Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

ΚΑΒΑΦΗΣ 1968 -2014 – Το Πρόσωπο και το Εμπόδιο

γράφει ο Τάκης Σπετσιώτης *   


Κωνσταντίνος Καβάφης
πηγή φωτο: https://logotejnikimetafrasi.wordpress.com/




                                        «Η πιο απαρατήρητές μου πράξεις
                                                      και τα γραψίματά μου τα πιο σκεπασμένα –
                                       από εκεί μονάχα θα με νιώσουν.»





                                                     
1. Η Προπαίδεια και η Δράση**


Η μοναδική έκδοση των 154 ποιημάτων του Καβάφη που είχα μέχρι πέρσι στη βιβλιοθήκη μου (πιο κάτω θα διηγηθώ γιατί), η κλασσική, με τα δύο του βιβλία ενσωματωμένα σ ’έναν πανόδετο τόμο, εξώφυλλο την προσωπογραφία του ποιητή από τον χαράκτη Κεφαλληνό, και σε επιμέλεια του Σαββίδη, ανακαλύπτω ότι στην τελευταία της σελίδα φέρει αναγραμμένο με στυλό – με τον παιδικό μου γραφικό χαρακτήρα –, το όνομά μου και την ημερομηνία 23 Απριλίου 1968. Από τότε θα πρέπει ν’ αρχίζω να σιγοδιαβάζω την ποίηση του Αλεξανδρινού. 
΄Ένα άλλο καβαφικό κειμήλιο που φέρω από κείνη την μακρινή εποχή είναι το αφιέρωμα του περιοδικού «Νέα Εστία» στα 1963 για τα 100 χρόνια από την γέννηση του ποιητή, με την ίδια χαλκογραφία του Κεφαλληνού στο εξώφυλλο. Μέσα ήταν εγκιβωτισμένο και το τεύχος της ‘Νέας Εστίας’ του 1933, αμέσως μετά τον θάνατο του ποιητή - 250 σελίδες και πλέον. Αυτές οι δύο εκδόσεις είναι οι πρώτες μου επαφές με το έργο του Καβάφη αλλά και με την Εικόνα του προς τα έξω. Εντυπωσιακή ήταν η απουσία φωτογραφιών του ποιητή από κείνο το διπλό τεύχος. Δύο μόνον από την σχετικά νεανική του ηλικία, και μία λίγο πριν το τέλος της ζωής του-, ο Καβάφης δεν αγαπούσε να φωτογραφίζεται, έγραφαν, κι «όταν δεχόταν στο σπίτι του έναν επισκέπτη», όπως μαρτυρούσε ο Ουράνης, «τον τοποθετούσε κοντά σε μιαν αναμμένη λάμπα, ενώ αυτός καθόταν σε μια πολυθρόνα βυθισμένη στο σκοτάδι.» 
Χαρακτηριστική ήταν επίσης κι η απουσία βιογραφικών πληροφοριών. Δυο- τρεις ξερές, κατάξερες γραμμές μόνον, όσες έδινε ο ίδιος: «Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το Υπουργείον των Δημοσίων ΄Εργων της Αιγύπτου.» Κι όσο για συνεντεύξεις του; Ούτε μία.΄Ηταν φανερή η βούληση του ποιητή αλλά και των μελετητών του στην στροφή της προσοχής των αναγνωστών προς ό,τι έγραψε, και όχι προς ό,τι βίωσε. Σε βαθμό που όταν, φυσικά, ως φιλοπερίεργος έφηβος, πληροφορήθηκα ότι μπορούσα να αντλήσω κάποιες βιογραφικές πληροφορίες για κείνον, πέφτοντας σε μιαν αφελή, κακόγουστη μυθιστορηματική βιογραφία, -του Περάνθη ήταν; - με τίτλο «Ο Αμαρτωλός», - άκου «‘Ο Αμαρτωλός» για τον διανοητικό και σκεπτικιστή Αλεξανδρινό! - απογοητεύτηκα τόσο που από τότε κιόλας την πέταξα στα σκουπίδια. Μ’ άρεσε δεν μ’ άρεσε η αποστασιοποιημένη σχεδόν απρόσωπη ποίησή του έπρεπε σ’ αυτήν να επικεντρωθώ και για όλες τις πληροφορίες της ζωής του επιπλέον, και ν’ αφήσω ήσυχο τον ποιητή «στην πολυθρόνα του, την βυθισμένη στο σκοτάδι


Ναπολέων Λαπαθιώτης
πηγή φωτο: http://www.oanagnostis.gr/ναπολέων-λαπαθιώτης-ανέκδοτα-ποιήμα/


Την ίδια περίπου εποχή -1968- ήρθα σ’ επαφή και με δύο άλλα  βιβλία. Τα «Ποιήματα» του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη στην Έκδοση του Φέξη, 1964, με την θρυλική εισαγωγή του Δικταίου την επικεντρωμένη σχεδόν αποκλειστικά σε λεπτομέρειες της ζωής του ποιητή και του αθηναϊκού κοινωνικού περίγυρου της εποχής του, παρά στους στίχους του, αλλά και την επανέκδοση μιας underground νουβέλας του 1927 «Κουρασμένος απ’ τον έρωτα», όπου ο συνοδοιπόρος του ΛαπαθιώτηΓιώργος Τσουκαλάς, περιέγραφε την νυχτερινή ζωή του Αθηναίου δανδή στο Ζάππειο και τον Πειραιά, τους ομοφυλόφιλους και τη ζωή των τεκέδων που είχαν γίνει μύθος και σκάνδαλο τα χρόνια του Μεσοπολέμου, ένας μύθος που διατηρείτο σε κάποιους κύκλους ακόμη αναλλοίωτος. Με αφορμή τις δύο παραπάνω εκδόσεις, κάποια λογοτεχνικά αλλά και λαϊκά περιοδικά έκαναν εντωμεταξύ αφιερώματα στον ουαιλδικό Αθηναίο, δημοσίευαν γοητευτικές νεανικές του φωτογραφίες, ήμουν μπροστά σ’ ένα εγχώριο «έργο τέχνης», παρόμοιο με αυτό του Ουάιλντ που, έστω και αν δεν γνώριζε κανείς το έργο του, το γεγονός και μόνο ότι είχε πάει στην φυλακή για χάρη του έρωτά του προς τον ΄Αλφρεντ Ντάγκλας τον μετέτρεπε σε ζωντανό γλυπτό, όπως ισχυρίζονταν και οι σύγχρονοι εικαστικοί και ποιητές Gilbert and George. ΄Έτσι κι ο Λαπαθιώτης, με την έγκαιρα δηλωμένη δημοσίως ομοφυλοφιλία του, σαν άσωτος ήρωας καβαφικού ποιήματος (σε εποχή που ο Καβάφης κυκλοφορούσε τα λίγα προσωπικά του ποιήματα κρυφά), με τα ναρκωτικά, την νυχτόβια ζωή του και τις, κόντρα στην τάξη του, κομμουνιστικές του πεποιθήσεις, ήταν αναντίρρητα ένα από τα λίγα dramatis personae της λογοτεχνίας αλλά και της σχετικά πρόσφατης κοινωνικής μας ιστορίας και στα πραγματικά ντοκουμέντα της ζωής του βασίστηκε το 1985 το ελάχιστα μυθοποιημένο – τουλάχιστον με την έννοια της τυπικής τηλεοπτικής μυθοπλασίας- «Μετέωρο και Σκιά» ‘‘κάτι μισοειδωμένα πρόσωπα ή γραμμές, κάτι αβέβαιες μνήμες’’, ένα πορτραίτο. 



Στο ελληνικό "Μετέωρο και Σκιά" ο περίπατος του ποιητή προχωρεί μέσα στην Ιστορία, καθώς διαφορετικά πολιτικά γεγονότα βαραίνουν πάνω στον ήρωα που επιμένει διεκδικώντας το δικαίωμά του στην διαφορά, την πραγμάτωση και την δημιουργία.

Στο "Μετέωρο και Σκιά" αντηχεί ο μελαγχολικός ρυθμός του περίπατου, αλλά οι ανταμοιβές του θεατή είναι παντού: από τις ραδιούργες ματιές στη νυχτερινή υποκουλτούρα μέχρι τις σπάνιες εικόνες φιλιών που ωριμάζουν με τα χρόνια. THOMAS WAUGH



Εκείνη περίπου την εποχή, γιορτάζονταν και τα 50 χρόνια από τον θάνατο του Καβάφη, άπειρο μελάνι χυνόταν, δεν έδινα τόση σημασία, με κάλυπτε το εξαίσιο δοκίμιο της Γιουρσενάρ «Κριτική παρουσίαση του Κωνσταντίνου Καβάφη», μα  ποιος άλλος μπορούσε να έχει εμπράκτως εγκυρότερο λόγο πάνω στον ποιητή αυτόν από την πιο άξια μαθήτρια και συνεχίστρια του έργου του, με το σπουδαίο της «Αδριανού απομνημονεύματα», που ήταν ό,τι θα μπορούσε να είχε κάνει κι ο ίδιος ο Καβάφης «αν δεν ήταν αργά», όπως συνήθιζε να λέει ο ποιητής, συνεχίζοντας: «Αισθάνομαι μέσα μου 125 φωνές να με λέγουν ότι θα μπορούσα να γράψω ιστορίαν.» Αλλά, παράλληλα, είχε σχετικά πρόσφατα έρθει στο φως και το μοναδικό ανέκδοτο διήγημα που’χε γράψει στα 1896, το «Εις το φως της ημέρας» κι έτριψα τα χέρια μου από χαρά όταν το αποδέχτηκε η ΕΡΤ1 ως πρότασή μου για τηλεταινία. 


Ηθοποιοί: Γιώργος Κέντρος,Μιχάλης Κοπιδάκης,Γιώργος Χαραλαμπίδης

Ένας αλεξανδρινός νέος στα τέλη του 19ου αιώνα βλέπει ένα φάντασμα στον ύπνο του και εντελώς ξαφνικά το συναντά και στο φως της ημέρας.

΄Ήταν ευκαιρία να κάνω κάτι και για τον ποιητή αυτόν, πλαγίως, χωρίς να μπλέξω στο επικίνδυνο εγχείρημα μιας πιθανόν προβληματικής, άνισης βιογραφίας του, που θα ήταν ολέθρια ως προς την πολυπλοκότητα που διέθετε ο Καβάφης- ιστορική, πολιτική, φιλοσοφική, ηδονιστική, παραινετική-,  μη αποδίδοντάς την μέσα στα περιορισμένα χρονικά όρια μιας ταινίας, ει μη μόνον με κλισέ, ή που θα ήταν παντελώς αδιάφορη, μιας και ο Kαβάφης ούτε dramatis persona συνιστούσε, η «εξωτερική βιογραφία του», όπως έγραφε η Γιουρσενάρ, «χωρούσε σε λίγες γραμμές, και οι στίχοι του μόνο μας πληροφορούσαν περισσότερο για το τι στάθηκε η ύπαρξη αυτή η φαινομενικά οριοθετημένη από την ρουτίνα...» Αλλά ούτε τους στίχους του ήθελα – προς θεού!- απλοϊκά να εικονογραφήσω, γνωρίζοντας ότι η ποίηση του Καβάφη είναι ποίηση στην καλύτερη έννοια της λέξεως. ΄Έχει δηλαδή – όσο λίγων ποιητών-  το κυριότερο χαρακτηριστικό της αληθινής ποίησης: Είν’αδύνατον να ξαναγραφτεί, ή να αναπαραχθεί μεσ’ από οποιοδήποτε καλλιτεχνικό είδος γραφής αλλιώς, και να πει το ίδιο πράγμα. (Ακόμη και στη λέξη -, άλλο πρωιού κι άλλο πρωινού). Θυμάμαι και τον σκηνοθέτη Σταύρο Τορνέ που αυθόρμητα μούχε πει μια φορά: «Καβάφης και Εικόνα; Μα πώς μπορεί να γίνει; Μόνο κάτι σαν τον ‘’Χίτλερ’’ του Ζύμπερμπεργκ, φαντάζομαι.» ‘‘Εμπόδιο στέκονταν και μεταμόρφωνε τες πράξεις και τον τρόπο της ζωής μου’’, μονολογούσα λοιπόν, γυρίζοντας το «Εις το φως της ημέρας» σε ταινία, μια ιστορία του είδους του φανταστικού, μια περιπέτεια μυστηρίου απ’ αυτές που ήσαν της μόδας στην Ευρώπη στα τέλη του 19ου αιώνα, τοποθετημένη ωστόσο σ’ ελληνικό φως και σε μεσογειακό περιβάλλον, που διέθετε πολλά από τα μυστικά κλειδιά της ποιητικής θεματολογίας του Καβάφη εντός της, και που στοχαζόταν πάνω  στον τρόμο μ’ έναν πιο εσωτερικό τρόπο από αυτόν των γοτθικών παραμυθιών, αντικαθιστώντας την ηδονή της εικόνας των δοντιών του κόμη δράκουλα σε ματωμένους λαιμούς θυμάτων με την ηδονή εικόνων έφεσης για διαλογισμό για τους πάσης φύσεως εσωτερικούς μας τρόμους- οικονομικούς, ερωτικούς, υπαρξιακούς, καλλιτεχνικούς, μεταφυσικούς -, και που στον μύθο ο τρόμος ή το δέος προκαλούνταν μέσα από μικρές, ρεαλιστικές λεπτομέρειες της καθημερινότητας, και από την μορφή ενός μυστήριου, αφηρημένου φαντάσματος το οποίο εμφανιζόταν στον ύπνο αλλά και στο ξύπνιο ενός νεαρού υλιστή ήρωα, κάτω απ’ τον δυνατό ήλιο του μεσογειακού καλοκαιριού, επιβάλλοντάς του –παραινετικά σχεδόν-, να πιστέψει στην ύπαρξη του Υπερφυσικού, στην άλλη όψη της πραγματικότητας.


2. Η Διακεκριμένη Φθορά και η Αναγέννηση.

Τα χρόνια περνούσαν κι άλλο, ο Καβάφης γινόταν όλο και περισσότερο δημοφιλής, οι ίαμβοί του γίνονταν συχνό σημείο αναφοράς, όχι πια στυλάτα, συνωμοτικά όπως τους ανακαλύπταμε στην πρώτη μας νιότη, ως κρυμμένο διακείμενο μέσα στην καλή πεζογραφία μας, στο «Τρίτο στεφάνι» του Ταχτσή λ.χ., όταν λέει η κυρία Εκάβη στην κόρη της πριν πάει να ‘‘απαγάγει’’ τον εγγονό της : «Και μην μ’ αρχίζεις τώρα την φαγούρα πως δεν έχουμε τα μέσα. Εκεί που στήνουμε ένα τσουκάλι για δυο, θα το στήνουμε για τρεις», παρωδώντας τον «Φιλέλληνα» : «Και μην μ’ αρχίζεις τώρα τα πού οι ΄Έλληνες και πού τα Ελληνικά», αλλά πλέον ολοφάνερα, μέσα στα πιο εφήμερα και επίπεδα δημοσιογραφικά άρθρα. Το 2003 μού παράγγειλε ο Κώστας Μαυρουδής ένα άρθρο για το περιοδικό «Το Δέντρο», για τα 70 χρόνια από τον θάνατο του ποιητή, και το 2007, μετά από μια προβολή του «Εις το φως της ημέρας» σ’ ένα βιβλιοπωλείο, αντέδρασα στον Λουκά Θεοδωρακόπουλο που μού ‘πε «Γιατί δεν γράφεις ένα δοκίμιο για τον Καβάφη; Σαν Αλεξανδρινός που γράφει γι’ Αλεξανδρινό;» Πιάνοντας τον υπαινιγμό, « Ο αναγνωρισμένος πλέον Καβάφης δεν χρειάζεται εμένα..», του απάντησα, «τα’χουν πει πολλοί άλλοι καλύτερα από μένα, που ερευνώ τους παραγνωρισμένους, φέρνω έναν αθέατο κόσμο στο φως.», διαφωνώντας με την ιδέα ότι ο Καβάφης – όπως κι ο Προύστ-, θα μπορούσε να ενταχθεί στα στενά πλαίσια της ζωντανής, συχνά πρωτότυπης και σε μεγάλη διεθνή σκηνή εκτεταμένης, ωστόσο κάπως μονομερούς, λόγω του περιορισμένου θεματολογικού της ορίζοντα, queer art. Μπορεί «το χέρι που έγραψε τα ‘Κρυμμένα’ σαν κάπως να έτρεμε», όπως εξαίσια παρατηρεί η Γιουρσενάρ, «το μυστικό και η σιωπή του ποιητή αναφορικά με τους έρωτές του να δοκιμάζονταν ως αβάσταχτο βάρος, καταλήγοντας με την έκφραση της ελπίδας – της πάντοτε αφελούς- σε μια ‘τελειωτέρα  κοινωνία’,  όπου ένας άνθρωπος όπως αυτός θα πράξει ελεύθερα, ωστόσο στο ‘Τα δ’ άλλα εν ΄Αδου τοις κάτω μυθήσομαι’ ο σπαραγμός αυξάνει από το γεγονός ότι η ‘τελειωτέρα κοινωνία’ δεν είναι άλλη από εκείνην των νεκρών. Και ο Ρωμαίος ανθύπατος που μόλις διάβασε αυτό τον ωραίο στίχο από τον ‘Αίαντα’ του Σοφοκλή, συλλογίζεται πως στους νεκρούς μονάχα θα μπορέσει, και αυτός, να εμπιστευτεί τα συγκλονιστικά μυστικά που εφύλαξε σε όλη του τη ζωή, ενώ, με ειρωνικό τρόπο, ένας φιλόσοφος του αποκρίνεται: “Με την προϋπόθεση πως αυτά τα πράγματα τους ενδιαφέρουν ακόμα.”».
Με την σωρεία εκδηλώσεων του 2013, στον εορτασμό του ΄Έτους Καβάφη, έγκωσα, έχοντας μιαν αίσθηση του μπανάλ να περιβάλλει την τόση εκλαΐκευση του ποιητή, και δεν παρακολούθησα σχεδόν καμία. Αλλά η ζωή μού επεφύλαξε κι ένα μικρό θαύμα. ΄Ένα απομεσήμερο του 2014 που περπατούσα στο Μοναστηράκι, έπεσα πάνω στον κλασικό πανόδετο τόμο με τα 154 ποιήματα του ποιητή. Αν και η ε΄ φωτολιθογραφική ανατύπωση, του 1969, η αμέσως επόμενη από αυτήν που είχα από έφηβος, απ’ το 1968, ήταν απίστευτο πόσο καινούργιο έμοιαζε το βιβλίο, σε τι καλή κατάσταση ήταν. «Δύο ευρώ κύριε!», μού φώναξε ένα φτωχό παιδί, ο υπάλληλος του παλαιοπωλείου, βλέποντάς με να το ξεφυλλίζω με λαχτάρα. Πέρα από εικόνες, αφιερώματα, αναρτήσεις ποιημάτων του ως και στα τρόλεϊ, παραστάσεις δεξιά κι αριστερά, ταινίες, δοκίμια, αναμασήματα, ο Καβάφης μού ξαναχαριζόταν άφθαρτος, ακέραιος, καθαρός, προτρέποντάς με να τον ξαναδιαβάσω ακόμη μια φορά, όπως τον πρωτοδιάβασα παιδί. Τού ήμουν ευγνώμων.  


ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ *
               

     

Ο Δημήτρης (Τάκης) Σπετσιώτης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου και γύρισε τις ταινίες "Στην αναπαυτική μεριά" (1981), "Μετέωρο και Σκιά" (1985 - Α΄ Κρατικό Βραβείο Καλύτερης Ταινίας, κυκλοφορεί και σε DVD από την MKS VIDEO στις ΗΠΑ), "Εις το φως της ημέρας" (1986) και "Κοράκια" (1991). Σκηνοθέτησε επίσης για το θέατρο το έργο "Ψυχολογία Συριανού συζύγου" του Εμμ. Ροΐδη, Θέατρο "Χυτήριο", 1999-2001.
Παράλληλα με τη σκηνοθεσία ασχολείται με τη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας και τη δοκιμιογραφία, γράφοντας διάφορες κριτικές μελέτες, μερικές από οποίες συγκέντρωσε και κυκλοφόρησε σε δυο τόμους, "Στον Κώστα Ταχτσή, αντί στεφάνου" ("Λογοτεχνικό χρονικό", 1996) και "Χαίρε Ναπολέων" (δοκίμιο για την τέχνη του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, εκδόσεις Άγρα, με έργα του Άγγελου Παπαδημητρίου, 1999).   


Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2009)Γραμματικός σ' ένα παιδί του δρόμου, Άγρα
(2009)Το άλλο κρεβάτι, Άγρα
(2007)Τριανδρίες και Σία, Άγρα
(2006)Ταχτσής - Δεν ντρέπομαι, Πολύχρωμος Πλανήτης
(2003)Δελτίον ταυτότητος, Άγρα
(1996)Στον Κώστα Ταχτσή αντί στεφάνου, Οδός Πανός
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2011)Ευγενία Χατζίκου: Notebook, Τετράγωνο
(2005)Αντουανέττα Αγγελίδη, Αιγόκερως
(1999)Χαίρε Ναπολέων, Άγρα
Κριτικογραφία
Το Ρομάντσο, οι Δοκιμές και το Σέλινο [Μαρία ΠολυδούρηΡομάντσο και άλλα πεζά], "The Books' Journal", τχ. 56, Ιούνιος 2015

Μαρία, στα τρία [Μαρία ΠολυδούρηΤα ποιήματα], "The Books' Journal", τχ. 47, Σεπτέμβριος 2014



** Εισήγηση του Δημήτρη Σπετσιώτη στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με αφορμή το "Έτος Καβάφη"








1 σχόλιο:

  1. Για λόγους έλλειψης χρόνου δεν ανέφερα στην εισήγηση αυτή και μια περφόρμανς που έκανα το καλοκαίρι για λογαριασμό του Δημοτικού περιφερειακού θεάτρου Ρόδου, ύστερα από παραγγελία του καλλιτεχνικού διευθυντή του, τότε, Μιχάλη Σδούγκου. ΄Ηταν βασισμένη στο δοκίμιο'' Μετά απ' τον Σολωμό ο Καβάφης'' του Κώστα Σκανδαλίδη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή