Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

Μιχαήλ Ψελλός: ο οραματιστής φιλόσοφος και μύστης του Βυζαντίου



«Οι βάρβαροι κληρονόμησαν τον πλούτο της Αρχαίας Ελληνικής σοφίας που δεν τους ανήκει, ενώ οι νόμιμοι κληρονόμοι της φιλοσοφίας θα έπρεπε να είναι οι διάδοχοι. Υπήρξε μία αντιστροφή των ρόλων, ώστε Έλληνες να είναι τώρα οι Βάρβαροι και οι Βάρβαροι Έλληνες».
Μιχαήλ Ψελλός


Ο Μιχαήλ Ψελλός έζησε τον 11ο αιώνα (1018 - 1095), μια εποχή σταδιακής παρακμής για την πάλαι ποτέ ισχυρή Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Το κατά κόσμον όνομα του ήταν Κων/νος (το όνομα Μιχαήλ το «έλαβε» όταν έγινε μοναχός το 1054), ενώ το επίθετο Ψελλός προέρχεται από ένα το γλωσσικό ελάττωμα του «ψελλίζειν». Οι γονείς του κατάγονταν από την Νικομήδεια, ενώ ο ίδιος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Υπήρξε μαθητής του Ιωάννη Μαυρόποδος, του Ιωάννη Ξιφιλίνου, σπούδασε στην Αθήνα, όπου μελέτησε Όμηρο, Ησίοδο, Ηρόδοτο, Θουκυδίδη, Δημοσθένη, και αρχαίους Έλληνες Φιλοσόφους.
Το «καθολικό του πνεύμα» σημάδεψε ανεξίτηλα τη Βυζαντινή διανόηση της ύστερης περιόδου, καθώς υπήρξε καθηγητής ρητορικής, Φιλόσοφος, μαθηματικός, αλχημιστής, αστρονόμος, φυσικός, νομικός, ιστορικός, ιατρός, θεολόγος αλλά και αξιωματούχος της βυζαντινής αυλής.

Τα συγγράμματα του κατά τα πρότυπα των αρχαίων Ελλήνων Φιλοσόφων, μαρτυρούν την πολυμάθεια του εφόσον καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα επιστημών: τη φιλοσοφία, τη ρητορική, τη θεολογία, την αστρονομία, τα μαθηματικά, τη γεωμετρία, τη μετεωρολογία, τη φυσική, την Αλχημεία (χυμευτική), το δίκαιο, την ιστορία, τη μουσική, αλλά και την λαογραφία. Ταυτόχρονα όμως υπήρξε πολύ καλός γνώστης της«Μεταφυσικής» και των λεγόμενων «Απόκρυφων επιστημών», της «Αλχημείας»,του «Μυστικισμού», και του «Αποκρυφισμού».
Κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, χάρη στην πολυμάθεια του και στην επιβλητική του προσωπικότητα κατέλαβε διάφορους τίτλους και αξιώματα στην Κωνσταντινούπολη.

Υπήρξε πρύτανης του Πανδιδακτηρίου, (του πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης) φέροντας τον τίτλο «Ύπατος των Φιλοσόφων»,Αρχιγραμματέας, και Πρωθυπουργός. Υπήρξε επίσης επικεφαλής της αντιπροσωπείας που πρόσφερε το στέμμα της αυτοκρατορίας στον Ισαάκιο Α Κομνηνό, ιδρυτή της δυναστείας των Κομνηνών. Διατήρησε την πολιτική επιρροή του επί Κωνσταντίνου Ι' (Δούκα, 1059-1067), ενώ επί του Μιχαήλ Ζ' (1071) έγινε παραδυναστεύων, δηλαδή πρώτος υπουργός του κράτους.


Η συμβολή του στην αναβίωση των αρχαίων Ελληνικών Σπουδών στο Χριστιανικό Βυζάντιο υπήρξε σημαντική, καθώς αναβίωσε τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς των οποίων η ύπαρξη είχε από πολλού ξεχαστεί, διασώζοντας ταυτόχρονα αρκετά αρχαίο Ελληνικά χαμένα κείμενα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει:

«Και εσείς που διαβάζετε σήμερα την ιστορία μου θα συμφωνήσετε πως βρήκα την Φιλοσοφία χωρίς πνοή, τουλάχιστον όσον αφορά τους θεράποντες της, και την αναζωπύρωσα με μόνες τις δικές μου δυνάμεις. Γιατί ούτε δασκάλους αξιόλογους είχα, ούτε σπέρμα σοφίας βρήκα στην Ελλάδα ή και στους Βάρβαρους και ας έψαξα σε όλο τον κόσμο. Επειδή όμως είχα ακούσει ότι οι Έλληνες είχαν δημιουργήσει άλλοτε κάτι μεγάλο στην φιλοσoφία, το οποίο διατύπωσαν με απλούς όρους και απλές προτάσεις που είχαν καταστεί σαν στύλοι και σαν όρια για τη μετέπειτα σκέψη, απέρριψα όλες τις σχετικές μικρολογίες και ζήτησα να βρω κάτι παραπάνω. Διάβασα λοιπόν μερικούς από τους Φιλοσόφους εκείνους και διδάχτηκα από αυτούς τον δρόμο για την γνώση. Ο ένας με παρέπεμπε στον άλλο, ο χειρότερος στον καλύτερο και εκείνος πάλι στον Αριστοτέλη και στον Πλάτωνα. Είναι βέβαιο ότι και όλοι οι προηγούμενοι θα έμεναν ικανοποιημένοι αν κατατάσσονταν στην δεύτερη θέση, αμέσως μετά από αυτούς τους δύο. Από εκεί λοιπόν, σαν αν διέγραφα ένα κύκλο, κατέβηκα πάλι στον Πλωτίνο και Πορφύριο και τον Ιάμβλιχο. Μετά από αυτούς συνάντησα στον δρόμο μου τον θαυμάσιο Πρόκλο και σταματώντας σε αυτόν σαν σε ευρύτατο λιμάνι, άντλησα την επιστήμη της γνώσης εμβαθύνοντας στην λειτουργία της νόησης... (1) 





Η αναγέννηση των κλασικών σπουδών στο Βυζάντιο και η αναβίωση του Ελληνισμού – προσπάθεια που τέθηκε σε εφαρμογή από τον Πλήθωνα τον Γεμιστό, - ήταν αποτέλεσμα των προσπαθειών του Ψελλού, κατ’ αυτόν τον τρόπο δικαίως θεωρείται πρόδρομος της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης.
Ο Ψελλός έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση στον Νεοπλατωνισμό και ιδιαίτερα στον Πρόκλο. Και αυτό σε μία εποχή που ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να ανατρέξει κανείς σε Βυζαντινές πηγές για τους αρχαίους Κλασσικούς, πόσο μάλλον σε κείμενα όπως αυτά του Ερμή του Τρισμέγιστου, το«Περί της 


Ιερατικής Τέχνης» του Πρόκλου και των Χαλδαϊκών Χρησμών (2), συγγράμματα δηλαδή που κινούνταν όχι απλά στην Φιλοσοφία, αλλά στο χώρο του «Μυστικισμού», της «Αλχημείας» και της «Θεουργίας».
 
Κύριος εκπρόσωπος της Θεουργίας ήταν ο Ιάμβλιχος που πίστευε στην αποτελεσματικότητα της μαγείας και της θεουργίας, θέση την οποία υποστήριζε ο Πρόκλος τον οποίο θαύμαζε ο Ψελλός. (Θέση η οποία ερχόταν σε αντίθεση με τον ιδρυτή του Νεοπλατωνισμού, Πλωτίνο ο οποίος πίστευε πως η εξαιρετικά σπάνια επίτευξη μυστικιστικών εκστατικών καταστάσεων δια μέσου της «εις εαυτόν διείσδυσης», αποτελούν την κορύφωση, ενός φιλοσοφικού στοχασμού, που προϋποθέτουν την ηθική τελείωση, και την σταδιακή αποξένωση του ανθρώπου από κάθε υλική ατέλεια). Σε μια αρκετά μεγάλη αναφορά στη «Χρονογραφία» του, ο Ψελλός κάνει μια λεπτομερή αναφορά στη διανοητική και φιλοσοφική του πρόοδο, στο δρόμο που τον οδήγησε μέσα από διακριτά στάδια και καθορισμένες φάσεις, στην «πρώτη» Φιλοσοφία.

Το Φιλοσοφικό του ταξίδι του ξεκίνησε με τη μελέτη της λογικής και ορισμένων σχολιαστών που του έδειξαν το δρόμο προς τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα. Στην επόμενη φάση επικεντρώθηκε στους μεγαλύτερους των Νεοπλατωνικών, τον Πλωτίνο, τον Πορφύριο, τον Ιάμβλιχο και τον Πρόκλο. Τέλος, αφιερώθηκε στον τετραπλό δρόμο των μαθηματικών, ο οποίος, σύμφωνα με τα λόγια του,«βρίσκεται 


ανάμεσα στην επιστήμη της υλικής φύσης [...] και τα αποστάγματα της καθαρής σκέψης».
 
Στην προσπάθειά του να κατανοήσει πράγματα απαγορευμένα από την Εκκλησιαστική ιεραρχία είναι προφανές πως ασχολήθηκε όπως προαναφέρθηκε, εκτενώς με τις απόκρυφες επιστήμες την Θεουργία, και στον Ερμητισμό, παρότι υποστήριζε πως ποτέ δεν έκανε ακατάλληλη χρήση τους. Σε αναφορά προς τους μαθητές του, αναφέρεται στην κατασκευή αποτροπαϊκών ειδωλίων από τους Χαλδαίους για θεραπευτικούς σκοπούς. Όμως αρνείται να αναφέρει τον τρόπο και τις ουσίες με τις οποίες κατασκευάζονται. Αναφέρει πως θα μπορούσε κάποιος να τα χρησιμοποιήσει ανεύθυνα, και φυσικά δεν επιθυμούσε να αναλάβει μια τέτοια ευθύνη. To ίδιο ενδιαφέρον για τον κίνδυνο παρανοήσεων από τους μαθητές εκφράζεται σε πολλά από τα γραπτά του Ψελλού. Είναι προφανές λοιπόν πως επιλεκτικά και εν κρυπτό δίδασκε σε μαθητές του Ερμητισμό, και τις απόκρυφες επιστήμες και τέχνες, ενώ παράλληλα αναβίωνε τα Ελληνικά μυητικά μυστήρια. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει:

«.... Και επειδή είχα ακούσει από διαπρεπείς φιλοσόφους ότι υπάρχει κάποια σοφία ανώτερη από κάθε απόδειξη, τα οποία μπορεί να γνωρίσει ο νους μόνο όταν βρίσκεται σε κατάσταση συνειδητής έκστασης, ούτε και γι' αυτήν α­διαφόρησα, αλλά διαβάζοντας μερικά «μυστικιστικά βιβλί­»α, όσο ήταν το σωστό και όσο μου επέτρεπαν οι δυνάμεις μου, μυήθηκα και σ' αυτήν».


Δεν είναι συνεπώς παράδοξο να φημολογείται πως ο Μιχαήλ Ψελλός διατέλεσε αρχηγός του εσωτερικού Τάγματος «Τάγμα της Ανατολής».Σύμφωνα με τα ελάχιστα διαθέσιμα στοιχεία, μυημένοι σε αυτό το τάγμα ήταν εκτός του ιδίου και ο πατριάρχης Φώτιος. Το τάγμα αυτό υπήρξε το πρότυπο των θρυλικών Ναιτικών Ταγμάτων (Ναίτες ιππότες), και αργότερα των Ροδόσταυρων. Σύμφωνα με έρευνες του Γάλλου Παρτείκ Ριβιέρ δύο από τους μεγαλύτερους ιδρυτές του τάγματος των Ναιτών ο Μάγιστρος Ούγκο ντε Πεγιέν και ο Ούγκο ντε Καμπέιν, μετά την πρώτη σταυροφορία το 1095 και την ίδρυση του τάγματος των Ναιτών ιπποτών, ταξίδεψαν στην Κωνσταντινούπολη όπου έμεινα τρία χρόνια (3)Όπως ήταν φυσικό, η προσπάθεια αναβίωσης του ελληνικού πνεύματος σε μια εποχή σκοταδισμού (4), τον οδήγησε σε αντίθεση με την ιεραρχία του κλήρου, αφού κατηγορήθηκε πως προσπαθούσε να αναβιώσει τον Ελληνισμό και ότι εξασκούσε την μαγεία.


Κατ’ αυτόν τον τρόπο κινδύνεψε από το Εκκλησιαστικό κατεστημένο του Βυζαντινού κράτους (τον έσωσε η ρητορική του και η διπλωματική του δεινότητα) και αναγκάστηκε σε ομολογία πίστεως, ενώ αργότερα θέλοντας να αποφύγει δυσμενείς πολιτικές εξελίξεις έγινε μοναχός, στην μονή του Ολύμπου Βιθυνίας, όπου πήρε και το όνομα Μιχαήλ. Για τον Ψελλό όμως η Φιλοσοφία και η θεολογία δεν ήταν δύο διαφορετικές επιστήμες. Η φιλοσοφία έβαζε τις βάσεις πάνω στις οποίες η θεολογία 
«έχτιζε» τις πνευματικές της ενοράσεις. Ο Ψελλός ήταν πεπεισμένος πως η φιλοσοφία και η θεολογία ενωμένες μπορούσαν να δώσουν απάντηση στα αιώνια προβλήματα της ανθρωπότητας.

Η εναντίωση του Εκκλησιαστικού κατεστημένου του Βυζαντινού κράτους στην προσπάθεια του Ψελλού, συνεχίστηκε και με τον μαθητή και διάδοχο του στο βαθμό του «ύπατου φιλοσόφου» Ιωάννη Ιταλό (γιος Νορμανδού μισθοφόρου από την Κάτω Ιταλία). Ο Ιταλός χαρακτηρίστηκε «Ελληνόπληκτος» και «δαιμονόπληκτος στασιαστής» κατά της«Νέας Ρώμης» απομακρύνθηκε από την εκπαίδευση, και καταδικάστηκε σε εγκλεισμό μέχρι το θάνατό του σε μοναστήρι, μετά από δύο δικαστικές διώξεις το 1076/7 και το 1085. Προηγουμένως, είχε σωθεί, καταφεύγοντας στον τρούλο της Αγίας Σοφίας, από το λιντσάρισμα «αγανακτισμένων πιστών» που είχαν επιστρατευτεί από τον εκκλησιαστικό μηχανισμό. Επί 50 χρόνια, μετά την απομάκρυνση του Ιταλού, έμεινε κενή η θέση του ύπατου φιλοσόφου και τελικά διορίστηκε σ' αυτή από τον Μανουήλ Α' ένας διάκονος της Αγίας Σοφίας. 


Παραπομπές:
1.* Το Λυκόφως των Θεών Κοργανίτης Δ, σελ 369 ( Χρονογραφία, Κωνσταντίνος Θ παρ.- 37 38)
2. *Οι Χαλδαϊκοί χρησμοί που αποδίδονται στον Ιουλιανό γιο «Χαλδαίου φιλοσόφου, ο οποίος έζησε την εποχή του Μ. Αυρήλιου (όχι τον αποστάτη Αυτοκράτορα που προσπάθησε να αναβιώσει την «Εθνική θρησκεία» ) είναι συνυφασμένοι με την θεουργία. Στους χρησμούς αυτούς εκτός από περιγραφές για την λατρεία προς τους Θεούς, υπάρχουν συνταγές μαγείας για την επίκληση των Θεών και άλλα. Ο Ιουλιανός υποστήριζε πως του παραδόθηκαν από τους Θεούς.
Η θεουργία σύμφωνα με τον Ιάμβλιχο βοήθαγε στην επίτευξη των στόχων και του έδινε την δυνατότητα να ξεφύγει από την ειμαρμένη. Ακόμα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν ένα σύστημα μαντικής. Όλα αυτά επιτυγχάνονταν χάρη στην παρουσία των Θεών μέσα σε γήινα όντα, τα οποία διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:
(α) η μία σε όντα που ανήκουν στο φυτικό, ζωικό βασίλειο και στο κόσμο των μετάλλων. Από εδώ βγαίνουν και οι διάφορες απεικονίσεις διαφόρων Θεών με συγκεκριμένα ζώα, φυτά και μέταλλα.
(β) Η άλλη κατηγορία σε ανθρώπινα όντα.
Η πρώτη ονομάζεται τελεστική διαδικασία και όπου συμπεριλαμβάνονται και ανθρώπινα κατασκευάσματα. Ενώ η δεύτερη πνευματική θεουργία.γλ
ώσσα της Β



3. * Ανατολική αυτοκρατορία Χειλαδάκης Ν, σελ 197.


4. * Λυκόφος των Θεών Κοργανίτης Δ, σελ 370 (Wilson , 191 σελ)

Πηγες



Γιώργος Σεφέρης "Ερωτόκριτος"









ΤΟ ΔΟΚΙΜΙΟ περιλαμβάνεται στις Δοκιμές Α'. Ο Σεφέρης αναπτύσσει το θέμα του εντοπίζοντάς το σε τρία βασικά σημεία. Το πρώτο σημείο, όπως γράφει, είναι ότι το ποίημα (αναφέρεται σ' ένα συγκεκριμένο απόσπασμα) «δεν έχει πουθενά κανένα ίχνος γλωσσικού πληθωρισμού, κανένα είδος ρητορείας». Το δεύτερο σημείο είναι ότι «ο άνθρωπος που έγραψε τους στίχους είναι πάντοτε κοντά στο αντικείμενό του». Το τρίτο, τέλος, σημείο είναι «η καταπληκτική ασφάλεια της γλώσσας, τόσο από την αντικειμενική άποψη, δηλαδή από την άποψη ενός γλωσσικού οργάνου που είναι κτήμα κοινό, όσο και από την υποκειμενική άποψη, της κυριαρχίας του ποιητή και της αίσθησης που έχει για τη γλώσσα του και το ρυθμό της» (Δοκιμές, Α' σ. 283).
Το κείμενο που ακολουθεί αναφέρεται στο δεύτερο και το τρίτο σημείο των εντυπώσεών του.
Η δεύτερη εντύπωση που είχαμε, διαβάζοντας τον Ερωτόκριτο, είναι ότι ο ποιητής βλέπει με καθαρότητα, με ενάργεια, τα πράγματα που εκφράζει. Μια τέτοια κουβέντα μπορεί να σημαίνει πολλά, όπως μπορεί και να μη σημαίνει τίποτε. Χρειάζεται λοιπόν κάποιος προσδιορισμός. Όταν ακούω, σε λογοτεχνικές συζητήσεις, να γίνεται λόγος για «ειλικρίνεια», παύω να παρακολουθώ. Συνήθως μεταχειρίζουνται αυτή τη λέξη όταν δεν υπάρχουν άλλα επιχειρήματα: «Τούτο είναι καλό γιατί το έζησε, εκείνο είναι κακό γιατί δεν το έζησε». Όμως το ζήτημα δεν είναι να ζήσεις μια τραγωδία κι έπειτα να την αντιγράψεις, έστω κι από τον εαυτό σου, αλλά κάτι άλλο πολύ διαφορετικό: να δημιουργήσεις μια τραγωδία ή ένα ποίημα.
Ο ποιητής δημιουργεί τα ποιήματά του —θα μπορούσαμε να πούμε, απλουστεύοντας πολύ και κάπως μονοκόμματα— με δύο στοιχεία:
Πρώτο· μια ορισμένη εμπειρία που διαμορφώνει την ευαισθησία του με το πέρασμα και τον τρόπο της ζωής. Και η εμπειρία αυτή δεν είναι τα περιστατικά που έζησε, αλλά ένα χώνεμα, που γίνεται πολύ βαθιά μέσα του, πολλών συναισθηματικών και διανοητικών στοιχείων, όπως οι σταλαχτίτες στα βάθη ενός σπηλαίου. Αυτό το στοιχείο θα το ονόμαζα, μόνο για συντομία, η «ευαισθησία» του ποιητή.
Δεύτερο· από τα υλικά της τέχνης του, που είναι η γλώσσα και ο στίχος. Λέγοντας γλώσσα και στίχος δεν εννοώ την εξωτερική μηχανική της γλωσσολογίας ή της στιχουργίας, αλλά μια φραστική και ρυθμική λειτουργία, που στις καλές περιπτώσεις πηγαίνει πολύ μακρύτερα από το εγώ του ατόμου, συνειδητό ή υποσυνείδητο, ως το βαρύ και τελετουργικό εγώ της ομάδας. Αυτό το δεύτερο στοιχείο θα το έλεγα, πάλι για συντομία, «ποιητικό ρήμα».
Αυτά τα δυο στοιχεία, «ευαισθησία» και «ποιητικό ρήμα», που πρέπει να συμπέσουν, καθώς νομίζω, για να μπορέσει ο ποιητής να μας δώσει την εντύπωση ότι βλέπει καθαρά τα αντικείμενα που εκφράζει, για να μας δώσει την εντύπωση, αν θέλετε, ότι είναι ειλικρινής. Αν το «ποιητικό ρήμα» αναπτυχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να ξεπερνά την ευαισθησία, έχουμε την εντύπωση της ρητορείας, όπως τόσο συχνά συμβαίνει όταν λ.χ. διαβάζουμε Ουγκώ. Αντίθετα, αν η «ευαισθησία» υπερβεί το «ποιητικό ρήμα», τότε παρουσιάζεται ένα χαρακτηριστικό φαινόμενο θολούρας, ένα είδος συναισθηματικής εξάτμισης, όπως θα έλεγα. Αυτό το φαινόμενο το έχω παρατηρήσει λ.χ. στον Κωσταντίνο Χατζόπουλο.
Θέλω να προσθέσω ότι αυτή η ενάργεια της ποιητικής όρασης, που δοκιμάζω να προσδιορίσω, είναι ένα απλό χαρακτηριστικό της τέχνης, που δεν μπορεί, μόνο του, να ξεχωρίσει τον μεγάλο από τον μικρό ποιητή. Όταν λ.χ. ο Αγαμέμνονας μπαίνει στο παλάτι πατώντας απάνω στην πορφύρα που τον οδηγεί στο σκοτωμό, ενώ η Κλυταιμνήστρα λέει τους φοβερούς στίχους:
Είναι η θάλασσα — και ποιος θα τηνε καταλύσει;
που θρέφει πάντα ολοκαίνουρια πορφύρα...
Έστιν θάλασσα — τις δε νιν κατασβέσει;...
αισθάνομαι πως ο Αισχύλος βλέπει καθαρά μπροστά του αυτήν την ατέλειωτη συνέχεια από το φονικό στο φονικό, αυτή την ανεξάντλητη πορφύρα. Το ίδιο αισθάνομαι ότι βλέπει καθαρά και ο ανώνυμος Μανιάτης:
Γιατί το αίμα αναπηδά,
σκίζει λαγκάδια και βουνά,
φτιάνει γιοφύρια και περνά.
Αλλά παρατηρώ συνάμα πόσο πιο περίπλοκος είναι, και σε πόσο υψηλότερη ένταση γίνεται στον μεγάλο ποιητή αυτός ο συντονισμός της ευαισθησίας με το ρήμα. Όπως κι αν είναι, θέλησα με τούτη την παρέκβαση να δείξω μια ιδιότητα της ποίησης που αγαπώ, γιατί δεν πιστεύω στην αφηρημένη τέχνη, και που βρίσκω στον Ερωτόκριτο.

Τι βλέπει ο ποιητής του Ερωτόκριτου;
Τη σύγκρουση της ορμής της νιότης και του ερωτικού πάθους με τη φρόνηση· τις οδύνες του πάθους, και, στο τέλος, τη συμφιλίωση και το συμβιβασμό των δυο αυτών αντίθετων δυνάμεων. Αυτό είναι το σχηματικό πλαίσιό του. Δεν απλουστεύω εγώ, ο ποιητής βλέπει με πολύ απλές γραμμές. Ο Ερωτόκριτος είναι αντρειωμένος και αγαπά, η Αρετούσα είναι γενναία και αγαπά· χωρίς να επεμβαίνουν οι θεοί των σωμάτων, χωρίς καμιάν άλλη περιπλοκή: τη ζήλια, το φθόνο, το μίσος, την αμφιβολία λ.χ. Ο ρήγας Ηράκλης και η νένα Φροσύνη αντιπροσωπεύουν τη φρόνηση· ο ρήγας με απονιά, η νένα με συμπόνια. Αυτό είναι όλο. Επίσης όλη η οικονομία των κινήσεων του ποιήματος είναι πολύ απλή. Όπως έλεγα πρωτύτερα για τις επαναλήψεις, αισθάνεσαι τον ποιητή να βηματίζει πάντα με τον ίδιο ζυγό τρόπο. Συζυγίες προσώπων: Αρετούσα - Ερωτόκριτος, Ερωτόκριτος - Πολύδωρος, Ερωτόκριτος - Άριστος, Αρετούσα - νένα κτλ. Το ίδιο και στην πρόοδο των συναισθημάτων και των καταστάσεων: πάντα το αντίθετο με το αντίθετο· η θέση και η άρση, η θέση και η άρση: φρόνηση - πάθος, σιγανό - γρήγορο, νερό - φωτιά, σκοτάδι - φως, ασκήμια - ομορφιά, κρύο - ζεστό, αποχωρισμός - σμίξιμο, κατάρες - ευκές... Θα μπορούσα να προσθέσω άπειρα τέτοια παραδείγματα. Αλλά τα αντικείμενα αυτά, όσο περιορισμένα και αν είναι, ο ποιητής τα βλέπει τέλεια, τα βλέπει από κοντά. Προσέξαμε, αρχίζοντας, την ομιλία της Αρετής. Πρέπει να προχωρήσουμε πολύ στη λογοτεχνία μας για να βρούμε ένα τόσο συγκροτημένο, ένα τόσο καλά ιδωμένο κείμενο. Αν μπορούσα να πάρω μια παρομοίωση από τη ζωγραφική, αν μπορούσα να φανταστώ τα ποιήματα σα ζωγραφιστές εικόνες, θα έλεγα, παραμερίζοντας τις ειδικές περιπτώσεις του Σολωμού και του Κάλβου, ότι τα ελληνικά κείμενα, ως τα τελευταία χρόνια του περασμένου αιώνα, δίνουν τις περισσότερες φορές την εντύπωση ότι η ζωγραφιά πέφτει κατά ένα μέρος έξω από το πλαίσιό της, αφήνοντας μέσα στο πλαίσιο κενά, ή ότι είναι κατάστιχη από άδειες τρύπες, ή ότι, τέλος, τα χρώματα έχουνε ξεβάψει και πάνε όλα να εξομοιωθούν προς ένα γκρίζο λερωμένο.
Η γλώσσα του Ερωτόκριτου
...Όσο προχωρεί ο καιρός, βλέπουμε ολοένα και περισσότερα κείμενα με γλώσσα αναιμική, με γλώσσα ουδέτερη. Θα 'λεγε κανείς πως η τριβή τους ανάμεσα στα παρδαλά ιδιώματα που μιλούμε τους έχει αφαιρέσει κάθε χαραχτήρα. Σκέπτομαι περισσότερο αυτή τη στιγμή τη γλώσσα σαν ένα ομαδικό δημιούργημα που ο συγγραφέας παίρνει έτοιμο. Από την άποψη αυτή η γλώσσα του Ερωτόκριτου παρουσιάζει ένα μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία μας: είναι η τελειότερα οργανωμένη γλώσσα που άκουσε ο μεσαιωνικός κι ο νεότερος Ελληνισμός, μια γλώσσα που ξεπερνά με άνεση τις συνηθισμένες λαογραφικές εκδηλώσεις και εκφράζει, με σταθερό χαρακτήρα, την ευαισθησία του κόσμου που τη μιλούσε. Αυτό το φαινόμενο πρέπει να το συνδέσουμε μ' ένα άλλο γνώρισμά της, που δεν ξανάειδαμε από τα χρόνια του Διονύσιου του Αλικαρνασσέα και του Φρύνιχου, και είναι πρόβλημα πότε θα το ξαναϊδούμε: η γλώσσα αυτή μοιάζει να βγαίνει από μια κοινωνία που δε μαστίζεται από την πολυγλωσσία. Ο Ξανθουδίδης παρατηρεί ότι ο ποιητής του Ερωτόκριτου με τέτοια συνέπεια μεταχειρίζεται τη γλώσσα του, που θα 'λεγε κανείς πως είναι ο αρχηγός μιας σχολής δημοτικιστών, που θέλει να δώσει ένα γλωσσικό υπόδειγμα στους μαθητές του. Αυτή την εντύπωση τη δίνει ο Ψυχάρης. Και στις στιγμές ακόμη της μεγαλύτερης τρυφερότητας, θαρρείς πως δείχνει με το δάχτυλο για να υπογραμμίσει: «Αυτό έτσι πρέπει να το λέμε, σεις δεν το λέτε σωστά!» Στον ποιητή του Ερωτόκριτου δεν υπάρχει κανένα σημάδι αυτής της συμπεριφοράς. Συμβαίνει μάλιστα το αντίθετο. Δίνει την εντύπωση ότι τον σηκώνει η γλώσσα και τον οδηγεί, όπως ένας κολυμπητής που κολυμπά σ' ένα ποτάμι σύμφωνα με το ρέμα. Δεν παλεύει με τη γλώσσα, όπως όλοι μας παλεύουμε από τα χρόνια του Σολωμού. Δεν έχει καμιά αμφιβολία ότι η φωνή του είναι η σωστή και δεν ξεχωρίζει από τη φωνή των άλλων.
Παρατηρούσα, διαβάζοντας το Μακρυγιάννη, ότι όσο προχωρούν τα Απομνημονεύματα τόσο βλέπει κανείς περισσότερο την επίδραση της λογίας συνήθειας, που γίνεται ολοένα πιο μεταδοτική με τις εφημερίδες και την πολιτική ζωή του νέου κράτους. Κι αυτό σ' έναν τύπο γλωσσικά ατόφιο σαν το Μακρυγιάννη. Στον Ερωτόκριτο δεν παρατηρούμε τίποτε τέτοιο. Όλα ωριμασμένα, χωνεμένα. Τη μόνη λέξη που ίσως έχει κάποια λόγια επίδραση, και πάλι δεν είμαι βέβαιος, τη βρίσκω στην ακόλουθη φράση:
Κι αν τα ονειροφαντάσματα δύναμην έχουν τόση,
τι ξάζει το φταξούσιο στον άνθρωπο κι η γνώση;
(Δ 137-38)
Τι αξίζει το αυτεξούσιο — η ελεύθερη βούληση. Αυτό είναι όλο. Ο κόσμος του Ερωτόκριτου μοιάζει να έχει ξεχάσει ολότελα ότι υπάρχει ο λογιότατος.
Ένας άλλος ποιητής —θα τον συναντήσουμε πάλι— που ανήκει στον ίδιο κόσμο, ο Μαρίνος Μπουνιαλής, πρόσφυγας μετά την άλωση της Κρήτης, γράφει:
-Πατρίδα μου, ίντά 'παθες εις την ζωήν μου μένα
και στέκομαι για λόγου σου, Ρέθεμνος, πικραμένα;
«Ρέθεμνος μη με κράζεις πλιο, μα κράζε λυπημένη
χώρα μου, τουρκονίκητη και φονοσκλαβωμένη.

Παράλληλα, ένας άλλος Κρητικός, ο Αθανάσιος Σκληρός, που ανήκει στον κόσμο των λογιότατων, γράφει κι αυτός για τον κρητικό πόλεμο και διατυπώνει την ίδια ιδέα, σε ιαμβικά τρίμετρα, με τον ακόλουθο τρόπο:

Κρήτη έμοιγε πάτρη, ήνπερ ου φέρω
δέρκεσθ' υπ' Οσμάνοισι δουλαγωγείσθαι.

Καθώς βλέπουμε, το χάσμα είναι τέτοιο ανάμεσα στους δυο αυτούς κόσμους, που μοιάζουν χωρισμένοι με χωρίσματα στεγανά. Αυτό δεν είναι πολυγλωσσία. Πολυγλωσσία σημαίνει πολλές γλώσσες που επηρεάζουν η μια την άλλη, όπως την καθιερώνει η «μέση οδός» του Κοραή. Γι' αυτό κατηγορούν από τότε συστηματικά τη γλώσσα του Ερωτόκριτου πως είναι το νόθο παιδί των διαφόρων κατακτητών του νησιού. Ξέρετε ποιο είναι το ποσό αυτής της νοθείας; Αραβικές λέξεις δέκα, και σαράντα περίπου ιταλικές. Η ελληνική γλώσσα, για καλό ή για κακό, είναι από τις πιο συντηρητικές γλώσσες του κόσμου.
Και η εντέλεια αυτής της γλώσσας φανερώνεται ακόμη πιο καθαρά με το δεκαπεντασύλλαβο, που είναι ο στίχος που πλησίασε πιο κοντά από κάθε άλλο ρυθμό το βαθύτερο κυμάτισμα της λαλιάς μας. Ο ποιητικός λόγος μάς επιτρέπει να παρατηρούμε τη γλωσσική έκφραση σε βάθος. Δε δείχνει μόνο το λουλούδι, δείχνει το λουλούδι μαζί με τις ρίζες. Γιατί δεν είναι απλά ένας φραστικός, είναι συνάμα κι ένας ψυχικός και σωματικός τρόπος που μας φέρνει σύρριζα κοντά στον εαυτό μας. Ίσως να το αισθανθήκατε αυτό από τις περικοπές που διάβασα ως τώρα. Θα χρειαζότανε ώρα πολλή για ν' αναλύσω περισσότερο. Όμως θα ήθελα να προσθέσω ακόμη τούτο: ύστερα από αιώνες, και κάμποσες δεκαετίες ελεύθερης ζωής· ύστερα από τον ερειπωμένο Σολωμό, οι δεκαπεντασύλλαβοί μας μοιάζουν ακόμη με ψελλίσματα μπροστά στο λόγο του Ερωτόκριτου. Η κρητική αναγέννηση, προτού καταποντιστεί, έδωσε δυο καρπούς που θα ήταν αρκετοί για να τιμήσουν τόπους πολύ μεγαλύτερους από αυτό το νησί. Μια έντονη προσωπικότητα, το Θεοτοκόπουλο. Κι αυτή η δεκαπεντασύλλαβη φράση, που ήταν ικανή να εκφραστεί με τέτοια ακρίβεια:

Γονέοι που μ' εσπείρετε, κι από τα κόκαλά σας
επήρα κι απ' το αίμα σας κι από την αναπνιά σας.
(Δ 309 - 10)
και μ' αυτή τη χάρη:
Εφάνη ολόχαρη η αυγή, και τη δροσούλα ρίχνει,
σημάδια της ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνει.
Χορτάρια βγήκασι στη γης, τα δεντρουλάκια αθίσα
κι από τς αγκάλες τ' ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα,
τα περιγιάλια λάμπασι κι η θάλασσα κοιμάτο,
γλυκύς σκοπός εις τα δεντρά κι εις τα νερά γροικάτο...
(Ε 769 - 74)
Κι ενώ η τέχνη του Θεοτοκόπουλου έμεινε στις εκκλησίες της Ισπανίας ώσπου να σωθούν τα χρόνια και να την ξαναβρούν οι φωτισμένοι, η έκφραση του κρητικού δεκαπεντασύλλαβου κυκλοφορούσε ανάμεσα στις θεραπαινίδες ώσπου να την ακούσει ο Σολωμός:

Ψηλά την είδαμε πρωί· της τρέμαν τα λουλούδια
στη θύρα της Παράδεισος που εβγήκε με τραγούδια·
έψαλλε την Ανάσταση χαροποιά η φωνή της,
κι έδειχνεν ανυπομονιά για να 'μπει στο κορμί της·
ο Ουρανός ολόκληρος αγρίκαε σαστισμένος,
το κάψιμο αργοπόρουνε ο κόσμος ο αναμμένος...

Οι στίχοι αυτοί, που δεν είναι ασφαλώς οι καλύτεροι του Σολωμού, δείχνουν ωστόσο το σημείο και τη στιγμή που η κρητική λογοτεχνία γίνεται ένα σώμα με τη σύγχρονη λογοτεχνία μας. Η σημερινή ελληνική ποίηση αρχίζει από τα χρόνια της κρητικής αναγέννησης.

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

Φρανσουά ντε Σατωμπριάν






Ο Φρανσουά ντε Σατωμπριάν, γνωστός και σαν Σατωβριάνδος ένθερμος φιλέλληνας, περιηγητής και συγγραφέας – υπηρέτησε ως διπλωμάτης και Πρέσβης της Γαλλίας σε διάφορες πρωτεύουσες της Ευρώπης, και χρημάτισε Υπουργός Εξωτερικών κατά την περίοδο 1823-1824. Υποστήριξε σθεναρά την Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821.

Γεννήθηκε στο Σαιν-Μαλό της Βρετάνης στις 4 Σεπτεμβρίου 1768, τελευταίο από τα δέκα παιδιά του Ρενέ ντε Σατωμπριάν, τιτλούχου άρχοντα, που είχε αναγκαστεί να γίνει θαλασσινός για να ζήσει. Τολμηρός πλοίαρχος και έμπορος μαζί, σχημάτισε αρκετή περιουσία, που κατά μέγα μέρος την κληρονόμησε ο πρώτος γιος, όπως ήταν τότε τα έθιμα. Η πρώτη λοιπόν επαφή του Σατωβριάνδου ήταν με την τραχιά γη και την άγρια θάλασσα της Βρετάνης. Από τα 1777 ως τα 1779 σπουδάζει στα κολέγια της Ντολ, της Ρεν και της Ντινάναποκαλύπτοντας στους δασκάλους του καταπληκτικά χαρίσματα μαθητή και τεράστια μνήμη, καθώς και ευκολία αφομοίωσης των κλασικών συγγραφέων.
Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως αξιωματικός του γαλλικού στρατού και το 1791 ταξίδεψε στη Βόρειο Αμερική. Έναν χρόνο αργότερα, επέστρεψε στη Γαλλία για να καταταγεί στον στρατό των εξόριστων Γάλλων ευγενών και να υπερασπιστεί το βασιλικό καθεστώς. Ένας σοβαρός τραυματισμός τον ανάγκασε να καταφύγει στο Λονδίνο. Επέστρεψε στο Παρίσι τον Μάιο του 1800. Πολέμιος του Ναπολέοντα, κατά την Παλινόρθωση των Βουρβόνων υπηρέτησε ως πρέσβης της Γαλλίας σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ενώ την περίοδο 1823-1824 διατέλεσε υπουργός Εξωτερικών. Στα γαλλικά γράμματα αναδείχτηκε με το έργο Αταλά ή Οι έρωτες δυο αγρίων στην έρημο (1800).
Ταξίδεψε στην Ελλάδα και στην Μέση Ανατολή (1806-1807), και το 1811 δημοσίευσε το βιβλίο του «Οδοιπορικό από το Παρίσι στην Ιερουσαλήμ», στο οποίο αναφέρεται εκτενώς και στην Ελλάδα της εποχής εκείνης, δίνοντας εξαίσιες περιγραφές της φυσικής ομορφιάς της, των παραμελημένων ιστορικών μνημείων που μαρτυρούσαν το μεγαλείο του ελληνικού πολιτισμού, αλλά και ρεαλιστικές εικόνες από τις απαίσιες συνθήκες ζωής των υπόδουλων Ελλήνων.
Κατά την προεπαναστατική περίοδο ο Σατωβριάνδος μπορεί να χαρακτηρισθεί ως απλός περιηγητής, και ως ρομαντικός λογοτέχνης, που μελαγχολεί βλέποντας τους απογόνους των αρχαίων Ελλήνων να ζουν σε ελεεινή κατάσταση, υπόδουλοι ενός δυνάστη.
Όμως με το ξέσπασμα της Επανάστασης, βλέποντας την αγωνιστικότητα των Ελλήνων από τη μια, και την εχθρική στάση των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης προς το αγωνιζόμενο ελληνικό έθνος, ο Σατωβριάνδοςμεταμορφώνεται σε ένθερμο φιλέλληνα, και τάσσεται ανεπιφύλακτα υπέρ του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων.
Τον τίτλο του φιλέλληνα τον οφείλει κυρίως στο περίφημο «Υπόμνημα περί της Ελλάδος» (Note sur la Grėce, 1825), το οποίο κατά κάποιο τρόπο αποτέλεσε φιλελληνικό μανιφέστο κατά τη διάρκεια της ελληνικής Επανάστασης.


Ο Σατωμπριάν είναι ένας από τους μεγαλύτερους δεξιοτέχνες της γαλλικής λογοτεχνίας. Με τα έργα του επηρέασε όχι μόνο τη γραφή αλλά και τον ψυχισμό των μεταγενεστέρων του, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά και με ενάργεια θέματα –όπως είναι η μελαγχολία, η απαισιοδοξία, η στροφή προς τη φύση, ο έρως του θανάτου–  τα οποία, αργότερα, αποτέλεσαν χαρακτηριστικά ολόκληρης της γενιάς των Ρομαντικών.
Προάγγελοι αυτού του Ρομαντισμού, η Αταλά και ο Ρενέ αποτελούν, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Σατωμπριάν, «δύο φλεγόμενα δίδυμα αδέλφια». Διαφορετικά τόσο ως προς το μήνυμα όσο και ως προς το ύφος της αφήγησης, επιδιώκουν να είναι το ένα αντιστροφή του άλλου, και τα δυο τους όμως «φλέγονται» από τα ένοχα πάθη που σιγοκαίνε στις ψυχές των ηρώων τους.
Η Αταλά είναι μια σαγηνευτική ερωτική ιστορία που εκτυλίσσεται σ’ ένα εξωτικό πλαίσιο και όπου περιγράφεται η ζωή των Ινδιάνων της Αμερικής. Κύριο θέμα της, σύμφωνα με το συγγραφέα, είναι «η αρμονική σύζευξη της χριστιανικής θρησκείας με τις εικόνες της φύσης και με τα πάθη της ανθρώπινης καρδιάς».
Ο Ρενέ, έργο σχεδόν αυτοβιογραφικό, έχει ως θέμα του όχι τόσο τον ένοχο έρωτα που τρέφει για τον Ρενέ η αδελφή του όσο κυρίως το περιπετειώδες «εσωτερικό ταξίδι» του ήρωα μέσα στον κυκεώνα των ανεξέλεγκτων συναισθημάτων και των πνευματικών του ανησυχιών, καθώς και την απέλπιδα αναζήτηση ενός ακαθόριστου και απροσπέλαστου ιδεώδους που θα τον οδηγήσει στη λύτρωση. 

Ανρί-Λουίς Μπεργκσόν (18 Οκτωβρίου 1859 - 4 Ιανουαρίου 1941)


Σαν σήμερα στις 18 Οκτωβρίου 1859, έρχεται στη ζωή, ο Ανρί-Λουίς Μπεργκσόν (γαλλ.: Henri Bergson), ήταν Γάλλος φιλόσοφος.
Τα θέματα που θίγει ο Μπεργκσόν σχετίζονται με τον χρόνο και την ταυτότητα, την ελεύθερη θέληση, την αντίληψη, την αλλαγή, τη μνήμη, τη συνείδηση, τη γλώσσα, και τα όρια της λογικής. Το 1927 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ο Μπεργκσόν γεννήθηκε στην οδό Λαμαρτάν στο Παρίσι, κοντά στο Παλέ Γκαρνιέρ, την παλιά όπερα της πόλης, το 1859, έτος που δημοσιεύτηκε το έργο του Δαρβίνου Η καταγωγή των ειδών. Γόνος Πολωνο-εβραϊκής οικογένειας από την πλευρά του πατέρα του, και αγγλοϊρλανδικής από την πλευρά της μητέρας του, επίσης εβραϊκής καταγωγής, έζησε στο Λονδίνο τα πρώτα χρόνια της ζωής του και εξοικειώθηκε με την αγγλική γλώσσα χάρη στη μητέρα του. Πριν γίνει εννέα ετών, μετακόμισε με τους γονείς του στη Γαλλία.
Τα κυριότερα έργα του ήταν: το 1889, Χρόνος και Ελεύθερη Θέληση (Essai sur les donnees immediates de la conscience), το 1896 Ύλη και Μνήμη (Matiere et memoire), το 1907 Δημιουργική Εξέλιξη (L'Evolution
creatrice), και το 1932, Οι δύο πηγές της ηθικής και της θρησκείας (Les deux sources de la morale et de la religion).
Το 1900 έγινε καθηγητής στο Κολέγιο της Γαλλίας, αποκτώντας την Έδρα της Ελληνικής και Λατινικής Φιλοσοφίας , την οποία και διατήρησε έως το 1904. Στη συνέχεια αντικατέστησε τον Γκαμπριέλ Ταρντ στην έδρα της Σύγχρονης Φιλοσοφίας, έως το 1920.
Τα μαθήματά του συγκέντρωναν πλήθος φοιτητών.

Ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα



Πηγή:http://argolikivivliothiki.gr/2011/04/30/ο-ναός-του-επικούριου-απόλλωνα-temple-of-apollo-epicurus-on-mount-kot/

Ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα (Temple of Apollo Epicurus on mount Kotylion) – Edward Dodwell, 1834

Ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα (Temple of Apollo Epicurus on mount Kotylion) – Edward Dodwell, 1834.
Λιθογραφία χρωματισμένη από το έργο του E. Dodwell «Views and descriptions of cyclopian or pelagian remains in Italy and Greece», London, 1834.
Ο Edward Dodwell, (1767 – 1832) υπήρξε μία πολυσχιδής προσωπικότητα, με σπουδαία μόρφωση, αρχαιολόγος και ζωγράφος. Καταγόταν από παλαιά και πολύ πλούσια οικογένεια της Ιρλανδίας. Στην Ελλάδα πραγματοποίησε τρία ταξίδια το 1801, το 1805 και 1806. Στα δύο τελευταία ταξίδια συνοδεύεται από τον ζωγράφο Simone Pomardi, του οποίου σχέδια κοσμούν τα βιβλία του. 



Ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα βρίσκεται κοντά στην αρχαία αρκαδική πόλη της Φιγαλείας και σε απόσταση14 χιλιομέτρων από την σημερινή κωμόπολη της Ανδρίτσαινας. Καταλαμβάνει ένα από τα φυσικά πλατώματα του Κωτιλίου (Βάσσαι), σε υψόμετρο1.130 μ. Από το 1968 ανήκει στα προστατευόμενα από την UNESCO μνημεία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Ο ναός είναι περίπτερος, εξάστυλος, δωρικού ρυθμού. Ένα από τα πολλά ιδιόμορφα γνωρίσματά του είναι ότι στις μακρές πλευρές, έχει 15 κίονες (και όχι 13 όπως θα περίμενε κανείς, με βάση την κανονική για την εποχή αναλογία, που θέλει οι μακρές πλευρές να έχουν διπλάσιο αριθμό κιόνων από τις στενές, συν έναν). Το γνώρισμα αυτό έχει σαν συνέπεια την ιδιαίτερα επιμήκη μορφή της κάτοψης του ναού, χαρακτηριστικό των ναών της αρχαϊκής περιόδου. Εκτός από την δωρικού ρυθμού εξωτερική κιονοστοιχία, συνυπάρχουν στην αρχιτεκτονική του ναού στοιχεία του ιωνικού και του κορινθιακού ρυθμού.
Αρχιτέκτων του ναού ήταν ο Ικτίνος (αρχιτέκτων και του Παρθενώνα) ο οποίος συνδύασε με αριστοτεχνικό τρόπο και τους τρεις ρυθμούς (ιωνικό – δωρικό – κορινθιακό) – ειδικά στο εσωτερικού του ναού – μια πρωτοπόρα και τολμηρή για την εποχή λύση που συνιστά τομή στην εξέλιξη της αρχιτεκτονικής των ναών και έχει σαν αποτέλεσμα ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα, να θεωρείται ένας από τουςσημαντικότερους αρχαίους ναούς.
Ο ναός κατασκευάσθηκε στο τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ. (420-400 π.Χ.). Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του ναού είναι η παρουσία στον σηκό του πρωϊμότερου κορινθιακού κιονοκράνου.     Τον ναό περιέτρεχε εξωτερικά δωρική ζωφόρος, την οποία αποτελούσαν ακόσμητες μετόπες και τρίγλυφα. Θεωρείται πλέον βέβαιον ότι δεν υπήρχαν γλυπτά στα αετώματα.     Δωρική ζωφόροςυπήρχε και γύρω από τον εξωτερικό τοίχο του σηκού. Στις μακρές πλευρές οι μετόπες ήταν ακόσμητες, στις στενές πλευρές, έφεραν ανάγλυφες παραστάσεις.    
Το εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού συμπλήρωνε η ιωνική ζωφόρος στο εσωτερικού του σηκού. Αυτή αποτελεί και το βασικότερο αρχιτεκτονικό διακοσμητικό στοιχείο του ναού. Πέρα από την καλλιτεχνική αξία της ίδιας της γλυπτικής σύνθεσης, και μόνο το γεγονός ότι η ζωφόρος αναπτύσσεται σε εσωτερικό χώρο, την καθιστά μοναδικό παράδειγμα.
Στις εικοσιτρείς ανάγλυφες μαρμάρινες πλάκες συνολικού μήκους 31 μ. περίπου, απεικονίζονται δυο πολύ αγαπητά θέματα της Ελληνικής μυθολογίας: η Αμαζονομαχία και η Κενταυρομαχία. Αφιερώνονται δώδεκα πλάκες στην πρώτη θεματική ενότητα και έντεκα στην δεύτερη. Οι πλάκες αυτές βρέθηκαν στο δάπεδο του σηκού, κάτω από λιθοσωρό αρχιτεκτονικών μελών, κατά την ανασκαφή του 1812. Στην συνέχεια αγοράσθηκαν σε δημοπρασία, για λογαριασμό του Άγγλου αντιβασιλέα και το 1815 μεταφέρθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο, όπου και σήμερα εκτίθενται.
« … Η Φιγαλία κλείνεται γύρω από βουνά, αριστερά από το λεγόμενο Κωτίλιο και δεξιά από το Ελαίον Όρος που υψώνεται μπροστά της. Το Κωτίλιο απέχει σαράντα περίπου στάδια από την πόλη. Στο Κωτίλιο υπάρχει θέση ονομαζόμενη Βάσσαι και ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα, μαρμάρινος ο ίδιος και η στέγη του. Από όλους τους ναούς της Πελοποννήσου, ύστερα από το ναό της Τεγέας, θα μπορούσε αυτός να πάρει την πρώτη θέση για το κάλλος του μαρμάρου και το αρμονικό σύνολο. Το προσωνύμιο δόθηκε στον Απόλλωνα, γιατί ήλθε «επίκουρος» σε αρρώστια επιδημική όπως και οι Αθηναίοι τον ονόμασαν «αλεξίκακο», γιατί και σ’ αυτούς απομάκρυνε την αρρώστια. Έφερε και στους Φιγαλείς τη σωτηρία κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ Πελοποννησίων και Αθηναίων και όχι σε καμιά άλλη περίσταση…». ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ VIII, 41, 7-9 (Μετάφραση Ν. Παπαχατζής)
Γιάννης Σταυρακάκης, Α.Ι.Α.

Μαρκ Ελντ: Ο διάσημος αρχιτέκτονας και μετρ του βιομηχανικού ντιζάιν



Ο Μαρκ Ελντ (Μάρκος, για τους σκοπελίτες φίλους του) ποζάρει στην εμβληματική πολυθρόνα του. (Φωτογραφία: Ιωάννα Νικολαρεΐζη)
Φορούσε ένα καλοραμμένο σακάκι και ένα φουλάρι κάλυπτε τον λαιμό του. Ο αεικίνητος Μαρκ Ελντ, ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της σύγχρονης ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής και του ντιζάιν, ήταν γεμάτος όρεξη και ζωή κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας. Τον συναντήσαμε ένα φθινοπωρινό απόγευμα Σαββάτου στο ξενοδοχείο όπου διέμενε στην Πλάκα. Βρισκόταν για λίγες ημέρες στην Αθήνα και δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει πίσω στην αγαπημένη του Σκόπελο, το νησί το οποίο έχει επιλέξει ως μόνιμο τόπο διαμονής του τα τελευταία 20 χρόνια.

Ο άνθρωπος που σχεδίασε το σεκρετέρ του προέδρου Φρανσουά Μιτεράν στο Μέγαρο των Ηλυσίων εμπνεόμενος από το σχήμα του τσέλο - σημειωτέον, ο Ζακ Σιράκ, μολονότι άλλαξε ολόκληρη την επίπλωση του προκατόχου του, δεν μπόρεσε να το αποχωριστεί - κυριάρχησε στο ντιζάιν αντικειμένων καθημερινής χρήσης και ήταν εκείνος που δημιούργησε το κλασικό πλέον πλαστικό κρεβάτι για το δίκτυο καταστημάτων Prisunic, καθώς και την περίφημη πολυθρόνα Culbuto της Knoll. Υστερα πέρασε στην αρχιτεκτονική, έβαλε την προσωπική του πινελιά στο σύμπλεγμα κτιρίων της IBM στο Μονπελιέ και μέρα με την ημέρα είδε το γραφείο του να γιγαντώνεται. «Ημουν βαθιά αριστερός άνθρωπος και η μοίρα μου ήταν να δουλεύω για εκατομμυριούχους» μας λέει αφοπλιστικά. «Το γραφείο μου ήταν ένα από τα πιο διάσημα στο Παρίσι, αλλά έβλεπα τον εαυτό μου από αρχιτέκτονα και ντιζάινερ να μετατρέπεται σταδιακά σε επιχειρηματία. Οσο μεγαλύτερα ήταν τα πρότζεκτ που αναλάμβανα, τόσο λιγότερο ενδιαφέρον είχαν τελικά για εμένα. Επρεπε να συναντώ όλη την ημέρα πελάτες και ύστερα να επιστρέφω στο γραφείο και να δίνω τις γενικές οδηγίες. Εγώ όμως ήθελα να γνωρίζω και την παραμικρή λεπτομέρεια, να έχω συμμετοχή σε όλα. Ετσι αποφάσισα να αλλάξω τη ζωή μου. Η σύζυγός μου, Βίλμα, μου γνώρισε την Ελλάδα. Ταξιδέψαμε σε Κάλυμνο, Κω, Κρήτη. Ενα Πάσχα βρεθήκαμε στη Σκιάθο και περάσαμε με το πλοίο στη Σκόπελο. Και ναι, ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά».

Τη δεκαετία του 1990, λοιπόν, εγκατέλειψε το Παρίσι και αγόρασε ένα σπίτι στο χωριό Παλαιό Κλήμα της Σκοπέλου, το οποίο έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί λόγω κατολισθήσεων. Τα σχεδιαστικά μολύβια μπήκαν στην άκρη και εκείνος μαγεύτηκε από το πράσινο της Σκοπέλου και από τους κατοίκους του νησιού, οι οποίοι του θύμιζαν τη Γαλλία της αθωότητας των παιδικών του χρόνων. Αφιερώθηκε στη συγγραφή και εξέδωσε το λεύκωμα «Σπίτια της Σκοπέλου» (εκδ. Skopelos Net) για τη λαϊκή αρχιτεκτονική του νησιού, το οποίο κυκλοφόρησε στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα ελληνικά, με πρόλογο του πρώην υπουργού Πολιτισμού της Γαλλίας, Ζακ Λανγκ. Και εκεί που πίστεψε ότι η αρχιτεκτονική ήταν ένα κεφάλαιο το οποίο είχε κλείσει για εκείνον, μπήκε ξανά στο σχεδιαστήριο και δημιούργησε δέκα σπίτια στο νησί, ανάμεσά τους και το προσωπικό του ησυχαστήριο, τη Villa Maistros, σε απόσταση 3,5 χιλιομέτρων από το χωριό Γλώσσα της Σκοπέλου.

«Δεν ήθελα να κάνω επίδειξη. Σκεφτείτε να έφτιαχνα ένα σπίτι αβανγκάρντ. Θα ήταν έγκλημα. Μια βαρβαρότητα που θα κατέστρεφε την ομορφιά του νησιού που τόσο αγαπώ. Γιατί αν αγαπάς κάτι, δεν θέλεις να το αλλάξεις. Κράτησα χαμηλούς τόνους, διατήρησα την ίδια αισθητική, χρησιμοποίησα τοπικές πρώτες ύλες, συνεργάστηκα με τους τοπικούς μαστόρους. Πάντα με ενδιέφερε η παραδοσιακή αρχιτεκτονική, η αρχιτεκτονική για τους απλούς ανθρώπους, η οποία είναι τόσο στιβαρή και ανδρική, ενώ ταυτόχρονα βλέπεις να ξεπροβάλλουν θηλυκές λεπτομέρειες. Με κοίταζαν στην αρχή παράξενα. "Είναι δυνατόν να ασβεστώσεις σε χρώμα λουλακί τους τοίχους;". "Nαι" τους απαντούσα. "Θα χρησιμοποιήσεις παλιά κεραμίδια και παλιά τούβλα;". "Φυσικά" τους έλεγα. "Μα θα φτιάξεις χτιστά στο πάτωμα τα κρεβάτια;" αναρωτιόνταν. Ηθελα τα υλικά μου να μην είναι βιομηχανοποιημένα, φτιαγμένα από μια απρόσωπη μηχανή, επειδή πιστεύω ότι η αρχιτεκτονική δεν είναι μόνο αισθητική, αλλά μια ζωντανή εξήγηση για την κοινωνία που τη δημιούργησε».

Η Villa Μaistros, η οποία αγναντεύει την ανοιχτή θάλασσα, απλώνεται σε μια έκταση 10.000 τ.μ. και περιλαμβάνει τρία ανεξάρτητα μεταξύ τους κτίρια: την κύρια κατοικία (300 τ.μ.), το στούντιο (45 τ.μ.), το «καλύβι» (27 τ.μ.) - από την παραδοσιακή σκοπελίτικη ονομασία - και το πλυσταριό (11 τ.μ.).

Ο Μαρκ Ελντ περνάει τον περισσότερο χρόνο του στην κύρια κατοικία. 

Το σαλόνι του σπιτιού με τα εμφανή δοκάρια είναι παράλληλα και το στούντιό του: εκεί γράφει, εκεί ακούει μουσική, εκεί διαβάζει, εκεί σχεδιάζει. Το πνεύμα του, άλλωστε, είναι διάχυτο στον χώρο. Η πολυθρόνα Culbuto δεσπόζει, ενώ ο μεγάλος καναπές βασίστηκε στα σχέδια του καναπέ που δημιούργησε για την IBM και, όπως μας αποκαλύπτει, κατασκευάστηκε στον Βόλο. «Γιατί σας κάνει εντύπωση; Η Ελλάδα είναι γεμάτη καλούς τεχνίτες. Οι Ελληνες είναι τόσο εφευρετικοί, για κάθε πρόβλημα έχουν μια λύση. Απολαμβάνω να συνεργάζομαι μαζί τους. Νιώθω σαν ένας μαέστρος που διευθύνει μια ορχήστρα εξαίρετων μουσικών. Γνωρίζω άλλωστε τους πάντες στο νησί».

Οι χώροι του σπιτιού είναι πολύ ξεχωριστοί: η κουζίνα με το μαρμάρινο πάτωμα, οι πέντε κρεβατοκάμαρες, αλλά και η εντυπωσιακή βεράντα, η οποία σου δίνει την αίσθηση ότι βρίσκεσαι στο κατάστρωμα ενός πλοίου.

Η οικολογική προσέγγιση του αρχιτέκτονα είναι εμφανής. Το περιβόλι καλλιεργείται, οι περίπατοι μέσα στη φύση αφυπνίζουν τις αισθήσεις, ενώ, όπως μας εξηγεί, μέχρι και πριν από μερικά χρόνια η Villa Μaistros δεν ήταν συνδεδεμένη με το δίκτυο της ΔΕΗ. «Καλύπταμε τις ενεργειακές ανάγκες μας μέσω του ανεμόμυλου και της ηλιακής ενέργειας» αναφέρει και συμπληρώνει: «Δυστυχώς, πριν από μερικά χρόνια είχα ένα σοβαρό αυτοκινητικό ατύχημα. Χρειαζόμουν φυσικοθεραπεία, αλλά εδώ στο χωριό δεν υπήρχε κάποιος ειδικός. Ετσι, φτιάξαμε μια πισίνα για να ασκούμαι και τελικά αναγκαστήκαμε να συνδεθούμε με τη ΔΕΗ».

Ο Μαρκ Ελντ αγαπά το σπίτι του, τους ήχους που το περιβάλλουν: τη μουσική των κυμάτων της θάλασσας, το φύσημα του αέρα, τις ανεπαίσθητες κινήσεις των εντόμων στον κήπο. Τους επόμενους μήνες θα τους περάσει κλεισμένος στο σαλόνι του. Η σύζυγός του Βίλμα, την οποία έχασε προ ετών, του λείπει πολύ. Εκείνος όμως συνεχίζει και δουλεύει πυρετωδώς για το νέο βιβλίο του, το οποίο είναι αφιερωμένο στις κατοικίες που δημιούργησε στο όμορφο νησί των Σποράδων, τη Σκόπελο, εκεί που όλοι τον φωνάζουν Μάρκο.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

Έκθεση για τον μεγάλο αρχιτέκτονα Λε Κορμπυζιέ





«Στο όνομα του Le Corbusier» ονομάζεται η έκθεση που εγκαινιάζεται σήμερα το απόγευμα στην Οικία Σπητέρη/Προβελέγγιου στην Κυψέλη (Κυκλάδων 8). Πρόκειται για ομαδική έκθεση εικαστικών, η οποία δίνει στην ουσία την έναρξη σε μια σειρά εκδηλώσεων που θα πραγματοποιηθούν το φθινόπωρο 2015 και την άνοιξη 2016, με αφορμή τα 50 χρόνια από τον θάνατο του μοντερνιστή αρχιτέκτονα που σημάδεψε όσο λίγοι την αρχιτεκτονική του 20ού αιώνα.

«Γιατί ο Le Corbusier; Γιατί έπαιξε έναν τεράστιο ρόλο στην αρχιτεκτονική, στα γράμματα και στις τέχνες, στην πόλη του 20ού αιώνα, ανεδείχθη σε μια οικουμενική προσωπικότητα και είχε μια πάρα πολύ στενή σχέση με την Ελλάδα. Μια σχέση που του δίνει ξεχωριστό ρόλο όταν αναφερόμαστε στην ελληνική αρχιτεκτονική και στη σχέση της Ελλάδας με το διεθνές αρχιτεκτονικό προσκήνιο», ανέφερε ο Παναγιώτης Τουρνικιώτης, καθηγητής στο ΕΜΠ, ένας από τους διοργανωτές των δράσεων και επιμελητής της έκθεσης κατά την ξενάγηση των δημοσιογράφων που πραγματοποιήθηκε σήμερα το μεσημέρι.

«Η σχέση αυτή είχε δύο σημαντικές πτυχές. Το ένα ήταν η μεγάλη αγάπη του Λε Κορμπυζιέ για το ελληνικό χώρο, είτε αυτός ήταν η αρχαιότητα (είχε επισκεφτεί την Ακρόπολη το 1911) είτε οι Κυκλάδες, τα ανώνυμα κυκλαδίτικα σπίτια, η θάλασσα και τα τοπία που επισκέφτηκε το 1933», εξήγησε ο ίδιος, ενώ αναφερόμενος στην χρονιά (1933) που ήταν επικεφαλής στην Ελλάδα του περίφημου 4ου Διεθνούς Συνεδρίου Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής, καθώς και στη γνωστή διάλεξη που έδωσε μπροστά στο κτίριο του ΕΜΠ, μίλησε για την ακτινοβολία και το ενδιαφέρον που άσκησε στους νέους αρχιτέκτονες της εποχής. «Ήταν τόσο μεγάλη ώστε από το 1930, ήδη πριν το συνέδριο, μέχρι το 1965 που πέθανε, 18 συνολικά Έλληνες αρχιτέκτονες και πολιτικοί μηχανικοί πήγαν στο Παρίσι να συνεργαστούν μαζί του. Μερικοί από αυτούς ήταν διάσημοι, όπως ο Αριστομένης Προβελέγγιος, που είναι και ο αρχιτέκτονας αυτού του σπιτιού, και ο Γιάννης Ξενάκης», σημείωσε.

«Ποιος είναι ο Le Corbusier;». Την ερώτηση αυτή απεύθυναν οι επιμελητές της έκθεσης στους εικαστικούς που κλήθηκαν να συμμετάσχουν. «Καλούμε τους εικαστικούς να στήσουν έναν διάλογο πάνω στο ερώτημα του ποιος είναι ο Λε Κορμπυζιέ, αλλά όχι με μία πρόθεση να βρούμε την απάντηση. 'Αλλωστε η θέση μας είναι να δείξουμε την πολλαπλότητα της πρόσληψης αυτής της προσωπικότητας για κάποιον ερευνητή, για έναν σπουδαστή, για κάποιον που δεν σχετίζεται με την αρχιτεκτονική. Κατά συνέπεια οι εικαστικοί καλούνται να φέρουν στο προσκήνιο μέσω ενός έργου αυτό που βρίσκεται πιο κοντά σε αυτούς ως απάντηση σε μια ερώτηση του ποιος είναι ο Λε Κορμπυζιέ», ανέφερε ο Φάνης Καφαντάρης, επιμελητής της έκθεσης, μαζί με τον κ. Τουρνικιώτη.

Η έκθεση πραγματοποιείται στο συγκρότημα των δυο κτιρίων επί των οδών Κυκλάδων και Κεφαλληνίας, που ήταν το σπίτι και το ατελιέ του ζεύγους Σπητέρη (ο Τώνης Σπητέρης ήταν ένας από τους πρώτους Έλληνες τεχνοκριτικούς και η Ιωάννα Σπητέρη σημαντική γλύπτρια). Το ζεύγος αρχικά έμενε στο γωνιακό κτίριο (που χτίστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα), ενώ το 1955 ανέθεσαν στον αρχιτέκτονα Αριστομένη Προβελέγγιο την κατασκευή του δεύτερου μικρού κτιρίου - ατελιέ δίπλα στο σπίτι τους. «Ήδη η επιλογή του εκθεσιακού χώρου είναι ένα συμβάν το ίδιο που σχετίζεται με τον Λε Κορμπυζιέ», πληροφόρησε ο κ. Καφαντάρης, που παρουσίασε και τη διάρθρωση της έκθεσης, η οποία επιμερίζεται σε τέσσερις ενότητες.

Στο ισόγειο τα έργα αναφέρονται σε μια γενικότερη πρόσληψη της προσωπικότητας του Le Corbusier, όπως αυτή έρχεται σε έναν αρχιτέκτονα ή σε ένα μη ειδικό κοινό απέναντι στο πρόσωπό του. Στο υπόγειο είναι το βιολογικό πρόσωπο και ο θάνατος του διάσημου αρχιτέκτονα, με το έργο, μεταξύ άλλων, της προβολής ενός βίντεο 1,18 λεπτών που αφορά την κηδεία του, όπως αυτή αποτυπώθηκε από τα γαλλικά επίκαιρα της εποχής. Στο μεσοπάτωμα, μεταξύ της προσωπικότητας και του θανάτου του φυσικού προσώπου, συναντάμε ίσως ένα από τα πιο μεγαλεπήβολα έργα του αρχιτέκτονα, όχι σε επίπεδο φόρμας, αλλά κανόνων. Πρόκειται για το περίφημο modulor του Le Corbusier, το σύστημα μετρήσεων με βάση την ανθρώπινη γεωμετρία η οποία σχεδιάστηκε από το γραφείο του αρχιτέκτονα με σκοπό να εδραιωθεί διεθνώς.

Η έκθεση συνεχίζεται στον πρώτο όροφο, όπου τα έργα έχουν μια άμεση «συνομιλία» με τον εξωτερικό χώρο, σε μια προσπάθεια προβληματισμού για την πόλη, καθώς η θέαση με το παλίμψηστο των κατοικιών στη γειτονιά, που περιλαμβάνει από νεοκλασικά κτίρια, σπίτια του μεσοπολέμου και πολυκατοικίες, γίνεται αβίαστα. Η έκθεση συνεχίζεται στον δεύτερο όροφο με προβολή βίντεο και με τη δυνατότητα να ακούσει κανείς ηχογραφημένα τον επικήδειο λόγο του Αντρέ Μαλρό για τον Le Corbusier, ενώ στην ταράτσα, όπου καταλήγει μέσω του φωταγωγού η ηχητική εγκατάσταση - έργο που συνοδεύει με ήχους όλη την έκθεση, ο επισκέπτης μπορεί να ξαναβρεί, όπως και στον πρώτο όροφο, την πόλη γύρω.

Στην έκθεση «Στο όνομα του Le Corbusier» συμμετέχουν οι καλλιτέχνες Κωστής Βελώνης & Λήδα Λυκουριώτη, Φοίβη Γιαννίση & Ζήσης Κοτιώνης, Γιάννης Γρηγοριάδης, Γιώργος Γυπαράκης, Θάλεια Ιωαννίδου, Πάνος Κούρος, Βάνα Ξένου, Μαρία Παπαδημητρίου και Αλέξανδρος Ψυχούλης.

Οι δράσεις για τον Le Corbusier είναι μια πρωτοβουλία της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π., που πραγματοποιούνται με τη συνεργασία πολιτιστικών και επιστημονικών φορέων και τη στήριξη του Ιδρύματος Le Corbusier. Εντάσσονται στο ευρύτερο πλέγμα εκδηλώσεων που οργανώνονται διεθνώς με τη συγκυρία των 50 χρόνων από τον θάνατο του μεγάλου αρχιτέκτονα.