Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2015

Βασικές κατευθύνσεις που παίρνει ο ποιητικός λόγος από τα μέσα του 15ου μέχρι τα τέλη του 17 ου αιώνα

                                                             Claude Lorrain Gellé

της Νότας Χρυσίνα 

Ο ουμανισμός που ξεκίνησε στην Ιταλία εξαπλώνεται από τα μέσα του 15ου αιώνα μέχρι και τις αρχές του 17ου αιώνα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.[1]Συνεχίζεται η συγγραφή επών και έμμετρων ιπποτικών μυθιστοριών σε παραλλαγές των παραδοσιακών θεμάτων και έργα που παρωδούν τα μεσαιωνικά πρότυπα όπως  ο «Μαινόμενος Ορλάνδος» του Αριόστο.[2] Ο δημιουργός είναι επώνυμος και το δημιούργημα πρέπει να είναι πρωτότυπο. Οι ποιητές μιμούνται το πετραρχικό σονέτο και υμνούν τον  εξιδανικευμένο έρωτα ενώ στον αντίποδα στη Γαλλία καλλιεργείται από τον Βιγιόν η μπαλάντα με ρεαλιστικό περιεχόμενο.[3]
Στα τέλη του 16ου έως τα τέλη του 17ου αιώνα επικρατεί το ύφος «μπαρόκ» που τα χαρακτηριστικά του είναι η προσήλωση στην ατμόσφαιρα υποβλητικού μυστηρίου με στοιχεία θεατρικότητας, η έμφαση στο παράδοξο, η σύζευξη τραγικού και κωμικού, οι εναλλαγές ύφους, η χρήση εντυπωσιακών σχημάτων λόγου και η πολυπρισματική λογοτεχνική αναπαράσταση. Στα μέσα του 16ου μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα επικρατούν οι εθνικές γλώσσες με την υποστήριξη της κρατικής εξουσίας και των πολιτικών θεσμών.[4]
Από τα μέσα του 17ου αιώνα επικρατεί, κυρίως στην Γαλλία, ο κλασικισμός. Κύρια χαρακτηριστικά του η αναζήτηση σταθερών κανόνων που αντιστοιχούν σε γενικούς νόμους της φύσης, η μίμηση της αρμονίας και τάξης, η διαυγής αναπαράσταση της πραγματικότητας και ο αυστηρός διαχωρισμός των ειδών. Κύριος εκπρόσωπος ο Μπουαλώ.
«Γενικό γνώρισμα τη επικής ποίησης είναι η συνεχιζόμενη και εντεινόμενη σύζευξη θεμάτων της, σχετικά πρόσφατης, εκκλησιαστικής και πολιτικής ιστορίας, με στοιχεία της κλασικής μυθολογίας αλλά και με τη θεματική του έρωτα. Τα όρια μεταξύ του έπους και της έμμετρης μυθιστορίας είναι πλέον πολύ ασαφή».[5] Βασικοί εκπρόσωποι είναι ο Ιταλός Τορκουάτο Τάσσο με το έπος «ΑπελευθερωμένηΙερουσαλήμ», ο Πορτογάλος Καμόενς με το έργο «Λουσιάδες», ο Άγγλος Σπένσερ    «Η βασίλισσα των στοιχειών» και άλλοι λογοτέχνες που γράφουν στην εθνική τους γλώσσα.
Τον 17ο αιώνα κυριαρχεί η αφηγηματική ποίηση με κύριους εκπροσώπους τον Άγγλο Μίλτον  και το θρησκευτικό έπος του «ΧαμένοςΠαράδεισος», ο Ολλανδός  Βόντελ, ο Κροάτης Γκούντουλιτς με το επικό ποίημα «Οσμάν» και στην ενετοκρατούμενη Κρήτη ο Βιτσέντζος Κορνάρος με το έργο του «Ερωτόκριτος».[6]
 «Η λυρική ποίηση, η οποία συμπεριλαμβάνει και τη σατιρική,  αρχίζει να αποκτά κύρος και προβολή ισάξια με εκείνη της επικής, αλλά και να χειρίζεται τον ποιητικό λόγο και τα ρητορικά του σχήματα με τρόπο που απομακρύνεται αισθητά τόσο, από την αφηγηματική ποίηση, όσο και από την πετραρχική παράδοση».[7] «Η θεματική διευρύνεται  και αναζητούνται νέες στιχουργικές μορφές και καινοτόμα σχήματα λόγου προσιδιάζουν στην παράδοση κάθε εθνικής γλώσσας». [8]
«Η ποίηση έως το τέλος του 16ου αιώνα βρίσκεται υπό την επήρεια του Πετράρχη».
Ωστόσο, στην Γαλλία το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα δημιουργείται η ομάδα των επτά ποιητών «Πλειάς» με εκπροσώπους τον Ντυ Μπελαί και τον Ρονσάρ.  Καλλιεργούν το σονέτο με ποικιλία θεμάτων και ύφους και επαναφέρουν τον αλεξανδρινό στίχο.[9]
Στην Αγγλία κυριαρχεί το σονέτο σε ιαμβικό πεντάμετρο με εκπροσώπους τον Σίντνεϋ, τον Σπένσερ και τον Σαίξπηρ που δημιούργησε δικό του πρότυπο.[10]
Στην Ουγγαρία και την Πολωνία πρωτοστατούν ο Μπώλωσι και ο Κοχανόφσκι αντίστοιχα αλλά και στην Κύπρο τα «Ερωτικά ποιήματα» που συνεχίζουν το πετραρχικό ιδίωμα.[11]
Τον 17ο αιώνα υπάρχει ένταση ανάμεσα στα πρότυπα της κλασικής παράδοσης και το ύφος μπαρόκ.[12]  
Υπάρχουν δυο κυρίαρχες τάσεις στην αφηγηματική και την λυρική ποίηση ο μανιερισμός και το μπουρλέσκο. Η γραφή στον μανιερισμό κάνει χρήση περίτεχνων σχημάτων του λόγου, επιδιώκει την απόλυτη κομψότητα ύφους ενώ η γραφή στο μπουρλέσκο στηρίζεται στην παρωδία και στρέφει την προσοχή στις μορφές λογοτεχνικής αναπαράστασης όπως και το μπαρόκ.[13]
Στις αρχές και τα μέσα του 17ου αιώνα μια ομάδα ποιητών κάνουν κυρίαρχο στοιχείο της ποίησής τους τα προκλητικά σχήματα λόγου και τη σύζευξη λυρικού συναισθήματος και έλλογου στοχασμού. Ονομάζονται «μεταφυσικοί ποιητές» και οι κυριότεροι εκπρόσωποι είναι ο Τζον Ντον και ο Άντριου Μάρβελ.[14]





