ ἤκουε τὸν χειρόμυλον νὰ τρίζῃ ἀκόμη, καὶ ὁ χειρόμυλος ἔπαυε, καὶ ἤκουε τὴν γλῶσσάν της ν' ἀλέθῃ, κ' ἐνθυμεῖτο τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της, ὁποὺ αὐτὴ ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, ἐνῷ αὐτὸν δὲν ἐγύριζε μάτι νὰ τὸν ἰδῇ, ἐκαπνίζετο, ὅπως τὸ μελίσσι, ἐσφλομώνετο, ὅπως τὸ χταπόδι, καὶ παρεδίδετο εἰς σκέψεις φιλοσοφικὰς καὶ εἰς ποητικὰς εἰκόνας.
− Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες!… νὰ εἶχε βρόχια… νὰ εἶχε φωτιές… Νὰ τρυποῦσε μὲ τὶς σαΐτες του τὰ παραθύρια… νὰ ζέσταινε τὶς καρδιές… νὰ ἔστηνε τὰ βρόχια του ἀπάνω στὰ χιόνια… Ἕνας γερο−Φερετζέλης πιάνει μὲ τὶς θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.
Ἐφαντάζετο τὸν ἔρωτα ὡς ἕνα εἶδος γερο−Φερετζέλη, ὅστις νὰ διημερεύῃ πέραν εἰς τὸν ὑψηλόν, πευκόσκιον λόφον, καὶ ν' ἀσχολῆται εἰς τὸ νὰ στήνῃ βρόχια ἐπάνω εἰς τὰ χιόνια, διὰ νὰ συλλάβῃ τὶς ἀθῷες καρδιές, ὡς μισοπαγωμένα κοσσύφια, τὰ ὁποῖα ψάχνουν εἰς μάτην, διὰ ν' ἀνακαλύψουν τελευταίαν τινὰ χαμάδα μείνασαν εἰς τὸν ἐλαιῶνα. Ἐξέλιπον οἱ μικροὶ μακρυλοὶ καρποὶ ἀπὸ τὰς εὐώδεις μυρσίνας εἰς τῆς Μαμοῦς τὸ ρέμα, καὶ τώρα τὰ κοσσυφάκια τὰ λάλα μὲ τὸ ἀμαυρὸν πτέρωμα, οἱ κηρομύται οἱ γλυκεῖς καὶ οἱ κίχλαι αἱ εὔθυμοι πίπτουσι θύματα τῆς θηλιᾶς τοῦ γερο−Φερετζέλη.

Τὴν ἄλλην βραδιὰν ἐπανήρχετο, ὄχι πολὺ οἰνοβαρής, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὰ παράθυρα τῆς Πολυλογοῦς, ὕψωνε τοὺς ὤμους, κ' ἐμορμύριζεν:
− Ἕνας Θεὸς θὰ μᾶς κρίνῃ… κ' ἕνας θάνατος θὰ μᾶς ξεχωρίσῃ. Καὶ εἶτα μετὰ στεναγμοῦ προσέθετε:
− Κ' ἕνα κοιμητήρι θὰ μᾶς σμίξῃ.
Ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσε, πρὶν ἀπέλθη νὰ κοιμηθῇ, νὰ μὴν ὑποψάλῃ τὸ σύνηθες ᾆσμά του:
Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου, 
κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.

Τὴν ἄλλην βραδιάν, ἡ χιὼν εἶχε στρωθῆ σινδών, εἰς ὅλον τὸν μακρὸν, στενὸν δρομίσκον.
− Ἄσπρο σινδόνι… νὰ μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ μάτι τοῦ Θεοῦ… ν' ἀσπρίσουν τὰ σωθικά μας… νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας.
Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν εἰκόνα, μίαν ὀπτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον. Ὡσὰν ἡ χιὼν νὰ ἰσοπεδώσῃ καὶ ν' ἀσπρίσῃ ὅλα τὰ πράγματα, ὅλας τὰς ἁμαρτίας, ὅλα τὰ περασμένα: Τὸ καράβι, τὴν θάλασσαν, τὰ ψηλὰ καπέλα, τὰ ὡρολόγια, τὰς ἁλύσεις τὰς χρυσᾶς καὶ τὰς ἁλύσεις τὰς σιδηρᾶς, τὰς πόρνας τῆς Μασσαλίας, τὴν ἀσωτίαν, τὴν δυστυχίαν, τὰ ναυάγια, νὰ τὰ σκεπάσῃ, νὰ τὰ ἐξαγνίσῃ, νὰ τὰ σαβανώσῃ, διὰ νὰ μὴ παρασταθοῦν ὅλα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα, καὶ ὡς ἐξ ὀργίων καὶ φραγκικῶν χορῶν ἐξερχόμενα, εἰς τὸ ὄμμα τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου. Ν' ἀσπρίσῃ καὶ νὰ σαβανώσῃ τὸν δρομίσκον τὸν μακρὸν καὶ τὸν στενὸν μὲ τὴν κατεβασιάν του καὶ μὲ τὴν δυσωδίαν του, καὶ τὸν οἰκίσκον τὸν παλαιὸν καὶ καταρρέοντα, καὶ τὴν πατατούκαν τὴν λερὴν καὶ κουρελιασμένην: Νὰ σαβανώσῃ καὶ νὰ σκεπάσῃ τὴν γειτόνισσαν τὴν πολυλογοὺ καὶ ψεύτραν, καὶ τὸν χειρόμυλόν της, καὶ τὴν φιλοφροσύνην της, τὴν ψευτοπολιτικήν της, τὴν φλυαρίαν της, καὶ τὸ γυάλισμά της, τὸ βερνίκι καὶ τὸ κοκκινάδι της, καὶ τὸ χαμόγελόν της, καὶ τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της καὶ τὸ γαϊδουράκι της: Ὅλα, ὅλα νὰ τὰ καλύψῃ, νὰ τὰ ἀσπρίσῃ, νὰ τὰ ἁγνίσῃ!
Τὴν ἄλλην βραδιάν, τὴν τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, ἐπανῆλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.
Δὲν ἔστεκε πλέον εἰς τὰ πόδια του, δὲν ἐκινεῖτο οὐδ' ἀνέπνεε πλέον.
Χειμὼν βαρύς, οἰκία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, ἀνία, κόσμος βαρύς, κακός, ἀνάλγητος. Ὑγεία κατεστραμμένη. Σῶμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικὰ λυωμένα. Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ζήσῃ, νὰ αἰσθανθῇ, νὰ χαρῇ. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ εὕρῃ παρηγορίαν, νὰ ζεσταθῇ. Ἔπιε διὰ νὰ σταθῇ, ἔπιε διὰ νὰ πατήσῃ, ἔπιε διὰ νὰ γλιστρήσῃ. Δὲν ἐπάτει πλέον ἀσφαλῶς τὸ ἔδαφος.
Ηὗρε τὸν δρόμον, τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸ ἀγκωνάρι. Ἐκλονήθη. Ἀκούμβησε τὶς πλάτες, ἐστύλωσε τὰ πόδια. Ἐμορμύρισε:
− Νὰ εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Νὰ εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια…
Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ σχηματίσῃ λογικὴν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις καὶ ἐννοίας.
Πάλιν ἐκλονήθη. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν παραστάτην μιᾶς θύρας. Κατὰ λάθος ἤγγισε τὸ ρόπτρον. Τὸ ρόπτρον ἤχησε δυνατά.
− Ποιὸς εἶναι;
Ἦτο ἡ θύρα τῆς Πολυλογοῦς, τῆς γειτόνισσας. Εὐλογοφανῶς θὰ ἠδύνατό τις νὰ τοῦ ἀποδώσῃ πρόθεσιν ὅτι ἐπεχείρει ν' ἀναβῇ, καλῶς ἢ κακῶς, εἰς τὴν οἰκίαν της. Πῶς ὄχι;
Ἐπάνω ἐκινοῦντο φῶτα καὶ ἄνθρωποι. Ἴσως ἐγίνοντο ἑτοιμασίαι. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα, παραμοναί. Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος.
− Ποιὸς εἶναι; εἶπε πάλιν ἡ φωνή.
Τὸ παράθυρον ἔτριξεν. Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἦτο ἀκριβῶς ὑπὸ τὸν ἐξώστην, ἀόρατος ἄνωθεν. Δὲν εἶναι τίποτε. Τὸ παράθυρον ἐκλείσθη σπασμωδικῶς. Μίαν στιγμὴν ἂς ἀργοποροῦσε!
Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἐστηρίζετο ὄρθιος εἰς τὸν παραστάτην. Ἐδοκίμασε νὰ εἴπῃ τὸ τραγούδι του, ἀλλ' εἰς τὸ πνεῦμά του τὸ ὑποβρύχιον, τοῦ ἤρχοντο ὡς ναυάγια αἱ λέξεις:
«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρὺ−στενὸ σοκάκι!…»
Μόλις ἤρθρωσε τὰς λέξεις, καὶ σχεδὸν δὲν ἠκούσθησαν. Ἐχάθησαν εἰς τὸν βόμβον τοῦ ἀνέμου καὶ εἰς τὸν στρόβιλον τῆς χιόνος.
− Καὶ ἐγὼ σοκάκι εἶμαι, ἐμορμύρισε… ζωντανὸ σοκάκι.
Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν. Ἐξηπλώθη ἐπὶ τῆς χιόνος, καὶ κατέλαβε μὲ τὸ μακρόν του ἀνάστημα ὅλον τὸ πλάτος τοῦ μακροῦ στενοῦ δρομίσκου.
Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη. Εὕρισκε φρικώδη ζέστην εἰς τὴν χιόνα.
«Εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια!»
Καὶ τὸ παράθυρον πρὸ μιᾶς στιγμῆς εἶχε κλεισθῆ. Καὶ ἂν μίαν μόνον στιγμὴν ἠργοπόρει, ὁ σύζυγος τῆς Πολυλογοῦς θὰ ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον νὰ πέσῃ ἐπὶ τῆς χιόνος.
Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος. Κ' ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δύο πιθαμάς, ἐκορυφώθη. Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον.
Καὶ ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ' ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.
(1896)

