Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΕΚΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΕΚΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

" Η ομορφιά της λίστας" Ουμπέρτο Έκο



Στην Ιλιάδα παρατηρούμε δύο τρόπους αφήγησης. Ο πρώτος εμφανίζεται όταν ο Όμηρος περιγράφει την ασπίδα του Αχιλλέα: πρόκειται για μια ολοκληρωμένη φόρμα στην οποία ο Ήφαιστος έχει απεικονίσει όλα όσα γνώριζε για μια πόλη, τις γύρω αγροτικές περιοχές, τους πολέμους, τις ειρηνικές της τελετουργίες. Ο άλλος τρόπος εκδηλώνεται όταν ο ποιητής δεν κατορθώνει να πει πόσοι και ποιοι ήταν οι Αχαιοί πολεμιστές: τότε ζητά βοήθεια από τις μούσες αλλά αναγκάζεται να περιοριστεί στον λεγόμενο κατάλογο των πλοίων, ο οποίος ολοκληρώνεται με ένα «και τα λοιπά». Αυτός ο δεύτερος τρόπος παρουσίασης απαρτίζει τη λίστα ή τον κατάλογο. Υπάρχουν λίστες που γράφονται για πρακτικούς σκοπούς και είναι πεπερασμένες, όπως η λίστα όλων των βιβλίων μιας βιβλιοθήκης· υπάρχουν όμως και λίστες που θέλουν να περιλάβουν ποσότητες μη μετρήσιμες, λίστες που δεν ολοκληρώνονται ποτέ, που φτάνουν στα όρια του άπειρου. 

Όπως δείχνει το νέο αυτό βιβλίο του Έκο και η ανθολογία που αυτό περιλαμβάνει, η ιστορία της λογοτεχνίας όλων των εποχών είναι πλούσια σε λίστες, από τον Ησίοδο ως τον Τζόις, και από τον Ιεζεκιήλ ως τον Καλβίνο. Πρόκειται για καταλόγους που συχνά φτιάχνονται για την ίδια την ευχαρίστηση της απαρίθμησης ή για τη χαρά να συνδέει κανείς στοιχεία που καμιά ιδιαίτερη σχέση δεν έχουν μεταξύ τους.

Το βιβλίο αυτό όμως δεν αναφέρεται μόνο στη λογοτεχνία αλλά προσπαθεί να δείξει ότι και οι εικαστικές τέχνες είναι ικανές να περιλάβουν επίσης καταλόγους που συνεχίζονται στο άπειρο, ακόμα κι όταν η απεικόνιση μοιάζει να περιορίζεται αυστηρά από την ίδια την κορνίζα του ζωγραφικού έργου. Το αποδεικνύει η πλούσια εικονογράφηση αυτού του βιβλίου που δεν απευθύνεται σε «ειδικούς» αλλά σε όλους όσοι αγαπούν τα μυστήρια της γραφής και της εικόνας.

"Ιστορία της ασχήμιας" Ουμπέρτο Έκο




Η ομορφιά και η ασχήμια είναι φαινομενικά δύο έννοιες αλληλένδετες· συνηθίζουμε, μάλιστα, να θεωρούμε την ασχήμια ως το αντίθετο της ομορφιάς, σε σημείο που αρκεί να προσδιορίσουμε τη μία για να κατανοήσουμε την άλλη. Ωστόσο, στο πέρασμα των αιώνων, οι διαφορετικές εκφάνσεις του άσχημου είναι πιο πλούσιες και απρόβλεπτες απ’ ό,τι συνήθως πιστεύουμε. Τόσο τα κείμενα όσο και οι εκπληκτικές εικονογραφήσεις αυτού του βιβλίου μάς οδηγούν σ’ ένα συναρπαστικό ταξίδι περίπου τριών χιλιάδων χρόνων, ανάμεσα σε εφιάλτες, συλλογικές φοβίες και έρωτες, όπου το αποκρουστικό συμβαδίζει συχνά με το συγκινητικό και το πονόψυχο, όπου η απόρριψη της δυσμορφίας συνοδεύεται από τη γοητεία που γεννά η παραβίαση κάθε κλασικού κανόνα ομορφιάς. Ο αναγνώστης που θα διαβάσει το βιβλίο αυτό θα αναφωνήσει σίγουρα: «Πόσο όμορφη είναι η ασχήμια!»
Το βιβλίο αυτό έρχεται να συμπληρώσει τον τόμο Ιστορία της ομορφιάς, που κυκλοφόρησε το 2004.


Ουμπέρτο Έκο

Ο Ουμπέρτο Έκο γεννήθηκε στην Αλεσάντρια του Πιεμόντε το 1932. Είναι τακτικός καθηγητής Σημειολογίας και Πρόεδρος της Ανώτατης Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Ανάμεσα στα δοκιμιακά του έργα θυμίζουμε: Opera aperta(1962), La struttura assente (1968), Trattato di semiotica generale (1975), Lector in fabula(1979), Semiotica e filosofia del linguaggio (1984), Τα όρια της ερμηνείας (1990 - Εκδόσεις Γνώση, 1993), Η αναζήτηση της τέλειας γλώσσας (1993 - Ελληνικά Γράμματα, 1995), Έξι Περιπλανήσεις στο Δάσος της Αφήγησης (1994 - Ελληνικά Γράμματα, 1996), Ο Καντ και ο Ορνιθόρυγχος (1997 - Ελληνικά Γράμματα,1999), Περί λογοτεχνίας (2002 - Ελληνικά Γράμματα, 2002). Επίσης, ανάμεσα στις συλλογές του θα πρέπει να αναφέρουμε: Πρώτο Ελάχιστο Ημερολόγιο (1963 - Ελληνικά Γράμματα, 1999), Δεύτερο Ελάχιστο Ημερολόγιο(1990 - Εκδόσεις Γνώση, 1992) που περιλαμβάνει μια πρώτη ανθολογία από τη στήλη του Bustine di Minerva, Πέντε Ηθικά Κείμενα (1997 - Ελληνικά Γράμματα, 1997) και La Bustina di Minerva (2000). Το 1980 πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της πεζογραφίας με Το όνομα του ρόδου (Βραβείο Strega 1981 - Εκδόσεις Γνώση, 1985) και ακολούθησαν Το εκκρεμές του Φουκώ (1988 - Εκδόσεις Γνώση, 1989), Το νησί της προηγούμενης ημέρας (1994 - Εκδόσεις Γνώση, 1994), Μπαουντολίνο (2000 - Ελληνικά Γράμματα, 2001) και La misteriosa fiamma della Regina Loana, 2004.



Βιβλιογραφία



Έχουμε την ανάγκη να βρίσκουμε συνεχώς ιστορίες που θα μας εξηγούν τον κόσμο



ΠΡΟΟΙΜΙΟ • Φραν­κφούρτη, διε­θνής έκθεση βιβλίου, Οκτώ­βριος 2007. Ο Ουμπέρτο Έκο έρχε­ται να παρου­σιά­σει τη γερ­μα­νική μετά­φραση του άλμπουμ του Η ιστο­ρία της ασκή­μιας. Στα ελλη­νικά το έχουμε μετα­φρά­σει μαζί με τη Δήμη­τρα Δότση. Η υπεύ­θυνη δημο­σίων σχέ­σεων του εκδο­τι­κού του οίκου με πλη­ρο­φο­ρεί ότι το επό­μενο πρωί της παρου­σί­α­σης θα περά­σει από το περί­πτερό τους και θα είναι ευκαι­ρία να τον δω. Κλέβω δέκα λεπτά από τα ραντε­βού μου και πηγαίνω. Έχει μόλις τελειώ­σει μια μικρή συνέ­ντευξη Tύπου, και περι­φέ­ρε­ται εμφα­νώς βαριε­στη­μέ­νος. Τον πλη­σιάζω όσο πιο δια­κρι­τικά μπορώ. Συστή­νο­μαι ως μετα­φρα­στής της Ασκή­μιας. Δεν εντυ­πω­σιά­ζε­ται. Του εξηγώ με όσο λιγό­τε­ρες λέξεις μπορώ τα περί εκπο­μπών, και του ζητώ να μας δεχτεί όποτε και όπου θέλει για μια συνέ­ντευξη.
«Ξέρετε πόσες συνε­ντεύ­ξεις μου ζητούν τον χρόνο σε όλο τον κόσμο;» μου λέει φανερά ενο­χλη­μέ­νος.
«Δεν έχω καμία αμφι­βο­λία. Δεκά­δες!» του απα­ντώ με μια ετοι­μό­τητα που ξαφ­νιά­ζει ακόμα κι εμένα τον ίδιο. «Είπα όμως να δοκι­μάσω», συμπλή­ρωσα. Στο μυαλό μου έρχε­ται ο φίλος του Θόδω­ρος Ιωαν­νί­δης με τις ιστο­ρίες που μου έλεγε πριν από χρό­νια για τις ουζο­κα­τα­νύ­ξεις τους πότε στον Όλυ­μπο και πότε στο Άγιο Όρος. Με τον Ιωαν­νίδη είχαν κάνει και μια ωραία έκδοση της Απο­κά­λυ­ψης του Ιωάννη στα ελλη­νικά. «Ξέρω άλλω­στε ότι αγα­πάτε την Ελλάδα», ολο­κλη­ρώνω.
Με κοι­τά­ζει. Ένα ύφος που δεν δεί­χνει τίποτα, ούτε συμπά­θεια ούτε ενδια­φέ­ρον.
«Το βλέπω δύσκολο. Αν όμως επι­μέ­νετε, πάρτε τηλέ­φωνο τη γραμ­μα­τέα μου, και βλέ­πουμε», λέει τελικά και απο­μα­κρύ­νε­ται.
Σιγά μην πάρω τη γραμ­μα­τέα σου, λέω μέσα μου θυμω­μέ­νος. Είναι φανερό, δεν πρό­κει­ται να πάρω ποτέ συνέ­ντευξη από τον Ουμπέρτο Έκο.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ • Ιδού μια πλευρά της μεσαιω­νι­κής Ιτα­λίας που δεν ήξερα. Είχα φτά­σει ως το Ουρ­μπίνο, ποτέ πιο πάνω. Το «πιο πάνω» που γνώ­ριζα ξεκι­νούσε πιο βορινά, από την Μπο­λό­νια και έφτανε στα σύνορα με την Ελβε­τία. Αυτή εδώ η περιοχή μού ήταν άγνω­στη.
Κατε­βαί­νουμε στο αερο­δρό­μιο Φεντε­ρίκο Φελίνι του Ρίμινι, ανε­βαί­νουμε με το αυτο­κί­νητο το βουνό του Σαν Μαρίνο, πίνουμε έναν καφέ χαζεύ­ο­ντας τη θέα, και συνε­χί­ζουμε νότια, στις περιο­χές που αγά­πησε και ζωγρά­φισε ο Πιέρο ντέλα Φραν­τσέ­σκα. Μια πεδιάδα γεμάτη από­το­μους αργι­λώ­δεις λόφους που ορθώ­νο­νται σαν ανα­πά­ντεχα εξο­γκώ­ματα από τον φλοιό της γης και δίνουν ένα υπερ­ρε­α­λι­στικό τόνο σε αυτό το γλυκό, το τυπικά ιτα­λικό, το φορ­τω­μένο με ιστο­ρία, τοπίο.
Κατα­λύ­ουμε σε ένα ξενο­δο­χείο, όχι μακριά από το ωραιό­τερο μεσαιω­νικό χωριό της περιο­χής, το Σαν Λέο. Το ξενο­δο­χείο έχει μια μικρή ιδιω­τική λίμνη μπρο­στά του, προ­σβά­σιμη μόνο στους πελά­τες. Ιδα­νική για βόλ­τες. Είναι τέλη Ιου­λίου αλλά μυρί­ζει ακόμη άνοιξη.
Ήταν η Μικέλα αυτή που επέ­μενε. Με τον βίαιο θάνατο του εκδο­τι­κού οίκου Ελλη­νικά Γράμ­ματα (πρώτο θύμα της οικο­νο­μι­κής κρί­σης στον εκδο­τικό χώρο) οι άνθρω­ποι του Bompiani προ­κή­ρυ­ξαν ένα είδος δημο­πρα­σίας για να απο­φα­σί­σουν σε ποιον ελλη­νικό εκδο­τικό οίκο θα έδι­ναν τα μετα­φρα­στικά δικαιώ­ματα του νέου μυθι­στο­ρή­μα­τος του Έκο Το κοι­μη­τή­ριο της Πρά­γας αλλά και όλη την back list του συγ­γρα­φέα. Τα χρή­ματα, έλε­γαν, δεν θα είναι ο καθο­ρι­στι­κός παρά­γο­ντας που θα επη­ρε­ά­σει την επι­λογή τους.
Τελικά ο Έκο, μαζί με όλα τα συμπρά­γκαλά του, πέρασε στον εκδο­τικό οίκο Ψυχο­γιός με ένα ποσό (εννο­εί­ται εξα­ψή­φιο) το οποίο, αν και δεν ανα­κοι­νώ­θηκε ποτέ επι­σή­μως, φαί­νε­ται πως ήταν το μεγα­λύ­τερο που δόθηκε ποτέ από Έλληνα εκδότη για ξένο συγ­γρα­φέα. Από την πλευρά του ο Έκο είχε αρχί­σει να δίνει συνε­ντεύ­ξεις για την παρου­σί­αση του Κοι­μη­τή­ριου το οποίο σε ορι­σμέ­νες χώρες (π.χ. στη Γερ­μα­νία) είχε συνα­ντή­σει την ανοι­χτή εχθρό­τητα των κρι­τι­κών. Η Μικέλα λοι­πόν σκέ­φτηκε ότι ήταν, έτσι κι αλλιώς, μια καλή στιγμή να επα­νέλ­θουμε, μέσω του νέου του εκδο­τι­κού οίκου, στο αίτημά μας.
Και ω! του θαύ­μα­τος, αυτή τη φορά ο Ουμπέρτο Έκο απά­ντησε κατα­φα­τικά. Και όχι μόνο είπε το «ναι» αλλά μας προ­σκά­λεσε στο εξο­χικό του σπίτι, στα τέλη Ιου­λίου, νότια του Σαν Μαρίνο, όχι μακριά από το Σαν Λέο, τον ένα από τους δύο τόπους που τον ενέ­πνευ­σαν για το πρώτο και καλύ­τερό του μυθι­στό­ρημα Το όνομα του Ρόδου. Θα έχουμε εκεί άφθονο χρόνο να κου­βε­ντιά­σουμε ό,τι θέλετε, φαί­νε­ται να είπε στην απά­ντησή του.
❧ Ιντερ­μέ­τζο 1
Ο άνθρω­πος στον οποίο παρέ­δωσα το ούζο, που πάντα πηγαί­νουμε ως δωράκι στους συγ­γρα­φείς, ήταν ένας δια­φο­ρε­τι­κός Ουμπέρτο Έκο. Χαρού­με­νος, ανοι­χτό­καρ­δος, ορε­ξά­τος, φιλό­ξε­νος. «Α, εσύ είσαι δικός μου!» λέει μόλις του το προ­σφέρω. Με πιά­νει αγκαζέ, με πηγαί­νει στο σαλόνι, αφή­νο­ντας τη γυναίκα του να υπο­δε­χτεί τη Μικέλα και το υπό­λοιπο συνερ­γείο. Δέκα το πρωί, σκέτο ούζο χωρίς έστω ένα κρι­τσίνι, δεν είναι κάτι που το συνη­θίζω. Βεβαίως δεν τολμώ να φέρω αντίρ­ρηση. Τσου­γκρί­ζουμε τα ποτη­ρά­κια μας και πίνουμε.
Όταν πάει να ξανα­γε­μί­σει τα ποτή­ρια μας, το μπου­κάλι ούζο δεν είναι στη θέση του. «Μην ανη­συ­χείς, ξέρω πού είναι», λέει. Με πιά­νει πάλι αγκαζέ και με πάει στην κου­ζίνα. Ψάχνει σε δύο ή τρία μέρη, τίποτα. Ύστερα, σαν να έχει μια ξαφ­νική επι­φοί­τηση, ανοί­γει τον φούρνο. Το ούζο είναι εκεί. Το έχει κρύ­ψει η γυναίκα του, υπα­κού­ο­ντας στις δια­τα­γές των για­τρών, δια­τα­γές που ο ίδιος με μια χαρωπή, εφη­βική διά­θεση επι­μέ­νει να αγνοεί.
Η συνέ­ντευξη ξεκινά μετά το τρίτο ποτη­ράκι. Όλα καλά.
Α.Χ.: Το πρώτο που θα ήθελα να σας ρωτήσω είναι: ο άνθρω­πος που σήμερα έχει τόσες χιλιά­δες τόμους στη βιβλιο­θήκη του, τι σχέση είχε με τα βιβλία όταν ήταν νέος; Είχατε πολλά βιβλία στην οικο­γέ­νειά σας;
Ήμουν πάντα, από μικρός ακόμα, φανα­τι­κός ανα­γνώ­στης, παρότι στο σπίτι δεν είχαμε πολλά βιβλία. Επη­ρε­ά­στηκα όμως από δύο άτομα, τον παπ­πού και τη για­γιά μου από την πλευρά του πατέρα μου. Η για­γιά μου δεν είχε πάει σχο­λείο αλλά διά­βαζε συνέ­χεια. Δανει­ζό­ταν βιβλία από τις δανει­στι­κές βιβλιο­θή­κες και μετά μου έδινε τα βιβλία της, που μπο­ρεί να ήταν από Μπαλ­ζάκ μέχρι ρομάν­τζα του 19ου αιώνα. Ο παπ­πούς μου, που τον έζησα ελά­χι­στα γιατί πέθανε όταν ήμουν έξι χρό­νων, ήταν τυπο­γρά­φος και όταν πήρε σύνταξη, έκανε βιβλιο­δε­σίες. Όταν πέθανε, στο σπίτι είχαν μεί­νει σωροί από άδετα βιβλία που κανείς δεν ζήτησε ποτέ και τα οποία κατέ­λη­ξαν σε μια κασέλα στο υπό­γειο. Όταν με έστελ­ναν κάτω να πάρω κάρ­βουνα, εγώ άνοιγα και εξε­ρευ­νούσα την κασέλα. Εκεί υπήρ­χαν όλα τα σπου­δαία περι­πε­τειώδη μυθι­στο­ρή­ματα του 19ου αιώνα, του Δουμά, του Βερν κ.ά. κι έτσι για χρό­νια «ψάρευα» μέσα από την παλιά κασέλα. Κάποια από αυτά τα βιβλία δεν τα έχω πια γιατί είχαν όλα φθα­ρεί από τη μανία μου να τα δια­βάζω, ενώ κάποια άλλα τα βρήκα διότι, όταν πια ενη­λι­κιώ­θηκα, πέρασα τη μισή ζωή μου τρι­γυ­ρί­ζο­ντας σε παλαιο­πω­λεία και παλιά βιβλιο­πω­λεία για να τα ξανα­βρώ και να τα αγο­ράσω πάλι.
Α.Χ.: Επο­μέ­νως τα πρώτα σας ανα­γνώ­σματα ήταν…
… περι­πε­τειώδη μυθι­στο­ρή­ματα. Όπως κάθε παιδί στην Ιτα­λία διά­βαζα Σαλ­γκάρι, όλες τις περι­πέ­τειές του. Και τον Σαλ­γκάρι προ­σπά­θησα να μιμηθώ όταν άρχισα να γράφω τα πρώτα μου παι­δικά μυθι­στο­ρή­ματα. Ήμουν σπου­δαίος συγ­γρα­φέας ανο­λο­κλή­ρω­των μυθι­στο­ρη­μά­των: όπως ο Σού­μπερτ με τη συμ­φω­νία του, ήθελα να είναι τέλεια, να μοιά­ζουν με κανο­νικά βιβλία, κι έτσι άρχιζα γρά­φο­ντας τον τίτλο (που έπρεπε να μιλάει για ένα πλοίο-φάντασμα ή για Ουσά­ρους) με κεφα­λαία γράμ­ματα και τον εκδο­τικό οίκο ονό­ματι Μοπέν που σήμαινε ΜΟλύβι και ΠΕΝνα. Μετά έκανα την εικο­νο­γρά­φηση όπως ήταν στα βιβλία του Σαλ­γκάρι εκεί­νης της επο­χής, μια εικο­νο­γρά­φηση πολύ φρο­ντι­σμένη· ύστερα άρχιζα να γράφω το πρώτο κεφά­λαιο με πολύ ακρι­βείς χαρα­κτή­ρες σαν να ήταν τυπω­μένο κι έτσι, μετά από δέκα σελί­δες, κου­ρα­ζό­μουνα και το βιβλίο τελεί­ωνε εκεί, ανο­λο­κλή­ρωτο. Επο­μέ­νως είμαι συγ­γρα­φέας πολ­λών ανο­λο­κλή­ρω­των βιβλίων. Τώρα που το θυμά­μαι, γύρω στα έντεκά μου χρό­νια, διά­βαζα ήδη βιβλία για ενή­λι­κες, π.χ. τα χιου­μο­ρι­στικά βιβλία του Π. Γκ. Γου­ντ­χά­ους με ήρωα τον Τζιβς. Ανα­κά­λυψα μάλι­στα μερι­κές σχο­λι­κές εργα­σίες από την πρώτη γυμνα­σίου όπου δεν μας έδι­ναν κάποιο συγκε­κρι­μένο θέμα αλλά ζητού­σαν να γρά­ψουμε κάποιο γεγο­νός από τη ζωή μας. Τότε διη­γιό­μουν διά­φο­ρες ιστο­ρίες με χιού­μορ εγγλέ­ζι­κου ύφους, μιμού­με­νος τον Γου­ντ­χά­ους.
Α.Χ.: Επο­μέ­νως, ως συγ­γρα­φέας ξεκι­νή­σατε με μυθι­στο­ρή­ματα και όχι με δοκί­μια.
Ναι… Ως συγ­γρα­φέας, ναι. Όπως όλοι οι άνθρω­ποι έγραψα ποι­ή­ματα γύρω στα δεκάξι μου, και μετά έγραψα μερικά ακόμα ως τα είκοσι. Κάποια στιγμή όμως απο­φά­σισα ότι δεν έπρεπε να είμαι ούτε μυθι­στο­ριο­γρά­φος ούτε ποι­η­τής. Δεν ήταν το επάγ­γελμά μου. Κι έτσι άρχισα να γράφω άρθρα, δοκί­μια, ειδικά μετά το πτυ­χίο. Δεν ήμουν από αυτούς τους δοκι­μιο­γρά­φους που μετά­νιω­ναν κι έλε­γαν «Α, δεν έγραψα ποτέ μου μυθι­στό­ρημα», όπως ο αγα­πη­τός μου φίλος Ρολάν Μπαρτ που πέθανε με το απω­θη­μένο ότι δεν έγραψε ποτέ του μυθι­στό­ρημα, χωρίς να συνει­δη­το­ποι­ή­σει ότι πάντα έγραφε υπέ­ροχα μυθι­στο­ρή­ματα. Όλα τα δοκί­μιά του ήταν και όμορφα λογο­τε­χνικά κομ­μά­τια. Εγώ δεν είχα ποτέ τέτοιες ενο­χές, αυτό το άγχος. Το αντί­θετο, πλα­τω­νικά θεω­ρούσα τον εαυτό μου ανώ­τερο ον ενώ τους ποι­η­τές και τους μυθι­στο­ριο­γρά­φους κατώ­τερα πλά­σματα στα οποία δεν έπρεπε να εμπι­στευό­μα­στε τα κοινά. Και πράγ­ματι άρχισα να γράφω μυθι­στο­ρή­ματα μονάχα γύρω στα πενή­ντα μου.
Μ.Χ.: Έχετε εντο­πί­σει ποιοι συγ­γρα­φείς σας επη­ρέ­α­σαν περισ­σό­τερο;
Είναι δύσκολο να καθο­ρί­σει κανείς το πόσο μας επη­ρε­ά­ζουν οι άνθρω­ποι. Όταν με ρωτάνε: ποιος συγ­γρα­φέας σας έχει επη­ρε­ά­σει περισ­σό­τερο, δεν ξέρω τι να τους απα­ντήσω γιατί στα δεκα­ο­χτώ μπο­ρεί να ήταν ο μεν, στα είκοσι ο δε, σήμερα κάποιος άλλος και αύριο, στα επό­μενα τριά­ντα χρό­νια, όταν θα είμαι 110 ετών, να είναι κάποιος άλλος. Για παρά­δειγμα θα μπο­ρούσα να πω, αν και αυτό δεν είναι κάτι εμφα­νές, πως ένας συγ­γρα­φέας που με επη­ρέ­ασε βαθύ­τατα ήταν ο Μαν­τσόνι με τους Λογο­δο­σμέ­νους του. Είχα την τύχη να μου το χαρί­σει ο πατέ­ρας μου πριν ακόμα με ανα­γκά­σουν να το δια­βάσω στο σχο­λείο κι έτσι το διά­βασα χωρίς κατα­να­γκα­σμούς και μου άρεσε. Όλοι οι υπό­λοι­ποι Ιτα­λοί μισούν αυτό το βιβλίο γιατί ήταν ανα­γκα­σμέ­νοι να το δια­βά­ζουν στο σχο­λείο. Λυπά­μαι πολύ όταν μαθαίνω ότι βάζουν στα σχο­λεία το Όνομα του Ρόδου. Θεέ μου, θα με μισούν μια ζωή σκέ­φτο­μαι, κι όταν μου το λένε, εγώ απα­ντώ «Μην το δια­βά­σετε. Δια­βά­στε το αργό­τερα». Ο Μαν­τσόνι λοι­πόν. Δεν είναι τυχαίο που το Όνομα του Ρόδου ξεκινά με μια εισα­γωγή που λέει «Χει­ρό­γραφο, φυσικά» και αυτό το «Χει­ρό­γραφο, φυσικά» είναι η αρχή των Λογο­δο­σμέ­νων, όπου υπο­τί­θε­ται πως έχει βρε­θεί κάποιο χει­ρό­γραφο. Δεν το αντι­λαμ­βά­νο­νται όλοι οι ανα­γνώ­στες. Κάποιοι ανα­ζη­τούν το πρω­τό­τυπο χει­ρό­γραφο από το Όνομα του Ρόδου.
Στο λύκειο είχα την πρώτη μου σημα­ντική επαφή με τη σύγ­χρονη ποί­ηση κι έτσι διά­βαζα Ουν­γκα­ρέτι, Μοντάλε… κι αυτή ήταν επί­σης μια πολύ έντονη επιρ­ροή. Τους διά­βαζα κάτω από το θρα­νίο την ώρα των μαθη­μα­τι­κών, επο­μέ­νως ήταν ανα­γνώ­σματα της επι­λο­γής μου, δεν με υπο­χρέ­ωνε κανείς. Ήμα­στε μια παρέα λιγο­στών φίλων που δια­βά­ζαμε ποί­ηση και πηγαί­ναμε σε κον­σέρτα κλα­σι­κής μου­σι­κής. Προς το τέλος του λυκείου άρχισα να δια­βάζω ξένους ποι­η­τές, τους Συμ­βο­λι­στές, από τον Μπο­ντλέρ και μετά. Το ’48 ο Έλιοτ πήρε το Νόμπελ, βγή­καν τα πρώτα άρθρα για τον Έλιοτ, πριν δεν ήξερα καν ποιος ήταν, άρχισα να δια­βάζω την Έρημη Χώρα. Μεγά­λωσα, με λίγα λόγια, δια­βά­ζο­ντας ποί­ηση. Στο Πανε­πι­στή­μιο θα έλεγα πως με επη­ρέ­α­σαν δύο συγ­γρα­φείς. Ο ένας προ­φα­νώς είναι ο Τζόις, με τον οποίο συνέ­χισα να ασχο­λού­μαι και μετά, έχω γρά­ψει μάλι­στα κι ένα βιβλίο γι’ αυτόν. Στο Πορ­τρέτο του Καλ­λι­τέ­χνη υπήρχε η ιστο­ρία μιας απο­στα­σίας κι εκείνη την περί­οδο άρχισα σιγά σιγά να εγκα­τα­λείπω την πίστη μου στη θρη­σκεία. Επο­μέ­νως ο Τζόις ήταν κάτι σαν καθρέ­φτης στον οποίο έβλεπα τη δική μου ιστο­ρία. Ο άλλος συγ­γρα­φέας, που είχα ήδη ανα­κα­λύ­ψει δια­βά­ζο­ντας τους Γάλ­λους Συμ­βο­λι­στές, ήταν ο Υσμάνς με το Là-bas. Αυτό το βιβλίο πάντοτε με συνάρ­παζε και το κου­βα­λάω πάντα ως σημείο ανα­φο­ράς σε όλα μου τα μυθι­στο­ρή­ματα, υπάρ­χει στο τελευ­ταίο μου βιβλίο, στο προ­τε­λευ­ταίο, παντού. Και μετά ήταν όλες οι άλλες ανα­κα­λύ­ψεις. Προς το τέλος του Πανε­πι­στη­μίου η μεγάλη παρέα των Αμε­ρι­κα­νών, ο Σκοτ Φιτζέ­ραλντ και οι άλλοι. Την εποχή του Πανε­πι­στη­μίου για εμένα σημα­ντι­κός υπήρξε επί­σης ο Τόμας Μαν.
Α.Χ.: Και με τους Ιτα­λούς μετά τον Μαν­τσόνι;
Από τους σύγ­χρο­νους Ιτα­λούς επη­ρε­ά­στηκα πολύ από τον Παβέζε. Μετά αγά­πησα πολύ τον Καλ­βίνο και γίναμε φίλοι. Έβγαζα τα βιβλία μου στον ίδιο εκδο­τικό με τον Μορά­βια τον οποίο επί­σης διά­βαζα συστη­μα­τικά.
Α.Χ.: Στη δεκα­ε­τία του ’60 δημιουρ­γείτε με άλλους συγ­γρα­φείς και καλ­λι­τέ­χνες την Ομάδα 63, ένα πρω­το­πο­ριακό για την Ιτα­λία κίνημα. Ποιο τελικά ήταν το ανα­τρε­πτικό στοι­χείο εκεί­νου του κινή­μα­τος; Ενα­ντίον ποιου πράγ­μα­τος επα­να­στα­τού­σατε; Τι θέλατε να αλλά­ξει;
Υπήρ­χαν πολλά στοι­χεία. Καταρ­χήν ήταν μια επα­νά­σταση ενά­ντια σε παγιω­μέ­νες συνή­θειες. Οι πιο μεγά­λοι σε ηλι­κία Ιτα­λοί συγ­γρα­φείς, ίσως ανα­γκα­σμέ­νοι από τον φασι­σμό, συνή­θι­ζαν να ζουν σε μικρές κλί­κες. Συνα­ντιού­νταν το βράδυ στα καφέ χωρίς να εκτί­θε­νται ποτέ δημο­σίως. Ζού­σαν πολύ μεταξύ τους και προ­στά­τευε ο ένας τον άλλον. Η γενιά μας υιο­θέ­τησε το πρό­τυπο της γερ­μα­νι­κής Ομά­δας 47 όπου συνα­ντιού­νταν, ο καθέ­νας διά­βαζε τα κεί­μενά του και έκανε σφο­δρή κρι­τική στα κεί­μενα του άλλου. Ήταν μια αλλαγή προ­ο­πτι­κής. Επι­πλέον ήταν μια γενιά την οποία ο Αρμπα­ζίνο είχε απο­κα­λέ­σει «η γενιά της εκδρο­μής στο Κιάσο», την πρώτη πόλη της Ελβε­τίας πάνω από τη Βόρεια Ιτα­λία. Πολ­λές φορές οι συγ­γρα­φείς της παλιάς γενιάς έλε­γαν: μα εμείς ζού­σαμε υπό φασι­στικό καθε­στώς, δεν μπο­ρού­σαμε να ξέρουμε τους μεγά­λους ξένους συγ­γρα­φείς: αυτό δεν ήταν αλή­θεια, γιατί οι καλοί συγ­γρα­φείς όπως ο Παβέζε ή ο Μοντάλε ή ο Βιτο­ρίνι, γνώ­ρι­ζαν πολύ καλά τους ξένους συγ­γρα­φείς. Ο Αρμπα­ζίνο είχε γρά­ψει ένα ωραίο άρθρο λέγο­ντας ότι αν έμπαι­ναν στο αυτο­κί­νητο και πήγαι­ναν στο Κιάσο, στα βιβλιο­πω­λεία θα έβρι­σκαν τα πάντα, ό,τι ήθελε κανείς. Επο­μέ­νως εμείς ήμα­σταν η γενιά της «εκδρο­μής στο Κιάσο», με μια πιο διε­θνή μόρ­φωση, πολλά περισ­σό­τερα διε­θνή πρό­τυπα. Μετά υπήρχε το πει­ρα­μα­τικό ερέ­θι­σμα, κατά της ερμη­τι­κής ποί­η­σης, κατά του παρα­δο­σια­κού μυθι­στο­ρή­μα­τος – αυτού που ονο­μά­ζαμε «παρη­γο­ρη­τικό» διότι στο τέλος τα πάντα τελεί­ω­ναν αισιό­δοξα. Φτά­σαμε μάλι­στα στο σημείο κάποιοι συγ­γρα­φείς να γρά­φουν δυσκο­λο­διά­βα­στα μυθι­στο­ρή­ματα ή να φτά­νουν στη λευκή σελίδα όπως στη μου­σική φτά­ναμε στη σιωπή του Τζον Κέιτζ ή στη ζωγρα­φική στον λευκό καμβά ή όπως στο θέα­τρο φτά­ναμε στην άδεια σκηνή. Αυτός είναι ο λόγος που κάποια στιγμή η Ομάδα 63, όπως γενι­κό­τερα όλα τα πρω­το­πο­ριακά κινή­ματα, έπρεπε να δια­λυ­θεί, γιατί δεν μπο­ρείς να πας πέρα από τη λευκή σελίδα. Εγώ εκείνη την εποχή έγραφα μελέ­τες για τον Τζόις, για τη noye music κ..ά. αλλά δεν έγραφα λογο­τε­χνία. Και με ρωτού­σαν γιατί δεν γράφω κι εγώ ένα μυθι­στό­ρημα ή ένα διή­γημα, κι εγώ απα­ντούσα πως αν έπρεπε να το γράψω, θα έπρεπε να είναι μια συρ­ραφή, ένα κολάζ από τα παλιά μυθι­στο­ρή­ματα του Σαλ­γκάρι, κι αυτό δεν γίνε­ται. Όταν έγινε η νέα επα­νά­σταση, ο επο­νο­μα­ζό­με­νος μετα­μο­ντερ­νι­σμός, συνει­δη­το­ποί­ησα ότι μπο­ρούσα να διη­γηθώ ένα μυθι­στό­ρημα κάνο­ντας ειρω­νι­κούς υπαι­νιγ­μούς σε ολό­κληρο το σύμπαν της προ­γε­νέ­στε­ρης λογο­τε­χνίας. Και όταν κάθε τόσο κάποιος μου λέει πως όταν άρχι­σες να γρά­φεις μυθι­στο­ρή­ματα, έκα­νες εντέ­λει το αντί­θετο απ’ ό,τι πρέ­σβευε η Ομάδα 63, η απά­ντησή μου είναι: αν δεν υπήρχε η Ομάδα 63 δεν θα μπο­ρούσα να γράψω τα μυθι­στο­ρή­ματά μου έτσι όπως τα έχω γρά­ψει.
Μ.Χ.: Πώς και απο­φα­σί­σατε να περά­σετε στη μυθο­πλα­σία;
Εγώ είμαι σαν ένας ποδη­λά­της που παίρ­νει μέρος και σε ράλι αυτο­κι­νή­των. Δεν υπάρ­χει καμία σχέση ανά­μεσα στη μυθι­στο­ριο­γρα­φική μου δρα­στη­ριό­τητα και τη δρα­στη­ριό­τητά μου ως φιλό­σο­φου και ιστο­ρι­κού της φιλο­σο­φίας. Μετά ακο­λού­θησε η μελέτη της αισθη­τι­κής του Μεσαί­ωνα, μετά η μελέτη της ποι­η­τι­κής του Τζόις, μετά η μελέτη της πει­ρα­μα­τι­κής φόρ­μας της λογο­τε­χνίας, στη συνέ­χεια η επαφή με τη μαζική επι­κοι­νω­νία και μετά η σημειο­λο­γία. Όλα αυτά θα μπο­ρού­σαν να γίνουν κάλ­λι­στα ακόμα κι αν δεν έγραφα μυθι­στο­ρή­ματα. Λοι­πόν, αν και δεν είμαι προ­λη­πτι­κός, στο χέρι μου η γραμμή της ζωής στα­ματά στη μέση και ξαναρ­χί­ζει δίπλα μέχρι που τελειώ­νει. Λες κι εγώ, γύρω στα σαρά­ντα πέντε μου, είχα χάσει τη μνήμη μου, παντρεύ­τηκα κάποιαν άλλη, έκανα άλλα παι­διά κι έκανα άλλη ζωή. Εν μέρει έτσι έγινε. Λίγο πριν από τα πενή­ντα μου άρχισα να γράφω ένα μυθι­στό­ρημα. Γιατί; Με ρώτη­σαν σε δέκα χιλιά­δες συνε­ντεύ­ξεις και η απά­ντηση που έδινα ήταν: εκείνη την εποχή, ένας κύριος ο οποίος είχε γευ­τεί όλες τις ικα­νο­ποι­ή­σεις που θα μπο­ρούσε να γευ­τεί, τι θα μπο­ρούσε άλλο να κάνει; Να το σκά­σει με μια Κου­βα­νέζα χορεύ­τρια και να πάει να ζήσει μια άλλη ζωή στο Ακα­πούλκο.; Επειδή κόστιζε πολύ να φύγω με μια Κου­βα­νέζα χορεύ­τρια και να πάω στο Ακα­πούλκο (άλλω­στε το Ακα­πούλκο δεν είναι και κάτι το σπου­δαίο), άρχισα να γράφω ένα μυθι­στό­ρημα. Η άλλη απά­ντηση που έδινα για να σωπά­σουν οι κακές δημο­σιο­γρα­φι­κές γλώσ­σες ήταν «επειδή έτσι γού­σταρα». Η τρίτη που θα ήθελα να δώσω είναι ότι είχα πάντα μια λογο­τε­χνική παρόρ­μηση. Σας είπα προη­γου­μέ­νως ότι από παιδί προ­σπα­θούσα να γράψω μυθι­στο­ρή­ματα. Νομίζω όμως ότι και τα δοκί­μιά μου είναι δομη­μένα με λογο­τε­χνικό τρόπο. Όταν παρου­σί­ασα την πτυ­χιακή μου πάνω στην αισθη­τική του Θωμά Ακι­νάτη, ο δεύ­τε­ρος καθη­γη­τής που θα έκρινε την εργα­σία μου, τη δημο­σί­ευσε μεν αλλά είχε μια σοβαρή ένσταση. Μου είχε πει: Ένας επι­στή­μο­νας όταν θέλει να κάνει μια έρευνα, κάνει πολ­λές υπο­θέ­σεις, κι αν κάνει κάποιο λάθος, γυρ­νάει πίσω και στο τέλος γρά­φει τα συμπε­ρά­σματά του. Εσύ όμως αφη­γή­θη­κες όλη την έρευνά σου με τις αμφι­βο­λίες και τα λάθη σου, καθώς και τα πισω­γυ­ρί­σματά σου. Κι εγώ είπα: Ναι, έχετε δίκιο ότι το έκανα έτσι αλλά έχετε ταυ­τό­χρονα άδικο ότι δεν πρέ­πει να γίνε­ται έτσι μια έρευνα. Κάθε πραγ­μα­τική έρευνα πρέ­πει να γίνε­ται σαν αστυ­νο­μικό μυθι­στό­ρημα, σαν την αφή­γηση μιας αστυ­νο­μι­κής έρευ­νας. Επο­μέ­νως πάντα έγραφα μυθι­στο­ρή­ματα ακόμα κι αν ονο­μά­ζο­νταν Ζητή­ματα αισθη­τι­κής στον Θωμά Ακι­νάτη. Κάποια στιγμή, όταν έφτασα σε κάποια φάση της ζωής μου όπου ό,τι ήθελα να κάνω, τα είχα πραγ­μα­το­ποι­ή­σει σχε­δόν όλα, είχα γρά­ψει πολλά βιβλία, είχα κάνει δύο παι­διά, είχα δική μου έδρα στο Πανε­πι­στή­μιο, άρα το μόνο που μου έμενε ήταν να το σκάσω με την Κου­βα­νέζα χορεύ­τρια, είπα γιατί να μη γράψω ένα μυθι­στό­ρημα για δική μου ευχα­ρί­στηση, σαν μια παρέν­θεση. Το μόνο που δεν ήξερα είναι ότι θα κατα­λάμ­βανε ένα τόσο μεγάλο μέρος του δεύ­τε­ρου μισού της ζωής μου.
Α.Χ.: Ίσως να μην πρό­κει­ται μόνο για θέμα ευχα­ρί­στη­σης. Ανα­ρω­τιέ­μαι μήπως ενδό­μυχα νιώ­θατε πως καμία μορφή γρα­φής δεν μπο­ρεί να καλύ­ψει όλα τα κενά, ή ότι η λογο­τε­χνία θα μπο­ρούσε να γεμί­σει κάποια κενά που άφηνε η δοκι­μιο­γρα­φία…
Αυτό είναι αλή­θεια αλλά μου το εξή­γη­σαν οι άλλοι. Εγώ στην αρχή δεν το είχα σκε­φτεί. Νόμιζα ότι εξι­στο­ρούσα μια ιστο­ρία γιατί μου άρεσε να το κάνω. Είναι αλή­θεια ότι στο οπι­σθό­φυλλο στο Όνομα του Ρόδου, που ως γνω­στόν το γρά­φει σχε­δόν πάντα ο συγ­γρα­φέας, είχα γρά­ψει –παρα­φρά­ζο­ντας τον Βιτ­γκεν­στάιν– ότι ο συγ­γρα­φέας έγραψε αυτό το μυθι­στό­ρημα διότι, ό,τι δεν μπο­ρούμε να θεω­ρη­τι­κο­ποι­ή­σουμε, πρέ­πει να μπο­ρούμε να το αφη­γη­θούμε. Είχα σίγουρα την άποψη ότι έλεγα κάποια πράγ­ματα που στα δοκί­μιά μου δεν είχα πει, που δεν θα μπο­ρούσα να πω, που δεν θα είχα το θάρ­ρος να πω.
Μ.Χ.: Διότι αν κοι­τά­ξουμε τα δοκί­μια και τα μυθι­στο­ρή­ματα που έχετε γρά­ψει φαί­νε­ται να υπάρ­χει ένας υπό­γειος διά­λο­γος μεταξύ τους. Για παρά­δειγμα: γρά­φετε το Μπα­ου­ντο­λίνο και αμέ­σως μετά το Περί λογο­τε­χνίας. Γρά­φετε το Κοι­μη­τή­ριο της Πρά­γας και αμέ­σως μετά το Κατα­σκευά­ζο­ντας τον εχθρό που μοιά­ζει συμπλη­ρω­μα­τικό του Κοι­μη­τή­ριου…
Έχω δύο απα­ντή­σεις στο ερώ­τημα αυτό. Πρώ­τον ότι αυτές τις σχέ­σεις δοκιμιογραφίας-πεζογραφίας τις βρί­σκουν οι ανα­γνώ­στες και είναι προ­φα­νές ότι υπάρ­χουν, διότι δεν είμαι σχι­ζο­φρε­νής. Είναι προ­φα­νές ότι και στα δύο ανα­ζητώ τα ίδια προ­βλή­ματα, τα ίδια ζητή­ματα. Το άλλο έχει σχέση με τις έρευ­νες που κάνω. Θα έλεγα ότι όλα ξεκί­νη­σαν με το Εκκρε­μές του Φουκώ: στη διάρ­κεια μιας έρευ­νας που κρά­τησε οκτώ χρό­νια, όσα χρό­νια δηλαδή χωρί­ζουν το Όνομα του Ρόδου από το Εκκρε­μές του Φουκώ, συγκέ­ντρωσα έναν τερά­στιο αριθμό στοι­χείων και μπήκα στον πει­ρα­σμό να τα βάλω όλα στο μυθι­στό­ρημα αλλά ήταν υπερ­βο­λικά πολλά. Τότε απο­φά­σισα να κάνω μαθή­ματα στο Πανε­πι­στή­μιο πάνω στο ίδιο θέμα, κι έτσι γλί­τωσα από τον πει­ρα­σμό να βάλω όλο μου το υλικό στο βιβλίο. Το ίδιο έγινε με την Ανα­ζή­τηση της τέλειας γλώσ­σας όπου χρη­σι­μο­ποί­ησα υλικό που μου είχε χρεια­στεί για κάποια μυθι­στο­ρή­ματα. Τέτοια πράγ­ματα.
Α.Χ.: Υπάρ­χει μια ωραία φράση στο βιβλίο σας Έξι περι­πλα­νή­σεις στο δάσος της αφή­γη­σης που λέει: «Περ­πα­τώ­ντας στο δάσος της αφή­γη­σης μπο­ρούμε να κατα­λά­βουμε τον μηχα­νι­σμό που επι­τρέ­πει την εισβολή της μυθο­πλα­σίας στη ζωή, άλλοτε με ευχά­ρι­στες συνέ­πειες κι άλλοτε μετα­τρέ­πο­ντας τη ζωή όχι σε όνειρο αλλά σε εφιάλτη». Ήθελα να το συζη­τή­σουμε λίγο. Όλοι λένε ότι η λογο­τε­χνία μας επι­τρέ­πει να ζούμε διά­φο­ρες ζωές, τις ζωές συνή­θως που δεν ζούμε στην πραγ­μα­τι­κό­τητα και ότι, ακόμα και η κακή λογο­τε­χνία, μας ανοί­γει ένα παρά­θυρο στον ήλιο. Εσείς προ­σθέ­τετε ένα άλλο πολύ ενδια­φέ­ρον στοι­χείο, το στοι­χείο του εφιάλτη: ότι δηλαδή η λογο­τε­χνία μπο­ρεί να κάνει και κακό.
Έτσι είναι μέχρι ενός ορι­σμέ­νου σημείου γιατί… Σ’ αυτό το βιβλίο μιλούσα για τη μυθο­πλα­σία υπό την έννοια του ψεύ­δους όχι για τη λογο­τε­χνία. Στην ουσία υπο­νο­ούσα τα Πρω­τό­κολλα των Σοφών της Σιών και αυτό το δοκί­μιο, που έγραψα το ’83, κατά βάθος προ­λειαί­νει το έδα­φος για το τελευ­ταίο μου μυθι­στό­ρημα Το Κοι­μη­τή­ριο της Πρά­γας. Μιλούσα για το γεγο­νός ότι πολ­λές φορές η ιστο­ρία παρά­γε­ται από ψεύδη. Ψεύδη άλλοτε θετικά, για παρά­δειγμα με την επι­στολή του πατρός Ιωάννη που ώθησε τον Μάρκο Πόλο και άλλους να εξε­ρευ­νή­σουν την Ανα­τολή, και ψεύδη αρνη­τικά: χαρα­κτη­ρι­στικό παρά­δειγμα τα Πρω­τό­κολλα των Σοφών της Σιών που τελικά εμμέ­σως συνέ­βα­λαν στο Ολο­καύ­τωμα. Επο­μέ­νως μιλούσα κυρίως όχι τόσο για τον εφιάλτη που παρά­γει η λογο­τε­χνία αλλά για τον εφιάλτη που δημιουρ­γούν τα πλα­στά μυθεύ­ματα. Παρα­δέ­χο­μαι όμως ότι κάποια βιβλία μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν εφιάλ­τες όπως για παρά­δειγμα τα βιβλία του Μαρ­κή­σιου ντε Σαντ.
Α.Χ.: Μήπως ένα κακό μυθι­στό­ρημα, ένα ροζ π.χ. μυθι­στό­ρημα, έτσι όπως παρεκ­κλί­νει από την πραγ­μα­τι­κό­τητα, θα μπο­ρούσε να κάνει κι εμάς να παρεκ­κλί­νουμε από την πραγ­μα­τική ζωή;
Αυτό το σκέ­φτηκε ο Φλο­μπέρ με τη Μαντάμ Μπο­βαρί που η ζωή της κατα­στρά­φηκε από τα ροζ μυθι­στο­ρή­ματα διότι πίστεψε σ’ αυτό το εντε­λώς ψεύ­τικο αφη­γη­μα­τικό σύμπαν. Υπάρ­χουν πολλά τέτοια παρα­δείγ­ματα, όχι μόνο τα ροζ μυθι­στο­ρή­ματα. Υπάρ­χει ένας σωρός κόσμος που έχει κατα­στρέ­ψει τη ζωή του λόγω της trash tv.
Μ.Χ.: Υπάρ­χει όμως και μια άλλη σχέση μεταξύ των βιβλίων σας. Γρά­φετε το Όνομα του ρόδου και τριά­ντα χρό­νια αργό­τερα γρά­φετε το Κοι­μη­τή­ριο της Πρά­γας. Μέσα σε αυτά τα δύο μυθι­στο­ρή­ματα γίνε­ται λόγος για δύο άλλα «επι­κίν­δυνα» βιβλία, στο πρώτο για το Περί Κωμω­δίας του Αρι­στο­τέλη, στο δεύ­τερο για τα Πρω­τό­κολλα των Σοφών της Σιών
Το βιβλίο του Αρι­στο­τέλη στο Όνομα του Ρόδου θεω­ρεί­ται επι­κίν­δυνο μόνο από τον κακό της υπό­θε­σης. Το νόημα του Ονό­μα­τος του Ρόδου είναι να προ­στα­τεύ­ουμε τα βιβλία, ότι τα βιβλία δεν πρέ­πει να κρύ­βο­νται. Ενώ τα Πρω­τό­κολλα είναι η περί­πτωση ενός κακού βιβλίου. Πρέ­πει να πω ότι όλα τα μυθι­στο­ρή­ματά μου ή περι­στρέ­φο­νται γύρω από ένα βιβλίο ή από ένα μέρος όπου υπάρ­χουν βιβλία ή γύρω από κάτι ψευ­δές γιατί και ο Μπα­ου­ντο­λίνο είναι πλα­στο­γρά­φος, ένας πλα­στο­γρά­φος χαρού­με­νος, καλός αλλά πλα­στο­γρά­φος.
Μ.Χ.: Βλέπω ακόμα μια σχέση ανά­μεσα στα δύο αυτά μυθι­στο­ρή­ματά σας. Και τα δύο ενδια­φέ­ρο­νται γι’ αυτό που σήμερα θα λέγαμε «προ­πα­γάνδα», γι’ αυτό που λέμε πόλεμο των ιδεών. Ένας πόλε­μος μεταξύ του σκο­τα­δι­σμού και της ελεύ­θε­ρης σκέ­ψης.
Όλα μου τα μυθι­στο­ρή­ματα περι­στρέ­φο­νται γύρω από κάποιες ιδέες. Βλέ­πετε υπάρ­χουν άνθρω­ποι που δεν τα κατα­φέρ­νουν στην ερω­τική πράξη κι έτσι γεμί­ζουν τα μυθι­στο­ρή­ματά τους με σεξ. Υπάρ­χουν άλλοι που κάνουν έρωτα μια χαρά και δεν χρειά­ζε­ται να βάλουν σεξ στα μυθι­στο­ρή­ματά τους και τότε βάζουν ιδέες. Είναι προ­φα­νές ότι σε όλα μου τα μυθι­στο­ρή­ματα υπάρ­χει μια μάχη. Υπάρ­χει σεξ, υπάρ­χουν και ιδέες. Οι ιδέες παί­ζουν μεταξύ τους γιατί αυτή είναι η τέχνη μου, γνω­ρίζω τις ιδέες.
Α.Χ.: Θα ήθελα να επι­στρέ­ψουμε στον ορι­σμό της λογο­τε­χνίας με μία ακόμα υπέ­ροχη φράση από το βιβλίο σας Έξι περι­πλα­νή­σεις στο δάσος της αφή­γη­σης: «Σε κάθε περί­πτωση θα συνε­χί­σουμε να δια­βά­ζουμε έργα μυθο­πλα­σίας γιατί σε αυτά είναι που ανα­ζη­τούμε μια φόρ­μουλα που θα δίνει νόημα στη ζωή μας. Κατά βάθος ανα­ζη­τούμε στην πορεία της ζωής μας μια πρω­το­γενή ιστο­ρία που θα μας λέει γιατί γεν­νη­θή­καμε και γιατί ζήσαμε». Ήθελα να ρωτήσω: τελικά η λογο­τε­χνία μάς έχει δώσει κάποια απά­ντηση σ’ αυτή την ερώ­τηση;
Το κακό ή το καλό αυτής της υπό­θε­σης είναι ότι μας έχει δώσει πολ­λές. Αν υπήρχε μόνο μία απά­ντηση δεν θα ήταν λογο­τε­χνία αλλά κατή­χηση. Κάποιοι γλωσ­σο­λό­γοι δια­χώ­ρι­σαν τη φυσική από την τεχνητή πεζο­γρα­φία. Η φυσική πεζο­γρα­φία είναι όταν διη­γού­μα­στε κάτι που έχει συμ­βεί στην πραγ­μα­τι­κό­τητα. Μου είπατε: Α, σήμερα το πρωί ξεκι­νή­σαμε από το Ρίμινι αλλά δεν βρή­καμε τον δρόμο και μετά… Αυτή είναι η φυσική πεζο­γρα­φία. Οι εφη­με­ρί­δες είναι φυσική πεζο­γρα­φία. Χτες ο πρω­θυ­πουρ­γός συνα­ντή­θηκε… Ένας τρε­λός Νορ­βη­γός σκό­τωσε… κ.λπ. Η τεχνητή πεζο­γρα­φία είναι η μυθο­πλα­σία, και η αφη­γη­μα­τική μυθο­πλα­σία, το μυθι­στό­ρημα. Η φυσική πεζο­γρα­φία μάς λέει μη πεπε­ρα­σμένα πράγ­ματα για τα οποία δεν υπάρ­χει εξή­γηση. Ένας Νορ­βη­γός σκό­τωσε εκατό άτομα. Γιατί; Πώς; Ακόμα δεν το ξέρουμε. Δεν ξέρουμε τι έγινε στο κεφάλι του, τι του πέρασε από το μυαλό. Έγινε ένα τσου­νάμι στα νησιά… και πέθα­ναν 10.000 άτομα. Ποιοι; Πώς; Δεν ξέρουμε τίποτα. Αντι­θέ­τως, στην τεχνητή πεζο­γρα­φία ο συγ­γρα­φέας προ­σπα­θεί να βρει τους λόγους, τα κίνη­τρα, μας δίνει μια απά­ντηση, πιθα­νώς λαν­θα­σμένη, μερο­λη­πτική, ωστόσο προ­σπα­θεί να δώσει μια απά­ντηση στα γεγο­νότα. Αυτό λέω εκεί, ενώ στη φυσική πεζο­γρα­φία βρι­σκό­μα­στε αντι­μέ­τω­ποι με κάποια απο­μο­νω­μένα ακόμα κομ­μά­τια του κόσμου που δεν συν­δέ­ο­νται λογικά.
Α.Χ.: Εγώ, ως ανα­γνώ­στης που δια­βάζω ένα μυθι­στό­ρημα και θέλω να μάθω τις βαθύ­τε­ρες αιτίες της ζωής μου, καλού­μαι να εμπι­στευτώ τον συγ­γρα­φέα… Όμως, παρότι πολ­λές φορές δια­βά­ζουμε πράγ­ματα που δεν έχουν νόημα, συνε­χί­ζουμε να δια­βά­ζουμε…
Δια­βά­ζουμε άσχημα πράγ­ματα γιατί στον κόσμο της μυθο­πλα­σίας γίνο­νται και άσχημα πράγ­ματα. Το 80% μάλι­στα είναι άσχημα πράγ­ματα και μόνο το 20% αξί­ζει… Εξα­κο­λου­θούμε να δια­βά­ζουμε γιατί έχουμε αυτή την παρόρ­μηση να ανα­ζη­τούμε ιστο­ρίες που μας εξη­γούν τον κόσμο. Τι είναι οι κλα­σι­κοί μύθοι; Ο Οιδί­πους; Είναι ιστο­ρίες που προ­σπα­θού­σαν να εξη­γή­σουν τον κόσμο έτσι όπως είναι. Η Μήδεια δεν είναι απλώς μια γυναίκα που σκό­τωσε τα παι­διά της, όχι. Προ­σπα­θεί να εξη­γή­σει τους νόμους του γεγο­νό­τος, της ζήλιας, της από­γνω­σης. Οι μύθοι είναι ιστο­ρίες που εξη­γούν τον κόσμο. Αν δεν είστε θρή­σκος, τα Ευαγ­γέ­λια είναι μια ιστο­ρία που εξη­γεί τον κόσμο. Επο­μέ­νως συνε­χί­ζουμε να δια­βά­ζουμε γιατί έχουμε την ανά­γκη να βρί­σκουμε συνε­χώς ιστο­ρίες που θα μας εξη­γούν τον κόσμο. Μα γιατί δεν είμα­στε ποτέ ικα­νο­ποι­η­μέ­νοι; Προ­φα­νώς αυτό είναι το άλλο ωραίο της υπό­θε­σης.
Α.Χ.: Η λογο­τε­χνία πρέ­πει να είναι εύλη­πτη από όλους; Είναι ρητο­ρική η ερώ­τησή μου.
Υπάρ­χουν εκεί­νοι που θέλουν εύκο­λες απα­ντή­σεις κι εκεί­νοι που θέλουν δύσκο­λες. Την ιστο­ρία με τον λύκο και το αρνί του Φαί­δρου, όπου ο λύκος τρώει το αρνί με τη δικαιο­λο­γία ότι του βρο­μί­ζει το νερό (ενώ το αρνί βρί­σκε­ται πάνω στο βουνό και ο λύκος είναι αυτός που βρο­μί­ζει το νερό), την κατα­λα­βαί­νουν όλοι. Αν θέλουμε όμως να την ανα­λύ­σουμε σε όλες της τις συνι­στώ­σες, είναι μια ιστο­ρία με απέ­ρα­ντο βάθος. Επο­μέ­νως μπο­ρεί να υπάρ­χουν ιστο­ρίες που μοιά­ζουν απλές και που όλοι τις κατα­λα­βαί­νουν αλλά τελικά… έτσι είναι οι μύθοι.
Α.Χ.: Όταν γρά­φετε ένα μυθι­στό­ρημα, θέλετε να είστε εύλη­πτος ή όχι; Υπάρ­χουν πολ­λοί διά­ση­μοι συγ­γρα­φείς που γρά­φουν επί­τη­δες δύσκολο το πρώτο κεφά­λαιο διότι θέλουν να απο­μα­κρύ­νουν τους ανε­πι­θύ­μη­τους ανα­γνώ­στες…
Κι εγώ αυτό κάνω. Χρειά­ζε­ται για να βάζεις σε πει­θαρ­χία τον ανα­γνώ­στη. Αν δεν είσαι δια­τε­θει­μέ­νος να περά­σεις αυτή τη δοκι­μα­σία, τράβα σπίτι σου.
Μ.Χ.: Δηλαδή κατά κάποιον τρόπο πλά­θετε τους ανα­γνώ­στες σας…
Υπό μία έννοια, ναι. Μόλις τον βάλω σε πει­θαρ­χία, στη συνέ­χεια μπορώ να τον βοη­θήσω με πολ­λούς τρό­πους, ακόμα κι όταν το μυθι­στό­ρημα μοιά­ζει να διη­γεί­ται λόγια πράγ­ματα ή δεν ξέρω τι… Γιατί υπάρ­χουν τόσες λατι­νι­κές λέξεις; Μα ο ανα­γνώ­στης δεν ξέρει λατι­νικά. Και τι με νοιά­ζει εμένα; Μήπως γράφω γι’ αυτούς που ξέρουν λατι­νικά; Γράφω γι’ αυτούς που δεν ξέρουν και ακούνε κάτι το μυστη­ριώ­δες. Μου λένε: Μα εγώ ανα­γκά­στηκα να ψάξω στο λεξικό. Κακώς, δεν έπρεπε. Όταν σ’ ένα μυθι­στό­ρημα γρά­φεις άμπρα-κατάμπρα, δεν θέλεις να ξέρει ο κόσμος τι σημαί­νει άμπρα-κατάμπρα. Θέλεις να ξέρει ότι κάποιος είπε άμπρα-κατάμπρα. Άλλες φορές, αν και δεν φαί­νε­ται ότι βοη­θάω τον ανα­γνώ­στη, τον βοηθώ πάρα πολύ. Στο Όνομα του Ρόδου ο Γου­λιέλ­μος Μπά­σκερ­βιλ κάποια στιγμή βγά­ζει κάτι από το δισάκι του που κατα­λα­βαί­νουμε αμέ­σως ότι είναι γυα­λιά. Και όλοι οι μονα­χοί γύρω του μένουν έκπλη­κτοι. Με αυτόν τον τρόπο έχω πλη­ρο­φο­ρή­σει τον ανα­γνώ­στη ότι τα γυα­λιά μόλις είχαν ανα­κα­λυ­φθεί εκείνη την εποχή χωρίς να του το πω ευθέως. Το παρά­ξενο είναι ότι ενώ γράφω δύσκολα βιβλία, με πολ­λές λατι­νι­κές φρά­σεις…
Α.Χ.: … τα βιβλία αυτά που­λάνε εκα­τομ­μύ­ρια αντί­τυπα! Πώς ερμη­νεύ­ε­ται αυτό;
Την ερώ­τηση αυτή δεν πρέ­πει να την κάνετε σε εμένα, αλλά στους εκδό­τες. Προ­φα­νώς οι ανα­γνώ­στες δεν είναι τόσο ηλί­θιοι όσο νομί­ζουν οι εκδό­τες. Στα έξι δισε­κα­τομ­μύ­ρια κατοί­κων του πλα­νήτη υπάρ­χει ένα γεν­ναίο ποσο­στό ανα­γνω­στών που δεν θέλει εύκολα βιβλία.
Μ.Χ.: Σύμ­φω­νοι. Εσείς όμως όταν γρά­φετε ένα δύσκολο βιβλίο, γιατί το κάνετε; Θέλετε να εκπαι­δεύ­σετε τον ανα­γνώ­στη, θέλετε να τον ταρα­κου­νή­σετε, θέλετε να ερμη­νεύ­σετε την εποχή σας; Ποια είναι η πρώτη σας προ­τε­ραιό­τητα;
Να διη­γηθώ μια ιστο­ρία. Ξέρετε ότι σε κάποια θεω­ρη­τικά βιβλία μου μίλησα πολύ για τη δημιουρ­γία του αναγνώστη-προτύπου. Ένας συγ­γρα­φέας δεν γρά­φει για νοι­κο­κυ­ρές, για σιδη­ρο­δρο­μι­κούς υπαλ­λή­λους ή για λοχίες. Γρά­φει για τον ανα­γνώ­στη που ο ίδιος πλά­θει τη στιγμή της ανά­γνω­σης: εκείνη τη στιγμή θα ήθελα ο ανα­γνώ­στης μου να γίνει σαν κι εμένα. Μα πώς; Μόλις έδωσα ένα παρά­δειγμα με τα γυα­λιά. Δημιουργώ έναν ανα­γνώ­στη ικανό να κατα­λά­βει ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρ­χαν γυα­λιά. Τον χτί­ζεις βήμα βήμα και αν αυτό έχει απο­τέ­λε­σμα, έχει καλώς, αν όχι, κακώς. Πρό­σφατα έγραψα ότι υπάρ­χουν ανα­γνώ­στες ανί­κα­νοι να ανα­γνω­ρί­σουν τη μυθο­πλα­σία και απο­δί­δουν στον συγ­γρα­φέα τις από­ψεις των ηρώων του. Επο­μέ­νως δεν δια­βά­ζουν σωστά. Μου λένε γιατί είπατε το τάδε πράγμα; Εγώ; Δεν το είπα ποτέ, ο ήρωάς μου το είπε. Υπάρ­χουν ανα­γνώ­στες που δεν μπο­ρούν να κάνουν αυτή τη δια­φο­ρο­ποί­ηση. Είναι κακοί ανα­γνώ­στες κι εγώ έχω απο­τύ­χει γιατί δεν τους έπλασα έτσι όπως ήθελα. Είμαι ένας συγ­γρα­φέας που μπο­ρεί τα βιβλία του να που­λάνε πολύ αλλά μιλάει σ’ ένα πολύ μικρό­τερο ποσο­στό ανα­γνω­στών. Οι άλλοι είναι αυτοί που απλώς αγο­ρά­ζουν το βιβλίο, τι να κάνουμε;
Μ.Χ.: Γιατί ανα­τρέ­χετε συνε­χώς σε ιστο­ρικά θέματα;
Διότι αυτό που με ενδια­φέ­ρει, μπορώ να το πω λέγο­ντας μια ιστο­ρία ακόμα και για τον άνθρωπο του Νεά­ντερ­ταλ. Ένας φιλό­σο­φος που ποτέ δεν αγά­πησα, ο Μπε­νε­ντέτο Κρό­τσε, είπε δύο σωστά πράγ­ματα. Πρώ­τον, πρώ­τι­στο καθή­κον των νέων είναι να γερά­σουν. Είναι μια θεμε­λιώ­δης αλή­θεια που πάντοτε ακο­λου­θούσα ταπεινά και πράγ­ματι τα κατά­φερα. Το άλλο είναι πως κάθε ιστο­ρία είναι πάντα μια σύγ­χρονη ιστο­ρία. Όσο κι αν ένας ιστο­ρι­κός θέλει να είναι αντι­κει­με­νι­κός και να σέβε­ται το πρω­τό­τυπο υλικό του, αν μιλάει για την ιστο­ρία μιας επο­χής, τη Ρωμαϊκή Αυτο­κρα­το­ρία ή τους Λογ­γο­βάρ­δους, απα­ντάει στα ερω­τή­ματα της επο­χής του. Ο τρό­πος που κινεί­ται η ματιά του, που δια­λέ­γει τα έγγραφά του είναι δομη­μέ­νος… Ένας ιστο­ρι­κός του 19ου αιώνα έβλεπε δια­φο­ρε­τικά την αυτο­κρα­το­ρία των Λογ­γο­βάρ­δων, δια­φο­ρε­τικά απ’ ό,τι τη βλέ­πει ένας σύγ­χρο­νος ιστο­ρι­κός. Επο­μέ­νως, από τη στιγμή που έχω πολι­τι­κές ανη­συ­χίες και με απα­σχο­λεί το πρό­βλημα της ελευ­θε­ρίας και της κατα­στο­λής, όποια ιστο­ρία κι αν διη­γιό­μουν, ακόμα κι αν ήταν μια ιστο­ρία για ποντί­κια, θα φώτιζε αυτή την αντί­φαση γιατί προ­φα­νώς είναι ένα από τα προ­βλή­ματα που με απα­σχο­λούν.
Α.Χ.: Ένα από τα πολυ­χρη­σι­μο­ποι­η­μένα κλισέ της επο­χής μας είναι ότι ζούμε έναν νέο Μεσαί­ωνα. Εσείς τι πιστεύ­ετε γι’ αυτό; Σας ρωτάω γιατί, απ’ ό,τι φαί­νε­ται, είναι η εποχή που αγα­πάτε περισ­σό­τερο.
Είναι η εποχή με την οποία ξεκί­νησα να δου­λεύω. Μη με ρωτή­σετε γιατί μου αρέ­σει ο Μεσαί­ω­νας και όχι η Ανα­γέν­νηση γιατί κι εγώ θα σας ρωτήσω γιατί παντρευ­τή­κατε τη γυναίκα σας κι όχι μιαν άλλη. Κάποτε είχα γρά­ψει ένα δοκί­μιο για ένα βιβλίο με θέμα τον Νέο Μεσαί­ωνα ανα­ζη­τώ­ντας τις ανα­λο­γίες ανά­μεσα στον Μεσαί­ωνα και τη σημε­ρινή εποχή. Αφού όλοι μιλού­σαν για τις σχέ­σεις με τον Νέο Μεσαί­ωνα εγώ απα­ντούσα: Κοι­τάξτε, για πενή­ντα δολά­ρια σας βρί­σκω και τις σχέ­σεις της επο­χής μας με την Ανα­γέν­νηση ή το Μπα­ρόκ. Πάντα βρί­σκεις κοινά στοι­χεία. Αυτό που με ενδιέ­φερε είναι ότι ο Μεσαί­ω­νας ήταν μια μετα­βα­τική περί­ο­δος, άλλα­ζαν οι αξίες. Είναι μια εποχή με πολ­λές δια­φο­ρε­τι­κές φάσεις, διότι διήρ­κεσε χίλια χρό­νια. Ήταν μια εποχή ανα­σφά­λειας, όπως και η δική μας εποχή. Υπάρ­χουν κάποια κοινά αλλά ας μην υπερ­βάλ­λουμε. Θα μπο­ρού­σαμε να κάνουμε ιστο­ρι­κούς παραλ­λη­λι­σμούς και με πολ­λές άλλες επο­χές.
❧ Ιντερ­μέ­τζο 2
Η είσο­δος στο σπίτι του Ουμπέρτο Έκο σίγουρα δεν απο­γοη­τεύει όποιον περι­μέ­νει κάτι δια­φο­ρε­τικό από ένα κοι­νό­τοπο εξο­χικό σπίτι. Ένα ξύλινο πόδι κρέ­με­ται στον τοίχο, μπρο­στά στην πόρτα της εισό­δου. Πει­ρα­τικό, εξη­γεί ο συγ­γρα­φέας, ο οποίος έχει τυπώ­σει κι ένα τετρα­σέ­λιδο με την –αλη­θινή ή επι­νοη­μένη, τρέχα γύρευε– ιστο­ρία του ποδιού. Έχει κάτι το ανα­τρι­χια­στικό, αυτό το ξύλινο πόδι. Απο­κομ­μένο από το ανθρώ­πινο σώμα, έχει κάτι το απει­λη­τικό, μου φέρ­νει περισ­σό­τερο στον νου πεπα­λαιω­μέ­νες ιατρι­κές πρα­κτι­κές παρά περι­πε­τειώδη μυθι­στο­ρή­ματα. Προ­φα­νώς ο Έκο το βλέ­πει αλλιώς. Ή το βλέ­πει ακρι­βώς με τον ίδιο τρόπο και με μια διά­θεση καγ­χα­σμού χαί­ρε­ται να του υπεν­θυ­μί­ζει καθη­με­ρινά το ευά­λωτο της ύπαρ­ξής μας.
Από εκεί και πέρα το σπίτι είναι πράγ­ματι το κατάλ­ληλο μέρος για ένα περι­πε­τειώ­δες μυθι­στό­ρημα. Μεγά­λες σκά­λες και μικρές σκά­λες, δωμά­τια που ενώ­νο­νται μεταξύ τους, κάνουν κύκλους ή φτά­νουν σε αδιέ­ξοδα, κατα­πα­κτές που οδη­γούν σε άλλες κατα­πα­κτές, κτι­σμέ­νες πόρ­τες που κάποτε οδη­γού­σαν ποιος ξέρει πού, τερά­στια σκο­τεινά και υγρά υπό­γεια. Ένας πραγ­μα­τι­κός λαβύ­ριν­θος, ίσως εν μέρει ανε­ξε­ρεύ­νη­τος. Ο Έκο είναι ένας άψο­γος οικο­δε­σπό­της, έχει κέφια, χαί­ρε­ται αυτό το τερά­στιο οικο­δό­μημα που του ανή­κει αλλά από το οποίο ο ίδιος και η οικο­γέ­νειά του χρη­σι­μο­ποιούν ένα μονάχα τμήμα. Πώς να ζεστά­νεις, πώς να επι­πλώ­σεις, πώς να κάνεις κατοι­κή­σι­μους όλους αυτούς τους χώρους; Και τι να τους κάνεις;
Όταν αγό­ρασε αυτό το κτί­σμα του 1600, στα περί­χωρα ενός μικρού μεσαιω­νι­κού χωριού που λέγε­ται Μόντε Τσε­ρι­νιόνε, οι φήμες έλε­γαν πως ο Έκο είχε αγο­ρά­σει ολό­κληρο μονα­στήρι. Εύκο­λος και κατα­νοη­τός ο συσχε­τι­σμός. Όμως το κτί­σμα δεν υπήρξε ποτέ μονα­στήρι. Υπήρξε, ναι, ιδιο­κτη­σία ιησουι­τών, αλλά λει­τουρ­γούσε ως ένα είδος ορφα­νο­τρο­φείου. Η ευρύ­χωρη μακρό­στενη αίθουσα που έχει δική της είσοδο και που σήμερα φιλο­ξε­νεί το γρα­φείο του συγ­γρα­φέα, ήταν η εκκλη­σία του συγκρο­τή­μα­τος. Μπαί­νεις στον χώρο είτε μέσα από το σπίτι, είτε ανε­βαί­νο­ντας μια μικρή σκάλα από τον κήπο. Σε αυτή τη μικρή σκάλα, ο Έκο συνη­θί­ζει να φωτο­γρα­φί­ζει τους φίλους και τις παρέες που κατά και­ρούς φιλο­ξε­νεί εδώ. Στις φωτο­γρα­φίες αυτές έχει αφιε­ρώ­σει έναν μικρό τοίχο δίπλα στην κου­ζίνα. Εκεί φωτο­γρα­φη­θή­καμε κι εμείς μαζί του και με τη συμπα­θέ­στατη Γερ­μα­νίδα γυναίκα του.
Το σπίτι του, το καλό­γου­στο σπίτι ενός δια­νο­ού­με­νου. Τίποτα το πομπώ­δες, τίποτα το νεο­πλου­τί­στικο. Την πρώτη μέρα η κου­βέ­ντα μας έγινε στην τρα­πε­ζα­ρία του σπι­τιού, μπρο­στά σε ένα τερά­στιο μονα­στη­ριακό τρα­πέζι. Τη δεύ­τερη μέρα, η κου­βέ­ντα συνε­χί­στηκε στον κήπο. Τις μακα­ρο­νά­δες που ετοί­μασε η κυρία Έκο μαζί με τα υπέ­ροχα τυριά και τα κρα­σιά της περιο­χής, τις κατα­βρο­χθί­ζαμε σε ένα υπό­στεγο, σε ένα επί­σης μεγάλο μακρό­στενο τρα­πέζι. Ο Έκο είναι καλο­φα­γάς, του αρέ­σει το πιοτό, και στις παρα­τη­ρή­σεις της γυναί­κας του που του θυμί­ζει τις δια­τα­γές των για­τρών, εκεί­νος απα­ντάει με μια σειρά περι­φρο­νη­τι­κές γκρι­μά­τσες.
Καμία, μα καμία σχέση με το άτομο που είχα συνα­ντή­σει σε μια γιορτή της οικο­γέ­νειας Φελ­τρι­νέλι στην περί­φημη Βιλα­ντε­άτι όπου προ­τι­μούσε να κάθε­ται μόνος και να απα­ντάει με ένα βαριε­στη­μένο χαμό­γελο σε όσους πήγαι­ναν να τον χαι­ρε­τή­σουν· ούτε με το άτομο που είχα δει –καθό­μουνα εκείνη τη μέρα με τον Αντό­νιο Ταμπούκι, με τον οποίο δεν τα πήγαν ποτέ καλά– στο χολ του ξενο­δο­χείου της Έκθε­σης Βιβλίου στο Τορίνο που απέ­φευγε να χαι­ρετά οποιον­δή­ποτε· ούτε με τον άνθρωπο που έρχε­ται συχνά στις εκθέ­σεις της Φραν­κφούρ­της, και με το βλέμμα ψάχνει αγω­νιω­δώς κάτι να τον κρα­τή­σει ζωντανό και ορε­ξάτο.
Α.Χ.: Είστε ένας άνθρω­πος που κάνει πολλά πράγ­ματα και τα κάνετε καλά…
Το λέτε αυτό επειδή δεν ξέρετε τα πράγ­ματα που κάνω κακά. Φρο­ντίζω να τα κρύβω!
Α.Χ.: … Γρά­φετε πολύ, δια­βά­ζετε πολύ, έχετε κατα­πλη­κτική μνήμη, είστε μια κινητή εγκυ­κλο­παί­δεια. Γρά­φετε για τη θεω­ρία της λογο­τε­χνίας, της μετά­φρα­σης, για σημειο­λο­γία, γλωσ­σο­λο­γία, αισθη­τική, κουλ­τούρα της μάζας, Ιστο­ρία. Το περί­εργο είναι ότι παρότι σήμερα ζούμε στην κοι­νω­νία της εξει­δί­κευ­σης, εσείς επι­μέ­νετε να ειδι­κεύ­ε­στε σε πολλά θέματα. Μου θυμί­ζετε τους πανε­πι­στη­μια­κούς της Ανα­γέν­νη­σης που πίστευαν πως πρέ­πει να έχουμε σφαι­ρι­κές γνώ­σεις, που δεν πίστευαν πως μόνο ένα κομ­μάτι της ζωής είναι σημα­ντικό. Πώς τα κατα­φέρ­νετε;
Αν μου δώσετε λίγο χρόνο μπορώ να σας ανα­φέρω ένα σωρό συνα­δέλ­φους μου σε όλο τον κόσμο που κάνουν το ίδιο. Σε γενι­κές γραμ­μές οι φιλό­σο­φοι ασχο­λού­νται λίγο πολύ με τα πάντα. Η υπερ­βο­λική εξει­δί­κευση δεν είναι τόσο ευρω­παϊκό χαρα­κτη­ρι­στικό όσο αμε­ρι­κά­νικο. Δεν είναι τυχαίο που οι Αμε­ρι­κά­νοι δια­χω­ρί­ζουν την ηπει­ρω­τική φιλο­σο­φία, την ευρω­παϊκή δηλαδή, όπου ασχο­λού­μα­στε με πολλά πράγ­ματα. Όσον αφορά εμένα, είναι γιατί ξέρω πώς να χρη­σι­μο­ποιώ τα διά­κενα, το κενό. Ξέρετε ότι το σύμπαν απο­τε­λεί­ται από άτομα και τα άτομα είναι μικρά ηλιακά συστή­ματα με ηλε­κτρό­νια που περι­στρέ­φο­νται γύρω από τον πυρήνα. Στη μέση υπάρ­χει κενό διά­στημα. Λένε –εγώ δεν το έχω δοκι­μά­σει– πως αν παίρ­ναμε το σύμπαν και αφαι­ρού­σαμε το κενό διά­στημα, το σύμπαν θα μετα­τρε­πό­ταν σε έναν σβόλο. Επο­μέ­νως, η ζωή μας είναι γεμάτη από κενά δια­στή­ματα. Σου χτυ­πάει κάποιος το κου­δούνι, εσύ ανοί­γεις από πάνω, μετά πρέ­πει να περι­μέ­νεις τον άλλον εκεί κάτω να καλέ­σει το ασαν­σέρ, να πατή­σει το κου­μπί, να ανέ­βει… Εσύ τι κάνεις όλη αυτή την ώρα; Εγώ γράφω ένα δοκί­μιο!
Επί­σης δεν δίνω τόση προ­σοχή σε αυτά που λένε οι άλλοι. Ενώ ο άλλος μιλάει, εγώ στο μεταξύ σκέ­φτο­μαι το δοκί­μιο που πρέ­πει να γράψω, διότι αυτά που μου λέει, τα ξέρω ήδη. Αυτή τη στιγμή, πριν ακόμα με ρωτή­σετε κάτι, εγώ ξέρω ήδη τι θα ρωτή­σετε.
Α.Χ.: Συγνώμη αλλά αυτό δεν είναι μια μορφή δυστυ­χίας; Αν ξέρετε εκ των προ­τέ­ρων τι θα σας πει ένας άνθρω­πος, ή τι γρά­φει ένα βιβλίο που ετοι­μά­ζε­στε να δια­βά­σετε, τι ενδια­φέ­ρον έχει η ζωή;
Σας είπα εγώ ποτέ ότι είμαι ευτυ­χι­σμέ­νος;
Α.Χ.: Μα αξί­ζει τον κόπο; Αξί­ζει τον κόπο να γρά­φετε για τη ζωή και να μην τη χαί­ρε­στε;
Στην επό­μενη ζωή, το υπό­σχο­μαι, θα αλλάξω.
Α.Χ.: Υπάρ­χει όμως κι ένας άλλος Έκο που ασχο­λεί­ται με την τεχνο­λο­γία. Διά­βαζα πριν από πολλά χρό­νια τακτικά τη στήλη σας στο περιο­δικό Εσπρέσο και θυμά­μαι ότι ήσα­στε από τους πρώ­τους που έδειξε ενδια­φέ­ρον για τους ηλε­κτρο­νι­κούς υπο­λο­γι­στές, ο πρώ­τος ίσως που έθιξε το θέμα της μη αξιο­πι­στίας των χιλιά­δων ειδή­σεων που υπάρ­χουν στο δια­δί­κτυο.
Αν όχι ο πρώ­τος, σίγουρα άρχισα να χρη­σι­μο­ποιώ υπο­λο­γι­στή έξι μήνες αφό­του μπήκε στην αγορά. Το ’83 μεσο­λά­βησα και η Ολι­βέτι χάρισε δέκα υπο­λο­γι­στές στο πανε­πι­στή­μιο κι έβαλα να κάνουν μαθή­ματα στους καλύ­τε­ρους φοι­τη­τές μου. Τότε για να δου­λέ­ψει κανείς στον υπο­λο­γι­στή έπρεπε να ξέρει γλώσ­σες προ­γραμ­μα­τι­σμού, την Basic, την Pascal. Τώρα όλα γίνο­νται με τα εικο­νί­δια των Windows. Τότε έπρεπε να σκέ­φτε­σαι. Είναι αλή­θεια πως ήμουν από τους πρώ­τους που έδειξε ενδια­φέ­ρον γι’ αυτό το θέμα.
Α.Χ.: Νιώ­θετε αισιο­δο­ξία όσον αφορά το μέλ­λον της πλη­ρο­φο­ρι­κής;
Σ’ αυτά τα θέματα δεν μπορώ να μιλήσω για αισιο­δο­ξία ή απαι­σιο­δο­ξία. Αισιό­δο­ξοι έπρεπε να είμα­στε με τη «γέν­νηση» του αυτο­κι­νή­του. Σκε­φτείτε πόσοι άνθρω­ποι σώθη­καν επειδή τους μετέ­φε­ραν αμέ­σως στο νοσο­κο­μείο, πόσοι άνθρω­ποι ταξί­δε­ψαν και γνώ­ρι­σαν τον κόσμο. Αλλά και πόσοι πέθα­ναν από τα τοξικά καυ­σα­έ­ρια, από τα αυτο­κι­νη­τικά ατυ­χή­ματα. Το ίδιο πράγμα είναι και οι υπο­λο­γι­στές.
Α.Χ.: Το γεγο­νός μιας μνή­μης φυλαγ­μέ­νης μέσα σ’ ένα κουτί δεν σας φοβί­ζει;
Με φοβί­ζει το ότι δεν υπάρ­χει μνήμη σ’ ένα κουτί. Υπάρ­χει μια τερά­στια κοσμική μνήμη που κυκλο­φο­ρεί στο δια­δί­κτυο η οποία μετα­τρέ­πε­ται, εμπλου­τί­ζε­ται, φτω­χαί­νει από μέρα σε μέρα. Το πρό­βλημα του ίντερ­νετ είναι πώς να φιλ­τρά­ρει τα αξιό­πι­στα και ενδια­φέ­ρο­ντα πράγ­ματα σ’ αυτήν την τερά­στια κλη­ρο­νο­μιά. Διότι με τον γρα­πτό πολι­τι­σμό έχουμε διαρ­κώς κέντρα που εγγυώ­νται το αλη­θές του λόγου, π.χ. την Εγκυ­κλο­παί­δεια Μπρι­τά­νικα. Μπο­ρεί να κάνει λάθος καμιά φορά, αλλά αν ψάχνεις πόσους κατοί­κους έχει το Μπα­γκλα­ντές, πάνω κάτω θα σ’ το πει σωστά. Ή οι εκδό­σεις του Πανε­πι­στη­μίου Κολού­μπια: σκέ­φτε­σαι ότι πριν εκδώ­σουν ένα φιλο­σο­φικό βιβλίο, έχει δια­βα­στεί πρώτα από τρία τέσ­σερα άτομα κ.ο.κ. Ή με κάποιες εφη­με­ρί­δες: εμπι­στεύ­ο­μαι πιο πολύ τους Times από μια εφη­με­ρίδα του Μέρ­ντοχ. Με το ίντερ­νετ όχι. Ακόμα και το edu που σημαί­νει education δεν σημαί­νει ότι έχει ετοι­μα­στεί από κάποιο πανε­πι­στή­μιο. Το έχει κάνει κάποιος που έχει νοι­κιά­σει ένα portal, έναν server του πανε­πι­στη­μίου. Δεν ξέρεις ποτέ αν η είδηση που σου δίνε­ται, είναι σωστή ή λάθος κι επο­μέ­νως υπάρ­χει τερά­στιος κίν­δυ­νος να χάσεις τον έλεγχο της είδη­σης. Αυτό είναι το ίντερ­νετ. Την ίδια στιγμή όμως το ίντερ­νετ επι­τρέ­πει στους νέους της Βόρειας Αφρι­κής να απο­κτή­σουν κοινή με εμάς πολι­τική ευαι­σθη­σία, επι­τρέ­πει στους Κινέ­ζους να κατα­λά­βουν πράγ­ματα που η λογο­κρι­σία δεν τους άφηνε να δια­βά­σουν. Όπως το αυτο­κί­νητο που μπο­ρεί να σώσει μια ζωή αλλά και να σκο­τώ­σει μια άλλη. Το μεγάλο πρό­βλημα του δια­δι­κτύου είναι ποιος θα διδά­ξει στα παι­διά μας πώς φιλ­τρά­ρο­νται οι ειδή­σεις στο ίντερ­νετ. Διότι το αυριανό σχο­λείο δεν θα διδά­σκει ποιος ήταν ο Πλά­τω­νας, γιατί θα σε ενη­με­ρώ­νει γι’ αυτό το ίντερ­νετ. Το θέμα είναι πώς θα φιλ­τρά­ρεις τις ειδή­σεις. Και είναι μια τεχνική που κανείς δεν γνω­ρί­ζει ακόμα. Την γνω­ρί­ζουμε απο­σπα­σμα­τικά: αν εγώ ψάξω μια είδηση φιλο­σο­φίας ή σημειω­τι­κής, μπορώ να κατα­λάβω το αξιό­πι­στο site από το site που έχει φτιά­ξει κάποιος τρε­λός· ένα δωδε­κά­χρονο παιδί όμως όχι. Πρέ­πει να επε­ξερ­γα­στούμε άλλες τεχνι­κές που κάποιοι από εμάς έχουν μάθει, δηλαδή δεν παίρ­νεις ποτέ από το ίντερ­νετ μια είδηση από μία και μόνο πηγή αλλά συγκρί­νεις πέντε. Αν στη μία υπάρ­χει λάθος, μπο­ρείς να το συγκρί­νεις με τις άλλες. Όπως πρό­σφατα έπρεπε να μιλήσω για το ταξίδι του Μάρκο Πόλο και στη wikipedia γρά­φει ότι έμεινε στην Κίνα δεκα­ε­πτά χρό­νια. Πέντε άλλα sites έγρα­φαν είκοσι επτά. Πέντε σωστά ένα λάθος. Μετά το αντι­πα­ρα­βάλ­λεις με ολό­κληρο το κεί­μενο του Μάρκο Πόλο, το Μιλιόνε, και βλέ­πεις ότι είναι είκοσι επτά τα χρό­νια. Αυτό όμως χρειά­ζε­ται κόπο και δεξιό­τητα. Πώς το μαθαί­νουμε στους νέους; Ίσως πρέ­πει να κάνουμε αυτό που έκα­ναν κάποτε οι νεα­ροί καλ­λι­τέ­χνες που πήγαι­ναν στα εργα­στή­ρια κι έβλε­παν πώς δου­λεύει, πώς σχε­διά­ζει ο ζωγρά­φος και σιγά σιγά μάθαι­ναν. Οι νέοι πρέ­πει να είναι δίπλα στον έμπειρο δάσκαλο και να σερ­φά­ρουν στο ίντερ­νετ για ώρες και να βλέ­πουν πώς ο δάσκα­λος ελέγ­χει τις ειδή­σεις. Άραγε μπο­ρεί να το κάνει αυτό το αυριανό σχο­λείο; Δεν νομίζω. Αυτά είναι τα πραγ­μα­τικά σοβαρά προ­βλή­ματα του δια­δι­κτύου.
Μ.Χ.: Πιστεύ­ετε ότι οι υπο­λο­γι­στές θα αλλά­ξουν τον τρόπο με τον οποίο δια­βά­ζουμε και γρά­φουμε;
Κάποτε ο Άγιος Αυγου­στί­νος συνά­ντησε τον Άγιο Αμβρό­σιο και έμεινε έκπλη­κτος γιατί ο άνθρω­πος αυτός διά­βαζε χωρίς να κου­νάει το στόμα του. Αυτό σημαί­νει ότι μέχρι τον 4ο αιώνα ο κόσμος για να δια­βά­σει συλ­λά­βιζε μεγα­λό­φωνα και ότι, σιγά σιγά, την εποχή του Αγίου Αμβρο­σίου, άρχισε να δημιουρ­γεί­ται μια και­νούρ­για γενιά που διά­βαζε όπως εμείς. Όταν μετά βγήκε το τυπω­μένο βιβλίο, ενώ με το χει­ρό­γραφο ο κόσμος διά­βαζε αργά γιατί υπήρ­χαν οι συντο­μο­γρα­φίες, δεν έγρα­φαν omnium αλλά om με ένα σημάδι, με το τυπω­μένο βιβλίο άρχι­σαν να δια­βά­ζουν πιο γρή­γορα. Όλες αυτές ήταν επα­να­στά­σεις αλλά τελικά ο Άγιος Αμβρό­σιος μπο­ρούσε και διά­βαζε μια χαρά χωρίς να μιλάει. Ο Λού­θη­ρος κατά­φερε να μετα­φρά­σει ολό­κληρη τη Βίβλο με το τυπω­μένο βιβλίο κι έτσι μπο­ρεί και οι νέες γενιές να απο­κτή­σουν άλλα μέσα ανά­γνω­σης. Σκε­φτείτε πως αν ο παπ­πούς μας έπρεπε να οδη­γή­σει ένα αυτο­κί­νητο με τις ταχύ­τη­τες που ανα­πτύσ­σουμε σήμερα, θα σκο­τω­νό­ταν μετά από πέντε λεπτά γιατί η αίσθηση που είχε για την ταχύ­τητα ήταν πολύ δια­φο­ρε­τική. Δεν ήταν συνη­θι­σμέ­νος να βλέ­πει τα πράγ­ματα από το αερο­πλάνο ο παπ­πούς, ή ο προ­πάπ­πους μου από το τρένο. Επο­μέ­νως η ταχύ­τητα αντί­λη­ψης είναι τελείως δια­φο­ρε­τική.
❧ Ιντερ­μέ­τζο 3
Το να συνο­μι­λείς με τον Ουμπέρτο Έκο είναι μια εμπει­ρία. Τον κοι­τάζω την ώρα που μιλάει και σκέ­φτο­μαι ότι στην Ιτα­λία τη δεκα­ε­τία του ’70, τη δεκα­ε­τία της από­λυ­της αμφι­σβή­τη­σης και του εύκο­λου εξτρε­μι­σμού, καθη­γη­τές σαν τον Έκο –και ο ίδιος ο Έκο– συχνά δεν μπο­ρού­σαν να κάνουν το μάθημά τους κι έπρεπε να υφί­στα­νται τις κενού περιε­χο­μέ­νου πολι­τι­κο­λο­γίες φοι­τη­τών που –στο μυαλό τους, μονάχα στο μυαλό τους– βίω­ναν έντο­νες προ­ε­πα­να­στα­τι­κές συγκι­νή­σεις.
Ο Έκο; Ένας παλιά­τσος, έλε­γαν οι αρχη­γί­σκοι των ομά­δων που λυμαί­νο­νταν τότε τα πανε­πι­στή­μια.
Ένας σοφός καθη­γη­τής όμως παρα­μέ­νει σοφός καθη­γη­τής. Ο Έκο είναι εδώ μπρο­στά μου, οι αρχη­γί­σκοι χάθη­καν. Δεν υπήρ­ξαν ποτέ. Κι είναι εμπει­ρία η κου­βέ­ντα με τον Ουμπέρτο Έκο ακρι­βώς επειδή νιώ­θεις ότι μιλώ­ντας μαζί του μαθαί­νεις, συμπυ­κνω­μένα, ένα σωρό πράγ­ματα που θα ήθε­λες χρόνο –και διά­θεση και τα σωστά βιβλία– για να μάθεις. Γι’ αυτό και δέχε­σαι ακόμα και τις μικρές του ειρω­νείες, ένα παι­χνίδι επί­δει­ξης που δεν στρέ­φε­ται κατά του συνο­μι­λητή του αλλά κυρίως κατά της δικής του ανίας. Οι αφο­ρι­σμοί είναι κάτι σαν τροφή γι’ αυτόν. Άλλω­στε, ως τυπι­κός Ιτα­λός δια­νο­ού­με­νος της Αρι­στε­ράς και της γενιάς του, έχει την ειρω­νεία –και το κάπως καυ­στικό χιού­μορ– στο τσε­πάκι του. Κι ίσως να είναι αυτά τα δύο όπλα που εξα­κο­λου­θούν να τον κινη­το­ποιούν, να τον σπρώ­χνουν να ανα­κα­τεύ­ε­ται ακόμα με τα κοινά και, σε μια Ιτα­λία που σέρ­νε­ται μισο­λι­πό­θυμη, να λέει ανοι­χτά τη γνώμη του, να δια­μαρ­τύ­ρε­ται, να αντι­στέ­κε­ται.
[Ένα παρά­δειγμα: από τις τόσες δεκά­δες χιλιά­δων ανα­λύ­σεις και κρι­τι­κές που έχουμε ακού­σει και δια­βά­σει για την πολι­τεία Μπερ­λου­σκόνι, δεν μπο­ρείς να μη χαμο­γε­λά­σεις με τον αφο­ρι­σμό του Έκο όταν του ζητή­σεις (το ζήτησε η Μικέλα) να ορί­σει σημειο­λο­γικά το φαι­νό­μενο Μπερ­λου­σκόνι: «Συμπε­ρι­φέ­ρε­ται», θα πει, «ως πωλη­τής μετα­χει­ρι­σμέ­νων αυτο­κι­νή­των. Κι έχει επι­τυ­χία στους πωλη­τές μετα­χει­ρι­σμέ­νων αυτο­κι­νή­των. Κι όπως ξέρετε, σήμερα πωλού­νται πολλά μετα­χει­ρι­σμένα αυτο­κί­νητα».]
Ναι, δεν υπάρ­χει αμφι­βο­λία, προ­σπα­θεί να εντυ­πω­σιά­σει τον συνο­μι­λητή του. Ο άνθρω­πος αυτός, που δεί­χνει τόσο σίγου­ρος για τον εαυτό του και για τις γνώ­σεις του, εξα­κο­λου­θεί να δίνει τη μάχη του για να είναι αρε­στός στον συνο­μι­λητή του, απο­ζη­τάει την απο­δοχή του. Η επι­κοι­νω­νία, γι’ αυτόν, εξα­κο­λου­θεί να είναι ένα πολύ σημα­ντικό ανθρώ­πινο χαρα­κτη­ρι­στικό – κι ίσως, σκέ­φτο­μαι, ακρι­βώς για να προ­στα­τεύ­σει τον εαυτό του και την τέχνη της επι­κοι­νω­νίας που κατέ­χει, γίνε­ται συχνά τόσο απρό­σι­τος, σχε­δόν αγε­νής.
Μ.Χ.: Όλο το Κοι­μη­τή­ριο της Πρά­γας περι­στρέ­φε­ται γύρω από αυτά που απο­κα­λείτε σύν­δρομα της συνω­μο­σίας. Πιστεύ­ετε ότι αυτά τα σύν­δρομα παί­ζουν ρόλο στην ανθρώ­πινη ιστο­ρία, ενι­σχύ­ο­ντας υπάρ­χου­σες προ­κα­τα­λή­ψεις, ακόμα και με τρα­γι­κές συνέ­πειες;
Οπωσ­δή­ποτε. Κάθε ψεύ­δος είναι επι­τυ­χη­μένο στο βαθμό που ενι­σχύει προ­ϋ­πάρ­χου­σες προ­κα­τα­λή­ψεις. Η αντίρ­ρηση, την οποία νομίζω πως ανα­φέρω στην τελευ­ταία σελίδα, μιας γνω­στής αντι­ση­μί­τριας, της Νέστα Ουέ­μπ­στερ, που ανα­γκά­στηκε να παρα­δε­χτεί στο βιβλίο της για τις μυστι­κές εται­ρείες ότι τα Πρω­τό­κολλα ήταν μάλ­λον πλα­στά, ήταν: τι σημα­σία έχει; Αφού ανα­φέ­ρουν ακρι­βώς αυτά που σκέ­φτο­νταν οι Εβραίοι τότε, είναι αυθε­ντικά. Τα Πρω­τό­κολλα επι­βε­βαί­ω­ναν τις προ­ϋ­πάρ­χου­σες προ­κα­τα­λή­ψεις. Μεταξύ αυτών των προ­κα­τα­λή­ψεων υπάρ­χει και αυτή της διε­θνούς συνω­μο­σίας. Κάποτε ο φιλό­σο­φος Καρλ Πόπερ έγραψε ένα θαυ­μά­σιο δοκί­μιο για το σύν­δρομο της συνω­μο­σίας λέγο­ντας ότι συνο­δεύει όλη την ιστο­ρία του ανθρώ­που, ο οποίος μη θέλο­ντας να ανα­λά­βει ποτέ την ευθύνη των γεγο­νό­των, πρέ­πει πάντα να επιρ­ρί­πτει την ευθύνη σε κάποιον άλλον. Αρχί­ζει με την Ιλιάδα. Για ό,τι συμ­βαί­νει πίσω από τα τείχη της Τροίας υπάρ­χει μια συνω­μο­σία που εξύ­φα­ναν οι θεοί του Ολύ­μπου. Επο­μέ­νως ιδού γιατί χρη­σι­μο­ποιούν πάντα το σύν­δρομο της συνω­μο­σίας οι δικτα­το­ρίες που καλύ­πτουν τα λάθη τους επιρ­ρί­πτο­ντας πάντα την ευθύνη στους άλλους – φταίνε οι Εβραίοι, οι Καπι­τα­λι­στές, η CIA. Υπάρ­χει πάντα κάποιος άλλος στον οποίο επιρ­ρί­πτουν την ευθύνη. Θα πρέ­πει να δια­φο­ρο­ποι­ή­σουμε τη συνω­μο­σία από το σύν­δρομο της συνω­μο­σίας γιατί το να αρνεί­σαι το σύν­δρομο της συνω­μο­σίας και να λες ότι είναι όλοι τρε­λοί, δεν σημαί­νει ότι αρνεί­σαι τις συνω­μο­σίες. Οι συνω­μο­σίες υπάρ­χουν πάντα σ’ αυτόν τον κόσμο, μόνο που δεν τις μαθαί­νουμε αμέ­σως. Έγινε μια συνω­μο­σία για τη δολο­φο­νία του Ιου­λίου Καί­σαρα που, διά­βολε, απο­κα­λύ­φθηκε τη μέρα της δολο­φο­νίας. Υπήρξε η συνω­μο­σία του Κατι­λίνα, και μαθεύ­τηκε όταν ο Κικέ­ρων τον κατήγ­γειλε και ο Κατι­λί­νας το έσκασε. Επο­μέ­νως αυτή καθαυτή η συνω­μο­σία, είτε πετυ­χαί­νει είτε δεν πετυ­χαί­νει, στο τέλος γίνε­ται πάντα γνω­στή. Το σύν­δρομο της συνω­μο­σίας αντί­θετα είναι κάτι δια­φο­ρε­τικό. Είναι μια διε­θνής συνω­μο­σία που δεν ξέρουμε ποιος την οργα­νώ­νει αλλά εξου­σιά­ζει τη ζωή μας. Χαρα­κτη­ρι­στικό σύν­δρομο συνω­μο­σίας αντι­ση­μι­τι­σμού είναι αυτό των Πρω­το­κόλ­λων. Είδαμε ότι για την κατάρ­ρευση των δίδυ­μων πύρ­γων κάποιοι είπαν ότι από πίσω ήταν ο Μπους, άλλοι ότι ήταν οι Εβραίοι. Όχι όμως οι Άρα­βες. Γιατί; Μα επειδή ήταν πολύ προ­φα­νές να πει κανείς ότι ήταν οι Άρα­βες. Υπάρ­χει πάντα «κάτι άλλο» από πίσω. Όταν στην Ιτα­λία οι Ερυ­θρές Ταξιαρ­χίες απή­γα­γαν τον Άλντο Μόρο, πολ­λοί έλε­γαν ότι ήταν αδύ­να­τον μερι­κοί τρια­ντά­ρη­δες να σκαρ­φι­στούν ένα τέτοιο δύσκολο σχέ­διο. Ότι από πίσω κρυ­βό­ταν κάποιος μεγά­λος εγκέ­φα­λος… Κανείς δεν υπο­λό­γιζε ότι εκείνη την εποχή κάποιοι άλλοι τρια­ντά­ρη­δες ήταν διευ­θυ­ντές σε βιο­μη­χα­νίες, πανε­πι­στη­μια­κοί καθη­γη­τές, νομπε­λί­στες, επο­μέ­νως δεν ήταν διό­λου παρά­ξενο που κάποιοι τρια­ντά­ρη­δες κατά­φε­ραν να οργα­νώ­σουν την απα­γωγή του Μόρο. Αλλά και εδώ, επειδή η υπό­θεση αυτή ενο­χλούσε, προ­σπα­θού­σαν να βρουν άλλους ένο­χους. Αυτό είναι το σύν­δρομο της συνω­μο­σίας. Το μυθι­στό­ρημά μου περι­στρέ­φε­ται γύρω από ένα άτομο ικανό να δια­χει­ρι­στεί και να που­λή­σει το σύν­δρομο της συνω­μο­σίας.
Μ.Χ.: Μπο­ρούμε να πούμε ότι τα Πρω­τό­κολλα των Σοφών της Σιών είναι η επι­τομή όλων των ιστο­ριών σκευω­ρίας;
Όσον αφορά τις συνέ­πειες, ναι, γιατί έξι εκα­τομ­μύ­ρια νεκροί είναι μεγά­λος αριθ­μός για μια ψευδή συνω­μο­σία. Σκε­φτείτε όμως την ιστο­ρία της Αγγλίας και τη συνω­μο­σία της πυρί­τι­δας. Σύν­δρομα συνω­μο­σίας πάντα υπήρ­χαν, κάποια σημα­ντικά και άλλα λιγό­τερο. Τα Πρω­τό­κολλα μας κάνουν εντύ­πωση λόγω της παγκό­σμιας απο­δο­χής τους. Που­λάνε σήμερα τόσο στις αρα­βι­κές χώρες όσο και στις σκαν­δι­να­βι­κές. Ο νεα­ρός Νορ­βη­γός μακε­λά­ρης κινεί­ται περί­που σ’ αυτό το μήκος κύμα­τος. Κυκλο­φο­ρούν εδώ και πάνω από εκατό χρό­νια, έχουν απο­δει­χτεί πλα­στά αλλά ο κόσμος συνε­χί­ζει… Πάντοτε χρεια­ζό­μα­στε έναν ένοχο.
Α.Χ.: Όπως οι παλιοί μύθοι, οι παλιές ιστο­ρίες, επι­βιώ­νουν και οι παλιές προ­κα­τα­λή­ψεις. Παρά τις αλλα­γές της κοι­νω­νίας, ορι­σμένα αρνη­τικά σημεία της παρά­δο­σης δεί­χνουν μια αξιό­λογη ανθε­κτι­κό­τητα…
Ναι. Η παρά­δοση παρα­μέ­νει δυνατή. Τα στε­ρε­ό­τυπα επι­βιώ­νουν ανά τους αιώ­νες. Ο παλιός μύθος ότι οι Εβραίοι σκο­τώ­νουν τα παι­διά για να πιουν το αίμα τους τρο­φο­δο­τή­θηκε από πολ­λούς Πατέ­ρες της εκκλη­σίας. Και επειδή το βρί­σκουμε σε κεί­μενα, εύκολα «μετα­να­στεύει». Όπως στο μυθι­στό­ρημά μου φαί­νε­ται ότι κάποιες κατη­γο­ρίες που εκτό­ξευσε ο Ναπο­λέων Γ΄ κατά των ιησουι­τών ται­ριά­ζουν σε όλους, έτσι και το θέμα της θανά­τω­σης των παι­διών απο­δί­δε­ται σε διά­φο­ρους. Σχε­τικά πρό­σφατα πολ­λοί επέ­με­ναν ότι οι κομου­νι­στές τρώνε επί­σης τα παι­διά. Οι Εβραίοι όμως είναι ένας λαός που επι­βί­ωσε ανά τους αιώ­νες κι επο­μέ­νως είναι ο ιδα­νι­κός στό­χος για ένα σύν­δρομο συνω­μο­σίας.
Μ.Χ.: Μήπως όμως γίνε­ται υπερ­βο­λικά μεγάλη κου­βέ­ντα για τον αντι­ση­μι­τι­σμό σήμερα; Θέλω να πω ότι μιλάμε τόσο πολύ για αντι­ση­μι­τι­σμό σήμερα, ώστε τελικά να δημιουρ­γούμε νέους αντι­ση­μί­τες…
Όμως το να μη μιλάς γι’ αυτό σημαί­νει να προ­σποιεί­σαι ότι δεν υπάρ­χουν ακόμα βαθιές προ­κα­τα­λή­ψεις. Πριν μια βδο­μάδα, για παρά­δειγμα, απο­κα­λύ­φθηκε στη Ρώμη ότι κυκλο­φο­ρεί ένας κατά­λο­γος Εβραίων εμπό­ρων. Όπως συνέ­βαινε επί Χίτλερ συμ­βαί­νει και τώρα. Υπάρ­χουν κάποιες ενστά­σεις σχε­τικά με το μυθι­στό­ρημά μου, ότι διη­γού­μαι όλες αυτές τις αντι­ση­μι­τι­κές ιδέες και ότι με αυτόν τον τρόπο βάζω κακές ιδέες στο κεφάλι μερι­κών. Πολύ σωστά, όμως, ένας ραβί­νος στη Ρώμη είπε: Αν εμείς για λόγους πολι­τι­κής ορθό­τη­τας δεν μιλάμε ποτέ αλλά αυτές οι προ­κα­τα­λή­ψεις συνε­χί­ζουν να κυκλο­φο­ρούν υπο­γείως, ακόμα χει­ρό­τερα. Επο­μέ­νως πρέ­πει να τις κατα­δει­κνύ­ουμε, πρέ­πει να λέμε ότι υπάρ­χουν.
Α.Χ.: Διά­βασα σε μια ισπα­νική εφη­με­ρίδα ότι σκο­πεύ­ετε να ξανα­γρά­ψετε το Όνομα του Ρόδου.
Μπούρ­δες. Απλώς, μετά από τριά­ντα χρό­νια, έκανα μια ανα­θε­ω­ρη­μένη έκδοση. Ανα­θε­ω­ρη­μένη σημαί­νει ότι υπήρ­χαν κάποια λαθά­κια και τα αφαί­ρεσα. Υπήρ­χαν κάποιες επα­να­λή­ψεις και άλλαξα εδώ κι εκεί μερικά επί­θετα. Υπήρ­χαν κάποια σημεία όπου τα λατι­νικά παρα­θέ­ματα ήταν πολύ μεγάλα και, όπως έκανα στην αμε­ρι­κά­νικη έκδοση, τα χώρισα στα δύο. Τα υπό­λοιπα βιβλία μου είχαν μετα­φρα­στεί αμέ­σως, οι μετα­φρα­στές μου υπο­δεί­κνυαν τις αντι­φά­σεις και στην και­νούρ­για ιτα­λική έκδοση τις άλλαζα. Οι μετα­φρά­σεις του Ονό­μα­τος του Ρόδου βγή­καν τρία χρό­νια μετά, πέντε χρό­νια μετά, έξι χρό­νια μετά. Επο­μέ­νως δεν είχε ανα­θε­ω­ρη­θεί ποτέ και κάποιες φορές καλό είναι να κάνεις ένα ξεκα­θά­ρι­σμα. Ο αριθ­μός των σελί­δων είναι ο ίδιος, το ύφος το ίδιο, η ιστο­ρία ίδια.
Α.Χ.: Ένα από τα πιο σημα­ντικά επί­πεδα είναι αυτό της αστυ­νο­μι­κής πλο­κής. Ήθελα να ρωτήσω, είχατε δια­βά­σει πολλά αστυ­νο­μικά βιβλία;
Ναι. Μου αρέ­σουν… Σχε­δόν όλα τα μυθι­στο­ρή­ματά μου έχουν ένα αστυ­νο­μικό φόντο, το Εκκρε­μές του Φουκώείναι κατά βάθος ένα αστυ­νο­μικό μυθι­στό­ρημα. Ακόμα και το Μπα­ου­ντο­λίνο είναι ένα μεσαιω­νικό αστυ­νο­μικό βιβλίο. Υπάρ­χει η δολο­φο­νία στο δωμά­τιο του αυτο­κρά­τορα, επο­μέ­νως είναι αστυ­νο­μικό.
Α.Χ.: Έχω την εντύ­πωση ότι γελάτε με όλες αυτές τις θεω­ρίες περί καθα­ρής λογο­τε­χνίας και παρα­λο­γο­τε­χνίας.
Ναι, είναι ένα ιστο­ρικό φαι­νό­μενο που ξεκί­νησε με την ποπ αρτ. Ποια είναι η δια­φορά μεταξύ υψη­λής, πει­ρα­μα­τι­κής και λαϊ­κής ζωγρα­φι­κής; Οι Μπι­τλς τρα­γου­δή­θη­καν κάποια στιγμή από την Κάθι Μπερ­μπέ­ριαν, τρα­γου­δί­στρια της neue music, λες και τα τρα­γού­δια τους τα είχε γρά­ψει ο Πέρ­σελ και ακού­γο­νται πολύ ωραία. Ήμα­σταν ήδη σε μια περί­οδο στην οποία με τους Μπι­τλς η λαϊκή μου­σική γίνε­ται έντε­χνη. Αν δείτε τα τελευ­ταία κόμικς του Μπά­τμαν, δεν θα κατα­λά­βετε αν είναι κόμικς για παι­διά ή για ανα­γνώ­στες του Τζόις. Εγώ δεν μπορώ να τα δια­βάσω. Είναι δύσκολα και περί­πλοκα τόσο ως προς τα σχέ­δια όσο και ως προς τα κεί­μενα. Επο­μέ­νως αυτή η δια­φορά μεταξύ παρα­λο­γο­τε­χνίας έχει αμβλυν­θεί πολύ στη σύγ­χρονη λογο­τε­χνία.
Α.Χ.: Όλοι αυτοί που προ­σπά­θη­σαν να θεω­ρη­τι­κο­ποι­ή­σουν ή να βρουν μια λύση στην έννοια της μαζι­κής λογο­τε­χνίας, για παρά­δειγμα οι Σοβιε­τι­κοί με τον σοσια­λι­στικό ρεα­λι­σμό, γέν­νη­σαν εξαι­ρε­τικά κακό­τε­χνα πράγ­ματα που όμως απέ­κτη­σαν οπα­δούς όχι μόνο μεταξύ των καλ­λι­τε­χνών αλλά και στο ευρύ­τερο κοινό. Δηλαδή ο Σοβιε­τι­κός καλ­λι­τέ­χνης που πίστευε ακόμα στον κομου­νι­σμό ζωγρα­φί­ζο­ντας τον Στά­λιν να μιλάει, ένιωθε πρω­το­πο­ρια­κός, ότι ανα­κά­λυ­πτε μια τέχνη για τις μάζες. Όμως ο σοσια­λι­στι­κός ρεα­λι­σμός ήταν κάτι που μπλό­καρε την τέχνη, τη ζωγρα­φική, τη μου­σική. Τώρα μπο­ρούμε να δούμε ότι τα μη πολι­τικά έργα του Σοστα­κό­βιτς, αυτά που δεν έγραψε για να προ­σεγ­γί­σει τις μάζες, είναι τα πιο όμορφα. Το θέμα όμως παρα­μέ­νει ανοι­χτό. Τι είναι η κουλ­τούρα της μάζας;
Το πιο επι­τυ­χη­μένο λαϊκό μυθι­στό­ρημα του 19ου αιώνα ήταν τα Μυστή­ρια των Παρι­σίων του Ευγέ­νιου Σύι. Τα βιβλία του Σύι, σε αντί­θεση με εκείνα του Δουμά, είναι κακο­γραμ­μένα και ανιαρά που όμως έδω­σαν τροφή στις ελπί­δες και στα όνειρα των προ­λε­τά­ριων στη Γαλ­λία και σε άλλες χώρες, διότι κατήγ­γει­λαν την αθλιό­τητα και την αδι­κία. Στη λαϊκή λογο­τε­χνία εντάσ­σο­νται και Τα μυστή­ρια των Παρι­σίων και Οι τρεις σωμα­το­φύ­λα­κες. Τους Τρεις σωμα­το­φύ­λα­κες τους δια­βά­ζεις σήμερα και σε απο­γειώ­νουν με τον τρόπο που είναι γραμ­μέ­νοι… Τα Μυστή­ρια των Παρι­σίων είναι βαρετά, λόγω του αργού ρυθ­μού και των συνε­χών επα­να­λή­ψεων. Αυτό όμως συμ­βαί­νει και σήμερα. Υπάρ­χει ο Λούις Άρμ­στρονγκ και αυτοί που τρα­γου­δούν κάτι σαχλά ερω­τικά τρα­γού­δια. Στην τηλε­ό­ραση βλέ­πουμε πολι­τι­κές εκπο­μπές όπου εμφα­νί­ζο­νται ψυχί­α­τροι και πολι­τι­κοί, και μιλάνε χει­ρό­τερα από τους ήρωες του Ήρε­μου Ντον και των στα­λι­νι­κών μυθι­στο­ρη­μά­των. Επο­μέ­νως στην κουλ­τούρα της μάζας παρου­σιά­ζο­νται τέτοια φαι­νό­μενα. Είναι πολύ δύσκολο κάποιες φορές να ξεχω­ρί­σεις την ήρα από το στάρι. Υπάρ­χουν τρία επί­πεδα που πρέ­πει να λάβουμε υπόψη. Το ένα το απο­κα­λούμε καλ­λι­τε­χνικό. Ένα μυθι­στό­ρημα μπο­ρεί να διη­γεί­ται συναρ­πα­στι­κές ιστο­ρίες αλλά η καλ­λι­τε­χνική του ποιό­τητα… Οι Λογο­δο­σμέ­νοι ήταν ένα δημο­φι­λές λαϊκό βιβλίο. Λει­τουρ­γούσε ως κουλ­τούρα της μάζας. Μεταξύ πρώ­της και δεύ­τε­ρης έκδο­σης υπήρ­ξαν εβδο­μή­ντα πει­ρα­τι­κές εκδό­σεις και ο Μαν­τσόνι δεν πήρε δεκάρα από αυτές. Έπειτα υπάρ­χουν κεί­μενα με μυθο-ποιητική λει­τουρ­γία, που κατα­φέρ­νουν να χτί­σουν ένα μύθο παρότι από λογο­τε­χνι­κής άπο­ψης δεν είναι τέλεια. Ο Κόμης Μοντε­χρή­στος είναι ένα φλύ­αρο βιβλίο, γεμάτο επα­να­λή­ψεις. Κάποτε μου είχαν προ­τεί­νει να το μετα­φράσω αφαι­ρώ­ντας τις επα­να­λή­ψεις. Ο Δου­μάς που πλη­ρω­νό­ταν για κάθε φράση που έγραφε, έλεγε «σηκώ­θηκε από την καρέ­κλα από όπου καθό­ταν». Είναι προ­φα­νές ότι κάποιος σηκώ­νε­ται απ’ την καρέ­κλα στην οποία καθό­ταν κι όχι από κάποια άλλη. Είχα υπο­λο­γί­σει ότι, αν μετέ­φραζα «σηκώ­θηκε από την καρέ­κλα» τελεία και παύλα, στο τέλος θα έκοβα το 25% του βιβλίου. Μετά στα­μά­τησα γιατί συνει­δη­το­ποί­ησα ότι αυτή η φλυα­ρία κάποιες φορές χρεια­ζό­ταν για να δημιουρ­γή­σει τον αργό ρυθμό του πάθους, της ανα­μο­νής και ο Κόμης Μοντε­χρή­στος είναι ένας μεγά­λος μύθος της εκδί­κη­σης. Μπο­ρεί από αισθη­τι­κής άπο­ψης να έχει μικρή αξία αλλά από μυθο-ποιητική άποψη να αξί­ζει πολλά. Τέλος, υπάρ­χουν τα κακό­γου­στα προ­ϊ­ό­ντα της κουλ­τού­ρας της μάζας, όπως τα πορνό, που όμως έχουν πέραση σε ένα ευρύ κοινό. Τα πορνό είναι καλο­γυ­ρι­σμένα; Όχι. Έχουν πλοκή; Όχι. Διότι, όπως απέ­δειξε ένας Ρώσος μελε­τη­τής, τα στό­μια του ανθρω­πί­νου σώμα­τος είναι πέντε, επο­μέ­νως οι συν­δυα­σμοί είναι ελά­χι­στοι. Δεν μπο­ρούμε να αλλά­ξουμε πολλά. Έχουν όμως ένα ευρύ κοινό.
Μ.Χ.: Σχε­τικά με το θέμα αυτό είχατε εισα­γά­γει έναν όρο που μιλούσε για «πολι­τι­σμικό ανταρ­το­πό­λεμο»…
Όχι, ήταν κάτι άλλο. Είχα μιλή­σει για «σημειο­λο­γικό ανταρ­το­πό­λεμο», κι ήταν ένας όρος που είχε παρε­ξη­γη­θεί. Εκείνη την εποχή έλεγα ότι είναι ανώ­φελο να προ­σπα­θούμε να αλλά­ξουμε τα τηλε­ο­πτικά προ­γράμ­ματα. Θα έπρεπε μπρο­στά από κάθε τηλε­ό­ραση να υπάρ­χει μια ομάδα ανθρώ­πων που θα αμφι­σβη­τεί όσα λέγο­νται. Έτσι όπως κάποτε γινό­ταν με τις κινη­μα­το­γρα­φι­κές λέσχες. Δεν άλλαζε η ται­νία αλλά άλλαζε ο τρό­πος που την έβλε­πες χάρη στην κου­βέ­ντα που ακο­λου­θούσε. Αυτός ήταν ο σημειο­λο­γι­κός ανταρ­το­πό­λε­μος αλλά μετά τον ερμή­νευ­σαν με πολ­λούς τρό­πους.
Μ.Χ.: Δεν θα μπο­ρούσε όμως να λει­τουρ­γή­σει στον χώρο της trash λογο­τε­χνίας;
Για να το κάνουμε θα έπρεπε να υπάρ­χουν μέρη κοι­νω­νι­κής συνά­θροι­σης όπως ήταν κάποτε η ενο­ρία ή και οι πολι­τι­κές ή πολι­τι­στι­κές λέσχες όπου ο κόσμος συγκε­ντρω­νό­ταν, κοι­τα­ζό­ταν στα μάτια και μπο­ρούσε να συζη­τή­σει για μια ται­νία. Δεν σημαί­νει ότι μιλού­σαν μόνο για το Θωρη­κτό Ποτέμ­κιν. Μπο­ρού­σαν να μιλή­σουν και για trash ται­νίες. Θεω­ρη­τικά μπο­ρούμε να δια­βά­σουμε ένα κακό μυθι­στό­ρημα για να απο­δεί­ξουμε γιατί είναι κακό. Αυτά τα μέρη συνά­θροι­σης δεν υπάρ­χουν πια διότι ο κόσμος επι­κοι­νω­νεί μόνο εξ απο­στά­σεως. Και το ίντερ­νετ είναι το βασί­λειο της μονα­ξιάς.
Α.Χ.: Ήθελα να σας ρωτήσω κάτι που ίσως να είναι τραυ­μα­τικό για έναν συγ­γρα­φέα σαν κι εσάς. Έχετε γρά­ψει ένα θαυ­μά­σιο βιβλίο περί μετά­φρα­σης απο­δυ­να­μώ­νο­ντας έναν άλλο μύθο, τον μύθο περί πιστό­τη­τας της μετά­φρα­σης. Ο τίτλος του είναι Εμπει­ρίες μετά­φρα­σης. Λέγο­ντας σχε­δόν το ίδιο και ήθελα να σας ρωτήσω. Εσείς που έχετε μετα­φρα­στεί σε ολό­κληρο τον κόσμο, πώς κατα­λα­βαί­νετε ποια μετά­φραση είναι καλή; Δεν σας αγχώ­νει το θέμα;
Εγώ δου­λεύω πολύ με τους μετα­φρα­στές μου. Φυσικά κατα­λα­βαίνω αν μια μετά­φραση είναι καλή όταν είναι μια γλώσσα που γνω­ρίζω. Όταν ο μετα­φρα­στής μιας γλώσ­σας που δεν γνω­ρίζω, είναι έξυ­πνος, μου εξη­γεί σωστά ποιο πρό­βλημα αντι­με­τω­πί­ζει στη γλώσσα του. Αυτό μου συμ­βαί­νει με τα ρωσικά, τα ιαπω­νικά και τα ουγ­γρικά. Τρεις μετα­φρα­στές με τους οποί­ους είμαι πάντα σε επι­κοι­νω­νία. Στην αρχή στέλνω σε όλους τους μετα­φρα­στές ένα κεί­μενο με σχό­λια, εδώ υπάρ­χει κάποιος υπαι­νιγ­μός, εδώ στα αγγλικά μπο­ρεί να απο­δο­θεί έτσι, εδώ είναι προ­φα­νές πως ένας Γάλ­λος δεν μπο­ρεί να το πει αλλά μπο­ρείτε να το αλλά­ξετε έτσι. Κι αυτό λει­τουρ­γεί βοη­θη­τικά. Κάποιες μετα­φρά­σεις δεν μπορώ να τις ελέγξω, για τα κινέ­ζικα έχω εμπι­στο­σύνη, δεν τα έχω ελέγ­ξει ποτέ, στα ελλη­νικά πάντα με μετα­φρά­ζει η Έφη Καλ­λι­φα­τίδη. Μου λένε ότι είναι καλή κι έτσι την εμπι­στεύ­ο­μαι. Κάποιες φορές στις γλώσ­σες που δεν ξέρω, από την ερώ­τηση που μου κάνει ο μετα­φρα­στής, κατα­λα­βαίνω αν είναι έξυ­πνος ή όχι. Συχνά μου κάνουν ανό­η­τες ερω­τή­σεις και τότε σκέ­φτο­μαι: καλά, αυτός δεν έχει κατα­λά­βει τίποτα.
Α.Χ.: Στο βιβλίο σας λέτε πως κάποιες φρά­σεις δεν μπο­ρούν να μετα­φρα­στούν ή να μετα­φερ­θούν όπως είναι σε μια άλλη γλώσσα και πρέ­πει να βρε­θεί κάποια ισο­δυ­να­μία. Κάποιες φορές όμως το ισο­δύ­ναμο που βρί­σκει ο μετα­φρα­στής στη γλώσσα του μπο­ρεί να φαντά­ζει ψεύ­τικο, ακρι­βώς επειδή αλλά­ζει η γλώσσα, η εποχή, το ύφος. Αν το ισο­δύ­ναμο μιλώ­ντας π.χ. για τον Μεσαί­ωνα, είναι πολύ σύγ­χρονο γλωσ­σο­λο­γικά, ηχεί άσχημα. Θέλω να πω, όταν απο­φα­σί­σατε να γρά­φετε ένα βιβλίο περί μετά­φρα­σης, δεν σας ενο­χλούσε το γεγο­νός ότι έπρεπε ανα­γκα­στικά να κατα­φύ­γετε σε κάποια αξιώ­ματα;
Δεν ξέρω αν μπο­ρούν να υπάρ­ξουν αξιώ­ματα. Στο βιβλίο αυτό επέ­μεινα πολύ στην έννοια της δια­πραγ­μά­τευ­σης. Εσύ θες τόσο, εγώ δεν μπορώ να σου δώσω τόσο, θα σου δώσω λιγό­τερο, θα τα βρούμε, θα σώσουμε ό,τι μπο­ρεί να δια­σω­θεί. Η αρχή μου είναι ότι το Πόλε­μος και Ειρήνη γρά­φτηκε στα ρωσικά. Το 90% των ανθρώ­πων σε όλο τον κόσμο το διά­βα­σαν μετα­φρα­σμένο. Σύμ­φωνα με τις κρι­τι­κές, σχε­δόν όλοι κατά­φε­ραν να το κατα­λά­βουν. Ίσως ο πεζός λόγος στα ρωσικά να είναι πολύ πιο ωραίος, είναι πιθανό. Όπως είναι πιθανό αυτό που πολ­λοί εχθροί μου ισχυ­ρί­ζο­νται για μένα: ότι τα βιβλία μου είναι πιο ωραία μετα­φρα­σμένα, από ό,τι στο πρω­τό­τυπο. Μπο­ρεί να υπάρ­χει κάποιος μετα­φρα­στής που τα κατα­φέρ­νει να ζωντα­νέ­ψει το βιβλίο περισ­σό­τερο από τον συγ­γρα­φέα. Επο­μέ­νως η άποψή μου είναι ότι βασί­ζε­σαι κυρίως στην ευθυ­κρι­σία. Μέσα από τις δια­πραγ­μα­τεύ­σεις χάνω εδώ αλλά κερ­δίζω εκεί. Σε χοντρές γραμ­μές έτσι μπο­ρεί να λει­τουρ­γή­σει μια μετά­φραση.
Α.Χ.: Πράγμα που σημαί­νει ότι ο μετα­φρα­στής πρέ­πει να έχει ταλέ­ντο.
Μα και ο συγ­γρα­φέας πρέ­πει να έχει ταλέ­ντο! Ταλέ­ντο πρέ­πει να έχει ακόμα και ο βιβλιο­δέ­της του βιβλίου.
Α.Χ.: Μου έλεγε ένας Ρώσος συγ­γρα­φέας, ο Αντρέι Κούρ­κοφ, ότι εμείς, οι μη Ρώσοι, είμα­στε τυχε­ροί που δια­βά­ζουμε τον Ντο­στο­γιέφ­σκι μετα­φρα­σμένο, επειδή ενώ η γυναίκα του Τολ­στόι ήξερε καλά ρωσικά και του έκανε την επι­μέ­λεια των βιβλίων του, η γυναίκα του κακό­μοι­ρου του Ντο­στο­γιέφ­σκι ήταν σκρά­πας, κι έτσι ο Ντο­στο­γιέφ­σκι στα ρωσικά δεν είναι τόσο καλός.
Πολύ πιθα­νόν. Πάντως χοντρικά η αίσθηση, η αξία των Αδελ­φών Καρα­μα­ζόφ παρα­μέ­νει αυτή που είναι.
❧ Ιντερ­μέ­τζο 4
Τα μυθι­στο­ρή­ματα του Έκο δεν ακο­λου­θούν τους κανό­νες των μπεστ σέλερ, που­λάνε όμως σε όλο τον κόσμο εκα­τομ­μύ­ρια αντί­τυπα. Σε τι να οφεί­λε­ται αυτή η παρα­ξε­νιά, κανείς ποτέ δεν το εξή­γησε – του­λά­χι­στον από όσο εγώ ξέρω. Σαν να άγγιξε από την αρχή τον μυθι­στο­ριο­γράφο Έκο το μαγικό ραβδί της επι­τυ­χίας κι ό,τι κι αν γρά­φει, όποιο θέμα κι αν δια­λέ­γει, το ανα­γνω­στικό κοινό τον ακο­λου­θεί. Πιστό. Τόσο πιστό όσο δεν υπήρξε ποτέ στα δοκί­μιά του.
Το γεγο­νός μπο­ρεί να γίνει κατα­νοητό όσον αφορά το πρώτο του μυθι­στό­ρημα, εκείνο το εκπλη­κτικό Όνομα του ρόδου. Ένα πολυ­ε­πί­πεδο ανά­γνω­σμα, το οποίο, ανά­λογα με το γνω­στικό επί­πεδο του ανα­γνώ­στη και την ικα­νό­τητα πρό­σλη­ψής του, είχε να προ­σφέ­ρει όλο και περισ­σό­τερα βέλη στη φαρέ­τρα του. Ακόμα όμως και οι λιγό­τερο δια­νο­ού­με­νοι ανα­γνώ­στες του μπο­ρού­σαν να χαρούν μια άψογη αστυ­νο­μική ιστο­ρία με εκπλή­ξεις, με μυστή­ριο, με ανα­τρο­πές.
Δεν μπο­ρεί κανείς εύκολα να πει το ίδιο για τα επό­μενα μυθι­στο­ρή­ματά του. Το Εκκρε­μές του Φουκώ κάποια στιγμή κιν­δυ­νεύει να γίνει ένας ατέ­λειω­τος κατά­λο­γος υπαρ­κτών ή επι­νοη­μέ­νων μυστι­κι­στι­κών οργα­νώ­σεων. ΤοΝησί της προη­γού­με­νης μέρας μοιά­ζει να έχει κάτι από την ακι­νη­σία του πλοίου που μένει κατα­με­σής του πελά­γους, άλλω­στε τα θέματα που πραγ­μα­τεύ­ε­ται ο συγ­γρα­φέας (ο δια­φω­τι­σμός, ο και­ρός της επι­στή­μης, ο τρια­ντα­κο­ντα­ε­τής πόλε­μος) δεν είναι ό,τι πιο βατό σε έναν σύγ­χρονο ανα­γνώ­στη. Ο Μπα­ου­ντο­λίνο είναι σίγουρα πιο βατός με τις μεσαιω­νι­κές ιστο­ρίες του και έχει ένα «δημο­φι­λές» θέμα όπως είναι οι σταυ­ρο­φο­ρίες. Παρ’ όλα αυτά υπάρ­χει μια περί­τε­χνη, επι­νοη­μένη γλώσσα έτσι όπως ο Έκο παί­ζει με τις μεσαιω­νι­κές του αγά­πες. Η μυστη­ριώ­δης φλόγα της βασί­λισ­σας Λοάνα απο­τε­λεί, επί­σης, ένα πολύ προ­σω­πικό στοί­χημα του Έκο με τον εαυτό του αφού έχει να κάνει με τις προ­σω­πι­κές του ανα­μνή­σεις από μια μαζική κουλ­τούρα που ποτέ δεν ξέφυγε από τα στενά όρια της Ιτα­λίας. Δεν είχε την επι­τυ­χία των άλλων μυθι­στο­ρη­μά­των του αλλά τις πωλή­σεις του θα τις ζήλευε, έτσι κι αλλιώς, ένας οποιοσ­δή­ποτε καλός Ιτα­λός συγ­γρα­φέας. Τέλος, το Κοι­μη­τή­ριο της Πρά­γας απο­θαρ­ρύ­νει τον πρό­θυμο ανα­γνώ­στη του με τις εκατό δύσκο­λες σελί­δες που ανοί­γουν το μυθι­στό­ρημα.
Κι όμως οι εκδό­τες όλου του κόσμου δίνουν μάχες για να κερ­δί­σουν τα δικαιώ­ματα μετά­φρα­σης των βιβλίων του.
Ποιο είναι το μυστικό του; Νομίζω ότι μυστικό δεν υπάρ­χει, ή κι αν υπάρ­χει, δεν μπο­ρεί να το προσ­διο­ρί­σει ούτε ο ίδιος. Ο Έκο γνω­ρί­ζει επι­τυ­χία ακόμα και στα δοκί­μιά του: αν όχι στις «σοβα­ρές» μελέ­τες του, σίγουρα στα «δημο­σιο­γρα­φικά» του έργα (όπως, για παρά­δειγμα, η συλ­λογή Τον Αύγου­στο δεν υπάρ­χουν ειδή­σεις) αλλά και στα άλμπουμ που γρά­φει ή επι­με­λεί­ται τα τελευ­ταία χρό­νια όπως Η ιστο­ρία της ομορ­φιάς ή Η ιστο­ρία της ασκή­μιας. Μάλ­λον είναι το από­θεμα γνώ­σεων που ξεχει­λί­ζει σε ό,τι ο ίδιος γρά­φει, αυτό που ελκύει τους ανα­γνώ­στες, αυτό που σε μαγεύει και όταν μιλάς μαζί του.
Ή ίσως να είναι η (βαθιά κρυμ­μένη) απλό­τητά του. Αν ο χαρα­κτή­ρας ενός ανθρώ­που γίνε­ται πιο δια­φα­νής την ώρα που τρώει και πίνει και αγα­πάει, ο Ουμπέρτο Έκο είναι ένας άνθρω­πος που έχει δια­τη­ρή­σει τα χαρα­κτη­ρι­στικά του μέσου Ιτα­λού που ξέρει να χαί­ρε­ται το φαγητό, το πιοτό, τον έρωτα, την καλή παρέα. Εκεί παύει να είναι ο δύστρο­πος δια­νο­ού­με­νος, γίνε­ται κάτι άλλο, κάτι που δεν το φαντά­ζε­σαι αν δεν έχεις την τύχη να είσαι φίλος του, ή έστω ένας προ­σω­ρι­νός καλε­σμέ­νος στο Μόντε Τσε­ρι­νιόνε.
Όπως ίσως θα παρα­τή­ρη­σαν οι πιο προ­σε­κτι­κοί ανα­γνώ­στες, από το κεφά­λαιο αυτό λεί­πει η αφιέ­ρωσή του. Ήμουν τόσο γοη­τευ­μέ­νος από τη φιλο­ξε­νία του, που όταν υπέ­γραφε τα βιβλία του στο υπό­λοιπο συνερ­γείο, εγώ είχα ξεχα­στεί και πλα­τσού­ριζα χαρού­με­νος στην πισίνα του.
Μ.Χ.: Πώς ξεκι­νάτε να γρά­φετε ένα βιβλίο; Ποια εναύ­σματα, για παρά­δειγμα, σας ώθη­σαν να γρά­ψετε ένα βιβλίο σαν το Μπα­ου­ντο­λίνο;
Με το Μπα­ου­ντο­λίνο είχα διά­φο­ρες ιδέες που μου άρε­σαν… Πρώ­τον η ιδέα της εξε­ρεύ­νη­σης του τόπου του πατρός Ιωάννη με τα τέρατα. Και στη συνέ­χεια η σύμ­πτωση στις ημε­ρο­μη­νίες, η ίδρυση της πόλης μου, της Αλε­σά­ντρια. Η ιδέα να βάλω μαζί αυτά τα δύο γεγο­νότα…
Μ.Χ.: Και ο Βυζα­ντι­νός ιστο­ρι­κός, ο Νική­τας Χωνιά­της;
Αυτό συμ­βαί­νει διότι κάθε τόσο επι­βάλλω στον εαυτό μου κάποιους περιο­ρι­σμούς που είναι πολύ σημα­ντι­κοί. Εισάγω δηλαδή στο μυθι­στό­ρημά μου κάποια πράγ­ματα που δεν έχουν σχέση, που δεν χρειά­ζο­νταν, τα οποία όμως με ανα­γκά­ζουν να αλλάξω όλη την ιστο­ρία. Στο Νησί της προη­γού­με­νης ημέ­ρας ήθελα ο Ρομπέρτο να είναι παρών στο θάνατο του Ρισε­λιέ. Δεν υπήρχε κανέ­νας λόγος, έπρεπε όμως να αλλάξω όλο το πρό­γραμμα των ταξι­διών, τις χρο­νο­λο­γίες κ.λπ. Για το Μπα­ου­ντο­λίνο μου ήρθε ξαφ­νικά η ιδέα ότι έπρεπε να ξεκι­νή­σει στην Κων­στα­ντι­νού­πολη. Γιατί; Γιατί δεν έχω πάει ποτέ μου στην Κων­στα­ντι­νού­πολη κι έτσι πριν γράψω το μυθι­στό­ρημά μου, ήθελα να πάω στην Κων­στα­ντι­νού­πολη. Ο Μπα­ου­ντο­λίνο γεν­νιέ­ται το 1130, η επι­στολή του πατρός Ιωάννη είναι του 1140 ενώ η άλωση της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης έγινε το 1204. Τι κάνεις λοι­πόν με αυτά τα εξή­ντα χρό­νια; Δεν ξέρω, εγώ ήθελα να ξεκι­νήσω με την Κων­στα­ντι­νού­πολη. Κι επειδή ήθελα να επι­στρέ­ψει για την άλωση της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, ανα­γκά­στηκα να βρω κι άλλες ιστο­ρίες αλλά το γεγο­νός ότι δεν μπο­ρούσε να φύγει, προ­κά­λεσε την επι­θυ­μία, την ένταση για ένα πράγμα που δεν ερχό­ταν ποτέ. Κι έτσι ο περιο­ρι­σμός με ανά­γκασε να επι­νο­ήσω ένα πάθος.
Α.Χ.: Άρα όλοι αυτοί οι περιο­ρι­σμοί που βάζετε είναι ένα παι­χνίδι με τον εαυτό σας; Επειδή δεν σας αρέ­σει η ευκο­λία;
Οι αυτο­πε­ριο­ρι­σμοί είναι σημα­ντι­κοί. Στο Εκκρε­μές του Φουκώ ήθελα να τοπο­θε­τήσω τον ήρωά μου στο ’68, όπως ήθελα ο Γιά­κοπο Μπέλ­μπο να γρά­φει στον υπο­λο­γι­στή. Αλλά οι υπο­λο­γι­στές εμφα­νί­ζο­νται στην αγορά στις αρχές του ’80 κι έτσι μου έμενε ένα κενό δέκα χρό­νων και δεν ήξερα τι να κάνω. Και τότε έστειλα τον Καζο­μπόν στη Βρα­ζι­λία κι έπρεπε να επι­νο­ήσω ένα σωρό ιστο­ρίες στη Βρα­ζι­λία που για μένα ήταν πολύ σημα­ντι­κές γιατί στη Βρα­ζι­λία εκτυ­λίσ­σε­ται σε μικρό βαθμό ό,τι θα συμ­βεί αργό­τερα στο μυθι­στό­ρημα. Αν όμως δεν έβλεπα αυτό το γεγο­νός, το 1968 και το κομπιού­τερ, χωρίς αυτό τον περιο­ρι­σμό, δεν θα πήγαινε στη Βρα­ζι­λία.
Α.Χ.: Είναι σαν να παί­ζετε σκάκι…
Οι περιο­ρι­σμοί υπάρ­χουν πάντα, ο ποι­η­τής που επι­λέ­γει τον ενδε­κα­σύλ­λαβο, ο μου­σι­κός που επι­λέ­γει να γρά­ψει σε φα ματζόρε αντί σε ντο μινόρε… Αν δεν υπήρ­χαν περιο­ρι­σμοί, δεν θα έγραφε κανείς τίποτα. Ακόμα και το να δια­λέ­ξεις λάδι αντί για ακουα­ρέλα ή τέμπερα είναι ένας περιο­ρι­σμός που βάζεις στον εαυτό σου.
Μ.Χ.: Εσείς, ως ανα­γνώ­στης, όταν δια­βά­ζετε ένα βιβλίο, για ποιο πράγμα περισ­σό­τερο ενδια­φέ­ρε­στε; Για την πλοκή; Τους χαρα­κτή­ρες; Το δεύ­τερο φιλο­σο­φικό επί­πεδο που μπο­ρεί να υπάρ­χει;
Εγώ δεν είμαι ανα­γνώ­στης. Είμαι σημειο­λό­γος. Ας υπο­θέ­σουμε ότι με ρωτάτε τι είναι αυτό που μου αρέ­σει στις χελώ­νες. Αν είμαι ένας συνη­θι­σμέ­νος άνθρω­πος θα έλεγα επειδή προ­χω­ράνε αργά αλλά αν είμαι ζωο­λό­γος θα με ενδια­φέ­ρουν άπειρα πράγ­ματα που εσάς δεν θα σας ενδια­φέ­ρουν. Επο­μέ­νως, ως σημειο­λό­γος σε μια ιστο­ρία με ενδια­φέ­ρει να κατα­λα­βαίνω τους μηχα­νι­σμούς που ένας κοι­νός ανα­γνώ­στης δεν πρέ­πει απα­ραι­τή­τως να ανα­κα­λύ­ψει. Ένας κοι­νός ακρο­α­τής μπο­ρεί να νιώ­σει λύπη ακού­γο­ντας μια μελω­δία χωρίς να ξέρει ότι ο συν­θέ­της πέρασε σε μινόρε. Είναι θέμα δια­φο­ρε­τι­κής οπτι­κής.
Βεβαίως, όταν δια­βάζω κάποιο μυθι­στό­ρημα ή κάποιο αστυ­νο­μικό βιβλίο πριν κοι­μηθώ, δεν σκέ­φτο­μαι ως σημειο­λό­γος, είμαι ένας φυσιο­λο­γι­κός άνθρω­πος. Ένα από τα πράγ­ματα που με ρωτάνε συχνά είναι αν, καθώς ανα­λύω ένα κεί­μενο χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τα εργα­λεία της σημειω­τι­κής, χάνω την αίσθηση της ομορ­φιάς. Εγώ απα­ντάω: και οι γυναι­κο­λό­γοι ερω­τεύ­ο­νται. Πέρα­σαν μια ζωή μελε­τώ­ντας το γυναι­κείο σεξουα­λικό όργανο αλλά όταν ερω­τεύ­ο­νται δεν σκέ­φτο­νται πια την επι­στήμη τους και κάνουν ό,τι και οι άλλοι άνθρω­ποι.
Α.Χ.: Όταν γρά­φετε κου­βα­λάτε πάντα τις θεω­ρη­τι­κές σας απο­σκευές;
Πολ­λές φορές γράφω σε κατά­σταση πλή­ρους αθω­ό­τη­τας κι άλλες προ­σέχω αυτό που κάνω. Αυτή είναι η συνταγή, μόνο που η συνταγή δεν γρά­φει που­θενά ποια είναι η στιγμή…
Μ.Χ.: Τι άποψη έχετε για τα ηλε­κτρο­νικά βιβλία; Πιστεύ­ετε ότι το μέλ­λον ανή­κει σε αυτά;
Προς το παρόν οι στα­τι­στι­κές δεν είναι και πολύ ενθαρ­ρυ­ντι­κές. Πωλού­νται περισ­σό­τερα έντυπα βιβλία παρά e-book. Κατά δεύ­τε­ρον θα πρέ­πει να δούμε πώς εξε­λίσ­σε­ται η αντί­ληψη των νέων γενιών. Για μένα φυσικά είναι προ­τι­μό­τερο να δια­βά­ζουμε ένα έντυπο βιβλίο παρά ένα e-book, αλλά δεν μπο­ρούμε να απο­κλεί­σουμε ότι θα συμ­βεί το αντί­θετο με τα εγγό­νια μου. Τρί­τον υπάρ­χει η φυσική επαφή με το βιβλίο, με το χαρτί… Θέλω να πω με τα e-book αν μείνω από μπα­τα­ρία και βρί­σκο­μαι σε μια βάρκα, δεν μπορώ να δια­βάσω, ενώ με το βιβλίο… Επο­μέ­νως το έντυπο βιβλίο είναι ακόμα ένα από τα πιο βολικά συστή­ματα μετα­φο­ράς πλη­ρο­φο­ριών. Το τελευ­ταίο είναι ότι δεν έχουμε τις επι­στη­μο­νι­κές απο­δεί­ξεις για το πόσο διαρ­κεί ένα ηλε­κτρο­νικό αρχείο. Έχουμε την επι­στη­μο­νική από­δειξη ότι ένα έντυπο βιβλίο μπο­ρεί να ζήσει πεντα­κό­σια χρό­νια γιατί έχουμε στις βιβλιο­θή­κες μας τα χει­ρό­γραφα, από τα μέσα του 1400, που είναι ακόμα εκεί με εκείνο το χαρτί, πολύ πιο ωραίο από τα δικά μας βιβλία. Ενώ σε ό,τι αφορά τα floppy disc, τις δισκέ­τες δεν ξέρουμε πόσο διαρ­κούν, γιατί εκτός των άλλων οι σημε­ρι­νοί υπο­λο­γι­στές δεν δια­βά­ζουν πια τις δισκέ­τες. Δεν ξέρουμε αν διαρ­κούν πεντα­κό­σια χρό­νια. Υπο­πτευό­μα­στε ότι απο­μα­γνη­τί­ζο­νται μέσα σε πενή­ντα χρό­νια.
Α.Χ.: Ή ότι για εμπο­ρι­κούς λόγους θα υπάρ­χουν πάντα και­νούρ­για μοντέλα που δεν δια­βά­ζουν τα παλιά…
Ναι γιατί, προ­κει­μέ­νου να που­λάνε οι υπο­λο­γι­στές, θα φτιά­χνο­νται πάντα και­νούρ­για μοντέλα που δεν θα δια­βά­ζουν τα παλιά λογι­σμικά. Αν θέλουμε να ξέρουμε ότι τα σημε­ρινά βιβλία θα αντέ­ξουν μετά από πεντα­κό­σια χρό­νια, το έντυπο βιβλίο απο­τε­λεί ακόμα εγγύ­ηση. Αν βρω στο υπό­γειο το παι­δικό μου βιβλίο με τα σχέ­δια που είχα κάνει, υπάρ­χει μια φυσική σχέση που συν­δέ­ε­ται με τη μνήμη, ενώ αν βρω στο υπό­γειο μια δισκέτα, δεν υπάρ­χει πια αυτό… Επο­μέ­νως το βιβλίο, υπό αυτή την έννοια, κου­βα­λάει τα σημά­δια της πολύ­χρο­νης ανά­γνω­σης.
Α.Χ.: Φαί­νε­ται πως, μετά την πρώτη φάση της ανα­κά­λυ­ψης του e-book, και του ενθου­σια­σμού που προ­κά­λεσε κυρίως στους δημο­σιο­γρά­φους που ψάχνουν μονί­μως για θέματα, στην Αμε­ρική δεν κατά­φερε ποτέ να ξεπε­ρά­σει το 20% της βιβλιο­πα­ρα­γω­γής, ενώ στην Ευρώπη παρα­μέ­νει σε μονο­ψή­φια νού­μερα. Και το πιο περί­εργο είναι ότι η μεγάλη πλειο­ψη­φία όσων αγο­ρά­ζουν τα ηλε­κτρο­νικά βιβλία δεν είναι οι νέοι, όπως δια­λα­λού­σαν οι εφη­με­ρί­δες, αλλά μεσή­λι­κες για να μην πω ηλι­κιω­μέ­νοι…
Και στην Ιτα­λία το ποσο­στό είναι πολύ χαμηλό. Αυτό όμως δεν σημαί­νει τίποτα. Ίσως να μην το αγο­ρά­ζουν ακόμα επειδή είναι ακριβή η συσκευή ανά­γνω­σης, ή επειδή ο κόσμος δεν το έχει συνη­θί­σει. Εγώ βλέπω μια τερά­στια δια­φορά ανά­μεσα στη φυσική επαφή με το βιβλίο, που μπο­ρείς να το αγγί­ξεις, και την εγγυ­η­μένη του διάρ­κεια, τη δυνα­τό­τητα που έχεις να το δια­βά­σεις ακόμα κι όταν έχει μπλακ άουτ.
Μ.Χ.: Τώρα με τα ηλε­κτρο­νικά μέσα οι άνθρω­ποι έχουν τη δυνα­τό­τητα να μαθαί­νουν σχε­δόν αμέ­σως μια είδηση. Πιστεύ­ετε ότι αυτό θα προ­κα­λέ­σει τον θάνατο των κλα­σι­κών εφη­με­ρί­δων;
Αυτό πάντα συνέ­βαινε. Όταν εφευ­ρέ­θηκε το ραδιό­φωνο, ο κόσμος μάθαινε τις ειδή­σεις νωρί­τερα σε σχέση με τις εφη­με­ρί­δες και χάρη στο ραδιό­φωνο μάθαι­ναν τις ειδή­σεις ακόμα και άνθρω­ποι που δεν ήξε­ραν ανά­γνωση. Αυτό όμως δεν συνέ­βαλε ώστε το ραδιό­φωνο να σκο­τώ­σει τις εφη­με­ρί­δες. Έτσι ακρι­βώς όπως η φωτο­γρα­φία δεν σκό­τωσε τη ζωγρα­φική, το αυτο­κί­νητο δεν σκό­τωσε το ποδή­λατο, το αερο­πλάνο δεν σκό­τωσε το τρένο, σήμερα μάλι­στα το τρένο ίσως και να σκο­τώ­νει το αερο­πλάνο. Επο­μέ­νως, δεν πρέ­πει να θεω­ρούμε ποτέ ότι ένα και­νούρ­γιο μέσο θα αφα­νί­σει το προη­γού­μενο. Θα βρε­θούμε σε μια ανά­μει­κτη κατά­σταση στην οποία πιθα­νώς να ψάχνω στο iPad την είδηση της εφη­με­ρί­δας, στο e-book θα έχω περά­σει τις εγκυ­κλο­παί­δειες ή τις βιβλιο­γρα­φίες, αλλά όταν θα θέλω να δια­βάσω ένα αστυ­νο­μικό μυθι­στό­ρημα πιθα­νό­τατα θα παίρνω το έντυπο βιβλίο και θα κάθο­μαι κάτω από το δέντρο.
Μ.Χ.: Βλέ­πουμε όμως τις εφη­με­ρί­δες σε όλο τον κόσμο να περ­νούν μεγάλη κρίση…
Τα καθη­με­ρινά έντυπα είναι αυτά που αναμ­φί­βολα βιώ­νουν τη μεγα­λύ­τερη κρίση γιατί είναι αλή­θεια πως αν πρέ­πει να τρέξω να πάρω το τρένο και δεν προ­λα­βαίνω να πάρω εφη­με­ρίδα, με το iPad μπορώ να τη δια­βάσω. Αν είμαι στην παρα­λία ή κάπου που φυσάει και ο αέρας μου πάρει την εφη­με­ρίδα, με το iPad δεν έχω πρό­βλημα. Όταν μεγα­λώ­νουμε και έχουμε πρε­σβυω­πία, τα γράμ­ματα της εφη­με­ρί­δας μοιά­ζουν μικρά ενώ με το iPad μπορώ να αλλάξω το μέγε­θος του κει­μέ­νου. Πιθα­νώς για κάποιες πλη­ρο­φο­ρίες το iPad… αλλά μετά σκε­φτείτε το παιδί που δεν χρειά­ζε­ται να πηγαί­νει σχο­λείο με την τσά­ντα του φορ­τω­μένη με λεξικά κ.λπ. Μπο­ρεί να έχει τα πάντα σε μια τέτοια συσκευή. Αυτό είναι μεγάλο πλε­ο­νέ­κτημα. Σκε­φτείτε έναν εισαγ­γε­λέα που πρέ­πει να ταξι­δέ­ψει με μια δικο­γρα­φία 3000 σελί­δων και πρέ­πει να κου­βα­λή­σει τις βαλί­τσες του – επο­μέ­νως είναι μεγάλη βοή­θεια για πολλά πράγ­ματα. Πάντως δεν θα αφα­νί­σει τα προη­γού­μενα συστή­ματα.
Α.Χ.: Ήθελα να σας ρωτήσω σχε­τικά με τα κλα­σικά βιβλία. Είστε διά­ση­μος συλ­λέ­κτης βιβλίων, έχετε χιλιά­δες βιβλία. Σας έχει περά­σει ποτέ από το μυαλό γιατί κρα­τάμε στα σπί­τια μας τόσα βιβλία; Ενώ όλοι γκρι­νιά­ζουμε για τη ματαιό­τητα της ζωής, επι­μέ­νουμε να συλ­λέ­γουμε βιβλία. Έρχο­νται ποτέ στιγ­μές που θα θέλατε να τα πετά­ξετε όλα;
Φαντα­στείτε ότι είστε ένας πάμπλου­τος σουλ­τά­νος και αντί να πρέ­πει να θυμά­στε πολλά πράγ­ματα, έχετε τη δυνα­τό­τητα να δια­θέ­τετε δέκα σκλά­βους. Ο ένας θυμά­ται ό,τι έχει σχέση με τη γεω­γρα­φία, ο άλλος ό,τι έχει σχέση με τη φιλο­σο­φία και όταν θέλετε να μάθετε κάτι, ο σκλά­βος σας απα­ντάει. Θα ήταν πολύ βολικό. Τα βιβλία είναι τέτοιου είδους σκλά­βοι. Εγώ έχω 50.000 σκλά­βους που σκέ­φτο­νται για χάρη μου και ξέρουν ένα σωρό πράγ­ματα.
Α.Χ.: Τα θυμά­στε όλα; Ξέρετε πού βρί­σκο­νται;
Όταν ψάχνω ένα βιβλίο, κατα­φέρνω να πηγαίνω εκεί που βρί­σκε­ται. Καμιά φορά μου τυχαί­νει να θυμά­μαι ότι είχε κίτρινη ράχη και τελικά να έχει κόκ­κινη, τότε χάνω μια βδο­μάδα ψάχνο­ντας το βιβλίο με την κίτρινη ράχη. Μετά υπάρ­χει και το ατύ­χημα όταν κάποιος βγά­ζει ένα βιβλίο από το ράφι και κάποιο μέλος της οικο­γέ­νειας το τακτο­ποιεί σε λάθος θέση. Υπάρ­χει κίν­δυ­νος να μην το ξανα­βρώ ποτέ στη ζωή μου.
Α.Χ.: Είναι χάρι­σμα της φύσης ή η μνήμη καλ­λιερ­γεί­ται;
Έχω γερή μνήμη. Αλλά συμ­βαί­νουν και περί­εργα γεγο­νότα. Στο Όνομα του Ρόδου ανα­φέρω τον αβά Βαλέ που έγραψε υπο­τί­θε­ται το χει­ρό­γραφο. Θυμά­μαι έναν δημο­σιο­γράφο, τον Μπε­νια­μίνο Πλά­τσι­ντο. Μια μέρα ήρθε να μου πάρει συνέ­ντευξη και με ρώτησε: «Αυτόν τον αβά Βαλέ τον επι­νό­η­σες;» Υπήρξε στην πραγ­μα­τι­κό­τητα κι έπαιξε σημα­ντικό ρόλο στη ζωή μου γιατί όταν ετοί­μαζα την πτυ­χιακή μου πάνω στην αισθη­τική του Μεσαί­ωνα και είχα κάποια προ­βλή­ματα που δεν μπο­ρούσα να λύσω, μια μέρα περ­πα­τώ­ντας στις όχθες του Σηκουάνα, στους παλαιο­βι­βλιο­πώ­λες, βρήκα το βιβλίο του αβά Βαλέ Η ιδέα του ωραίου στον Θωμά Ακι­νάτη, που ήταν ακρι­βώς το θέμα της πτυ­χια­κής μου. Το αγό­ρασα αμέ­σως. Παρότι ο αβάς Βαλέ δεν ήταν ιδιαί­τερα έξυ­πνος άνθρω­πος και έλεγε κοι­νό­τοπα πράγ­ματα, κάποια στιγμή βρήκα μία φράση του που ξεκα­θά­ρισε μέσα μου όλες τις ιδέες που είχα για την πτυ­χιακή μου. Θυμά­μαι μάλι­στα ότι είχα βάλει δύο κόκ­κινα σημά­δια με ένα θαυ­μα­στικό. Κι έτσι έμαθα ότι δεν πρέ­πει να υπο­τι­μάμε ποτέ κανέ­ναν συγ­γρα­φέα γιατί ακόμα και ο πιο ταπει­νός συγ­γρα­φέας μπο­ρεί πάντα να σου δίνει ιδέες. Και ο Μπε­νια­μίνο Πλά­τσι­ντο με ρώτησε: «Μα είναι αλή­θεια; Έχεις ακόμα το βιβλίο του αβά Βαλέ;» Κι εγώ του λέω: Θα είναι τριά­ντα χρό­νια που έχω να το πιάσω στα χέρια μου, είναι σε ένα ψηλό ράφι αλλά θυμά­μαι ακρι­βώς τη σελίδα με το σημάδι. Ανε­βαίνω, βρί­σκω το βιβλίο, το ξεφυλ­λίζω, βρί­σκω τη σελίδα με το σημάδι, το θαυ­μα­στικό και τελικά ο αβάς Βαλέ δεν έλεγε αυτά που εγώ νόμιζα. Έλεγε κάτι άλλο. Απλού­στατα όταν διά­βαζα αυτό το άλλο πράγμα, μου είχε έρθει η σωστή ιδέα και είχα κάνει την υπο­γράμ­μιση. Θυμό­μουνα όμως την υπο­γράμ­μιση στη σελίδα.
Α.Χ.: Η μνήμη παί­ζει τα δικά της παι­χνί­δια. Ή τη βάζουμε να επι­νοεί τα δικά της παι­χνί­δια. Όταν γρά­φετε στα μυθι­στο­ρή­ματά σας κυρίως ιστο­ρικά γεγο­νότα, πρό­σωπα πραγ­μα­τικά, πόσο χώρο δίνετε στην επι­νό­ηση; Πόσο αφή­νετε τους χαρα­κτή­ρες σας να κινού­νται εκτός πραγ­μα­τι­κό­τη­τας;
Σε ένα ιστο­ρικό μυθι­στό­ρημα υπάρ­χουν πάντα ήρωες που υπήρ­ξαν στην πραγ­μα­τι­κό­τητα και άλλοι φαντα­στι­κοί. Το πρό­βλημα του αφη­γητή ενός ιστο­ρι­κού μυθι­στο­ρή­μα­τος, είτε αυτός είναι ο Ουόλ­τερ Σκοτ είτε ο Αλε­σά­ντρο Μαν­τσόνι, είναι βέβαια να εισά­γει φαντα­στικά πρό­σωπα τα οποία κάνουν πράγ­ματα που δεν έχουν συμ­βεί αλλά κυρίως να μη βάζει ποτέ τα πραγ­μα­τικά πρό­σωπα να κάνουν πράγ­ματα που δεν έχουν κάνει. Ή που δεν μπο­ρού­σαν να κάνουν. Αυτό είναι το πρό­βλημα. Έπειτα εγώ τόνιζα πάντα τη δια­φορά ανά­μεσα στο ιστο­ρικό και στο επι­φυλ­λι­δο­γρα­φικό μυθι­στό­ρημα. Στα επι­φυλ­λι­δο­γρα­φικά μυθι­στο­ρή­ματα υπάρ­χουν ιστο­ρι­κοί ήρωες π.χ. στους Τρεις Σωμα­το­φύ­λα­κες, η βασί­λισσα της Αυστρίας, ο Ρισε­λιέ και κάποιοι δευ­τε­ρα­γω­νι­στές όπως ο κόμης ντε Ροσφόρ και ο κύριος ντε Τρε­βίλ ήταν υπαρ­κτά πρό­σωπα. Και μετά είναι τα φαντα­στικά πρό­σωπα, όπως ο Ντ’ Αρτα­νιάν, που κάνουν πράγ­ματα τα οποία θα μπο­ρού­σαν να κάνουν έναν αιώνα αργό­τερα. Οι περι­πέ­τειες του Ντ’ Αρτα­νιάν θα μπο­ρού­σαν να γίνουν τον 18ο αιώνα. Αντί­θετα, στο ιστο­ρικό μυθι­στό­ρημα, για παρά­δειγμα στους Λογο­δο­σμέ­νους, υπάρ­χουν ελά­χι­στα ιστο­ρικά πρό­σωπα – νομίζω μόνο ένα, ο Καρ­δι­νά­λιος Μπο­ρο­μέο. Ωστόσο τα φαντα­στικά πρό­σωπα κάνουν ακρι­βώς ό,τι θα μπο­ρού­σαν να κάνουν αν ήταν υπαρ­κτά, και μας βοη­θάνε να κατα­λά­βουμε την εποχή τους. Θα έλεγα πάντως ότι, ακόμη και σε ένα επι­φυλ­λι­δο­γρα­φικό μυθι­στό­ρημα, δεν μπο­ρείς να λες ότι ο Ρισε­λιέ είχε πάει στην Αμε­ρική. Δεν γίνε­ται. Πράγ­ματι κανείς δεν το κάνει εκτός και αν πρό­κει­ται για μυθι­στό­ρημα επι­στη­μο­νι­κής φαντα­σίας, τότε φαντά­ζε­σαι κάτι τελείως δια­φο­ρε­τικό.
Α.Χ.: Ζούμε σε μια εποχή όπου βιώ­νουμε την επι­στροφή στη θρη­σκεία, στον θρη­σκευ­τικό φανα­τι­σμό. Στο Κοι­μη­τή­ριο της Πρά­γας λέτε σε κάποιο σημείο ότι ο άνθρω­πος δεν έκανε ποτέ τόσο φρι­χτά πράγ­ματα όσο αυτά που έκανε στο όνομα της θρη­σκείας. Ενώ ο κόσμος προ­ο­δεύει, ενώ ζούμε στην εποχή των υπο­λο­γι­στών και των e-book, πώς είναι δυνα­τόν να έχει τόση πέραση η θρη­σκεία;
Λάβετε υπόψη σας ότι ήταν χαρα­κτη­ρι­στικό των θετι­κι­στών του 19ου αιώνα, που εμείς θεω­ρούμε ανθρώ­πους της επι­στή­μης, να συμ­με­τέ­χουν τις νύχτες σε πνευ­μα­τι­στι­κές συγκε­ντρώ­σεις. Γνώ­ρισα φίλους οπα­δούς της λογι­κής, που ασχο­λού­νταν με την τυπική λογική και το βράδυ πήγαι­ναν να τους πουν τη μοίρα τους. Όσο περισ­σό­τερο ένα άτομο είναι προ­ση­λω­μένο σε μια ειδι­κό­τητα, σε μια συγκε­κρι­μένη τεχνο­λο­γία, τόσο περισ­σό­τερο χρειά­ζε­ται να καλύ­ψει την ανά­γκη του για το άπειρο. Δια­βά­ζουμε ότι οι μισοί Αμε­ρι­κά­νοι πρω­θυ­πουρ­γοί είχαν ζητή­σει να τους φτιά­ξουν το ωρο­σκό­πιό τους! Επο­μέ­νως είναι πιο εύκολο να γίνει θύμα μιας μυστι­κι­στι­κής οργά­νω­σης ή αίρε­σης ένας μηχα­νι­κός παρά ένας φιλό­σο­φος ή ένας λάτρης της αρχαίας ελλη­νι­κής λογο­τε­χνίας. Ένας λάτρης της αρχαίας ελλη­νι­κής λογο­τε­χνίας έχει να λύσει αρκετά μυστή­ρια κάθε μέρα…
Μ.Χ.: Όλο αυτό το μη-ορθολογιστικό φαι­νό­μενο έχει, κατά τη γνώμη σας, κάποια σχέση με την παρακμή των ιδε­ο­λο­γιών;
Βεβαίως. Ας σκε­φτούμε την πτώση των ιδε­ο­λο­γιών: όταν όμως ήταν επι­βε­βλη­μέ­νες, οι ιδε­ο­λο­γίες ήταν η θρη­σκεία. Ας πάρουμε για παρά­δειγμα τις στα­λι­νι­κές δίκες όπου, όταν κατη­γο­ρού­σαν κάποιον αθώο, αυτός ομο­λο­γούσε τα πάντα σαν να περ­νούσε από την Ιερά Εξέ­ταση τον Μεσαί­ωνα. Ουσια­στικά ήταν μια θρη­σκευ­τική στάση. Επο­μέ­νως η ιδε­ο­λο­γία ήταν υπο­κα­τά­στατο της θρη­σκείας. Ο ναζι­σμός ήταν ένα υπο­κα­τά­στατο της θρη­σκείας, ο στα­λι­νι­σμός ήταν ένα υπο­κα­τά­στατο της θρη­σκείας.
Α.Χ.: Ποιες είναι οι ιστο­ρι­κές επο­χές που σας αρέ­σουν περισ­σό­τερο; Από την αρχαιό­τητα ως σήμερα;
Τι σημαί­νει μου αρέ­σουν; Αν αγαπώ μια ιστο­ρική εποχή δεν σημαί­νει ότι θα ήθελα να ζω σε αυτή. Η εποχή που προ­τιμώ είναι ο Μεσαί­ω­νας αλλά αν ζούσα στον Μεσαί­ωνα θα πέθαινα στα σαρά­ντα μου χρό­νια κι έτσι προ­τιμώ να ζω σήμερα…, όμως με συναρ­πά­ζει αυτή η εποχή. Η εποχή που πάντοτε με γοή­τευε περισ­σό­τερο είναι ο Μεσαί­ω­νας.
Α.Χ.: Ο Πρώ­ι­μος ή ο Ύστε­ρος Μεσαί­ω­νας;
Ο Ύστε­ρος, στον Πρώ­ιμο η ζωή ήταν χάλια, δεν ήξε­ραν τίποτα. Αντι­παθώ την Ανα­γέν­νηση. Ήταν ερα­σι­τέ­χνες, δεν ήταν επαγ­γελ­μα­τίες. Ο Πίκο ντέλα Μιρά­ντολα είναι ένας βλαξ.
Α.Χ.: Το λέτε επειδή νόμι­ζαν ότι ήξε­ραν τα πάντα;
Ναι αλλά τελικά δεν ήξε­ραν τίποτα. Ήταν πολύ πιο αφε­λείς από τους ανθρώ­πους του Μεσαί­ωνα.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ • Κοι­τάζω τις φωτο­γρα­φίες. Με τον Έκο και τη Μικέλα στο τρα­πε­ζάκι να πίνουμε ούζο και να μιλάμε για σημειο­λο­γία. Με τον Έκο να περι­μέ­νει υπο­μο­νε­τικά να του σερ­βί­ρει η γυναίκα του μακα­ρό­νια. Με τον Έκο και τον Γιώργο Κορ­δέλα να κάνουμε μπά­νιο στην πισίνα, στην άκρη του κήπου. Με τον Έκο, τη γυναίκα του και όλη την ελλη­νική παροι­κία να φωτο­γρα­φι­ζό­μα­στε στα σκα­λο­πά­τια της παλιάς εκκλη­σίας που τώρα είναι το γρα­φείο του και φιλο­ξε­νεί μια τερά­στια κολόνα από χαρ­τόνι, το μόνο αντι­κεί­μενο που κατά­φερε να δια­σώ­σει από τα εντυ­πω­σιακά σκη­νικά της ται­νίας του Ζαν Ζακ Ανό Το όνομα του ρόδου.
Δύο ολό­κλη­ρες μέρες, από το πρωί ως το βράδυ, μαζί. Το μεση­μέρι έφευγε, πήγαινε να ξαπλώ­σει λιγάκι, μας άφηνε στον κήπο και μας έλεγε αυστηρά: «Μην το κου­νή­σετε ρούπι!» Εγώ ξάπλωνα κάτω από το δέν­δρο, χαλά­ρωνα από την ένταση της συνέ­ντευ­ξης, με έπαιρνε για λίγο ο ύπνος.
Ο ήλιος έλα­μπε. Ολό­γυρα τα μεσαιω­νικά χωριά και η άλως του Πιέρο ντέλα Φραν­τσέ­σκα. Η γαλήνη, η Ιστο­ρία.
Ήμα­σταν συγκι­νη­μέ­νοι όταν απο­χαι­ρε­τιό­μα­σταν. Όλοι με τη συνεί­δηση ότι ορι­σμένα πράγ­ματα στη ζωή δεν επα­να­λαμ­βά­νο­νται. Ιδιαί­τερα ευτυ­χής η Μικέλα, που άντεξε δύο ολό­κλη­ρες μέρες να ακούει μονάχα ιτα­λικά – μια γλώσσα που δεν θεω­ρεί δική της.
Φιλιό­μα­στε όλοι σαν παλιοί φίλοι. Όταν έρχε­ται η σειρά μου λέει ότι χάρηκε πολύ την κου­βέ­ντα μας, ότι χάρηκε πολύ τη γνω­ρι­μία μας, ότι ελπί­ζει ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ να τα ξανα­πούμε.
Ξέρεις, του λέω, δεν είναι η πρώτη φορά που συνα­ντιό­μα­στε. Με κοι­τά­ζει, για ένα δευ­τε­ρό­λε­πτο αμή­χα­νος. Κι ύστερα ξεσπάει σε γέλια.
Κατά­λαβα, μου λέει, είχαμε ξανα­συ­να­ντη­θεί και ήμουν αντι­πα­θής. Έτσι;
Γελάω κι εγώ.