Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Σεφέρης: Πελεκούν και καίνε τον τόπο σαν το πεύκο

Γεώργιος  Σεφέρης
1900–1971



Όταν μια χώρα στενάζει από έλλειμμα πολιτικής και με ταχύτητα φωτός οδηγείται από τους «δημοκράτες» στον όλεθρο· όταν ορισμένως ουκ ολίγοι διανοούμενοι, και μάλιστα υπό τον αστερισμό της φιλοσοφίας, δίνουν γη και ύδωρ και αναλαμβάνουν το ρόλο του απολογητή της «αθώας» εξουσίας· όταν τα πάντα πλακώνει η σκλαβιά και τα σκιάζει η φοβέρα, τότε για να ατενίσει κανείς με λιγότερες ψευδαισθήσεις το παρόν και το μέλλον χρειάζεται μάλλον να κάνει ένα βήμα προς τα πίσω, καταπώς λέει και ο Χάιντεγκερ. Αυτή η οπισθοβασία δεν είναι και δεν πρέπει να είναι απόσυρση, λόγω απόγνωσης, από το παρόν, αλλά μια αστείρευτη στοχαστική και ποιητική πηγή λόγου, που διαμεσολαβεί εποπτικά και προφητικά το παρόν Μας. Από τούτη την πηγή προέρχεται το ποίημα του Σεφέρη: Ο Τελευταίος Σταθμός που έχει πολλά να μας πει. Για τον ποιητή ο τίτλος υπαινίσσεται τον τελευταίο του σταθμό πριν την επιστροφή· για τον Νέο Ελληνισμό του παρόντος τι μπορεί να υποτυπώνει; Μήπως τον τελευταίο σταθμό πριν τη μετατροπή της ελλαδικής γης σε «τόπο βοσκής για τις γκαμούζες»; (Σεφέρης)



Ο Τελευταίος Σταθμός

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.

Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις

όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη·
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μια νάρκη.
Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χα-
          ράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της πλερωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι·
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του
          Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας, το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.
Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.



Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης, ένας τρόπος

ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς, σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις τη καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.
Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη
          τη Συρία·
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής πού 'σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του
         Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θά 'λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους.
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο.
χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν.
σαν έρθει ο θέρος
προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι.
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητο-
          ρεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.



Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις,  φίλε.

Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου
          τη σκέψη

του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια

δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και νά ΄θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει,
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν
το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,
          νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δεί-
χνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν·
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες.
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·
 στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.


Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης

που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο

ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας. «Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε»
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.

            Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου ’44

                            § 1
Βασικά γνωρίσματα της σεφερικής ποίησης
                                                  
  • Ο Σεφέρης ανήκει στη γενιά του ’30 και ευθύς με την πρώτη του ποιητική συλλογή επιχειρεί ένα νέο προσανατολισμό στη νεοελληνική ποίηση.
  • Ο νέος αυτός προσανατολισμός σχετίζεται με τον λεγόμενο ποιητικό μοντερνισμό.
  • Κύριο γνώρισμα αυτού του μοντερνισμού είναι ο χαρακτήρας της ποιητικής γραφής.
  • Τα ποιήματα δηλαδή δεν γράφονται πλέον στον παραδοσιακό έμμετρο στίχο, αλλά σε ελεύθερο.
  • Συνακόλουθο αυτής της γραφής είναι να μην υπάρχει στο ποίημα μέτροομοιοκαταληξίαισοσυλλαβία στίχων,  ισόστιχες στροφές.
  • Ο ποιητικός λόγος του Σεφέρη όχι σπάνια εκφέρεται με αποφθεγματικές αποστροφές, δίνοντας έτσι καθολικότερη ισχύ σε γνώμες που διαφορετικά θα μπορούσαν να μείνουν αναξιοποίητες.
  • Επίσης παρατηρείται στα ποιήματά του μια αίσθηση πολυφωνίας, ώστε να εμπλουτίζεται η ποιητική αφήγηση, αλλά και να έχει συγκεκριμένη  απεύθυνση. 
  • Η πολυφωνία συνήθως εκδηλώνεται ή με ορισμένα πρόσωπα που έχουν θέση σε συγκεκριμένα ποιητικά επεισόδια ή με στίχους και φράσεις από άλλους δημιουργούς.
  • Πρόκειται κατ’ ουσία για λεκτικά ή φραστικά θραύσματα, τα οποία δεν λειτουργούν μεμονωμένα μέσα στο ποιητικό κείμενο, αλλά ενσωματώνονται στη νοηματική ροή του και διανοίγουν τον ορίζοντά του σε δοκιμασμένες ποιητικές ή διανοηματικές εμπειρίες άλλων δημιουργών.   
                                                                       
                                                            § 2
 Ερμηνευτική  Προσέγγιση



          Ι. Εισαγωγικά:

  • Ο Τελευταίος σταθμός κλείνει, σε θεματικό και βιογραφικό επίπεδο, το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄.
  • Το συγκεκριμένο ποίημα αθροίζει συνολικά την εμπειρία του πολέμου αλλά και τις αντίστοιχες επιπτώσεις πάνω στον άνθρωπο.
  • Χαρακτηρίστηκε ως το πιο σεφερικό ποίημα του ποιητή (Τίμος Μαλάνος).
  • Θεωρείται ως ένα από τα ανοιχτά ποιήματα της πιο πάνω συλλογής, γιατί  εμφανίζει σαφή και καθαρά νοήματα, ενώ δεν απουσιάζει και ο εξομολογητικός τόνος του ποιητή για τις προσωπικές του εμπειρίες σε όλα τα χρόνια του πολέμου που ζούσε σε αναγκαστική εξορία.
  • Βέβαια χρειάζεται να επισημανθεί ότι ο ποιητής δε βίωσε τη φοβερή εμπειρία του πολέμου και των συνεπειών του με τόσο οδυνηρά, όπως το ανώνυμο πλήθος.
  • Οι δικές του δραματικές εμπειρίες θα μπορούσαν να συνοψισθούν στα εξής: βίαιος εκπατρισμός,  πικρή γεύση του ξενιτεμού, η πολεμική ατμόσφαιρα και το γενικό πολεμικό κλίμα εκεί που βρισκόταν με την εξόριστη κυβέρνηση, η θλίψη του για τα δεινά που περνούσαν οι άνθρωποι στην Ελλάδα σε συνδυασμό με τις μικροπρέπειες και τις μηχανορραφίες των πολιτικών στο εξωτερικό. Επίσης η αίσθηση του γενικού παραλογισμού και της σύγχυσης που προκάλεσε ο φρικαλέος πόλεμος.
  • Ο Σεφέρης δεν έζησε το δράμα της Ελλάδας και των ανθρώπων της από κοντά.
  • Δεν απέκτησε άμεση εμπειρία της πείνας, της στέρησης, του θρήνου των μανάδων που έχαναν τα παιδιά τους, της δυστυχίας, των εικόνων γύρω από εκτελέσεις, κρεμάλες, δολοφονίες κ.λπ.
  • Παρ’ όλα αυτά στον Τελευταίο Σταθμό παρουσιάζει μια συνολική εικόνα της ανθρώπινης τραγωδίας, αλλά και της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε εκείνες τις στιγμές που λόγω του πολέμου κυριαρχεί απόλυτη ταραχή και αβεβαιότητα.
  • Την παρουσιάζει μάλιστα υπό τη μορφή μιας άμεσα βιωμένης τραγικότητας και δραματικότητας. 
  • Το ποίημα δεν παρουσιάζει ένα μόνο θέμα από πολλές απόψεις, αλλά πολλά θέματα υπό έναν ενιαίο ειρμό, υπό μια αδιαίρετη νοηματική συνοχή, υπό ένα κεντρικό άξονα.
  • Αυτός ο κεντρικός άξονας είναι ο πόλεμος.
  • Σύνολο στίχων: 96. Διακρίνονται για μεγάλο ποιητικό ανάπτυγμα: περιέχουν πολλές λέξεις.
  • Το  ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται να ομιλεί με διαφορετικά γραμματικά πρόσωπα.
  • Τα πιο συχνά είναι: το πρώτο ενικό και το πρώτο πληθυντικό.
  • Άλλοτε ομιλεί το ατομικό Εγώ και άλλοτε το συλλογικό εμείς ή με άλλα λόγια: άλλοτε το ατομικό υποκείμενο και άλλοτε το συλλογικό υποκείμενο.
  • Ορισμένες φορές απαντά το δεύτερο ενικό πρόσωπο. Τότε το υποκείμενο απευθύνεται σε έναν υποθετικό ακροατή ή αποδέκτη της ποιητικής του σκέψης και του ποιητικού του λόγου ή θέλει να απευθυνθεί στον εαυτό του: (εσωτερικός) διάλογος με τον εαυτό του (π.χ. στ. 4-6 ή στ. 64).
  • Επίσης παρατηρείται και χρήση του τρίτου ενικού προσώπου, όταν ο ποιητικός λόγος εκφέρεται αποφθεγματικά και με πνεύμα καθολικής ισχύος.
  •  Στο ποίημα ακούγονται και ορισμένες άλλες φωνές εν είδει φράσεων ή στίχων που ανήκουν σε άλλους δημιουργούς.
  • Στ. 6 και 44: φωνή-έκφραση του Μακρυγιάννη.
  • Στ. 23: Βιργίλιος.
  • Στ. 87-88: Αισχύλος Αγαμέμνων (στ. 179-180).
  • Υπάρχουν βέβαια και άλλοι στίχοι, οι οποίοι άμεσα ή έμμεσα παραπέμπουν στον Όμηρο ή στον Εκκλησιαστή ή στον Καβάφη.
  • Άλλο χαρακτηριστικό του ποιήματος: αρχίζει και κλείνει με τον ίδιο στίχο, την ίδια στιγμή που ο κορμός του κύριου ποιήματος παρουσιάζει κλιμακούμενες δραματικές εντάσεις.   
  • Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι πειθαρχημένη, ακριβής, βιωματική.
  • Ο λόγος του είναι πυκνός: με ένα στίχο εκφράζει πολλά νοήματα, εμπειρίες ή καταστάσεις.
  • Το ποίημα σκηνοθετείται με ή πάνω σε εικόνες, στις οποίες δεσπόζει ο συμβολισμός και η ομηρική παρομοίωση.
  • Το ύφος του είναι εξομολογητικό, στοχαστικό και διδακτικό.
     
           ΙΙ. Ερμηνεία:


  • Στην πρώτη ενότητα κυριαρχεί το μοτίβο του φεγγαριού και η εικόνα της επικείμενης επιστροφής.
  • Ο ποιητής εμφανίζεται να περνάει ώρες μοναξιάς και να γίνεται εξομολογητικός σε μια υποτιθέμενη συνομιλία με κάποιον φίλο, στην ουσία με τον εαυτό του.
  • Η δική του οδυνηρή περιπέτεια μοιάζει να φτάνει στο τέλος της και του δημιουργεί την ανάγκη για έναν απολογισμό σχετικά με εμπειρίες και εκτιμήσεις του.
  • Το θέμα που τον απασχολεί είναι ο αναμενόμενος νόστος.
  •  Η νύχτα στο ιταλικό λιμάνι, όπου ο ποιητής προσμένει την ώρα της επιστροφής, είναι φεγγαρόλουστη.
  •  Ανάμειχτα συναισθήματα εν όψει των νέων συμφορών που ίσως διαβλέπει να ενσκήπτουν στην Ελλάδα, γνωρίζοντας ήδη τις μηχανορραφίες πολλών πολιτικών.
  • Φεγγάρι και αλφαβητάριο ποιητής προσλαμβάνει ή βιώνει αντιθετικά μέσα του αυτές τις δύο έννοιες.
  • Η πρώτη τον γαληνεύει, τον ηρεμεί, τον φέρνει πιο κοντά στην ευαισθησία και στη γλυκύτητα της φύσης, του ανακαλεί ωραίες εικόνες αισθητικής ικανοποίησης και ψυχικής ευφορίας.
  •  Και αυτά συγκριτικά με τις τρικυμίες που επιφέρουν και θα συνεχίσουν να επιφέρουν οι πολιτικοί και οι περί αυτούς με τον καιροσκοπισμό και την ιδιοτέλειά τους.
  • Η δεύτερη υποδηλώνει ότι ο ποιητής διαβάζει τα άστρα, δηλαδή κάνει έναν απολογισμό των πρόσφατων εμπειριών, αποκρυπτογραφεί τα συμβάντα και τα συμβαίνοντα και οδηγείται σε άλλα νοήματα και ελπίδες.
  • Αυτά τα νοήματα δεν αφήνουν περιθώρια για αναπόληση και ρέμβη.
  •  Έτσι το φεγγάρι δείχνεται για τον ποιητή να του κρύβει την πραγματική όψη των πραγμάτων, να του θολώνει τον ορίζοντα της υπάρχουσας πραγματικότητας.
  • Άραγε να λειτουργεί με δόλο για τον ποιητή, να τον εξαπατά; Αυτό μάλλον αισθάνεται ο ίδιος σε σχέση με την τωρινή κατάσταση, γι’ αυτό και είναι λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που του αρέσουν.
  • Ο Σεφέρης δεν αναθεματίζει τις φεγγαρόλουστες νύχτες, αλλά αντίθετα τις θεωρεί ως τις κατ’ εξοχήν  αισθηματολογικές στιγμές.
  • Τέτοιες όμως στιγμές σε αυτές τις αβέβαιες χρονικές περιόδους μπορεί να λειτουργούν απατηλά, όπως εκείνοι οι πολιτικοί που κατεβαίνουν στην Ελλάδα ως σωτήρες, ως φωτοδότες, αλλά πίσω από το φωταδιστικό τους βλέμμα κρύβεται ο σκοταδιστικός τους ρόλος.
  • Χρησιμοποιούν δόλο για να εξαπατήσουν και να καρπωθούν τον αγώνα που έκαναν οι πολλοί.   
  • Γι’ αυτό τώρα αγαπά τον έναστρο ουρανό.
  • Στ. 6: όσο είναι άνεργος, στοχάζεται αναμένοντας. Τι στοχάζεται; Αφήνει τον νου του ελεύθερο εν αγωνία να προβαίνει σε απολογισμούς και υπολογισμούς.
  • Η λέξη μέρας (στ. 3) παραπέμπει στη διάσταση του χρόνου και δεν πρέπει να λαμβάνεται μόνο στην ονομαστική της τιμή.
  • Το ίδιο και η λέξη φεγγάριαυποδηλώνει περιόδους ζωής που ξαναζωντανεύουν μέσα του και χαρακτηρίζονται είτε από κατάνυξη και ρεμβασμό (στ. 8) είτε από χαλασμούς και εγκατάλειψη (στ. 10-11).
  • Στ. 12-14: γίνεται μετάβαση από παλαιές νοσταλγίες της άμεσης ή προσωπικής ζωής στην παρούσα νοσταλγία της Ελλάδας.
  • Η επιστροφή για πολλούς ανθρώπους αποτελεί εξόφληση χρέους με τη θετική ή την αρνητική σημασία, ανάλογα με την ποιότητα και την αρετή του ανθρώπου.
  • Για τον ποιητή π.χ. η επιστροφή είναι η εξόφληση του χρέους που οφείλει ο ίδιος στην πατρίδα, μετά από τόσα χρόνια αναγκαστικής εξορίας.
  • Στ. 15-17: Για άλλους, σαν τους πολιτικούς που ετοιμάζονται να επιστρέψουν, η επιστροφή λογίζεται ως είδος συναλλαγής προς ίδιον όφελος.
  • Αισθάνονται πως η Ελλάδα τους οφείλει και όχι αυτοί στην Ελλάδα.
  • Τις ταπεινώσεις, την αδράνειά τους, ίσως και τους ποικίλους ευτελισμούς που υπέστησαν στην ξένη χώρα προτίθενται τώρα να τις αναπληρώσουν ή να τις ανταλλάξουν με κάθε είδους –θεμιτή ή αθέμιτη– ανταμοιβή.
  • Πρόκειται για καθαρή περίπτωση αμοραλιστικής συμπεριφοράς από ανθρώπους που δεν γνωρίζουν άλλη αρχή έξω από εκείνη της αρχομανίας.
  • Στ. 18-22: επανέρχεται στον ποιητικό ρεμβασμό, με τον οποίο είχε ξεκινήσει, περιγράφοντας το τοπίο, έστω και ελλειπτικά.
  • Στ. 23: μας γνωρίζει με μια εικόνα, όπου είναι εμφανής κάποια μελαγχολική διάθεση:
  • Παρεμβάλλεται  η σιωπήη οποία ως προς την πρώτη ενότητα υποδηλώνει  περισυλλογή, αναστοχασμό και ως προς την δεύτερη που ακολουθεί πιο συγκεκριμένα, ορατά βήματα ποιητικής πρόσληψης περιεχομένων.
  • Στην δεύτερη ενότητα ο ποιητικός λόγος γίνεται ουσιαστικά διάλογος του ποιητή με τον εαυτό του.
  • Αυτός ο διάλογος παρουσιάζεται να γίνεται με έναν υποθετικό φίλο που ήρθε κρυφά από την Ελλάδα.
  • Στ. 24-25: ο ποιητής δικαιολογείται για την μακρά εισαγωγή που προηγήθηκε. Θεωρεί πως ήταν ένας ειρμός της σκέψης που χρειαζόταν να συμβεί, προκειμένου να μιλήσει για πράγματα που τα χαρακτηρίζει δύσκολα.
  • Στ. 25-30: Γιατί δύσκολα; Επειδή δεν μπορεί να βρεθεί κανένας έμπιστος, μέσα στη γενική φθορά και διαφθορά των δημόσιων προσώπων που υποτίθεται αποτελούσαν την εξόριστη κυβέρνηση, να του εκμυστηρευθεί όσα είδε και έζησε.
  •  Γι’ αυτό βιάζεται να εξωτερικεύσει όλα του τα βιώματα σε ένα φίλο που έρχεται από την Ελλάδα, πριν τον αλλάξει η ξενιτιά, προτού δηλαδή προλάβουν και τον εξαγοράσουν ή τον διαφθείρουν οι άνθρωποι της πολιτικής και των άνομων συναλλαγών.
  • Ο ποιητής δεν είχε καλή γνώμη ούτε για τα πολιτικά πρόσωπα που ζούσαν  στην ξενιτιά και έπαιρναν εντολές από τους ξένους για το τι και πώς πρέπει να πράξουν στα ζητήματα διακυβέρνησης της Ελλάδας ούτε για αυτούς που τους επισκέπτονταν από την Ελλάδα ως συνομιλητές τους.
  • Γι’ αυτό και ο υποτιθέμενος διάλογος στο βάθος είναι δραματικός μονόλογος.
  • Η δραματικότητα αυτή εκφράζεται και με τη βιασύνη του ποιητή να ταξινομήσει  τον όγκο των πληροφοριών που τον βασανίζουν και με βάση αυτές να απαντήσει σε εύλογες ερωτήσεις, που δεν του έχουν τεθεί αλλά εγείρονται μέσα του κατά την εξέλιξη του δραματικού του μονόλογου και συνέχουν νοηματικά το όλο ποιητικό σώμα.
  • Έτσι αυτές οι ερωτήσεις λογίζονται λανθάνουσες ερωτήσεις ενός λανθάνοντος διαλόγου και έχουν αντικειμενική αξία.
  • Στ. 31-48:  στην υποτιθέμενη ερώτηση λοιπόν από πού έρχονται ο Σεφέρης απαντά, αναφέροντας όλα τα μέρη που επισκέφτηκε ή αναγκάστηκε να ζήσει μαζί με την εξόριστη κυβέρνηση.
  • Όλοι αυτοί οι στίχοι απηχούν μια αίσθηση διασποράς, διασκορπισμού, ακόμη και ανεστιότητας με κοινό παρονομαστή το θέμα της ξενιτιάς.
  • Από την άλλη πλευρά οι εν λόγω στίχοι παραπέμπουν και σε μια γεωγραφική εξάπλωση του Ελληνισμού σε αντίστοιχες ιστορικές περιόδους.
  • Συγχρόνως, όπως αφήνει να διαφαίνεται στο στ. 33, ο ποιητής συγκλονίζεται σύγκορμα από το φόβο μήπως οι μικρότητες και οι μηχανορραφίες ξένων και ντόπιων παραγόντων οδηγήσουν την πατρίδα του σε πλήρη εξαφανισμό, όπως συνέβη με το ελληνικό κρατίδιο της Κομμαγηνής. 
  • Αλλά ποια είναι η αληθινή ταυτότητα των εξόριστων, αυτών δηλαδή που περιμένουν στο τυρρηνικό χωριό να γυρίσουν πίσω; Ποια είναι η συμπεριφορά τους;
  • Στ. 39-42: οι εξόριστοι πολιτικοί και στρατιωτικοί που ασχολούνται με τα δημόσια πράγματα εκεί στην ξενιτιά, άκαπνοι συγκριτικά με τους  αγωνιζόμενους στην Ελλάδα Έλληνες, είναι άνθρωποι φθαρμένοι ψυχικά από τον πόλεμο και διεφθαρμένοι από τις δικές τους δολοπλοκίες και πολιτικές βλέψεις.
  • Αυτό που τους ενδιαφέρει πρωτίστως είναι πώς θα καταλάβουν αξιώματα, αυτοπαγιδευόμενοι έτσι «σαν το πουλί μες στο κλουβί του», χωρίς να εμπνέονται από άλλα, ανώτερα πολιτικά ιδεώδη.
  • Ο ίδιος ο ποιητής γράφει σχετικά με το περιβάλλον των αξιωματούχων στην Cava: « … διόλου ευχαριστημένος που είμαι εδώ· είμαι σαν το ξένο παραμύθι μέσα σε τούτη εδώ τη σκηνοθεσία και τους κουμπάρσους» (Μέρες Δ΄).
  • Σε άλλο σημείο του κειμένου του Μέρες Δ΄, ο ποιητής χαρακτηρίζει τους συντρόφους «πληγήσαν τις αράπικες μύγες».
  • Αυτοί οι σύντροφοι είναι πράγματι η ηθική πληγή που κακοφορμίζει:
  • Στ. 43-63: τους έχει μάθει από κοντά, ξέρει όλες τους τις συνήθειες, μπορεί να διαβάσει τη συμπεριφορά τους, δεν πέφτει έξω στους χαρακτηρισμούς του γι’ αυτούς.
  • Η ανθρώπινη αδυναμία και συναφώς η μικρότητα, η ποταπότητα, η ευτέλεια περιγράφονται με δωρική λιτότητα, με ζωηρές εικόνες, γεμάτες ένταση και χρώμα, με παραδειγματική παραστατικότητα.
  • Έτσι ο ποιητής μιλάει για ερωτικές επιθυμίες (στ. 48-49), για απληστία (53), έμμονη διάθεση ή τάση για το κακώς εννοούμενο συμφέρον, για κερδοσκοπία (50-51), για καθετί που υποβιβάζει τον άνθρωπο σε πράγμα, σε αντικείμενο.   
  • Για τον στίχο 45 χαρακτηριστικά είναι όσα αναφέρει ο Μ. Vitti (Φθορά και Λόγος· εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, σ. 161) για τον ποιητή: «τον κυνηγά η σκέψη για τους πολιτικούς τυχοδιώκτες, που αύριο θα επιδιώξουν αδίστακτα να πιάσουν ένα πόστο στην εξουσία και θα σφετεριστούν το αίμα που άλλοι έχυσαν για την πατρίδα».
  • Γενικότερα ο άνθρωπος παρουσιάζει μια ευμετάβλητη συμπεριφορά, ανάλογα με τις περιστάσεις και με τους πειρασμούς που τον καθιστούν ευάλωτο (στ. 46-47, 52-53).
  • Στους στ. 54-60 συναντούμε το μοτίβο της φθοράς κατά την σεφερική ποιητική –η εικόνα του θανάτου και πώς αντιδρούν οι άνθρωποι– διατυπωμένο με λεπτή ειρωνεία.
  • Με δραματικό τόνο παρουσιάζεται η αγάπη για τη ζωή, ιδιοτελώς εκδηλωνόμενη από τους ανθρώπους: ο καθένας κοιτάζει πώς να σώσει τον εαυτό του.
  •  Εύστοχα ο ποιητής παριστά την εικόνα του πανικού που παρατηρείται συνήθως, όταν απουσιάζει η οργανωμένη δράση και αλληλεγγύη του συλλογικού μας Είναι.
  • Ο πανικός αυτός υποδηλώνεται πολύ ηχηρά με τα ρήματα: φωνάζουνε, μπερδεύονται, ρητορεύουν:
  • Φωνάζουνε: μια κατηγορία ανθρώπων καταφεύγει σε μεταφυσικές λύσεις ή δυνάμεις (=για να ξορκίσουν).
  • Μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους: μια άλλη κατηγορία ανθρώπων κλείνεται στον κόσμο του υλικού του πλούτου, ελπίζοντας να βρει ασφάλεια και σιγουριά. Ουσιαστικά αυτοί οι άνθρωποι καλλιεργούν ψευδαισθήσεις και αυταπάτες.
  • Ρητορεύουν: μια τρίτη κατηγορία ανθρώπων αναλώνεται σε ρητορικές–ιδεοληπτικές εξηγήσεις και επεξηγήσεις, σε κενολογίες τις οποίες προβάλλει ως περισσή αλήθεια, έχοντας ανύποπτη αυτοπεποίθηση για την ικανότητα και το ταλέντο της.
  • Τι νόημα όμως έχουν όλα τούτα, όταν δεν μπορούν να αποτρέψουν τον χαμό των ανθρώπων (στ. 60);
  • Στους τρεις τελευταίους στίχους της ενότητας (στ. 61-63), ο ποιητής οδηγείται σε ένα καθολικό συμπέρασμα, το οποίο προκύπτει ως μια φυσική κατάληξη της έσχατης κατάπτωσης του ανθρώπου που μας περιέγραψε στους προηγούμενους στίχους.
  • Με ερωτηματική μορφή ή με τρόπους διερώτησης εν τέλει αποφαίνεται: μήπως ο άνθρωπος δεν έχει ανυψωθεί ποτέ πάνω από το επίπεδο του φυτικού και ζωικού όντος, αλλά η μόνη του δραστηριότητα είναι η απλή αναπαραγωγή και διαιώνιση του είδους;
  • Σε τούτους τους χαλεπούς καιρούς της ολικής κατάπτωσης της ανθρώπινης ουσίας, της έκπτωσης των ανθρώπινων αξιών, οι ρητορείες και τα λόγια είναι όχι μόνο περιττά αλλά και επικίνδυνα, γιατί οι καιροί άλλα επιτάσσουν.
  • Τις επιταγές των καιρών ο ποιητής τις συνοψίζει στο καίριο νόημα του στ. 63:
  • Οι καιροί επιβάλλουν, ο καθένας να αρθεί πάνω από ιδιοτελείς βλέψεις, από κοντόθωρες πολιτικές και άλλες φιλοδοξίες, από αναξιοπρεπείς συμπεριφορές, προκειμένου να πράξει τα δέοντα.
  • Τότε η ιστορία και η ουσία της ανθρώπινης ζωής δεν θα περιορίζεται μόνο στις δύο στιγμές της γέννησης και του θανάτου.
  • Στ. 64-88: στην παρούσα ενότητα ο ποιητής σκηνοθετεί με τον στ. 64 μια ποιητική συνομιλία με τον φίλο, για να μιλήσει για τους άλλους ανθρώπους:
  • τον πρόσφυγα, τον αιχμάλωτο και όλους εκείνους που μέσα στη δίνη του πολέμου οι συνθήκες και οι δημόσιες αμαρτίες των επιτήδειων τους μεταποίησαν σε εμπορεύσιμο είδος, σε αντικείμενο αγοροπωλησίας.
  • Αυτούς τους άλλους ο Σεφέρης τους τοποθετεί απέναντι στους ανθρώπους της κερδοσκοπίας, της πολιτικής ματαιοδοξίας, της δολοπλοκίας, της φιληδονίας που μας παρουσίασε στην προηγούμενη ενότητα.
  • Περαιτέρω δεν μπορεί να ξεχάσει το αποτρόπαιο θέαμα της κατεστραμμένης πατρίδας:
  • ξένα συμφέροντα και ντόπιοι υποτελείς τους συνεχίζουν να την πελεκούν και να την καίνε σαν το πεύκο.
  • Αυτή η κατάσταση δεν αφήνει χώρο για μια πιο αισιόδοξη προοπτική: επιτείνει τον πόνο του ποιητή και δι’ αυτού του κάθε υποψιασμένου και ακέραιου ανθρώπου.
  •   Χρονικά βέβαια δεν άργησαν να επαληθευτούν στην πράξη τα παραπάνω λόγια του ποιητή: δυο μήνες μετά τη σύνθεση του ποιήματος η Ελλάδα αιματοκυλίστηκε ξανά με τα Δεκεμβριανά και αργότερα με τον Εμφύλιο.
  • Πώς μπορεί λοιπόν ο ποιητικός νους να ξεχάσει τους σκοτωμένους φίλους (στ. 82) και όλες τις άλλες φρικιαστικές εικόνες;
  • Η φρίκη είναι τόσο μεγάλη, ώστε ο ποιητής προτιμά να την απεικονίζει με παραβολές (στ. 83), γενικότερα με ποιητικά σχήματα.
  • Τώρα (στ. 83-88) ο ποιητικός λόγος γίνεται πιο εύηχος, πιο γενικευμένος και περισσότερο στοχαστικός.
  •  Η φρίκη όμως σε κάθε περίπτωση παραμένει ζωντανή και προχωράει:
  • εκφεύγει των ορίων του καθημερινού λόγου και των δυνατοτήτων μιας καλοπροαίρετης συνομιλίας.
  • προχωρεί ασταμάτητααπλώνεται ολοένα και σε περισσότερα επίπεδα ζωής· νέα έργα και ημέρες της φρίκης βλέπουν το φως της δημοσιότητας.
  • Το αποκορύφωμα αυτής της ερημωμένης κατάστασης είναι ο καημός της συμφοράς (στ. 87-88).
  • Αυτός ο καημός φαρμακώνει την ψυχή του ποιητή, όχι ως ενός απομονωμένου Εγώ αλλά ως του συμπαντικού Εμείς.
  • Στην τελευταία ενότητα (στ. 89-95) το ποιητικό θέμα δικαιούται και δύναται να αναφέρεται σε ήρωες:
  • Οι ήρωες έρχονται να ολοκληρώσουν το σκηνικό μιας προηγούμενης ποιητικής ανάδειξης από τη μια πλευρά των ιδιοτελών ανθρώπων και από την άλλη πλευρά των αδύνατων, των ακούσιων θυμάτων του πολέμου και της φθαρμένης ή διεφθαρμένης δημόσιας ζωής. 
  • Η ιστορία του Μιχάλη έχει πραγματική βάση.
  • Αλλά και η παρουσία της ηρωικής εκδοχής δεν μεταβάλλει ουσιαστικά τη γενική κατάσταση.
  • Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά: δρουν ανώνυμα, ανυστερόβουλα και όχι για να κερδίσουν μια θέση στα έδρανα της δημοσιότητας.
  • Παράλληλα οι ηρωικές πράξεις και στάσεις είναι ξεχωριστές περιπτώσεις και δεν αγκαλιάζουν όλο το φάσμα της συλλογικής δράσης. Γι’ αυτό και αδυνατούν συνήθως να ανατρέψουν ή να εξαλείψουν την κατάσταση της οδύνης, της φρίκης και του παραλογισμού.
  • Στον τελευταίο στίχο, ο οποίος είναι επανάληψη του πρώτου στίχου σε χρόνο ενεστώτα: στ. 1: μ’ αρέσαν, στ. 96: μ’ αρέσουν,  ο ποιητής εκφράζει μια συγκρατημένη αισιοδοξία.
  • Μετά από αυτά που έζησε, με νωπές τις μνήμες από τις φοβερές εμπειρίες του πολέμου και από τη φθορά του ανθρώπου μέσα στην πολεμική δίνη καταλήγει σε «άλλα νοήματα και άλλες ελπίδες».
  • Ο Μ. Vitti (ό.π., σ. 168) δίνει την εξής εξήγηση: «ύστερα από όσα μεσολάβησαν, μοιάζει να διατυπώνει σε τόνο σκοτεινό το προαίσθημα ότι άλλες νύχτες με φεγγάρι που θα έρθουν στη ζωή του δεν θα είναι καλύτερες από αυτές που θυμάται τούτη τη νύχτα, προσμένοντας να χαράξει η ώρα της επιστροφής».











    

Ο ανατρεπτικός αναβάτης του "στίλβοντος ποδηλάτου" της ποίησης

Αναδημοσίευση:


ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ 

                                                                               1901- 1975

Ο  αιωνίως φιλοπαίγμων αναβάτης  του «στίλβοντος ποδηλάτου της ποίησης»   πορευόμενος  στο «ταξίδι των ιστών, στο ταξίδι των αρμάτων»
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ανανέωσε τον ελληνικό ποιητικό λόγο , εισηγούμενος τον υπερρεαλισμό στην Ελλάδα  και συνδέοντάς  τον  αναπόσπαστα  με την ψυχανάλυση

Η ΖΩΗ ΤΟΥ

μέσα από τη ματιά του Λεωνίδα Εμπειρίκου, γιού του ποιητή και του  Μίλτου Σαχτούρη :

«Ήταν άνθρωπος καλλιεργημένος, είχε σπουδάσει φιλοσοφία στην Αγγλία και έγινε ο πρώτος ψυχαναλυτής στην Ελλάδα – είχε αποφασίσει μάλιστα να γίνει ψυχαναλυτής από το 1930 περίπου, όπως φαίνεται και από ένα γράμμα προς τη μητέρα του, πριν εκδόσει το πρώτο του ποιητικό βιβλίο το 1935. Ο ίδιος έκανε διδακτική ψυχανάλυση, αφού πρώτα τελείωσε την προσωπική του ψυχανάλυση, με τον Ρενέ Λαφόργκ, ο οποίος ήταν ένας από τους ιδρυτές της Γαλλικής Ψυχαναλυτικής Εταιρίας των Παρισίων.[…] Ήταν ένας ήπιος και καλός μπαμπάς. Είχε μια πολύ μεγάλη βιβλιοθήκη και εγώ έπαιζα με τα βιβλία του. Τα έκανα κάστρα και δεν με μάλωνε γι’αυτό, παρόλο που του κατέστρεφα πολλά.

   Από σχετικά μικρή ηλικία ήξερα ότι ήταν ψυχαναλυτής και ποιητής. Αλλά δεν μιλούσε πολύ για τον εαυτό του και δεν τον ενδιέφερε να δείχνει την ευρυμάθειά του. Οπότε μεγαλώνοντας εγώ, όταν είχα πλέον τη συγκρότηση και τις γνώσεις, τον ρωτούσα πράγματα για πνευματικά ζητήματα, πέρα από τα βιβλία που έβλεπα. Για την ψυχανάλυση και τον υπερρεαλισμό, για τον Μπρετόν και τη σχέση του με τους άλλους υπερρεαλιστές. Και φυσικά γνώριζα τους φίλους του που πριν τη δικτατορία έρχονταν σπίτι. Από το 1967 και έπειτα έπεσε σε κατάθλιψη. Είχε τάση από πριν, αλλά με τη χούντα εντάθηκε. Σε μεγαλύτερη κατάθλιψη οδηγήθηκε γιατί πολλοί από τους πιο στενούς φίλους των γονιών μου της παιδικής μου ηλικίας, ή έφυγαν στο εξωτερικό ή πέθαναν και έτσι έχασε τον κύκλο του. Ο Νάνος Βαλαωρίτης έφυγε στο εξωτερικό, ο Γιώργος Μακρής αυτοκτόνησε, ο Τσαρούχης έφυγε στη Γαλλία, ο Ελύτης στη Γαλλία. Ο πατέρας μου δεν ήθελε να φύγει γιατί πίστευε ότι αν δεν διώκεσαι στη χώρα σου δεν φεύγεις. Δεν ήθελε να με σταματήσει και από το σχολείο μου εδώ. Οπότε δεν φύγαμε. […]


        Έγραφε ποιήματα παλαμικά, κλασικού τύπου από πολύ νέος. Και διάβαζε πάρα πολλή ποίηση ελληνική, αγγλική, γαλλική, ρωσική, δηλαδή στις γλώσσες που ήξερε καλά.  Έγραφε στη δημοτική και μάλιστα στη “μαλλιαρή” δημοτική γιατί ήταν μαθητής του Ψυχάρη.  Υπήρξε και μεγάλος θαυμαστής του Παλαμά.  Μάλιστα τον είχε επισκεφθεί μία, δύο, ίσως και περισσότερες φορές.[…]


     Ο πατέρας μου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την ψυχανάλυση το 1951 μετά από απειλή της αστυνομίας. Οι απειλές ήταν προφορικές, αφού δεν υπάρχει κανένα γραπτό εύρημα στην αστυνομία, καμία καταγραφή που να τις αποδεικνύει. Ήταν προσωπική απειλή που εκπορευόταν πιθανότατα, είτε από τον ιατρικό σύλλογο, είτε από κάποια ομάδα πίεσης που αντιστεκόταν στην εισαγωγή της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα. Ο ίδιος έπρεπε να σταματήσει να λειτουργεί το γραφείο του, αφού ζήτησε έξι μήνες για τον απογαλακτισμό των ασθενών."




Μίλτος Σαχτούρης

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος στον Πόρο ( από τη συλλογή Εκτοπλάσματα)

Και να που φάνηκε ο Ανδρέας Εμπειρίκος

στον Πόρο
τα δάχτυλά του κίτρινα καμένα απ’ τα τσιγάρα
τσιγάρα να καίνε σαν κεριά
γύρω γύρω στα τραπέζια
τσιγάρα πάνω στις καρέκλες
τσιγάρα παντού
κι άγρια κόκκινα ποδήλατα να περπατάνε.
Ωραίος σαν αετός ο Εμπειρίκος
τα μάτια του να καίνε.
― Πώς απ’ τον Πόρο, Αντρέα;
εσύ πάντα πήγαινες στην Άνδρο.
― Κι εσύ Μίλτο, έπρεπε να ήσουνα
στην Ύδρα, γιατί στον Πόρο;
Και τότε έσκασε εκείνο το ωραίο
το φοβερό το γέλιο του·
πετάχτηκαν τρομαγμένα τα σπουργίτια
ένα σύννεφο σπουργίτια
πέρα απ’ το θάνατό του.

Μανιώδης καπνιστής· σε όλες σχεδόν τις φωτογραφίες του απεικονίζεται με ένα τσιγάρο στο χέρι. Μια κακή συνήθεια που του κόστισε τη ζωή του , αφού πέθανε  στις 3 Αυγούστου του 1975 από γενικευμένο καρκίνο των πνευμόνων

 ΣΤΑΘΜΟΙ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

Στις 25 Ιανουαρίου 1935 ο Εμπειρίκος έδωσε την περίφημη διάλεξή του για την υπερρεαλισμό, την ιδρυτική διακήρυξη,  στη Λέσχη Καλλιτεχνών , μπροστά σε 200 περίπου ανθρώπους που πήγαν να τον ακούσουν. Μίλησε για «την έκρηξη της  Σουρρεαλιστικής βόμβας στο Παρίσι , σε μια εποχή που βασίλευαν οι λογής- λογής ακαδημαϊσμοί , σε μια εποχή που μαράζωνε ο ποιητής  μέσα στα κοινωνικά και ακαδημαϊκά κάτεργα  των ποικιλώνυμων βερμπαλισμών και φορμαλισμών, κάτω από τον ζυγό διάφορων ηθικών και αισθητικών κανόνων απαράβατων» […] «Ολίγοι νέοι αναπέτασαν τη σημαία της ανταρσίας[…] Όταν πρωτοδιαβάσει κάποιος μη προειδοποιημένος, κάποιος που δε γνωρίζει καθόλου τι είναι Σουρρεαλισμός ένα ποίημα αυτού του είδους, μπορεί να σκεφθεί πως ο ποιητής είναι τρελλός ή πως θέλει να κοροϊδέψει τον κόσμο. Όταν όμως μυηθεί και κατανοήσει το περιεχόμενο της θεωρίας, μόλις περάσει το πρώτο ξάφνιασμα και διαλυθεί το παχύ λίπος με το οποίο καταντά να περισφίγγει την βαθύτερή μας ευαισθησία η συνεχής γαλούχησή μας από τις εκάστοτε επιβαλλόμενες σε μας πειθαρχίες, ο αναγνώστης θα δει πως είχε λάθος και θα του είναι πολύ δύσκολο να αρνηθεί πως τα ποιήματα αυτά γενικώς, ασκούν επάνω μας μια παράξενη, μια πρωτοφανή γοητεία – την γοητεία που μπορεί να ασκήσει μόνο το θαυμαστόν, το άγνωστο, ό,τι έρχεται από κάπου άλλου, ό,τι ξεπερνά τα στενά όρια της λογικής, ό,τι δεν περιέχεται μέσα στο πλαίσιο της συνείδησής μας.»

Το Μάρτη εκδίδεται η Υψικάμινος,  που περιείχε 63 πεζόμορφα ποιήματα, μικρής έκτασης  που χαρακτηρίζονταν  από την ιδιοτυπία της γλώσσας του Εμπειρίκου, με λόγιους τύπους και σχηματισμούς  .Η συλλογή έφερε μεγάλο θόρυβο στα ελληνικά γράμματα, τον οποίο διαδέχτηκε η πολεμική και ο λίβελλος : Ο Στράτης  Μυριβήλης έγραφε πως  η Υψικάμινος ήταν «ένα βιβλίο τέρψεως δια οικογενειακάς συναναστροφάς».Ο Κώστας Ουράνης μιλούσε για «περίτεχνη ασυναρτησία», ο Αχιλλέας  Κύρου «τους τρελλούς τους κλείνουν στα φρενοκομεία , δεν τους αφήνουν να οργανώνουν εκθέσεις και να εκδίδουν βιβλία»


Είμεθα όλοι  ε ν τ ό ς του μέλλοντός μας.

Όταν τραγουδάμε τραγουδάμε

εμπρός στους εκφραστικούς πίνακες των ζωγράφων

όταν σκύβουμε εμπρός στα άχυρα μιας καμμένης πόλεως

όταν προσεταιριζόμεθα την ψιχάλα του ρίγους

είμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας

γιατί ό,τι και αν επιδιώξουμε 
 δεν είναι δυνατόν να πούμε όχι να πούμε ναι 

χωρίς το μέλλον του προορισμού μας

όπως μια γυναίκα δεν μπορεί να κάμη τίποτε

χωρίς την πυρκαγιά που κλείνει

μέσα στη στάχτη των ποδιών της.

Όσοι την είδαν δεν στάθηκαν να ενατενίσουν

ούτε τα συστρεφόμενα κηπάρια

ούτε την ευωχία των μαλλιών που λατρεύτηκαν

ούτε τα σουραύλια των εργαστηριακών μεταγγίσεων

από μια χώρα σε φλέβες κόλπου θερμού

προστατευομένου από τα εγκόσμια

 και τα μελτέμια της κυανής ανταύγειας 
 λιγυρών παρθένων.[…]


Η δεύτερη ποιητική συλλογή του, Ενδοχώρα, εκδόθηκε δέκα χρόνια αργότερα, αν και η έκδοσή της είχε αναγγελθεί από το 1937. Περιέχει 112 ποιήματα, γραμμένα την περίοδο 1934-7 και χαρακτηρίζεται από  σαφείς διαφορές σε σύγκριση με την Υψικάμινο,  κυρίως μορφικές :  έχουμε  «λογικότερη» χρήση της γλώσσας και θεματική  καθαρότητα. Στα ποιήματα της συλλογής συμπλέκεται ο υπερρεαλισμός με την ελληνική λαϊκή παράδοση.

Είναι μέσα στη φύσι των πραγμάτων σαν τα όνειρα

Που βλέπουμε με ανοιγμένα ή κλειστά τα μάτια μας
Μπροστά στη λίμνη που καθρεφτίζεται στα μάτια σου
Μπροστά στα μάτια σου που καθρεφτίζονται μεσ' στα 
δικά μου.

Οι πόθοι μας συναγελάζονται

Τα μαλλιά τους αναμιγνύονται
Τα στόματα τους φιλιούνται
Τα χέρια τους μας σφίγγουν
Κι η σφιγξ μας συνθλίβει επί του στήθους της
Στην στίλβουσα σιωπή του φάρου.




Κυνηγητές εμείς της γοητείας των ονείρων

Του προορισμού που πάει και πάει μα δεν στέκει
Όπως δεν στέκουν τα χαράματα
Όπως δεν στέκουν τα ρίγη
Όπως δεν στέκουν και τα κύμματα
Όπως δεν στέκουν κι οι αφροί των βαποριών
Μήτε και τα τραγούδια μας για τις γυναίκες που αγαπάμε.




Είναι τα βλέφαρα μου διάφανες αυλαίες

όταν τ' ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει
όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ


  Το 1960 τυπώθηκαν τα Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία, το 1964-5 το πρώτο μεγάλο αφηγηματικό κείμενο του Εμπειρίκου, με τίτλο  Αργώ ή Πλους αεροστάτου.

Η ποιητική συλλογή Οκτάνα  εκδόθηκε μετά το θάνατό του , το  1997 . Αποτελείται από 31 πεζά κείμενα,  με λυρική ματιά, τα οποία καλύπτουν μία μεγάλη χρονική περίοδο, γραμμένα από το 1942 μέχρι το 1965. Εκφράζουν ένα φιλοσοφικό και κοσμικό σύστημα,  για τον έρωτα, τον θάνατο και το όραμα ενός νέου κόσμου.
           Στο κείμενο της συλλογής με τίτλο Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα (1965), ο Εμπειρίκος αναφέρεται στη δημιουργία μίας νέας πόλης που θα ονομαστεί Οκτάνα, συνοψίζοντας τις αρχές μιας «ερωτικής, φροϋδικής φιλοσοφίας, επικεντρωμένης στη σεξουαλική επιθυμία» και με προτεραιότητα στην καθαρά πνευματική λειτουργία της ποίησης. Η Οκτάνα έχει χαρακτηριστεί ως η υπέρτατη διακήρυξη τού Εμπειρίκου και οριακό πιστεύω του, ενώ όπως ο ίδιος ο Εμπειρίκος τονίζει, αποτελεί μια ουτοπική παγκόσμια πολιτεία «όχι πολιτικής μα ψυχικής ενότητος με ανέπαφες τις πνευματικές και εθνικές ιδιομορφίες εκάστης εθνικής ολότητος, εις μίαν πλήρη και αρραγή αδελφοσύνη εθνών, λαών και ατόμων, με πλήρη σεβασμό εκάστου[…]»

Οκτάνα, φίλοι μου, θα πη μεταίχμιον της Γης και του Ουρανού, όπου το ένα στο άλλο επεκτεινόμενο ένα τα δύο κάνει.

Οκτάνα θα πη πυρ, κίνησις, ενέργεια, λόγος σπέρμα.

Οκτάνα θα πη έρως ελεύθερος με όλας τας ηδονάς του.

Οκτάνα θα πη ανά πάσαν στιγμήν ποίησις, όμως όχι ως μέσον εκφράσεως μόνον, μα ακόμη ως λειτουργία του πνεύματος διηνεκής.

Οκτάνα θα πη η εντελέχεια εκείνη, που αυτό που είναι αδύνατον να γίνη αμέσως το κάνει εντέλει δυνατόν, ακόμη και την χίμαιραν, ακόμη και την ουτοπίαν, ίσως μια μέρα και την αθανασίαν του σώματος και όχι μονάχα της ψυχής.

Οκτάνα θα πη το «εγώ» «εσύ» να γίνεται (και αντιστρόφως το «εσύ» «εγώ») εις μίαν εκτόξευσιν ιμερικήν, εις μίαν έξοδον λυτρωτικήν, εις μίαν ένωσιν θεοτικήν, εις μίαν μέθεξιν υπερτάτην, που ίσως αυτή να αποτελεί την θείαν Χάριν, το θαύμα του εντός και εκτός εαυτού, κάθε φοράν που εν εκστάσει συντελείται. 


Μετά το θάνατό του εκδόθηκε  ένα από τα τολμηρότερα βιβλία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ο Μέγας Ανατολικός , σε 8 τόμους. Η συγγραφή του διήρκεσε από το 1945 μέχρι το 1951, ενώ η τελική του μορφή οριστικοποιήθηκε περίπου το 1970.

«Το μυθιστόρημα αποτελείται από 100 κεφάλαια, που συγκροτούν πέντε μέρη, και κυκλοφορεί σε οκτώ τόμους. Πρόκειται για το μεγαλύτερο και τολμηρότερο μυθιστόρημα της ελληνικής γλώσσας.

Το θέμα του μυθιστορήματος είναι το παρθενικό ταξίδι του υπερωκεανείου "Μέγας Ανατολικός" από την Αγγλία στην Αμερική, τον Μάιο του 1867.
Επιβάτες πάσης τάξεως και επαγγέλματος και πλήρωμα διαπλέουν τον Ατλαντικό μέσα στην ηδονική Κιβωτό, απολαμβάνοντας όλες τις μορφές του έρωτα άνευ ορίων και άνευ όρων. Επηρεασμένοι από έναν πρωτογενή ερωτσιμό που ελκύει το ίδιο το υπερωκεάνειο, ζουν, κατά τον δεκαήμερο πλου, την απόλυτη ελευθερία και ηδονή για να καταλήξουν σε μια ανώτατη μορφή αθωότητας και ευτυχίας.
Ο Οδυσσέας Ελύτης γράφει για τον Μεγάλο Ανατολικό ότι η απώτερη αξία του δεν βρίσκεται στα περιγραφόμενα, "βρίσκεται στην παναγαθοσύνη του ποιητή που διαχέεται πάνω στους χαρακτήρες και στις πράξεις των πλέον διαφορετικών τύπων του έργου, πρωταγωνιστών ή κομπάρσων, και αναεκπέμπεται αδιάκοπα στον αναγνώστη σαν ένα είδος ευλογίας. […] Ο Μέγας Ανατολικός ναυπηγήθηκε με τα υλικά του ψυχαναλυτή στις δεξαμενές ενός οραματιστή και προφήτη"( ο πρόλογος του έργου από τις εκδόσεις Άγρα)


 Ο γιός του  λέει για το έργο :«Μας είπε να το κάψουμε. Όχι όμως επειδή το ακύρωνε. Ήθελε να το πετάξει, για να μην πάρουν την ευθύνη της έκδοσής του οι οικείοι του, εφόσον δεν την πήρε ο ίδιος».
(Διαβάστε εδώ τι είπε ο Λεωνίδας Εμπειρίκος για το Μέγα Ανατολικό και τις περιπέτειές του)

«Ο Ανδρέας Σπερχής, κατάκοπος από τήν πολύωρον ορθοστασίαν εις τήν γέφυραν και από τούς βηματισμούς εις τό κατάστρωμα, δια τών οποίων προσεπάθησε να καταπραΰνη ολίγον τόν σάλον τής ψυχής του και να εκδιώξητάς οδυνηράς φαντασιώσεις του, εκάθησε επί ενός πάγκου, ευρισκομένου μακράν από τό άμεσον φως τών φανών, και με ύφος περίλυπον ήκουε τόν ρυθμικόν γδούπον τής έλικος και τόν αφρόεντα παφλασμόν, που προεκάλουν με τάς σταθεράς περιστροφάς των εις τήν θάλασσαν τά πτερύγια τών τεραστίων τροχών τού υπερωκεανείου.

Τί περίεργον! Αι ώραι παρήρχοντο τόσον βραδέως, και όμως η ημέρα είχε ανατείλει! Εν άρωμα από γαρδένιες και γαζίες εγέμιζε τόν αέρα. ∆ύο ελαφρά και επιμήκη σύννεφα έπλεαν εις τόν ουρανόν, σαν νησίδες εις πέλαγος γαλάζιο, ροδίζοντα συνεχώς από τάς πρώτας ακτίνας τού ηλίου που τά ήγγιζαν. Τό άγγιγμα τούτο ήτο σαν μία θωπεία εραστού εις τά βυζιά, ή τό αιδοίον, μίας κόρης δια πρώτην φοράν θωπευομένης, ή εις τούς μαστούς και τό αιδοίον μίας γυναικός ερωτευμένης, που, κατόπιν μακράς αναμονής, συνευρίσκεται με τόν εραστήν της. Εν δροσερόν ψιμύθιον αφρού ανήρχετο από τά ελαφρότατα κύματα που διέτρεχαν ως ρίγος ηδυπαθείας τήν επιφάνειαν τών πρωινών υδάτων, και διεσκορπίζοντο επί τού πελωρίου σκάφους, καθώς και επί τών χειρών και τού προσώπου τού Ανδρέου Σπερχή. Θα έλεγε κανείς, ότι η ώρα προμηνούσε κάτι τό ασύνηθες, κάτι τό θαυμαστόν — ίσως τήν αναπήδησιν εκ τής θαλάσσης μιας σποράδος εξαισίας, ή τήν εμφάνισιν εις τόν ουρανόν ενός σέλαος ανεσπέρου.»


ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΤΟΥ 

  • Απελευθερωμένη χρήση της γλώσσας .Λόγιες εκφράσεις ενταγμένες στη διάθεση για απογύμνωση της γλωσσικής συμβατικότητας
  • απελευθερωτική διαχείριση της εικόνας, με αντισυμβατική διασύνδεση αντιφατικών στοιχείων
  • ανέδειξε λογοτεχνικά τη δράση του ονείρου και του ασυνείδητου

Ο Οδυσσέας Ελύτης, προσπαθώντας  να αποκαταστήσει τον μεγάλο ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο:

«Αλλά όταν δεν κάνεις το νάνο ανάμεσα στους νάνους είναι γι' αυτούς πολύ οδυνηρό ν' αναγνωρίσουν και να παραδεχτούν το πραγματικό σου ανάστημα. Πόσο μάλλον όταν μαντεύουν ότι τους φέρνεις μιαν αυγή, που το φως της μήτε να το διανοηθούνε δε θέλουνε. Την ομιλία των σωμάτων οι κοινωνίες φρόντισαν ανέκαθεν, σαν ευσυνείδητες τηλεφωνήτριες, να τη συνδέουν με τη χυδαιότητα. Ο νοσηρός ρασοφόρος και ο νοσηρός ελευθεριαστής δίνουν τα χέρια ώστε όλα εκείνα τα παθητικά κρυφοψιθυρίσματα, όλες εκείνες οι υπέροχες μικρές κραυγές, αντί να ευφράνουν τη συνείδησή μας, να την ταράξουν. Σίγουρα και παρά τη θέληση του Θεού, δεν είμαστε καμωμένοι για να εισπράττουμε προκαταβολές παραδείσου.»






ΠΗΓΕΣ

  • Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας
  • Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Ανδρέας Εμπειρίκος ο ποιητής του έρωτα και του νόστου, Εκδόσεις Κέδρος
  • Συνέντευξη του Λεωνίδα Εμπειρίκου στην Εύη Μαλλιαρού
  • Περί Σουρρεαλισμού, η Διάλεξη του 1935 του Ανδρέα Εμπειρίκου. Εκδόσεις ΑΓΡΑ
  • Οδυσσέα Ελύτη, «Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο», εκδόσεις Ύψιλον
  •  Φραγκίσκη Αμπατζόγλου, "Ανδρέας Εμπειρίκος: Από την πρωτοπορία των ποιητών στην παράδοση των ειρώνων", ΤΑ ΝΕΑ, 20 Νοεμβρίου 1999
  • Π. Μπουκάλας, Ανδρέας Εμπειρίκος, ανθολόγηση   για την εφημερίδα Καθημερινή

Δήμος Μούτσης, Τετραλογία (1975)

Κ. Καβάφης-Κ. Καρυωτάκης-Γ. Ρίτσος-Γ. Σεφέρης
Τραγουδούν: Αλκ. Πρωτοψάλτη, Μ. Μητσιάς, Χρ. Λεττονός
11048_1.jpg
Περιεχόμενα
01 Θέμα02 Η πόλις. (Κ. Καβάφης)
03 Κι αν ο αγέρας φυσά. (Γ. Σεφέρης)
04 Πρέβεζα. (Κ.Καρυωτάκης)
05 Είναι παλιό το λιμάνι. (Γ. Σεφέρης)
06 Ιδανικοί αυτόχειρες. (Κ. Καρυωτάκης)
07 Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον. (Κ. Καβάφης)
08 Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι. (Γ. Σεφέρης)
09 Θάλασσα του πρωιου (Κ. Καβάφης)
10 Μετά την ήττα. (Γ. Ρίτσος)
11 Θρήνος για τον Άδωνι. (Sidney Keez, μτφ. Γ.Σεφέρης)

Επιλογή
Γιώργος Σεφέρης, Είναι παλιό το λιμάνι
Είναι παλιό το λιμάνι, δεν μπορώ πια να περιμένω
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα,
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πλατάνια,
ούτε το φίλο που έφυγε για τ’ ανοιχτά.
Χαϊδεύω τα σκουριασμένα κανόνια, χαϊδεύω τα κουπιά
να ζωντανέψει το κορμί μου και ν’ αποφασίσει.
Τα καραβόπανα δίνουν μόνο τη μυρωδιά
του αλατιού της άλλης τρικυμίας.
Αν το θέλησα να μείνω μόνος, γύρεψα
τη μοναξιά, δε γύρεψα μια τέτοια απαντοχή,
το κομμάτιασμα της ψυχής μου στον ορίζοντα,
αυτές τις γραμμές, αυτά τα χρώματα, αυτή τη σιγή.
Τ’ άστρα της νύχτας με γυρίζουν στην προσδοκία
του Οδυσσέα για τους νεκρούς μες στ’ ασφοδίλια.
Μες στ’ ασφοδίλια σαν αράξαμε εδώ πέρα θέλαμε να βρούμε
τη λαγκαδιά που είδε τον Άδωνι λαβωμένο.
Γιώργος Σεφέρης, Κι αν ο αγέρας φυσάΚι αν ο αγέρας φυσά, δε μας δροσίζει
κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ’ τα κυπαρίσσια
κι όλο τριγύρω ανηφόρι στα βουνά
Μας βαραίνουν οι φίλοι
που δεν ξέρουν πια πως να πεθάνουν
Κι αν ο αγέρας φυσά, δε μας δροσίζει
κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ’ τα κυπαρίσσια
κι όλο τριγύρω ανηφόρι στα βουνά

Γιάννης Ρίτσος, Μετά την ήτταΎστερα από την πανωλεθρία των Αθηναίων στους Αιγός ποταμούς και λίγο αργότερα
μετά την τελική μας ήττα, -πάνε πια οι ελεύθερες κουβέντες μας, πάει κι η Περίκλεια αίγλη,
…Τώρα
βαριά σιωπή στην Αγορά και κατήφεια κι η ασυδοσία των Τριάντα Τυράννων.
Τα πάντα γίνονταν ερήμην μας
-και τα πιο δικά μας- χωρίς καθόλου τη δυνατότητα μιας κάποιας προσφυγής, μιας υπεράσπισης ή απολογίας,
μιας έστω τυπικής διαμαρτυρίας.Στη φωτιά τα χαρτιά και τα βιβλία μας
Κι η τιμή της πατρίδας στα σκουπίδια. Κι αν γινόταν ποτέ να μας επέτρεπαν
να φέρουμε για μάρτυρα κάποιον παλιό μας φίλο, αυτός δεν θα δεχότανε από φόβο
μήπως και πάθει τα δικά μας- με το δίκιο του ο άνθρωπος
Γι’αυτό
καλά είναι εδώ,- μπορεί και να αποκτήσουμε μια νέα επαφή με τη φύση
κοιτώντας πίσω από το σύρμα ένα κομμάτι θάλασσα, τις πέτρες τα χορτάρια
ή κάποιο σύννεφο στο λιόγερμα, βαθύ,βιολετί, συγκινημένο.
Κι ίσως
μια μέρα βρεθεί ένας νέος Κίμωνας,μυστικά οδηγημένος απ’ τον ίδιο αητό,
να σκάψει και να βρει την σιδερένια αιχμή απ’ το δόρυ μας
σκουριασμένη, λιωμένη κι αυτή Και να την κουβαλήσει επίσημα
σε πένθιμη δοξαστική πομπή, με μουσική και στεφάνια στην Αθήνα.

Κώστας Καρυωτάκης, Η ΠρέβεζαΘάνατος ειναι οι κάργιες
που χτυπιούνται στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζανε κρεμύδια.
Θάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοι,
με τα λαμπρά μεγάλα ονοματά τους,
ο ελαιώνας πίσω η θάλασσα κι ακόμη
ο ήλιος θάνατος μες στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίσει μια ελλειπή μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις φρουρά εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο τραπέζης,
πρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία
“Υπάρχω' λες κι ύστερα “Δεν υπάρχεις'.
Φτάνει το πλοίο υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος νομάρχης.
[Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
ένας πέθαινε απο αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία]
Σημείωση 1: Ανάμεσα στους εκλεχτούς μουσικούς που πήραν μέρος ήταν και ο Γιάννης Ζουγανέλης, φυσικά στην τούμπα.
Σημείωση 2: Ο δίσκος επανακυκλoφόρησε το 2005 από την MINOS-EMI.

Περί  « ΤΕΤΡΑΛΟΓΙΑΣ »    2 / 2 / 07

Κ. Καβάφης - Γ. Σεφέρης - Κ. Καρυωτάκης - Γ. Ρίτσος

Τραγουδούν: Μ. Μητσιάς - Α. Πρωτοψάλτη - Χ. Λεττονός

Σημείωση1: Ανάμεσα στους εκλεκτούς συζητητές, παραβρέθηκε κι ο διάσημος Τουμπίστας  Γιάννης  Ζουγανέλης!

Σημείωση 2: Ο δίσκος επανακυκλοφόρησε το 2005 από την MINOS-EMI

Δ. Κανελλόπουλος: Δήμος Μούτσης για πάντα. Ο μεγαλύτερος των μετά το Χατζιδάκη - Θεοδωράκη νεοελλήνων συνθετών. Το θρήνο για τον Άδωνη γιατί δεν τον ανεβάσατε. Κύριε Παστάκα ακουστικό υλικό δε θα μας βάλετε;

Γιώργος Μίχος: «Αίμα σου φέρνω και τραγουδώ το αίμα σκορπισμένο» Θα συμφωνήσω με το Δ.Κ. Χρειάζεται ήχος σε μια αναφορά σε…. δίσκο.  “Say it with a ukulele

Σπύρος Αραβανής: Η ΑΕΠΙ όμως, έχει τελείως άλλη γνώμη από σας  (…)

Γιώργος Κεντρωτής: Η «Τετραλογία» είναι έργο πραγματικά (και όχι μαϊμουδίστικα) μελοποιημένης ποίησης. Και η μουσική επένδυση των στίχων και οι ερμηείες είναι συγκλονιστικες. Ό,τι κι αν «έγραψε» ο Μούτσης – Συνοικισμος Α΄- Αγ. Φεβρουάριος - Στροφές - Δρομολόγιο - Φράγμα κ.λπ.- είναι μεγαλειώδες. Μην κοιτάτε που δεν κορρυβαντιά περί το άτομό του. Ο άνθρωπος είναι καλλιτέχνης δεν είναι «καραγκιόζης». Μόνο την ποιότητα ζητάει, και δη μετά μανίας (ένθεης). Κι όταν έχει να πει «πράγματα», τα λέει και μας τα μαθαίνει. Πρόκειται για κορυφαία μορφή του νέου Ελληνισμού.

Γιώργος Μίχος: Έχω ακούσει το Μούτση σε συνέντευξη να λέει, πως κακώς έβαλε τα ποιήματα στην «Τετραλογία». Έπρεπε, λέει, να είναι μόνο η μουσική…..
Για άλλο θέλω να γράψω.
Σ ένα υπόγειο στη Σόλωνος χαμηλά, στο βιβλιοπωλείο «Αντιπαράλληλα», θυμάμαι την Πρωτοψάλτη, την παρουσία του Μούτση και μικρής ορχήστρας να τραγουδάει αυτό το λησμονημένο πια δίσκο «Εργατική Συμφωνία». Ο Στεμνής αποχώρησε οικειοθελώς…..
Το Μούτση τον βλέπω σε κάτι στενά γύρω στο σπίτι μου και στο πάρκιν του Σούπερ Μάρκετ κι επίτηδες του βάζω το «Δε λες κουβέντα» απ τ αυτοκίνητο να τον εξιτάρω. Γελάει συνέχεια και φεύγει…… Κεντρωτή, όλα αυτά για σένα……

Δ. Κανελλόπουλος: Βλέπω ότι όλοι συμφωνούν ως προς την μεγαλοφυία του Δήμου του Μούτση. Είμαι πολύ ευτυχής γι αυτό. Γιώργο Κεντρωτή, αυτό το περί «Ελληνισμού», μην το πετάς έτσι ασχολίαστα, γιατί υπάρχει ένας κακώς εννοούμενος «Χριστοδουλισμός» στην ατμόσφαιρα και μπορεί να παρεξηγηθεί ο Μούτσης, ο οποίος είναι ο κατ εξοχήν ευρωπαίος – παγκόσμιος – Έλληνας μουσικός των τελευταίων 100 χρόνων.
Παρεμπιπτόντως: τα ποιήματά σου είναι πολύ καλά και θα δημοσιευθούν. Πάρε τηλέφωνο τον «περιοδικατζή». Δεν μπορεί να τα κάνει όλα μόνος του(!)
Και για όλους εσάς, ένα ποίημα αφιερωμένο στο Δήμο Μούτση: 

Όλα είναι μια ευγενική συναυλία
Τους παλιούς φίλους
Μην τους ξεχνάς
Δώσε τους μια μικρή χαρά
Για τα χαμένα χρόνια
Φέρε τους όλους εκεί
Άναψε τις φωτιές σου
Στο ιερό της Αθηνάς
Στον Άγιο Φεβρουάριο κάνε σπονδή
Άφησε τις μελωδίες σου να πλημμυρίσουν
Την αττική νύχτα.
Άνθη να φέρεις και λόγια τρυφερά
Τώρα που οι ώρες μας θυμίζουν
Τις αποδυναμωμένες αισθήσεις
Τα πάθη, που βρίσκονται σε διαστολή
Χωρίς το μέτρο των χρωμάτων
Μ΄άδεια ψυχή το σούρουπο
Χωρίς φωνούλα την αυγή

Την τελευταία συναυλία την Ευγενική
Του αιώνα που ψυχορραγεί
Δώρο στους φίλους μιας άλλης εποχής,
Που προχωρούν και πίσω δε γυρίζουν

Δημήτρης Κανελλόπουλος, Σιγή Ασυρμάτου, Κολωνός, Αθήνα 2005, σελ.:23 

Δημήτρης Κανελλόπουλος: Μίχο, ποιος είχε οργανώσει τη συναυλία του Μούτση στα Αντιπαράλληλα του Στεμνή;  Αν το βρείς κερδίζεις ένα βιβλίο δώρο, τις Σκυθικές Ερημίες.
Κι ακόμη: Μην ξεχνάς το χρονικό πλαίσιο που γράφτηκε η «Εργατική Συμφωνία» και κάτι άλλο, ότι ήταν επένδυση σε θεατρικό έργο του Γιώργου του Σκούρτη «Απεργία».
Πάντως εγώ στ Αντιπαράλληλα δε σε θυμάμαι. Στο Χνάρι σε θυμάμαι λίγο αργότερα.

Γιώργος Κεντρωτής: Αγαπητέ Γιώργο Μίχο, με εξιτάρεις - δεν με εξιτάρεις (και εμένα, μαζί με το Δήμο Μούτση) εσύ, εγώ (μουλάρι όντας) επιμένω στις απόψεις μου. Και δεν είναι -να εξηγούμεθα- μόνο θέμα αισθητικής! Επιμένω επί  της ουσίας. Κι ας λέει (και) ο Μούτσης ότι θέλει!  Ο τύπος αυτός, αυτή η γκράν μούρη έγραψε θαύματα, και προσωπικώς του οφείλω δυσαρίθμητες χάριτες. Εσύ, πάντως, καλά κάνεις και κεντρίζεις τον Κεντρωτή! Γουστάρω και πολύ μάλιστα. Μη μας πιάσει, φίλε Γιώργο, ενώ είμαστε ακόμα (ευτυχώς) στον απάνω κόσμο, η ανία του τάφου, όπου δεν μπορούμε ούτε να χασμουρηθούμε (ούτε από ανία!...) Σε χαιρετώ από καρδιάς.


Δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Ποιείν»

Δήμος Μούτσης, Τέσσερις στίχοι

Κατηγορία: Ακαδημία Ποιείν, καταχώρηση από: Σπύρος Αραβανής
dhmos_moytshs.jpg
Να! 
Ιδού λοιπόν η εποχή των συμπλεγμάτων.
Ο απέναντι με ακούει με απορία και μετά,
«Να κι αν είναι κι αν δεν είναι» μου απαντά.
«Να, να , να!…»
Ιδού λοιπόν η εποχή των συμπλεγμάτων.
Είναι τα οράματα που λείπουν
«διότι», «δεν» και τα λοιπά,
είν’ ο φόβος, όχι τίποτα σπουδαίο φυσικά,
μα που μας κάνει ξαφνικά,
για ό,τι υπάρχει ένα γύρω να μη δίνουμε μια
και «Να, να , να!…»
Για τα παιδία που περιμένουν κι ελπίζουν
νύχτα μέρα με παυσίπονα και ηρεμιστικά,
μήπως έχουμε κάτι να πούμε? Ε, όχι δα!
Εμείς «Να, να , να!…»
Για τους φαντάρους που ονειρεύονται τις νύχτες
κι έναν ύπνο ανεξύπνητο κοιμούνται στη σκοπιά,
μήπως έχουμε κάτι να πούμε? Ε, όχι δα!
Εμείς «Να, να , να!…»
Κάθε φορά που η ζωή μας ακριβαίνει.
Τι περίεργη λιτότης! Δύο μέτρα, δύο σταθμά.
Nα!
«Η Ελλάδα μας πληγώνει»*. Ε, καλά!
Εμείς «Να, να , να!…»
Εμένα πάντως η Ελλάδα με μουντζώνει,
όμως εσένα πονηρούλη σε πληρώνει τελικά,
μου αγοράζεις ένα ύφος ακριβά ή φτηνά
και «Να, να , να!…»
Αυτοκράτορας σκοτώνει τη μαμά του – λέει –
διαγράφονται οι λέξεις ’γιος – Μέγας και τα λοιπά.
Ιστορίες θα λέμε τώρα? Ε, όχι δα!
Εμείς «Να, να , να!…»
Τετρακόσια χρόνια φάγαμε τους Τούρκους.
Συνηθίσαμε και τρώμε και τους Έλληνες μετά.
Τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια. Ε, καλά!
Εμείς «Να, να , να!…»
Όλα αλλάζουν, ξαναλλάζουν κι αλαλάζουν.
Ένας κόσμος σαν κοπάδι αλαφιασμένο τριγυρνά.
Οι κερκίδες τι σημαίνουν? Ε, καλά.
Εμείς «Να, να , να!…»
«Το μυαλό μου είναι σε φάση να σαλτάρει».
Τουτ’ η φράση μου ‘χει μείνει από τα Νέα Ελληνικά.
«Πολυτέλειες» θα μου πείτε. Ε, καλά!
Εμείς «Να, να , να!…»
Ιδού λοιπόν η εποχή των συμπλεγμάτων.
Ο απέναντι με ακούει, με κυττάζει και μετά
«Πόση αλήθεια κρύβει τουτ’ η ιστορία μου απαντά».
Κι εκεί τελείως ξαφνικά,
Μου θυμίζει κάτι λόγια - κάτι λόγια γνωστά –
ωραία κι αληθινά.
«Το λουλουδάκι αυτό δεν ήταν για μας.
Το κόψαμε, το φάγαμε και το φτύσαμε μετά»**.
αλλά για τέτοια θα λέμε τώρα? Ε, όχι δα!
Εμείς «Να, να , να!…»

Μια φυσαρμόνικα που κλαίει

Μια φυσαρμόνικα που κλαίει
με την ανάσα ενός παιδιού
σημάδι τούτου του καιρού
που μας φοβίζει και μας καίει
Μια φυσαρμόνικα που κλαίει
ειν’ η δική μας παρουσία
τον ύμνο ακούγοντας να λέει
χαίρε ω χαίρε ελευθερία
Κι είν’ οι φωνές μας στον αέρα
αλήθεια ποια είναι η αλήθεια
έτσι που ζεις από συνήθεια
μια μέρα ακόμα και μια μέρα
Κι ο ουρανός που μας σκεπάζει
μια φυσαρμόνικα που κλαίει
κι εμείς ανυποψίαστοι κι ωραίοι
μέσα στο θαύμα που βουλιάζει
Λίγοι καλοί κι αυτοί μοιραίοι
παραιτημένοι κατά βάθος
ω με πόση ένταση και πάθος γίνονται
πρώτοι οι τελευταίοι
Μια φυσαρμόνικα που κλαίει
ακολουθώ τα βήματά σου
μέσα στην ερημιά του κόσμου
κι έρχομαι πλάι εκεί κοντά σου
Έχω ένα θεό
Αχ, έχω έναν Θεό μες στην κοιλιά μου
που τον ταΐζω, και τον ποτίζω λέει να μ’ ορμηνεύει
κι αυτός με τρώει και με πίνει και θεριεύει.
Τρώει και πίνει τη σοδειά μου ο Θεός και θριαμβεύει.
Αχ, έχω έναν Θεό μες στην κοιλιά μου
που τον οπλίζω και του ζητάω λέει να με στηρίζει
κι αυτός με πάει κι όσο πάει με βυθίζει
και σ’ ένα εβραίικο παζάρι με πουλάει ο Θεός και μ’ αφανίζει.
Ω αλλελούγια!
Ω αλλελούγια!
Στεφάνια και φανφάρες και σημαίες και μεγάλες στολές,
πώς να πεθάνουμε το μάθαμε καλά απ’ των σχολειών τις αυλές
μα πώς να ζούμε ούτε κουβέντα, παραδομένοι έτσι άνευ όρων
στην βασιλεία των ουρανών και των εμπόρων.
Μα εγώ έχω και μια φλόγα μες στην κοιλιά μου
που με φωτίζει και μ’ αξιώνει και με ζεσταίνει
μέρα και νύχτα, μέρα νύχτα αναβοσβήνει ανασαίνει
και μου θυμίζει την φωνή μου τούτη η φλόγα εδώ και με τρελαίνει.
Αχ, είναι ετούτη η φλόγα μες στην κοιλιά μου
που με φωτίζει, μ’ ελευθερώνει και με πηγαίνει,
ένας Θεός που ούτε μιλάει ούτε κρύβει αλλά σημαίνει
μια παντοδύναμη φωτιά που αναβοσβήνει με ρυθμό και μ’ ανασταίνει.

Το όνειρο

Βρέθηκα σε κύκλο σκοτεινό στ’ όνειρο που είδα χθες το βράδυ
κι ήμουνα απ’ τη μια του κύκλου εγώ
κι εγώ από την άλλη
κι ήμουνα απ’ τη μια του κύκλου εγώ ήμουνα εγώ κι από την άλλη
έτοιμος να μου αποκριθώ και να ρωτήσω πάλι
κι ύστερα χάθηκα μακριά χάθηκα σε ολάνθιστα περιβόλια
παρέα με τους δερβίσηδες γύρω από τη φωτιά χορεύοντας και τραγουδώντας
έιβαλα χορεύοντας και τραγουδώντας
έιβαλα χορεύοντας και τραγουδώντας
Κι είδα ένα παιδί μικρό παιδί που έπαιζε και μου ‘ριχνε στα ζάρια
το ύστερο του πόθου μου φιλί τα πρώτα παιδικά μου χάδια
κι εκεί- εκείνη τη στιγμή άκουγα να τραγουδάν εντός μου
ο ύπνος με το θάνατο μαζί
τραγούδια του ερωτός μου
κι ύστερα πάλι ξαφνικά χάθηκα σε ολάνθιστα περιβόλια
παρέα με τους δερβίσηδες γύρω από τη φωτιά χορεύοντας και τραγουδώντας
έιβαλα χορεύοντας και τραγουδώντας
Κι είδα τις ελπίδες μας σκιές βάδιζαν αμίλητα εμπρός μου
σύμβολα σημεία και μυστικές μορφές αυτού του μάταιου κόσμου
και είκοσι αιώνες σκοτεινοί έφταναν στο τέλος τους πια τώρα
κι από έναν κόσμο σ’ άλλονε τελικά εμείς περνάμε λέει ώρα την ώρα
κι ύστερα πάλι ξαφνικά χάθηκα σε ολάνθιστα περιβόλια
παρέα με τους δερβίσηδες γύρω από τη φωτιά χορεύοντας και τραγουδώντας
έιβαλα χορεύοντας και τραγουδώντας
έιβαλα χορεύοντας και τραγουδώντας
Βρέθηκα σε κύκλο σκοτεινό στ’όνειρο που είδα χθες το βράδυ
κι ήμουνα απ’ τη μια του κύκλου εγώ κι εγώ από την άλλη
πες μου τι είν’ αυτά που βλέπω εδώ πρόφτασα να πω στον εαυτό μου
μη μιλάς μον’ κοίτα και περνά λέει αυτός
και βγήκα από τ’ όνειρό μου