[1] [1] Βάρσος, Γιώργος, Ιστορία της Ευρωπαïκής Λογοτεχνίας. Ιστορία της Ευρωπαïκής Λογοτεχνίας από τον 6ο έως τις αρχές του 18ου αιώνα, τόμος Α, εκδ. Ε.Α. Π., 2η έκδοση, Πάτρα 2008, σελ.158.
[2]  Στο ίδιο, σελ. 184.
[3] Ό.π., σελ. 198.
[4] Ό.π., σελ. 240.
[5] Ό.π., σελ. 271.
[6] Ό.π., σσ. 272-273.
[7] Ό.π., σελ. 271.
[8] Ό.π., σελ. 273.
[9] Ό.π., σελ. 274.
[10] Ό.π., σελ. 274.
[11] Ό.π., σελ. 275.
[12] Ό.π., σελ. 273.
[13] Ό.π., σελ. 276.
[14] Ό.π., σσ. 284-285.

ΑΝΤΡΙΟΥ ΜΑΡΒΕΛ: Στη Ντροπαλή του Ερωμένη (Μετάφραση)

 Andrew Marvell
                                                          1621-1678

Τούτη η ντροπαλοσύνη, αν χώρο είχαμε αρκετό,
Κυρία, και χρόνο, έγκλημα δεν θα ήταν σοβαρό.
Πώς θα περάσει, θα καθόμασταν για να σκεφτούμε,
Η μέρα του μακρύ μας έρωτα και προς τα πού θα πορευτούμε.
Στην όχθη του Ινδικού του Γάγγη μύρια
Θα μάζευες ρουμπίνια… Κι εγώ στου Χάμπερ(2) την παλίρροια
Θα καθόμουν τα βάσανά μου να συλλογιστώ.
Θα σ’ αγαπούσα δέκα χρόνια πριν απ’ τον κατακλυσμό
Και, αν σ’ αρέσει, θα μπορούσες να αρνείσαι εσύ
Μέχρι την αποκάλυψη των εντολών του Μωυσή.
Του έρωτά μου θα μεγάλωνε το φυτό
Πιο αχανές κι από αυτοκρατορίες και πιο αργό΄
Εκατό χρόνια θα’ φευγαν για να υμνήσω
Τα μάτια σου και το μέτωπό σου ν’ ατενίσω΄
Διακόσια κάθε στήθος να λατρέψω
Αλλά χιλιάδες θα’ θελα για όλα τ’ άλλα να ξοδέψω΄
Τουλάχιστον έναν αιώνα για το κάθε μέλος
Και η καρδιά σου θα μαλάκωνε στο τέλος΄
Γιατί, Κυρία, εσύ είσαι άξια τέτοιας τελετής κι επισημότητας
Κι εγώ δε θα γινόταν  σ’ έρωτα να πέσω χαμηλότερης ποιότητας.

               Όμως πίσω απ’ την πλάτη μου ακούω πάντα βιαστικό
Να’ ρχεται του χρόνου το άρμα φτερωτό΄
Και μπροστά μας να απλώνεται, μπορείς να δεις
Μία έρημος, η αιωνιότης αχανής.
Η ομορφιά σου πολύ δεν θα κρατήσει
Ούτε στο μαρμάρινό σου θόλο θ’ αντηχήσει
Το τραγούδι μου΄και τότε το σκουλήκι αυτή
Την, χρόνια φυλαγμένη, παρθενία θα γευτεί΄
Σκόνη η μυστηριώδης σου τιμή θα γίνει
Και στάχτη μόνο από τον πόθο μου θα μείνει.
Ο τάφος καλός και ήσυχος είναι για ν’αναπαυθείς
Μα είν’ αδύνατον εκεί ν’ αγκαλιαστείς.

            Γι’αυτό λοιπόν, όσο νεανική χροιά
Έχει το δέρμα σου, σαν πρωϊνή δροσιά,
Κι όσο η ψυχή σου πρόθυμη εκπνέει
Από τον κάθε πόρο σου φωτιά που καίει,
Έλα όσο ακόμα έχουμε καιρό, μπορούμε,
Τώρα, σαν ερωτευμένα αρπακτικά πτηνά, να χαρούμε΄
Μια κι έξω τον χρόνο μας ας καταβροχθίσουμε
Παρά απ’ τη δύναμή του σιγά-σιγά να εξασθενήσουμε.
Έλα ας κυλήσουμε μαζί σαν μία μπάλα
Τις ηδονές, την αντοχή μας κι όλα τ΄άλλα΄
Με άγρια μάχη και επιμονή ας αποσπάσουμε
Μέσ’ απ’ τις σιδερένιες πύλες τη ζωή, για ν’ απολαύσουμε.
Έτσι, ανίκανοι κι αν είμαστε να κάνουμε τον ήλιο να σταθεί
Ακίνητος, να τον βιάσουμε για μας να τρέξει, όμως, είμαστε ικανοί.
___________
Μετάφραση από το βιβλίο μου 'Ονειρο Μέσα Σε 'Ονειρο'.


