Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΟΔΙΝΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΟΔΙΝΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

Ισορροπία, ανεξαρτησία, περιπλοκότητα, – οι δύσκολοι συμβιβασμοί του βίου Ή Το ζωντανό αμερικανικό μουσείο

γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ



-Ο Ρίτσαρντ Φορντ, κατασκευάζοντας την ανθρωπογεωγραφία μιας ολόκληρης χώρας,  αναρωτιέται για το νόημα της ανεξαρτησίας και μέσω αυτής για την περιπέτεια  του καθενός μας- 

    Τρεις τόμοι των επτακοσίων τόσων σελίδων –τώρα όλοι στα ελληνικά-, με τον ίδιο κεντρικό ήρωα και αφηγητή,  μπορούν να αποθαρρύνουν ασφαλώς ακόμη και τον αργόσχολο ή έστω τον φιλόπονο αναγνώστη. Ο Ρίτσαρντ Φορντ το αποτόλμησε ωστόσο γράφοντας ένα βιβλίο ανά δεκαετία (1985, 1996, 2006) για τον βίο και την πολιτεία ενός από τους πλέον συμπαθείς χαρακτήρες στο πρόσφατο λογοτεχνικό στερέωμα, του Φρανκ Μπάσκομπ. Πρόκειται για τον  «μέσο άνθρωπο», έναν διαζευγμένο μεσίτη ακινήτων με δυο παιδιά, κάτοικο  Νιου Τζέρσεϋ, σμιλεμένο θα ‘λεγες στα πρότυπα του Χάρρυ Άνγκστρομ – του περίφημου «Λαγού» του Τζων Απντάικ. Το πώς ο Φορντ καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και να τον κάνει να συμμετάσχει στα  δράματα και τους προσωπικούς προβληματισμούς του ήρωά του ως προς  τα θεμελιακά ερωτήματα και την περιπλοκότητα του βίου, δεν απαντιέται ίσως παρά μόνο με το μυστήριο της μεγάλης τέχνης.
Το πολυβραβευμένο  Ημέρα  Ανεξαρτησίας είναι το δεύτερο από τα μυθιστορήματα της τριλογίας. Στην Ελλάδα είχαν προηγηθεί  Ο Αθλητικογράφος (Ωκεανίδα) και το Η Χώρα όπως είναι (Πατάκης) που με είχε συνεπάρει όταν το διάβασα. Παρά το ότι ήμουν κοινωνός των γεγονότων του βίου του Φρανκ Μπάσκομπ στα 56 του χρόνια, (όταν και λαμβάνει χώρα εν έτει 2000 το Η Χώρα όπως είναι) επανήλθα με ιδιαίτερη χαρά στην Ημέρα  Ανεξαρτησίας όπου η δράση τοποθετείται στο εκλογικό έτος 1988 (Μπους πατήρ εναντίον Δουκάκη)  κατά το Παρασκευοσαββατοκύριακο της εθνικής εορτής των ΗΠΑ. Πρόκειται ασφαλώς για ένα μυθιστόρημα δρόμου ενταγμένο στην μεγάλη αμερικανική παράδοση, όπου ο  44χρονος τώρα Φρανκ, περιφέρεται στην  μικρή του εύπορη και εύτακτη πόλη (το επινοημένο Χάνταμ), κλείνοντας τις εργασιακές του εκκρεμότητες. Επισκέπτεται το βράδυ της ίδιας μέρας  την διαζευγμένη γοητευτική φίλη του Σάλλυ στο παραλιακό της σπίτι, η βραδιά  στραβώνει καθώς ο Φρανκ δεν νοιώθει ικανός να επενδύσει περισσότερα στη σχέση αυτή (στον τρίτο τόμο θα μάθουμε πάντως πως οι δυο τους τελικά παντρεύονται, χωρίζουν και μάλλον ξαναβρίσκονται) και ξαναφεύγει νυχτιάτικα για να κατευθυνθεί στο Κοννέκτικατ όπου θα παραλάβει τον 15χρονο γιο του Πολ για να περάσουν μαζί το εορταστικό τριήμερο. Ο Φρανκ είναι διαζευγμένος, η σύζυγός του Ανν έχει ξαναπαντρευτεί  έναν ζάπλουτο αρχιτέκτονα, έχει πάρει μαζί τα δυο τους παιδιά και ο Φρανκ έχει αναδιατάξει πλήρως τον βίο του μεταβαλλόμενος από φιλόδοξο νεαρό διηγηματογράφο σε αθλητικογράφο και τώρα τελευταία σε μεσίτη ακινήτων. Είναι στοχαστικός, διαθέτει αποθέματα κατανόησης  και έλλογης συμπόνιας για τους άλλους, αναλυτικό νου, εμμονές με την προσφορά του στην κοινότητα και το γενικό καλό και κυρίως με μια διάθεση αναστοχασμού της ζωής του, και ειδικά της εισόδου του στη μέση ηλικία (την οποία ονομάζει Υπαρξιακή Περίοδο).   Καθ’ οδόν προς το ραντεβού με τον γιο του αλλά και αφού τον παραλάβει για να εκδράμουν σε συναρπαστικούς τόπους και τοπία όπου έχει δομηθεί ο μύθος της ανεξάρτητης Αμερικής, ο Φρανκ θα αναστοχασθεί  πολλά και διάφορα με οδηγό τον μεγάλο υπερβατικό στοχαστή του 19ου αιώνα Ραλφ Γουόλντο Έμερσον: για τις προσδοκίες και τις στοχεύσεις της ζωής, για τους τρόπους με τους οποίους αντιμετωπίζεις το απρόοπτο, για την καταπολέμηση της μοναξιάς, για τις έννοιες της σταθερότητας, της μονιμότητας και της αλλαγής, για τους τρόπους επικοινωνίας με τον γύρω μας κόσμο, κυρίως όμως για την πορεία της ίδιας της χώρας, την τεχνολογική εξέλιξη, την  περιβαλλοντική υποβάθμιση, την ανάπτυξη, την οικονομία και την πολιτική. Σκοπεύει να έρθει ψυχικά κοντά με τον γιο του και έχει προετοιμάσει ένα νοερό φάκελο με «οδηγίες ζωής» καθώς ο νεαρός είναι μεν πνευματικά ώριμος αλλά συναισθηματικά σε προσχολικό στάδιο, κουβαλάει παιδικά τραύματα από τον θάνατο του μικρού αδελφού του και του σκύλου του,  και επιπλέον έχει εμφανίσει δείγματα παραβατικής συμπεριφοράς που τον έχουν οδηγήσει μάλιστα ενώπιον της δικαιοσύνης για μια μικροκλοπή σε σούπερ μάρκετ και αντίσταση κατά της αρχής. Εν μέρει η προσέγγιση θα πετύχει μέσω της αναβάπτισης σε νέους τόπους, ωστόσο οι προστριβές και οι μικροσυγκρούσεις πατέρα και γιου θα οδηγήσουν σε ένα ξέσπασμα του νεαρού Πολ και σε ένα σοβαρό ατύχημα που θα θέσει το ζήτημα της ζωής σε εντελώς νέα βάση. Η εγχείρηση στο μάτι του νεαρού θα πάει σχετικά καλά, αλλά ευθύνες και ενοχές μοιάζει να προκαθορίζουν ήδη τον μετέπειτα βίο τους. 
    Η περιήγηση του Φρανκ Μπάσκομπ και η ανακατασκευή του αμερικανικού τοπίου μέσω ποικίλων συναντήσεων με ενδιαφέροντες και λιγότερο ενδιαφέροντες ανθρώπους, στη διάρκεια ενός εορταστικού τριημέρου όπου όλη η Αμερική βρίσκεται στους δρόμους, είναι ο ένας άξονας όπου κινείται το μυθιστόρημα. Ο άλλος είναι οι διαρκείς αναδρομές στο παρελθόν μέσω της βίωσης του παρόντος ως «της μόνης δυνατής αιωνιότητας» κατά την ρήση του Βίτγκενσταϊν τον οποίο μνημονεύει σε κάποιο σημείο  ο ήρωάς μας. Ο Φρανκ ζει τις περιπέτειές του σαν αυτό ακριβώς που είναι: περιπέτειες. Βρίσκεται ενώπιος ενωπίω σε στιγμές βίας, απελπισίας ή πρόσκαιρης συντροφικότητας σε μουσεία, βενζινάδικα και φαγάδικα των εθνικών οδών, αλλά και αναποφασιστικότητας των πελατών του, συναισθηματικής ανασφάλειας της ερωμένης του Σάλλυ (με την οποία κάνει ατέρμονες τηλεφωνικές συζητήσεις στην διάρκεια του τριημέρου), επαγγελματικών προστριβών, αλλά και  διανοίγματος νέων προοπτικών σε κάθε σταθμό του σύντομου πλην πυκνού αυτού ταξιδιού. Ξανανακαλύπτει το αμερικανικό τοπίο, ανασκάπτει το παρελθόν, στοχάζεται τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας (τον πρώτο αντιαποικιακό πόλεμο) και την Διακήρυξη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου με αφορμή πάντα τους εορτασμούς. Κυρίως όμως ανατέμνει τον χαρακτήρα του έθνους του ως μιας κοινωνίας που βρίσκεται διαρκώς εν κινήσει, που ιδεολογικοποιεί την εξερεύνηση, που μετασχηματίζει σταθερά το φυσικό τοπίο, που  καταργεί τη μονιμότητα και καλλιεργεί το ιδεώδες του αυτάρκους και ανεξάρτητου ανθρώπου, -  μάλλον ανέφικτο πάντως απ’ ότι εντέλει παραδέχεται κι ο ίδιος (κι εδώ οδηγός του είναι ο Έμερσον  me το περίφημο δοκίμιό του « Selfreliance»). Παρά δε το ότι προς το τέλος του βιβλίου ο Φρανκ Μπάσκομπ απολαμβάνει τους εορτασμούς και συμμετέχει μάλιστα σε αυτούς, αποδομεί  με το υποδόριο χιούμορ του την κοινωνία του θεάματος και της κατανάλωσης στην οποία έχουν μετεξελιχθεί οι μεγαλόπνοες, σχεδόν εμμονικές  διακηρύξεις της ανεξαρτησίας. 
   Το βιβλίο –αλλά και η τριλογία στο σύνολό της- μπορούν αναμφίβολα να κουράσουν καθώς ο Ρίτσαρντ Φορντ δεν αποφεύγει κάποιες επαναλήψεις και πέραν του δέοντος λεπτομερειακές περιγραφές, πολλές απ’ αυτές βέβαια σκόπιμες  προκειμένου να συνδεθούν τα κομμάτια του πολύπλοκου γεωγραφικού και κοινωνικού παζλ που καταφέρνει  να συνθέσει.  Ένας άλλος λόγος πιθανής κόπωσης είναι η ίδια η φύση των ηρώων του – υπερβολικά αναστοχαστική, αναλυτική και εσωστρεφής, αν και διόλου ναρκισσιστική, καθώς εγκαίρως οι πρωταγωνιστές στρέφονται προς τα έξω για άντληση έμπνευσης και παρηγοριάς. Εντούτοις τα άπειρα τηλεφωνήματα από μοτέλ και βενζινάδικα προς πελάτες, την  πρώην σύζυγο και την ερωμένη, αν και δίνουν την αφορμή για συγκρότηση του εσωτερικού  και εξωτερικού τοπίου των ανθρώπων, δεν πείθουν πάντα. Όπως έχει πει ωστόσο ο ίδιος ο Φορντ, δεν τον ενδιαφέρει τόσο η πειστικότητα των ηρώων του όσο οι θέσεις που διατυπώνουν και κυρίως οι σχέσεις τους με τους άλλους. Με άλλα λόγια οι άνθρωποι σε ένα μυθιστόρημα είναι καμωμένοι με πρώτη ύλη τις λέξεις, και είναι αυτές που έχουν σημασία. Οι ήρωες μπορεί ενίοτε να στρογγυλεύουν προκειμένου να γίνουν περιγράψιμοι, μπορεί να γίνονται λίγο περισσότερο διανοούμενοι απ’ ότι ο μέσος άνθρωπος σε μια τυπική ζωή,  αλλά το σημαντικό είναι να κινητοποιούν τον αναγνώστη και να οδηγούν σε επαγωγικές σκέψεις για τα  ευρύτερα σύνολα (την φύση, την κοινωνία, το έθνος, την ιστορική περίοδο) όπου αυτός εντάσσεται. Αυτό το καταφέρνει θαυμάσια,  παρακινώντας τον αναγνώστη να πάρει μια βαθιά ανάσα και να συνεχίσει, αποδεχόμενος ταυτόχρονα την «μομφή» ότι είναι μεν ένας ρεαλιστής συγγραφέας στα πρότυπα της  μεγάλου μυθιστορήματος του 19ου αιώνα, με πλήρη επίγνωση ωστόσο αυτού που κάνει, άρα με ενσωματωμένες όλες τις μετέπειτα παραμέτρους και σχολές της λογοτεχνίας. Εντέλει πάντως, το ζωντανό μουσείο του σύγχρονου κόσμου είναι παρόν  και ο Φορντ ένας παθιασμένος ξεναγός, εντεταλμένος να προσφέρει εμψύχωση και παρηγοριά.