Η Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Αντώνιος Γ. Γαλίτης ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ Γεώργιος Αντ. Γαλίτης Εισαγωγή – Σχόλια Θεόκλητος μοναχός Διονυσιάτης ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ Ιγνάτιος Σακαλής ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ 


Θεόκλητος Διονυσιάτης: Εισαγωγή στη Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών

Τα λόγια του αγίου Νικοδήμου: «...Ελάτε όλοι οι Ορθόδοξοι, λαϊκοί και μοναχοί, όσοι τρέχετε να βρείτε την βασιλεία του Θεού, που υπάρχει μέσα σας, και τον θησαυρό που είναι στον αγρό της καρδιάς σας, δηλαδή τον γλυκύ Ιησού Χριστό. με το σκοπό όπως, αφού ελευθερωθεί ο νους σας από την αιχμαλωσία στα γήινα και από την άτακτη περιφορά του και καθαρθεί από τα πάθη η καρδιά με την αδιάλειπτη και φοβερή επίκληση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, με τη συνέργεια των άλλων αρετών, που διδάσκονται στο βιβλίο αυτό, ενωθείτε πρώτα με τον εαυτό σας και δια του εαυτού σας με τον Θεό, σύμφωνα με την παράκληση του Κυρίου Ιησού προς τον Πατέρα, που είπε: «ίνα ώσιν εν, ως ημείς εν εσμέν»

Προοίμιο (αγίου Νικοδήμου – μτφρ. Ιγν. Σακαλή) 


Ο Θεός, η μακαρία φύση, η υπερτέλεια τελειότητα, όλων των καλών και όλων των ωραίων η Ποιητική Αρχή, η πάνω από το καλό και πάνω από το ωραίο, έχοντας προορίσει από πάντοτε κατά την θεαρχική Του ιδέα να κάνει τον άνθρωπο Θεό και έχοντας θέσει γι' αυτόν από την αρχή μέσα στο νου Του πριν από κάθε τι άλλο αυτόν τον σκοπό, τον δημιούργησε όταν Εκείνος έκρινε καλό. Και αφού έλαβε το σώμα από την ύλη και του έβαλε από τον εαυτό Του ψυχή, φτιάχνει σαν ένα κόσμο, μεγάλο στο πλήθος των δυνάμεων και στην υπεροχή μέσα στο μικρό σώμα, να βλέπει εποτπικά την αισθητή κτίση και να διδάσκεται τη νοητή, κατά τον πολύ στην θεολογική γνώση Γρηγόριο. Τι άλλο βέβαια παρά πραγματικό άγαλμα και θεόφτιαχτη εικόνα γεμάτη με όλες τις χάρες; Κι έπειτα αφού του έδωσε και το νόμο της εντολής – σαν μια δοκιμασία του αυτεξουσίου του – αποφάσισε ότι έπρεπε στο εξής να υποχωρήσει σ' αυτόν. και, λέει ο Σειράχ, τον άφησε στην διάθεση της κρίσεώς του(1) να εκλέγει κατά την γνώμη του ό,τι του παρουσιαζόταν. Έπαθλο για την τήρηση της εντολής θα έπαιρνε την πραγματική χάρη της θεώσεως, θα γινόταν Θεός και θα καταφωτιζόταν στους αιώνες με το αληθινό φως. Αλλά, ω πονηρή ραδιουργία του φθόνου! Ο αρχικός εισηγητής της κακίας δε βάσταξε να τα δει αυτά πραγματοποιημένα. Γέμισε φθόνο κατά του Πλάστη και του πλάσματος, όπως λέει ο ιερός Μάξιμος. Του ενός, για να μη γίνει καταφάνερη στην πράξη η πανύμνητη δύναμη της Αγαθότητας να θεοποιεί τον άνθρωπο. του άλλου, για να μην παρουσιαστεί μέτοχος αυτής της υπερφυσικής δόξας κατά την θέωση. Αφού με τους δόλους του ο δολερός καταεξαπάτησε τον δόλιο άνθρωπο, τον έκανε με τις καλοπροαίρετες τάχα συμβουλές του να παραβεί την εντολή που θα τον έκανε Θεό. Κι αφού τον απομάκρυνε από τη θεία δόξα, φανταζόταν ο αντάρτης πως ήταν κανένας Ολυμπιονίκης, επειδή μπόρεσε να διακόψει την εκπλήρωση της προαιώνιας βουλής του Θεού. 


http://file:///C:/Users/nch/Desktop/Η%20Φιλοκαλία%20των%20Ιερών%20Νηπτικών.pdf