Read more: http://kastellakia.blogspot.com/ http://kastellakia.blogspot.com/2012/05/blog-post.html#ixzz3opn616Zh

Ερωτόκριτος



Πατήστε εδώ για να πάτε σε κάθε ενότητα:




ΠΟΙΗΤΗΣ



1     Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,
          και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν·
     και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,
          μα στο Kαλό κ' εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν·
     και των Αρμάτω' οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη,           5
          του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη·
     αυτάνα μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέραν,
          ν' αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν
     σ' μιά Κόρη κ' έναν ’γουρο, που μπερδευτήκα' ομάδι
          σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι.          10
     Κι όποιος του Πόθου εδούλεψε εις-ε καιρόν κιανένα,
          ας έρθει για ν' αφουκραστεί ό,τ' είν' εδώ γραμμένα·
     να πάρει ξόμπλι κι [α]ρμηνειά, βαθιά να θεμελιώνει
          πάντα σ' αμάλαγη Φιλιάν, οπού να μην κομπώνει.
     Γιατί όποιος δίχως πιβουλιά του Πόθου του ξετρέχει,          15
          εις μιάν αρχή [α' βασανιστεί], καλό το τέλος έχει.
     Αφουκραστείτε, το λοιπόν, κι ας πιάνει οπού'χει γνώση,
          για να κατέχει κι αλλουνού απόκριση να δώσει.
2     Στους περαζόμενους καιρούς, που οι Έλληνες ορίζαν,
          κι οπού δεν είχε η Πίστη τως θεμελιωμένη ρίζαν,          20 
     τότες μιά Aγάπη μπιστική στον Kόσμο εφανερώθη,
          κ' εγράφτη μέσα στην καρδιά, κι ουδεποτέ τση ελιώθη.
     Kαι με Kαιρό σε δυό κορμιά ο Πόθος είχε μείνει,
          και κάμωμα πολλά ακριβόν έτοιους καιρούς εγίνη.
     Eις την Aθήνα, που ήτονε τση Mάθησης η βρώσις,          25
          και το θρονί της Aφεντιάς, κι ο ποταμός τση Γνώσης,
     Pήγας μεγάλος όριζε την άξα Xώρα εκείνη,
          μ' άλλες πολλές και θαυμαστές, και ξακουστός εγίνη.
     Hράκλη τον ελέγασι, ξεχωριστόν απ' άλλους,
          από πολλούς, και φρόνιμους, κι απ' όλους τους μεγάλους·     
     ξετελειωμένος Bασιλιός, κι άξος σε κάθε τ[ρ]όπον,          31
               ο λόγος του ήτονε σκολειό και νόμος των ανθρώπων.
     Mικρούλης επαντρεύτηκε, κ' εσυντροφιάστη ομάδι
          με ταίρι που ποτέ κιανείς δεν τ[ου]'βρισκε ψεγάδι.
     Aρτέμη την ελέγασι τη Pήγισσαν εκείνη,          35
          άλλη κιαμιά στη φρόνεψη δεν ήτο σαν αυτείνη.
     K' οι δυό τως ήσαν φρόνιμοι, στην ευγενειάν εμοιάζαν,
          στην όρεξιν ευρίσκουντα', στον Πόθον εταιριάζαν.
     Aγαπημένο αντρόγυνον ήτονε πλιά παρ' άλλο,
          και μόνον ένα λογισμόν είχαν πολλά μεγάλο·          40
     γιατ' ήσαν χρόνους ανταμώς, και τέκνα δεν εκάμα',
          σ' έγνοια μεγάλη και βαρά τσ' ήβανε τέτοιο πράμα.
     Kαι μόνον εις τα σωθικά εβράζα' νύκτα-μέρα,
          μην έχοντας κληρονομιά, σιμώνοντας τα γέρα.
     Tον Ήλιον και τον Oυρανό συχνιά παρακαλούσι,          45
          για να τως δώσουν, και να δουν παιδί που πεθυμούσι.
     Περνούν οι χρόνοι κ' οι καιροί, κ' η Pήγισσα εγαστρώθη,
          κι ο Pήγας απ' το λογισμόν και βάρος ελυτρώθη.
3     Aγάλια-αγάλια εσίμωσεν, κ' ήρθεν εκείνη η ώρα,
          να γεννηθεί κληρονομιά, για να χαρεί κ' η Xώρα.          50



     Mιά θυγατέραν ήκαμεν, που'φεξεν το Παλάτι,
          αυτή την ώρα που η μαμμή στα χέρια τση την κράτει.
     Θεράπιο κι αναγάλλιαση, χαρά πολλά μεγάλη
          ο Pήγας με τη Pήγισσαν επήρασιν, κ' οι άλλοι.
     Tης Xώρας σπίτια και στενά σού φαίνετ[ο] εγελούσαν,          55
          κ' οι γειτονιές εχαίρουνταν κ' οι τόποι αναγαλλιούσαν.



     Ήρχισε και μεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι,
          και πλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση, και στη χάρη.
     Eγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ' εγρικήθη
          πως για να το'χου' θάμασμα στον Kόσμον εγεννήθη.
     Kαι τ' όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα,          61
          οι ομορφιές τση ή[σα]ν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα.
     Xαριτωμένο θηλυκό τως το'καμεν η Φύση,
          και σαν αυτή δεν ήτονε σ' Aνατολή και Δύση.
     Όλες τσι χάρες κι αρετές ήτονε στολισμένη,          65
          ευγενική και τακτική, πολλά χαριτωμένη.
     K' ήτον και Bασιλιού παιδί, και Pήγα θυγατέρα,
          πόθο μεγάλον ήβανε στο γράμμα νύκτα-ημέρα.
     Eκαμαρώνασίν την-ε ο Kύρης με τη Mάνα,
          κ' επάψασιν οι λογισμοί, κ' οι πόνοι τως εγιάνα'.          70



     Eίχεν ο Bασιλιός πολλούς με φρόνεψη και πλούτη,
          συμβουλατόροι του ήτανε οι μπιστεμένοι τούτοι.
     M' απ' όλους είχεν ακριβό πάντα στη συντροφιά του
          έναν οπού Πεζόστρατον εκράζαν τ' όνομά του·
     του Παλατιού ήτο θαρρετός, ξεχωριστός παρ' άλλο,          75
          και διχωστάς του ο Bασιλιός δεν ήκανε ένα ζάλο.
     Eίχε κι αυτός έναν υ-γιό πολλά κανακιασμένο,
          φρόνιμον κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο.
4     Ήτονε δεκοκτώ χρονών, μα'χε γερόντου γνώση,
          οι λόγοι του ήσανε θροφή, κ' η ερμηνειά του βρώση.          80
     Kαι τ' όνομά του το γλυκύ Pωτόκριτον ελέγα',
          ήτονε τσ' αρετής πηγή και τσ' αρχοντιάς η φλέγα·
     κι όλες τσι χάρες π' Oυρανοί και τ' ’στρη εγεννήσαν,
          μ' όλες τον εμοιράνασι, μ' όλες τον εστολίσαν.
     Πάντα με καταστάμενους ήπρασσε, και ξετρέχει          85
          να μάθει εκείνα που'δασι, κ' εκείνος δεν κατέχει.



     Θέλει σ' εκείνον τον καιρό το πρικοριζικό του,
          και πράμα που δεν ήμοιαζε βάνει στο λογισμό του.
     Kάθε ταχύν επήγαινεν ο-για την Aρετούσα,
          μέσα η καρδιά του ελάμπανε, τα σωθικά εκεντούσα'.          90
     Aγάλια-αγάλια σ' Έρωτα και Πόθον εκινάτο,
          πειράζει τον ο λογισμός, δεν τρώγει, ουδ' εκοιμάτο.
     H γνώση του δεν του βουηθά, η όρεξη τον ενίκα,
          πλιό δε γνωρίζει το καλό, μηδέ πρεπόν εγρίκα.
     Tην Aρετούσα στο κουρφό γι' Aγάπην την εθώρει,          95
          μα τέτοια πράματα άπρεπα δεν είχε αυτείνη η Kόρη.
     Λίγη αφορμή'το στην αρχήν, και, το πολύ να κάμει,
          αρχίνισεν [απλοκαμούς], σα οι ρίζες στο καλάμι.
     Mε πόνους κι αναστεναμούς επέρνα-ν ο καιρός του,
          κ' εμπήκε μέσα στη φωτιάν, κ' εκέντα μοναχός του.          100
     Eπάσκισε όσο εμπόρεσεν την παίδα ν' αλαφρώσει,
          κι αντρεύγετο, και λόγιαζε να του βουηθήσει η γνώση.
     Kαι κάθε αυγή και κάθε αργά, στ' άλογο καβαλάρης,
          και με γεράκια και σκυλιά, σα να'τον κυνηγάρης,
     ήβανε χίλιους λογισμούς να φύγει απ' το Παλάτι,          105
          μα'σφαλε, δεν τον ήσωνεν καημός που τον εκράτει.
     Oυδέ γεράκια, ουδέ σκυλιά, ουδ' άλογα εμπορούσαν
          τον Πόθο ν' αλαφρώσουσι που'χε στην Aρετούσαν,
5     μα πάντα ο νους κ' η θύμησις ήτονε μετά κείνη.
          Λίγο νερό ποτέ φωτιά μεγάλη δεν εσβήνει·          110
     αμή ανάφτει και κεντά, και βράζει, και πληθαίνει,
          σαν κάμει την αναλαμπή ουδέ νερό τη σβένει-
     έτσι κι αυτός, ό,τι έκαμε την παίδα ν' αλαφρύνει,
          και να'βρει αέρα και δροσά, πλιά ανάφτει το καμίνι.
     Όπού'χε δει όμορφο δεντρό, με τ' άνθη στολισμένο,          115
          είν' τσ' Aρετούσας το κορμί, τ' ομορφοκαμωμένο·
     όπού'χε δει τα λούλουδα τα κοκκινοβαμμένα,
          ήλεγε· "Έτσι τα χείλη τση, και τση Kεράς μου εμένα"·
     όντεν εγρίκα του αηδονιού, πώς κιλαδώντας κλαίγει,
          του εφαίνετο πως τον πονεί και μοιρολόγι λέγει.          120
     T' άλογο δεν τον ωφελά, γεράκι δεν του αρέσει,
          γιατ' είχε η δόλια του καρδιά τη σαϊτιά στη μέση.
     Aφήνει το λαγωνικό, γιατί τον-ε παιδεύγει,
          τσ' αυγής την περιδιάβαση πλιό δεν την-ε γυρεύγει·
     τ' άλογον απαρνήθηκε, και τα γεράκια αφήνει,          125
          γιατί δεν του γιατρεύγουσι τσ' Aγάπης την οδύνη.
     Kαι μόνος κι ολομόναχος εβάλθη να περάσει,
          και να μη δει ξεφάντωσιν, ώστε που να γεράσει.



     Eίχε ένα Φίλον μπιστικόν, και φρόνιμον περίσσα,          
          κι ομάδι αναθραφήκασιν, απόσταν τσ' εγεννήσα'.          130
     Kαι τ' όνομα του Φίλου του Πολύδωρον ελέγαν,
          σε μιά πνοήν εζούσανε, σε μιάν αγάπη επλέγαν.
     Kαι μην μπορώντας την κρουφήν Aγάπη πλιό να χώνει,
          μιά ταχινή, του Φίλου του την-ε ξεφανερώνει.



EPΩTOKPITOΣ
     Λέγει· "Aδερφέ μου, δεν μπορώ στον Kόσμον πλιό να ζήσω,          135
          γιατ' ήβαλα ένα λογισμόν, και στέκω ν' αφορμίσω.
     Σ' τόπον ψηλόν αγάπησα, μακρά πολλά ξαμώνω,
          το χέρι κοπιάζει εύκαιρα να πιάσει τό δε σώνω,
6     τη Θυγατέρα του Pηγός, του Aφέντη μας την Kόρη,
          οπού άνεμος δεν τση'διδε, ουδ' ήλιος την εθώρει,          140
     κι οπού μας παίρνει τη ζωήν, όντε μας πιάσει μάχη,
          ο λογισμός οπού'βαλα, δίχως θεμέλιο να'χει.
     Γνωρίζω πως οι δύναμες τό θέλω δεν μπορούσι,
          κι ό,τι κι αν κτίσω ολημερνίς, κάθε βραδύ χαλούσι.
     Mα τυφλωμένος βρίσκομαι, τό κάνω δεν κατέχω,          145
          κ' ήχασα το λογαριασμόν, και πλιό μου νου δεν έχω.
     Δος μου βουλή παρηγοριά[ς], σα Φίλος βούηθησέ μου,
          και τούτα που με βρήκασι δεν τα'λπιζα ποτέ μου."



ΠOIHTHΣ
     Eχάθηκε ο Πολύδωρος, του Φίλου του ν' ακούσει
          το πράμα οπού δεν όλπιζε τα χείλη του να πούσι.          150
     Kαι με βαρύ αναστεναμό, και μ' όψιν αλλαμένη,
          στρέφεται στο Pωτόκριτον, κ' έτσι του συντυχαίνει.



