μτφρ. Φανή Παιδή, εκδ. Στιγμή 2010 (κρίνει ο Σπύρος Αραβανής)
Σύγχρονος του Μολιέρου, του Ρακίνα, του Λαφονταίν, ευνοούμενος τουΛουδοβίκου του ΙΔ΄ και εκπρόσωπος των belles letters του δεύτερου μισού του 17ου αιώνα, ο Νικολά Μπουαλώ έμεινε στην ιστορία της γαλλικής λογοτεχνίας ωςκωδικοποιητής των ποιητικών κανόνων που είχε αρχίσει να θεσπίζει στις αρχές του «κλασικού» αιώνα ο Γάλλος ποιητής και κριτικός, Φρανσουά ντε Μαλέρμπ. Λάτρης της κλασικής παιδείας, ήδη από τα χρόνια της βασικής του εκπαίδευσης, θεωρεί τον εαυτό του ως τον «σύγχρονο Οράτιο» και αποκαλεί τον Λουδοβίκο «σύγχρονο Αύγουστο»· ο «Βασιλιάς Ήλιος» μάλιστα, το 1684, θα διατάξει την εκλογή του στην Γαλλική Ακαδημία. Έτσι, μετά τις «Σάτιρες» που συνθέτει από τα 1657, περνά στις «Επιστολές» και από εκεί στο κορυφαίο του έργο, την έμμετρη«Ποιητική Τέχνη», το οποίο (εξεδόθη τον Ιούλιο του 1674) κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Στιγμή, σε μετάφραση της Φανής Παιδή. Ο τίτλος του βεβαίως αποτελεί δάνειο από το κλασικό έργο του Οράτιου γεγονός που έδωσε αφορμή στους εχθρούς του Μπουαλώ να το θεωρήσουν ως μια απλή μετάφρασή του. Ο ίδιος όμως, όπως μας πληροφορεί η μεταφράστρια, στα σχόλια του βιβλίου, στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης του έργου γράφει ότι «τα δάνεια από τον Οράτιο δεν ξεπερνούν τους πενήντα, το πολύ εξήντα στίχους». Η αλήθεια είναι ότι το ποιητικό-κριτικό φάντασμα του Οράτιου πλανάται πάνω από όλο το έργο του Γάλλου ποιητή αφού οι συγγένειες στα θέματα που θίγονται, από την πρωτοκαθεδρία της αισθητικής, την κατάταξη των ποιητικών ειδών, το ρόλο του κριτικού μέχρι το γενικότερο πνεύμα του έργου που τείνει προς τον συμβουλευτικό και όχι τον κανονιστικό χαρακτήρα, είναι εμφανείς. Θα πρέπει, επίσης, να αναφέρουμε εδώ ότι με κοινή πηγή τον Οράτιο και με επιρροή το έργο του Μπουαλώ θα γράψει και ο «Μπουαλώ της Αγγλίας», όπως αποκάλεσαν τον Αλεξάντερ Ποπ, στα 1711, το γνωστό «Δοκίμιο περί Κριτικής», έργο που θα ακολουθήσει και αυτό τη δική του αυτόνομη πορεία.
Η «Ποιητική Τέχνη» του Μπουαλώ αποτελείται από τέσσερα μέρη, τέσσερα Άσματα.Το πρώτο Άσμα πραγματεύεται τη φύση της ποίησης τονίζοντας το απαραίτητο της ύπαρξης του ταλέντου και της έμπνευσης στην επιτυχία ενός έργου επιχειρώντας παράλληλα μέσα από μια σύντομη αναδρομή σε κλασικούς Γάλλους ποιητές να θίξει θέματα ρυθμού, μέτρου, ύφους, τόνου. Τα αφοριστικά μηνύματα πολλά και με πολλαπλές –εκτός της ποίησης- προεκτάσεις π.χ. «Όποιος όρια να θέτει δεν γνωρίζει, να γράφει δεν ξέρει» (στ. 63), «Η άγνοια είναι πάντοτε έτοιμη να αυτοθαυμαστεί» (στ. 185), «Ο ανόητος βρίσκει πάντοτε ενός πιο ανόητου τον θαυμασμό» (στ. 232). Η επιρροή της ποιητικής πραγματείας του Λογγίνου, «Περί Ύψους», η οποία σε μετάφραση Μπουαλώ κυκλοφόρησε στον ίδιο τόμο με την πρώτη έκδοση της «Ποιητικής Τέχνης», είναι επίσης εμφανής. Για παράδειγμα ο Λογγίνος αναφέρεται στις μορφές «κακού λόγου», όπως το παιδαριώδες («μειρακιώδες») που παράγεται από τη σχολαστική επεξεργασία («σχολαστική νόησις») αυτού που θέλουμε να εκφράσουμε με τελικό αποτέλεσμα τη ψυχρή έκφραση («λήγουσα εις ψυχρότητα»). Ο Μπουαλώ με τη σειρά του γράφει: «Είναι φορές που κυριευμένος από το θέμα του ο συγγραφέας/ δεν θα το εγκαταλείψει αν δεν το εξαντλήσει» (49-50) και «Αποφεύγετε ποιητών τέτοιων τη στείρα αφθονία,/ μη φορτώνεστε περιττές λεπτομέρειες» (59-60).
Στο δεύτερο Άσμα επιχειρεί μια σύντομη περιγραφή ελασσόνων ποιητικών ειδών. Έτσι αναφέρεται στο Ειδύλλιο, την Ελεγεία, την Ωδή, το Σονέτο, το Επίγραμμα, τις μορφές της λυρικής ποίησης: ροντώ, μπαλάντα, μαδριγάλι, τη Σάτιρα, το Κωμειδύλλιο και το Τραγούδι μέσα από συγκεκριμένους εκπροσώπους και παραδείγματα. Ο τρόπος του γλαφυρός και συχνά ειρωνικός για την εξέλιξη της χρήσης των ειδών π.χ. «Η μπαλάντα, υπόδουλη στους παλιούς κανόνες, συχνά οφείλει την αίγλη της στα καπρίτσια της ρίμας» (141-142).
Στο τρίτο Άσμα, καταπιάνεται με τα μείζονα ποιητικά είδη, την Τραγωδία, το Έπος και την Κωμωδία. Υιοθετεί τις ιδέες του Αριστοτέλη και του Οράτιου και δίνει τις δικές του συμβουλές προς τους επίδοξους συγγραφείς ανάλογα με το είδος που θέλουν να ασχοληθούν. Θα πρέπει εδώ να τονιστεί η υπεροχή της αισθητικής απόλαυσης την οποία πρεσβεύει ο Μπουαλώ έναντι του διδακτισμού των έργων. Με άλλα λόγια εμφανίζεται περισσότερο αναλυτικός ως προς την αποκωδικοποίηση της γοητείας των αρχαίων κειμένων (μέσα από συγκεκριμένες αναφορές σε συγγραφικές τεχνικές ως προς τον τρόπο παρουσίασης των ηρώων των έργων) παρά στο τι κερδίζει συνειδησιακά ο αναγνώστης από τις συγκρούσεις των πρωταγωνιστών και την εξέλιξη της μυθοπλασίας.
Στο τέταρτο, τέλος, Άσμα, ο Μπουαλώ δίνει γενικές συμβουλές προς τους επίδοξους μνηστήρες της γραφής, «γειώνει», θα λέγαμε, όσους φιλοδοξούν να γράψουν χωρίς να διαθέτουν το ταλέντο διατυπώνοντας τον «ευεργετικό» -για όσους το αντιληφθούν εγκαίρως- κανόνα: «Σε όλες τις άλλες τέχνες υπάρχουν διαβαθμίσεις/ μπορεί κανείς να κατέχει φιλότιμα τη δεύτερη θέση·/ μα στην επικίνδυνη τέχνη της συγγραφής και της ποίησης/ δεν υπάρχουν βαθμίδες απ΄ το μέτριο στο χείριστο». (στ. 29-32). Αναφέρεται τέλος στις προϋποθέσεις της κριτικής –στον «σταθερό και σωτήριο κριτή»- και εγκωμιάζει –χωρίς να τον κατονομάζει- τον «φωτισμένο ηγεμόνα» με τη «σοφή πρόνοια», δηλαδή στον Λουδοβίκο, στην αυλή του οποίου όπως είπαμε, κατά τη συνήθεια των καλλιτεχνών της εποχής, έζησε και δημιούργησε.
Συνολικά, το έργο του Μπουαλώ διάσπαρτο από αποφθέγματα –τα οποία αγαπούσε πολύ ο Βολταίρος και τιμούσε τον ποιητή- διακρίνεται πρωτίστως για τη σπιρτάδα του και τον παιγνιώδη τρόπο εκφοράς των σκέψεων. Η μεταφράστρια έβγαλε εις πέρας το δύσκολο έργο να διατηρήσει αυτό το βασικό ατού του Μπουαλώ, στόχος του οποίου φαίνεται ξεκάθαρα ότι είναι το πώς θα αποτρέψει έναν ποιητή να φερθεί «ποιητικώς ανόητα» και όχι η συγγραφή μιας συστηματικής θεωρίας της Λογοτεχνίας. Άλλωστε ορισμένες από τις ιδέες του Μπουαλώ φαντάζουν σήμερα θεωρητικά ξεπερασμένες –όπως ο διαχωρισμός γλώσσας-σκέψης καθώς ο Μπουαλώ υιοθετεί την αντίληψη ότι προτού κανείς γράψει πρέπει να έχει μάθει να σκέφτεται- συν το γεγονός ότι απουσιάζουν αναφορές σε άλλα λογοτεχνικά είδη όπως είναι το μυθιστόρημα, η νουβέλα κ.ά. Επίσης, όσο και όπου ήταν δυνατόν η μεταφράστρια υπηρέτησε την ομοιοκαταληξία και επέλεξε τις λέξεις που εκφράζουν περισσότερο την πρωτότυπη γλώσσα παρά υπηρετούν την χρηστικότητά της στη σύγχρονη μας επικοινωνία. Με την επικουρία των σχολίων της, οι όποιες αναγνωστικές δυσκινησίες δημιουργούνται από τις πολλές διακειμενικές αναφορές σε συγγραφείς και στα έργα τους, λύνονται εις όφελος της συνολικής ανάγνωσης. Εν κατακλείδι πρόκειται για ένα απολαυστικά διδακτικό ποιητικό εγχειρίδιο το οποίο διαβάζεται από το ευρύ κοινό αυτόνομα ως λογοτεχνικό έργο. Κι αυτό είναι το μεγάλο του πλεονέκτημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου