Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ "ΟΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ"


Προδημοσίευση τμημάτων του ίδιου έργου μου στο CANTUS FIRMUS μπορεί ο αναγνώστης να βρει στον ακόλουθο σύνδεσμο : http://cantfus.blogspot.com/2016/12/blog-post_29.html.
Για μια πληρέστερη προδημοσίευση τμημάτων του έργου ο αναγνώστης μπορεί να καταφύγει στον ακόλουθο σύνδεσμο : https://www.academia.edu/20001770/.

 
ΑΣΜΑ ΕΝΑΤΟ

           Ερήμου κατοίκησις

     Ή ο πειρασμός της ακινησίας 
     1
Και μια φωνή σε βγάζει εκτός

Λες κι ο Έρωτας τοξεύοντας ελιάς ρίζες να βγάλει
Από τις πόλεις έξω τον τροχό σου παρασέρνει
Για να σε πλάσει αυτοκίνητο των περιθωρίων
Των άκρων
Κόκκινο κήπο
Των σιωπών
Αρμοσμένο σπέρμα
Του αφουγκρασμού
Πελεκάνο σαρκοβόρο

Ναι, Η φωνή σε βγάζει εκτός
Κι ενίοτε πολύ…

   2
Κι αυτός όπως οι πρόγονοί του
Την έρημο κάνει αυλή
Αυλίζεται ο αυλητής
Καταυλη[σ]τής
« Μακρύνθηκα.
Μακρύνομαι,
Μακρύνθηκες Αντώνιε !

Πιο μέσα σπρώχνει η φωνή, πιο μέσα
Ενδότερα, ενδότερα
κράζουν τ’ αγκίστρια των χορδών
ν’ ανοίξει η φυλλωσιά τ’ απόλυτου μια στιγμούλα
για να διψάσει η δίψα σου
να πυρωθεί η φωτιά σου
ν’ ανεμιστεί τ’ αγέρι σου
να χωματίσει η γη σου
ω ! και τ’ αερόστατό σου να κόψει τότες τα σχοινιά,
δεμένα όπως είναι στων μορφών την παλίρροια,
να συλληφθείς εσύ μεμιάς στην Πέρα Πόλη,
πολίτης στην πολιτεία του Ακόρεστου,
χέρι που γρατζουνάει τον άνεμο
να τ’ αποσπάσει σάρκα !

Γι αυτό πλάστηκ’ η έρημος :
Να καθιερωθείς ποτήρι δίχως πάτο.  
Και μάθε το καλά : οφείλεις πριν το άνοιγμα των φύλλων
ολόκληρη μια σκουπιδιάρα να γεμίσεις,
στη μία που σου δόθηκε ζωή,
μ’ όλα σου τα καλούδια
με κάθε υπασπιστή σου
μ’ όλο το καθετί σου, δεξί κι αριστερό,
μ’ όλους τους τρούλους τους εικονισμένους
που χρωματίσαν οι ερωτικοί σου χρόνοι !
Έγινες διψασμένος, μη πίσω πια στραφείς !
Προσμένεις τ’ Ακαθόριστο, μη ζωγραφίζεις άλλο ! »,

   3
ανάσα παίρνει στο σχήμα του σκαμνιού
γοργά όμως πάλι,
σαν λάστιχο ασκημένο,
ονοματίζει τους καημούς σαν να τους χαιρετάει…
« Πίσω μου πια ο ήλιος μέσα στο χέρι των νησιών
Πίσω μου πια η δίκαιη δάφνη
η κατάστικτη με το δέρμα μου
και οι βραστήρες του νου
με τις ατμίδες τους ν’ αρτ-οπ[ο]ιούνε χείλια
Πίσω μου πια το σελάγισμα των ιχνευτών νυχτών
Πίσω μου η μουσική των γήινων σβόλων
Η μυρωδιά των χωριών που χάνονται στη λήθη
Η ανάπαυση του δειλινού στο τζάκι
Οι στιγμές που καμπυλώνουν σαν σταγόνες
Πίσω μου όλα τα «εδώ» των ιερών
Όλες μου οι σκηνές για να σκηνώσει
η μαστόρισσα επιθυμία μου
Πίσω οι ρυθμικές επάλξεις των ονείρων
που γαλαξίες φυτεύαν σε δωμάτια
Πίσω ακόμη τα φτερά όλων μου των αγγέλων 
Οι αστικές ουρές των ξιφομαχιών,
οι γεμάτες μόλους κι οσμές στεριών
ανικανοποίητες, περιφραγμένες  
Πίσω μου τα αγκωνάρια που με βαστούνε
Πίσω μου κάθε χρώμα ίσως
Πίσω μου το παν.
Σωριάσματα πολλά πίσ’ απ’ την πλάτη μου…».

   4
«Ναι, Η φωνή σε βγάζει εκτός»,
Μονολογεί ο ερημίτης.
«Άχρηστο τώρα να στραφείς, αδύνατον.
Σε προδικάζουν οι αρχές αν τους δοθείς, αν τις πιστέψεις
κι είναι δεμένοι οι δρόμοι μες στην αρχή του νήματος
κι εκεί ζωγραφισμένο στέκει το τέλος που θα σ’ έβρει.

Η έρημος σε πλάθει δέντρο.
Τα δέντρα δεν οπισθοβατούν.
Τα δέντρα δεν υποχωρούν.
Η έρημος σε πλάθει δέντρο.
Δέντρο γίνε γεμάτο μόνο μάτια.

Ανάγκη πια, το ξέρεις…,
Τα χρώματ’ όλα να χαθούν για να στηθεί παλέτα.
Και το γνωρίζεις πια καλά :
κρεμάστρες και πατήματα η λευτεριά δεν δίνει
όντας κρεμάστρα μόνη της και πάτημα που τρέμει.

Ναι, Η φωνή σε βγάζει εκτός…
Δέντρο γίνε λοιπόν γεμάτο μόνο μάτια.
Γεμάτο μάτια δέντρο.
Γίνε.
Γίνε το εκτός που προσδοκάς.

   5
Κάθισμα.
Κάθεται.
Κάθισμα ξυλουργεί τον ερημίτη η φωτιά
από τις φλόγες του εκτός
Κι ο χρόνος παίρνει σειρά και κάθεται
κι αυτός στο κάθισμα του.
Όταν εκτός προσμένεις.
Τα σχήματα και οι μορφές γίνονται μία πάχνη,
κι αντιλαμπίζουν άλλοτε μια γλώσσα
μυστική που ενοχλεί με το αδιάβατό της
και το λοξό συντακτικό και τη γραμματική της
το δίκοπο μαχαίρι της και τον περιπαιγμό της.

Οι λόφοι σταγονίδια
Αγιάζι τα πράγματα στο χώρο
Νότισμα θολώνει το κορίτσι των μεσημεριών
Λάμψεις παλιές που μοιάζουν ίσως νέες
Κι άλλοτε νέες διάστικτες από παλιό επιχωματωμένο
Ιδρώνουν και μέσα σου ψυχρομετρούν.

Είσαι στην παρτιτούρα και όμως τραγουδάς εκτός
Γίνεται ο Αντώνιος Julia Hamari
Τσόφλια αυγών τα πράγματα για σένα
Που καθισμένος δίχως αφή τ’ αγγίζεις
Τα πονάς, τα νοιάζεσαι, μα δεν σε κλείνουν διόλου
Τσόφλια αυγών
που οι κρόκοι τους ζουν πίσω από τον Ουρανό.
Ταλαίπωρε Αντώνιε !  Ποτήρι δίχως πάτο !
Erbarme dich ! Erbarme dich !
Ακόμη και το νέο παρηχεί, κράζει σαν καρακάξα,
στ’ αυτιά που το Μετά και Πέρα λάξεψε
ή το Πολύ Εδώ που λεν σε πιο γήινη γλώσσα.    

Ταλαίπωρε Αντώνιε !  Του πόθου πικραμένε !
Περιγελάς τη διάταξη καλόγνωμα
Κι είσαι για κάτι που δεν γνωρίζεις διόλου
Και κάτι άγνωστο ποθείς
Κι ο πόθος σου ο ίδιος άγνωστος στα βάθη του σου είναι !
Κουνάς μαντήλι μες στην ακινησία.

Μην όλα (δήθεν) προχωρούν κι εσύ κάθεσ’ ασάλευτος
ή μήπως έφυγες ήδη μακριά
κι ο κόσμος πίσω σου πολύ μαρμάρωσε σε κύκλο ;
Άπιστε της πραγματικότητας !
Θυρωρέ που ειρηνικά τη θεωρεί και κλείνει την απέξω !
Παρκαρισμένε στην αναμονή !
Νυχτοφύλακα του Ανίδωτου !
Ποια η πραγματικότητα : το κάθισμα που έγινες
Ή των πραγμάτων η αφή κι η θεωρία των ματιών ;

Κάθισμα.
Κάθεται.

Ναι, Η φωνή βγάζει εκτός
Τόσο που τα καθίσματ’ ασχημαίνουν
Βαραίνουν
Τσιμπούν
Λούζονται μ’ αφρόλουτρο μονότονο
Ντύνονται έλη
Γίνονται έλος
Για τι ;

Η φωνή βγάζει εκτός

Κάθισμα.
Κάθεται.
Ο Αντώνιος.

   6
Ποιο κατσαβίδι βίδωσε τις μέρες μου ;
Ποιο κατσαβίδι μάς βιδώνει στο ξύλο της λαχτάρας μας ;
Κι η βίδα είναι ο καημός ;

Βιδωμένες στη ματαιότητα οι μέρες μου.
Καρφωμένες.
Βιδωμένες.

Βιδωμένες στη ματαιότητα οι μέρες μου.
Βιδωμένες στη ματαιότητα οι μέρες μου.
Στη ματαιότητα !
Οι μέρες μου !

Εξέλιπον
Καρφωμένες. 
Πού ’ναι το άλμα στο κενό ;
Πότε ;
Γιατί χρονίζει η αρπαγή ;

Είμαι μια διαστροφή ;
Είμαι η διαστροφή ;
Είμαι παραχαράκτης ;

Βοήθεια !

   7
Σκυμμένο το κεφάλι του στο κάθισμα

Ανακατώστρα έρημε !
Γυρνάς το τριαντάφυλλο σε άγριο πουρνάρι
Τη θάλασσα κάνεις στεριά και το βουνό ισιάδι
Και περιγέλιο τα που οι καρδιές κάποτε αγαπήσαν
Σβήστρα !
Που τις γραμμές του χάρτη μας μες στα νερά ’ποθέτεις
Και που παρκάρεις άσπλαχνα της τόλμης μας τα ελάφια 
Ανακατώστρα έρημε !
Σβήστρα !

Η έρημος μονωδεί σταθερά
Με μια γαλήνη από μακριά φερμένη
Που σ’ ενοχλεί να ακούς τη συγχορδία της στη ψυχή σου :
«Του καθαρισμού στο σφουγγάρι λέγεται ανα-μόρφωση.
Άλλοτε ανα-σχηματισμός.
Τέλος ανα-κατάσταση, όπως ανα-κατάταξη.
Όσο τρίβεται το σφουγγάρι μου στο δέρμα σου
Και πέφτει λέπι-λέπι το παρελθόν κι αναποδογυρίζει
Πλέκονται τα πίσω μπρος σε μια διαφάνεια
Που εσύ δεν την κατέχεις, κι όμως είσαι !...
Καθαρίζεις. »

Ο Αντώνιος-κάθισμα επαναληπτικά αντιγυρίζει :
« Μα όχι ! Είμαι μια παραχάραξη.
Είμαι η διαστροφή ! »

Σκυμμένο το κεφάλι του στο κάθισμα

«Κάθομαι και κοιτώ πια.
Μονάχα βλέμμα.
Σα μεθυσμένος σπρίντερ.
Σα ναρκωμένος εραστής.
Σαν διαστροφέας.
Βίδωσε το βλέμμα μου στο κενό.
Για ένα άλμα κατά κει.
Σάλτο, κι εγώ να βγω πια από μένα
Στην αγκαλιά του ακαθόριστου που είμαι αφημένος… 
Πήδημα στο κενό και πια… απεριόριστος !
Όμως το κάθισμα γεννά μονάχα υπομονή
Σπέρνει την καρτερία.

Μα ο Αντώνιος είναι ένας κάβος λυτός σ’ ακίνητο καράβι !
Όχι ! Είμαι μια παραχάραξη.
Είμαι η διαστροφή !
Κι αν κάποτε ανοίγεις την κουρτίνα σου βγάζοντας
ένα μικροσκοπικό λαγό για να με ηρεμήσεις
λέγοντας σωρό το ψέμα πως μου αρμόζει πούπουλα ο λαγός για ένα μέλλον
άγνωστο απόλυτα, πια δεν θέλω ν’ ακούσω.

Είμαι απελπισμένος !
Με πνίγουνε τα όρια, με πνίγει κι η βρωμιά μου !
Είμαι μια παραχάραξη.
Είμαι η διαστροφή !
Είμαι ένα κάθισμ’ αδειανό ! »

Στην έρημο γεννιούνται όστρακα, κοχύλια
Ψάρια φυτρώνουν στην άμμο της
Και συνεργάζονται στη σύνθεση μιας συμφωνίας σε άγνωστο μινόρε.
Ορχήστρα τα κοχύλια,
Λογογραφούν τα ψάρια
Στους λαβυρίνθους τού καθισμένου Αντώνιου :
«Σπάσε το κάθισμα που είσαι !
Ρήμαξε τη στέρφα προσμονή
Που στείρωση τής ορίστηκε πάντα στα μέρη τούτα.
Σπάσε το κάθισμα που είσαι !
Και φόρεσε πατίνια
Και κύλα μέσα στη ροή.
Είναι κι αυτό ευσέβεια !
Και κύλα μέσα στη ροή
Μαζί με τ’ άρματά σου.
Γύρνα την πλάτη στο κενό
Πάψε το άλμα να ποθείς
Και τίμα καθεμιά μορφή.
Είναι τα πράγματα χρώμα γεμάτα,
Σώσε τον πίνακά τους !
Fata morgana η έρημος, δεν εξανθίζει κρίνος.
Θα μείνεις ένα κάθισμα μέχρι να ξεψυχήσεις
Και τότε οι έγχρωμες μορφές που έσβησες στην άμμο
Πικρά θα σε εκδικηθούν
Χορό αιώνιο στήνοντας στο κέντρο της καρδιάς σου…
Σπάσε το κάθισμα που είσαι !
Σπάσε το κάθισμα που είσαι ! »

Με το κεφάλι του στο κάθισμα σκυμμένο
Και ξέψυχος σχεδόν από την πανηχία
Το νου του στύλωσε στο σταυρουδάκι
Που κρεμόταν και σαν άγκυρα το ’συρε
Στη θάλασσα ολόγυρά του που αστραφτοβόλαγε
Και την εξαφάνισε σαν Fata morgana !
«Αντώνιε, απελπισία.
Κάθισμα μείνε στην προσδοκία των ερήμων.
Σ’ αυτά που έκαμες αρχή προδότες δεν θα βρεις.
Πρόσμενε.
Κάθισμα.
Ρίζωσες πια σε γόνιμο χωράφι : απελπισία !
Δηλαδή, ξέφυγες απ’ τα είδωλα ! Για πάντα !
Να ένας απ’ της ερήμου τους ανθούς !
Ο άλλος είν’ η άγνοια, που ρίζα σου κι εκείνη… 
Κι αν όντως ρίζα σου καλέ
Γνωρίζεις πια πως κάτοχος εκπλήξεων δεν είσαι
Ούτε και ιδιοκτήτης βλαστών και κήπων…
Αντώνιε μείνε κάθισμα.
Αντώνιε μείνε κάθισμα. »

© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ 


Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ "ΟΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ"


Πληρέστερη προδημοσίευση τμημάτων του έργου μπορεί ο αναγνώστης να βρεί στο ακόλουθο link :  https://www.academia.edu/20001770/

     ΑΣΜΑ ΔΩΔΕΚΑΤΟ
                           Ο πειρασμός των όπλων και των διχτύων

     1
Στα σύνορα το φως πιο δυνατό.
Εκεί στα σύνορα που ρίζωσα,
Στα όρια που με διάλεξαν, το φως πιο δυνατό !

     2
Θέλει χεροβολιές-χεροβολιές τον ερχομό
 για να ξεγκαστρωθεί η όραση
Δεμάτια πορείας πολλά να βρει σημείο να κάτσει, ν’ απλωθεί
Αμέτρητα μίλια, χρόνους κυρτούς, για να φανεί το φως της
Εποχές μύριες σε παράταξη ν’ αγγίξει μ’ ένα ξάνοιγμα
τον [ξ]απλωμένο των αντικειμένων ουρανό
να τον φωτο-γραφήσει
να στήσει, όπως οι πέτρες στέκονται,
μια ρίζα θεμέλιο που να φέγγει. 
Ω ναι, στα σύνορα το φως πιο δυνατό.
Στα όρια που με διάλεξαν, το φως πιο δυνατό !

     3
Με φως βλέπεις το φως, καταμεσήμερο !
Στο φως είδα τα δίχτυα
Απλωμένα σαν πεδιάδες που τις φοράς ή σε φορούν
Ρούχα διχτυωτά
Όλων των ειδών νάρκες υφασμάτινες
Που μέσα τους τυλίγεσαι
Σα μύλος σε βυθό του Ειρηνικού
Και ψάρι γίνεσαι διχτυωμένο
Μες στις ατέρμονες πεδιάδες των διχτυών  
Που διχτυώνουν όλες τις επιφάνειες
Παντού !
Παγίδες.
Απλωμένες.
Εν δράση.
Πυροδοτημένες.
Παγίδες.
Παντού !
( Αναμένονται τα επιφωνήματα
δωματίων και υπαίθρου
στην πασίγνωστη κλίμακα. )
Δίχτυα 
Πυροδοτημένα.


Παντού.


Πτώσεις ζητά πολλές για νά ’βγει μια αχτίνα
Πολλά καράβια στο βυθό για να μυρίσει ανατολή
Κι υποψιασμένος να ’σαι πια διδάσκουν οι γκρεμοί σου
Μέχρι το φως στον κρόταφό σου να βροντήξει.

Στο χώμα καλλιεργείται του φωτός ο ερχομός
Χώμα πάνω σε χώμα, χώμα μέσα σε χώμα
Χώμα και στάχτες πολλές κάθε σου εργόχειρο
Για να βλαστήσει φως να δρέψεις μία θεα

Και τότε μες στο φως που σώρευσαν τα χαλάσματα
Τα χώματα που πέτυχες κατάστηθα μονολογείς :

Αχ Αντώνιε, τις δύναται σωθήναι ;
Αχ Αντώνιε, τις δύναται σωθήναι ;
Ποιος παρακάμπτει δίχτυα ;
Ποιος τα δόκανα ξεφεύγει ;

Θέλει καρδιά εφταπλά οργωμένη φως για ν’ αξιωθείς
Θέλει βαριοπούλα κατεδάφισης αλτικών προδιαγραφών,
ερώτηση τερματισμών για να σε χαριτώσει
Ω ναι, το φως άλτες προνυμφεύεται !
  
     5
Παραταγμένες καταφθάνουν οι αρνήσεις
Στοιχίζονται με στολή παραλλαγής οι απαγορεύσεις
Να ! ήρθε κι ο ταξίαρχος κερασφόρος
να επιθεωρήσει τ’ αραδιασμέν’ αδιέξοδα :
Ελέφαντες μ’ εξάρτηση αφιέρωσης
Σαύρες με τα βαθμόσημα της επανάληψης των πόθων
Λιοντάρια με λογισμών και στοχασμού πηλίκια
Ταύροι με των στερήσεων τ’ αμπέχονα
Μαραμπού με τα δόρατα των ονείρων
Ψάρια λογχοφόρα των προσευχών
Κοριοί με επωμίδες της ποίησης
Χοίροι με της ελπίδας τα σειρήτια
Ποντίκια, γάτες, σκορπιοί, με κάθε νούμερο αρβύλες των αρετών.

Πλήθος οι μεραρχίες της ευσέβειας !
Πλήθος οι καλλιτέχνες !
Ολόκληρες ταξιαρχίες με τα διάσημα των τεχνών,
των λαγουμιών που ανοίγει ο διψασμένος νους,
των σταυροφοριών !... 

Ευαρεστείται ο ταξίαρχος :  
Όλο το στράτευμα παρόν !
Όλο το στράτευμα παρόν !
Τα στόμια φραγμένα !
Εν τάξει !
Παραταγμένη ανατροπή
και χελιδόνι πουθενά να λάμψει…
Παραταγμένη ανατροπή
Παρουσιάστε !

     6
Θεέ μου, Θεέ μου !
Έξω, ύφαλοι, σκόπελοι
Και μέσα, στις εσωτερικές πόρτες, ολόκληρο βασίλειο των ζώων !
Τις με ρύσεται ;
Τις με ρύσεται ;
Ξελαρυγγιάζεται στην Αποκάλυψη της θεας
Ξεφωνίζει στη λουσμένη στο φως στιγμή του ερχομού
«Απόκαμα. Όσο και να φτεροκοπήσω πέταγμα δεν υπάρχει !
Πτεροφυώ και τα φτερά γίνονται… πανταλόνια,
κορδόνια παπουτσιών, ζωστήρες, αλίμονο ρούχα… γραφείου !
Δεν πόθησα τη ρυμοτομημένη αρετή,
δεν είν’ αστός ο πόθος μου !
Υπαίθριο με θέλω, έξωωωω !
Ασκεπή με πλάσανε, όχι γραφιά !
Αλίμονο ! Όσο και να φτεροκοπήσω πέταγμα δεν υπάρχει !
Ποιος επιτέλους θα μ’ αλλάξειιιιιιι ; Πώς ;
Δεν βγήκα δώθε για τη μάχη, εβγήκα για να ηττηθώ !
Θέλω να χάσω τον Αντώνιο !
Θέλω να μη με νιώθω !
Εζήτησα να θραύσω τη βαρύτητα !
Γεννήθηκα για αβαρής, όχι για ταξιάρχης !
Με θέλω σαν πνοούλα !

Με θέλω σαν πνοούλα !
Να ζω σα να ’μαι ανύπαρκτος !...

     7
Μακριά ! Μακριά !
Όλα τούτα τα ζώα που ξάγρυπνα κουβαλάς μακριά !
Αντώνιε, ποια η διέξοδος ταλαίπωρε ;
Τις σε ρύσεται ;
Ελέφαντες, σαύρες, λιοντάρια, ταύροι μακριά !
Ξεκολλήστε από πάνω μου !  
Μαραμπού, ψάρια, κοριοί, χοίροι,
σπάστε πια τον αλύτρωτο σας κύκλο ! 
Ποντίκια, γάτες, σκορπιοί,
αβάσταχτη στο κορμί μου η στέρφα γη σας !

Η καθημερινή επέλασή σας φτάνει !
Πονά με πια της μεθορίου η θέα
σαν τα βουνά δεν γίνονται λέιζερ χελιδόνια !

Αληθινός ο λόγος : το φως που επιμένει δείχνει τ’ αραχνιάσματα.
Ω ναι, στα σύνορα το φως πιο δυνατό.
Με φως βλέπεις το φως, καταμεσήμερο !
Όλοι οι ιστοί μπροστά μου !

     8
Με μανία μονομάχων πέφτει τις νύχτες πάνω μου
ο ελεφάντινος χάρακας της αφιέρωσης : πάλι σημειωτόν !
Ξεβράζουν οχετούς τα κάγκελα οι σαύρες που ιμείρονται
πάνω μου : σημειωτόν !
Συμμαχούν λιοντάρια, ταύροι, μαραμπού τα χέρια μου να δένουν
σ’ έναν άβακα δεσμοφύλακα,
σ’ έναν αριθμογράφο δίχως ειρήνη αριθμών
δίχως κατάληξη αέρα
δίχως αλαφροσύνη : Θεέ μου σημειωτόν !
Τρέχω να βρω καθολικό ν’ ανοίξουν τα πνευμόνια μου
κι εκεί ιδού : ψάρια, κοριοί, χοίροι, με ζώνουν στο κυνηγητό
ενός απείρου αναμαλλιασμένου
που δεν κουνά το χέρι να χαϊδέψει,
που δεν με κάνει μικροσκοπικό όπως το θαύμα της ειρήνης,
που γκαζώνει το ράλι μου
για να διαγράφει η περιδίνηση την ησυχία
ενός ελάχιστου Αντώνιου
την ησυχία όλων των ερωτικών μου παραιτήσεων
από δικά μου φλάμπουρα : σημειωτόν και πάλι !
Ποντίκια, γάτες, σκορπιοί, συνασπισμένα καταφθάνουν
μέρα τη μέρα
νύχτα τη νύχτα
κραδαίνοντας πολύχρωμα μαξιλάρια,
ξιφουλκώντας πουπουλένιες ανέσεις
και λογαριασμούς ταμιευτηρίων, καθίζοντάς με πάνω τους
να λάβω τήβεννο, θησαυροφυλάκιο, λιβανωτό και δάφνη,
και κυνηγώντας μιαν ουρά έτσι να ξεψυχήσω… :
Θεέ μου σημειωτόν !
Σημειωτόν !
Σημειωτόν !

Βοήθεια !
Τις με ρύσεται ;

Θέλω να βρω τον Κολωνό, Θαβώρ να το μυρίσω !
Απόκαμα ! 
Θέλω να χάσω τον Αντώνιο !
Θέλω να μη με νιώθω !
Εζήτησα να θραύσω τη βαρύτητα !
Γεννήθηκα για αβαρής, όχι για ταξιάρχης !
Με θέλω σαν πνοούλα !

Θέλω να βρω τον Κολωνό, Θαβώρ να το μυρίσω !
Θέλω να βρω τον Κολωνό, Θαβώρ να το μυρίσω !

     9
Σε τούτη δω τη θάλασσα τα κύματα δεν παύουν
Κύμα το κύμα ρίχνονται τα ζώα στην καρδιά μου !
Όχι πάλι ! Γέμισα μέσα μου νερά !
Νερά ταξιαρχίες !
Νερά μες στην ψυχή μου !
Νερά καρφιτσωμένα
με αρετών παράσημα σ’ ένα στρατό με ζώα !
Βοήθεια !
Τις με ρύσεται ;
Νυχθημερόν επελαύνει το ζωικό βασίλειο μέσα μου !
Βοήθεια !
Τις με ρύσεται ;


     10
Μες στην υδάτινη σύνταξη τα ζώα ξεθαρρεύουν
Και αναλόγια στήνονται, κλεισούρα να Δεσπόσει :
«Εμείς τα ζώα είμαστε μοναδική ορχήστρα !
Μείνε πιστός στα όργανα που άριστα γνωρίζεις
κι άλλες συνθέσεις μη ζητάς.»
Αντώνιε αποκρίνεσαι :
«Είν’ η πνευματικότητα ένα κλειστό καράβι ;
Πλέουμε για τα βάθη μας ή για τις κρουαζιέρες ;
Κάθε λιμάνι είναι σκαλί να πιάσεις ένα άστρο
ή λιμενάρχες μένουμε με καρτ-ποστάλ στα χέρια ;
Οι πόλεις που κολπώνουμε αγιάζονται στη λήθη
ή μένουν νωθρή και φλύαρη φιλολογία τοίχων ;
Τροχούς έχουν τα ύφαλα για της στεριάς τους δρόμους ;
Σηματοδότες υπακούν και κώδικες λατρεύουν ;
Πάνω στα καταστρώματα ’πομένουμε καμπίσιοι ;
Πώς μένουν ίδιες οι ζωές σα δέχονται αρμύρα ;
Είν’ το καράβι για μισθούς ή για αλητεία θεία ;
Καράβι ανασφάλειας σαν παιδικό παιχνίδι…
Ξεκόβουν γραφειοκρατικά οι καρίνες από τις θάλασσές τους ;
Αφιόνι είναι το καράβι για να ναρκώνονται οι θάλασσες, 
να τις τακτοποιούμε στεριανά ;…
Μοίρα δεν είν’ του καραβιού να καεί
διψώντας πάνω στη θάλασσα ;
Όχι, δεν ενδίδω. Θα μείνω απελπισμένος.
Δεν ζω ως «καλός πνευματικός»,
ζω ως του εαυτού μου άλτης !
Ορχήστρα δεν θέλω δωματίου.
Θα μείνω απελπισμένος.».

Έκραξαν συμφωνικά τα ζώα,
όπως στο τέλος πάντοτε κράζουν οι παγίδες των οργάνων :
«Η μουσική προορισμό δεν έχει.
Ούτε πατρίδα.
Όμορφες κάνει τις στιγμές μας και τις πόλεις μας. Αυτό αρκεί.
 Η μουσική δεν βγάζει πουθενά. Ούτε κι εγκαταλείπεται.
Όλα τα έργα κάνουν εδώ.
Μείνε καλός μουσικός κι αυτό αρκεί. 
Υποτάξου στων αρετών την ομορφιά
και φυσική ζήσε ζωή.
Δέξου πως στο καλό, στην αρετή, θύρα εξόδου δεν υπάρχει.
Πώς σού ’ρθε αυτή η ιδέα !
Κάνεις καλό για το καλό : αυτό είναι τ’ οξυγόνο.
Δες τον ωραίο κήπο μας στο ζωικό βασίλειο :
μυριάδες καλλιτέχνες !».

     11
Λιπόθυμος,
κι ακούει το φως να λέει :
«Αντώνιε, μυριάδες είν’ οι ύφαλοι κι οι σκόπελοι του κόσμου.
Η γη μια επιφάνεια δίχτυ κάτω απ’ τον ήλιο.
Καλά τα όπλα, μα πάντα δίκοπα στη χρήση.
Πιο δολερές όμως οι μέσα πόρτες στέκουν, μονολογούν αυτάρκεια.

Αντώνιε, το ίδιο το πετσί σου το γνωρίζει :
Τα όπλα σου μήτρα δεν έχουνε !
Δεν βγάζουν σε στρατόσφαιρα !
Δεν συνοδεύουν άστρα !
Μπορεί να εκπυρσοκροτούν σ’ όλες τις κατευθύνσεις,
μα δεν γεννούνε σε καμιά !
Μυρίζει γη αλύτρωτη το κάθε τους μπαρούτι !
Γη στεναγμών η κάνη τους !
Εκπέμπουνε στειρότητα στου ορίζοντα τα τέσσερα σημεία !
Οι σπόροι που σπορίζεις εσύ σπορίτη, σβαρνιστή,
μέσ’ απ’ τις κάνες τους, καρπό εξόδιο,
καρπό να φτερουγάει, δεν γεννούνε !
Εσύ δεν είσαι αυτά κι ας τ’ αποφάσισες !
Ζαλωμένος είσαι την ακύρωσή σου Αντώνιε !

Γίνε αυτό που πλάστηκες να γίνεις : Ατέλειωτος.
Γίνε ατέλειωτος.
Ατέλειωτος.
Γίνε μωρό.
Μυρμήγκι.
Γίνε ατέλειωτος.».

     12
Πολλά ζώα ζαλώθηκες κι ατέλειωτος δεν βγήκες.

Ατέλειωτος δεν βγήκες…

Όμως ιδού το όπλο το πυρηνικό
που το σπέρμα του μυριάδες βγάζει απογόνους, δίχως τελειωμό :
ζήσε στον κόσμο σαν μωρό
ζήσε τον κόσμο σαν μωρό
γίνε το μωρό που είσαι κι όλα τα δίχτυα πέρνα,
τα ζώα, τις παγίδες, 
με βήματα Ειρήνης.
Με αύρα καταστρέφονται του κόσμου οι παγίδες
με αύρα και του εαυτού.
Με μιαν αύρα νηπίου.
Μυρμήγκι-αύρα γίνε.
Κοίτα με σα μυρμήγκι.
Τον κόσμο μίλα, τον Θεό, τον ίδιο τον Αντώνιο,
στο μέγεθος του μυρμηγκιού,
κάτω από κάθε πέλμα.
Όλον τον κόσμο άγγιξε
με την αφή του μυρμηγκιού, με του μωρού το χάδι.
Δεν έχει τέλος το μωρό,
ανίκητο το γάλα του : η απελπισιά, η απόγνωση.
Απ’ τ’ όπλο της απόγνωσης κανείς δεν πέφτει χάμω.
Μείνε απεγνωσμένος,
απελπισμένος μείνε απ’ τα δικά σου μέχρι να βγει η ψυχή σου
και γίνεσαι ατέλειωτος.

Μείνε απεγνωσμένος
και γίνεσαι ατέλειωτος.
Ατέλειωτος.
Μωρό.

     13
Σύννεφα αγκαλιάζουν τα μωρά
Σύννεφα τα μυρμήγκια
Νανούρισμα ο κόσμος γίνεται στα χέρια ενός παιδιού
Θαβώρ διαρκείας
Θαβώρ με σάρκα κι αίμα
Ένας γαλήνιος Κολωνός
Κολωνός διαρκείας
Είναι το βλέμμα του παιδιού που απεγνωσμένο ΠΑΙΖΕΙ.

Θέλεις να σπάσεις όρια
Θέλεις να δεις το Πέραν
Θέλεις σπέρματ’ αμέτρητα το χρόνο να καρπίζουν :
Γίνε το τίποτα κι ατέλειωτα πια ζήσε !
Ατέλειωτα πια ζήσε !

Να πως μεταμορφώνονται τα όπλα που κατέχεις :
Πάνω τους τ’ Ατέλειωτο πατά κι εκσπερματίζει.
Μη παύεις Αντώνιε να σπορίζεις,
κράτα τα όπλα σου καλά, του χρέους τα καθολικά,
είναι σιδηροτροχιές με ρίζα μες στο θαύμα.
Και μάθε πως τα θαύματα πατούν πάντα στα πόδια τους.
Τα όπλα αποζητούν στο θαύμα να εκβάλλουν
στο θαύμα του μωρού, του μυρμηγκιού.
Αλλιώς πάντα συνθλίβουν.
Το ξέρεις πια καλά :
Μια δίψα ’πομένει μετά τη μέτρηση που ευθύς την ακυρώνει
Τότε δεν θες πια να μετράς, μα να ’σαι !
Να ’σαι ένα κόκκος άφαντος
Μόριο μιας ανάσας.
Τα όπλα σ’ οδηγούν στο ελάχιστό σου.
Κατοίκησέ το ατέλειωτα, ατέλειωτος να γίνεις !

Εκεί που όλα κερδίζονται είναι στη συντριβή σου.
Γέλα. Αδιαφόρησε. Και σώζου.
Με άγνοια οι σφαίρες σου, με σάρκα ενός βρέφους.
Παίξε. 
Θαβώρ διαρκείας
Είναι το βλέμμα του παιδιού που απεγνωσμένο ΠΑΙΖΕΙ.

Γίνε το τίποτα κι ατέλειωτα πια ζήσε !

     14
Κι άλλο κάτω ! Πιο κάτω ! Κάτω ατέλειωτα !
Στρόβιλος πάνω σε στρόβιλο
Στρόβιλος κι άλλος στρόβιλος
Δίνη μέσα σε δίνη,
δεν έχει τέλος το παιδί.
Πιο κάτω !
Περσότερος τώρα ο κόσμος.
Κι άλλος,
ολοένα κι άλλος.
Υποκάτω,
περσότερος Αντώνιος στα χέρια του μωρού του.
Κάτω ατέλειωτα !
Περσότερος Θεός. Δίχως σταματημό.
Κύλισμα κι άλλο κύλισμα : ακόρεστη του μυρμηγκιού η στάση.
Έλικας πάνω σ’ έλικα, γυροσκοπείς τον κόσμο.
Πλαγιάζουν όλα δίπλα σου,
στα παιδικά σου χέρια απείραχτα κι ολόκληρα.

Φάε Θαβώρ ! Πιες Κολωνό !
Φιλόξενος εγίνηκες σαν πήρες σχήμα μυρμηγκιού :
όλα πανώρια τώρα !
Ζήσε το μέτρο σου !
Ζήσε στο μέτρο σου !
Με σάρκα χτίζεις ουρανό.
Δεν έχεις πια να χάσεις : η συντριβή σε κέρδισε.
Λάβε τη θεϊκή στολή και στήσε μέτρο !
Ελάχιστος, ανύπαρκτος, άφαντος !

Κι άλλο κάτω ! Πιο κάτω ! Κάτω ατέλειωτα !
Στρόβιλος πάνω σε στρόβιλο
Στρόβιλος κι άλλος στρόβιλος
Δίνη μέσα σε δίνη,
δεν έχει τέλος το παιδί.
Σύννεφα το κερνούνε.

Κάτω ατέλειωτα !
Δεν έχει τέρμα η σμίκρυνση, τέλος η ηδονή της !
Όλος ο κόσμος φωτεινός κι εσύ ένα καράβι
που κάθε θάλασσα φιλά, ήσυχο στις φουρτούνες.

Κι άλλο κάτω ! Πιο κάτω ! Κάτω ατέλειωτα !
Καθώς πια δεν ακούγεται η ανάσα σου κι έγινες σαν να μην υπάρχεις, ΕΙΣΑΙ σαν να μην υπάρχεις, σαν να μην υπήρξες ποτέ, κι αθορυβείς μέσα στους στρόβιλους, στις δίνες του ελάχιστου, η ανυπαρξία σου ακούγεται σαν τη Follia του Κορέλι ή τη Sarabande του Χέντελ. Έγινες μουσική !

Αρκεί.
Δεν λέγεται το άπειρο, το άλεκτο ξεφεύγει !
Δεν έχει τέλος ο Θεός, δεν έχει η ταπείνωση
Αντώνιε,
Το πυρηνικό όπλο λέγεται Ταπείνωση.
Διάβαινε.

© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