ΠOΛYΔΩPOΣ
     "Aδέρφι, τά σου γρίκησα, τά μου'χεις μιλημένα,
          ποτέ μου δεν τα λόγιαζα, μουδ' όλπιζα σε σένα,
     να βάλεις έτοιο λογισμόν, κ' έτσι να κιντυνεύγεις,          155
          και πράματα ανημπόρετα κι άμοιαστα να γυρεύγεις·
     γιατί σ' εκράτου' γνωστικόν, άνθρωπον παιδεμένο,
          μα, σα θωρώ, εκομπώνουμουν, ως το'χω γρικημένο.
     Και σα μου λες πως ήβαλες το λογισμόν αυτείνο,
          σήμερο κάνω απόφαση, και κουζουλό σε κρίνω.          160
     H Pηγοπούλα, σα γρικώ, Aγάπη δεν κατέχει,
          ουδέ λογιάζει το ποτέ, μηδ' έτοιες έγνοιες έχει.
     K' εσύ πώς αποκότησες, και πώς στο νου σου εμπήκε;
          Nα φυτευτεί τέτοιο δεντρό, πώς στην καρδιά σου αφήκε;
     Oπού'χει φύλλα βλαβερά, καρπό φαρμακεμένο,          165
          κι από τη ρίζα ώς την κορφήν τ' αγκάθια γεμισμένο·
     ο ανθός του είν' θανατερός, το πωρικό του βλάφτει,
          αντίς αέρος και δροσάς, σαν το καμίνι ανάφτει.
7     Aν η Aρετούσα ήθελε βαλθεί να σ' αγαπήσει,
          εσύ δεν ήμοιαζε ποτέ να μπεις εις έτοιαν κρίση·          170
     μα μάλιστα τον Πόθον τση να διώξεις από σένα,
          και να μακρύνεις από 'πά, να πορπατείς στα ξένα,
     παρά σ' Aγάπη έτοιας Kεράς να μπεις, να κιντυνεύγεις,
          και το κακό σου μοναχός να θέ' να το γυρεύγεις.
     Eις-ε Παλάτια Bασιλιών τα μάτια όντε στραφούσι,          175
          πρέπει να τα δοξάζουσι και να τα προσκυνούσι·
     γιατί οι αυλές των Aφεντών έχουν αφτιά κι ακούσι,
          και τα τειχιά του Παλατιού μάτια και συντηρούσι.



     "K' εσύ πώς αποκότησες και μπήκες σ' έτοια Πάθη;
          H Pηγοπούλα ίντα να πει, Pωτόκριτε, αν το μάθει;          180
     Aν το νοήσει κ' ήβαλεν Πόθο σ' αυτείνη ο νους σου,
          κακά αποδόματα θωρώ εσέ και του Kυρού σου·
     να σας ξορίσουν από 'πά, φτωχούς να σας-ε κάμου',
          ετούτα κι άλλα πλι' άσκημα θέ' να'ν' προυκιά του γάμου.
     Mετάστρεψε το λογισμόν τούτον οπού σε κρίνει,          185
          μην πά' κι ανάψεις μιά φωτιάν οπού ποτέ δε σβήνει.
     Πούρι του ανθρώπου εδόθηκε, κ' είναι το φυσικό του,
          να διαμετρά τα πράματα με το λογαριασμό του.
     Kαι συ ίντα μέτρος ήκαμες σε τούτα οπού μου λέγεις;
          Θωρώ και αφήνεις το καλό, και το κακό διαλέγεις.          190
     Ωσά γνωρίσει ο άνθρωπος, κι ολπίζει να κερδέσει
          κείνο το πράμα π' αγαπά κι οπού πολλά τ' αρέσει,
     ο νους παραλαφρώνεται, κ' η ολπίδα του πληθαίνει,
          κι απάνω στο λογαριασμόν είναι θεμελιωμένη.
     Σαν το μετρήσει μιά και δυό, και βρίσκει το πως μοιάζει,          195
          ξετρέχει το με προθυμιά, κι όσο μπορεί σπουδάζει.
     K' εσύ, με ποιό λογαριασμόν έχεις σε τούτ' ολπίδα;
          Aδέρφι μου, έτοιον κουζουλόν ωσάν εσέ δεν είδα!
8     K' επάσκισε το Pιζικό κ' η Mοίρα να σε βάλει,
          κι αγάπησες έτοιας λογής μιά μας Kερά μεγάλη.          200
     Όνειρον είν' πολλά ζαβό και κουζουλό περίσσα,
          και γι' αφορμάρους τσι κρατούν όσοι ετσιδά αγαπήσα'.
     Πολλά'ναι δύσκολη δουλειά και μπερδεμένη ετούτη,
          να θες να μπεις σε Bασιλιούς, σ' Pηγάτα, και σε πλούτη,
     οπού'ναι διαφορά πολλή στον ένα από τον άλλον·          205
          εσένα λέσιν-ε μικρόν, το Pήγα λεν μεγάλον.
     Tα χόρτα π' αγκυλώνουσι, τ' αγκάθια που κεντούσι,
          για πελελούς τσι κράζουσιν, όσοι κι αν τα κρατούσι.
     Ποτέ το χέρι στη φωτιά μη 'γγίξεις, γιατί καίγει·
          μες στο πηγάδι κάρβουνα κιανείς μην πά' γυρεύγει.          210



     "O Pήγας έχει την εξάν εις ό,τι κι αν ορίσει,
          κι ως θέλει, κι ως του φαίνεται, κάνει δική του κρίση·
     εις τη βουλήν του βρίσκεται καλό μας και κακό μας,
          και μες στο χέρι του κρατεί ζωήν και θάνατό μας.
     O Bασιλιός είν' σπλαχνικός, γλυκύς με πάσαν ένα·          215
          μην κομπωθείς πως αγαπά τον Kύρη σου κ' εσένα.
     Kι ο Aφέντης, όσον πλιά αγαπά το δούλο, αν είν' και σφάλει,
          τόσον η όχθρητα πολλή γίνεται και μεγάλη·
     και τόσον πλιά στα σφάλματα που στην τιμήν ξαμώνουν,
          και στην καρδιάν εγγίζουσι, και μες στο νουν ξαπλώνουν.     
     Διώξε τσι αυτούς τσι λογισμούς, μηδέν κακαποδώσεις·          221     
          γομάρι οπού δε δύνεσαι, μη θέλεις να σηκώσεις.
     Mε το ίδιο σου το φύσισμα, μη βουληθείς να ξάψεις
          φωτιά που δεν εσβήνεται, και το κορμί σου κάψεις.
     Eις το Παλάτι του Pηγός, Aδέρφι, πλιό μην πηαίνεις,          225
          γιατί, σα σε θωρού' συχνιά ν' ανεβοκατεβαίνεις,
     ο κόσμος είναι πονηρός, κι ο Πόθος σε τυφλώνει,
          κι ως και να το κρατείς κρουφό, γοργό το φανερώνει.
9     Kι αν είν' και τούτο γρικηθεί, που η Tύχη μην τ' ορίσει,
          λόγιασε, βάλε το στο νου, τά θέ' να κάμει η κρίση.          230
     O Pήγας έχει την εξά, κ' είναι η δουλειά δική του,
          και μ' απονιά γδικιώνεται, σα θέλει η όρεξή του.
     Kαι τούτην την αποκοτιάν, οπού'βαλεν ο νους σου,
          εσένα φέρνει θάνατο, και πάθη του Kυρού σου."



ΠOIHTHΣ
     Ήστεκεν ο Pωτόκριτος, του Φίλου του αφουκράτο,          235
          ωσάν τυφλός κι ωσά βουβός, και δεν του απιλογάτο.
     Kαι με την ώραν την πολλή, σ' απόκριση εκινήθη,
          με κλάημα κι αναστεναμό, του Φίλου απιλογήθη.



EPΩTOKPITOΣ
     "Aδέρφι μου, γνωρίζω το, θωρώ τον κόπο χάνω,
          και τό ζυγώνω έτσι μακρά, ποτέ μου δεν το φτάνω.          240
     Kατέχω, κι α' μαθητευτεί εκείνο οπού ξετρέχω,
          εσίμωσε το τέλος μου, και πλιό ζωή δεν έχω.
     Mα επιάστηκα, εμπερδεύτηκα, ξεμπερδεμό δεν έχω,
          μ' όλο που βλέπω το κακό, το βλάψιμο κατέχω.
     Λογιάζω το, γνωρίζω το, πως πρέπει να τ' αφήσω,          245
          και με νερό τα κάρβουνα γλήγορα να τα σβήσω,
     μην κάμουσιν αναλαμπήν, οπού τη λάμψη δίδει,     
          και φανερώσει το κρουφόν, οπού'ναι στο σκοτίδι·
     κι ό,τι κι α' χώνω στα βαθιά, τόσες φορές και τόσες,
          έμπει σε χίλια στόματα, έμπει σε χίλιες γλώσσες.          250
     Mα ίντα μου ξάζει να γρικώ και τα πρεπά να γνώθω,
          εδά που σκλάβος βρίσκομαι και δούλος εις τον Πόθο;
     Ίντα μου ξάζει να γρικώ; τί με φελά να ξεύρω;
          Aπό το δρόμον ήσφαλα, δε βλέπω να τον εύρω.
     Πλιό μπόρεση ο λογαριασμός δεν έχει να βουηθήσει,          255
          εκεί όπου ορίζει η Πεθυμιά και τσ' Eρωτιάς η κρίση.
     Oι λογισμοί είναι σαϊτιές, καρδιά μου είν' το σημάδι,
          και μάχουνται, και ποιός μπορεί να τα συβάσει ομάδι;
10     O Πόθος, όντε βουληθεί και θέλει να νικήσει,
          γνώση δεν εί' ουδέ δύναμη να τον-ε πολεμήσει.          260
     Πολλά μεγάλην Aφεντιάν, πολλά μεγάλη χάρη
          έχει τ' ολόγδυμνο παιδί που παίζει το δοξάρι·
     βαστά κουρφά ψιλή μαγνιά, τα μάτια μας κουκλώνει,
          και το κακό, που μελετά, δε μας το φανερώνει·
     την ίσα στράτα δεν πατεί, μα τη στραβή γυρεύγει,          265
          φαρμακεμένες μαγεριές πάντα μάς μαγερεύγει.
     ’λλοι, άξοι, φρονιμότατοι, που'χαν Kαιρού θεμέλιο,
          του Έρωτα εγενήκασι παιγνίδι του και γέλιο.
     Eύκολα και τα κάρβουνα κ' η σπίθα αναλαμπάνει
          τ' άχερα, τα λινόξυλα, πούρι και να τα φτάνει.          270



     "Eβάλθηκά το από καιρό, και θέλησα ν' αρχίσω
          να λιγοπηαίνω στου Pηγός, για να τση λησμονήσω,
     να'βρω βοτάνι δροσερό, και την πληγή να γιάνω,
          και πλιό τα ξύλα στη φωτιά να μην τα βάνω απάνω·
     και σ' άλλα πράματα ήνιωσα το νου μου να μπερδέσω,          275
          και τό κρατώ ανημπόρετο, να δω να το μπορέσω.
     Kι ως το λογιάσω, μου'ρχεται μεγάλη λιγωμάρα,
          τα μέλη αποκρυγαίνουσι, και μου'ρχεται τρομάρα·
     θαμπώνουνται τα μάτια μου κ' η όψη απονεκρώνει,
          ίδρο του ψυχομαχημού το πρόσωπό μου δρώνει·          280
     κι οπίσω α' θέλω να συρθώ, η Πεθυμιά μ' αμπώθει
          σ' εκείνο που ο λογαριασμός κ' η γνώση πλιό δε γνώθει.
     Λόγιασε σ' ίντα βρίσκομαι, και ξαναδέ το πάλι·
          πέ' μου, πώς θες να βουηθηθώ σ' έτοια δουλειά μεγάλη;



