Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2015

Σπένσερ, Έντμουντ (Spenser) 1552 περίπου –Λονδίνο 1599)

Πήγή:https://thepoetoftheuniverse.wordpress.com/2013/03/27/εντμουντ-σπενσερ/


ΕΝΤΜΟΥΝΤ ΣΠΕΝΣΕΡ

ΕΝΤΜΟΥΝΤ ΣΠΕΝΣΕΡ [EDMUND SPENCER (1552-1599)]: Έτσι, σαν κυνηγός, που απ’ το κυνήγι
Έτσι, σαν κυνηγός, που απ’ το κυνήγι
κουράστηκε, θωρώντας να ’χει φύγει
μακριά τ’ αγρίμι, και κάθεται σ’ έναν
ίσκιο πλάι σε σκυλιά λαχανιασμένα,
όμοια, αφού την κυνήγησα του κάκου
κι άφησα το κυνήγι κουρασμένος,
ξαναγύρισεν η όμορφη λαφίνα
στο ρυάκι το πλαϊνό να ξεδιψάσει.
Τότε, πιο μαλακά κοιτάζοντάς με
στάθηκε εκεί χωρίς να με φοβάται·
μισότρεμε ως την άγγιξα μονάχα,
και την έδεσα με τη θέλησή της.
Παράξενο, ένα ζώο τόσο άγριο, αλήθεια,
τόσο εύκολα ν’ αφήσει να το πιάσουν.

Μετάφραση: Άρης Δικταίος
ΕΝΤΜΟΥΝΤ ΣΠΕΝΣΕΡ [EDMUND SPENCER (1552-1599)]: Στην άμμο τ’ όνομά της έγραψα μια μέρα
Στην άμμο τ’ όνομά της έγραψα μια μέρα,
αλλά τα κύματα που ήρθανε το σβήσαν·
το ξαναγράφω πάλι, για φορά δευτέρα,
μα οι παλίρροιες και πάλι τ’ αφανίσαν.
‘‘Μάταιε’’, μου ’πε, ‘‘που πασχίζεις μάταια,
πράγμα φθαρτό, αθάνατο να κάνεις,
έτσι κι εγώ θα φύγω, θα γινώ κομμάτια,
όπως το όνομά μου, και με χάνεις’’.
‘‘Όχι’’, της είπα ’γω, ‘‘στη γη ας χαθούνε
τα όντα τα κοινά και σκόνη ας γινούνε·
τις χάρες σου οι στίχοι μου θα υμνούνε
κι αθάνατο θα κάνουν τ’ όνομά σου.
Ώσπου ο θάνατος τον κόσμο καταβάλει,
η αγάπη μας θα ζει κι αιώνια θα θάλλει’’.

