Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

Φεμινισμός εναντίον έρωτα

γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ


Χένρυ Τζέημς, Οι Βοστονέζες,
 μτφ.- πρόλογος- σημειώσεις Μιχάλης Μακρόπουλος,
 σελ.688, Gutenberg, 2016


Ο Χένρι Τζέημς (1883- 1916) γράφει μια ενδελεχή μυθιστορηματική σπουδή για την γέννηση των κοινωνικών κινημάτων στην Αμερική του 1870 και την σύγκρουσή  τους με τις διαχρονικές ανθρώπινες σταθερές


Ο Χένρι Tζέημς δεν είναι όσο γνωστός θα έπρεπε να είναι στη χώρα μας, παρά τις ποικίλες εκδόσεις έργων του που είναι διασκορπισμένες σε διάφορους εκδότες και χρονικές στιγμές. Εκτός του ότι είναι αμερικανός και αστός, παίζουν ρόλο σ΄ αυτό και οι όχι πάντοτε ευτυχείς μεταφράσεις του – κάτι έτσι κι αλλιώς δύσκολο για τον μακροπερίοδο λόγο, τις δευτερεύουσες προτάσεις  και το διαρκές «Στρίψιμο της Βίδας» (τίτλος δημοφιλούς νουβέλας του) μέχρι να φωτισθούν οι εσωτερικές αντιφάσεις των ηρώων του. Στην παρούσα έκδοση ωστόσο έχουμε μια συνεπή προσπάθεια από τον Μιχάλη Μακρόπουλο να διατηρηθεί το γράμμα και το πνεύμα ενός από τα σπουδαιότερα έργα του και πιθανότατα του πλέον πολιτικοποιημένου.

Ο Χένρι Τζέημς είναι αναμφίβολα ένας εμβληματικός συγγραφέας που καθόρισε εν πολλοίς την αμερικανική και ευρωπαϊκή λογοτεχνική σκηνή στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Κληρονόμος της σπουδαίας παράδοσης του λογοτεχνικού ρεαλισμού του 19ου αιώνα,  την εμπλούτισε με νεωτερικά στοιχεία: επικέντρωση στην οπτική των ίδιων των πρωταγωνιστών του, σχετικοποίηση της θέσης/ γνώσης του αφηγητή, κυριαρχία του ψυχολογικού στοιχείου, ατέρμων ανάλυση των μεταπτώσεων και κινήτρων των εμπλεκομένων, ανοιχτό τέλος με όλα τα ενδεχόμενα εξ ίσου «νόμιμα» - όπως ακριβώς συμβαίνει στις Βοστονέζες. Το έργο του μοιάζει να μην ολοκληρώνεται ποτέ και, φαντάζομαι, οι σύγχρονοί του θα ανέμεναν ανυπόμονα το επόμενο συγγραφικό του βήμα που θα εμπλούτιζε την πρόσληψή τους της πραγματικότητας, με ένα ακόμη επεισόδιο της ανθρώπινης περιπέτειας. Απ’ αυτή την άποψη είναι σίγουρα επηρεασμένος από τον Μπαλζάκ και την πληθωρικήΑνθρώπινη Κωμωδία του. Από την άποψη ωστόσο της θεματικής, θυμίζει περισσότερο τους μεγάλους Ρώσους, καθώς καταπιάνεται με μεγάλα ζητήματα και ταυτόχρονα δεν αρνείται έναν ορισμένο διδακτισμό στην λογοτεχνία.  Όχι βέβαια με την έννοια της επιβολής στον αναγνώστη ηθικών προταγμάτων αλλά με εκείνη της σύλληψης της πραγματικότητας μέσω της ομορφιάς της αυτογνωσίας. Δηλαδή μέσω του κτισίματος της συνείδησης του κόσμου.

Η Βανέσα Ρεντγκρέιβ και η Μαντελέιν Πότερ στην κινηματογραφική μεταφορά των «Βοστoνέζων» του Χένρι Τζέιμς το 1984 από τον Τζέιμς Αϊβορι. Η ταινία είχε προταθεί για δύο Οσκαρ (κοστουμιών και α’ γυναικείου ρόλου για τη Ρεντγκρέιβ)

   Δύσκολα όλα αυτά; Μα δύσκολος είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Ως εκ τούτου όμως είναι και απολαυστικός.  Ειδικά εδώ παρακολουθούμε μια ολοκληρωμένη τοιχογραφία της αμερικανικής κοινωνίας του ύστερου 19ουαιώνα, μια δεκαετία μετά την ολοκλήρωση του Εμφυλίου με την ήττα των Νοτίων, την απελευθέρωση των Μαύρων, και την γένεση ποικίλων κοινωνικών κινημάτων που στοχεύουν στην επέκταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μοιάζει συχνά σαν να βρισκόμαστε στα χιλιοτραγουδισμένα σίξτυς μόνο που όλα συμβαίνουν έναν αιώνα πριν. Με επίκεντρο την Βοστώνη και τη Νέα Υόρκη κυοφορούνται νέες ιδέες, ωριμάζει το φεμινιστικό κίνημα, ιδρύονται φιλανθρωπικοί και μορφωτικοί σύλλογοι, ενώ ακμάζουν  ποικίλα κοινόβια θρησκευτικού και «απελευθερωτικού» προσανατολισμού. Στο Κόνκορντ της Μασαχουσέτης, την «μεγαλύτερη μικρή πόλη» των ΗΠΑ  ο Χένρυ Ντέηβιντ Θορώ συγγράφει το περίφημο Γουώλντεν του, ένα έργο ύμνο στην φύση και την πολιτική ανυπακοή, ενώ ο Έμερσον επηρεασμένος από τον γερμανικό ιδεαλισμό εισάγει την υπερβατικότητά του.  Τέλος ολοκληρώνεται η κατάκτηση της Δύσης και νέες γαίες αλλάζουν χρήση και χρήστες, τροφοδοτώντας τον νέο κυρίαρχο πολιτισμό με το αίσθημα του ότι όλα είναι δυνατά. Η ατμόσφαιρα αυτή  τροφοδοτείται από την βιομηχανική επανάσταση που μετασχηματίζει ραγδαία το αστικό τοπίο και την ύπαιθρο, από την επέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου και από τεχνολογικά άλματα σε όλους τους τομείς.
   Σ’ αυτό το λεπτομερώς  αποτυπωμένο πλαίσιο τοποθετείται το βιβλίο. Αρκούν τρεις βασικοί ήρωες και μερικοί δευτερεύοντες για να εκτυλιχθεί το δράμα: Ο δικηγόρος από τον βαθύ Νότο Μπέιζιλ Ράνσομ, βετεράνος του Εμφυλίου,  ζει πλέον στη Νέα Υόρκη προσπαθώντας μάλλον ανεπιτυχώς να χτίσει μια καριέρα στη νέα μητρόπολη του κόσμου και  προσκαλείται από την ευκατάστατη μακρινή του εξαδέλφη Όλιβ  Τσάνσελορ στη Βοστώνη για μια συνάντηση γνωριμίας. Η ίδια η Όλιβ περιγράφεται με υποδόριο χιούμορ ως φανατική φεμινίστρια επηρεασμένη από το πρώιμο έργο της Μάργκαρετ Φούλερ Η γυναίκα τον 19ο αιώνα(1843) και από τα σύγχρονά  ριζοσπαστικά κινήματα, με συνδηλώσεις λεσβιακών τάσεων και αποφασισμένη να μείνει ανύπαντρη προκειμένου να υπηρετήσει ανεμπόδιστη τον αγώνα για την χειραφέτηση των γυναικών. Το τρίτο πρόσωπο είναι η νεαρή, ακτινοβολούσα από υγεία, ομορφιά και πνευματικά χαρίσματα, δημόσια ομιλήτρια Βερίνα Τάρραντ που θα αποτελέσει το πεδίο της πάλης των δύο πρώτων.  Η Βερίνα χρησιμοποιείται ήδη ως κράχτης από τον απατεωνίσκο πατέρα της, έναν υποτιθέμενο δόκτορα που πουλάει όλων των ειδών τις υπηρεσίες (επί του παρόντος πνευματισμό και υπνωτισμό). Είναι εξαίρετη ομιλήτρια και γοητεύει μια σύναξη γυναικών οδηγώντας την Όλιβ σε απέλπιδα προσπάθεια να την προσεταιριστεί στον μεγάλο αγώνα. Η Όλιβ καταφέρνει εντέλει να πείσει τους γονείς της εύπιστης Βερίνα να της επιτρέψουν έναντι υψηλού χρηματικού αντιτίμου να μείνει μαζί της και της αφιερώνεται ψυχή τε και σώματι..
   Στην ίδια ωστόσο πρώτη δημόσια εμφάνιση της Βερίνα είναι παρών και ο Μπέιζιλ, που εκφράζει άμεσα την δυσπιστία του προς τα κελεύσματα του φεμινισμού. Ο Μπέιζιλ διέπεται από παρωχημένες αρχές που προσομοιάζουν με τα ιδεώδη του ιπποτισμού, και εκπηγάζουν από την μακρά παράδοση της γαιοκτησίας του Νότου. Είναι με άλλα λόγια ένας συντηρητικός εν τω μέσω μιας αναβράζουσας κοινωνικής πραγματικότητας. Η συμπάθειά μας κατευθύνεται ωστόσο εντέχνως από τον συγγραφέα προς το πρόσωπό του καθώς εκφράζει με ζωντάνια και χιούμορ τις απόψεις του, πιστεύει σε πανανθρώπινες αλήθειες και επιπλέον είναι ετοιμόλογος, αποφασιστικός και τίμιος. Η σύγκρουσή του με την εξαδέλφη του Όλιβ θα είναι ανελέητη καθώς η τελευταία κρατά δέσμια την Βερίνα υπό το πρόσχημα του κοινωνικού αγώνα. Εντέλει βέβαια θα θριαμβεύσει ο έρωτας και η πραγματική γυναικεία φύση της Βερίνα θα αναδειχθεί σε όλο της το μεγαλείο. Το ανυπόμονο βοστονέζικο κοινό που έχει κατακλύσει το μεγάλο θέατρο της πόλης για να την ακούσει θα προδοθεί. Η ζωή έχει τα δικά της κελεύσματα, η φύση επίσης, και οι δύο εραστές θα αποδράσουν στην ιδιωτική τους σφαίρα. Μόνο που τα δάκρυα της ταλαιπωρημένης ψυχικά από το μέγεθος της απόφασης Βερίνα θα κάνουν τον αφηγητή να μας εξομολογηθεί στην τελευταία παράγραφο την υποψία του ότι   θα έχει και άλλες αφορμές στον βίο της για να κλάψει. Τέλος, αλλά τέλος ανοιχτό. Πιστό ωστόσο  στην λογοτεχνική παράδοση του 19ου αιώνα που, όπως ευφυώς αναλύει ο Τζέφρεϋ Ευγενίδης στο Σενάριο  Γάμου του (ΠΑΤΑΚΗΣ)  περιστρέφεται σχεδόν αποκλειστικά γύρω από αυτό τον πανάρχαιο θεσμό.

    Η αφοσίωση του Τζέημς στην ανάλυση των κινήτρων και των αντιφάσεων των ηρώων του είναι απόλυτη. Η προσέγγιση των δευτερευόντων χαρακτήρων είναι εξ ίσου «επιστημονική» και οι απόψεις/ στάσεις τους εμπλουτίζονται σε κάθε κεφάλαιο και κάθε στροφή της δράματος. Η περιγραφή τόπων και τοπίων είναι απολύτως συμβατή με την εξέλιξη της πλοκής, Το βιβλίο λειτουργεί και ως προανάκρουσμα των ιδεολογικών συγκρούσεων που θα ακολουθήσουν με ένα είδος εντυπωσιακής ενόρασης, σαν ο συγγραφέας να είναι βέβαιος ότι τα ίδια προτάγματα θα διέπουν τις επιλογές της ανθρωπότητας και στο μέλλον.  Με άλλα λόγια ο Χένρυ Τζέημς γράφει με την προγραμματική επίγνωση ότι θα παραμείνει ως κλασσικός στην συνείδηση της ανθρωπότητας, αλλά και με ένα αίσθημα ευθύνης για αυτά που λέει και το πώς τα λέει. Κάποιοι σύγχρονοί του τον θεώρησαν κουραστικό κάποιοι μεταγενέστεροι επίσης. Παραμένει ιδιοφυής, ανανεωτικός, ανακουφιστικός,  απρόσμενα σαρκαστικός απέναντι στην πολιτική ορθότητα,  και καλός δάσκαλος για επίδοξους συγγραφείς και κοινωνικούς μεταρρυθμιστές. Εντέλει μας πείθει ότι η λογοτεχνία «τακτοποιεί» αυτό τον απέραντο, χαοτικό κόσμο.

Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 



Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.

To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου