Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

ΑΛΕΞΙΟΣ ΜΑΙΝΑΣ "Το περιεχόμενο του υπόλοιπου"


Το περιεχόμενο του υπόλοιπου


Αλέξιος Μάινας  –  5 μικρά ερωτικά
Από τον κύκλο ποιημάτων της συλλογής:
Το περιεχόμενο του υπόλοιπου (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2011)



ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΓΙΑ ΤΟ ΛΕΝΙΝΓΚΡΑΝΤ

Σαράντα πόντοι από κάτι.


Μια γυναίκα στο σταθμό των υπεραστικών συρμών
σηκώθηκε απ’ τη σειρά με τις σιδερένιες καρέκλες
και περπάτησε λίγο στο χιονάκι της αποβάθρας προς νότια
πριν σταθεί στο κράσπεδο με παράλληλους
τους μηρούς στο καλσόν
πάνω απ’ τις μισοθαμμένες ράγες.
Φορούσε ένα πράσινο κασκόλ που καθρεφτίζαν τα μάτια της
κι έναν υγρόφαιο αέρα με σκούφο
που μεγάλωνε κατά μία έννοια τα πόδια.
Μικρό σουλάτσο με στάση,
σίγουρα χωρίς να βλέπει τι κοίταζε.
Ύστερα ήρθε το τρένο, χτύπησε η καμπάνα,
κατέβηκε ο σταθμάρχης, βγήκαν οι μεθυσμένοι,
άνοιξε η πληγή, τέλειωσε η διάρκεια της εποχής
και ξεκίνησε αυτό που είμαι τώρα όταν επιμένω.


~~..~~


ΤΟΝ ΑΦΗΣΕ

                                                                                          Εκείνος καθιστός, κλειστός,
                                                                                               αδιαπέραστος. Εγώ κάπου εκεί,
                                                                                        βαριεστημένος ή ανήσυχος
                                                                                                       κι ανυπόφορα μόνος με τη ζωή μου.


Ο κόσμος
–δεν είναι μυστικό–
κύλησε
στα πλακάκια της κουζίνας
στις τρεις.

Είχα περάσει
να τα πούμε·
τα ’παμε σχεδόν χωρίς να μιλάμε.
Ήπια κάτι, ακούμπησα όρθιος φειδωλά
στις καρέκλες του.

Δεν τον κοίταξα
λέγοντας
– αυτή τη φωτογραφία δεν
τη χρειάζεσαι...
Είναι καλή...
Την παίρνω τώρα.


~~..~~


Η ΙΔΙΑ ΑΝΕΤΗ ΣΤΟ ΠΕΡΒΑΖΙ

                                                                                                                      Τούφες αποτυχίας.


Μη σας γελάει ο χαρωπός καφές κι οι ατάκες του μάγματος
που θα πιει μαζί σας στο Μιλάνο.
Θα σας χαμογελά, θα πέφτει τη Σκάλα,
γιατί αυτά κατακτήθηκαν με το λαρύγγι
στις διαδηλώσεις των συνδικάτων,
και θα σας βλέπει στον άνεμο των θηλυμανών
έξω απ’ τα διαφθορεία
να παίζει πού και πού στα μαλλιά με τις κάμπιες σας.
Αλλά μιλάμε για μήνες.


~~..~~


ΚΑΤΙ ΠΟΥ Η ΖΑΡΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ ΔΕΝ ΕΙΠΕ ΠΟΤΕ
ΟΤΑΝ Μ’ ΕΠΙΑΝΕ ΣΤΟΝ ΑΓΚΩΝΑ

                                                                                                                   Στον πλαστικό πρώτο Μάρτη
                                                                                       (των βάζων).


Τώρα που πιάσαν
     οι παγετοί
και τα χόρτα πετρώσαν
     σαν λιγνοί πράσινοι χάρακες
και τα πουλιά δε μιλούν
και τα χέρια στα γάντια –
    ας ξεχάσουμε
ό,τι δε θα μπορούσε
να ξαναλέγεται κάθε μέρα
σαν να ήταν όντως κάτι καινούργιο.


~~..~~


ΤΑ ΚΛΕΙΔΙΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΠΟΛΕΩΝ

                                                                                                             Το ρήμα της προβολής.


Σε αγάπησα γιατί τότε υπήρχε το τρένο
που ένωνε το χειμώνα
με τις απόμερες στάσεις.


Από τον κύκλο ποιημάτων της συλλογής:
                                                                  «Το περιεχόμενο του υπόλοιπου»
© Αλέξιος Μάινας (1997-2011)




                                        




Ο Αλέξιος Μάινας έχει ελληνογερμανική καταγωγή. Γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα, 
όπου και μεγάλωσε. Σπούδασε φιλοσοφία στη Βόννη, μελετά και παρουσιάζει το έργο 
Ελλήνων ποιητών στο γερμανόφωνο χώρο. Γράφει και μεταφράζει λογοτεχνία και στις 
δύο γλώσσες. Η συλλογή "Το περιεχόμενο του υπόλοιπου" είναι το πρώτο βιβλίο ποίησης 
που εκδίδει.

Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2014) Το ξυράφι του Όκαμ, Μικρή Άρκτος
(2011) Το περιεχόμενο του υπόλοιπου, Γαβριηλίδης






http://webgalaxy.gr/alexios/



Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

’Στα σκαλοπάτια τ’ Ουρανού’’ Ευρυδίκης Λειβαδά

Γράφει η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη



‘’Στα σκαλοπάτια τ’ Ουρανού’’

Ευρυδίκης Λειβαδά

Εκδόσεις Λιβάνη








‘’Κεφαλλονιά, 19ος αιώνας.

Καταπίεση, εγερτήρια κατά των τυράννων, αγρύπνια στο ναό της λύτρωσης.

Αγώνες κάθε λογής για δικαιοσύνη, αδελφοσύνη, ισότητα.
Μια αξιοθρήνητη ιθύνουσα τάξη, αλλοτριωμένη, εχθρική, παραπλανημένη, άπληστη κι επιρρεπής στα κελεύσματα και στην εφήμερη λάμψη και ισχύ των αποικιοκρατών.’’

Η πεπειραμένη ιστορικός και συγγραφέας Ευρυδίκη Λειβαδά, φαίνεται να προσεγγίζει με μαεστρία την χρονική απόσταση, και όχι μόνον, των σημερινών Ελλήνων πεζογράφων, με τους μεγάλους εκείνης της σπουδαίας γενιάς των Καραγάτση, Μυριβήλη, Τερζάκη, Αθανασιάδη, αποδεικνύοντας περίτρανα την παιδεία και την ευρυμάθειά της, χρωματίζοντας περίτεχνα στον καμβά του πρόσφατου ιστορικού μυθιστορήματός της ‘’Στα σκαλοπάτια τ’ ουρανού’’, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη, τα πρόσωπα-φανταστικά και αληθινά- μιας δύσκολης και σκοτεινής εποχής.

 Το πόνημά της δεν είναι εύκολο σε κάθε περίπτωση, διότι –πρωτοτυπώντας- τοποθετεί την κεντρική δράση του έργου σε μιαν ελάχιστα γνωστή  χρονική περίοδο,  (1822-1849), στο πανέμορφο και πολύπαθο νησί της Κεφαλλονιάς.

Με το έξυπνο πρόσχημα του ημερολογίου, ένας από τους κεντρικούς ήρωες  ο λόρδος Χένρυ Τίμοθι Κοουλντριτζ, συνεργάτης του Νέιπιερ, Άγγλου διοικητή της Κεφαλληνίας,  αρχής γενομένης τον Οκτώβριο του 1822, αρχίζει να περιγράφει κομμάτια από την συγκλονιστική, προσωπική του διαδρομή-συμπεριλαμβάνοντας ευθύς εξ αρχής μια συνάντηση με τον λόρδο Βύρωνα - μια ελκυστική από κάθε άποψη αφήγηση- κατά την επίσκεψη του Άγγλου φιλέλληνα στο Αργοστόλι, λίγο πριν εκείνος φύγει για το μαρτυρικό Μεσολόγγι.

Η τριτοπρόσωπη αφήγηση εναλλάσσεται με την πρωτοπρόσωπη , αποκαλύπτοντας τον πλούτο του κειμένου και την δραματική πλοκή -που βρίθει ιστορικών στοιχείων τοποθετημένων με μαεστρία την κατάλληλη χρονική στιγμή-απηχώντας στον αναγνώστη, ο οποίος παρακολουθεί στενά και με αγωνία
τα δρώμενα, ανάμεσα στις οικογένειες του Χένρυ Τίμοθι Κοουλντριτζ και της Στεριάνας Τζεντίλη, ενός υπέροχου και πολύ ερωτευμένου ζευγαριού που χάνεται πρόωρα σε ατύχημα, αφήνοντας πίσω τους ορφανή την μικρή κόρη τους- την ευαίσθητη και ευγενική Κυμώ –καθώς και ένα επτασφράγιστο μυστικό, που η αποκάλυψή του θα αλλάξει τον ρου των γεγονότων .

Η Κυμώ αποτελεί την κεντρική πρωταγωνίστρια του έργου, μαζί με την εξαδέλφη της, την αιθέρια καλλονή και αινιγματική Σεμίνα, θυγατέρα του σερ Έρνεστ Χάντλε'υ΄ κ της Μάργκαρετ Κόουλριτζ. Οι υπόλοιποι ήρωες που σκιαγραφούνται με δυναμισμό και έξοχη περιγραφική δεινότητα, είναι αρκετά ενδιαφέροντες, πολυπληθείς και άριστα ενταγμένοι στην πλοκή.

Ενδεικτικά μονάχα αναφέρω τον σερ Τσ. Τζ, Νέιπιερ, Άγγλο φιλέλληνα διοικητή της Κεφαλληνίας, τον δικηγόρο Λυμπέρη Τζεντίλη και την Λαγουρέτα Σιμονέτου, μητέρα του Μικέλη και μετέπειτα μοναχή , τον σερ Αρθουρ Γκίμπον, πάμπλουτο και ανάλγητο γαιοκτήμονα, σύζυγο της Σ. Χάντλε'υ' και τον υιοθετημένο γιο του Μάικλ, μεγάλο έρωτα της Σεμίνα.

‘’ Το μυστικό που συνδέει τους πρωταγωνιστές κρύβεται στην αχλύ μιας ερμητικής μυριόχρονης διαδρομής, όπου στη μια πλευρά κατοικοεδρεύουν η ελευθερία, το πνεύμα, η παιδεία, οι ατέρμονοι ορίζοντες της σκέψης και του Έρωτα, και στην άλλη κυριαρχούν ο σκοταδισμός και η δουλοπρέπεια’’.

Η συγγραφέας αποδεικνύεται μαστόρισσα στην αφήγηση , αφού εστιάζει
στην ουσιαστική λεπτομέρεια. Μ’ ένα μεγεθυντικό φακό στο χέρι φωτίζει κάθε φορά και μια άλλη πλευρά της πλοκής, παρασύροντάς μας με την  γοητεία του αφηγηματικού της λόγου. Μέσα απ’ την περιγραφή του μικρόκοσμου των απλών χωρικών -Παγή και Ανεζίνα Σιμονέτου, Τρελο –Φλωριά , του υπηρετικού προσωπικού Βγενούλα, Κερασίνα, Ρούσα, του κλήρου Παπά Φωκά, των προυχόντων του τόπου Δανέλη Μολεζίνη, σερ Αρθουρ Γκίμπον,  ισχυρών ανδρών, όπως των ριζοσπαστών Κεφαλλονιτών ευγενών Νικολό Τυπάλδου Χαριτάτου, και Βουλευτών Γεράσιμου Λειβαδά, Ιωσήφ Μομφεράτου, Ηλία Ζερβού Ιακωβάτου, - αναδεικνύεται το σύνολο ενός συναρπαστικού θιάσου.


Φυλλομετρώντας τις σελίδες, στήνονται διαρκώς μπροστά μας άκρως παραστατικά δρώμενα: Πολυπληθή και θορυβώδη σουαρέ, πλούσια δείπνα, επώδυνοι ή ευτυχείς γάμοι, εκδρομές, υψηλής σπουδαιότητας συναντήσεις , βασανιστήρια, δολοφονίες, ερωτικά κρυφά ραντεβού, παθιασμένες συνευρέσεις κ.ά., με αποτέλεσμα, υποβοηθούμενο και από το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα , το κείμενο να αποκτά δραματικότητα και αληθοφάνεια.
Στην προσπάθεια συσχέτισης του πραγματικού με το φως του ιδεατού αξιοποιούνται οι ιστορικές πηγές του 19ου αι. και ταυτόχρονα πλάθεται ένας κόσμος ζωντανός, με ανομολόγητες προθέσεις, με ήρωες τρανούς που σφραγίζουν την Ιστορία κι άλλους χαμηλής ηθικής θερμοκρασίας που συνθλίβονται στα περιττά και στα μάταια’’.

Μέσα στο μυθιστόρημα αξιοποιούνται όντως στο έπακρο, διαθέσιμες πηγές αφήγησης, που μας προσφέρει αφειδώς η ελληνική παράδοση και ιστορία. Βασικός στόχος της συγγραφέως είναι να εξιστορήσει την πορεία και τα πάθη των ηρώων, πράγμα που επιτυγχάνει με γλαφυρότητα, βάζοντας στην άκρη τον σκληρό ρεαλισμό και στηρίζοντας περισσότερο το ρομαντικό ρεύμα που συνάδει με την εποχή , ποικίλλοντας την αφήγησή της με στοιχεία ποιητικά και υπερβατικά, παρμένα συχνά από το χώρο των λαϊκών παραδόσεων και των μύθων.

‘’Το διαιώνια αναπάντητο ερώτημα της ελεύθερης βούλησης. Η απόλυτη κυριαρχία του Αρχιτέκτονα του Σύμπαντος στη ζωή, στην ψυχή, στο αθάνατο.’’

Η χαρισματική ιστορικός και συγγραφέας ,μετατρέπει την  ιστορία σε ένα πολύχρωμο πανόραμα εποχών, συνειδήσεων και επιθυμιών, αποδίδοντας τέχνη με τόση πληρότητα ,που συναντάς μόνο σε προικισμένους αφηγητές, όπως η ίδια. Η Ευρυδίκη Λειβαδά περιπλανιέται πάνω από το υπερβατικό και το μεταφυσικό, προκαλώντας συγκίνηση με τις σπάνιας ευρηματικότητας και μεγάλης εικονοπλαστικής δύναμης περιγραφές της.

Είναι φανερό το ότι η ίδια θέλγεται από τα κλασικά πολύτομα ή πολυσέλιδα μυθιστορήματα- ποταμούς της Ελληνικής αλλά και της  ξένης Λογοτεχνίας , όραμά της είναι να πιάσει τον αναγνώστη από το χέρι και να τον οδηγήσει σε δύσβατα μεν αλλά εξαιρετικά ενδιαφέροντα μονοπάτια, που οδηγούν στο λυτρωτικό τέλος-κάθαρση, μ’ ένα σφιχτοδεμένο κείμενο, που εναλλάσσεται συνεχώς , δίχως αναλυτικές και πολλάκις βαρετές αναφορές.

Σ’ αυτό το ταξίδι η δημιουργός, προσέρχεται πάνοπλη, με πολλή και καλή γνώση της ιστορίας, με αναλυτικές λεπτομέρειες και παραλειπόμενα, με την καθημερινή ζωή των πλασμάτων της να είναι ανάλογη  της εποχής που περιγράφει, του χώρου μέσα στον οποίο κινούνται, με λεπτομερέστατες και ολοζώντανες περιγραφές των οίκων της εποχής,-βρίσκεσαι εκεί ταυτόχρονα κι όλα αυτά τα βλέπεις με τα μάτια του νου μπροστά σου-, των ενδυμασιών, των ποτών και φαγητών, των ιστορικών μνημείων αλλά και των γεγονότων, καθώς και των ηθών και εθίμων.

Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε την εξαιρετική περιγραφή των φυσικών τοπίων της ιδιαίτερης της πατρίδας , της φύσης γενικότερα, που αφήνει να φανεί καθαρά η λατρεία της , η οποία διατρέχει το κείμενο απ’ άκρη σ’ άκρη, για τον γενέθλιο τόπο, την γαλαζοπράσινη Κεφαλλονιά που υπερασπίζεται, προωθεί και κάνει γνωστή με όλο της το είναι.

Οι ήρωες της Λειβαδά είναι άνθρωποι της καθημερινότητας που γεύονται την αποτυχία και σημαδεύονται από αυτήν. Οι δρόμοι τους ταυτίζονται με την πορεία για την ανάκτηση του εαυτού, της χαμένης αξιοπρέπειας, της κλονισμένης αυτοεκτίμησης, με την απόδοση της δικαιοσύνης, της κοινωνικής ισότητας αλλά και του έρωτα και της ηδονικής χαράς, που ασφυκτιά μέσα στα στενά πλαίσια μιας υποκριτικής και πουριτανικής κοινωνίας .

Η περιγραφή της εποχής είναι άκρως πειστική και το σκηνικό που στήνονται γεγονότα και ιστορίες, είναι πλήρως διασταυρωμένο ιστορικά .
Πατώντας επάνω σε αυτό, καταγράφει και εδραιώνει -με μια πολυεπίπεδη, καίρια , απογειωτική γραφή, που η δύναμή της είναι εμφανής, μέσω της λεπτότητας της γλώσσας-,  μια μοναδική δυναμική εξελίξεων, που πηγάζει και τροφοδοτείται από τα πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα- Εθνικά κινήματα στα Ιόνια νησιά, Επτανησιακός ριζοσπαστισμός και σχέση με τις Γαλλικές επαναστάσεις, Άγγλοι στα Επτάνησα, λαϊκές εξεγέρσεις στην Κεφαλλονιά κ.λ.π.-που σαρώνουν τα τέλη του 19ου αιώνα.
Αυτό που θα πρέπει να τονιστεί είναι ότι η συγγραφέας σεβάστηκε και με το παραπάνω την ιστορία , παραθέτοντας στο τέλος σωρεία σημειώσεων και εκτενή βιβλιογραφία,( διατριβές, βοηθήματα, υλικό αρχείων του κράτους, ιστορικές πηγές από λαογραφικά μουσεία, πολύτιμα και σπάνια άρθρα από εφημερίδες της εποχής, γλωσσάρια κ.λ.π.) η οποία είναι τόσο πλήρης και εμπεριστατωμένη, που θα μπορούσες να γράψεις κάλλιστα ένα νέο βιβλίο, που να αναφέρεται στον ίδιο τόπο και χρόνο.

Η παράθεσή τους στο τέλος του έργου μαζί με το ανάλογο γλωσσάρι, που εμπεριέχει την μετάφραση του γοητευτικού επτανησιακού ιδιώματος  και ικανό αριθμό πολιτικών σχολίων, επεκτείνεται σε  ένα μεγάλο αριθμό σελίδων, προσδίδοντας ακόμα μεγαλύτερη σοβαρότητα στο βιβλίο της. 
Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε επίσης την παράθεση του γενεαλογικού δέντρου των ηρώων, τις περιόδους του πονήματος, καθώς και τον κατάλογο των βασικών καθώς και των δευτερευόντων προσώπων, που παρατίθενται προς διευκόλυνση του αναγνώστη.

Σ’ ένα εγχείρημα με μεγάλες δυσκολίες και αντιστάσεις, η Ευρυδίκη Λειβαδά κατάφερε να δώσει πνοή και ρυθμό, παραδίδοντάς μας ένα –αντίστοιχο των κλασικών έργων- μυθιστόρημα,  με ήρωες που δεν θα ξεχαστούν εύκολα, με παράλληλες ιστορίες που αλληλοσυνδέονται και αργά ή γρήγορα ολοκληρώνονται, αφήνοντας μια γλυκόπικρη -αλλά εξαιρετικής αισθαντικότητας -επίγευση στο τέλος.

Αναμφίβολα, ένα από τα καλύτερα βιβλία στο είδος του.







Λίγα λόγια για τη συγγραφέα:

Η Ευρυδίκη Λειβαδά γεννήθηκε στο Αργοστόλι. Σπούδασε πληροφορική σε βρετανικό πανεπιστήμιο και μουσική στο Εθνικό Ωδείο. Εργάστηκε σε μεγάλες επιχειρήσεις και σε ΤΡΆΠΕΖΑ, από όπου παραιτήθηκε για να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη συγγραφή.
Από τα μαθητικά της χρόνια ανέπτυξε πολιτιστικές δραστηριότητες. Συμμετείχε στην ιδρυτική-εκδοτική ομάδα του πολιτιστικού περιοδικού Πνοή, έλαβε μέρος σε τρεις ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής –το 1978 και 1979 (Παλαιό Φάληρο) και το 2001 (Αργοστόλι)–, ενώ παράλληλα έδινε ρεσιτάλ πιάνου σε Αθήνα και Κεφαλλονιά.
Έχει συγγράψει ιστορικές μονογραφίες και μελέτες τοπικού ενδιαφέροντος. Μεταξύ αυτών τα έργα: Ντε Φούκα: O Κεφαλλονίτης τυχοθήρας του 16ου αιώνα, Ανεμομάχοι μύλοι Κεφαλλονιάς - Ιθάκης, Κεφαλλονιά: Το Κάστρο τ’ Αη-Γιώργη (και στην αγγλική), Δήμος Αργοστολίου, Παγκεφαλληνιακός Γυμναστικός Σύλλογος, Αργοστόλι: Η ιστορία της πόλης, Αρχαίοι μύθοι και θρύλοι της Κεφαλληνίας και της Ιθάκης (δίγλωσσο), Στο Κάστρο τ’ Αη-Γιώργη και στην Παναγιά στα Σίσσια, Σύντομη ιστορία Κεφαλληνίας – Από την προϊστορία στον 20ό αι. (και στην αγγλική), Μέρες οργής – Dies Irae, Άννινοι – Βαλέττα, καθώς και τα ιστορικά μυθιστορήματα Fabula (εκδ. Α. Α. Λιβάνη – Αθήνα 2004) και Στα Στενά της Χίμαιρας (εκδ. Κέδρος – Αθήνα 2007). Το τελευταίο αυτό έργο εντάχθηκε στη Short List του ΥΠΠΟ 2008 και μεταφράστηκε στην αγγλική με χορηγία του Ιδρύματος «Μαρία Τσάκος».
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 αρθρογραφεί σε αθηναϊκές και τοπικές εφημερίδες, στο περιοδικό Εφοπλιστής και στην Ιστορία των εκδόσεων Πάπυρος. Από το 1998 εκδίδει τη βραβευμένη από το Υπουργείο Πολιτισμού Πολιτιστική Επετηρίδα «Οδύσσεια» και διατηρεί σήμερα τη διαδικτυακή της εκδοχή (www.odusseia.gr), έχει συνεργαστεί με εκπομπές-ντοκιμαντέρ της Ελληνικής Τηλεόρασης και συμμετέχει σε επιστημονικά συνέδρια.


Έχει υπηρετήσει ως ειδικός σύμβουλος στο Δήμο Αργοστολίου και είναι μέλος στον Οργανισμό για τη Διαχείριση του Ελληνικού Λόγου (ΟΣΔΕΛ), στο Ινστιτούτο των Ελληνικών Μύλων (ΙτΕΜ), στην Εταιρεία Προστασίας Φύσεως Κεφαλλονιάς - Ιθάκης (ΕΠΦΚΙ), στο Σύνδεσμο Ιστορικών Συγγραφέων Ελλάδος και είναι ιδρυτικό μέλος στον Πολιτιστικό Σύλλογο «Απόλλων Μουσηγέτης».

Φερνάντο Πεσσόα

Την αφίσα φιλοτέχνησε ο Ζαχαρίας Κατσακός κριτικός λογοτεχνίας και φιλόλογος (D.E.A.Νεοελληνικής Φιλολογίας) 






Γράφει η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη





Η βαθύτατη ενδοσκόπηση μιας μοναχικής συνείδησης

Ταξιδευτής και περιηγητής της εσωτερικότητας, της προσποίησης, της παραδοξότητας και της περιχαράκωσης, ο Fernando Antonio Nogueira De Seabrex Pessoa είναι ποιητής και μύθος ποιητικός. Ισόβια μόνος , παθολογικά ντροπαλός και ταυτόχρονα αλαζόνας, ντυμένος πάντα στα σκούρα,  με το αιώνιο μαλακό καπέλο, το παπιγιόν και την γκρίζα καμπαρντίνα του, κοσμοπολίτης ωστόσο και εθνικιστής, μυωπικός και οραματιστής, αιρετικός και διάφανος σαν σκιά, κουβαλάει το σταυρό του χωρίς να καταθέτει τα όπλα, χωρίς να επουλώνει τα τραύματα της μοναχικής του πορείας, ενώ ταυτόχρονα γνωρίζοντας άριστα όλες τις διαστρωματώσεις του ανθρώπινου ψυχισμού, περιγράφει και εμβαθύνει στα καθημερινά αθέατα. Αρχή του: ’’ η αποχή από την πράξη.’’
Στην αποφθεγματικότητα της γραφής του έχει ικανό μερίδιο η φιλοσοφική ενατένιση και η υπαρξιακή αναζήτησηΟ Φερνάντο Πεσσόα δεν είναι  μουσικός ποιητής, ούτε λυρικός, ούτε πλαστικός κατορθώνει να είναι. Κι ωστόσο με τόσο γυμνή φράση, με τόσο ακατάστατη γλώσσα, με περιορισμένο ουσιαστικά κύκλο νοημάτων, χωρίς φαντασία, χωρίς διάχυση ούτε έξαρση, κατορθώνει να κατακτήσει το άγνωστο μέσα μας. Κατορθώνει να μας υποβάλλει και να μας επιβάλλει το νόμο της ποίησής του. 



Ο στίχος του απλώνεται, εισχωρεί, διαπερνώντας τα μύχια της ψυχής μας και κατασταλάζει αμετακίνητος στα μυστικά εκείνα βάθη, όπου αγρυπνά ο πιο ευαίσθητος εαυτός μας, δημιουργώντας μια υποβλητική, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα , ένα ‘’προσκύνημα στο μυστήριο και τη γνώση’’. Παρασυρμένοι από την γοητεία του, δεν μπορούμε παρά να του παραδοθούμε ανυπεράσπιστοι.
 Όλο του το έργο, από το συγκλονιστικό ‘’Βιβλίο της ανησυχίας ‘’,ένα από τα πιο σημαντικά έργα της λογοτεχνίας,  του εικοστού αιώνα, που ο Πεσσόα έγραφε καθόλη την διάρκεια της ενήλικης ζωής του, από το 1913 μέχρι το 1935, ένα έργο με εκπληκτική γλώσσα, μια αναφορά σε «πρωταρχικές» έννοιες/σύμβολα ,ένα συνονθύλευμα σκέψεων, εντυπώσεων, αφηγήσεων και περιγραφών εν είδη ημερολογιακών καταγραφών, που συνθέτουν εντέλει ένα σύγχρονο αντί –μυθιστόρημα, μέχρι το απάνθισμα των στοχασμών, επιγραμματικών αφορισμών και στίχων που παρατίθενται στο βιβλίο ’’Πίσω από τις Μάσκες’’, καθώς και τα προπλάσματα των θεατρικών δραματικών έργων του ,με τίτλο ’’Ταξίδι στην Άβυσσο’’, συνδυάζουν την φιλοσοφική αφήγηση με την ποίηση, όλα τα μεγάλα υπαρξιακά ζητήματα αλλά και τις εμμονές που κατατρύχουν τον ποιητή, χαρίζοντάς μας την ηδονή της γλώσσας και των λέξεων.
 ‘’Μια άβυσσος πολλαπλή και δίχως πάτο, η αλήθεια που μιλάει κατά λάθος’’ , ή ‘’σας δίνω την σιωπή μου, για να μάθετε πως αυτό που είναι τα πάντα, υπάρχει μέσα στην καρδιά. Σας δίνω την πίκρα μου, για να γίνετε σαν εμένα, που θυσιάστηκα από τη σάρκα του κόσμου και την πολλαπλότητα της γης’’. Η βαθύτατη ενδοσκόπηση μιας μοναχικής συνείδησης, περιπλανώμενης στα βάθη της σκέψης και του ονείρου, σε μια ατέρμονη, σισύφεια προσπάθεια να ανακαλύψει τους μηχανισμούς της. Ο λόγος του Πεσσόα είναι μια παράδοξη μουσική, που δεν κατέχει καμία μουσική αρετή, κι όμως ποθούμε να την ακούμε, νιώθουμε πώς έρχεται από πολύ μακριά κι ακόμα πιο μακριά πηγαίνει.
 Η αποφυγή της επίγνωσης του αυθεντικού του εαυτού, παίρνει τη μορφή μιας εσωτερικής πανοπλίας, που τον προφυλάσσει απ’ το ίδιο του το βλέμμα. Από την πανοπλία της απόκρυψης, αυτής που δημιουργεί το ‘’ειδικόν κάλλος’’ της τέχνης του Πεσσόα, μαζί με την σιωπή ή την αποσιώπηση, ο ποιητής προχωρεί πιο πέρα. Υποτάσσεται ολόκληρος στην τέχνη, κάνοντας την Ποίηση κόσμο καταφυγής και σωτηρίας, πεπρωμένο, κάρμα, μοίρα, δημιουργώντας ένα ιδεατό και πραγματικό μαζί κόσμο, με δομή, στέγη και νομοτέλεια αδιάρρηκτη.
 Το αρχιτεκτονημένο Σύμπαν του Πεσσόα, που έχει την στερεότητα των ‘’ μεγάλων και υψηλών τειχών’’ του Καβάφη, μες την σιωπηλή του αρμονία, είναι ο χώρος της σωτηρίας του. Κι εδώ θα ήθελα να επισημάνω πώς , δεν είναι τυχαία η συνάφεια και η ταύτιση του ενός ποιητή με τον άλλο. Μάλιστα για τον έλληνα αναγνώστη αποτελεί πλέον κοινό τόπο η ανακάλυψη συγγενειών του Πορτογάλου με τον δικό μας Καβάφη, στη ζωή τους, στην ποιητική τους, στην απήχησή τους, ακόμη και στην όψη τους. Ο Πεσσόα είναι εκείνος ο ποιητής που ξέφυγε από λεκτικούς νεωτερισμούς καταθέτοντας μια πεζογραφική, ελεύθερη ποίηση, αντίστοιχη του ημέτερου Αλεξανδρινού.
Εκεί περιχαρακωμένος θα ισορροπήσει μέσα του την δραματική δυάδα: Πνεύμα ή σάρκα, Δαίμονας ή Άγγελος, ή ακόμα κατασπίλωση ή αγνότητα. Όλη του η ποίηση είναι μια τέτοια αντίσταση, μια αέναη πάλη ανάμεσα σε αδελφές ψυχές , που αλλάζουν ρούχα, συμπεριφορές, ηλικίες, επαγγέλματα, προσωπεία.
Όλα τα πρόσωπα και προσωπεία του με βεστιάριο, αλλά και με τις πληγές του το καθένα, τις αδυναμίες, τα πάθη και τα λάθη τους, δημιουργούν γύρω του ένα αδιάρρηκτο αδιέξοδο, μετατοπίζοντας με αυτό τον τρόπο το δικό του αδιέξοδο. Τολμά ωστόσο να αντικρίζει και να απογυμνώνει με την γραφή, την αδυναμία του να ζήσει.
Η αναζήτηση είναι ο σκοπός, τα πρόσωπα των ετερωνύμων είναι μόνο η αφορμή. Ανάμεσά τους εμπλέκεται το συμβάν που δίνει το ερέθισμα, η μνήμη που ανακαλεί και εξορρύσει γεγονότα και συμπεριφορές  και η συναίσθηση που επιτάσσει, τινάζοντας στον αέρα όλες τις βεβαιότητες. Τίποτα δεν τον τραβάει ουσιαστικά στη ζωή, έξω από την ποίηση. Ένας ποιητής ή καλλιτέχνης με φύση, νοοτροπία και διαπαιδαγώγηση διαφορετικές, θα δραπέτευε από τη φυλακή που ήταν το περιβάλλον του. Αλλά η φυγή δεν είναι πάντα δύναμη.
Άλλωστε η ψυχή ενός αληθινού ποιητή παίζεται επικίνδυνα μέσα στην ποίηση. Ή σώζεται ή χάνεται.
Η δυστυχία του Πεσσόα δεν έγκειται — μόνο — στη μιζέρια της καθημερινής του ζωής, στη σωματική του ασημαντότητα, στην ανυπαρξία έρωτα, στην έλλειψη της μητρικής αγάπης και της οικογενειακής εστίας, στη μη αναγνώριση του από την πατρίδα και την εποχή του: είναι μια βαθύτερη υπαρξιακή απελπισία, ενός ανθρώπου που δεν έχει προσδοκίες, ούτε καταφυγή. Κραυγάζοντας απελπισμένα προς τον συνάνθρωπο ο ποιητής ομολογεί την ανεπάρκεια του ‘’ενός’’, την ανάγκη του συνόλου.
 Ο Φερνάντο Πεσόα ή ο Άλβαρο ντε Κάμπος ,ο Ρικάρντο Ρέις ή  ο Μπερνάρντο Σοάρες –ό ένας για όλους και όλοι για ένα-, με τον ανεξάντλητο πλούτο του έργου του και την ανεπανάληπτη γραφή του, περνάει πλέον στο φόρουμ των Μεγάλων, σαν ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του εικοστού αιώνα. Αυτός ο λαθρεπιβάτης του ίδιου του,  του εαυτού , έπλασε την τέχνη, που χαρίζει αθανασία στη θνητότητα.
Και αν είναι αληθινό, αυτό που λέει ο Αντρέ Ζιντ, πώς ‘’όσο βαθύτερα προχωρούμε στον εαυτό μας, τόσο πιο στέρεα αποκαθιστούμε τους δεσμούς μας με τους άλλους’’, τότε ο Πεσσόα θα πρέπει να μας αγγίζει όχι περιστασιακά και επιπόλαια, μα σαν κάποιες κρυφές αιμάσσουσες πληγές, που αιώνια αιμορραγούν και μας βασανίζουν.



Το παρόν είναι ένα απόσπασμα από την ομιλία της Ρένας Πετροπούλου Κουντούρη: ’’Φερνάντο Πεσσόα-Μεταμορφώσεις-προσωπεία’’ που εκφωνήθηκε στην εκδήλωση –αφιέρωμα στον κορυφαίο Πορτογάλο ποιητή, της Λέσχης Ποίησης Ηρακλείου στις 13/12/11στο θέατρο’’ Όμμα Στούντιο’’.

Με φόντο ρεαλιστικό απ' όπου ξεπηδάει ανεπαίσθητα το παράξενο



Γράφει η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη // *

Kaneis
«Κανείς δεν θέλει να πεθάνει» της Κατερίνας Μαλακατέ, Εκδόσεις «Ο Κήπος με τις Λέξεις», σελ. 136

Θα μπορούσαμε άραγε λίγο πριν το θάνατό μας, μ’ ένα μαγικό τρόπο-εν προκειμένω μέσω ενός μενταγιόν με μυστηριακές ιδιότητες που έρχεται από τα βάθη των αιώνων -να αλλάξουμε σώμα; Να πάρουμε παράταση ζωής; Εμείς, ο καθένας μας, ένας αέναος ρους ενέργειας –κατά τον Ηράκλειτο- θα μπορούσαμε άραγε να μεταμορφωθούμε και να κατοικήσουμε σ’ ένα πολύ νεώτερο σαρκίο, σ’ ένα νέο, ζουμερό κορμί με προοπτικές ικανής επιβίωσης, αντί να’ ρθούμε αντιμέτωποι με τον τρόμο του θανάτου, την οριστική φυγή από τα γήινα, την προδιαγεγραμμένη πορεία προς το άγνωστο…Να ξαναγυρίσουμε στη μαύρη μήτρα του τίποτα, όπως πριν από τη γέννησή μας; (Κατά τον Επίκουρο, τον Νίτσε και τον Καζαντζάκη).
Η ευφυέστατη αυτή ιδέα και σύλληψη παίρνει σάρκα και οστά μέσα από την σφιχτοδεμένη νουβέλα της φαρμακοποιού, αγαπημένης Blogger και βραβευμένης συγγραφέα της νέας γενιάς Κατερίνας Μαλακατέ «Κανείς δεν θέλει να πεθάνει» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Ο Κήπος με τις Λέξεις».
Το βιβλίο θέτει προαιώνια ερωτήματα, ανατρέπει κεκτημένα, φλερτάροντας με την αθανασία και την φθαρτότητα αντίστοιχα, μέσα από ένα πυκνό κείμενο παραληρηματικής δράσης με εναλλασσόμενα πλάνα που διαρκώς εξελίσσεται.
Πατώντας πάνω σε μύθο και πραγματικότητα, η χαρισματική δημιουργός σκιαγραφεί με σιγουριά και ευφυΐα τη μια σκηνή πίσω από την άλλη διατρέχοντας μια τελματωμένη, γκρίζα μεγαλούπολη ευνουχισμένη από την κρίση (εν προκειμένω την Αθήνα), ενώ διακτινίζεται στη Μαύρη Ήπειρο και την Γηραιά Αλβιόνα, παραδίδοντάς μας ένα έργο πολύπλευρο με κεντρικό θέμα την υπαρξιακή αγωνία, με αλλεπάλληλες προεκτάσεις σε μόλις εκατόν τριάντα πέντε σελίδες.
Διαβάζουμε την περίληψη του έργου στο οπισθόφυλλο:
Μια ογδοντάχρονη Αγγλίδα, σε κώμα θα αλλάξει μια νύχτα κορμί με την τριαντάχρονη Ουκρανή που την προσέχει. Μεθυσμένη από την ξαφνική παράταση της ζωής, θα παραστρατήσει στα σοκάκια των Αθηνών, θα νιώσει κυνηγημένη, μόνη, θα φτάσει ως το τελευταίο σκαλί της εξαθλίωσης. Παράλληλα ένας μαύρος άντρας που δουλεύει στα φανάρια θα δει την πράσινη λάμψη που σκίζει τον ουρανό και θα ενεργοποιηθεί. Κι η δεκαοκτάχρονη εγγονή της Αγγλίδας με το κορμί που τόσο μοιάζει στη γιαγιά της θα φτάσει ως την τρέλα. Τι τους ενώνει; Ένα πράσινο αφρικανικό μενταγιόν, ένας Ινδός θεός εγκατεστημένος σε μια μονοκατοικία κάπου στις παρυφές της Αττικής και η πεποίθηση πως κανείς δεν θέλει να πεθάνει.
Μια νουβέλα που πραγματεύεται τη ζωή και το θάνατο, την ύπαρξη του θεού ή και την ανυπαρξία, το τι θα έκανες την αθανασία αν στην χάριζαν έτσι ξαφνικά. Θέτει ένα σωρό ερωτήματα και φυσικά δεν απαντάει σε κανένα.
Η Κατερίνα Μαλακατέ χτίζει σταθερά το οικοδόμημα της αφήγησης, κρατώντας γερές ισορροπίες ανάμεσα στη σοφία και την αθωότητα, στη γνώση και την αφέλεια, στην υποστήριξη αλλά και παράλληλα την απομυθοποίηση των κοινωνικών αξιών, με κυρίαρχο το πρόταγμα της αναζήτησης της αθανασίας, της παράτασης της ομορφιάς, της ατομικότητας έστω και μέσα σε ξένο, μετενσαρκωμένο σώμα, αλλά και της ισότητας ανάμεσα από την ιστορία του Αδάμ και της Λίλιθ, της πρώτης γυναίκας ίσης με τον άντρα, αυτής που υποστήριξε την ελεύθερη βούληση και πλήρωσε με το μεγαλύτερο κόστος, συμπαρασύροντας άθελά της-με τα αλλεπάλληλα τεκταινόμενα στη συνέχεια- το ανθρώπινο γένος σε διαρκή αγωνία θανάτου.
Η πένα της διαπλέκει μυθοπλαστικούς χαρακτήρες, με την αληθοφάνεια του σήμερα, με φόντο ρεαλιστικό απ” όπου ξεπηδάει ανεπαίσθητα το παράξενο, δημιουργώντας ένα ιδιοφυές μεταμοντέρνο μείγμα , χαρακτηριστικό της πολυπολιτισμικότητας της εποχής μας.
Οι ήρωες που κινούνται και αναπνέουν δίπλα μας, ταυτοποιούνται στα πρόσωπα πέντε γυναικών: Της ογδοντάχρονης ετοιμοθάνατης Αγγλίδας της Ελίζας που αρνείται να πεθάνει και βρίσκει έναν έξοχο τρόπο διαφυγής μέσα στο σώμα της Τάνια, της τριαντάχρονης Ουκρανής αποκλειστικής της νοσοκόμας, η οποία μπαίνει στον πειρασμό να κλέψει ένα πράσινο σμαραγδένιο μενταγιόν,- προφανώς αμύθητης αξίας- που κρέμεται από το λαιμό της γηραιάς ασθενούς που προσέχει. Το μενταγιόν αυτό έρχεται από τα βάθη του χρόνου και είναι το κέντρο γύρω από το οποίο άγεται και φέρεται η πλοκή, αφού μέσω αυτού γίνονται οι μετενσαρκώσεις της ίδιας ψυχής σε διαφορετικά σώματα.
Τα άλλα πρόσωπα του μύθου είναι η δεκαοχτάχρονη εγγονή η Λένα- και ακριβές αντίγραφό της Ελίζας στα νιάτα της-, η πενηντάχρονη άχρωμη και άοσμη Ρούλα, μητέρα της Λένας και η σαραντάχρονη πόρνη Άννα, που θα αποτελέσει την τελευταία και μοιραία μετενσάρκωση.
Οι ανδρικοί χαρακτήρες είναι : ο Αφρικανός Γουικιτάκα, που καθαρίζει τζάμια αυτοκινήτων, για τον δουλέμπορα Κώστα, όμως ο ίδιος δεν είναι αυτό που φαίνεται(είναι πρίγκιπας της φυλής του, με βαριά κληρονομιά και αναζητά το κλεμμένο μενταγιόν), ο μυστηριώδης Ινδός Γκόπαλ, ένας σκληρός θεός που αλλάζει πρόσωπα και εμφανίζεται απρόσμενα κεντρίζοντας το μεταφυσικό ενδιαφέρον, ο Γερμανός Πέτερ, εραστής της Ελίζας στα χρόνια της ατίθασης νεότητάς της (πρόσωπο που ανακαλείται μέσα από φλας μπακ), ο Γιώργος γιός του Πέτερ και πρώτος εραστής της νεαρής Λένας, και τέλος ο αγαθός, καλόψυχος Νίκος, γιός της ηλικιωμένης Ελίζας και πατέρας της Λένας, που προσπαθεί ολοένα να αμβλύνει τα κακώς κείμενα που συνεχώς προκύπτουν μέσα στην οικογένεια. Όλοι τους μπορεί κάλλιστα να είναι άτομα που συναντάμε στην καθημερινότητά μας, στο μεγάλο αχανές στόμα των μεγαλουπόλεων, που όλα τα αλέθει.
Άνθρωποι με ή χωρίς παρελθόν, είναι αναγκασμένοι να προσαρμοστούν, να δοκιμάσουν τις αντοχές τους, να καταλάβουν γιατί βρίσκονται εκεί και να ανακαλύψουν ή να επινοήσουν το νόημα της καινούριας ζωής τους. Το παρελθόν στοιχειώνει το παρόν και η απόπειρα χαρτογράφησης του σκοτεινού κόσμου του μύθου, εισβάλλει και επηρεάζει την πραγματικότητα. Ανάμεσα στα πάμπολλα ερωτήματα που εγείρει η παρούσα νουβέλα είναι η στυγερή ανθρώπινη εκμετάλλευση, η ηθική συγκρότηση και το χτίσιμο της ατομικής ταυτότητας, τα ήθη και οι καταπιεσμένες επιθυμίες. Το θέμα της ηθικής, της ελευθερίας και δη του σεξ – κυρίαρχο και αναπόσπαστο μέρος της πλοκής-παραμένει ανοιχτό σε πολλαπλές και αντικρουόμενες ερμηνείες.
Το «Κανείς δεν θέλει να πεθάνει» διαθέτει πυκνότητα, απόρροια της ενασχόλησης της συγγραφέως με το διήγημα, ενώ η γραφή της χαρακτηρίζεται από την παντελή απουσία γλαφυρότητας και λυρισμού , είναι σταθερή, στακάτη, με την ελευθερία του λόγου των νέων δημιουργών-οι επιρροές από τους Κάφκα, Πωλ Όστερ, Ντε Λίλο είναι εμφανείς, αλλά και από Λατινοαμερικάνους συγγραφείς π.χ. τον Κάρλος Φουέντες και την Ιζαμπέλ Αλλιέντε-ιδιαίτερα οι αναπαραστάσεις του τρόπου ζωής και των μυστηριακών τελετών των ιθαγενών φέρνουν στο νου εικόνες από την «Πόλη των θηρίων»-, η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, καταιγιστική και δεν εξαντλείται σε μια ανάγνωση.
Οι διάλογοι μπαίνουν μόνο όπου χρειάζονται, λειτουργεί περισσότερο η εσωτερική αφήγηση-αναδίφηση, υπάρχει δράση παράλληλα με αναστοχασμό, οι εικόνες είναι πότε μαγικές και με έντονο στο στοιχείο του ονειρικού σε οτιδήποτε ανάγεται πίσω στο παρελθόν, με σαφή στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, αλλά κυρίως σκληρές και αδυσώπητες, ιδιαίτερα όταν η Κατερίνα Μαλακατέ περιγράφει με κοφτές, αλλεπάλληλες πινελιές το συμπαγές περίγραμμα της ζωής των ηρώων της (Τράφικινγκ, εμπόριο λευκής σαρκός, φυλακές, ζωώδη ένστικτα, μετανάστες- γκρίζα περιστέρια των φαναριών-, διαφθορά του συστήματος, αναλγησία αστυνομίας αλλά και από την άλλη διαπροσωπικές σχέσεις σε τέλμα, ανάγκη για τρυφερότητα και αποδοχή, κοινωνικό στάτους σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Γλωσσική ενάργεια, ύφος λεπτοδουλεμένο στην υπηρεσία ενός καυτού θέματος που άπτεται κοινωνικών, ψυχαναλυτικών και φιλοσοφικών ζητημάτων, ενταγμένων με μαστοριά στην πλοκή.
Ο τίτλος λειτουργεί ως σηματοδότης και ως αποτέλεσμα που είναι τελικά η επιτομή της ιστορίας . Η κάθαρση έρχεται τέλος με αιφνίδια ανατροπή, όπως ταιριάζει στους ψαγμένους δημιουργούς, σφραγίζοντας ένα αφάνταστα επίκαιρο έργο και μια από τις πιο ευφάνταστες και καλοδουλεμένες ιστορίες της σύγχρονης Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.
Εύχομαι από καρδιάς, καλή συνέχεια σε μια πολλά υποσχόμενη πένα…

* Η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη είναι συγγραφέας και ποιήτρια. Διατηρεί το ιστολόγιοhttp://renapetropoulou.blogspot.gr

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΙΣΜΗΝΗΣ ΚΑΠΑΝΤΑΗ







ΓΡΑΦΕΙ Η ΡΕΝΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ

Τι ακριβώς κάνει ένας συγγραφέας όταν δοκιμάζει να ανασυστήσει το μακρινό παρελθόν; Μπορεί να αναδιοργανώσει και να βάλει σε τάξη πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους εποχές ή είναι σε θέση να αναπαραγάγει τα επεισόδια μιας και μόνης περιόδου, ενώνοντας τα με μια κοινή κλωστή, που θα αποτελέσει τον μίτο του μύθου; Η Λογοτεχνία πάντως, ζει στιγμές εξαιρετικές όταν ο συγγραφέας μπορεί όχι μόνο να στήσει μυθιστορηματικούς ήρωες με γνωρίσματα συνόλου, αλλά και να τους ‘’τρέξει’’ με ιστορική γνώση στις μυθοπλαστικές διαδρομές της επιλογής του.
Η πολυβραβευμένη Ισμήνη Καπάνταη , φτιάχνει κείμενα που καταδύονται στην Ιστορία για να αναζητήσουν στις ρίζες μας στοιχεία ταυτότητας. Η επιτυχία της συνταγής  δεν έγκειται μόνο στην αναθεωρητική ματιά με την οποία η συγγραφέας κοιτάει την Ιστορία. Πιο πολύ βαραίνει η τραγική φύση των  πρωταγωνιστών των έργων της, -που μας κάνει να αντιληφθούμε αλλά και να συμμετάσχουμε στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα αρχαίας τραγωδίας , που κυριαρχεί στα περισσότερα  κείμενα της-, καθώς πρόκειται για έργα,  που εμβαθύνουν πέρα από τα γεγονότα, δρώντας κατευθείαν μέσα στον ψυχισμό των ηρώων. Τα διλλήματα που τους ταλαιπωρούν, οι εσωτερικές συγκρούσεις που κορυφώνονται μέσα τους, το αίμα που ξυπνά και ζητά μερίδιο στη ζωή, στήνουν με αυθεντικότητα το σκηνικό του εκάστοτε μυθιστορήματος, όπου το δράμα-στην συντριπτική πλειοψηφία του-βρίσκει πρόσφορο έδαφος για ν’ ανθίσει.

Όταν είχε κυκλοφορήσει το ’’Επτά φορές το δαχτυλίδι’’ από τις εκδ. ‘’Εστία’’, ο Άλκης Αγγέλου στο Βήμα, έγραψε:’’ Είναι ένα έργο τολμηρό, που εισβάλλει ηρωικά στον χώρο της Τουρκοκρατίας και τον αλωνίζει από πάνω ως κάτω . Η Ισμήνη Καπάνταη , διανύει την ωριμότερη, πλέον αριστοτεχνική και την περισσότερα υποσχόμενη περίοδό της. Ώριμο, πλούσιο ταλέντο που εκδηλώνεται εικονογραφικά, παίζοντας το παιγνίδι ενός ευέλικτου κινηματογραφικού φακού.’’ Το συγκεκριμένο έργο, ως προς τη θέση του στην Ελληνική Γραμματεία, βρίσκεται στο κομβικό 1989, χρονιά που θα μπορούσε να θεωρηθεί σημείο καμπής, καθώς η ελληνική λογοτεχνία κατάφερε να σημειώσει μια εντυπωσιακή άνοδο , ανεβάζοντας ιδιαίτερα το επίπεδο της πεζογραφίας μας. Ουσιαστικά τα έργα της δεκαετίας του 90’ αλλάζουν σιγά-σιγά μορφή και από την ατονία της στεγνής ρεαλιστικής γραφής περνούν στην μεταμοντέρνα περίοδο μιας ουσιαστικής διαλεκτικής με την ιστορία και το παρελθόν. Ιστορικό μυθιστόρημα δεν σημαίνει πλέον  μονοδιάστατη ανάπλαση μιας άλλης εποχής, αλλά προσπάθεια για εθνική αυτογνωσία, προβληματισμός πάνω στην ταυτότητα. Το ‘’Οχτώ φορές το δαχτυλίδι’’ , που επανεκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδ. Καστανιώτη, είναι ουσιαστικά η νέα, συμπληρωμένη εκδοχή αυτού του κλασσικού βιβλίου, το οποιο εκτείνεται χρονικά μέχρι τα τέλη του εικοστού αιώνα, ολοκληρώνοντας έτσι έναν θεματικό κύκλο , που αρχίζει από τις πρώτες εξεγέρσεις επί Τουρκοκρατίας και κλείνει στην Πράσινη γραμμή της μαρτυρικής Κύπρου. Πρόκειται για οχτώ πλέον ιστορίες, εμπλουτισμένες και αναθεωρημένες,  όπου το δαχτυλίδι παίζει ρόλο κυρίως συμβολικό.



Τα χαρακτηριστικά στοιχεία που προσδιορίζονται , καθορίζοντας μ’ αυτό τον τρόπο το συγγραφικό έργο της Ισμήνης Καπάνταη στο σύνολό τους,  είναι η ποιητική γραφή, το φιλοσοφικό υπόβαθρο, η γοητευτική αναπαράσταση της εκάστοτε εποχής, -αρκετά πιστή, προϊόν άλλωστε ενδελεχούς  έρευνας της συγγραφέως,- ο προσδιορισμένος τόπος και χρόνος, το υγρό στοιχείο σε όλες του τις μορφές, ο κύκλος-καμπύλη, το χώμα, το αίμα, ο έρωτας, το πάθος,  η τραγικότητα, η μοναξιά, το αναπότρεπτο και μη αναστρέψιμο γεγονός του θανάτου, το μυστήριο, το θαύμα και η εκπλήρωση του χρέους. Στα μυθιστορήματα της συνυπάρχουν η αντιπαράθεση, η πάλη, η σύγκριση, η αντιπαραβολή, ο συσχετισμός διαφορετικών νοοτροπιών όπως π.χ. Νησιώτης με Ηπειρώτη, Χριστιανός με Μουσουλμάνο κ. λ. π. Είναι επίσης προφανής η επίδραση των ιδεών του Διαφωτισμού. Αυτό διαφαίνεται καθαρά επειδή η λογοτέχνης υποστηρίζει μέσω της γραφής της,  ότι κάθε άνθρωπος είναι σεβαστός apriori ανεξάρτητα από την τάξη, την θρησκεία, τα πολιτικά του πιστεύω ή την καταγωγή του.


Τα κείμενά της έχουν τις ρίζες τους αφ’ ενός μεν στο γοτθικό μυθιστόρημα , με όλα τα στοιχεία που το χαρακτηρίζουν (ρομαντισμός, μυστήριο, αλλά κυρίως το στοιχείο του υπερφυσικού),  και αφετέρου τους καρπούς τους να ευδοκιμούν σταθερά , με το βάρος τους να γέρνει άλλοτε προς την Ιστορία, άλλοτε προς το ρομαντικό παραμύθι, κάποτε ισορροπώντας ανάμεσα και στα δυο. Διαβάζοντας , λόγου χάριν,  ο αναγνώστης αποσπάσματα από ‘’Το άλας της γης’’, ή το’’ Οκτώ φορές το δαχτυλίδι’’, αισθάνεται πώς οδηγείται βαθμιαία σε δύσβατα μονοπάτια, ενώ τα συναισθήματά του κλιμακώνονται περνώντας από τον φόβο, στον τρόμο, την φρίκη και τανάπαλιν. Αυτός ο φόβος δεν απευθύνεται στην ψυχή για να προσφέρει κάποια κάθαρση, αλλά στόχος του είναι,  αυτό,  καθαυτό το σώμα, -με τους μυς , τους αδένες, την επιδερμίδα και το κυκλοφορικό του σύστημα, - να ταρακουνηθεί μ’ έναν έντονο και γρήγορο τρόπο, ούτως ώστε  να δημιουργηθούν όλες εκείνες οι φυσιολογικές αντιδράσεις του φόβου, όπως π.χ. αυτό συμβαίνει  στα έργα του  Καρόλου Ντίκενς , ή του Εντγκαρ Άλαν Πόε . Κι αυτό για να το πετύχει ένας συγγραφέας , να καταφέρει δηλαδή να καθηλώσει τον αναγνώστη και να τον κάνει να οσμιστεί την απειλή, να την νιώσει στο πετσί του, να αισθανθεί το χνώτο του διώκτη του στο σβέρκο,  απαιτεί συνδυασμένη τεχνική,  ανεξάντλητο ταλέντο , μαστοριά στην γραπτή εκφορά του λόγου και  σπάνια αφηγηματική ζωντάνια, ιδιότητες που η Ισμήνη Καπάνταη κατέχει και με το παραπάνω.

Το Ρομαντικό παραμύθι θεωρήθηκε πρότυπο του γνήσια φανταστικού και γνήσια ποιητικού ύφους, ένα μουσικό και ταυτόχρονα αναρχικό είδος που δημιουργεί αυθαίρετα έναν αυτόνομο κόσμο, πλήρως αποδεσμευμένο από την εξωτερική πραγματικότητα. Ανάμεσα στα εκλεκτά μυθιστορήματα που μας έχει χαρίσει η Ισμήνη Καπάνταη, επιλέγω να σας πω δυο λόγια για το μυθιστόρημα ‘’Η Φλώρια των νερών’’, που κυκλοφόρησε το 1999,  από τις εκδόσεις Καστανιώτη και που μπορούμε να το εντάξουμε κάπου ανάμεσα στο Ρομαντικό παραμύθι αλλά και στο Γοτθικό μυθιστόρημα. Εδώ η συγγραφέας αναζητά την άλλη ιστορία, όχι αυτή των γεγονότων, αλλά την άλλη των αισθημάτων.
Ο μύθος διαδραματίζεται στα πρώτα χρόνια της μεταβυζαντινής Ηπείρου, όπου έχει ολοκληρωθεί η οθωμανική κατάκτηση , εκτός από λίγες παράκτιες κτήσεις των Βενετών και ημιαυτόνομες περιοχές κάστρων- καπετανάτων των Ρωμιών. Στα Ιόνια νησιά και την Αιτωλοακαρνανία, χάνονται τα εδάφη των Φράγκων, της δυναστείας των Τόκκων, πέφτοντας στα χέρια των Οθωμανών, ενώ οι Μπερμπερίνοι πειρατές αποτελούν πραγματική μάστιγα. Τούτοι οι πειρατές έχουν ξεκληρίσει όλη την οικογένεια της δωδεκάχρονης Φλώριας και την κρατούν αιχμάλωτη, ώσπου η μικρή περνάει στα χέρια του καπετάνιου και πειρατή Ρωμανού του Μελανοδράκοντα, που έχει το κάστρο του στο Ασπροκλήσι. Είναι πανέμορφη, γυφτοπούλα Ρόμ, τραγουδάει υπέροχα κι ο Ρωμανός την ξεχωρίζει. Δεν αργούν να σμίξουν οι δυο τους , αλλά , αν και από τότε που πρωτοαγκαλιάστηκαν η Φλώρια είναι η μόνη αγάπη του Ρωμανού, ’’Κυρά του‘’ μεν  αλλά ‘’εξ ευωνύμων’’, δεν την παντρεύεται ποτέ. Καρπός του έρωτα τους είναι η κόρη τους η Αγνή.

Ο Ρωμανός παντρεύεται σε δεύτερο γάμο την Ισαβέλλα, ανιψιά του δούκα της Λευκάδας, ‘’Φράγκα αιρετική’’. Γάμος πολιτικής σκοπιμότητας βεβαίως. Η Ισαβέλλα αναγκαστικά αποδέχεται την ύπαρξη της επίσημης αγαπημένης, μην παραλείποντας να δηλητηριάζει την ζωή της Φλώριας. Όλα τα πάθη και οι καημοί ετούτου του μεγάλου έρωτα, συνυφασμένα με αναφορές στα ιστορικά γεγονότα, δίδονται στον αναγνώστη μέσα από την αφήγηση της ίδιας της Φλώριας. Μεσόκοπη πια η Φλώρια κι ενώ ο Ρωμανός κείτεται μπροστά της νεκρός,- αυτή του έκλεισε τα μάτια -,  η μνήμη της διολισθαίνει σε όλες τις έντονες στιγμές της ζωής τους. Αυτές τις χαρές και τις πίκρες, τα παράδοξα και τα συνήθη, τις αγαθότητες αλλά και τις κακίες, τα μαγικά κι αλλόκοτα της ζωής και της φυλής της , θυμάται μέσα από μια γοητευτική ακολουθία συμβάντων.
Γιατί ο τίτλος’’ η Φλώρια των νερών;’’
’’Τη Φλώρια , μου είχε πει ο πατέρας μου, ήταν βασιλοκόρη η Φλώρια, κόρη του βασιλιά των γύφτων και όμορφη πολύ, τη ζήλεψε μια μέρα ο ποταμός και την πήρε. Άνοιξαν τα νερά του και την κατάπιαν κι από τότε ζει και βασιλεύει στα υδάτινα βάθη του. Όλα τα νερά είναι δικά της, γι αυτό την λένε ‘’Φλώρια των νερών’’. Όταν έχεις ανάγκη, όταν επιθυμείς κάτι που μοιάζει ακατόρθωτο, να πας εκεί. Στην άκρη του νερού. Βάλε τα χέρια σου μέσα και κάνε την ευχή σου. Πέταξε ύστερα στα βαθιά το ΔΏΡΟ σου, κάτι δικό σου που να τ’ αγαπάς, δεν λογαριάζει αν είναι δώρο πλούσιο ή ταπεινό, φτάνει να τ’ αγαπάς και κάμε την ευχή σου. Η ευχή σου θα εκπληρωθεί.’’
Οι ήρωες , στα χέρια της Ισμήνης Καπάνταη , γίνονται πειθήνια όργανά της. Τυλιγμένοι στο φάσμα του μυστηρίου, προχωρούν θαρρετά μέσα στα ομιχλώδη χαώδη τοπία, οδηγημένοι από το όραμα, μετατοπισμένοι σε άλλη διάσταση, ρευστή έως άυλη, εξεγερμένοι από μνήμες θρυμματισμένες, ιριδίζοντα γλαυκό ουρανό κι ας ρέει αίμα. Οι δροσερές ευωδιές, οι τρυφερές περιγραφές φυσικών τοπίων κι ανθρώπινων χαρακτήρων, η ποιητική προσέγγιση της όποιας πραγματικότητας, ξεπερνούν συχνά την τραγικότητα και την μεταφυσική αγωνία, προσδίδοντας στο μυθιστόρημα αισθητική απόλαυση και ολοκλήρωση.

Σ’ αυτό το σημείο,   ας μου επιτραπεί να δανειστώ τα λόγια του Φώτη Δημητρακόπουλου, Επίκουρου καθηγητή Νεοελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.’’ Εδώ και πολλά χρόνια πιστεύω πλέον ότι δεν αρκεί μονάχα η ποιητική νοημοσύνη στο χώρο της Λογοτεχνίας, η ευαισθησία στο χώρο της Τέχνης, για να έχουμε έργα άξια λόγου. Χρειάζεται και η εγγραμματοσύνη. Πέρα και πάνω και επέκεινα από την συναισθηματική νοημοσύνη, την καλλιτεχνική θέαση του κόσμου, είναι ο πλούτος της γλώσσας απαραίτητος, ώστε να κείται έργο λογοτεχνικό. Η γλώσσα της Ισμήνης Καπάνταη έχει τούτα τα εφόδια χωρίς να θηρεύει τη εκζήτηση. Δυο συμπληγάδες πέτρες είναι στημένες η Ιστορία με τη μυθιστορία , συχνά συγκρουόμενες. Η Καπάνταη διέπλευσε τις πέτρες με μεγάλη αβαρία. Μέσα στο μυθιστόρημα υπάρχουν σελίδες αριστουργηματικές, όπου η συγγραφέας γίνεται ποιήτρια με τον πεζό λόγο, μεγάλη κουβέντα για να την πει κανείς.’’
Η ‘’Φλώρια των νερών ‘’δικαιώνει την εμμονή στην αγάπη, ακόμα και στην παράνομη, -πέρα από τους θεσμούς-,  έκφανσή της. Αυτή η άποψη , η εμμονή στην αγάπη είναι ταυτόχρονα συστατικό του μύθου και ανατροπή της ιστορίας. Άλλωστε μεγάλοι ιστορικοί ήρωες,  είναι αυτοί που αγάπησαν πολύ  ότι πίστεψαν . Οι υπόλοιποι μένουν απλοί διεκπεραιωτές.
Ο χρυσούς κανόνας,  για να λειτουργήσει ένα ιστορικό μυθιστόρημα , είναι η επινόηση των κεντρικών ηρώων. Τα πραγματικά ιστορικά πρόσωπα πρέπει να έχουν βοηθητικούς ρόλους στην πλοκή , ενώ οι  κεντρικοί ήρωες πρέπει να είναι πάντα επινοημένοι, έτσι ώστε οι αναγνώστες να μπορούν να ταυτιστούν μαζί τους. Παρά την αναμφισβήτητα πλέον μεγάλη ανταπόκριση που βρίσκει στο αναγνωστικό κοινό, το ιστορικό μυθιστόρημα , οι Συμπληγάδες της αναγνώρισης της λογοτεχνικής αξίας και ταξινόμησης , που κλείνουν και ανοίγουν κάθε φορά, ανάλογα με τις συγκυρίες,  το υποβάλλουν σε σκληρές δοκιμασίες, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν ούτε τους συγγραφείς του να πτοήσουν , ούτε το ενδιαφέρον των αναγνωστών για το είδος να κάμψουν.
 Οι φανατικοί βιβλιόφιλοι πάντως το υποστηρίζουν έμπρακτα και δεν είναι σπάνιο,  ιστορικά μυθιστορήματα, -που κατ’ εξοχήν θεωρούνται δύσκολα βιβλία-, να καταλαμβάνουν συχνά θέσεις ανάμεσα στα ευπώλητα ή αλλιώς μπεστ σελερς. ’’Το εμείς έχουμε εμάς’’, μάλιστα της Ισμήνης Καπάνταη συγκαταλέγεται σ’ αυτά.





Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα , που κυκλοφόρησε το 2007, αμφιβολία, αγωνίες, ψυχολογικές μεταπτώσεις, όνειρα , πάθη και λογική, βρίσκουν θέση. Είναι μια ιστορία για την γυναικεία ψυχολογία,  που δεν αλλάζει στο πέρασμα των αιώνων, γεμάτη ανασφάλεια,  άγχος , αγώνα για μιαν  ακόμα κατάκτηση. ‘’Το εμείς έχουμε εμάς’’ είναι η συνέχεια της ‘’Φλώριας των νερών’’ , που λειτουργεί ωστόσο εντελώς αυτόνομα, από  την αρχική ιστορία, όπου πρωταγωνίστρια του διαχρονικού μύθου είναι αυτή τη φορά η Αγνή, ο καρπός του εξώγαμου έρωτα του άρχοντα πατέρα της και της τσιγγάνας μητέρας της.
Στα δεκαπέντε της η Αγνή θα παντρευτεί από πείσμα, σπρωγμένη από μια δύναμη που την προστάζει να λύσει τα δεσμά απ’ τα φαντάσματα που την κυνηγούν. Ο αυθορμητισμός και η  απειρία της εφηβείας, θα την φέρουν σε δύσκολη θέση σε μια κρίσιμη καμπή της ζωής της  όπου θα κληθεί  να πάρει ουσιαστικές αποφάσεις. Το πείσμα, ο δυναμισμός και η αποφασιστικότητα  της την χαλυβδώνουν, ενώ αγωνίζεται να ξεχάσει τον παιδικό της  έρωτα, διεκδικώντας μια νέα αρχή. Η Αγνή θα καταφέρει να μετακομίσει από την Ήπειρο στα Επτάνησα, να γίνει πυργοδέσποινα στο πλευρό ενός Φράγκου ευγενή, να διαφεντέψει το φέουδο του διανοουμένου συζύγου της, και να ανταποκριθεί επάξια πλέον στις υποχρεώσεις που αντιμετωπίζει στην  νέα, - διαφορετικής νοοτροπίας από τη δική της, -κοινωνία .Δεν θα σταματήσει να δοκιμάζει τα όρια της, ούτε μπροστά στους κουρσάρους, ούτε όταν βρεθεί στο χείλος της οικονομικής καταστροφής. Η αυτοπεποίθηση που εκπέμπει όμως η πρωταγωνίστρια του μύθου,  κρύβει οικογενειακά μυστικά, ανομολόγητους έρωτες, επιλογές που θυσιάστηκαν μπροστά στην ανασφάλεια , που αποπνέουν οι  μεγάλες ανακατατάξεις στα Βαλκάνια του 16ου αιώνα.

Ένα επίσης από τα πρόσφατα βιβλία της Ισμήνης Καπάνταη, το οποίο φέρει τον διφορούμενο τίτλο ‘’Κυνική ιστορία’’, κυκλοφόρησε  από τις εκδ. Καστανιώτη  και είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό και ασυνήθιστο , από το ύφος των θεμάτων και της γραφής , που μας έχει συνηθίσει εδώ και χρόνια . Κάνοντας την ανατροπή η ταλαντούχος λογοτέχνης, μας παραδίδει ένα μυθιστόρημα με τρυφερότητα, γνώση και χιούμορ για μια ιδιαίτερη σχέση στη ζωή πολλών ανθρώπων, τη σχέση ανθρώπων και ζώων. Μια σχέση που υποκαθιστά όλο και περισσότερο, όλο και συχνότερα, την ελλειμματική σήμερα, ανθρώπινη επικοινωνία. Ένα βιβλίο που θα μπορέσει να γίνει μια καλή αφορμή για να καταλάβουμε ακόμα καλύτερα τους μικρούς τετράποδους φίλους μας.
Τελειώνοντας θα ήθελα να πω πως η Ισμήνη Καπάνταη με τα υπέροχα μυθιστορήματα , διηγήματα, λευκώματα και παιδικά της βιβλία αποδεικνύει περίτρανα ότι οι τιμητικές και άλλες διακρίσεις της, οι απανωτές μεταφράσεις και επανεκδόσεις των βιβλίων της , αλλά και οι δικές της μεταφράσεις ξένων έργων,  δεν είναι τυχαίες. Είναι μια συγγραφέας με βαθιά ιστορική γνώση, εξαιρετική μαεστρία στον μυθιστορηματικό χειρισμό της ιστορικής πραγματικότητας, με μακρόχρονη και δημιουργική πορεία στον δύσκολο τομέα του Ιστορικού μυθιστορήματος και όχι μόνον. Η παρουσία της αναμφισβήτητα αποτελεί ορόσημο και  τιμά τα Ελληνικά Γράμματα. Αν μη τι άλλο,  φίλοι αναγνώστες, χρειάζεται  γερό ιστορικό κριτήριο, γνώση, ταλέντο, ευαισθησία και τόλμη για να παίξεις με την Ιστορία ένα τόσο δυνατό παιγνίδι μυθοπλασίας.