Μετάφραση: Πάνος Καραγιώργος

Ο μεγαλύτερος λυρικός της ελισαβετιανής εποχήςΣτο Καίμπριτζ συνδέθηκε φιλικά με τον Γκάμπριελ Χάρβεϊ, ο οποίος κατόπιν τον παρουσίασε στο Σίντνεϊ. Ο τελευταίος του εξασφά-λισε μια θέση γραμματέα κοντά στον κόμη του Λέστερευνοούμενο της βασίλισσας.
 Ο Σπένσερ  είχε έτσι την ευκαιρία να ζήσει για λίγο καιρό στο Λονδίνοσεεπαφή με το περιβάλλον της αυλής και έχοντας την εκτίμηση και τη φιλία των ανθρώπων του πνεύματοςΩς διοικητικός υπάλληλος στάλθηκε στην Ιρλανδίαγραμματέας του Λόρδου Καγκελάριου.
      Το 1589 έκανε μια πρώτηπροσπάθεια να επιστρέψει στο Λονδίνοπαίρνοντας μαζί του τους τρεις πρώτους τόμους του αριστουργήματος του "Η βασίλισσα των νεράιδων", που δημοσιεύτηκαν το 1590Ένα δεύτερο ταξίδι (1595με άλλα τρία βιβλίαυπήρξεακόμα λιγότερο καρποφόροκαι στην επιστροφή του στην Ιρλανδία ο Σπένσερ  αναγκάστηκε να φύγει με τη γυναίκα και ταπαιδιά του στο Κορκενώ οι Ιρλανδοί επαναστάτες έκαιγαν το σπίτι τουτον πύργο του Κίλκολμανπου του είχεπαραχωρηθεί
 προηγουμένωςΣτην πυρκαγιά χάθηκαν και άλλοι τόμοι της Βασίλισσας των νεράιδων
Πέθανε ξαφνικά κατά τη διάρκεια του τρίτου ταξιδιού του στο Λονδίνο το 1599Τα έξοδα της κηδείας του τα πλήρωσε οκόμης του Έσεξπου θέλησε να θάψει το Σπένσερ δίπλα στον
 Τσώσερστο αβαείο του ΟυεστμίνστερΓια τη Βασίλισσατων νεράιδωνπου έπρεπε να αποτελείται από 12 τόμουςαπό τους οποίους μόνο 6 και ένα μέρος του έβδομουδιασώθηκανο Σπένσερ  εργάστηκε είκοσι χρόνιαΤο ποίημα είναι μια ηθικοδιδακτική αλληγορία
χωρισμένη σε ωδές μεστροφές 9 στίχωνπάνω στα ίχνη του "Μαινόμενου Ορλάνδου" και της "Απελευθερωμένης Ιερουσαλήμ¨ (μεγαλύτερηομοιότητα παρουσιάζει με το έργο του 
Τάσο): η βασίλισσα των νεράιδων είναι η Ελισάβετ και καθένας από τους 12 ιππότες της   αυλής της αντιπροσωπεύει μια ηθική αξίαΗ αληθινή ποιητική φλέβα του Σπένσερ πρέπει ωστόσο να αναζητηθεί στην ικανότητα του να δίνει με μεγάλη λεπτότητα και κομψότητα 
χρωμάτων και περιγραφών τονπερίγυρο της ελισαβετιανής αυλής της ΑναγέννησηςΑπό τα πολλά άλλα έργα του ΣπένσερΤο ημερολόγιο του βοσκού(1589), αφιερωμένο στο
 Σίντνεϋείναι μια σειρά από βουκολικά ποιήματαείδος που για πρώτη φορά εισήγαγε ο 
Σπένσερ την Αγγλίαενώ οι τέσσερις Ύμνοι προς τιμή της αγάπης και της ομορφιάς (1596μπορούν να θεωρηθούν το λογοτεχνικό μανιφέστο της Αναγέννησης στην Αγγλία· στα 
ποιήματα αυτάπου εκδόθηκαν μετά τη συλλογήσονέτων Μικρές αγάπες (1595και των 
λυρικών Επιθαλάμιο (1595και Επιστροφή του Κόλιν Κλάουτ (1595),αλληγορία του 
απογοητευτικού ταξιδιού στο Λονδίνο (που ο Σέκανε το 1589), προσθέτονται επίσης το
Προθαλάμιο (1596και άλλαμικρότερης αξίας έργαακόμα και πεζογραφικά.


                                     Πουσσέν “Et in Arkadia ego”

Ο Άγγλος βουκολικός ποιητής και συγγραφέας Έντμουντ Σπένσερ (1552-1599) επαναφέρει ξανά με το έργο του The Shepheardes Calendar («Το ημερολόγιο του βοσκού») το 1579 την παράδοση της μορφής των Εκλογών του Βιργιλίου. Η μορφή του ημερολογίου με τις 12 Εκλογές/ στροφές (μια για κάθε μήνα) παραπέμπει στην κυκλική πορεία της φύσης. Το έργο αυτό αντιδρούσε συνάμα στα πολιτικά γεγονότα της εποχής εκείνης, όπως ο εφήμερος γάμος από σκοπιμότητα ανάμεσα στη βασίλισσα Ελισάβετ Α’ και τον Duc D’ Alençon (δούκα ντ’ Αλενσόν). Η κριτική και ο σχολιασμός εκείνου του γεγονότος εκφράζεται εδώ μέσα από τη μορφή της βουκολικής ποίησης. Δίπλα στον Σαίξπηρ και τον Σπένσερ, ο σερ Φίλιπ Σίντνεϊ (1554-1586) θεωρείται ο τρίτος μεγαλύτερος συγγραφέας της Αναγέννησης. Το Wilton House, η μόνιμη κατοικία της οικογένειας Χέρμπερτ οι οποίοι έδρευαν εκεί ως Earls of Pembroke επί 460 χρόνια, αποτέλεσε το σκηνικό και για τα δύο περίφημα αρκαδικά του μυθιστορήματα.
 Ο Σίντνεϊ τα έγραψε για την αδερφή του, την Countess of Pembroke στο Wilton House στην αγγλική πόλη Γουίλτσαϊρ. Ως κοσμική κυρία της βασίλισσας Ελισσάβετ Α’ υπήρξε και η ίδια ποιήτρια και μεταφράστρια καθώς και υπέρμαχος της τέχνης και της ποίησης ασκώντας μεγάλη επιρροή καθώς στην έπαυλή της ήταν πάντα ευπρόσδεκτοι σπουδαίοι καλλιτέχνες. Ένα μεγάλο μέρος της Old Arcadia προέκυψε στο Wilton House από το 1577 και μετά, καθώς ο Σίντνεϊ αποσύρθηκε το 1580 σε εκείνη την αριστοκρατική έπαυλη. 
 Τα εκτενή αριστουργήματά του The Countess of Pembroke ’s Old Arcadia και New Arcadia πραγματεύονται την αγάπη των δύο Ελλήνων πριγκιπών, του Πυροκλή και του Μουσίδωρου, για τις δύο πριγκίπισσες της Αρκαδίας Φιλοκλέα και Πάμελα. Με σκοπό να φτάσουν στις πριγκίπισσες που κρατούνταν κρυφά στην εξοχή, ντύνεται ο Πυροκλής ως Αμαζόνα και ο Μουσίδωρος ως βοσκός. Κάθε είδους ερωτικά μπερδέματα, ιπποτικοί αγώνες, δολοπλοκίες της Αυλής καθώς και ο αγώνας της θεάς Αφροδίτης στον Τρωϊκό πόλεμο ακολουθούν εν μέρει πρότυπα όπως το έργο Αρκαδία του Σαννατζάρο, Αμίντα του Τάσο, αλλά και τον Αινεία του Βιργιλίου, τοOrlandofurioso(«Μαινόμενος Ορλάντο») του Ιταλού ποιητή Λουδοβίκου Αριόστο, το Μεταμορφώσεις ή Ο χρυσός γάιδαρος του Λατίνου συγγραφέα Λεύκιου Απουλήιου, ή το έργο Roman de Troie του Μπενουά ντε Σάιντ – Μωρ.


Η Αρκαδία και η ηρωϊκή ζωγραφική τοπίων

Εκτός από τη λογοτεχνική πρόσληψη του αρκαδικού στοιχείου θα αποκτούσε μεγάλη σημασία και η ενασχόληση των εικαστικών τεχνών με το θέμα αυτό. Από το τέλος του 16οαιώνα εικαστικοί καλλιτέχνες ασχολήθηκαν εντατικά με το θέμα Αρκαδία. Η απεικόνιση του φυσικού τοπίου έγινε σταδιάκα ένα αυτοτελές μοτίβο. Μυθολογικές ή βιβλικές σκηνές έδιναν συνήθως μόνο την πρόφαση για τη πνευματική σύλληψη ενός φυσικού τοπίου ή μιας ιδεατής σύνθεσης φυσικών τοπίων η οποία εμπλουτιζόταν μετά από λεπτομερείς παρατηρήσεις. Η Ιταλία, κυρίως, με τα αρχαία ερείπιά της αποτέλεσε θαυμαστό πρότυπο των ζωγράφων και του βορρά, οι οποίοι ταξίδευαν συνεχώς στη Ρώμη και σε άλλες πόλεις διαμορφώνοντας διαρκώς καινούριες σκηνές φυσικών τοπίων.
  
Et in Arkadia ego” – Εικόνες του αρκαδικού μοτίβου από τον Γκουερτσίνο και τον Νικολά Πουσσέν
Ένα πρώτο γνωστό παράδειγμα για το αρκαδικό μοτίβο στην ιταλική ζωγραφική του 17ουαιώνα που άσκησε μεγάλη επιρροή είναι ένας πίνακας του Τζοβάνι Φραντσέσκο Μπαρμπιέρ του 1620 ο οποίος αποκαλούνταν Il Guercino (Γκουερτσίνο). Σε μια προεξοχή ενός τοίχου, δεξιά στο κάτω μέρος του πίνακα μπορεί να διαβάσει κανείς την επιγραφή Et in Arkadia ego”. Πάνω εκεί βρίσκεται ένα κρανίο με μια μύγα και ένα ποντίκι. Δύο αντρικές φιγούρες που στηρίζονται σε ράβδους βοσκών παρατηρούν αυτή τη νεκρή φύση με βλέμμα ευλαβικό και συνάμα μελαγχολικό. Το βάθος του πίνακα αφήνει το βλέμμα ελεύθερο σε μια ειδυλλιακή άποψη φυσικού τοπίου. Η χρήση του αρκαδικού μοτίβου με τους στοχαστικούς ποιμένες, το μνήμα και ο σαφής υπαινιγμός για την Αρκαδία στην επιγραφή είναι ολοφάνερα. Για ποιο νεκρό πρόκειται είναι αμφίβολο, όπως και εάν οι ποιμένες αντιλαμβάνονται την επιγραφή, καθώς η επιτύμβιος πλάκα απευθύνεται αποκλειστικά στον παρατηρητή. Η επιγραφή δεν αναφέρεται άμεσα στο Βιργίλιο, συσχετίζεται, ωστόσο, με ένα περίφημο σημείο από την 5η Εκλογή του Βιργιλίου: το Daphnis ego in silvis” έγινε Et in Arkadia ego” – επίσης, ο Θάνατος, είναι στην Αρκαδία.
Ο Γάλλος ζωγράφος Νικολά Πουσσέν (1594-1665) χάραξε στη μνήμη μας την αρκαδική εικόνα με μεγαλύτερη διάρκεια από οποιονδήποτε άλλο. Με την ηρωϊκή – ιδεατή ζωγραφική τοπίων ανακάλυψε έναν αλληγορικό αρκαδικό κόσμο που επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τις επόμενες γενιές καλλιτεχνών, μέσα στον οποίο συμπεριλαμβάνονταν οι παραδοσιακές λογοτεχνικές και μεταφορικές αρκαδικές παραστάσεις. Ο Πουσσέν πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Ρώμη. Εκεί επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από την αρχαία τέχνη που ήταν παντού εμφανής, τα έργα του Ραφαήλ, του Τιτσιάνο, καθώς και από τη γνωριμία του με εμπόρους αρχαιοτήτων όπως ο Αθανάσιος Κίρχερ και ο Κασσιάνο νταλ Πότσο.

                                            ΠουσσένEt in Arkadia ego”

Το αρχαίο φυσικό τοπίο παίζει σημαντικό ρόλο σχεδόν σε όλα τα έργα του Πουσσέν. Δύο από τους πίνακές του είναι άμεσα συνδεδεμένοι με το θέμα Et in Arkadia ego”. Η πρώτη εκδοχή το 1629/ 1630 - μία μπαρόκ σύνθεση - απεικονίζει στο μπροστινό μέρος μια ανδρική φιγούρα με την πλάτη γυρισμένη, με δάφνες τυλιγμένες γύρω από τα γκρίζα μαλλιά του ο οποίος χύνει νερό από ένα δοχείο. Μια ανάμνηση των αναπαραστάσεων αρχαίων ποταμίσιων θεών, πιθανά μια αναφορά στον Αλφειό, τον μεγαλύτερο ποταμό της Πελοποννήσου που πηγάζει στην Αρκαδία. Το κέντρο του πίνακα καταλαμβάνουν τρεις φιγούρες, δύο ποιμένες και μια γυναίκα με άσπρη ενδυμασία. Η προσοχή τους είναι στραμμένη σε ένα μνήμα στο βάθος, το επάνω μέρος του οποίου έχει στεφθεί με ένα κρανίο. Προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν την επιγραφή Et in Arkadia ego”.
Η δεύτερη εκδοχή του πίνακα που δημιουργήθηκε γύρω στα 1640 παρουσιάζει μια αρκετά διαφοροποιημένη σύνθεση και ατμόσφαιρα του πίνακα. Σε ένα λοφώδες, κλασικό φυσικό τοπίο βρίσκονται τέσσερις φιγούρες μπροστά από μια μεγάλη, λιτή σαρκοφάγο. Είναι τρείς νέοι ποιμένες και μια γυναικεία φιγούρα με πλούσια, αρχαία ενδυμασία. Στρέφονται και πάλι με περιέργεια προς την επιτύμβια επιγραφή. Ο γονατιστός ποιμένας προσπαθεί και εδώ να αποκρυπτογραφήσει τις λέξεις προτάσσοντας το δάχτυλό του καθώς δημιουργεί με αυτό τον τρόπο μια χαρακτηριστική σκιά με τη μορφή δρέπανου πάνω στην πέτρα. Ο ποιμένας που βρίσκεται δεξιά δείχνει με το αριστερό του χέρι τόσο την επιγραφή όσο και τη σκιά του ποιμένα και στρέφεται απορρημένος προς την ήρεμη γυναίκα που στέκεται μπροστά του.


Τα θέμα του πίνακα είναι ολοφάνερα η στιγμή της αποκάλυψης και αποκρυπτογράφησης ενός κειμηλίου από μια μακρινή εποχή. Δεν γίνεται πια εδώ η τόσο σαφής υπενθύμιση του Γκουερτσίνο στο εφήμερο κάθε έμβιου όντος,αλλά προσφέρεται μια νέα ερμηνεία του αρχαίου υλικού. Η Αρκαδία παρουσιάζεται από τον Πουσσέν ως μια εποχή που έχει τελειώσει εδώ και πολύ καιρό, κατάλοιπα της οποίας θυμίζουν το μεγαλείο της εποχής εκείνης. Με το αρκαδικό μοτίβο δεν συνδέεται μόνο η θλίψη για τον χαμό της Χρυσής Εποχής, αλλά και ο στοχασμός για την ύπαρξη και την απώλεια του ανθρώπου και των επιτευγμάτων του.
Η ζωή των ποιμένων και του λαού ανάμεσα στα αρχαία ερείπια που κληρονόμησαν έγινε ένα δημοφιλές μοτίβο το οποίο απεικονιζόταν κυρίως μέσα από τα έργα του Γάλλου ζωγράφου Κλόντ Λορέν (1600-1682). Η έννοια της αρχαιότητας ως αρκαδικό φυσικό τοπίο είναι ολοφάνερη σε πολλούς πίνακες του GrandTour”, του υποχρεωτικού εκπαιδευτικού ταξιδιού με προορισμό την Ιταλία κατά τον 17ο και 18ο αιώνα. Αυτοί οι πίνακες επρόκειτο να γίνουν αργότερα πρότυπα για τη δημιουργία αρκαδικών φυσικών τοπίων στους κήπους της εποχής της Αναγέννησης.

Μετάφραση – Απόδοση: Θεοδωράκη Νικολέττα 

Τορκουάτο Τάσσο "ΕΛΕΥΘΕΡΩΜΕΝΗ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ"

Πηγή:http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-B125/668/4444,19876/
TORQUATO TASSO
Gerusalemme Liberata (Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ)







Άσμα τρίτο

Με τες δροσιές επρόβαινε η αυγή χαριτωμένη
με μύρια της παράδεισος λουλούδια στολισμένη,
όταν μέσ’ στο στρατόπεδο, π’ άγρυπνο ετοιμαζότουν
βοή και αρμάτων ταραχή γύρω παντού απλωνότουν.
Και μόλις όλο της αυγής εφάνηκε τ’ αστέρι
οι σάλπιγγες χαρούμενες αντήχησαν στ’ αέρι.
Ο πολεμάρχος με γλυκούς τρόπους τους οδηγάει,
πότε τους βάνει χαλινό, πότε τους ακλουθάει.
Έργο πλιο δύσκολο, παρά κανείς να σταματήσει
το κύμα που σηκώνεται το βράχο να χτυπήσει,
ή στον βοριά ν’ αντισταθεί που τα βουνά κλονίζει,
και τα καράβια σύσσωμα στη θάλασσα βυθίζει.
Δεν θέλει την ολόθερμην ορμή τους να βαστάξει,
αλλ’ ενωμένοι να προβούν και με πολέμια τάξη.
Έχει καθένας τους φτερά στα πόδια, στην καρδία.
Τον κόπο δεν αισθάνονται κι εμπρός πετούν με βία·
κι όταν με αχτίνες φλογερές ο ήλιος ανεβαίνει
και τους αγρούς ανάβοντας χόρτα και ανθούς ξεραίνει,
ιδού την Ιερουσαλήμ ξανοίγουν εμπροστά τους,
ιδού στην Ιερουσαλήμ στρέφουν τα βλέμματά τους.
Την χαιρετούν ολόχαροι, με πόθο την κοιτάζουν
και μύρια στόματα μεμιάς «Ιερουσαλήμ» φωνάζουν.
Έτσι κι οι ναύτες, που στεριές αγνώριστες γυρεύουν
και μέσα σε άγρια σκοτεινά πέλαγα ταξιδεύουν
παλεύοντας με το βοριά και τη θαλασσοζάλη,
αν ξάφνω ο τόπος που ζητούν αγνάντια τους προβάλει,
τον χαιρετούν, όλοι σ’ αυτόν με την καρδιά πετιώνται,
και πλιο τες έρημες νυχτιές τους κόπους δε θυμώνται.
Αλλ’ η χαρά που έλαμψε στων Χριστιανών τα στήθη
αγάλια αγάλια εσβήστηκε κι άλλο αίσθημα εγεννήθη,
αγάπης, φόβου, σεβασμού, που τες καρδιές νικάει,
και πλέον κανείς τα βλέμματα να υψώσει δεν τολμάει
όπου για μας ένας Θεός έγινε μέγα θύμα
κι εθάφτη και ολοζώντανος εβγήκε από το μνήμα.
Στεναγμοί, λόγια θλιβερά και παραπονεμένα,
σημεία χαράς και δέησες, και δάκρυα πικραμένα
γύρω παντού σηκώνονται και δυνατά βουίζουν,
σαν όταν μέσα στα κλαδιά οι άνεμοι σφυρίζουν,
ή όταν βράχους κι έρημες ακρογιαλιές χτυπάει
η θάλασσα κι αφρίζοντας βραχνόφωνα βογγάει.
Γυμνοί τα πόδια προχωρούν όλοι μικροί μεγάλοι,
τα ολόχρυσα στολίσματα βγάνουν απ’ το κεφάλι,
και απ’ τες καρδιές τ’ ακάθαρτα πάθη που τες μολύνουν,
τες αμαρτίες ομολογούν και πικρά δάκρυα χύνουν.
«Το χώμα που το αίμα σου έβρεξε να φιλήσω,
Χριστέ μου, και με κλάματα θερμά να το ποτίσω·
τι στέκεις, παγωμένη μου καρδιά, κι εσείς τι αργείτε,
μάτια μου κακορίζικα, δυο βρύσες να γενείτε;
Συντρίψου, αχάριστη καρδιά, στο κρίμα βυθισμένη,
η κλάψα απαρηγόρητη κι αιώνια σε προσμένει».
Αλλ’ ο σκοπός, οπού ψηλά βρισκόμενος εθώρει
κι εξάνοιγε τες λαγκαδιές τριγύρου και τα όρη,
βλέπει μακριάθε φοβερή μαυρίλα να σιμώνει
σα σύγνεφο που μέσα του φωτιές και λάμψες χώνει·
έπειτα τ’ άρματα, θωρεί οπού το φως φλογίζει,
και τέλος άμετρους πεζούς κι άλογα ξεχωρίζει.
Κι ευθύς φωνάζει: «Ασκώνεται πολλή μαυρίλα πέρα,
ω, πώς απλώνεται γοργά και λάμπει στον αέρα!
Να, μας επλάκωσαν εχθροί, φθάνουν. Ετοιμασθείτε,
αδράξετ’ όλοι τ’ άρματα, στους τοίχους ανεβείτε».
Σέρνει βαρύτερη φωνή και λέει: «Καιρός δε μένει,
συμμαζωχθείτε γλήγορα, τρέξετε αρματωμένοι.
Να, έφθασαν· ο κορνιαχτός απλώνει, πλησιάζει
και σαν κατάχνια τρομερή τον ουρανό σκεπάζει».
Γέροι, γυναίκες, και παιδιά που δύναμη δεν έχουν,
για να σωθούν ολότρεμοι μεσ' στα τζαμιά τους τρέχουν·
οι άνδρες όλοι τ’ άρματα φουχτώνουν, και πηγαίνουν,
πολλοί στες πύλες, και πολλοί στους τοίχους ανεβαίνουν·
ο βασιλέας ακούραστος τρέχει παντού, θαρρύνει,
πολεμιστάδες και αρχηγούς, τες προσταγές του δίνει.
Και αφού τα πάντα επρόβλεψε σε ψηλό πύργο ανέβη,
που σε δυο πύλες μεταξύ τη χώρα προστατεύει,
όθεν στη μέση του στρατού βρισκόμενος εθώρει
από μακριά τες λαγκαδιές, τα πλάγια και τα όρη.
 μτφρ. Ιούλιος Τυπάλδος
(1814-1883)
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής  Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
ΣΧΟΛΙΟ
Το απόσπασμα είναι η αρχή του τρίτου άσματος του επικού ποιήματος του Τάσσο, το οποίο αποτελείται από είκοσι άσματα που υπερβαίνουν συνολικά τους 15.000 στίχους. Θέμα του είναι η πρώτη Σταυροφορία και η κατάκτηση της Ιερουσαλήμ (1099). Με το έργο αυτό, που ακολουθεί σε γενικές γραμμές τα κλασικά πρότυπα του Ομήρου και του Βιργιλίου, ο ποιητής προσπαθεί να πραγματευθεί ένα ιστορικό θέμα, το οποίο, ωστόσο, διανθίζει με ερωτικές ιστορίες και με την περιγραφή μαγικών γεγονότων. Η ιστορική ύλη και η δομή του ποιήματος του προσφέρουν ένα σχήμα ικανό να εκφράσει τον πλούτο και το πάθος του συναισθηματικού του κόσμου και ανταποκρίνονται στο γούστο και στις πολιτισμικές κατευθύνσεις της εποχής του αντανακλώντας τη λογοτεχνική παράδοση της Αναγέννησης.
Το απόσπασμα περιγράφει τα συναισθήματα που ένιωσαν οι σταυροφόροι, όταν αντίκρισαν την Ιερουσαλήμ, και την προετοιμασία των Αράβων για την υπεράσπιση της πόλης. Αρχηγός των σταυροφόρων είναι ο Γοδεφρείδος ντε Μπουγιόν, δούκας της Κάτω Λωρραίνης, ενώ βασιλιάς της Ιερουσαλήμ είναι ο Αλαντίν. Στην πραγματικότητα, την εποχή που διαδραματίστηκαν τα ιστορικά γεγονότα δεν υπήρχε βασιλιάς στην Ιερουσαλήμ αλλά μόνο εμίρης, που λεγόταν Ντουκάτ, και διοικούσε την πόλη για λογαριασμό του χαλίφη της Αιγύπτου.
Πίνακας του Ντελακρουά που απεικονίζει δύο ήρωες της Ελευθερωμένης Ιερουσαλήμ, τον Ολίντο και τη Σωφρονία στην πυρά
Πίνακας του Ντελακρουά που απεικονίζει δύο ήρωες τηςΕλευθερωμένης Ιερουσαλήμ, τον Ολίντο και τη Σωφρονία στην πυρά















Νικολά Μπουαλώ, «Ποιητική Τέχνη» (Art Poetique)




μτφρ. Φανή Παιδή, εκδ. Στιγμή 2010 (κρίνει ο Σπύρος Αραβανής)

Σύγχρονος του Μολιέρου, του Ρακίνα, του Λαφονταίν, ευνοούμενος τουΛουδοβίκου του ΙΔ΄ και εκπρόσωπος των belles letters του δεύτερου μισού του 17ου αιώνα, ο Νικολά Μπουαλώ έμεινε στην ιστορία της γαλλικής λογοτεχνίας ωςκωδικοποιητής των ποιητικών κανόνων που είχε αρχίσει να θεσπίζει στις αρχές του «κλασικού» αιώνα ο Γάλλος ποιητής και κριτικός, Φρανσουά ντε Μαλέρμπ. Λάτρης της κλασικής παιδείας, ήδη από τα χρόνια της βασικής του εκπαίδευσης, θεωρεί τον εαυτό του ως τον «σύγχρονο Οράτιο» και αποκαλεί τον Λουδοβίκο «σύγχρονο Αύγουστο»· ο «Βασιλιάς Ήλιος» μάλιστα, το 1684, θα διατάξει την εκλογή του στην Γαλλική Ακαδημία. Έτσι, μετά τις «Σάτιρες» που συνθέτει από τα 1657, περνά στις «Επιστολές» και από εκεί στο κορυφαίο του έργο, την έμμετρη«Ποιητική Τέχνη», το οποίο (εξεδόθη τον Ιούλιο του 1674) κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Στιγμή, σε μετάφραση της Φανής Παιδή. Ο τίτλος του βεβαίως αποτελεί δάνειο από το κλασικό έργο του Οράτιου γεγονός που έδωσε αφορμή στους εχθρούς του Μπουαλώ να το θεωρήσουν ως μια απλή μετάφρασή του. Ο ίδιος όμως, όπως μας πληροφορεί η μεταφράστρια, στα σχόλια του βιβλίου, στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης του έργου γράφει ότι «τα δάνεια από τον Οράτιο δεν ξεπερνούν τους πενήντα, το πολύ εξήντα στίχους». Η αλήθεια είναι ότι το ποιητικό-κριτικό φάντασμα του Οράτιου πλανάται πάνω από όλο το έργο του Γάλλου ποιητή αφού οι συγγένειες στα θέματα που θίγονται, από την πρωτοκαθεδρία της αισθητικής, την κατάταξη των ποιητικών ειδών, το ρόλο του κριτικού μέχρι το γενικότερο πνεύμα του έργου που τείνει προς τον συμβουλευτικό και όχι τον κανονιστικό χαρακτήρα, είναι εμφανείς. Θα πρέπει, επίσης, να αναφέρουμε εδώ ότι με κοινή πηγή τον Οράτιο και με επιρροή το έργο του Μπουαλώ θα γράψει και ο «Μπουαλώ της Αγγλίας», όπως αποκάλεσαν τον Αλεξάντερ Ποπ, στα 1711, το γνωστό «Δοκίμιο περί Κριτικής», έργο που θα ακολουθήσει και αυτό τη δική του αυτόνομη πορεία.

Η «Ποιητική Τέχνη» του Μπουαλώ αποτελείται από τέσσερα μέρη, τέσσερα Άσματα.Το πρώτο Άσμα πραγματεύεται τη φύση της ποίησης τονίζοντας το απαραίτητο της ύπαρξης του ταλέντου και της έμπνευσης στην επιτυχία ενός έργου επιχειρώντας παράλληλα μέσα από μια σύντομη αναδρομή σε κλασικούς Γάλλους ποιητές να θίξει θέματα ρυθμού, μέτρου, ύφους, τόνου. Τα αφοριστικά μηνύματα πολλά και με πολλαπλές –εκτός της ποίησης- προεκτάσεις π.χ. «Όποιος όρια να θέτει δεν γνωρίζει, να γράφει δεν ξέρει» (στ. 63), «Η άγνοια είναι πάντοτε έτοιμη να αυτοθαυμαστεί» (στ. 185), «Ο ανόητος βρίσκει πάντοτε ενός πιο ανόητου τον θαυμασμό» (στ. 232). Η επιρροή της ποιητικής πραγματείας του Λογγίνου, «Περί Ύψους», η οποία σε μετάφραση Μπουαλώ κυκλοφόρησε στον ίδιο τόμο με την πρώτη έκδοση της «Ποιητικής Τέχνης», είναι επίσης εμφανής. Για παράδειγμα ο Λογγίνος αναφέρεται στις μορφές «κακού λόγου», όπως το παιδαριώδες («μειρακιώδες») που παράγεται από τη σχολαστική επεξεργασία («σχολαστική νόησις») αυτού που θέλουμε να εκφράσουμε με τελικό αποτέλεσμα τη ψυχρή έκφραση («λήγουσα εις ψυχρότητα»). Ο Μπουαλώ με τη σειρά του γράφει: «Είναι φορές που κυριευμένος από το θέμα του ο συγγραφέας/ δεν θα το εγκαταλείψει αν δεν το εξαντλήσει» (49-50) και «Αποφεύγετε ποιητών τέτοιων τη στείρα αφθονία,/ μη φορτώνεστε περιττές λεπτομέρειες» (59-60).

Στο δεύτερο Άσμα επιχειρεί μια σύντομη περιγραφή ελασσόνων ποιητικών ειδών. Έτσι αναφέρεται στο Ειδύλλιο, την Ελεγεία, την Ωδή, το Σονέτο, το Επίγραμμα, τις μορφές της λυρικής ποίησης: ροντώ, μπαλάντα, μαδριγάλι, τη Σάτιρα, το Κωμειδύλλιο και το Τραγούδι μέσα από συγκεκριμένους εκπροσώπους και παραδείγματα. Ο τρόπος του γλαφυρός και συχνά ειρωνικός για την εξέλιξη της χρήσης των ειδών π.χ. «Η μπαλάντα, υπόδουλη στους παλιούς κανόνες, συχνά οφείλει την αίγλη της στα καπρίτσια της ρίμας» (141-142).

Στο τρίτο Άσμα, καταπιάνεται με τα μείζονα ποιητικά είδη, την Τραγωδία, το Έπος και την Κωμωδία. Υιοθετεί τις ιδέες του Αριστοτέλη και του Οράτιου και δίνει τις δικές του συμβουλές προς τους επίδοξους συγγραφείς ανάλογα με το είδος που θέλουν να ασχοληθούν. Θα πρέπει εδώ να τονιστεί η υπεροχή της αισθητικής απόλαυσης την οποία πρεσβεύει ο Μπουαλώ έναντι του διδακτισμού των έργων. Με άλλα λόγια εμφανίζεται περισσότερο αναλυτικός ως προς την αποκωδικοποίηση της γοητείας των αρχαίων κειμένων (μέσα από συγκεκριμένες αναφορές σε συγγραφικές τεχνικές ως προς τον τρόπο παρουσίασης των ηρώων των έργων) παρά στο τι κερδίζει συνειδησιακά ο αναγνώστης από τις συγκρούσεις των πρωταγωνιστών και την εξέλιξη της μυθοπλασίας.

Στο τέταρτο, τέλος, Άσμα, ο Μπουαλώ δίνει γενικές συμβουλές προς τους επίδοξους μνηστήρες της γραφής, «γειώνει», θα λέγαμε, όσους φιλοδοξούν να γράψουν χωρίς να διαθέτουν το ταλέντο διατυπώνοντας τον «ευεργετικό» -για όσους το αντιληφθούν εγκαίρως- κανόνα: «Σε όλες τις άλλες τέχνες υπάρχουν διαβαθμίσεις/ μπορεί κανείς να κατέχει φιλότιμα τη δεύτερη θέση·/ μα στην επικίνδυνη τέχνη της συγγραφής και της ποίησης/ δεν υπάρχουν βαθμίδες απ΄ το μέτριο στο χείριστο». (στ. 29-32). Αναφέρεται τέλος στις προϋποθέσεις της κριτικής –στον «σταθερό και σωτήριο κριτή»- και εγκωμιάζει –χωρίς να τον κατονομάζει- τον «φωτισμένο ηγεμόνα» με τη «σοφή πρόνοια», δηλαδή στον Λουδοβίκο, στην αυλή του οποίου όπως είπαμε, κατά τη συνήθεια των καλλιτεχνών της εποχής, έζησε και δημιούργησε.

Συνολικά, το έργο του Μπουαλώ διάσπαρτο από αποφθέγματα –τα οποία αγαπούσε πολύ ο Βολταίρος και τιμούσε τον ποιητή- διακρίνεται πρωτίστως για τη σπιρτάδα του και τον παιγνιώδη τρόπο εκφοράς των σκέψεων. Η μεταφράστρια έβγαλε εις πέρας το δύσκολο έργο να διατηρήσει αυτό το βασικό ατού του Μπουαλώ, στόχος του οποίου φαίνεται ξεκάθαρα ότι είναι το πώς θα αποτρέψει έναν ποιητή να φερθεί «ποιητικώς ανόητα» και όχι η συγγραφή μιας συστηματικής θεωρίας της Λογοτεχνίας. Άλλωστε ορισμένες από τις ιδέες του Μπουαλώ φαντάζουν σήμερα θεωρητικά ξεπερασμένες –όπως ο διαχωρισμός γλώσσας-σκέψης καθώς ο Μπουαλώ υιοθετεί την αντίληψη ότι προτού κανείς γράψει πρέπει να έχει μάθει να σκέφτεται- συν το γεγονός ότι απουσιάζουν αναφορές σε άλλα λογοτεχνικά είδη όπως είναι το μυθιστόρημα, η νουβέλα κ.ά. Επίσης, όσο και όπου ήταν δυνατόν η μεταφράστρια υπηρέτησε την ομοιοκαταληξία και επέλεξε τις λέξεις που εκφράζουν περισσότερο την πρωτότυπη γλώσσα παρά υπηρετούν την χρηστικότητά της στη σύγχρονη μας επικοινωνία. Με την επικουρία των σχολίων της, οι όποιες αναγνωστικές δυσκινησίες δημιουργούνται από τις πολλές διακειμενικές αναφορές σε συγγραφείς και στα έργα τους, λύνονται εις όφελος της συνολικής ανάγνωσης. Εν κατακλείδι πρόκειται για ένα απολαυστικά διδακτικό ποιητικό εγχειρίδιο το οποίο διαβάζεται από το ευρύ κοινό αυτόνομα ως λογοτεχνικό έργο. Κι αυτό είναι το μεγάλο του πλεονέκτημα.