Υ.Γ. Οι διαλέξεις του Ρίτσαρντ Φορντ στην Ελλάδα ακυρώθηκαν λόγω της επαπειλούμενης 1000στής μεταπολιτευτικής στάσης εργασίας των ελεγκτών εναερίου κυκλοφορίας. Μείναμε να τον περιμένουμε με σφιγμένη καρδιά, αναλογιζόμενοι την μοίρα του δικού μας  έθνουςΔεν γνωρίζω αν ο ίδιος έλαβε το μήνυμα του περήφανου ΟΧΙ μας, στη Μαδρίτη όπου ελάμβανε το Βραβείο Αστούριας.


Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 
Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.
To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

Οι πέρδικες του Στάλιν



γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ


Μίλαν Κούντερα, Η Γιορτή της Ασημαντότητας, Μετάφραση Γιάννης Η. Χάρης,
 σελ. 148, ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟN ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ 2014

Δεκατρία χρόνια μετά το τελευταίο μυθοπλαστικό του έργο, ο 85χρονος πλέον Μίλαν Κούντερα επανέρχεται με μια νουβέλα που συνοψίζει το έργο του: μεταμοντερνισμός,  πολιτική παρωδία, αναγωγή του ευτελούς σε καίριο, φιλοσοφική προσέγγιση της καθημερινότητας, απάρνηση του όποιου κοσμοειδώλου.

Υπάρχει ένα αστείο που διατρέχει το τελευταίο αυτό βιβλίο του Τσέχου συγγραφέα, ο οποίος  αυτοεξορίσθηκε στη Γαλλία το 1975 μη πιστεύοντας  πως ο υπαρκτός σοσιαλισμός κάποτε θα κατέρρεε. Το αφηγείται ο ίδιος ο Στάλιν στους στενούς του συνεργάτες του Πολίμπυρο και αποτυπώνεται στα απομνημονεύματα του Χρουτσώφ. Ο Στάλιν λέει λοιπόν πως βγήκε κάποτε για κυνήγι και δεκατρία χιλιόμετρα από το σπίτι του διέκρινε σε ένα δέντρο εικοσιτέσσερις πέρδικες. Έλα όμως που είχε μόνο δώδεκα φυσίγγια μαζί του. Αφού κατέβασε λοιπόν με απόλυτη ευστοχία τις μισές  από δαύτες αποφασίζει να ξανακάνει τα  δεκατρία χιλιόμετρα για να ανεφοδιασθεί και άλλα τόσα για να επιστρέψει. Τα πουλιά τον περιμένουν μοιρολατρικά  – ούτε ένα δεν έχει πετάξει από το κλαδί του. Τα σημαδεύει και τα κατεβάζει ένα προς ένα. Τέλος της ιστορίας. Έπειτα ο αφηγητής- Στάλιν βάζει τα γέλια ενώ η υπόλοιπη παρέα παραμένει με ανοιχτό το στόμα. Ο Χρουτσώφ δεν πιστεύει τον αρχηγό και τον αμφισβητεί στους άλλους συντρόφους στα ουρητήρια, ενώ ο πατερούλης κρυφακούει.  



      Πού έγκειται όμως το αστείο; Κατά τα φαινόμενα στην απόλυτη υπακοή όλων των εμψύχων όντων της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας στην  βούληση του ηγέτη. Στην αυτοενοχοποίησή τους. Στην μοιρολατρική πεποίθηση ότι δεν αποτελούν παρά απλά πιόνια στην πραγμάτωση του  ιστορικού σοσιαλιστικού σχεδίου. Ακόμη και οι πέρδικες γίνονται θύματα του ιστορικού υλισμού στον οποίο ούτε καν ο Στάλιν, όπως τουλάχιστον υπονοεί ο Κούντερα, πίστευε. Αλλά το εκπληκτικότερο όλων είναι ότι κανείς από την παρέα  δεν γελάει, κανείς δεν βλέπει την αξία της παραβολής. Οι υπήκοοι έχουν χάσει την φύση τους μαζί με την ψυχή τους, όπως άλλωστε και τα φτερωτά του ουρανού. Γι αυτό κανείς δεν διασκεδάζει, εκτός από τον ίδιο τον αρχηγό. Το χιούμορ και η ικανότητα αυτοσαρκασμού έχουν χαθεί οριστικά, μαζί μ’ αυτά και η ελευθερία της βούλησης – η πεμπτουσία της υπαρξιακής συνθήκης του ανθρώπου.
     Φορέας της πιο πάνω ιστορίας είναι ένας από τους πρωταγωνιστές του μικρού αυτού βιβλίου - άρτια μεταφρασμένου από τον  μόνιμο μεταφραστή του Κούντερα στην Εστία Γιάννη Χάρη. Τόπος το Παρίσι των ημερών μας  όπου οι πέντε έξη ήρωες βολτάρουν στον Κήπο του Λουξεμβούργου, περιμένουν στην ουρά ενός Μουσείου για να δουν μια έκθεση του Σαγκάλ αλλά τελικά βαριούνται και φεύγουν,  συναντιώνται για να πιουν κάτι και χωρίζουν άπρακτοι καθώς σπάνε την μοναδική  μπουκάλα  Αρμανιάκ, οργανώνουν μια γιορτή γενεθλίων ή σχολιάζουν μια προσφάτως χηρεύσασα ωραία γυναίκα. Κάποιος επισκέπτεται τον γιατρό του για να πληροφορηθεί ότι δεν έχει καρκίνο όπως φοβόταν αλλά παρά ταύτα ενδύεται το προσωπείο του καρκινοπαθούς, γεγονός που προσδίδει  αίγλη στην ύπαρξή του. Ένας άλλος φιλοσοφεί για την σχετικά πρόσφατη γυναικεία μόδα που αφήνει έκθετο τον αφαλό και συμπεραίνει ότι η μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τους γλουτούς ή τα γυναικεία στήθη δεν μπορεί παρά να σημαίνει την υποχώρηση του ερωτισμού υπέρ της απλής αναπαραγωγικής πράξης. Θα ζούμε λοιπόν  εφεξής στον αστερισμό του αφαλού καθώς η ατομικότητα και το πανηγύρι του έρωτα θα υποχωρούν ενώπιον της επέλασης των εμβρύων. 
     Φιλοσοφώντας  μετ’ ευτελείας, οι ήρωες του Κούντερα αναζητούν κάτι. Και τι είναι αυτό το κάτι; Απ’ ότι φαίνεται ούτε το νόημα της ζωής, ούτε ο μεγάλος έρωτας ούτε η πραγμάτωση κάποιας θεωρίας. Αυτά όλα έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Δεν τους κινεί ούτε καν η περιέργεια, όπως ας πούμε στο περίφημο  Μπουβάρ και Πεκυσέ του Φλωμπέρ όπου οι δύο ήρωες αγωνίζονταν να κατασκευάσουν μια αποθήκη της παγκόσμιας γνώσης. Εδώ έχουμε, όπως λέει και ο τίτλος, τον θρίαμβο της ασημαντότητας ή κατά μία έννοια την κυριαρχία του κιτς – θεματική που είχε απασχολήσει έντονα τον Κούντερα ήδη από τον καιρό της Αβάσταχτης Ελαφρότητας του Είναι. Με τη μόνη διαφορά ότι  η τότε ελαφρότητα έχει μετά τρεις δεκαετίες ελαφρώς μετατοπισθεί προς την ματαιότητα έως και βλαβερότητα των καθημερινών πραγμάτων. Οι άνθρωποι λένε ψέματα για να υπάρξουν, επινοούν μικρές ιστορίες για να προκαλέσουν έναν έπαινο, επιλέγουν ασήμαντες ζωές. Τίποτα τραγικό δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα, τίποτα αληθινά άξιο αφήγησης. Και όμως, το σύνολο αυτό των ασημαντοτήτων, πυκνά υφασμένο και αποσταγμένο από την απατηλή τέχνη του Κούντερα, βγάζει εντέλει νόημα. Όλα τούτα και άλλα πολλά, μας λέει ο συγγραφέας, αποκτούν αξία αν τα δεις ως πλάκα – το μοναδικό διαθέσιμο αντίδοτο στην πλήξη: Μια τεράστια φάρσα του σύμπαντος, ένα σχέδιο, μια συνωμοσία  που αν την κατοπτεύσεις μόνο τα γέλια μπορείς να βάλεις. Όπως δηλαδή ο Στάλιν όταν αφηγείτο την εξουσία του πάνω σε έμψυχα και άψυχα, ή την κατά Σοπενάουερ κυριαρχία της βούλησης.
    Ακόμη και ο Στάλιν λοιπόν ήταν κατά βάθος ένας αστός; Ήταν πεπεισμένος ότι δεν υπάρχουν σιδερένιοι νόμοι και ιστορικές αναγκαιότητες και επί γης παράδεισοι; Κατά τον Κούντερα πιθανώς. Γι αυτό άλλωστε μας αφηγείται πώς ο πατερούλης, σε ένα είδος διακωμώδησης του δυτικού πνεύματος μετονομάζει την προσφάτως κατακτηθείσα γενέτειρα του Καντ από Καίνιγκσμπεργκ σε Καλίνινγκραντ, - από  το όνομα  μιας ασημαντότητας της εποχής που αναδύθηκε στην κορυφή της κομματικής ιεραρχίας. Ή βάζει ένα δευτερεύον πρόσωπο της αφήγησης να  κυριαρχεί στο ερωτικό παιγνίδι αποσπώντας τις ωραιότερες γυναίκες από ευφραδείς και εύγλωττους ανταγωνιστές, ακριβώς λόγω της ιδιότητάς του να περνάει απαρατήρητος. 
    Η ζωή λοιπόν προβάλλεται ως μια γιορτή της ασημαντότητας που παραμένει εντούτοις γιορτή - μια κατά Χέγκελ επιδίωξη «ατέλειωτης ευδαιμονίας» Κι αυτό προβάλλει ως το σημαντικότερο. Όπως έλεγε κάποτε ο Τζων Μπάνβιλλ, συχνά δεν θυμάσαι τίποτα από ένα έργο του Κούντερα κι όμως σου απομένει ένα αίσθημα πληρότητας. Ή όπως έγραφε ο κριτικός Τζωρτζ Στάινερ, δεν υπάρχει τίποτα να πεις γι’ αυτόν, μόνο να τον αντιγράψεις μπορείς. Απλώς υπάρχει, συνυφασμένος με την δοκιμιακή του μυθοπλασία. 
Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 


Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.
To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

Φιλευσπλαχνία και συμπόνια σ’ ένα κοινωνικό μελόδραμα

γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ


-Στο τελευταίο μεγάλο έργο του ο Τολστόι στηλιτεύει σύμπαντες τους θεσμούς της Τσαρικής Ρωσίας-

Λέων Τολστόι, Η Ανάσταση,
 μετάφραση Ελένη Μπακοπούλου,
 σελ. 631, ΚΕΔΡΟΣ  2014


Η Ανάσταση δημοσιευόταν σε συνέχειες από το 1899 στο εβδομαδιαίο περιοδικό Νίβα, εγείροντας το διεθνές ενδιαφέρον για έναν ηθικό στοχαστή και κοινωνικό αναμορφωτή του μεγέθους του 72χρονου τότε Τολστόι. Τυπώθηκε σε βιβλίο δυο χρόνια αργότερα και ξεπέρασε σε πωλήσεις τα άλλα δύο μεγάλα –σε αξία και όγκο- έργα το, το Πόλεμος και Ειρήνη και το Άννα Καρέννινα.  
   Ο Τολστόι αυτοβιογραφείται εδώ όχι τόσο ως προς τα πραγματικά περιστατικά της ζωής του όσο ως προς τους πνευματικούς του αγώνες και την εσωτερική διαπάλη του με το Κοινωνικό Κακό. Προκύπτει ένα βιβλίο με στόχευση, μια στρατευμένη πραγματεία όπου τίθεται στο μικροσκόπιο  η κοινωνική κρίση της ύστερης τσαρικής Ρωσίας, ενώ οι καθεαυτές καλλιτεχνικές απαιτήσεις τίθενται συχνά  σε δεύτερη μοίρα, παρά τους επιδέξια σμιλεμένους χαρακτήρες και τις ρεαλιστικές σκηνές του.  Ακριβώς δε λόγω της εμπλοκής του συγγραφέα με σειρά ηθικών ζητημάτων που απασχολούν το βιβλίο και κυρίως  τον κεντρικό του ήρωα, τον πρίγκιπα Νεχλιούντοφ, ο Τολστόι εξαντλήθηκε και αρρώστησε κατ’ επανάληψη στη διάρκεια της εργώδους του προσπάθειας.


   Έχει γραφεί ότι η Ανάσταση είναι  μητέρα κάθε μελοδράματος που ακολούθησε. Υπάρχει μια δόση αλήθειας σ’ αυτή τη διατύπωση υπό το φως των δεκαετιών που μεσολάβησαν. Ο νεαρός ιδεαλιστής Νεχλιούντοφ συνάπτει ερωτική σχέση με την ψυχοκόρη των θειάδων του Κατερίνα Μάσλοβα και την αφήνει έγκυο. Η κοπέλα, σε απόγνωση, θα εγκαταλείψει την φιλόξενη στέγη, θα χάσει το παιδί της, θα εμπλακεί σε ερωτικές περιπέτειες, θα σπιτωθεί και εντέλει θα καταλήξει επαγγελματίας πόρνη, ενμέρει  λόγω της έλξης που της ασκούν τα λούσα και η καλή ζωή. Όταν μια δεκαετία αργότερα θα κατηγορηθεί αδίκως για τη ληστεία και το φόνο ενός πελάτη, ο Νεχλιούντοφ θα είναι κατά τύχη ένορκος.  Οι τύψεις θα τον κατακυριεύσουν. Εν μέσω μιας κακοδικίας η Μάσλοβα θα καταδικασθεί σε τετραετή κάθειρξη στη Σιβηρία,  οπότε ο μέχρι τότε καλοπερασάκιας Νεχλιούντοφ θα κάνει τα αδύνατα δυνατά για να την αθωώσει ενώ θα της ομολογήσει ότι θέλει να την παντρευτεί. Θα εκχωρήσει μεγάλο μέρος της περιουσίας του στους μουζίκους, θα εγκαταλείψει μνηστή  και  τρυφηλή ζωή, και θα ακολουθήσει τη Μάσλοβα και δεκάδες άλλους πολιτικούς ή ποινικούς κρατουμένους στην μεγάλη πορεία προς τη Σιβηρία. Όμως στο τέλος ο Τολστόι θα επιλέξει την επικράτηση της τέχνης επί της ηθικής τάξεως, αποφεύγοντας ένα γλυκερό χάππι έντ.  Η Μάσλοβα θα αρνηθεί να  παντρευτεί τον Νεχλιούντοφ και θα προτιμήσει έναν εγγύτερό της πνευματικά και ταξικά κρατούμενο. Και ο ίδιος ο ήρωας, λυτρωμένος πλέον,  θα αρχίσει μια καινούργια ζωή ανοιχτή σε όλα τα ενδεχόμενα.  Έχει πια συνειδητοποιήσει το μεγάλο λάθος: οι άνθρωποι θέλουν, όπως  μας λέει, να καταπολεμήσουν το κακό όντας οι ίδιοι κακοί. Γι αυτό, το καλύτερο είναι να θεωρούν εαυτούς υπολόγους μόνο απέναντι στο Θείο και να μην επιχειρούν να επανορθώσουν το Κακό με μηχανιστικές μεθόδους. Αναδρομικά η ως άνω προειδοποίηση αποκτά ειδικό βάρος υπό το φως των πεπραγμένων της μετεπαναστατικής Ρωσίας.
    Το σημαντικό ωστόσο στην Ανάσταση είναι η τοιχογραφία των ιδεών που παραθέτει ο Τολστόι. Κατ’ αρχήν διαβάζοντάς την κανείς, κατανοεί αναδρομικά το γιατί θα ακολουθούσαν σύντομα ποικίλες εξεγέρσεις με αποκορύφωμα βεβαίως την Οκτωβριανή Επανάσταση. Παρά το ότι ο Τολστόι δεν είναι τόσο επαναστάτης όσο αναρχοχριστιανός και κοινωνικός μεταρρυθμιστής, η δημοσίευση ενός εξαιρετικά τολμηρού έργου -που κατεδαφίζει τα πεπραγμένα της αριστοκρατίας, εκθέτει με μελανές πινελιές το επίπεδο διαβίωσης των δουλοπαροίκων, αποκαλύπτει τις ανεπάρκειες του δικαστικού συστήματος, μας εισάγει στην απεχθή ατμόσφαιρα των φυλακών και βάλλει ευθέως κατά των εκκλησιαστικών θεσμών και του ιερατείου- οδηγεί ευθέως στους δρόμους της επανάστασης. 
    Είναι ακόμη γεγονός ότι προκειμένου να γράψει το βιβλίο ο Τολστόι έκανε πραγματική εξαντλητική έρευνα σε ποικίλα πεδία. Επισκέφθηκε φυλακές και κάτεργα, πέρασε απέραντες ώρες σε δίκες και μελέτησε δικογραφίες για να καταλήξει ότι το δικονομικό σύστημα της χώρας του ήταν εντελώς άδικο και οι λειτουργοί του ανεπαρκείς και χωρίς συνείδηση. (Υπάρχουν πολλές εύστοχες σχετικές σκηνές στο βιβλίο). Διαπίστωσε επίσης ότι  είχε επικρατήσει η δικαιακή αρχή «καλύτερα δέκα αθώοι στη φυλακή – κάποιος ανάμεσά τους να είναι ο ένοχος». Επισκέφθηκε συστηματικά οίκους ανοχής και μελέτησε συγγράμματα περί πορνείας. Προκύπτουν εξαιρετικά μελετημένα επεισόδια με νατουραλιστική ζωντάνια  ενώ στα μάτια του Νεχλιούντοφ αποκαλύπτεται ένας ολόκληρος κόσμος που δεν είχε καν υποψιαστεί την ύπαρξή του στο παρελθόν. Επιπλέον, ο πρίγκιπας θα επισκεφθεί επιτέλους τα χτήματά του και προς μεγάλη έκπληξη των καχύποπτων χωρικών θα επιχειρήσει να τους εκχωρήσει την περιουσία του ή έστω μέρος της. Θα αναλάβει ακόμη να διαμεσολαβήσει στις αρχές για την απελευθέρωση διαφόρων  αδίκως καταδικασμένων ενώ σταδιακά θα συνειδητοποιήσει τις διαφορές ποινικών και πολιτικών εγκλημάτων. 
    Το βιβλίο λειτουργεί επομένως και ως μακρά λίστα μικρών επιμέρους δραματικών ιστοριών που διαρκώς αυξάνουν και εμπλουτίζονται όσο ο ήρωάς μας διεισδύει στα έγκατα της κόλασης. Θα καταλήξει με μια πολύ ενδιαφέρουσα κατηγοριοποίηση των αιτίων της εγκληματικής δράσης όπου σε πέντε ξεχωριστές κατηγορίες ο Νεχλιούντοφ- Τολστόι θα επιχειρήσει μια πρώιμη ταξινόμηση των μορφών της παραβατικότητας. Υπό το φως των θεωριών του Χέρμπερτ Σπένσερ και με οδηγό τον  Κοινωνικό Δαρβινισμό, σε μια πρώιμη εκδήλωση κοινωνιστικών ερμηνειών, θα καταλήξει λίγο σχηματκά  ότι για κάθε έγκλημα υπεύθυνη είναι η κοινωνική ανισότητα και η φτώχεια.
    Η σχέση του Νεχλιούντοφ με την Εκκλησία περνάει επίσης από μύρια κύματα. Ενώ περιγράφεται λ.χ. σε μια από τις καλύτερες σκηνές του βιβλίου ή λειτουργία της Ανάστασης και ο πρώτος ασπασμός μεταξύ Νεχλιούντοφ και Κατερίνας, στη συνέχεια ο Χριστιανισμός βάλλεται ευθέως για την αυτονόμηση και τα προνόμια που έχει επιδαψιλεύσει στον κλήρο, ενώ  ο Νεχλιούντοφ θα ισχυρισθεί ότι καμιά από τις τελετουργίες και τους εκκλησιαστικούς θεσμούς δεν έχει την προέλευσή της στις διδαχές του Ιησού.
    Καταλαβαίνει εύκολα κανείς γιατί το τσαρικό καθεστώς δεν ενθουσιάστηκε ιδιαίτερα από την έκδοσή του βιβλίου  ενώ το ενδιαφέρον που προκάλεσε στη Δύση ήταν τεράστιο. Ακολούθησαν διάφορες λογοκριμένες και μη εκδόσεις, υπό την υπόθεση ότι ο Τολστόι δεν είχε κρατήσει τα δικαιώματα του βιβλίου δι’ εαυτόν, πράγμα που δεν αλήθευε καθώς τα είχε ήδη προδιαθέσει για τον μετοικισμό μιας αναρχοχριστιανικής, πασιφιστικής σέχτας στον Καναδά.
     Αν και ζωή και τέχνη συμπλέκονται στενά στην περίπτωση Τολστόι, τελικά και εδώ η τέχνη θριαμβεύει. Οι απόηχοι των μεγάλων αλλά και των μικρότερων σε όγκο έργων του είναι παρόντες, η αναπαραστατική του δύναμη τεράστια, η συμπόνια για το ανθρώπινο είδος οξυμένη  και ο ρεαλισμός του ωθείται ως τις έσχατες συνέπειές του. Αν που και αφήνει μια υπόγευση μελό ας ψέξουμε καλύτερα τη ροζ λογοτεχνία του αιώνα που ακολούθησε. 

 Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 
Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.
To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

Όταν όλα είναι επιτρεπτά


γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ

- Ο Νικολό Αμανίτι   στήνει τη φάρσα μιας μεγάλης ρωμαϊκής γιορτής, κάτι σαν σύγχρονο μεγάλο φαγοπότι, που θα εξελιχθεί σε τραγωδία- 
 
Νικολό Αμανίτι, Ας αρχίσει η γιορτή,
μτφ. Ανταίος Χρυσοστομίδης,
Δήμητρα Δότση, σελ. 351, Καστανιώτης 2016

Κάπου στα μισά του βιβλίου, ένας καλά πιασμένος πλαστικός χειρούργος λέει στον ένα εκ των δύο πρωταγωνιστών, τον  διάσημο συγγραφέα και τηλεοπτικό αστέρα Φαμπρίτσιο Τσίμπα, που αγωνιά μήπως ξεφτιλιστεί επειδή ένα ερωτικό του  βίντεο κυκλοφορεί στο διαδίκτυο: «Ρεζιλίκια δεν υπάρχουν πια...Σύμφωνα με τις παλιές παραμέτρους, εγώ θα ήμουν ένα κινητό ρεζιλίκι, ένας μαλάκας πνιγμένος στο χρήμα, ένας τοξικομανής, ένας κατάπτυστος που βγάζει λεφτά με το να εκμεταλλεύεται  τις αδυναμίες μερικών πορνιδίων. Κι όμως δεν είναι έτσι. Με αγαπάνε και με σέβονται. Με προσκαλούν ακόμα και στη γιορτή της Δημοκρατίας στο προεδρικό μέγαρο».  Ο Φαμπρίτσιο θα το καλοσκεφτεί, και θα συμπεράνει ότι πράγματι, το βίντεο μπορεί να αποβεί προς όφελός του. Καθώς η συζήτηση γίνεται  σε ένα ιστορικό ρωμαϊκό πάρκο, την Βίλλα Άντα, που την έχει αγοράσει από το Δήμο ένας σκοτεινός μεγιστάνας, κοιτάζει γύρω του  τις διασημότητες της πόλης –ποδοσφαιριστές, ηθοποιούς, τηλεοπτικές γλάστρες, πολιτικούς, μόδιστρους, σεφ, σελέμπριτις απροσδιορίστου ιδιότητος, ακόμη και κάνα δυο συγγραφείς σαν και λόγου του- και συνειδητοποιεί ότι όχι μόνο κανείς δεν ξεμπροστιάζεται πια, ότι ηθικές και αισθητικές αρχές έχουν καταλυθεί πλήρως, αλλά ότι το ρεζιλίκι είναι πλέον όρος ύπαρξης, ο μοναδικός λόγος για τον οποίο έχεις πιθανότητες να παραμείνεις στο προσκήνιο, να σε αναγνωρίζουν στο δρόμο και να σε καλούν σε τέτοια πάρτυ.
   Λίγες μέρες πριν από αυτό το μείζον γεγονός, ο Φαμπρίτσιο έχει παρουσιάσει σε μεγάλη τελετή ένα νομπελίστα ινδό συγγραφέα, μην έχοντας καν διαβάσει το βιβλίο του, επινοώντας επί σκηνής μια άσχετη πιασάρικη ιστορία που καθηλώνει το κοινό. Είναι ένας άνθρωπος κυνικός, νάρκισσος, μέθυσος, επικεντρωμένος στην προβολή του, τρομοκρατημένος μήπως κάποιος νεότερος του κλέψει την πρωτοκαθεδρία, σε διαρκές κυνήγι ποδόγυρου μεταξύ θαυμαστριών, στάρλετ και μοντέλων, και επιπλέον σε δυσμένεια από τον εκδοτικό του οίκο που αρχίζει να ποντάρει αλλού. Επιμελημένα ατημέλητος και δήθεν «δύσκολος» στις επαφές, θα γνωρίσει στη διάρκεια της γιορτής την τραγουδίστρια- βεντέτα της βραδιάς, την Λαρίτα,  μια πρώην χεβιματαλού και τώρα μετανοημένη Καθολική. Θα αποφασίσει πως είναι η γυναίκα της ζωής του, για να την παρατήσει στη μοίρα της όταν η καταστροφή επέρχεται  προς το τέλος του βιβλίου. Μέσω αυτού του ήρωα ο Αμανίτι περιγράφει ένα χώρο που τον γνωρίζει ασφαλώς καλά, με όλη την ματαιοδοξία και ανασφάλειά του.
   Ο άλλος κεντρικός ήρωας, είναι, θα λέγαμε, ο μέσος άνθρωπος. Ο Σαβέριο Μονέτα είναι παντρεμένος αλλά η γυναίκα του τον περιφρονεί, όπως και ο πεθερός του, στην επιπλοποιία του οποίου εργάζεται. Έχει δίδυμα από εξωσωματική όπως τόσοι και τόσες στις μέρες μας. Η ερωτική του ζωή είναι ανύπαρκτη, η συναισθηματική ομοίως, και μισώντας την κοινωνία έχει βρει καταφυγή στον σατανισμό, ιδρύοντας μια οργάνωση με την επωνυμία «Κτήνη του Αββαδώνα». Αλλά κι αυτή η δραστηριότητα δεν στέφεται με ιδιαίτερη επιτυχία καθώς οι δραστηριότητες της οργάνωσης είναι περιορισμένες, και άλλοι κλέβουν τη δόξα με ευφάνταστες τελετουργίες και σκοτεινές θυσίες. Σε μια ύστατη προσπάθεια να ανακτήσει τον αυτοσεβασμό του, καταφέρνει να διεισδύσει με τα τρία άλλα μέλη των «Κτηνών»  στην μεγάλη γιορτή της Βίλας Άντα, ως μέρος της ομάδας κέτερινγκ, με στόχο να απαγάγουν την Λαρίτα και να την αποκεφαλίσουν σε ένα απόμακρο λόφο, με ένα σπαθί απομίμηση εκείνου του Ρολάνδου που έχει αγορασθεί μέσω ίντερνετ.
    Ποικίλα τραγελαφικά θα συμβούν στη διάρκεια της γιορτής που ο μεγιστάνας ιδιοκτήτης της Βίλας την θέλει να επισκιάζει οτιδήποτε έχει προηγηθεί, προκειμένου όλες αυτές οι πολιτικές και καλλιτεχνικές διασημότητες που ως χτες τον περιφρονούσαν, να προσκυνήσουν τον Νέο Καίσαρα. Ο Αμανίτι σκιαγραφεί με ένα είδος φαρσικής υπερβολής την κοινωνία της τηλεοπτικής ασυδοσίας όπου οι πάντες δίνουν γην και ύδωρ για την ένταξή τους στον νέο πλούτο, την καλλιέργεια της τηλεοπτικής τους περσόνας, ακόμη και την πρόκληση σκανδάλων προκειμένου να βγουν από την αφάνεια. Και ο μεγιστάνας – πρώην μαφιόζος (ρητή αναφορά στην μερλουσκινική ευωχία, μιας και το βιβλίο γράφηκε μεταξύ 2006 και 2008) έχει οργανώσει τα πάντα στην εντέλεια. Δρόμοι της Ρώμης έχουν κλείσει , ελικόπτερα υπερίπτανται, οι διασημότητες καταφτάνουν σε υπερπολυτελή αυτοκίνητα, ειδικές ομάδες τους ξεναγούν στον 600 στρεμμάτων κήπο με τις τεχνητές λίμνες και τα απέραντα λιβάδια όπου βόσκουν, γκνού, γαζέλες και βουβάλια και όπου καραδοκούν λιοντάρια, ακόμη και μια καρκινοπαθής τίγρη. Στη διάρκεια της δεξίωσης γαλοπούλες κυκλοφορούν ανάμεσα στα πόδια των ημίγυμνων στάρλετ ενώ γι αργότερα έχουν οργανωθεί τρία διαφορετικά σαφάρι μέσα στο πάρκο με τις αντίστοιχες αμφιέσεις: αφρικανικό κυνήγι λιονταριού, ευρωπαϊκότατο κυνήγι αλεπούς και το αποκορύφωμα, κυνήγι τίγρης πάνω στη ράχη ταλαίπωρων ινδικών ελεφάντων φερμένων από ένα ζωολογικό κήπο της Κρακοβίας.
   Φυσικά εντέλει θα λειτουργήσει ο νόμος του Μέρφυ: όλα θα πάνε στραβά εφόσον μπορούν να πάνε στραβά. Οι ελέφαντες θα αφηνιάσουν και θα πέσουν σε ρεματιές,  τα άγρια ζώα θα μπερδευτούν και θα μπλέξουν τους οικοτόπους τους, κάποιος ζάπλουτος γέροντας θα αρχίσει  να πυροβολεί μια υποτιθέμενη αλεπού, φιλιππινέζοι σερβιτόροι θα γκρεμοτσακιστούν, ένα ποτάμιο σπίτι ινδικού τύπου θα αναφλεγεί και οι κροκόδειλοι της λίμνης θα βρεθούν να κατασπαράζουν ανθρώπινη σάρκα ενώ παραδίπλα τα όρνια τσιμπολογούν από τα χυμένα καζάνια του πολυτελούς κέτερινγκ. Το τεχνητό υδατικό σύστημα της Βίλας Αντα θα καταρρεύσει   και τα πάντα θα πλημμυρίσουν καθώς ο σατανιστής Σαβέριο έχει φροντίσει να κοπεί η κεντρική παροχή ρεύματος, προκειμένου να απαγάγει και θυσιάσει τη Λαρίτα  - επιχείρηση στην οποία θα θυσιαστεί ένας εκ των συνεργατών του.  Ο Φαμπρίτσιο έχει στο μεταξύ χαθεί κάπου στις ρεματιές με την τραγουδίστρια, δείχνοντας αποφασισμένος να την παντρευτεί, εν μέσω του γενικευμένου χάους.  
   Εδώ ακριβώς ο Αμανίτι μας τα χαλάει. Σαν να μην έφταναν για την υποδήλωση της κριτικής του θέσης οι  πιο πάνω κωμικές υπερβολές που ως ένα σημείο λειτουργούσαν θαυμάσια, προσθέτει άλλες καμπόσες. Η κυριότερη είναι η παρουσία μιας φυλής Ρώσων, πρώην ολυμπιονικών, που απέδρασαν από την σοβιετική αποστολή κατά τους αγώνες της Ρώμης και από το 1960 και ζουν κρυπτόμενοι στις παρακείμενες χριστιανικές κατακόμβες καθαρίζοντας το πάρκο από τα υποπροϊόντα/ απόβλητα  της κοινωνίας της αφθονίας. Όταν αντιλαμβάνονται την γιορτή που διεξάγεται πάνω από τα κεφάλια τους πιστεύουν ότι είναι κάποιο μεγαλόσχημο στέλεχος του κομμουνιστικού καθεστώτος που γιορτάζει, και αποφασίζουν να βγουν στην επιφάνεια και να εκδικηθούν. Συμβάλλουν κι αυτοί στον γενικό χαμό για να παρασυρθούν από τα νερά της πλημμύρας, ενώ ο μαφιόζος ιδιοκτήτης πεθαίνει  πυροβολώντας τους ακαθόριστους εισβολείς διώκτες του.

    Ο κυνικός Φαμπρίτσιο θα αρραβωνιαστεί μια στάρλετ και θα σωθεί από το συγγραφικό αδιέξοδο, κλέβοντας στη διάρκεια του χαμού από το πτώμα  γέροντα συγγραφέα το στικάκι με το αδημοσίευτο αριστούργημά του. Την Λαρίτα θα την σώσει τελικά -σε μια απόλυτη αναστροφή των ρόλων- ο σατανιστής Σαβέριο που θα πεθάνει στο καθήκον. Δυο άλλοι σατανιστές θα παντρευτούν και θα φέρουν μετά από χρόνια βόλτα στο πάρκο τον απόγονό τους, σε μια σαφή υποδήλωση της συνέχειας της ζωής. Αν ο Αμανίτι, όπως και στα προηγούμενα βιβλία του, δεν γινόταν τόσο επεξηγηματικός για τις ούτως ή άλλως ρητά διατυπωμένες στη διάρκεια της αφήγησης απόψεις του, όλα θα ήταν καλύτερα για μας τους αναγνώστες. Επιπροσθέτως,  δεν χρειαζόταν σ’ αυτή την κωμική αλληγορία η προσθήκη τόσο πολλών μπουφόνικων φαρσοκομικών επεισοδίων  που αλληλοπροστιθέμενα μπουκώνουν τον αναγνώστη, συχνά καταντώντας μη πειστικά. Κατά τα άλλα παραμένει ένας ευφυής συγγραφέας που τολμάει να θίγει καίρια ζητήματα της σύγχρονης Ιταλίας (και όχι μόνο) ενώ θα έλεγε κανείς ότι  η δομή των βιβλίων του προσομοιάζει σε αυτή των κινηματογραφικών σεναρίων –  άλλωστε, καλοί σκηνοθέτες  έχουν αξιοποιήσει τις δυνατότητες οπτικοποίησης του υλικού του. Να πω τέλος ότι αυτή η μετάφραση είναι η ύστατη δουλειά του Ανταίου Χρυσοστομίδη –που μας γνώρισε τον Αμανίτι στην Ελλάδα- και ολοκληρώθηκε με την δημιουργική σύμπραξη της Δήμητρα Δότση.
 Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 
Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.
To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

Περί ορίων, συνόρων και μοίρας

γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ

Ρίτσαρντ Φορντ, Καναδάς, σελ. 559, μετάφραση Θωμάς Σκάσσης,  ΠΑΤΑΚΗΣ 2014

Ο Ρίτσαρντ Φορντ περιγράφει την βίαια ενηλικίωση ενός δεκαπεντάχρονου και την φυγή του πέρα από τα καναδικά σύνορα, πραγματευόμενος ζητήματα ταυτότητας, απώλειας και αποδοχής της ζωής



Παράδοξος τίτλος για ένα βιβλίο που δεν είναι ταξιδιωτικός οδηγός. Υπάρχει βέβαια η αρχετυπική τριλογία Η.Π.Α. του Ντος Πάσσος, Ο Ήρεμος Ντον του Σολόχωφ και κάποια άλλα,  αλλά γενικά σπανίζουν τα μυθιστορήματα που έχουν τοπογραφικούς προσδιορισμούς στον τίτλο τους και  μάλιστα μονολεκτικούς. Ειδικά ο Καναδάς παραείναι μεγάλη χώρα για να συμπυκνώσει μια αφήγηση με περιγραφικές αξιώσεις. Είναι αχανής, διακρίνεται από ένα βόρειο εξωτισμό, έχει απέραντες παγωμένες εκτάσεις, εκατοντάδες αυτόχθονες φυλές, χιλιάδες λίμνες και σχεδόν ανέγγιχτες δασικές εκτάσεις. Η χώρα ακολουθεί ήπια εξωτερική πολιτική αν και συμπαρατάσσεται ιστορικά με τον δυτικό πολιτισμό, δέχεται λογής λογής κατατρεγμένους, ακολουθεί με συνέπεια μια φιλοτριτοκοσμική αναπτυξιακή  πολιτική. Ο Καναδάς είναι και δεν είναι Αμερική, κι αυτό είναι ίσως το σημείο εκκίνησης του μυθιστορήματος του Ρίτσαρντ Φορντ. Είναι το οικείο μέσα στο ανοίκειο.  

Ο μικρός ήρωας και αφηγητής του βιβλίου, ο δεκαπεντάχρονος τότε Ντελ Πάρσονς,  αποδρά ακούσια στον Καναδά όπου τον μεταφέρει μια συνάδελφος της μητέρας του για να τον παραδώσει στα χέρια του αδελφού της. Ο λόγος;   Οι γονείς του  βρίσκονται στη φυλακή μετά από μια ένοπλη ληστεία τραπέζης που επιχείρησαν σε μια μικρή πόλη της Βόρειας Ντακότα – μάλιστα η μητέρα του σύντομα θα αυτοκτονήσει. Δεν πρόκειται ωστόσο για ένα κοινό ζευγάρι εγκληματιών και τίποτα πάνω τους δεν προδιαθέτει για το βλακώδες έγκλημα που θα διαλύσει την οικογένειά τους. Βετεράνος πιλότος βομβαρδιστικού, ο αισιόδοξος, καλαμπουρτζής πατέρας του Ντελ και της δίδυμης αδελφής του, της Μπέρνερ, αγωνίζεται να προσαρμοστεί στη μεταπολεμική ζωή υπηρετώντας σε διάφορες αμερικανικές βάσεις ανά την επικράτεια. Η σύζυγος, Εβραία και δυσπροσάρμοστη διανοούμενη που ονειρεύεται να γράψει ποίηση, τον ακολουθεί αναγκαστικά σ’ αυτές τις μετακινήσεις, ελάχιστα προσπαθώντας να προσαρμοσθεί στα τοπικά κοινωνικά δεδομένα. Ως αποτέλεσμα, η τετραμελής οικογένεια διατηρεί μεν τις εσωτερικές της ισορροπίες αλλά δεν επικοινωνεί με τον περίγυρό της και δεν έχει κοινωνική ζωή, ειδικά στον τελευταίο τους σταθμό, το Γκρέητ Φολλς της Μοντάνα, που εμφανίζεται συχνά στα έργα του Φορντ.
    Ώσπου ο επιφανειακός, καλόκαρδος πατέρας αποστρατεύεται για σκοτεινούς λόγους  με μια μικρή σύνταξη, αποτυγχάνει σε ποικίλα επαγγέλματα και εμπλέκεται σε μια κομπίνα τροφοδοσίας του στρατού με κρέας από κλεμμένες αγελάδες – παραδοσιακή πρακτική των ινδιάνων Κρή της περιοχής. Βρίσκεται να χρωστά χρήματα, απειλείται, νοιώθει στριμωγμένος και πείθει την γυναίκα του να διαπράξουν τη ληστεία για να ρεφάρουν. Θα ακολουθήσουν όλα τα πιθανά σχεδόν φαρσικού τύπου σφάλματα, που αν δεν δίνονταν με την γεμάτη σοφία αργόσυρτη φωνή του υπό συνταξιοδότηση πλέον Ντελ θα προσιδίαζαν περισσότερο σε γκαγκστερική κωμωδία. Το αντίθετο όμως, εδώ έχουμε ένα πραγματικό δράμα: τα παιδιά στερούνται τους γονείς τους, βρίσκονται ολομόναχα σε ένα άδειο σπίτι εν αναμονή της Πρόνοιας, χωρίς εξήγηση γι αυτό που τα βρήκε, διερωτώμενα τι είναι αυτό που ανατρέπει τις ζωές των ανθρώπων από τη μια στιγμή στην άλλη, αιφνιδιασμένα από την μετατροπή των γονιών τους σε εγκληματίες.
    Το πρώτο αυτό μέρος του βιβλίου είναι ταυτόχρονα ένας ύμνος στην Άγρια Δύση της δεκαετίας του  ’60 σε χαμηλούς υπόκωφους τόνους, με μακρινούς απόηχους από τα μεγάλα γεγονότα που συμβαίνουν ανά τον πλανήτη. Οι μεγάλες επίπεδες πεδιάδες, ο ποταμός Μισσούρι που διασχίζει το Γκρέητ Φολλς, οι οριοθετημένες ζώνες  όπου ζουν οι απομένονντες Ινδιάνοι, η ζωή της μικρής πόλης, ξεδιπλώνονται στη μνήμη του εν είδει μεγάλου χάρτη όπου σταδιακά γεμίζουν τα κενά. Ο αφηγητής Ντελ ζει επί μισό  αιώνα παντρεμένος αν και άκληρος στο Γουίννιπεγκ του Καναδά. Η Μπέρνερ  έχει αποδράσει λίγο μετά τη φυλάκιση των γονιών αλλά  δεν θα ξεφύγει ποτέ από τη μοίρα της ξεριζωμένης. Και ο Ντελ θα ζήσει το δεύτερο, πρακτικά αυτόνομο μέρος του βιβλίου όταν διασχίζοντας απέραντα σταροχώραφα μια αυγουστιάτικη μέρα του 1960 θα βρεθεί άθελά του από την άλλη μεριά των συνόρων, στην γειτονική καναδική επαρχία του Σασκάτσιουαν.
    Καναδάς λοιπόν αλλά για την ακρίβεια ένα πολύ μικρό μέρος του Καναδά, χαμένο στο πουθενά, όπου ο ξεριζωμένος, χωρίς οικογένεια νεαρός θα βρεθεί να συμβιώνει με ένα παράξενο μιγάδα Ινδιάνο και το αφεντικό του, έναν άλλο φυγάδα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου καταζητείται για μια βομβιστική ενέργεια. Θα δουλέψει εντατικά για να κερδίσει τη ζωή του στο ξενοδοχείο του αφεντικού, θα  συνοδεύσει κυνηγούς στο καρτέρι της αγριόχηνας, θα ανακαλύψει τη ζωή στις απέραντες ανοιχτές εκτάσεις, θα νοσταλγήσει τη μαθητική του ζωή, το σκάκι και τη μελισσοκομία που ήταν οι αγαπημένες του ενασχολήσεις. Τα χτυπήματα της μοίρας θα πάρουν εδώ διαστάσεις εμπνευσμένες πιθανότατα από τον Κόρμακ ΜακΚάρθι όταν ο φυγάς ξενοδόχος θα δολοφονήσει δύο διώκτες του και θα χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες του μικρού Ντελ για την τέλεση του εγκλήματος και την εξαφάνιση των πτωμάτων. Σε αντάλλαγμα ο Ντελ θα διαφύγει από την κόλαση της ερημιάς αυτής για να παραδοθεί σε μια ανάδοχη οικογένεια και να ακολουθήσει την λίγο πολύ φυσιολογική ζωή του δασκάλου μέχρι να ξανασυναντήσει την ετοιμοθάνατη αδελφή του στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου.
    Και ο Καναδάς που βρίσκεται σε όλα αυτά; Ίσως στη συμβολοποίηση της φυγής υπό τη μορφή της σωτηρίας. Ίσως στη διαπίστωση ότι το κακό μπορεί να παραχθεί παντού και ότι αν σε βρήκε ήδη μια φορά οι κακοτυχίες σου μπορεί να μην έχουν τέλος.  Ίσως στην μυθολογία του πιονιέρου που ενδημεί ακόμη στο Νέο Κόσμο. Εντέλει μπορεί να πρόκειται απλώς για ένα συγγραφικό στοίχημα ανασύστασης ενός γεωγραφικού χώρου που δεν έχει προσφέρει πολλά στη συλλογική φαντασία και που ο Φορντ θέλει να του προσδώσει νόημα. Και ασφαλώς ο Καναδάς εντάσσεται στην κατηγορία αυτή των βιβλίων που ανασυνθέτουν μια ολόκληρη ζωή προσπαθώντας να βρουν μια ηθική πυξίδα και να παραδώσουν ένα πρότυπο αποδοχής της ζωής  στους νεότερους.
   Σε ελεγειακούς χαμηλόφωνους, στοχαστικούς  τόνους, το βιβλίο θα κέρδιζε πολύ αν ο Ρίτσαρντ Φορντ συνέδεε σφιχτότερα τις δύο σχεδόν αυτόνομες ιστορίες του ένθεν κακείθεν των συνόρων και αν δεν επέφερε τόσο πολλές ντικενσιανές ατυχίες στους ώμους του έφηβου ήρωά του. Θα κέρδιζε ακόμη περισσότερα αν έκοβε καμιά εκατοστή σελίδες σε σημεία όπου οι αναδρομές του αφηγητή πλατειάζουν και αντιγράφουν τον εαυτό τους. Και αν βεβαίως αιτιολογείτο καλύτερα η σύνδεση των δύο αυτόνομων ιστοριών του βιβλίου μέσω ίσως της ενοχής ή της μοίρας.


Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 
Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.
To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

Η διαλεκτική Φύσης – Πολιτισμού

γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ

Ναθάνιελ Χόθορν, Ο Μαρμάρινος Φαύνος (Μεταμόρφωση)
ή Το μυθιστόρημα του Μόντε Μπένι,   
σελ. 690, Μετάφραση Σάντυ Παπαϊωάννου, 
GUTENBERGOrbis Litere 2014

-Ο Χόθορν ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς του με τίποτα λιγότερο από την ίδια τη ζωή. Διαβάσθηκε διαμέσου του ενάμιση αιώνα που πέρασε  ως μυθιστορία, βουκολικό ανάγνωσμα, δοκίμιο περί την τέχνη και τη θρησκεία, γοτθικό αφήγημα  αλλά και ως αμιγές περιηγητικό χρονικό-


Ο Ναθάνιελ Χόθορν (1804 - 1864), πατέρας του αμερικανικού μυθιστορήματος, συγγραφέας του Άλικου Γράμματος και του Το Σπίτι με τα Εφτά Αετώματα, έχοντας μετοικήσει στην Ευρώπη για να ασκήσει προξενικά καθήκοντα στο Λίβερπουλ, περιηγείται οικογενειακώς  στην Ιταλία. Εκεί, συλλαμβάνει και αρχίζει να γράφει το τελευταίο αυτό έργο του που εκδίδεται στα 1860, λίγο προ του ξεσπάσματος του αμερικανικού εμφυλίου, όπου μέσω  των τεσσάρων κεντρικών ηρώων  διαλέγεται με την τέχνη, την αμαρτία, την αλήθεια, την Ιστορία  και κυρίως τη Φύση.
   Η Ρώμη της δεκαετίας του 1850 είναι τόπος συνάθροισης καλλιτεχνών, συγγραφέων και ευπόρων από τη Βρετανία, τη Γερμανία, κυρίως όμως από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Για τους Αμερικανούς ειδικά πρόκειται για μια πόλη – μήτρα του Πολιτισμού, όπου επικάθονται στρώσεις Ιστορίας και όπου μπορείς να αναγνώσεις την ανθρώπινη μοίρα. Η Ρώμη αναπαρίσταται εδώ ως ιστορικό και καλλιτεχνικό εργαστήρι, από τα ετρουσκικά της μνημεία ως τα ρωμαϊκά, τα χριστιανικά, τα μεσαιωνικά, εκείνα της Αναγέννησης και ως την σύγχρονη εποχή, με όλες τις καταστροφές, βανδαλισμούς και επαναχρησιμοποίηση των δομικών υλικών κατά την κάθοδο των Γότθων και άλλων «βαρβαρικών φυλών». Το κλέος του παρελθόντας αντιπαραβάλλεται από τον Χόθορν με την μιζέρια του παπισμού, την φθορά της άρχουσας τάξης, τη μεγαλοστομία και την επαιτεία, την πονηριά και την αδιαφορία των σύγχρονών του Ιταλών. Όμως το κύριο στοιχείο που μαγεύει τον ίδιο τον συγγραφέα -αφηγητή και τους ήρωές του είναι ο εκπληκτικός πλούτος έργων και μνημείων της Ρώμης, της Τοσκάνης και της Ούμπρια που μάλιστα περιγράφονται με διάφανες λεπτομέρειες  και άφθονο τεκμηριωτικό υλικό. Για έναν Αμερικανό, η αίσθηση του ιστορικού βάθους είναι απαραίτητο συμπλήρωμα της παιδείας του μιας και το νεαρό πέραν του Ατλαντικού έθνος δεν έχει να επιδείξει ιστορικές περγαμηνές.


Από την πρώτη άλλωστε σκηνή του βιβλίου οι τέσσερις ήρωές του αποθαυμάζουν εκστατικοί το Καπιτώλιο και στέκονται ιδιαίτερα στο μαρμάρινο άγαλμα του Φαύνου που αποδίδεται στον Πραξιτέλη, διαλεγόμενοι για τη σχέση Φύσης και Πολιτισμού όπως προσωποποιείται σε ένα έργο τέχνης βγαλμένο κατ’ ευθείαν από τους μύθους της Αρκαδίας (ή της Χρυσής Εποχής).
   Το άγαλμα έχει εκπληκτικές ομοιότητες με τον Ντονατέλο, τον μοναδικό γηγενή της παρέας  που οι Αμερικανοί αρέσκονται να φαντάζονται ως κληρονόμο των χαρακτηριστικών μιας ανύπαρκτης πια δασόβιας φυλής, ευτυχούς και αθώας. Δίπλα του βρίσκεται η Μύριαμ, γυναίκα αγνώστου παρελθόντος και ενμέρει εβραϊκής καταγωγής που την καταδιώκει ένα ανομολόγητο οικογενειακό αμάρτημα και την οποία ο Ντονατέλο θα ερωτευθεί διαπράττοντας για χάρη της ένα έγκλημα που θα την απαλλάξει από τον διώκτη της. Τα άλλα δύο μέλη της παρέας είναι Αμερικανοί από τη Νέα Αγγλία. Η Χίλντα, νεαρή ταλαντούχος ζωγράφος, κατανοεί εγκαίρως ότι δεν θα φτάσει ποτέ στο ύψος της τέχνης ενός Ραφαήλ και ενός Τζιόττο οπότε, ως τίμιο και αγνό πλάσμα, περιορίζεται να γίνει εξπέρ στην αντιγραφή των αναγεννησιακών αριστουργημάτων. Είναι η προσωποποίηση της αθωότητας και της αγνότητας, κρατάει πάντα αναμμένο το καντήλι της Παναγίας στο υπερώο του Πύργου όπου κατοικεί και επικοινωνεί με πάλλευκα περιστέρια. Όπως είναι φυσικό θα την ερωτευθεί παράφορα ο Κένιον, ο αμερικανός γλύπτης που είναι το προσωπείο του συγγραφέα – ορθολογικός αποτιμητής των πεπραγμένων και φορέας ενός πνεύματος αισιοδοξίας και καθαρών στοχεύσεων. Ο Κένιον είναι αυτός που θα επιχειρήσει να λύσει το κουβάρι των ενοχών της Μύριαμ και της Χίλντα, θα στηρίξει τον Ντονατέλο στην πτώση του από την φυσική κατάσταση σ’ αυτήν του πολιτισμού, και τελικά θα κερδίσει την καρδιά της αγαπημένης του.
   Η ίδια η σκοτεινή ιστορία του βιβλίου έχει μεγάλα χάσματα και ένα κραυγάζοντα λυρισμό που συμπλέκεται με την γοτθική ατμόσφαιρα μιας Ρώμης θρησκόληπτης, ρυπαρής, παρακμάζουσας και μαστιζόμενης από τις θέρμες. Αυτό όμως που συνιστά την αξία του βιβλίου είναι ο αντίποδας της σύγχρονης ιστορικής πτώσης, ένα μυθικό παρελθόν αναγόμενο άλλοτε  στην Χρυσή Εποχή του Πανός και του Διονύσου και άλλοτε στην Αναγεννησιακή άνθηση μιας  τέχνης που μεταξύ άλλων αφομοίωσε τα διδάγματα της κλασσικής περιόδου.  Οι ίδιοι οι ήρωες διαλέγονται για τη φύση του χαμένου παραδείσου διερωτώμενοι μέχρι ποίου σημείου τους επιτρέπεται να παραδοθούν στα πάθη τους. Η σοκαριστική διαπίστωση περί το τέλος του βιβλίου είναι ότι η έξοδος του Αδάμ από τον Παράδεισο συνιστά το μέσον με το οποίο ο άνθρωπος φτάνει εν δυνάμει σε μια ανώτερη μορφή ευτυχίας. Με άλλα λόγια, η «αμαρτωλή» Μύριαμ φτάνει να πείσει τον Κένιον μέσα από το εσωτερικό της δράμα ότι ο κεντρικός στόχος του Πολιτισμού που είναι η κατάκτηση της ευτυχίας  μετρά περισσότερο από την φυσική απόλαυση. Η συνείδηση από την μακαριότητα. Η περιπέτεια από την πλήξη. Εξ ού και η θυσιασμένη αθωότητα της Χίλντα και του Ντονατέλο.
    Έτσι το χάππι εντ του βιβλίου είναι γλυκόπικρο. Ωστόσο αυτό που έχει σημασία είναι ότι πρόκειται για υβριδικό μυθιστόρημα όπου οι δοκιμιακές/ φιλοσοφικές σελίδες υπερτερούν της καθεαυτής χαλαρής και με άφθονες απιθανότητες πλοκής, ενώ η ροή της αφήγησης σπάει συχνά με εκτεταμένα αποσπάσματα που περιγράφουν την φύση και τις ιταλικές πόλεις. Η διαλεκτική Φύσης -Πολιτισμού είναι επομένως το κεντρικό ζήτημα του βιβλίου που δικαιολογείται εν μέρει από το γεγονός ότι στην νεογέννητη Αμερική  οι Έμερσον και Θορώ –φίλοι του Χόθορν- γράφουν την εποχή εκείνη τα περίφημα έργα τους αναστοχαζόμενοι τη σχέση ανθρώπου –φύσης και πολιτισμού- βαρβαρότητας. Με μια άλλη έννοια έχουμε ταυτόχρονα ένα προείκασμα της διαλεκτικής πόλης –υπαίθρου που θα απασχολούσε κατά κόρον την πνευματική παραγωγή τον επόμενο αιώνα. Οι ενθουσιώδεις  περιγραφές της Καμπανίας και των Απεννίνων αντιπαραβάλλονται με την ασφυκτική ζωή στην Ρώμη και την Περούτζια  όπου η ηθική τίθεται εν αμφιβόλω.
    Δίπλα στον στόμφο και τον διδακτισμό του βιβλίου παρατάσσεται αγγλοσαξωνικό χιούμορ και κριτική διάθεση. Το παρελθόν αντιπαρατάσσεται στο θριαμβευτικό παρόν. Το Κακό σχετικοποιείται. Μια  πρώιμη μορφή ψυχανάλυσης κάνει την εμφάνισή της με τις συμπαραδηλούμενες  νευρώσεις, απωθήσεις  και ψυχώσεις των ηρώων, ενώ ο Χώθορν αποδεικνύεται μάστορας στην συγκριτική γεωγραφία. Οι καλλιτεχνικές διαμάχες και ο πόλεμος  κριτικών και  ιστορικών της τέχνης δίνονται υπαινικτικά. Και εντέλει, όπως ίσως θα έλεγε μετά από ένα αιώνα ο Μαρκούζε, ο Έρως νικά τον Πολιτισμό (αν και μόνο στα σημεία).
   Βιβλίο που απαιτεί αποθέματα πνευματικής ενέργειας σε μια θαυμάσια σχολιασμένη έκδοση όπου η μεταφράστρια Σάντυ Παπαϊώάννου χρειάσθηκε να ξεπεράσει πλείστα όσα εμπόδια κατά το πλείστον επιτυχέστατα.

Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 



Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.

To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

Φεμινισμός εναντίον έρωτα

γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ


Χένρυ Τζέημς, Οι Βοστονέζες,
 μτφ.- πρόλογος- σημειώσεις Μιχάλης Μακρόπουλος,
 σελ.688, Gutenberg, 2016


Ο Χένρι Τζέημς (1883- 1916) γράφει μια ενδελεχή μυθιστορηματική σπουδή για την γέννηση των κοινωνικών κινημάτων στην Αμερική του 1870 και την σύγκρουσή  τους με τις διαχρονικές ανθρώπινες σταθερές


Ο Χένρι Tζέημς δεν είναι όσο γνωστός θα έπρεπε να είναι στη χώρα μας, παρά τις ποικίλες εκδόσεις έργων του που είναι διασκορπισμένες σε διάφορους εκδότες και χρονικές στιγμές. Εκτός του ότι είναι αμερικανός και αστός, παίζουν ρόλο σ΄ αυτό και οι όχι πάντοτε ευτυχείς μεταφράσεις του – κάτι έτσι κι αλλιώς δύσκολο για τον μακροπερίοδο λόγο, τις δευτερεύουσες προτάσεις  και το διαρκές «Στρίψιμο της Βίδας» (τίτλος δημοφιλούς νουβέλας του) μέχρι να φωτισθούν οι εσωτερικές αντιφάσεις των ηρώων του. Στην παρούσα έκδοση ωστόσο έχουμε μια συνεπή προσπάθεια από τον Μιχάλη Μακρόπουλο να διατηρηθεί το γράμμα και το πνεύμα ενός από τα σπουδαιότερα έργα του και πιθανότατα του πλέον πολιτικοποιημένου.

Ο Χένρι Τζέημς είναι αναμφίβολα ένας εμβληματικός συγγραφέας που καθόρισε εν πολλοίς την αμερικανική και ευρωπαϊκή λογοτεχνική σκηνή στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Κληρονόμος της σπουδαίας παράδοσης του λογοτεχνικού ρεαλισμού του 19ου αιώνα,  την εμπλούτισε με νεωτερικά στοιχεία: επικέντρωση στην οπτική των ίδιων των πρωταγωνιστών του, σχετικοποίηση της θέσης/ γνώσης του αφηγητή, κυριαρχία του ψυχολογικού στοιχείου, ατέρμων ανάλυση των μεταπτώσεων και κινήτρων των εμπλεκομένων, ανοιχτό τέλος με όλα τα ενδεχόμενα εξ ίσου «νόμιμα» - όπως ακριβώς συμβαίνει στις Βοστονέζες. Το έργο του μοιάζει να μην ολοκληρώνεται ποτέ και, φαντάζομαι, οι σύγχρονοί του θα ανέμεναν ανυπόμονα το επόμενο συγγραφικό του βήμα που θα εμπλούτιζε την πρόσληψή τους της πραγματικότητας, με ένα ακόμη επεισόδιο της ανθρώπινης περιπέτειας. Απ’ αυτή την άποψη είναι σίγουρα επηρεασμένος από τον Μπαλζάκ και την πληθωρικήΑνθρώπινη Κωμωδία του. Από την άποψη ωστόσο της θεματικής, θυμίζει περισσότερο τους μεγάλους Ρώσους, καθώς καταπιάνεται με μεγάλα ζητήματα και ταυτόχρονα δεν αρνείται έναν ορισμένο διδακτισμό στην λογοτεχνία.  Όχι βέβαια με την έννοια της επιβολής στον αναγνώστη ηθικών προταγμάτων αλλά με εκείνη της σύλληψης της πραγματικότητας μέσω της ομορφιάς της αυτογνωσίας. Δηλαδή μέσω του κτισίματος της συνείδησης του κόσμου.

Η Βανέσα Ρεντγκρέιβ και η Μαντελέιν Πότερ στην κινηματογραφική μεταφορά των «Βοστoνέζων» του Χένρι Τζέιμς το 1984 από τον Τζέιμς Αϊβορι. Η ταινία είχε προταθεί για δύο Οσκαρ (κοστουμιών και α’ γυναικείου ρόλου για τη Ρεντγκρέιβ)

   Δύσκολα όλα αυτά; Μα δύσκολος είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Ως εκ τούτου όμως είναι και απολαυστικός.  Ειδικά εδώ παρακολουθούμε μια ολοκληρωμένη τοιχογραφία της αμερικανικής κοινωνίας του ύστερου 19ουαιώνα, μια δεκαετία μετά την ολοκλήρωση του Εμφυλίου με την ήττα των Νοτίων, την απελευθέρωση των Μαύρων, και την γένεση ποικίλων κοινωνικών κινημάτων που στοχεύουν στην επέκταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μοιάζει συχνά σαν να βρισκόμαστε στα χιλιοτραγουδισμένα σίξτυς μόνο που όλα συμβαίνουν έναν αιώνα πριν. Με επίκεντρο την Βοστώνη και τη Νέα Υόρκη κυοφορούνται νέες ιδέες, ωριμάζει το φεμινιστικό κίνημα, ιδρύονται φιλανθρωπικοί και μορφωτικοί σύλλογοι, ενώ ακμάζουν  ποικίλα κοινόβια θρησκευτικού και «απελευθερωτικού» προσανατολισμού. Στο Κόνκορντ της Μασαχουσέτης, την «μεγαλύτερη μικρή πόλη» των ΗΠΑ  ο Χένρυ Ντέηβιντ Θορώ συγγράφει το περίφημο Γουώλντεν του, ένα έργο ύμνο στην φύση και την πολιτική ανυπακοή, ενώ ο Έμερσον επηρεασμένος από τον γερμανικό ιδεαλισμό εισάγει την υπερβατικότητά του.  Τέλος ολοκληρώνεται η κατάκτηση της Δύσης και νέες γαίες αλλάζουν χρήση και χρήστες, τροφοδοτώντας τον νέο κυρίαρχο πολιτισμό με το αίσθημα του ότι όλα είναι δυνατά. Η ατμόσφαιρα αυτή  τροφοδοτείται από την βιομηχανική επανάσταση που μετασχηματίζει ραγδαία το αστικό τοπίο και την ύπαιθρο, από την επέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου και από τεχνολογικά άλματα σε όλους τους τομείς.
   Σ’ αυτό το λεπτομερώς  αποτυπωμένο πλαίσιο τοποθετείται το βιβλίο. Αρκούν τρεις βασικοί ήρωες και μερικοί δευτερεύοντες για να εκτυλιχθεί το δράμα: Ο δικηγόρος από τον βαθύ Νότο Μπέιζιλ Ράνσομ, βετεράνος του Εμφυλίου,  ζει πλέον στη Νέα Υόρκη προσπαθώντας μάλλον ανεπιτυχώς να χτίσει μια καριέρα στη νέα μητρόπολη του κόσμου και  προσκαλείται από την ευκατάστατη μακρινή του εξαδέλφη Όλιβ  Τσάνσελορ στη Βοστώνη για μια συνάντηση γνωριμίας. Η ίδια η Όλιβ περιγράφεται με υποδόριο χιούμορ ως φανατική φεμινίστρια επηρεασμένη από το πρώιμο έργο της Μάργκαρετ Φούλερ Η γυναίκα τον 19ο αιώνα(1843) και από τα σύγχρονά  ριζοσπαστικά κινήματα, με συνδηλώσεις λεσβιακών τάσεων και αποφασισμένη να μείνει ανύπαντρη προκειμένου να υπηρετήσει ανεμπόδιστη τον αγώνα για την χειραφέτηση των γυναικών. Το τρίτο πρόσωπο είναι η νεαρή, ακτινοβολούσα από υγεία, ομορφιά και πνευματικά χαρίσματα, δημόσια ομιλήτρια Βερίνα Τάρραντ που θα αποτελέσει το πεδίο της πάλης των δύο πρώτων.  Η Βερίνα χρησιμοποιείται ήδη ως κράχτης από τον απατεωνίσκο πατέρα της, έναν υποτιθέμενο δόκτορα που πουλάει όλων των ειδών τις υπηρεσίες (επί του παρόντος πνευματισμό και υπνωτισμό). Είναι εξαίρετη ομιλήτρια και γοητεύει μια σύναξη γυναικών οδηγώντας την Όλιβ σε απέλπιδα προσπάθεια να την προσεταιριστεί στον μεγάλο αγώνα. Η Όλιβ καταφέρνει εντέλει να πείσει τους γονείς της εύπιστης Βερίνα να της επιτρέψουν έναντι υψηλού χρηματικού αντιτίμου να μείνει μαζί της και της αφιερώνεται ψυχή τε και σώματι..
   Στην ίδια ωστόσο πρώτη δημόσια εμφάνιση της Βερίνα είναι παρών και ο Μπέιζιλ, που εκφράζει άμεσα την δυσπιστία του προς τα κελεύσματα του φεμινισμού. Ο Μπέιζιλ διέπεται από παρωχημένες αρχές που προσομοιάζουν με τα ιδεώδη του ιπποτισμού, και εκπηγάζουν από την μακρά παράδοση της γαιοκτησίας του Νότου. Είναι με άλλα λόγια ένας συντηρητικός εν τω μέσω μιας αναβράζουσας κοινωνικής πραγματικότητας. Η συμπάθειά μας κατευθύνεται ωστόσο εντέχνως από τον συγγραφέα προς το πρόσωπό του καθώς εκφράζει με ζωντάνια και χιούμορ τις απόψεις του, πιστεύει σε πανανθρώπινες αλήθειες και επιπλέον είναι ετοιμόλογος, αποφασιστικός και τίμιος. Η σύγκρουσή του με την εξαδέλφη του Όλιβ θα είναι ανελέητη καθώς η τελευταία κρατά δέσμια την Βερίνα υπό το πρόσχημα του κοινωνικού αγώνα. Εντέλει βέβαια θα θριαμβεύσει ο έρωτας και η πραγματική γυναικεία φύση της Βερίνα θα αναδειχθεί σε όλο της το μεγαλείο. Το ανυπόμονο βοστονέζικο κοινό που έχει κατακλύσει το μεγάλο θέατρο της πόλης για να την ακούσει θα προδοθεί. Η ζωή έχει τα δικά της κελεύσματα, η φύση επίσης, και οι δύο εραστές θα αποδράσουν στην ιδιωτική τους σφαίρα. Μόνο που τα δάκρυα της ταλαιπωρημένης ψυχικά από το μέγεθος της απόφασης Βερίνα θα κάνουν τον αφηγητή να μας εξομολογηθεί στην τελευταία παράγραφο την υποψία του ότι   θα έχει και άλλες αφορμές στον βίο της για να κλάψει. Τέλος, αλλά τέλος ανοιχτό. Πιστό ωστόσο  στην λογοτεχνική παράδοση του 19ου αιώνα που, όπως ευφυώς αναλύει ο Τζέφρεϋ Ευγενίδης στο Σενάριο  Γάμου του (ΠΑΤΑΚΗΣ)  περιστρέφεται σχεδόν αποκλειστικά γύρω από αυτό τον πανάρχαιο θεσμό.

    Η αφοσίωση του Τζέημς στην ανάλυση των κινήτρων και των αντιφάσεων των ηρώων του είναι απόλυτη. Η προσέγγιση των δευτερευόντων χαρακτήρων είναι εξ ίσου «επιστημονική» και οι απόψεις/ στάσεις τους εμπλουτίζονται σε κάθε κεφάλαιο και κάθε στροφή της δράματος. Η περιγραφή τόπων και τοπίων είναι απολύτως συμβατή με την εξέλιξη της πλοκής, Το βιβλίο λειτουργεί και ως προανάκρουσμα των ιδεολογικών συγκρούσεων που θα ακολουθήσουν με ένα είδος εντυπωσιακής ενόρασης, σαν ο συγγραφέας να είναι βέβαιος ότι τα ίδια προτάγματα θα διέπουν τις επιλογές της ανθρωπότητας και στο μέλλον.  Με άλλα λόγια ο Χένρυ Τζέημς γράφει με την προγραμματική επίγνωση ότι θα παραμείνει ως κλασσικός στην συνείδηση της ανθρωπότητας, αλλά και με ένα αίσθημα ευθύνης για αυτά που λέει και το πώς τα λέει. Κάποιοι σύγχρονοί του τον θεώρησαν κουραστικό κάποιοι μεταγενέστεροι επίσης. Παραμένει ιδιοφυής, ανανεωτικός, ανακουφιστικός,  απρόσμενα σαρκαστικός απέναντι στην πολιτική ορθότητα,  και καλός δάσκαλος για επίδοξους συγγραφείς και κοινωνικούς μεταρρυθμιστές. Εντέλει μας πείθει ότι η λογοτεχνία «τακτοποιεί» αυτό τον απέραντο, χαοτικό κόσμο.

Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 



Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.

To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.