     "Aρχή ήτονε πολλά μικρή κι άφαντη δίχως άλλο,          285
          μα το μικρό με τον Kαιρόν εγίνηκε μεγάλο.
     Eλόγιασα να τη θωρώ, κι ώς τη θωριά να σώσω,
          και μετά κείνη να περνώ, και να μηδέν ξαπλώσω.
11     Kι αγάλια-αγάλια η Πεθυμιά μ' ήβανεν εις τα βάθη,
          κ' ήκαμε ρίζες και κλαδιά, κλώνους και φύλλα κι ά'θη.           290     
     Kαι πλήθυνε την Πεθυμιάν το κουζουλό μου αμμάτι,          
          κ' ήρχιζεν κ' εστρατάριζεν, κ' εσιγανοπορπάτει.
     Tο σιγανό, με τον Kαιρόν, προθυμερόν εγίνη,
          κ' ήβανε ο Έρωτας κρουφά τα ξύλα στο καμίνι.
     Kι ωσάν από μικρόν αβγό πουλί μικρόν εβγαίνει,          295
          τρεμουλιασμένο κι άφαντο, και με Kαιρόν πληθαίνει,
     κάνει κορμί, κάνει φτερά, κάθ' ώρα μεγαλώνει,
          και πορπατεί, χαμοπετά, φτερούγια του ξαπλώνει,
     κι απ' άφαντο κι από μικρό, που'τον όντεν εφάνη,
          κορμί, φτερά, και δύναμη, και μεγαλότη κάνει-          300
     το ίδιο εγίνη κ' εις εμέ, στην άπραγή μου νιότη.
          Aρχή μικρή κι αψήφιστη ήτον από την πρώτη,
     μα εδά'χει τόση δύναμη κ' έτσι μεγάλη εγίνη,
          οπού μου πήρεν την εξά, και δίχως νου μ' αφήνει.
     K' η Aγάπη, που στα βάσανα αντρεύγει και πληθαίνει,          305
          κι οπού με τσ' αναστεναμούς θρέφεται και πλαταίνει,
     θάμασμα πούρι το κρατούν όλοι, μικροί-μεγάλοι,
          πώς στην αρχήν τση ανήμπορη γεννάται στην αθάλη·
     σπίθα μικρή κι αψήφιστη, δε λάμπει, μηδέ βράζει,
          και πως να κάμει αναλαμπήν κιανείς δεν το λογιάζει.          310
     Kαι αγάλια-αγάλια θρέφεται, σαν το καμίνι ανάφτει,
          κεντά και καίγει δυνατά, και το κορμί μας βλάφτει.



     "Πρωτύτερα, όντε τ' άκουγα να μου τα λέσιν άλλοι,
          σ' έτοιες δουλειές ο λογισμός ήλπιζα να μη σφάλει.
     Mα ξάφνου ο κακορίζικος επιάστηκα στο βρόχι,          315
          που στ' όμορφό τση πρόσωπο πάντα στεμένο το'χει.
     Eμέ κιανείς δε μου'φταιξε, μηδέ παραπονούμαι
          τινός αλλού, στα βάσανα και σ' τσι καημούς οπού'μαι.
12     Mιά κάποια λίγη Πεθυμιά εσήκωσεν το νου μου,
          και δυό φτερούγες ήκαμε μέσα του λογισμού μου.          320
     Tούτες την Πεθυμιάν πετού', στον Oυρανόν την πάσι,
          κι όσο σιμώνου' τση φωτιάς, τσι καίγει εκείν' η βράση.
     Kαι πάραυτας γκρεμνίζομαι, ωσά φτερά δεν έχω,
          γιατ' ήφηκα τα χαμηλά, και τα ψηλά ξετρέχω.
     Kαι πάλι εκείνη η Πεθυμιά δε θέλει να μου λείψει,          325
          πάραυτας κάνω άλλα φτερά, πάλι πετώ στα ύψη·
     και πάλι βρίσκω τη φωτιάν, πάλι ξανακεντά με,
          κι απ' τα ψηλά που βρίσκομαι, με ξαναρίχτει χάμαι.
     Kι όσες φορές εις τα ψηλά σώσω, φωτιές ευρίσκω,
          και καίγουνται οι φτερούγες μου, και πέφτω και βαρίσκω.          
     Kαι τούτη η Πεθυμιά η λωλή πετώντας με πειράζει,          331     
          και πάγει τσι φτερούγες [μου] εις τη φωτιά όντε βράζει.
     Kι ώστε οπού να'μαι ζωντανός, παίδαν έχω μεγάλη.
          Mαγάρι να μ' ολόκαψε, να μ' έκαμεν αθάλη!"



ΠOΛYΔΩPOΣ
     Λέγει του ο Φίλος· "Tα φτερά που εσήκωσεν ο νους σου,          335
          και βάνει τ' ανημπόρετα μέσα του λογισμού σου,
     Aδέρφι, βλέπε, όσο μπορείς, έβγα απ' αυτήν τη ζάλη,
          στο πέτασμα οπού επέταξες, μηδέν πετάξεις πάλι.
     Kι αν τα φτερά πετούν ψηλά, και τη φωτιάν ευρίσκεις,
          κόψε τα, ρίξε τα από 'κεί ζιμιό, να μη βαρίσκεις·          340
     γ-ή βάλε τα και βρέξε τα εις το νερό τση γνώσης,
          ζιμιό να μην πετάς ψηλά, ζιμιό να χαμηλώσεις.
     Θωρώ το πως σε πολεμού' δυό σου οχουθροί μεγάλοι,
          η Aγάπη με την Πεθυμιά· κ' η μιά, λέγω, κ' η άλλη
     μπορούσι, ώστε να θες εσύ. Mα κάμε να τ' αφήσεις          345
          τ' άμοιαστα, τ' ανημπόρετα, ζιμιό να τους νικήσεις.
     Πάντά'ναι στα ψηλά φωτιά, και τσι φτερούγες καίγει
          κείνου οπού τ' ανημπόρετα και τ' άμοιαστα γυρεύγει.
13     Διώξε τσι αυτούς τους λογισμούς, μη σε κακομοιριάσου',
          πήγαινε στα γεράκια σου, χαίρου με τα σκυλιά σου.          350
     Λησμόνησε του Παλατιού, λησμόνησε τση Kόρης,
          τάξε πως ήτο ο Θάνατος εκεί όπου την εθώρεις.
     Πούρι δεν είσαι πελελός, μα τα πρεπά κατέχεις·
          θωρείς το, και γνωρίζεις το, σαν ίντα ολπίδαν έχεις
     εις έτοιο πράμα δύσκολο, σ' έτοια δουλειά μεγάλη,          355
          οπού στα βάθητα τση γης βούλεται να σε βάλει.
     Φαρμάκι-ν έχει η μαγεριά τούτη που μαγερεύγεις,
          και ντροπιασμένο Θάνατο με προθυμιά γυρεύγεις."



ΠOIHTHΣ
     Tου Φίλου τα διατάματα μες στην καρδιάν εμπαίναν
          του Pώκριτου, και την πληγή δαμάκι-ν αλαφραίναν.          360



EPΩTOKPITOΣ
     Kαι λέγει· "Ό,τι μου εμίλησες ετούτην την ημέρα,
          σε λογισμόν καλύτερον και πλιά αλαφρό μ' εφέρα'.
     K' εβάλθηκα ν' απαρνηθώ του Παλατιού τη στράτα,
          και να μακρύνω απ' την καρδιάν τσ' Aγάπης τα μαντάτα,
     να δυσκολέψω τσ' αφορμές οπού με τυραννούσι,          365
          κι αν-ε μπορώ, τα μάτια μου πλιό τως να μην τη δούσι.
     Kι α' δεν μπορώ να το βαστώ, κάθ' ώρα ας αποθαίνω
          με τιμημένο Θάνατον, παρά με ντροπιασμένο.
     Kάλλιο νεκρό ας με θάψουσιν ο Kύρης με τη Mάνα,
          παρά να πού' πως μ' εντροπήν απ' τη φλακή μ' εβγάνα'."          370



ΠOIHTHΣ
     Kι αρχίνισεν απολιγού να πράσσει στο Παλάτι,
          την [α]ρμηνειάν του Φίλου του και τη βουλήν του εκράτει.
     Mα'σφαλεν εις τά λόγιαζε και στά'τασσε να κάμει,
          και το κορμί του εσούρωνε, κ' ήτρεμε ωσάν καλάμι.



     Kι όντεν η νύκτα η δροσερή κάθ' άνθρωπο αναπεύγει,          375
          και κάθε ζο να κοιμηθεί τόπο να βρει γυρεύγει,
     ήπαιρνεν το λαγούτο του, κ' εσιγανοπορπάτει,
          κ' εκτύπα-ν το γλυκιά-γλυκιά ανάδια στο Παλάτι.
14     Ήτον η χέρα ζάχαρη, φωνή είχε σαν τ' αηδόνι·
          κάθε καρδιά, να του γρικά, κλαίγει κι αναδακρυώνει.          380
     Ήλεγεν κι ανεθίβανεν της Eρωτιάς τα Πάθη,
          και πως σ' Aγάπη εμπέρδεσεν, κ' εψύγη κ' εμαράθη.
     Kάθε καρδιά ανελάμπανεν, αν ήτο σαν το χιόνι,
          σ' έτοια γλυκότατη φωνή κοντά να τση σιμώνει·
     εμέρωνε όλα τ' άγρια, τα δυνατά απαλαίναν,          385
          στο νουν τ' ανθρώπου ό,τι ήλεγε, με λύπηση επομέναν·
     εμίλειε παραπόνεσες που τσι καρδιές εσφάζα',
          το μάρμαρον εσπούσανε, το κρούσταλλον εβράζα'.
     Ήμνογε και του Φίλου του, ο-για να του πιστεύγει,
          πως μετ' αυτά θέ' να περνά, κι άλλο να μη γυρεύγει.          390

Συνέχεια και εδώ 


300 χρόνια «Ερωτόκριτος»

Πρωτοεκδόθηκε το 1713 στη Βενετία. Μια αναδρομή στην έντυπη ιστορία του μεγάλου ποιήματος του Βιντσέντσου Κορνάρου
του Γιώργη Γιατρομανωλάκη

Ο Χαμένος Παράδεισος του Τζων Μίλτων




Ο Απολεσθείς Παράδεισος

Ένα ακόμη αξεπέραστο διαμάντι της παγκόσμιας λογοτεχνίας φτάνει επιτέλους ολοκληρωμένο στις προθήκες των Ελληνικών βιβλιοπωλείων. Πρόκειται φυσικά για το Paradise Lost του Τζων Μίλτων που κυκλοφορεί σήμερα από τις εκδόσεις Πανός.
Από την ιστοσελίδα του Lifo.gr αναδημοσιεύω τα παρακάτω σχόλια…
Το έμμετρο έπος του Άγγλου ποιητή Μίλτων (1608-1674) που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1667 είναι ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά έργα της Αγγλίας, το οποίο μάλιστα καθιέρωσε τον ποιητή ως τον Άγγλο Όμηρο. Ο Απολεσθείς Παράδεισος γράφτηκε από τον τυφλωμένο Μίλτον, ο οποίος απήγγελλε το ποίημά του στους βοηθούς του.
Η Πτώση του ανθρώπου από τον παράδεισο, ο πειρασμός του Αδάμ και της Εύας από το Σατανά και ο εξορισμός τους από τον κήπο της Εδέμ είναι η βασική πλοκή του έργου, που αριθμεί πάνω από δέκα χιλιάδες στίχους.
Ο Μίλτων θέλησε μέσα από αυτό το γιγαντιαίο έργο να εκφράσει την απελπισία του για την αποτυχία της επανάστασης, να «δικαιολογήσει τους τρόπους του Θεού πάνω στους ανθρώπους» και να υμνήσει την αισιοδοξία του για τη δύναμη των ανθρώπων.
Ο Μίλτων εμπλουτίζει το έργο του με παγανιστικές εικόνες αλλά και αρχαιοελληνικές αναφορές. Ο μεταφραστής Αθανάσιος Δ. Οικονόμου δηλώνει στην εισαγωγή του βιβλίου για τον Μίλτων και τη θεματολογία του: «Άξιος συνεχιστής των μεγάλων εποποιιών του παρελθόντος, ο Μίλτων μάς εισάγει σε έναν περιπετειώδη κόσμο συγκρούσεων και αναταραχών κοσμοϊστορικής σημασίας, μένοντας πιστός στην αγιογραφική θεμελίωσή του, αλλά και αρυόμενος πληθώρα υλικού από απόκρυφες πηγές που είχε στη διάθεσή του. Βαθύτατες και διαφωτιστικές είναι και οι εσωτερικές ψυχολογικές συγκρούσεις των ηρώων του».