Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

"ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΗΤΑΝ ΠΑΝΤΑ, ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ, ΓΙΟΡΤΗ..." του ΤΑΚΗ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗ


Πηγή: http://www.prettylife.gr



Αχ, ρε μπαμπά! Μπορώ να σκεφτώ και τίποτ' άλλο, κάθε ανήμερα εκλογών, εκτός από σένα; Μπορώ να μην είμαι πάντα ο μικρός, ο πολιτικά θολός, κι εσύ ο αρχηγός, ο ξεκάθαρος; Μπορώ να μην κάνω το κοντινό ( αλλά ατέρμονο, ταξίδι ζωής), αιώνιο δρομολόγιο με το πλοίο της γραμμής Ερμιόνης - Πειραιώς; 
Και να μην είναι τα μικρά νησάκια τα παιδικά μου παιχνιδάκια; Η ΄Υδρα με τους μπουρλοτιέρηδες, ο Πόρος με το ΄Ασκέλι, της θείας Ματί, της Σοφού, ο Γαλατάς και τα Μέθανα με τους διορισμούς της Γιώτας... Απ' την πρώτη σου τετραετία στην Ερμιόνη με πρόεδρο τον γιατρό Παπαβασιλείου, κι αντιπρόεδρο εσένα για δυό χρόνια, και μετά πρόεδρο (τάπαιξε ο γιατρός δεν τό άντεξε το προεδριλίκι, αλλά εσύ, παρά το ξύλο πούφαγες από ένα αντίπαλο γαμπρό σου, μόνο και μόνο γιατί ..εκλέχθηκες, εκεί!), από κείνη την τετραετία, δεν θυμάμαι πολλά... 
Αλλά απ' τις άλλες δυο... τους θριάμβους σου τους έζησα... τα νέα παιδιά να σε σηκώνουν στα χέρια...τον πόλεμο και τις φάρσες... τα παράπονα των δυσαρεστημένων... τους φίλους του συνδυασμού σου Η ΠΡΟΟΔΟΣ.. και τους λόγους που σού έγραφα, τους προεκλογικούς... Τους, γαλαντόμους να σε βοηθήσουν πάντα, παραλήδες νεοδημοκράτες, και τους επικριτικούς αριστερούς:

'' ΄Εχεις ξεφύγει, Απόστολε, σε έργα βιτρίνας..'' Τα έργα σου, την Τράπεζα, το Λύκειο, τους Δρόμους για μην υστερεί η πολιτειούλα απ' την Καστέλλα και την Καλλίπολη των εκτελωνιστών... τις δύο συντάξεις σου.. Χάνονται τα έργα σου απ' τη λιτότητα του Καλλικράτη, μπαμπά... Σβύνουνε μέσα στο χρόνο οι μορφές των Ερμιονιτών και Πειραιωτών φίλων σου...Ζήνος Σπύρου..Μίμης Καραλής.. Χρήστος Αργυρίου...Μιχάλης Κολυμπάδης... Μιχάλης Περατικός... Γιώργος Αρανίτης.. Σοφοκλής Χατζησωκράτης... Ο Δημήτρης, ο γιός του, εχθές τηλεφώνησε στην Εύη.. ο Μπέης ακόμα ζει... 
Κι εγώ -θολός κι αντιφατικός, μια ζωή, αλλά, στη μνήμη τη δική σου, δεν μετέφερα ακόμα -δώδεκα χρόνια αφότου πέθανες-, τα πολιτικά μου δικαιώματα από κάτω...Για σένα μόνο... Για αντιπροσφορά... Και για να κατεβαίνω καμιά φορά.., όπως με συμβούλευες... Αχ, ρε μπαμπά! Πιστεύω την επόμενη Κυριακή να τα καταφέρω να πάω, γιατί σήμερα δεν πήγα, παρόλο που - στο Θεό μου και μένα!- η ίδια η εγγονή σου κατεβαίνει υποψήφια δημοτική σύμβουλος, στο Θεό μου, ρε μπαμπά!







Ο ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου και εργάστηκε σε κινηματογραφικές, τηλεοπτικές και θεατρικές παραγωγές, ενώ κατά καιρούς δίδαξε σενάριο και σκηνοθεσία.

Ανάμεσα στις κυριότερες δουλειές του είναι οι ταινίες Στην αναπαυτική μεριά (1981), Μετέωρο και Σκιά (1985, με θέμα τη ζωή του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Α' Κρατικό Βραβείο Καλύτερης Ταινίας — από το 2000 κυκλοφορεί και σε DVD από την Water Bearer στις ΗΠΑ), Εις το φως της ημέρας (1986, τηλεταινία ΕΤ1 βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα του Κ.Π. Καβάφη), Κοράκια ή το παράπονο του νεκροθάφτη (1991, βασισμένη στο διήγημα «Το παράπονο του νεκροθάπτου» του Εμμ. Ροΐδη). Έχει διασκευάσει και σκηνοθετήσει, επί­σης, ύστερα από παραγγελία, για το θέατρο το Ψυχολογία Συριανού συζύγου του Εμμ. Ροΐδη (θέατρο Χυτήριο 1999-2001), το Ο μονόλογος του βασιλιά Λεοπόλδου του Μάρκ Τουέην (Πολιτιστική Ολυμπιάδα 2003), κ.ά.


Με το γράψιμο ασχολείται από τα μαθη­τικά του χρόνια, δημοσιεύοντας κείμενά του σε διάφορα περιοδικά, αλλά βιβλίο του εξέδωσε για πρώτη φορά το 1996, ένα λογοτεχνικό χρονικό για τον Ταχτσή, το Στον Κώστα Ταχτσή αντί στεφάνου (εκδόσεις Οδός Πανός), το οποίο επανεκδόθηκε αναθεωρημένο το 2006 με τίτλο Ταχτσής—Δεν ντρέπομαι από τις εκδόσεις «Πολύχρωμος Πλανήτης». Με τις εκδόσεις «Άγρα» συνεργάζεται από το 1999, έχοντας εκδώσει τα βιβλία Χαίρε Ναπολέων (1999, Δοκίμιο για την τέχνη του Ν. Λαπαθιώτη, 63 πεζά ποιήματά του, εικόνες του Α. Παπαδημητρίου), Δελτίον ταυτότητος — Γενικός αριθμός Θ 307136 (2003, μυθιστόρημα), Τριανδρίες και Σία (2007, Ιστορίες — Κείμενα) και Το άλλο κρεβάτι (2009, έργο σε δύο μέρη και τέσσερις εικό­νες εμπνευσμένο από ομότιτλο κείμενο του Κώστα Ταχτσή).

Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

"Τ' ΑΠΟΚΑΪΔΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ" του ΤΑΚΗ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗ

Detail of Rembrandt's "The Syndics of the Amsterdam Drapers' Guild"

Σούρουπο βροχερό, σκοτεινιασμένο, ο γέρος εστέτ σκαλίζει τ' αποκαΐδια της τέχνης του. Χειρόγραφα, αποκόμματα, δημοσιεύματα τριάντα χρόνων, γιομάτα κόκκινα φεγγάρια, παλάτια μελαγχολικά, μπούκλες μαλλιών νεανικών, καθρέφτες, παραισθήσεις - πόσο του άρεσε να βγαίνει φανταχτερός! Σήμερα άλλοι μιμούνται τους τρόπους του, τα γούστα του, έτσι όπως τα δείχνουνε οι καινούργιοι, τον κάνουνε συχνά να αηδιάζει. Κυρίως με την επίφαση της ''τέχνης της καλής'' και άλλες αηδίες στα χείλη κάποιων - ας τους πούμε κριτικούς-, τού φαίνονται εμπαιγμοί και ειρωνείες της τέχνης του της νεανικής. Και τα δικά του τα γραφτά ακόμη ανασαίνουν, μικρά τετραγωνάκια, στηλίτσες τόσες δα, σε καταφρονεμένα λαϊκά περιοδικά, ανάμεσα σε ''΄Ερωτες μεγάλων μουσουργών'' και στον ''Ταχυδρόμο της Καρδιάς'', που γράφει η κυρία Εριφύλη. Σούρουπο βροχερό, ο γέρος εστέτ άναψε ένα τσιγάρο, κι είπε σε φίλο του καλό που του τηλεφώνησε μετά από καιρό, σχολιάζοντας εκείνα τα γραφτά του -νέα και παλιά, στα λαικά περιοδικά-, με τη φράση : '' Σαν τη μύγα μες στο γάλα, τα δικά σου..." '' Γιώργο μου', τούπε, ''Τ' αποκαίδια της Τέχνης, κι όταν δεν βγάζουν παρά μόνο μια μικρή φωτιά, δεν μπορούν να σβύσουν, μπορούν να συνεχίσουν να υπάρχουν. Δεν είναι αυτό για φόβο, θα εξακολουθήσουν νά'ναι ζωντανά. Κι είν' όμορφο πολύ, γιατί τίποτα δεν περιμένεις, αλλά όλα είναι πιθανά.΄Ετσι είναι Γιώργη, εμείς να είμαστε καλά, και -πού'σαι!- σ΄ευχαριστώ για το τηλεφώνημά σου, τούτη τη βροχερή βραδιά...''.




Ο ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου και εργάστηκε σε κινηματογραφικές, τηλεοπτικές και θεατρικές παραγωγές, ενώ κατά καιρούς δίδαξε σενάριο και σκηνοθεσία.
Ανάμεσα στις κυριότερες δουλειές του είναι οι ταινίες Στην αναπαυτική μεριά (1981), Μετέωρο και Σκιά (1985, με θέμα τη ζωή του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Α' Κρατικό Βραβείο Καλύτερης Ταινίας — από το 2000 κυκλοφορεί και σε DVD από την Water Bearer στις ΗΠΑ), Εις το φως της ημέρας (1986, τηλεταινία ΕΤ1 βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα του Κ.Π. Καβάφη), Κοράκια ή το παράπονο του νεκροθάφτη (1991, βασισμένη στο διήγημα «Το παράπονο του νεκροθάπτου» του Εμμ. Ροΐδη). Έχει διασκευάσει και σκηνοθετήσει, επί­σης, ύστερα από παραγγελία, για το θέατρο το Ψυχολογία Συριανού συζύγου του Εμμ. Ροΐδη (θέατρο Χυτήριο 1999-2001), το Ο μονόλογος του βασιλιά Λεοπόλδου του Μάρκ Τουέην (Πολιτιστική Ολυμπιάδα 2003), κ.ά.

Με το γράψιμο ασχολείται από τα μαθη­τικά του χρόνια, δημοσιεύοντας κείμενά του σε διάφορα περιοδικά, αλλά βιβλίο του εξέδωσε για πρώτη φορά το 1996, ένα λογοτεχνικό χρονικό για τον Ταχτσή, το Στον Κώστα Ταχτσή αντί στεφάνου (εκδόσεις Οδός Πανός), το οποίο επανεκδόθηκε αναθεωρημένο το 2006 με τίτλο Ταχτσής—Δεν ντρέπομαι από τις εκδόσεις «Πολύχρωμος Πλανήτης». Με τις εκδόσεις «Άγρα» συνεργάζεται από το 1999, έχοντας εκδώσει τα βιβλία Χαίρε Ναπολέων (1999, Δοκίμιο για την τέχνη του Ν. Λαπαθιώτη, 63 πεζά ποιήματά του, εικόνες του Α. Παπαδημητρίου), Δελτίον ταυτότητος — Γενικός αριθμός Θ 307136 (2003, μυθιστόρημα), Τριανδρίες και Σία (2007, Ιστορίες — Κείμενα) και Το άλλο κρεβάτι (2009, έργο σε δύο μέρη και τέσσερις εικό­νες εμπνευσμένο από ομότιτλο κείμενο του Κώστα Ταχτσή).
  



Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

"ΞΕΝΟΙ, ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ, ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΠΟΛΗ" του ΤΑΚΗ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗ


επιμέλεια κειμένου Νότα Χρυσίνα*



''Σήμερα το πρωί άρχιζε γι αυτόν μια νέα ζωή, σε μια νέα χώρα, όμορφη, πλούσια, αδιάφθορη, κι απαλλαγμένη απ' τους συνειρμούς ενός αμαρτωλού παρελθόντος που, στο δικό σου τόπο, σε κυνηγάει σα βεβαρυμένο ποινικό μητρώο, και παρεμβάλλεται σε κάθε σου απόπειρα να μπεις στο σωστό δρόμο.''

΄Οσοι από εμάς ήρθαμε έφηβοι ή τελοσπάντων νέοι στην πρωτεύουσα από μια μικρή πόλη της επαρχίας όπου τελειώσαμε το σχολείο, δεν μπορούμε ν' απαλλαγούμε από την ανάμνηση κάποιων διηγημάτων που περιέγραφαν την άφιξή μας στο μυθικό- για τα νεανικά μας μάτια -, τότε, άστυ. ΄Η, επίσης, σε μια ξένη χώρα του εξωτερικού. Παρότι γραμμένα σε ύφος λίγο παρωχημένο, και δημοσιευμένα σε λαϊκά του μεσοπόλεμου περιοδικά, μάς έμειναν αλησμόνητα τα διηγήματα αυτά: 
'' ΄Οσο το βαπόρι πλησίαζε, τόσο η μεγάλη πολιτεία, που είχε προβάλει μες στην πρώτη άχνα της αυγής, μεγάλωνε στα μάτια του. ΄Εβλεπε τις καμινάδες, τα σπίτια, το λιμάνι,τις πλατείες - με την κίνησή τους-, τις αποβάθρες, τα καμπαναριά- κι όλ' αυτά, μέσα στην αχλή την πρωινή, έπαιρναν σημασίες ονειρώδεις, και τα χρώματα, τους τόνους, και τις ανταύγειες μιας εξαίσιας φαντασμαγορίας.''

  Αλλά και κάποια διηγήματα της δεκαετίας του '60, πιο άμεσα και πιο σκανδαλιστικά, με την αντικοινωνική παρουσία του συγγραφέα τους πιο φανερή, και γι' αυτό πιο ενοχλητική, πόσο αξέχαστα έμειναν κι εκείνα! : 
''Στη μέση κάθε αποβάθρας υπήρχε ένα μικρό κτήριο με στέγη από κυματιστή, σκουριασμένη λαμαρίνα: μια αίθουσα αναμονής, ένα γραφείο για τους σιδηροδρομικούς, κι αποχωρητήρια. Βλέποντας τους άντρες να μπαινοβγαίνουν απ' το ξύλινο προκάλυμμα πού' κρυβε εν μέρει την είσοδο, ένιωσε μια γλυκιά σουγλιά στα έντερα. Το πρωί, απ' την βιασύνη του, απ' τη νευρική υπερδιέγερση, δεν είχε καταφέρει να τα κάνει. ΄Ηταν ευκαιρία. Το τραίνο του θα περνούσε σε δέκα λεπτά. ΄Ετσι, θα πήγαινε στη δουλειά του πιο ευδιάθετος, και πιο ΚΑΘΑΡΟΣ.''  

Φίλος παλιός που συνάντησα τυχαία στο τραίνο το πρωί μού το θύμισε : 

'' Ποιανού ήταν, μωρέ, αυτό το ψιλοπορνό που΄χαμε διαβάσει τότε, το ' 72;'' 

Δεν τού το θύμισα. ΄Ετσι κι αλλιώς, δεν θά' χε σημασία. Δεν ασχολείται - ο φίλος αυτός- καθόλου με λογοτεχνία.




TAKHΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ

Ο ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου και εργάστηκε σε κινηματογραφικές, τηλεοπτικές και θεατρικές παραγωγές, ενώ κατά καιρούς δίδαξε σενάριο και σκηνοθεσία.
Ανάμεσα στις κυριότερες δουλειές του είναι οι ταινίες Στην αναπαυτική μεριά (1981), Μετέωρο και Σκιά (1985, με θέμα τη ζωή του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Α' Κρατικό Βραβείο Καλύτερης Ταινίας — από το 2000 κυκλοφορεί και σε DVD από την Water Bearer στις ΗΠΑ), Εις το φως της ημέρας (1986, τηλεταινία ΕΤ1 βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα του Κ.Π. Καβάφη), Κοράκια ή το παράπονο του νεκροθάφτη (1991, βασισμένη στο διήγημα «Το παράπονο του νεκροθάπτου» του Εμμ. Ροΐδη). Έχει διασκευάσει και σκηνοθετήσει, επί­σης, ύστερα από παραγγελία, για το θέατρο το Ψυχολογία Συριανού συζύγου του Εμμ. Ροΐδη (θέατρο Χυτήριο 1999-2001), το Ο μονόλογος του βασιλιά Λεοπόλδου του Μάρκ Τουέην (Πολιτιστική Ολυμπιάδα 2003), κ.ά.

Με το γράψιμο ασχολείται από τα μαθη­τικά του χρόνια, δημοσιεύοντας κείμενά του σε διάφορα περιοδικά, αλλά βιβλίο του εξέδωσε για πρώτη φορά το 1996, ένα λογοτεχνικό χρονικό για τον Ταχτσή, το Στον Κώστα Ταχτσή αντί στεφάνου (εκδόσεις Οδός Πανός), το οποίο επανεκδόθηκε αναθεωρημένο το 2006 με τίτλο Ταχτσής—Δεν ντρέπομαι από τις εκδόσεις «Πολύχρωμος Πλανήτης». Με τις εκδόσεις «Άγρα» συνεργάζεται από το 1999, έχοντας εκδώσει τα βιβλία Χαίρε Ναπολέων (1999, Δοκίμιο για την τέχνη του Ν. Λαπαθιώτη, 63 πεζά ποιήματά του, εικόνες του Α. Παπαδημητρίου), Δελτίον ταυτότητος — Γενικός αριθμός Θ 307136 (2003, μυθιστόρημα), Τριανδρίες και Σία (2007, Ιστορίες — Κείμενα) και Το άλλο κρεβάτι (2009, έργο σε δύο μέρη και τέσσερις εικό­νες εμπνευσμένο από ομότιτλο κείμενο του Κώστα Ταχτσή).
  
    


 * Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια πολιτισμολόγος.

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

ΣΩΣΙΒΙΟ ΓΙΑ ΜΙΑΝ ...ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ


του Τάκη Σπετσιώτη*

Ο Κώστας Ουράνης με τη σύζυγό του Ελένη Νεγρεπόντη (την κριτικό, γνωστή με το ψευδώνυμο Αλκης Θρύλος) σε μια από τις αγαπημένες τους αποβάθρες.
΄Ετσι όπως έπεσε στο πάτωμα από τ' άλλα βιβλία στο ράφι όπου ήταν στρυμωγμένο εκείνο το μικρό στρουμπουλό βιβλιαράκι με γέμισε διπλή χαρά. Πρώτον, δεν έπαθε τίποτα, παρότι εύθραυστον λόγω παλαιότητος ''Αθήναι 1927, εκδοτικός οίκος Μ.Σ. Σαριβαξεβάνη Φειδίου 3 '', και δεύτερον, με έκπληξη είδα ότι το ’χα- μάλλον αγορασμένο δεύτερη φορά απ' τους παλιατζήδες, χωρίς να το θυμάμαι, γιατί το πρώτο αντίτυπο του ''Η δέκατη-τρίτη ώρα'' -Τραγούδια- Διηγήματα της ΄Αλκη Θρύλου, της πρώτης μας; -αν δεν κάνω λάθος-, γυναίκας ακαδημαϊκού μού θύμισε μια ιστορία. Είχα πάει ένα πρωί στο πρώην αρχοντικό της, στην οδό ΄Οθωνος όπου τώρα στεγάζεται το ΄Ιδρυμα Ουράνη, κι εκεί που μιλούσα με κάποιον υπεύθυνο ήρθε η συζήτηση σ' αυτό το βιβλίο. ΄Οταν του είπα λοιπόν ότι το ‘χω, τόσα χρόνια μετά, μόνο που δεν μού έκανε μετάνοιες απ' τη χαρά του, δεν το’ χαν, ήταν σπάνιο, συγκέντρωναν το αρχείο της, δεν υπήρχαν, βλέπετε, κληρονόμοι, μια κόρη στην Αμερική δεν είχε σπουδαία πράγματα ούτε πολυενδιαφερόταν - μήπως μπορούσα να τούς το δανείσω για να βγάλουν φωτοτυπίες, κι ό,τι ήθελα να’παιρνα απ' τα βιβλία των εκδόσεών τους γύρω μου, '' Μα να σάς το χαρίσω, είναι τόσο παλιό που θα τριφτεί απ' τις φωτοτυπίες..'' του απάντησα, ενώ εκείνος μού γέμιζε ήδη μια μεγάλη τσάντα με βιβλία τους, Χρηστομάνο, Ροΐδη, Παπαρρηγόπουλο, όλο τον 19ο αιώνα και εις μάτην προσπαθούσα να τον σταματήσω..'' Με σώζετε, κύριε;'', μού είπε, και πράγματι, την άλλη μέρα του πήγα το βιβλίο, ικανοποιημένος που συνέβαλα στη διάσωση του Αρχείου μιας ακαδημαϊκού, αλλά και μ' ένα μόνιμο ερώτημα στο μυαλό μου για τη λεγόμενη Ακαδημία των Αθανάτων :  ''Τι μένει, πράγματι, κι από τους ακαδημαϊκούς; Και πόσο, αλήθεια, Αθάνατοι είναι;''

TAKHΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ




 Ο Δημήτρης (Τάκης) Σπετσιώτης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου και γύρισε τις ταινίες "Στην αναπαυτική μεριά" (1981), "Μετέωρο και Σκιά" (1985 - Α΄ Κρατικό Βραβείο Καλύτερης Ταινίας, κυκλοφορεί και σε DVD από την MKS VIDEO στις ΗΠΑ), "Εις το φως της ημέρας" (1986) και "Κοράκια" (1991). Σκηνοθέτησε επίσης για το θέατρο το έργο "Ψυχολογία Συριανού συζύγου" του Εμμ. Ροΐδη, Θέατρο "Χυτήριο", 1999-2001.
Παράλληλα με τη σκηνοθεσία ασχολείται με τη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας και τη δοκιμιογραφία, γράφοντας διάφορες κριτικές μελέτες, μερικές από οποίες συγκέντρωσε και κυκλοφόρησε σε δυο τόμους, "Στον Κώστα Ταχτσή, αντί στεφάνου" ("Λογοτεχνικό χρονικό", 1996) και "Χαίρε Ναπολέων" (δοκίμιο για την τέχνη του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, εκδόσεις Άγρα, με έργα του Άγγελου Παπαδημητρίου, 1999). 

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

Mαρία, στα τρία



γράφει ο Τάκης Σπετσιώτης*


Μαρία, στα τρία**



ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ ΠΡΩΤΗ ( Λιλή Ζωγράφου -1961)

Πολύ με συγκίνησε η πρόσκληση της αγαπητής Χριστίνας Ντουνιά*** να πω κι εγώ δυο λόγια για την Πολυδούρη. ΄Οχι γιατί θα ιδρωκοπήσω να αποδείξω τα αυταπόδεικτα – τα γράφει τόσο διεξοδικά η ίδια η επιμελήτρια στο εκτενές επίμετρό της, στη φροντισμένη έκδοση των ποιητικών απάντων της από την Εστία- όσο γιατί αυτή η μικρή συμμετοχή μου έχει μεγάλη σημασία για την προσωπική και συναισθηματική μου ζωή. Το όνομα και το έργο της Πολυδούρη με πηγαίνουν πολλά χρόνια πίσω, σ’ άλλες εποχές, σ’ άλλους τόπους. Στα έτη του ’60, στη δικτατορία, στο περιγιάλι της ιδιαίτερης πατρίδας μου, όταν πρωτο- διάβασα –μαθητής γυμνασίου ακόμα - τα ποιήματα και το ημερολόγιό της στη θρυλική εκείνη πρώτη μεταθανάτια έκδοση, από την Εστία ξανά το ’61, με την εκτενή εισαγωγή (μισοβιογραφική –μισοκριτική) της Λιλής Ζωγράφου με τίτλο Η Δραπέτις. ΄Ηταν μαζί με μια ανάλογη έκδοση των Ποιημάτων του Λαπαθιώτη από τον Φέξη με εισαγωγή ΄Αρη Δικταίου, την ίδια περίπου εποχή, δυο καθοριστικά για την πορεία μου βιβλία, που με απασχόλησαν ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλα όχι μόνο στην εφηβεία μου αλλά για πολύ καιρό ακόμα. Στην μικρή μου πόλη άκουγα επίσης πολλά για την Πολυδούρη από έναν αλησμόνητο πνευματικό άνθρωπο τον Τάσο Λασκαρίδη, φίλο του πατέρα μου, που την θυμόταν, έφηβος, στη Σωτηρία όπου ήταν γιατρός ο δικός του πατέρας: Mια αδύνατη, άσπρη στο πρόσωπο ήτανε.”
Στο σχολείο διδασκόμασταν τότε πομπώδεις εθνικούς ποιητές κι η εξωσχολική Μαρία τραγουδούσε μέσα από απλές, ζεστές τρίλλιες τη ζωή πούφευγε «σα χνούδι στην παιχνιδιάραν αύρα», αν και άρρωστη, μελλοθάνατη στην Σωτηρία, με ενθουσιώδεις εικόνες οπτικού και μουσικότατου ξεφαντώματος. Εξιστορούσε σε παραλλαγές το ερωτικό πάθος της νέας κοπέλλας για τον νεαρό άντρα μέσα από άφοβες, διονυσιακές εικόνες ενός άπληστου για ζωή, εκστασιασμένου θηλυκού: «Τρελλές, ξελογιασμένες λεύκες- το ωραίο σας γέλιο» απέναντι από πλουτώνεια, αλλά και φαλλικά, σύμβολα του εκλιπόντος άρρενος, του λατρεμένου απόντος: «Ξεχωριστά μες στ’ άλλα- δέντρα, δέντρα ολοίσια,- βουβά τα κυπαρίσσια – στο μεσημέρι ντάλα».
Αυτή η πόλωση ανάμεσα στο άρρεν – θήλυ, που περιείχε ό,τι οι μοντέρνοι θεωρητικοί αποκαλούν έμφυλη αυτοσυνείδηση με δίδαξε πολλά για το πώς κάνει κανείς τέχνη με τρία απαραίτητα στοιχεία, τον νου, την καρδιά και το φύλο. Στην ποίησή της εκφραζόταν ιδιαίτερα ελκυστικά σε ένα ανέλπιδο, αόριστο  παρόν 
(χαρακτηριστικό στοιχείο της τεχνικής του εσωτερικού μονολόγου), τοποθετημένο κατά προτίμηση σε βραδυνές ή ως επί το πλείστον νύχτιες ώρες:
«Καλώς το που ήρθε το άφωτο βραδάκι» και «Ας περάσει πια η μέρα με το φως της – η νύχτα γιατί τόσο αργοπορεί;» Και σε τόπους όπως αυτός των θαλάμων του νοσοκομείου Σωτηρία, ή του άλσους του σανατόριου: «Στων πεύκων τις σκιές μια πολυθρόνα με καρτερεί.» Εκεί, σε μια υποβλητική, κάπως σαν καβαφική σκηνοθεσία, σίμωναν οι ίσκιοι, έρχονταν της αγάπης οι σκιές. Ξεδιπλώνονταν οι μνήμες της μοιραίας ζωής της στην Καλαμάτα, στην Αθήνα και το Παρίσι, εξιστορούνταν ο έρωτάς της για τον Καρυωτάκη, η περιπέτεια της αρρώστειας της, διαγραφόταν ο ηρωικός χαρακτήρας της νοοτροπίας της και το παιγνίδι της γραφής της, μια ενθουσιώδης, εντέλει, εμπειρία θανάτου. Η ζωή ως πεδίο μάχης – μια φοβερή ιδέα που σε σκορπίζει στις πέντε ηπείρους, στις επτά θάλασσες και στους τρεις ωκεανούς-, αλλά και το φλερτ με τον θάνατο που η ίδια τον προκαλούσε ασυνείδητα στο
πρόσωπο των σκοτεινότερων ωθήσεων, οι οποίες μέσα σε όλους μας συγκλίνουν για να δημιουργήσουν πολύ διονυσιακά ένα σύμπλεγμα ζωής και θανάτου πάνω στον κορμό του ίδιου δέντρου.  
΄Ηταν δικτακτορία των συνταγματαρχών όταν πρωτοδιάβασα Πολυδούρη, αρκετοί διώκονταν τότε για τα πολιτικά τους φρονήματα, και στην φιλήσυχη κωμόπολή μου κάποιοι συμπολίτες δίπλωναν με προσοχή κάτω απ’ την μασχάλη τους την εφημερίδα που αγόραζαν απ’ το πρακτορείο για να μην «χαρακτηρισθούν» για τα φρονήματά τους.    
Κι έτσι όπως γλαφυρότατα και παραστατικότατα η Λιλή Ζωγράφου διηγείτο ότι η ενήλικη Μαρία δήλωνε ότι τής άρεσε να παίζει μπουνιές με την κοινωνία αλλά κι ότι η ίδια, ως μαθήτρια, είχε γράψει κάποτε, στη δεκαετία του ’10 στην Καλαμάτα, με παρρησία, επαναστατικές προκηρύξεις για την διάδοση των αρχών της κομμουνιστικής ιδεολογίας, κάποιοι φλογισμένοι στίχοι της από την Ηχώ στο Χάος έπαιρναν από τότε στο μυαλό μου τη διάσταση μιας διαμαρτυρίας χωρίς, ωστόσο, κανένα φανερό, ρητά δηλωμένο καταγγελτικό στοιχείο ή στρατευμένο τόνο, κι ίσως γι αυτό μου ακούγονταν τόσο δυνατοί:

Ζωή, πώς με παράδωσες μ’ ένα φιλί στους δήμιους
και τώρα ακούω το γέλιο σου παντού σαρκαστικό
για μένα, που αποτόλμησα ψευτοευγενείς και τίμιους
μες στη γενιά σου, να τους δω σαν υποστατικό.

Επιφυλακτική στεκόταν η Ζωγράφου απέναντι στην τεχνοτροπία της Πολυδούρη -δέσποζαν τότε, ναι, και για πολλά χρόνια ακόμα, οι υπερβολικές και άκαρδες δοξασίες της γενιάς του ’ 30 για μικρούς, «ελάσσονες» και για «μείζονες» ποιητές κι έπρεπε να μοιράσουμε ρόλους. Η ίδια χαρακτηριστικά μας εκμυστηρευόταν στην εισαγωγή της: «Ρώτησα κάποτε τον κ. Καραντώνη τι πιστεύει γι αυτήν. Κι επειδή η συζήτησή μας ήταν τελείως ανεπίσημη και χωρίς ακροατήριο ξέσπασε μ’ ενθουσιασμό: “A! Μα είναι ποιήτρια! ΄Ιδια η ποίηση!” Αυτό μού είχε κάνει πολλήν εντύπωση. Δηλαδή τι ήταν για τον κύριο Καραντώνη η Μαρία Πολυδούρη; αναρωτιόμουνα, κάποια αμαρτωλή γυναίκα με την οποία πρέπει να τάχεις κρυφά απ’ την κοινωνία; κι όχι ποιήτρια;  Και βέβαια οι επιφυλάξεις της ίδιας της Ζωγράφου απέναντι στην «μη αισθητική τελείωση της ποιήσεώς της», όπως έγραφε, με κρατούσαν, με την σειρά μου, επιφυλακτικό – για χρόνια -απέναντι στην ίδια την Λιλή Ζωγράφου – αλίμονο-! ως αισθητικό.
Mε το προσωπείο του Μέτρου και της Ρίμας, ναι, αναντίρρητα, αλλά η ποίηση εντούτοις είχε προχωρήσει. Είχαν γίνει βήματα σε σχέση ακόμα και με τους πιο κοντινούς παλιούς, του πρόσφατου παρελθόντος της Πολυδούρη. Οι στρογγυλές μουσικές φόρμες ενός Πορφύρα λ.χ. είχαν σπάσει κι αναζητούνταν πιο άτσαλες, πυρακτωμένες διατυπώσεις αμφισβήτησης, εκφράσεις με λόγια πιο κοφτερά που μιλούσαν με κείνο τον σπασμένο ρυθμό, την ρημαγμένη μουσική της σύγχρονης ποίησης που ερχόταν. Και τις οποίες, μετά τον Καρυωτάκη, πληρούσε η Πολυδούρη πλήρως:

(Τρέμει κάτι το αδύναμο
κι όλο μένει
σαν κουτσό...κοντοφτέρουγο...)
Λυπημένη
τη ματιά μας ρουφά
το ανοιξιάτικο απόγευμα
και χλωμαίνει.
Ξαφνικά, κάποιο σκίρτημα       
στη γαλήνη                                            
και σα λυγμός παράφορος.
΄Ενα πιάνο ξεσπά
το δικό μας ενάντιωμα
με κλειστό στόμα.
Τι θέλει πάλιν η ΄Ανοιξη
τι να μας φέρει ακόμα...

Κι ύστερα, δεν ήταν μόνον οι στίχοι, ήταν και τα έντονα κριτικά σχόλια στα σημειώματα του αριστουργηματικού Ημερολογίου της που έδειχναν πλήρη συνέπεια, ταύτιση της κοσμοθεωρίας της με την αισθητική της, μη μαρτυρώντας κανένα διχασμό ανάμεσα σε παλιά ποιητική αισθητική και ζωή. Τουναντίον!
«Επήγα σήμερα στο γραφείο ν’ αναλάβω υπηρεσία. Τι τρομερό κρύο. Είχα ξεπαγιάσει όλη. Μου παρουσίασαν καμπόσους από τους και τας συναδέλφους. Τι έκπληξις! Παρ’ ολίγον θα γελούσα μπρος τους! Κάτι νέοι σκυνθρωποί και ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι. Θεός φυλάξοι μην είναι όλοι οι συνάδελφοι στον ίδιο τύπο!»

ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ( Τάκης Μενδράκος- 1982)
   
Το 1982 – χρονιά πολύ σημαντική για μένα-, είχα ξεκινήσει να βάζω σε εφαρμογή τα εφηβικά μου διαβάσματα επιλέγοντας τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη ως ενδιαφέρουσα εκκεντρική persona της πρόσφατης κοινωνικής μας ιστορίας κυρίως, αλλά και για την ποίησή του, ως θέμα σε ένα ημίωρο τηλεοπτικό επεισόδιο στην σειρά της τότε ΕΡΤ 1 ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΜΑΣ, επεισόδιο που με οδήγησε στο γύρισμα της μεγάλου μήκους ταινίας μου για τον ποιητή αυτόν, τρία χρόνια μετά, του ΜΕΤΕΩΡΟ ΚΑΙ ΣΚΙΑ. Στην ίδια σειρά η αείμνηστη Φρίντα Λιάππα είχε τότε σκηνοθετήσει ένα ημίωρο κομμάτι για την Μαρία Πολυδούρη, με αφορμή την νέα έκδοση των Απάντων της – όχι μόνο της ποίησης και του ημερολογίου – αλλά και μιας άγνωστής μας νουβέλας (μάλλον άτιτλης) που ωστόσο επιγραφόταν ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ, από τις εκδόσεις Αστέρι σε σύντομη εισαγωγή του Τάκη Μενδράκου. Θυμάμαι τις ωραίες, όλο ζωή, ποιητικές εικόνες της Λιάππα. Την Γιώτα Φέστα να κολυμπάει, να μαχαιρώνει ένα καρπούζι δίπλα στη θάλασσα, να ποδηλατεί μες σε δενδροστοιχίες απέναντι από τις σέπιες εικόνες της αληθινής Πολυδούρη πάνω στις οποίες ακουγόταν off επαναληπτικά ό στίχος “Ζωή πώς με παράδοσες μ’ ένα φιλί στους δήμιους”από την ηθοποιό ενώ η σκηνοθέτις τής έλεγε “Ξανά’’ – τρεις φορές όλο αυτό.  Σε συνέντευξη off επίσης, συνέχιζε καθησυχασμένος ο Μενδράκος, ότι το τηλεοπτικό κομμάτι θα εστίαζε επιτέλους στην ποίησή της κι όχι στη ζωή της, στους σκανδαλιστικούς έρωτες, στην φυματίωσή της. Μέχρι εδώ καλώς. Αλλά γιατί, με δυο λόγια, πάλι στην εισαγωγή του μας γύριζε πίσω στην Ζωγράφου κι ο Μενδράκος; μιλώντας για «χάσμα ανάμεσα στην προοδευτική και φιλελεύθερη νοοτροπία της Πολυδούρη και στη διαποτισμένη από ηττοπάθεια και πεσσιμισμό ποίησή της;» - ούτε που μπορούσα να καταλάβω. «Αλλά ό,τι δίστασε να πει με την ποίησή της, δε δεσμεύεται να το πει με τον πεζό λόγο», συνέχιζε ο Μενδράκος, αναφερόμενος κυρίως στην άτιτλη νουβέλα της που, όντως, σάρκαζε το κλίμα της εποχής της, τις συμβατικότητές της, τη νοοτροπία που είχε τότε η κοινωνία για τις γυναίκες. Σωστά όλ’ αυτά, αλλά όχι και δίστασε στην ποίησή της η Πολυδούρη! Δηλαδή τι θάπρεπε να την πάρουμε για πεζογράφο; Κι΄αυτή την γεμάτη φωτεινό σκοτάδι, όλο πάθος ασίγαστο, καταστροφικό έρωτα, ανοικονόμητη γραφή προπάντων, να την δούμε μόνο σαν «ποιητική συνταγή του νεορομαντισμού», σε έξη σελίδες μιας εισαγωγής, γαμώτο; - ρωτούσα τον εαυτό μου, κάνοντας σιωπηλά, υπομονή.



ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ ΤΡΙΤΗ ΚΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΗ  (Χριστίνα Ντουνιά -2014)

Πενήντα τρία χρόνια μετά την έκδοση του 1961, και 84 μετά τον θάνατο της ποιήτριας, κρατάω στα χέρια μου τον καλαίσθητο τόμο της Εστίας Μαρία Πολυδούρη ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, φιλολογική επιμέλεια – επίμετρο Χριστίνα Ντουνιά. Μεγαλώσαμε. ΄Εχουν μεσολαβήσει τόσα πολλά με τους ποιητές του μεσοπολέμου, που αφορούν όλο και περισσότερους νέους δημιουργούς αλλά και αναγνώστες και μελετητές με τα χρόνια. Μελοποιήσεις, εικαστικές και θεατρικές παρεμβάσεις, ανακοινώσεις. κ.λπ. Προκειμένου για την Πολυδούρη έχουμε δει και την ενδιαφέρουσα τηλεοπτική σειρά μυθοπλασίας του Τάσου Ψαρρά Καρυωτάκης, με την Μαρία Κίτσου να ερμηνεύει ωραία τον ρόλο της ποιήτριας. Στο χώρο της λογοτεχνίας, ωστόσο, κάποια παρατράγουδα της παλιάς φρουράς κριτικής δεν λείπουν. Μέσα σ’ ένα πρόσφατο τόμο του 556 σελίδων για την λογοτεχνία του Μεσοπολέμου, επί παραδείγματι, ο κριτικός Αλέκος Αργυρίου αναφέρει την Πολυδούρη μέσα σε τέσσερις – μόνον αράδες! Κύριε Αργυρίου! Γιατί, καλέ, το αποκλείσατε το κορίτσι; Δεν είχε κι αυτή δικαίωμα, έστω, φτωχή και άρρωστη, και ορφανή και χήρα, για ένα δροσερό περίπατο στις ακρογιαλιές της αθανασίας και του Ελύτη; Αλλά τέρμα τα αστεία. Με την παθιασμένη, εξαντλητική μελέτη της Χριστίνας Ντουνιά έχουμε όχι μόνον το πρώτο ενήλικο ολοκληρωμένο επίμετρο  στην ποίηση της Πολυδούρη, αλλά, με στοργή και τρυφερότητα, και τη στέγαση και αξιοποίηση παράλληλα όλης της διάσπαρτης σε έντυπα φωτισμένης κριτικής της εποχής της για Εκείνην. ΄Αγρας, Παράσχος, Ουράνης, Ζέγγελη, Χονδρογιάννης, Λεοντάρης, Σταματίου και άλλοι ένα σωρό. Καλπάζοντας η Ντουνιά, αναδεικνύει τους βασικούς άξονες του έργου της ποιήτριας σε δέκα έντιτλα και εύστοχα κεφάλαια. Πέρα από τα ανέκδοτα άγνωστά μας ποιήματα της Μαρίας που παραθέτει, πέρα από τα καινούργια στοιχεία βιογραφίας της, σημασία έχει ότι την ξεκολλάει δραστικά από τον περιορισμένο νεοελληνικό μεσοπόλεμο εξετάζοντας την παραγωγή της σε συνάρτηση με την ευρύτερη αμερικάνικη και ευρωπαϊκή παράδοση – τον Πόε και τους γάλλους παρακμίες, τους άγγλους εστέτ και τις θεωρίες του Πέιτερ. Να λοιπόν πώς τεκμηριώνεται το υπόστρωμα αξιών που κουβαλάει ως αποσκευές με τις επιλογές της ζωής της, αλλά και της γραφής της κυρίως, η ποιήτρια, και να γιατί ενδιαφέρει ακόμη. Ανατριχιαστική στις λεπτομέρειές της βέβαια, για την πρόσληψη του φαινομένου Πολυδούρη στους αντιδραστικούς κύκλους του Μεσοπολέμου, η Ντουνιά. ΄Ολα εκείνα που γράφονταν για τη θαυμάσια ύπαρξη, οι χοντράδες του τύπου « Η φθισική Πολυδούρη πεθαίνει τρελλή στη Σωτηρία» - και για τα οποία πόσα αλήθεια δεν θα είχε να πει η Σούζαν Σόνταγκ για την νόσο ως μεταφορά αλλά και τιμωρία! Αλλά δεν μένει εκεί. Μάς αποζημιώνει όμορφα στην σκιαγράφηση της Πολυδούρη από τον Κοσμά Πολίτη ανάμεσα στις άλλες dramatis personae του μυθιστορήματός του Εκάτη, εμπνευστική Μαύρη Περιστέρα της καλής μυθιστορηματικής λογοτεχνίας μας, με εγκιβωτισμένους αυτούσιους ή παραλλαγμένους στίχους της μέσα στις σελίδες του μυθιστορήματος, ως παράλληλο κείμενο, ως διακείμενο. Και το κυριότερο, δείχνει την Πολυδούρη, σωστά, ως national icon, ένα σύμβολο των αγώνων της Ελληνίδας γυναίκας για την χειραφέτηση και ανεξαρτοποίησή της, καθώς και τους δύσκολους και αδιέξοδους πολλές φορές δρόμους από τους οποίους χρειάστηκε να περάσει για τέτοιες κατακτήσεις,  καταγράφοντάς την εντέλει ως σημαντική μορφή της πρόσφατης κοινωνικής μας ιστορίας.
Στα κεφάλαια καθαρής κριτικής κειμένων πέρα απ’ τις ιστορικές πληροφορίες, η μαστοριά κι η διεισδυτικότητα της Χριστίνας Ντουνιά μας είναι πλέον γνωστή και από την μελέτη της για τον Καρυωτάκη. Με αντικειμενικότητα, μεθοδικότητα, ευρεία οπτική και αντιδογματικές εκτιμήσεις συνθέτει ένα πολυδιάστατο πορτραίτο του ποιητικού ύφους της Πολυδούρη, της υπαρξιακής ψυχανάλυσης του ύφους της. Διότι, εφ’ όσον η ιδιοτυπία ενός έργου ανάγεται στο ύφος του συγγραφέα, και από το ύφος αποκαλύπτονται οι βαθύτερες πτυχές της πνευματικής αλλά και της ψυχικής του οντότητας μέσα στην οποία περικλείνονται και η συμπεριφορά του και η κοσμοθεωρία του, το ύφος του συγγραφέα είναι αυτό μόνο που εντέλει ξεκλειδώνει το μυστήριο.
Διαλύοντας τις παρεξηγήσεις για τις δήθεν «αισθητικές ατέλειες» της ποιήσεώς της, την τοποθετεί ευθέως στο μεταίχμιο παράδοσης και ποιητικού μοντερνισμού. Ξεπερνώντας την διχαστική πρόταση της παλιάς κριτικής για φιλελεύθερη προσωπικότητα και αισθηματολογική γραφή τύπου Ρομάντσου και Μπουκέτου, ανιχνεύει επιτυχέστατα τα διανοητικά στοιχεία, κάτω από την εσκεμμένα αντιδιανοητική στιχουργία της, παντρεμένα ωστόσο με το πανούργο και παράξενα ευφυές γυναικείο της ένστικτο, στο έξοχο κεφάλαιό της «Μια διανοούμενη που την κυβερνάει το ένστικτο», αλλά και σ’ όσα μας λέει για ολόκληρο το πλατωνικό φιλοσοφικό της υπόβαθρο και τον λόγο της Διοτίμας. Αξιοποιεί την παλιά κριτική πρόταση του Χονδρογιάννη για την όντως μακρινή σχέση της Πολυδούρη με τον Σολωμό, εμφανή σ’ όλους στα τρυφερά, κοριτσίστικά της νανουρίσματα, ή λόγω του απολύτου ερωτός της «για την εικόνα ενός νεκρού», κοντά στον Κρητικό. Επεκτείνει την σχέση της ως και μέχρι τον Κάλβο του «ανοικτού στόματος του μνήματος»  με τον οποίο μακρυνά συνδέει την ενότητα των άτιτλων ποιημάτων που συγκροτούν την Ηχώ στο Χάος, μια θρηνητική μονωδία, ωδή θανάτου.  Ξαφνιάζει ευχάριστα με την, χωρίς ίχνος δημαγωγίας, χρήση αυτών των δύο μεγάλων μας ποιητών του 19ου αιώνα συσχετίζοντας με τρόπο γόνιμο, κι όχι υπερβάλλοντας για την Πολυδούρη, αλλά απλώς για να μας αποδείξει την ποιήτρια ως δομικό στοιχείο της νεοελληνικής λύρας και όχι συγκυριακό, εξού και η αντοχή της στο χρόνο. Γιατί αντιπερνώντας έξυπνα η Χριστίνα Ντουνιά – και αυτή είναι εντέλει η μεγάλη επιτυχία της κριτικής διάγνωσής της –, την σχέση της Πολυδούρη με τον εθνικό μας Σολωμό, με τη φύση, το δημοτικό τραγούδι και την λυρική εικονοποιία, μας την παραδίδει εντέλει όπως την γνωρίσαμε και την αγαπήσαμε στα νεανικά μας χρόνια: μια σκεπτικίστρια, λίγο ντεκαντάντ δραματική φωνή, μια ποιήτρια της πόλης και του χρόνου, του χρόνου που, όπως η Ντουνιά χαρακτηριστικά γράφει «απ’ όσα λείπουν στην ποίηση της Πολυδούρη (οικογένεια, σπίτι, υγεία, χρήματα ), σημαντικότερο για την ποίησή της είναι ο χρόνος, αφού πρέπει να προλάβει να πει τα λιγοστά της λόγια πριν η ψυχή της κάνει πανιά». Πάνω στην έλλειψη του Χρόνου λοιπόν, δούλεψε η Μαρία, μέσα σ’ αυτό το ανέλπιδο, inderterminate present time, το αόριστο παρόν, για το οποίο σας μίλησα και στην αρχή, και το οποίο πιο παθιασμένα απ’ όλους τους άλλους ποιητές της εποχής της, η Πολυδούρη δεν το κρατάει αποκλειστικά στα στενά θεματολογικά του πλαίσια, αλλά στην Ηχώ στο Χάος της κυρίως, το μετατρέπει σε εσωτερικό μονόλογο προαναγγέλλοντα το «καινούργιο» στην τέχνη, σε τάιμινγκ, σε ρυθμό, σε ύφος, σε ενότητα, σε φόρμα εντέλει ολόκληρης της ώριμης ποίησώς της:

                                       Τίποτα εδώ δε με πλανεύει.
                                       Τίποτα εκεί δε μ’ οδηγάει.
                                       Η σκέψη μου όλο και στενεύει,
                                       ενώ η καρδιά μου όλο λυγάει.


                                                             TAKHΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ
                                   
                                                         




 * ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ


 Ο Δημήτρης (Τάκης) Σπετσιώτης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου και γύρισε τις ταινίες "Στην αναπαυτική μεριά" (1981), "Μετέωρο και Σκιά" (1985 - Α΄ Κρατικό Βραβείο Καλύτερης Ταινίας, κυκλοφορεί και σε DVD από την MKS VIDEO στις ΗΠΑ), "Εις το φως της ημέρας" (1986) και "Κοράκια" (1991). Σκηνοθέτησε επίσης για το θέατρο το έργο "Ψυχολογία Συριανού συζύγου" του Εμμ. Ροΐδη, Θέατρο "Χυτήριο", 1999-2001.
Παράλληλα με τη σκηνοθεσία ασχολείται με τη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας και τη δοκιμιογραφία, γράφοντας διάφορες κριτικές μελέτες, μερικές από οποίες συγκέντρωσε και κυκλοφόρησε σε δυο τόμους, "Στον Κώστα Ταχτσή, αντί στεφάνου" ("Λογοτεχνικό χρονικό", 1996) και "Χαίρε Ναπολέων" (δοκίμιο για την τέχνη του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, εκδόσεις Άγρα, με έργα του Άγγελου Παπαδημητρίου, 1999). 

  ** Το κείμενο διαβάστηκε ως παρουσίαση στην καινούργια έκδοση των ''Ποιημάτων'' της Πολυδούρη, σε επιμέλεια και επίμετρο Χριστίνας Ντουνιά, στο βιβλιοπωλείο ''Πλειάδες'' τον Ιούνιο του 2014.Δημοσιεύτηκε στο ''The books' journal '' τ. 47, Σεπτέμβριος 2014

                                                       
 *** ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΝΤΟΥΝΙΑ


 Η Χριστίνα Ντουνιά είναι Καθηγήτρια Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πτυχιούχος της  Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών,  έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales(Παρίσι), στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο της Σορβόννης και  στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Δίδαξε στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελλών,  και στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. 

Βιβλία της: Λογοτεχνία και Πολιτική στο Μεσοπόλεμο. Τα περιοδικά της Αριστεράς, Καστανιώτης,1996, Βρέχει σ' αυτό το όνειρο, Διηγήματα, Καστανιώτης, 1998, Κ. Γ. Καρυωτάκης, Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης, Καστανιώτης, 2000. Πέτρος Πικρός: τα όρια και η υπέρβαση του νατουραλισμού, Γαβριηλίδης, 2006. Ντόρας Ρωζέττη, Η ερωμένη της, (φιλολογική επιμέλεια - επίμετρο), Μεταίχμιο, 2005. Επίσης επιμελήθηκε τρία βιβλία του Πέτρου Πικρού, [Χαμένα κορμιά, Σα θα γίνουμε άνθρωποι, Τουμπεκί] στα οποία έγραψε τις εισαγωγές, Άγρα, 2009 και 2010. Το 2000 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου. Bιβλιοκρισίες και μελέτες της για θέματα Νεοελληνικής Φιλολογίας και Ιστορίας των Ιδεών δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες.











Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

ΓΙΑΤΡΟΣ ΑΠΑΥΔΗΜΟΣ



του Τάκη Σπετσιώτη*




Ελάχιστα εκδηλωτικός ο επί δεκαοχτώ χρόνια γιατρός μου, μόνο για πολιτικές συζητήσεις δεν προσφερότανε ανέκαθεν. Περιόρισα το χιούμορ και τις χαριτωμενιές μου κι εγώ. Ας πούμε, όταν είδε σήμερα ότι για το προγραμματισμένο ραντεβού μας των 12.30 μμ δεν είχαν κατεβάσει τον φάκελλο με το ιστορικό μου '' γιατί ήταν ογκώδης και βαρύς'', όπως είπε, πήρα ένα μοιραίο ύφος πετάγοντας ένα : '' Βαρύ ποινικό μητρώο, βλέπετε...''. Και μόνο όταν επανέλαβε, υπομειδιώντας, την ατάκα μου, πήρα λιγάκι παραπάνω θάρρος κι είπα περισπούδαστα: ''Θα τον χρησιμοποιήσω στην συγγραφή της αυτοβιογραφίας μου που αρχίζει αμέσως μετά τις εκλογές. Σήμερα το πρωί βρήκα τον τίτλο… ''Ποιος είναι ο τίτλος;'' χαμογέλασε. ''Δεν μπορώ να σας τον πω, μήπως τον μαρτυρήσετε πουθενά'', απάντησα. Οι εξετάσεις ήταν καλές. Ο γιατρός με διαβεβαίωσε ότι ασφαλώς θα προλάβω να συγγράψω ένα τέτοιο πολύτομο και απαιτητικό σύγγραμμα όπως η ''Αυτοβιογραφία''. Δεν υπάρχει λόγος, προς το παρόν, να ανησυχώ. Μετά - κι ενώ μούδινε το καθιερωμένο του, επί δεκαοχτώ χρόνια, σημείωμα για το επόμενο ραντεβού-, δεν ξέρω πώς, αλλά η συζήτηση κύλησε στα πολιτικά. Ανέκαθεν ανένταχτος και μετριοπαθής πολιτικά, ανήκοντας απλώς στον διευρυμένο ''προοδευτικό'' χώρο (έτοιμος αφανάτιστα να επικροτήσω το καλό και να στηλιτεύσω το κακό απ' όπου κι αν προέρχονται) αποφεύγω να φανατίζομαι παραμονές εκλογών, να διαπληκτίζομαι, να έρχομαι ως και στα χέρια, ιδίως επί των ημερών μας με την κοινή απογοήτευση του κόσμου απ' όλες τις πολιτικές και τα φθαρμένα πια κόμματα. Πόσο μάλλον όταν προέχει το εγχείρημα της συγγραφής της ''Αυτοβιογραφίας'' ως υψίστης πολιτικής πράξης, παρά της κάλπης. Εμφάνισα μιαν απροθυμία ,ως ετεροδημότης, να μετακινηθώ για να ψηφίσω, ιδίως με κακό καιρό, δεν οδηγώ, το ταξί κοστίζει, η ηλικιωμένη μητέρα μου κι εγώ προσέχουμε τις μετακινήσεις με το κρύο, τους κλειστούς χώρους με τους ιούς όταν σέρνονται επιδημίες κλπ κλπ.. άσε που για κανέναν δεν είμαι εντελώς σίγουρος πια πολιτικά- όλ' αυτά έθιξα λοιπόν μπρος στον γιατρό τόσο όσο να μην γίνουν εκλογική γκρίνια. Κι ούτε που το περίμενα ότι ο επί δεκαοχτώ χρόνια εγκρατής γιατρός μου θα ξεσπάθωνε έτσι, μη αποδεχόμενος την, κατά κάποιο τρόπο, κολακευτική προς τις συνήθειές του μετριοπάθειά μου: '' Ναι, αλλά δεν πάει άλλο πια κι αυτή η κατάσταση, βρε Τάκη...'', μου είπε. Κι αυτό είν' ένα ακόμη κείμενο που μού θύμισε, μόλις, το φεισμπουκ ότι τόχα αναρτήσει πέρσι τέτοια μέρα, δίστασα προς στιγμήν, ''Τί στο καλό, τώρα δεν έχουμε εθνικές εκλογές'' είπα μέσα μου, αλλά εκτιμώντας ότι μια απ' τις ''αρετές'' μας ως έθνους είναι να βρισκόμαστε πάντα σε μια τεταμένη, ως επί το πλείστον, ατμόσφαιρα προεκλογική, το αντέγραψα ηλεκτρονικώς και το ξαναδημοσιεύω για φίλους που δεν το διάβασαν πέρσι, σήμερα, που, με τους πόνους στη μέση μου, μόνο για κείμενα στο φεισμπουκ και για ''Αυτοβιογραφίες'' δεν είμαι.


ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ


* Ο Τάκης Σπετσιώτης είναι σκηνοθέτης και συγγραφέας.


Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

ΚΑΒΑΦΗΣ 1968 -2014 – Το Πρόσωπο και το Εμπόδιο

γράφει ο Τάκης Σπετσιώτης *   


Κωνσταντίνος Καβάφης
πηγή φωτο: https://logotejnikimetafrasi.wordpress.com/




                                        «Η πιο απαρατήρητές μου πράξεις
                                                      και τα γραψίματά μου τα πιο σκεπασμένα –
                                       από εκεί μονάχα θα με νιώσουν.»





                                                     
1. Η Προπαίδεια και η Δράση**


Η μοναδική έκδοση των 154 ποιημάτων του Καβάφη που είχα μέχρι πέρσι στη βιβλιοθήκη μου (πιο κάτω θα διηγηθώ γιατί), η κλασσική, με τα δύο του βιβλία ενσωματωμένα σ ’έναν πανόδετο τόμο, εξώφυλλο την προσωπογραφία του ποιητή από τον χαράκτη Κεφαλληνό, και σε επιμέλεια του Σαββίδη, ανακαλύπτω ότι στην τελευταία της σελίδα φέρει αναγραμμένο με στυλό – με τον παιδικό μου γραφικό χαρακτήρα –, το όνομά μου και την ημερομηνία 23 Απριλίου 1968. Από τότε θα πρέπει ν’ αρχίζω να σιγοδιαβάζω την ποίηση του Αλεξανδρινού. 
΄Ένα άλλο καβαφικό κειμήλιο που φέρω από κείνη την μακρινή εποχή είναι το αφιέρωμα του περιοδικού «Νέα Εστία» στα 1963 για τα 100 χρόνια από την γέννηση του ποιητή, με την ίδια χαλκογραφία του Κεφαλληνού στο εξώφυλλο. Μέσα ήταν εγκιβωτισμένο και το τεύχος της ‘Νέας Εστίας’ του 1933, αμέσως μετά τον θάνατο του ποιητή - 250 σελίδες και πλέον. Αυτές οι δύο εκδόσεις είναι οι πρώτες μου επαφές με το έργο του Καβάφη αλλά και με την Εικόνα του προς τα έξω. Εντυπωσιακή ήταν η απουσία φωτογραφιών του ποιητή από κείνο το διπλό τεύχος. Δύο μόνον από την σχετικά νεανική του ηλικία, και μία λίγο πριν το τέλος της ζωής του-, ο Καβάφης δεν αγαπούσε να φωτογραφίζεται, έγραφαν, κι «όταν δεχόταν στο σπίτι του έναν επισκέπτη», όπως μαρτυρούσε ο Ουράνης, «τον τοποθετούσε κοντά σε μιαν αναμμένη λάμπα, ενώ αυτός καθόταν σε μια πολυθρόνα βυθισμένη στο σκοτάδι.» 
Χαρακτηριστική ήταν επίσης κι η απουσία βιογραφικών πληροφοριών. Δυο- τρεις ξερές, κατάξερες γραμμές μόνον, όσες έδινε ο ίδιος: «Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το Υπουργείον των Δημοσίων ΄Εργων της Αιγύπτου.» Κι όσο για συνεντεύξεις του; Ούτε μία.΄Ηταν φανερή η βούληση του ποιητή αλλά και των μελετητών του στην στροφή της προσοχής των αναγνωστών προς ό,τι έγραψε, και όχι προς ό,τι βίωσε. Σε βαθμό που όταν, φυσικά, ως φιλοπερίεργος έφηβος, πληροφορήθηκα ότι μπορούσα να αντλήσω κάποιες βιογραφικές πληροφορίες για κείνον, πέφτοντας σε μιαν αφελή, κακόγουστη μυθιστορηματική βιογραφία, -του Περάνθη ήταν; - με τίτλο «Ο Αμαρτωλός», - άκου «‘Ο Αμαρτωλός» για τον διανοητικό και σκεπτικιστή Αλεξανδρινό! - απογοητεύτηκα τόσο που από τότε κιόλας την πέταξα στα σκουπίδια. Μ’ άρεσε δεν μ’ άρεσε η αποστασιοποιημένη σχεδόν απρόσωπη ποίησή του έπρεπε σ’ αυτήν να επικεντρωθώ και για όλες τις πληροφορίες της ζωής του επιπλέον, και ν’ αφήσω ήσυχο τον ποιητή «στην πολυθρόνα του, την βυθισμένη στο σκοτάδι


Ναπολέων Λαπαθιώτης
πηγή φωτο: http://www.oanagnostis.gr/ναπολέων-λαπαθιώτης-ανέκδοτα-ποιήμα/


Την ίδια περίπου εποχή -1968- ήρθα σ’ επαφή και με δύο άλλα  βιβλία. Τα «Ποιήματα» του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη στην Έκδοση του Φέξη, 1964, με την θρυλική εισαγωγή του Δικταίου την επικεντρωμένη σχεδόν αποκλειστικά σε λεπτομέρειες της ζωής του ποιητή και του αθηναϊκού κοινωνικού περίγυρου της εποχής του, παρά στους στίχους του, αλλά και την επανέκδοση μιας underground νουβέλας του 1927 «Κουρασμένος απ’ τον έρωτα», όπου ο συνοδοιπόρος του ΛαπαθιώτηΓιώργος Τσουκαλάς, περιέγραφε την νυχτερινή ζωή του Αθηναίου δανδή στο Ζάππειο και τον Πειραιά, τους ομοφυλόφιλους και τη ζωή των τεκέδων που είχαν γίνει μύθος και σκάνδαλο τα χρόνια του Μεσοπολέμου, ένας μύθος που διατηρείτο σε κάποιους κύκλους ακόμη αναλλοίωτος. Με αφορμή τις δύο παραπάνω εκδόσεις, κάποια λογοτεχνικά αλλά και λαϊκά περιοδικά έκαναν εντωμεταξύ αφιερώματα στον ουαιλδικό Αθηναίο, δημοσίευαν γοητευτικές νεανικές του φωτογραφίες, ήμουν μπροστά σ’ ένα εγχώριο «έργο τέχνης», παρόμοιο με αυτό του Ουάιλντ που, έστω και αν δεν γνώριζε κανείς το έργο του, το γεγονός και μόνο ότι είχε πάει στην φυλακή για χάρη του έρωτά του προς τον ΄Αλφρεντ Ντάγκλας τον μετέτρεπε σε ζωντανό γλυπτό, όπως ισχυρίζονταν και οι σύγχρονοι εικαστικοί και ποιητές Gilbert and George. ΄Έτσι κι ο Λαπαθιώτης, με την έγκαιρα δηλωμένη δημοσίως ομοφυλοφιλία του, σαν άσωτος ήρωας καβαφικού ποιήματος (σε εποχή που ο Καβάφης κυκλοφορούσε τα λίγα προσωπικά του ποιήματα κρυφά), με τα ναρκωτικά, την νυχτόβια ζωή του και τις, κόντρα στην τάξη του, κομμουνιστικές του πεποιθήσεις, ήταν αναντίρρητα ένα από τα λίγα dramatis personae της λογοτεχνίας αλλά και της σχετικά πρόσφατης κοινωνικής μας ιστορίας και στα πραγματικά ντοκουμέντα της ζωής του βασίστηκε το 1985 το ελάχιστα μυθοποιημένο – τουλάχιστον με την έννοια της τυπικής τηλεοπτικής μυθοπλασίας- «Μετέωρο και Σκιά» ‘‘κάτι μισοειδωμένα πρόσωπα ή γραμμές, κάτι αβέβαιες μνήμες’’, ένα πορτραίτο. 



Στο ελληνικό "Μετέωρο και Σκιά" ο περίπατος του ποιητή προχωρεί μέσα στην Ιστορία, καθώς διαφορετικά πολιτικά γεγονότα βαραίνουν πάνω στον ήρωα που επιμένει διεκδικώντας το δικαίωμά του στην διαφορά, την πραγμάτωση και την δημιουργία.

Στο "Μετέωρο και Σκιά" αντηχεί ο μελαγχολικός ρυθμός του περίπατου, αλλά οι ανταμοιβές του θεατή είναι παντού: από τις ραδιούργες ματιές στη νυχτερινή υποκουλτούρα μέχρι τις σπάνιες εικόνες φιλιών που ωριμάζουν με τα χρόνια. THOMAS WAUGH



Εκείνη περίπου την εποχή, γιορτάζονταν και τα 50 χρόνια από τον θάνατο του Καβάφη, άπειρο μελάνι χυνόταν, δεν έδινα τόση σημασία, με κάλυπτε το εξαίσιο δοκίμιο της Γιουρσενάρ «Κριτική παρουσίαση του Κωνσταντίνου Καβάφη», μα  ποιος άλλος μπορούσε να έχει εμπράκτως εγκυρότερο λόγο πάνω στον ποιητή αυτόν από την πιο άξια μαθήτρια και συνεχίστρια του έργου του, με το σπουδαίο της «Αδριανού απομνημονεύματα», που ήταν ό,τι θα μπορούσε να είχε κάνει κι ο ίδιος ο Καβάφης «αν δεν ήταν αργά», όπως συνήθιζε να λέει ο ποιητής, συνεχίζοντας: «Αισθάνομαι μέσα μου 125 φωνές να με λέγουν ότι θα μπορούσα να γράψω ιστορίαν.» Αλλά, παράλληλα, είχε σχετικά πρόσφατα έρθει στο φως και το μοναδικό ανέκδοτο διήγημα που’χε γράψει στα 1896, το «Εις το φως της ημέρας» κι έτριψα τα χέρια μου από χαρά όταν το αποδέχτηκε η ΕΡΤ1 ως πρότασή μου για τηλεταινία. 


Ηθοποιοί: Γιώργος Κέντρος,Μιχάλης Κοπιδάκης,Γιώργος Χαραλαμπίδης

Ένας αλεξανδρινός νέος στα τέλη του 19ου αιώνα βλέπει ένα φάντασμα στον ύπνο του και εντελώς ξαφνικά το συναντά και στο φως της ημέρας.

΄Ήταν ευκαιρία να κάνω κάτι και για τον ποιητή αυτόν, πλαγίως, χωρίς να μπλέξω στο επικίνδυνο εγχείρημα μιας πιθανόν προβληματικής, άνισης βιογραφίας του, που θα ήταν ολέθρια ως προς την πολυπλοκότητα που διέθετε ο Καβάφης- ιστορική, πολιτική, φιλοσοφική, ηδονιστική, παραινετική-,  μη αποδίδοντάς την μέσα στα περιορισμένα χρονικά όρια μιας ταινίας, ει μη μόνον με κλισέ, ή που θα ήταν παντελώς αδιάφορη, μιας και ο Kαβάφης ούτε dramatis persona συνιστούσε, η «εξωτερική βιογραφία του», όπως έγραφε η Γιουρσενάρ, «χωρούσε σε λίγες γραμμές, και οι στίχοι του μόνο μας πληροφορούσαν περισσότερο για το τι στάθηκε η ύπαρξη αυτή η φαινομενικά οριοθετημένη από την ρουτίνα...» Αλλά ούτε τους στίχους του ήθελα – προς θεού!- απλοϊκά να εικονογραφήσω, γνωρίζοντας ότι η ποίηση του Καβάφη είναι ποίηση στην καλύτερη έννοια της λέξεως. ΄Έχει δηλαδή – όσο λίγων ποιητών-  το κυριότερο χαρακτηριστικό της αληθινής ποίησης: Είν’αδύνατον να ξαναγραφτεί, ή να αναπαραχθεί μεσ’ από οποιοδήποτε καλλιτεχνικό είδος γραφής αλλιώς, και να πει το ίδιο πράγμα. (Ακόμη και στη λέξη -, άλλο πρωιού κι άλλο πρωινού). Θυμάμαι και τον σκηνοθέτη Σταύρο Τορνέ που αυθόρμητα μούχε πει μια φορά: «Καβάφης και Εικόνα; Μα πώς μπορεί να γίνει; Μόνο κάτι σαν τον ‘’Χίτλερ’’ του Ζύμπερμπεργκ, φαντάζομαι.» ‘‘Εμπόδιο στέκονταν και μεταμόρφωνε τες πράξεις και τον τρόπο της ζωής μου’’, μονολογούσα λοιπόν, γυρίζοντας το «Εις το φως της ημέρας» σε ταινία, μια ιστορία του είδους του φανταστικού, μια περιπέτεια μυστηρίου απ’ αυτές που ήσαν της μόδας στην Ευρώπη στα τέλη του 19ου αιώνα, τοποθετημένη ωστόσο σ’ ελληνικό φως και σε μεσογειακό περιβάλλον, που διέθετε πολλά από τα μυστικά κλειδιά της ποιητικής θεματολογίας του Καβάφη εντός της, και που στοχαζόταν πάνω  στον τρόμο μ’ έναν πιο εσωτερικό τρόπο από αυτόν των γοτθικών παραμυθιών, αντικαθιστώντας την ηδονή της εικόνας των δοντιών του κόμη δράκουλα σε ματωμένους λαιμούς θυμάτων με την ηδονή εικόνων έφεσης για διαλογισμό για τους πάσης φύσεως εσωτερικούς μας τρόμους- οικονομικούς, ερωτικούς, υπαρξιακούς, καλλιτεχνικούς, μεταφυσικούς -, και που στον μύθο ο τρόμος ή το δέος προκαλούνταν μέσα από μικρές, ρεαλιστικές λεπτομέρειες της καθημερινότητας, και από την μορφή ενός μυστήριου, αφηρημένου φαντάσματος το οποίο εμφανιζόταν στον ύπνο αλλά και στο ξύπνιο ενός νεαρού υλιστή ήρωα, κάτω απ’ τον δυνατό ήλιο του μεσογειακού καλοκαιριού, επιβάλλοντάς του –παραινετικά σχεδόν-, να πιστέψει στην ύπαρξη του Υπερφυσικού, στην άλλη όψη της πραγματικότητας.


2. Η Διακεκριμένη Φθορά και η Αναγέννηση.

Τα χρόνια περνούσαν κι άλλο, ο Καβάφης γινόταν όλο και περισσότερο δημοφιλής, οι ίαμβοί του γίνονταν συχνό σημείο αναφοράς, όχι πια στυλάτα, συνωμοτικά όπως τους ανακαλύπταμε στην πρώτη μας νιότη, ως κρυμμένο διακείμενο μέσα στην καλή πεζογραφία μας, στο «Τρίτο στεφάνι» του Ταχτσή λ.χ., όταν λέει η κυρία Εκάβη στην κόρη της πριν πάει να ‘‘απαγάγει’’ τον εγγονό της : «Και μην μ’ αρχίζεις τώρα την φαγούρα πως δεν έχουμε τα μέσα. Εκεί που στήνουμε ένα τσουκάλι για δυο, θα το στήνουμε για τρεις», παρωδώντας τον «Φιλέλληνα» : «Και μην μ’ αρχίζεις τώρα τα πού οι ΄Έλληνες και πού τα Ελληνικά», αλλά πλέον ολοφάνερα, μέσα στα πιο εφήμερα και επίπεδα δημοσιογραφικά άρθρα. Το 2003 μού παράγγειλε ο Κώστας Μαυρουδής ένα άρθρο για το περιοδικό «Το Δέντρο», για τα 70 χρόνια από τον θάνατο του ποιητή, και το 2007, μετά από μια προβολή του «Εις το φως της ημέρας» σ’ ένα βιβλιοπωλείο, αντέδρασα στον Λουκά Θεοδωρακόπουλο που μού ‘πε «Γιατί δεν γράφεις ένα δοκίμιο για τον Καβάφη; Σαν Αλεξανδρινός που γράφει γι’ Αλεξανδρινό;» Πιάνοντας τον υπαινιγμό, « Ο αναγνωρισμένος πλέον Καβάφης δεν χρειάζεται εμένα..», του απάντησα, «τα’χουν πει πολλοί άλλοι καλύτερα από μένα, που ερευνώ τους παραγνωρισμένους, φέρνω έναν αθέατο κόσμο στο φως.», διαφωνώντας με την ιδέα ότι ο Καβάφης – όπως κι ο Προύστ-, θα μπορούσε να ενταχθεί στα στενά πλαίσια της ζωντανής, συχνά πρωτότυπης και σε μεγάλη διεθνή σκηνή εκτεταμένης, ωστόσο κάπως μονομερούς, λόγω του περιορισμένου θεματολογικού της ορίζοντα, queer art. Μπορεί «το χέρι που έγραψε τα ‘Κρυμμένα’ σαν κάπως να έτρεμε», όπως εξαίσια παρατηρεί η Γιουρσενάρ, «το μυστικό και η σιωπή του ποιητή αναφορικά με τους έρωτές του να δοκιμάζονταν ως αβάσταχτο βάρος, καταλήγοντας με την έκφραση της ελπίδας – της πάντοτε αφελούς- σε μια ‘τελειωτέρα  κοινωνία’,  όπου ένας άνθρωπος όπως αυτός θα πράξει ελεύθερα, ωστόσο στο ‘Τα δ’ άλλα εν ΄Αδου τοις κάτω μυθήσομαι’ ο σπαραγμός αυξάνει από το γεγονός ότι η ‘τελειωτέρα κοινωνία’ δεν είναι άλλη από εκείνην των νεκρών. Και ο Ρωμαίος ανθύπατος που μόλις διάβασε αυτό τον ωραίο στίχο από τον ‘Αίαντα’ του Σοφοκλή, συλλογίζεται πως στους νεκρούς μονάχα θα μπορέσει, και αυτός, να εμπιστευτεί τα συγκλονιστικά μυστικά που εφύλαξε σε όλη του τη ζωή, ενώ, με ειρωνικό τρόπο, ένας φιλόσοφος του αποκρίνεται: “Με την προϋπόθεση πως αυτά τα πράγματα τους ενδιαφέρουν ακόμα.”».
Με την σωρεία εκδηλώσεων του 2013, στον εορτασμό του ΄Έτους Καβάφη, έγκωσα, έχοντας μιαν αίσθηση του μπανάλ να περιβάλλει την τόση εκλαΐκευση του ποιητή, και δεν παρακολούθησα σχεδόν καμία. Αλλά η ζωή μού επεφύλαξε κι ένα μικρό θαύμα. ΄Ένα απομεσήμερο του 2014 που περπατούσα στο Μοναστηράκι, έπεσα πάνω στον κλασικό πανόδετο τόμο με τα 154 ποιήματα του ποιητή. Αν και η ε΄ φωτολιθογραφική ανατύπωση, του 1969, η αμέσως επόμενη από αυτήν που είχα από έφηβος, απ’ το 1968, ήταν απίστευτο πόσο καινούργιο έμοιαζε το βιβλίο, σε τι καλή κατάσταση ήταν. «Δύο ευρώ κύριε!», μού φώναξε ένα φτωχό παιδί, ο υπάλληλος του παλαιοπωλείου, βλέποντάς με να το ξεφυλλίζω με λαχτάρα. Πέρα από εικόνες, αφιερώματα, αναρτήσεις ποιημάτων του ως και στα τρόλεϊ, παραστάσεις δεξιά κι αριστερά, ταινίες, δοκίμια, αναμασήματα, ο Καβάφης μού ξαναχαριζόταν άφθαρτος, ακέραιος, καθαρός, προτρέποντάς με να τον ξαναδιαβάσω ακόμη μια φορά, όπως τον πρωτοδιάβασα παιδί. Τού ήμουν ευγνώμων.  


ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ *
               

     

Ο Δημήτρης (Τάκης) Σπετσιώτης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου και γύρισε τις ταινίες "Στην αναπαυτική μεριά" (1981), "Μετέωρο και Σκιά" (1985 - Α΄ Κρατικό Βραβείο Καλύτερης Ταινίας, κυκλοφορεί και σε DVD από την MKS VIDEO στις ΗΠΑ), "Εις το φως της ημέρας" (1986) και "Κοράκια" (1991). Σκηνοθέτησε επίσης για το θέατρο το έργο "Ψυχολογία Συριανού συζύγου" του Εμμ. Ροΐδη, Θέατρο "Χυτήριο", 1999-2001.
Παράλληλα με τη σκηνοθεσία ασχολείται με τη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας και τη δοκιμιογραφία, γράφοντας διάφορες κριτικές μελέτες, μερικές από οποίες συγκέντρωσε και κυκλοφόρησε σε δυο τόμους, "Στον Κώστα Ταχτσή, αντί στεφάνου" ("Λογοτεχνικό χρονικό", 1996) και "Χαίρε Ναπολέων" (δοκίμιο για την τέχνη του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, εκδόσεις Άγρα, με έργα του Άγγελου Παπαδημητρίου, 1999).   


Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2009)Γραμματικός σ' ένα παιδί του δρόμου, Άγρα
(2009)Το άλλο κρεβάτι, Άγρα
(2007)Τριανδρίες και Σία, Άγρα
(2006)Ταχτσής - Δεν ντρέπομαι, Πολύχρωμος Πλανήτης
(2003)Δελτίον ταυτότητος, Άγρα
(1996)Στον Κώστα Ταχτσή αντί στεφάνου, Οδός Πανός
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2011)Ευγενία Χατζίκου: Notebook, Τετράγωνο
(2005)Αντουανέττα Αγγελίδη, Αιγόκερως
(1999)Χαίρε Ναπολέων, Άγρα
Κριτικογραφία
Το Ρομάντσο, οι Δοκιμές και το Σέλινο [Μαρία ΠολυδούρηΡομάντσο και άλλα πεζά], "The Books' Journal", τχ. 56, Ιούνιος 2015

Μαρία, στα τρία [Μαρία ΠολυδούρηΤα ποιήματα], "The Books' Journal", τχ. 47, Σεπτέμβριος 2014



** Εισήγηση του Δημήτρη Σπετσιώτη στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με αφορμή το "Έτος Καβάφη"