Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

«Η φωνή του δράκου» Παπαδιαμαντικές βραδιές





«Η φωνή του δράκου»
Παπαδιαμαντικές βραδιές
Πέμπτη, 14 Ιανουαρίου 2016, ώρα 7:00μμ
Ο ψυχίατρος-ψυχαναλυτής Δημήτρης Κυριαζής
θα προσεγγίσει το διήγημα του Παπαδιαμάντη 
«Η φωνή του δράκου»

Οι παπαδιαμαντικές βραδιές που οργανώνονται υπό την αιγίδα και την ευθύνη της "Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών" με ιδιαίτερη επιτυχία από πέρυσι, την πρώτη Πέμπτη κάθε μήνα στο βιβλιοπωλείο «Εν Πλω», είναι άτυπες συναντήσεις για όσους ενδιαφέρονται για την ζωή και το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.Οι συναντήσεις περιλαμβάνουν αναγνώσεις από το έργο του και σχολιασμούς, εισηγήσεις μελετητών και συζητήσεις.
Υπεύθυνος αυτών των συναντήσεων είναι ο Δημήτρης Μαυρόπουλος.

Eίσοδος ελεύθερη

Τηλ. κρατήσεων 211 11 98 900-1 και στο info@enploeditions.gr
Εμπορικό Κέντρο ATRIUM, Χαριλάου Τρικούπη 6-10,
106 79 Αθήνα, Τ 211 11 98 900-1

Πορτρέτο Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, 2014
Χρήστος Γουσίδης

Διγενής Ακρίτης.



Οι βυζαντινοαραβικές συγκρούσεις αποτελούν το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο κινείται η σωζόμενη ηρωική ποίηση των Βυζαντινών και πιο συγκεκριμένα τα τραγούδια του λεγόμενου ακριτικού κύκλου (Άσμα του Αρμούρη). Στο 12ο αιώνα τοποθετούν επίσης οι περισσότεροι μελετητές τη σύνταξη του επικού έργου Διγενής Ακρίτης.



νήκει στην επική-ηρωική ποίηση. Σώζεται σε πολλαπλά χειρόγραφα και διασκευές. Τα σημαντικότερα χειρόγραφα Escorial και Grottaferrata διασώζουν διαφορετικές συντάξεις του κειμένου, την Ε και G αντίστοιχα. 
Στο πρώτο μέρος του έργου, που έχει έντονο επικό χαρακτήρα, ένας άραβας εμίρης αρπάζει την κόρη ενός βυζαντινού στρατηγού. Μετά από μονομαχία με τον αδελφό της δέχεται να γίνει χριστιανός για χάρη της και να μετοικήσει στη Ρωμανία μαζί με το λαό του. Από την ένωσή τους γεννιέται ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτης. Το όνομα του ήρωα, εκτός από τη διπλή του καταγωγή, δηλώνει την ιδιότητά του. Οι ακρίτες ήταν στρατιωτικοί που κατοικούσαν σε μεθοριακές περιοχές και είχαν ως έργο τη φύλαξη των συνόρων, την επιβολή της τάξης και την πάταξη των ανταρτών και των ληστών.
Το δεύτερο μέρος του έργου αφηγείται την ενηλικίωση και τα εξαιρετικής ανδρείας κατορθώματα του Βασιλείου, ο οποίος αρπάζει, όπως ο πατέρας του, την κόρη ενός στρατηγού και τη νυμφεύεται, αναμετριέται με ένα δράκοντα, με τους ξακουστούς αρχηγούς των απελατών (σώματα άτακτων στρατιωτικών, με ληστρικό χαρακτήρα), με την υπερφυσικής ανδρείας αμαζόνα Μαξιμού και τους νικά όλους. Ο Διγενής χτίζει ένα θαυμαστό παλάτι στην περιοχή του Ευφράτη και στο τέλος πεθαίνει από φυσική αιτία. 
Στη διασκευή G προστίθενται δύο επεισόδια. Το πρώτο αφορά τη συνάντηση και αναμέτρηση του Διγενή με τον αυτοκράτορα, στον οποίο δείχνει σεβασμό και υποταγή, αποδεικνύει όμως την ανωτερότητά του. Το δεύτερο, αφηγείται μια εξωσυζυγική περιπέτεια του Διγενή με μία κόρη που έχει εγκαταλειφθεί από τον εραστή της στην έρημο. 
Ο κοινός πυρήνας συντάξεων Escorial και Grottaferrata ανάγεται στο 12ο αιώνα, σύμφωνα με τους περισσότερους μελετητές. Η συστηματική εξέταση των αφηγηματικών-θεματικών και γλωσσικών-υφολογικών στοιχείων πιστοποιεί τη συγγένεια των δύο κειμένων και την καταγωγή τους από ένα κοινό αρχέτυπο. Το ακριβές χρονικό σημείο του διαχωρισμού των δύο παραδόσεων, Ε και G, δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί. ΟΔιγενής Ακρίτης ήταν γνωστός στο συγγραφέα των Πτωχοπροδρομικών ποιημάτων που κάνει αναφορές στο Διγενή και παρωδεί το επικό ύφος
Ο Διγενής Ακρίτης του Escorial είναι έργο που έχει συντεθεί γραπτώς. Ωστόσο, κατάγεται από ένα απώτερο προφορικό αρχέτυπο ή έναν κύκλο συγγενών δημοτικών τραγουδιών. Παρότι δεν αποτελεί, στη μορφή που μας σώζεται, προϊόν προφορικής σύνθεσης, έχει διατηρήσει σε μεγάλο βαθμό κάποια σημάδια της καταγωγής του. Το κείμενο της Grottaferrata είναι λογιότερο. Σε πολλά σημεία χρωματίζεται από έντονο γνωμικό και ηθικοδιδακτικό χαρακτήρα, ενώ σε άλλα δίνεται έμφαση σε ιδεολογικά στοιχεία, που χαρακτηρίζουν το αριστοκρατικό ήθος του 12ου αιώνα. Έντονη είναι η επίδραση του ερωτικού μυθιστορήματος. Από το κείμενο αυτό δε λείπουν και μεταγενέστερες αλλαγές και προσθήκες. 
Μια μεταγενέστερη διασκευή, η αποκαλούμενη Z, που παραδίδεται από δύο χειρόγραφα και συντάχθηκε κατά το 14ο ή 15ο αιώνα, αποτελεί συμπίληση και επεξεργασία των παλαιότερων διασκευών. Πολλά από τα ιστορικά στοιχεία αλλοιώνονται ή εξαφανίζονται, η πλοκή τροποποιείται, ενώ διαφοροποιείται ο χαρακτήρας του κειμένου, καθώς υιοθετούνται θεματικά και ρητορικά στοιχεία του ερωτικού μυθιστορήματος (για παράδειγμα, λυρικές αναπτύξεις πάνω στο θέμα της παντοδυναμίας του έρωτα και στερεότυπες εκφράσεις). Ακόμη, νεότερες διασκευές του Διγενή Ακρίτη, μία ομοιοκατάληκτη και μία πεζή




[Η αναμέτρηση του αμιρά με τον Κωνσταντή, αδελφό της κόρης] 

Ευθύς εκαβαλίκευσαν, 'ς τον κάμπον κατεβαίνουν·/
ως δράκοντες εσύριζαν* και ως λέοντες εβρυχούντα/ 
και ως αετοί επέτουντα και εσμίξασιν οι δύο./ 
Και τότε να ιδής πόλεμον καλών παληκαρίων/ 
και από της μάχης της πολλής κρούσιν διασυντόμως*/ 
και από τον κτύπον τον πολύν και από το δός και λάβε,/ 
οι κάμποι φόβον είχασιν και τα βουνιά αηδονούσαν*,/
τα δέντρη εξεριζώνοντα και ο ήλιος εσκοτίσθη·/ 
το αίμαν εκατέρρεεν εις τα σκαλόλουρά* των/ 
και ο ίδρος* τους εξέβαινεν απάνω απ' τα λουρίκια*./ 
ήτον και γαρ του Κωνσταντή γοργότερος ο μαύρος,/ 
και θαυμαστός νεώτερος ήτον ο καβαλάρης:/ 
κατέβηκε εις τον αμιρά* και κρούει του ραβδέα*/ 
και εχέρισεν ο αμιράς να τρέμη και να φεύγη./ *Σαρακηνός ελάλησεν τον αμιράν της γλώσσης:/ 
"Πίασε, μούλε*, τον άγουρον*, ταχέως να τον νικήσης,/ 
μη εις σύντομόν του γύρισμα* πάρη την κεφαλήν σου./ Αυτός καλά σ' εσέβηκεν* τώρα να σε γκρεμνίση./ 
Εγώ ουδέν το εγνοιάζομαι να τον καταπονέσης*,/ 
αλλά μη το καυχάσεται* ότι έτρεψεν* φουσάτα*"./ 
Και ο αμιράς ως το ήκουσεν, μακρέα τον απεξέβην*,/ 
έριψεν* το κοντάριν του και δάκτυλον του δείχνει*/ 
και μετά του δακτύλου του τοιούτον λόγον λέγει:/ 
"Να χαρής, καλέ νεώτερε*, εδικόν σου έναι το νίκος*".

*συρίζω: σφυρίζω
*διασυντόμως: σύντομα |
*αηδονώ: αντηχώ |
*σκαλόλουρα: αναβολείς και*χαλινάρια του αλόγου |
*ίδρος: ιδρώτας 
*λουρίκιν: θώρακας μαύρος: μαύρο άλογο 
*ραβδέα: χτύπημα με ραβδί 
*χερίζω: αρχίζω 
*αμιράς: εμίρης, στρατιωτικός αρχηγός 
*Σαρακηνός ελάλησεν τον αμιράν της γλώσσης: ένας Σαρακηνός μίλησε στον αμιρά στη γλώσσα του (δηλ. σε ξένη γλώσσα) 
*μούλε: κύριε (αραβ.)
*άγουρος: νέος, πολεμιστής 
*γύρισμα: γρήγορη στροφή του εφίππου 
*σ' εσέβηκεν: σου επιτέθηκε 
*καταπονώ: καταβάλλω 
*καυχάσεται: καυχηθεί 
*τρέπω: τρέπω σε φυγή 
*φουσάτον: στράτευμα 
*απεξέβην: απομακρύνθηκε
*δάκτυλον του δείχνει: του κάνει σημάδι με το δάκτυλο σε ένδειξη ήττας 
*έριψεν: έριξε
*νεώτερος: νέος πολεμιστής, παλικάρι 
*νίκος: νίκη







[από το επεισόδιο της συνάντησης του Διγενή με τον αυτοκράτορα] 

Υποχωρείν βουλόμενος, λέων τις εκ του άλσους/ 
εξελθών διεπτόησε τους μετ' αυτού παρόντας/ [. . .]
και προς φυγήν δε και αυτός ο βασιλεύς ετράπη./ 
Ο δε παις προς τον λέοντα υποδραμών ευθέως,/ 
ποδός αυτού δραξάμενος ενός των οπισθίων,/ 
αποτινάξας ισχυρώς και τη γη καταρράξας/ 
νεκρόν απέδειξε πάντων ομού βλεπόντων./ 
Τούτον κρατών εν τη χειρί, καθάπερ τις τον πτώκα,/ προς βασιλέα ήνεγκε "Δέξαι", λέγων "κυνήγιν/ 
του σου οικέτου, δέσποτα, δια σου θηρευθέντα"./ 
Και πάντες εξεπλάγησαν έντρομοι γεγονότες,/ 
την υπεράνθρωπον αυτού ισχύν κατανοούντες./ 
Και τας χείρας ο βασιλεύς προς ουρανόν εκτείνας,/ "Δόξα σοι", έφη, "δέσποτα, ποιητά των απάντων,/ 
ότι με κατηξίωσας τοιούτον άνδρα βλέψαι/ εν τη παρούση γενεά ισχυρόν παρά πάντας".

Μετάφραση
Ένα λιοντάρι που ήθελε να κρυφτεί βγήκε από το δάσος και τρομοκράτησε όλους όσους βρίσκονταν εκεί. Μάλιστα, ακόμη και ο ίδιος ο αυτοκράτορας τράπηκε σε φυγή. Ο νεαρός όμως (ο Διγενής) έτρεξε πίσω από το λιοντάρι, το άρπαξε από το πισινό πόδι, το τίναξε με δύναμη ψηλά, το χτύπησε στο έδαφος και το σκότωσε μπροστά στα μάτια όλων. Κρατώντας το στο χέρι, όπως κρατάει κανείς κρεμασμένο το λαγό, το έφερε στον αυτοκράτορα λέγοντάς του: "Πάρε, δέσποτα, το κυνήγι που πιάστηκε για σένα από τον δούλο σου". Και όλοι τρόμαξαν και έμειναν έκπληκτοι συνειδητοποιώντας την υπεράνθρωπη δύναμή του. Ο αυτοκράτορας σήκωσε τα χέρια προς τον ουρανό λέγοντας: "Δόξα σοι, δέσποτα, δημιουργέ των πάντων, που με αξίωσες στη γενιά αυτή να δω έναν τέτοιο άντρα που τους ξεπερνάει όλους στη δύναμη".


       

λάχιστα δείγματα δημοτικών τραγουδιών έχουν επιβιώσει από τους Βυζαντινούς χρόνους. Οι γνώσεις μας σχετικά με τη διάδοση και την αξιοποίηση του δημοτικού τραγουδιού στο Βυζάντιο είναι περιορισμένες. 
Τα περισσότερα δημοτικά τραγούδια, που στις καθιερωμένες συλλογές χαρακτηρίζονται ακριτικά, η αρχική σύνθεση των οποίων υποτίθεται ότι ανάγεται στους Βυζαντινούς χρόνους, είναι πολύ μεταγενέστερες συνθέσεις που ελάχιστη σχέση έχουν με τη θεματολογία του ακριτικού κύκλου. Ωστόσο, το διαθέσιμο υλικό και οι διασκευές του ηρωικού-επικού ποιήματος Διγενής Ακρίτης πιστοποιούν την ύπαρξη μιας ζωντανής προφορικής παράδοσης που αποτέλεσε το υπόβαθρο της δημιουργίας τους. 
Οι βυζαντινο-αραβικές συγκρούσεις αποτελούν το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο κινείται η σωζόμενη ηρωική ποίηση των Βυζαντινών, και πιο συγκεκριμένα τα τραγούδια του λεγόμενου ακριτικού κύκλου. Το άσμα του Αρμούρη αφηγείται τις προσπάθειες του ανήλικου γιου ενός βυζαντινού πολεμιστή να σώσει τον πατέρα του από την αραβική αιχμαλωσία. Παρουσιάζει όλα τα γνωρίσματα της ηρωικής μεσαιωνικής ποίησης που είναι: η σχέση με τα ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα (αντιστοιχία του Αρέστη του ποιήματος με το βυζαντινό στρατηγό Ορέστη και τις συγκρούσεις με τους Άραβες της περιοχής του Ευφράτη στις αρχές του 10ου αιώνα), η μυθοποίηση που συνδυάζεται με ζωηρή αίσθηση της πραγματικότητας και η λογοτυπική έκφραση. 
Η αρχική σύνθεση του κειμένου (διαφορετική από τη σωζόμενη) θα πρέπει να θεωρηθεί προγενέστερη του Διγενή Ακρίτηκαι με κριτήριο το ύφος και το περιεχόμενο φέρει εντονότερα χαρακτηριστικά επικής σύνθεσης. Η διαμάχη Βυζαντινών και Αράβων αποτελεί το ιστορικό παρόν του ποιήματος, ενώ στο Διγενή η πλοκή διαδραματίζεται με φόντο τη συμφιλίωση και συνύπαρξη των δύο λαών. 
Τα τραγούδια του Αρμούρη και του Υιού του Ανδρονίκου (που αφηγείται την επιδρομή Αράβων, την απαγωγή της εγκύου συζύγου του στρατηγού Ανδρονίκου και την απόδειξη της υπερφυσικής ανδρείας του γιου του που γεννιέται στην αιχμαλωσία) αποτελούν τα αρχαιότερα σωζόμενα δείγματα της βυζαντινής ηρωικής ποίησης. Εμφανίζουν σαφή χαρακτηριστικά του ύφους των δημοτικών τραγουδιών, αν και δεν μπορεί να ταυτιστεί απόλυτα με αυτό των νεότερων δημοτικών τραγουδιών. Παραδίδονται σε χειρόγραφα, τα οποία πιθανότατα καταγράφουν την προφορική παράδοση της βυζαντινής ηρωικής ποίησης. Ίσως όμως η προφορική αυτή παράδοση δεν ήταν πια ενεργή, όταν έγινε η καταγραφή των κειμένων.

Το Άσμα του Αρμούρη. Στ. Αλεξίου (έκδ.), Βασίλειος Διγενής Ακρίτης και το Άσμα του Αρμούρη, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1985, σ. 173.
Πτερνιστηρίαν* τον μαύρον του κ' επέρασέν τον πέρα./ Ουχί ν' αφήση καν τα ρούχα του ο νέος να στεγνώσουν,/ πτερνιστηρίαν τον μαύρον του εις τον Σαρακηνόν υπάγει/
και σφόνδυλον* τον έδωκε κ' εξεσαγόνιασέ τον:/
"Ειπέ, μωρέ Σαρακηνέ, πού έναι τα φουσάτα;"/
"Θεέ μου, σαλά* ρωτήματα τα έχουν οι ανδρειωμένοι,/ πρώτα να κρουν* τες σφονδυλές* και τότε να ρωτούσιν!/
Μα τον κυρ Ήλιον τον γλυκύν, μα την γλυκέαν του μάναν,/ εψές εξεδιαλέχθημεν καν εκατόν χιλιάδες,/
όλοι καλοί και εκλεκτοί, πρασινοσκουταράτοι*:/
ένι και τέτοιοι από εκεινούς, ουδέ χιλίους φοβούνται,/
ουδέ χιλίους, ουδέ μυρίους, ουδέ όσους απαντήσουν!"/
Πτερνιστηρία τον μαύρον του, άνω εις βουνίν ανέβη:/
φουσάτα* είδε κ' εγνώμιασεν*, αριφνισμόν* ουκ είχαν./
Και τότε πάλε το παιδίν ανανογάται*, λέγει:/
"Αν τους πηδήσω* αρμάτωτους*, πάντα καυχάσθαι θέλουν,/
ότι τους ηύρα αρμάτωτους και επήρα τους την πρόβαν*"./ Στριγγίαν* φωνήν ελάλησεν, όση κι αν εδυνέτον:/ "Σαρακηνοί, αρματώνεσθε, σκυλιά, λουρικωθήτε*:/ λουρικωθήτε γλήγορα, σκυλιά μαγαρισμένα:/
εις απιστίαν μην το 'χετε ότι απέρασεν ο Αρμούρης,/
ο Αρμούρης, ο Αρμουρόπουλος, ο Αρέστης ο ανδρειωμένος".


*πτερνιστηρία: σπιρούνισμα
*σφόνδυλος: γροθιά ή χτύπημα στους τραχηλικούς σφονδύλους
*κρουν: γ' πληθ. του ρ. κρούω, χτυπώ
*σαλός: ανόητος
*πρασινοσκουταράτος: με πράσινη ασπίδα (το χρώμα του Ισλάμ)
*φουσάτον: στράτευμα
*γνωμιάζω: υπολογίζω, μετρώ
*
αριφνισμός: αρίθμηση
*ανανογούμαι: σκέπτομαι
*πηδώ (+αιτ.): επιτίθεμαι
*αρμάτωτος: άοπλος
*επήρα την πρόβαν: δοκίμασα κάποιον σε προκριματικό αγώνα και κέρδισα, νίκησα
*στριγγία (θηλ.): σε οξύ, υψηλό τόνο
*λουρικώνομαι: βάζω το θώρακα


Θρῆνοι τῆς Ἁλώσεως (29 Μαΐου 1453)

Πηγή:http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tradition/lamentations-constantinople.htm



Τῆς Ἁγιά-Σοφιᾶς

(Δημοτικό)
Τὸ δημοτικὸ αὐτὸ τραγούδι εἶναι ὁ παλαιότερος θρῆνος γιὰ τὴν κατάληψη τῆς Κωνσταντινούπολης. Πιθανὸν νὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν Κρήτη. Βρέθηκε σὲ χειρόγραφό του 15ου αἰῶνα· ὁ τίτλος ἦταν: «Ἀνακάλημα τῆς Κωνσταντινούπολης». Ἀνήκει στὴ δεύτερη περίοδο (1453-1821) τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας καὶ στὸ ἱστορικὸ εἶδος. Στὴν παρακάτω μορφὴ τοῦ δημοσιεύτηκε τὸ 1914 ἀπὸ τὸ Ν. Πολίτη στὴν συλλογή του «Ἐκλογαὶ ἀπὸ τὰ τραγούδια τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ». Γιὰ τὴν σύνθεσή του ὁ Ν. Πολίτης χρησιμοποίησε τὴν παραλλαγὴ ποὺ δημοσίευσε ὁ Φωρὲλ καὶ ἄλλοι εἴκοσι τέσσερις. Ὅμως, μόνο ὁ 4ος καὶ 18ος στίχος ἔχουν παρθεῖ αὐτούσιοι ἀπὸ τὴν ἐργασία τοῦ Φωριέλ
Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆς, σημαίνουν τὰ ἐπουράνια, 
σημαίνει κι ἡ Ἁγιά-Σοφιά, τὸ μέγα μοναστήρι, 
μὲ τετρακόσια σήμαντρα κι ἑξήντα δυὸ καμπάνες, 
κάθε καμπάνα καὶ παπᾶς, κάθε παπᾶς καὶ διάκος.

Ψάλλει ζερβὰ ὁ βασιλιάς, δεξιὰ ὁ πατριάρχης, 
κι ἀπ᾿ τὴν πολλὴ τὴν ψαλμουδιὰ ἐσειόντανε οἱ κολόνες. 
Νὰ μποῦνε στὸ χερουβικὸ καὶ νά ῾βγει ὁ βασιλέας, 
φωνὴ τοὺς ἦρθε ἐξ οὐρανοῦ κι ἀπ᾿ ἀρχαγγέλου στόμα: 
«Πάψετε τὸ χερουβικὸ κι ἂς χαμηλώσουν τ᾿ Ἅγια, 
παπάδες πᾶρτε τὰ ἱερὰ καὶ σεῖς κεριὰ σβηστῆτε, 
γιατί ῾ναι θέλημα Θεοῦ ἡ Πόλη νὰ τουρκέψει.

Μόν᾿ στεῖλτε λόγο στὴ Φραγκιά, νὰ ῾ρθοῦν τρία καράβια, 
τό ῾να νὰ πάρει τὸ σταυρὸ καὶ τ᾿ ἄλλο τὸ βαγγέλιο, 
τὸ τρίτο τὸ καλύτερο, τὴν ἅγια Τράπεζά μας, 
μὴ μᾶς τὴν πάρουν τὰ σκυλιὰ καὶ μᾶς τὴ μαγαρίσουν».

Ἡ Δέσποινα ταράχτηκε καὶ δάκρυσαν οἱ εἰκόνες. 
«Σώπασε κυρὰ Δέσποινα, καὶ μὴ πολυδακρύζῃς, 
πάλι μὲ χρόνους, μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θά ῾ναι».




Ἅλωσις Κωνσταντινουπόλεως

Ἔνι τοῦ κόσμου χαλασμὸς καὶ συντελειὰ μεγάλη,
συντελεσμὸς τῶν Χριστιανῶν, τῶν ταπεινῶν Ρωμαίων·
ὅμως ἂς τὸ θλίβουν πολλὰ καὶ τὰ γένη Λατίνων
διὰ τοῦτο ποὺ συνέβηκε βασιλείαν Ρωμαίων,
διότ᾿ ἦτον σπίτιν ὀλωνῶν, Ρωμαίων καὶ Λατίνων
ἡ πόλις ἡ κακότυχος καὶ ὁ βασιλεὺς ὁμάδιν.
Ποὖναι λοιπὸν τὰ λείψανα, ποῦ οἱ ἁγίαι εἰκόνες,
ἡ ὁδηγήτρια ἡ κυρά, ἡ δέσποινα τοῦ κόσμου;
Λέγουσιν ἀναλήφθησαν στὸν οὐρανὸ ἀπάνω
τὰ λείψανα τὰ ἅγια καὶ τοῦ Χριστοῦ τὰ πάθη,
οἱ ἄγγελοι τὰ πήρασιν ἐμπρὸς εἰς τὸν δεσπότην...
Ποῦ εἶν᾿ τὰ μοναστήρια, ποῦ ἡ ὀρθοδοξία;
ἀφῆκες, ἐξαπόλυκες, πανύμνητε, τὸν κόσμον;

Τίς εἶδεν ἢ τίς ἤκουσεν ποτέ του τέτοιον πρᾶμα,
οἱ ἀσεβεῖς νὰ πάρουσι τὸ σπίτι τῶν ἁγίων,
νὰ σὲ δοξάζουν, Κύριε, οἱ Τοῦρκοι σοδομῖτες;
Θεέ μου, πῶς ἀπόμεινες τὴν τόσην ἀνομίαν
καὶ πῶς τὸ καταδέχθηκες, δύναμις τῶν ἀγγέλων;
Ἐχάθησαν οἱ χριστιανοί· Θεὲ πῶς τὸ ἀπομένεις;
Μηδὲ κατηγορήσετε τὸν βασιλέαν, αὐθέντες,
οὐδὲ τοὺς ἄρχοντας αὐτοῦ, οὐδὲ τοὺς στρατιώτας,
μικροὺς μεγάλους ἢ πτωχούς, πλουσίους, ἀνδρειωμένους.
Τὸ θάρρος ὁποῦ ἤλπιζαν οἱ χριστιανοὶ στὴν πόλιν
ἦτον στὸν ἁγιώτατον πάπαν τε τῆς Ρώμης
καὶ εἰς τοὺς ῥηγάδες τῆς φραγκιᾶς τῶν αὐθεντῶν τῶν ὅλων,
δουκᾶδες, κούντους, πρίγκιπες καὶ τὰ κουμούνια ὅλα
μετὰ τοῦ βασιλέως τε τοῦ τῆς Ἀλαμανίας...

Ἐκείν᾿ ἡ μέρα σκοτεινή, ἀστραποκαϊμένη,
τῆς Τρίτης της ἀσβολερῆς, τῆς μαυρογελασμένης,
τῆς θεοκαρβουνόκαυτης, πουμπαρδοχαλασμένης,
ἔχασε ἡ μάννα τὸ παιδὶν καὶ τὸ παιδὶν τὴν μάνναν,
καὶ τῶν κυρούδων τὰ παιδιὰ ὑπᾶν ἀσβολωμένα,
δεμέν᾿ ἀπὸ τὸν τράχηλον καὶ τὸ οὐαὶ φωνάζουν
μὲ τὴν τρομάραν τὴν πολλήν, μὲ θρήνισμον καρδίας.
Τρέμουν ὡς φυλλοκάλαμον ἐξετραχηλισμένα,
γυμνά, χωρὶς πουκάμισον, ἐξάγκωνα δεμένα,
βλέπουν ἐπρὸς καὶ πίσω των, μὴ νὰ δοῦν τοὺς γονεῖς των,
καὶ βλέπουν τοὺς πατέρες των ἐξάγκωνα δεμένους.
Ὁ κύρης βλέπει τὸ παιδὶν καὶ τὸ παιδὶν τὸν κύρην,
ἄφωνοι, δίχως ὁμιλίαν, διαβαίνουν τὸ μαγκούριν.
Οἱ μάνες οἱ ταλαίπωρες ὑπᾶν ξεγυμνωμένες,
τῆς πόλης οἱ πολίτισσες ἐξανασκεπασμένες,
πλούσιες πτωχὲς ἀνάκατα, μὲ τὸ σκοινὶ δεμένες,
τῆς πόλης οἱ εὐγενικές, οἱ ἀστραποκαϊμένες.
Ὁ ἀδελφὸς τὸν ἀδελφὸν βλέπει σιδηρωμένον,
θωροῦν καὶ τὸν πατέρα των μὲ ἅλυσον δεμένον,
καὶ δυ᾿ ἀδερφάδες εὔμορφες, πολλὰ ὡραιωμένες,
ἐντροπιασμένα ἐπήγαιναν μὲ τὸ σχοινὶν δεμένες.

Προέλευση: ΓΙΟΒΑΝΗ, Μεγάλη ἐγκυκλοπαίδεια, ἔκδ. 1982, τόμ. 13ος,  σελ. 67


Πάρθεν ἡ Ρωμανία

(Δημοτικὸ τοῦ Πόντου)
Ἕναν πουλίν, καλὸν πουλὶν ἐβγαίν᾿ ἀπὸ τὴν Πόλιν, 
οὐδὲ στ᾿ ἀμπέλια κόνεψεν οὐδὲ στὰ περιβόλιαν, 
ἐπῆγεν καί-ν ἐκόνεψεν ἅ σου Ἠλί᾿ τὸν κάστρον. 
Ἐσεῖξεν τ᾿ ἕναν τὸ φτερὸν σὸ αἷμα βουτεμένον, 
ἐσεῖξεν τ᾿ ἄλλο τὸ φτερόν, χαρτὶν ἔχει γραμμένον, 
Ἀτὸ κανεὶς κι ἀνέγνωσεν, οὐδ᾿ ὁ μητροπολίτης 
ἕναν παιδίν, καλὸν παιδίν, ἔρχεται κι ἀναγνώθει. 
Σίτ᾿ ἀναγνῶθ᾿ σίτε κλαίγει, σίτε κρούει τὴν καρδίαν. 
«Ἀλὶ ἐμᾶς καὶ βάι ἐμᾶς, πάρθεν ἡ Ρωμανία!»
Μοιρολογοῦν τὰ ἐκκλησιάς, κλαῖγνε τὰ μοναστήρια 
κι ὁ Γιάννες ὁ Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται, 
-Μὴ κλαῖς, μὴ κλαῖς Ἅϊ-Γιάννε μου, καὶ δερνοκοπισκᾶσαι 
-Ἡ Ρωμανία πέρασε, ἡ Ρωμανία ῾πάρθεν. 
-Ἡ Ρωμανία κι ἂν πέρασεν, ἀνθεῖ καὶ φέρει κι ἄλλον.


Τὸ ἀνακάλημα τῆς Κωνσταντινουπόλεως

(Δημοτικό, ἀπόσπασμα)
Θρῆνος κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς καὶ στεναγμὸς καὶ λύπη, 
Θλῖψις ἀπαραμύθητος ἔπεσεν τοῖς Ρωμαίοις. 
Ἐχάσασιν τὸ σπίτιν τους, τὴν Πόλιν τὴν ἁγία, 
τὸ θάρρος καὶ τὸ καύχημα καὶ τὴν ἀπαντοχήν τους. 
Τὶς τό ῾πεν; Τὶς τὸ μήνυσε; Πότε ῾λθεν τὸ μαντάτο; 
Καράβιν ἐκατέβαινε στὰ μέρη τῆς Τενέδου 
καὶ κάτεργον τὸ ὑπάντησε, στέκει καὶ ἀναρωτᾶ το: 
- Καράβιν, πόθεν ἔρκεσαι καὶ πόθεν κατεβαίνεις; 
- Ἔρκομαι ἂκ τὰ᾿ ἀνάθεμα κι ἐκ τὸ βαρὺν τὸ σκότος, 
ἂκ τὴν ἀστραποχάλαζην, ἂκ τὴν ἀνεμοζάλην· 
ἀπὲ τὴν Πόλην ἔρχομαι τὴν ἀστραποκαμένην. 
Ἐγὼ γομάριν δὲ βαστῶ, ἀμὲ μαντάτα φέρνω 
κακὰ διὰ τοὺς χριστιανούς, πικρὰ καὶ δολωμένα.

[καὶ σὲ ἔκδοση: Ἐμμ. Κριαρᾶς, Θεσσαλονίκη 1965, σ. 31]
...
- Καράβιν πόθεν ἔρκεσαι καὶ πόθεν κατεβαίνεις;
- Ἔρκομαι ἂκ τ᾿ ἀνάθεμα κ᾿ ἐκ τὸ βαρὺν τὸ σκότος,
ἂκ τὴν ἀστραποχάλαζην, ἂκ τὴν ἀνεμοζάλην·
ἀπὸ τὴν Πόλην ἔρχομαι τὴν ἀστραποκαμένην.
Ἐγὼ γομάρι δὲ βαστῶ, ἀμὲ μαντάτα φέρνω
κακὰ διὰ τοὺς χριστιανούς, πικρὰ καὶ δολωμένα:
Οἱ Τοῦρκοι ὅτε ἤρθασιν, ἐπήρασιν τὴν Πόλην
ἀπώλεσαν τοὺς χριστιανοὺς ἐκεῖ καὶ πανταχόθεν.


Γεώργιος Βιζυηνός - Ὁ τελευταῖος Παλαιολόγος (1882)

Στοὺς συμβολισμοὺς τῆς παραδόσεως, γιαγιὰ εἶναι οἱ παλαιὲς γενεὲς
καὶ ἐγγονὸς ἡ νέα γενιά, ἡ ὁποία πρέπει νὰ κάνει τὸ καθῆκον της.
- Τὸν εἶδες μὲ τὰ μάτια σου, γιαγιὰ τὸν Βασιλέα
ἢ μήπως καὶ σοῦ φάνηκε, σὰν ὄνειρο νὰ ποῦμε,
σὰν παραμύθι τάχα;
- Τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια μου, ὡσὰν καὶ σένα νέα,
Πὰ νὰ γενῶ ἑκατὸ χρονῶν, κι ἀκόμα τὸ θυμοῦμαι
σὰν νἄταν χθὲς μονάχα.
- Ἀπέθανε, γιαγιά;
- Ποτέ, παιδάκι μου, κοιμᾶται.
- Καὶ τώρα πιὰ δὲν ἠμπορεῖ
γιαγιάκα νὰ ξυπνήση;
- Ὤ, βέβαια! Καιροὺς καιρούς,
σηκώνει τὸ κεφάλι,
καὶ βλεπ᾿ ἂν ἦρθεν ἡ στιγμή,
πὄχει ὁ Θεὸς ὁρίσει.
- Πότε, γιαγιά μου, πότε;
- Ὅταν τρανέψῃς, γιόκα μου,
νὰ ἀρματωθῇς, καὶ κάμῃς,
τὸν ὅρκο στὴν Ἐλευθεριά,
σὺ κι ὅλη ἡ νεολαία,
θὰ σώσετε τὴν χώρα.
Κι ὁ βασιλιὰς θὰ σηκωθεῖ
τὸν Τοῦρκο νὰ χτυπήσῃ.
Καὶ χτύπα-χτύπα, θὰ τὸν πά
πίσω στὴν κόκκινη μηλιά,
καὶ πίσω ἀπὸ τὸν ἥλιο,
ποὺ πιὰ νὰ μὴ γυρίσῃ!


Κωνσταντῖνος Π. Καβάφης - Θεόφιλος Παλαιολόγος

Ὁ τελευταῖος χρόνος εἶν᾿ αὐτός. Ὁ τελευταῖος τῶν Γραικῶν
αὐτοκρατόρων εἶν᾿ αὐτός. Κι᾿ ἀλλοίμονον
τί θλιβερὰ ποὺ ὁμιλοῦν πλησίον του.
Ἐν τῇ ἀπογνώσει του, ἐν τῇ ὀδύνῃ
ὁ Κὺρ Θεόφιλος Παλαιολόγος
λέγει «Θέλω θανεῖν μᾶλλον ἢ ζῆν».
Ἂ Κὺρ Θεόφιλε Παλαιολόγο
πόσον καϋμὸ τοῦ γένους μας, καὶ πόση ἐξάντλησι
(πόσην ἀπηύδησιν ἀπὸ ἀδικίες καὶ κατατρεγμό)
ἡ τραγικές σου πέντε λέξεις περιεῖχαν.
Πάρθεν
Αὐτὲς τὲς μέρες διάβαζα δημοτικὰ τραγούδια,
γιὰ τ᾿ ἄθλα τῶν κλεφτῶν καὶ τοὺς πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα καὶ τὰ πένθιμα γιὰ τὸν χαμὸ τῆς Πόλης
«Πῆραν τὴν Πόλη, πῆραν την· πῆραν τὴν Σαλονίκη».
Καὶ τὴν Φωνὴ ποὺ ἐκεῖ ποὺ οἱ δυὸ ἐψέλναν,
«ζερβὰ ὁ βασιληᾶς, δεξιὰ ὁ πατριάρχης»,
ἀκούσθηκε κ᾿ εἶπε νὰ πάψουν πιὰ
«πάψτε παπάδες τὰ χαρτιὰ καὶ κλεῖστε τὰ βαγγέλια»
πῆραν τὴν Πόλη, πῆραν την· πῆραν τὴν Σαλονίκη.
Ὅμως ἀπ᾿ τ᾿ ἄλλα πιὸ πολὺ μὲ ἄγγιξε τὸ ᾄσμα
τὸ Τραπεζούντιον μὲ τὴν παράξενή του γλώσσα
καὶ μὲ τὴν λύπη τῶν Γραικῶν τῶν μακρυνῶν ἐκείνων
ποὺ ἴσως ὅλο πίστευαν ποὺ θὰ σωθοῦμε ἀκόμη.
Μὰ ἀλοίμονον μοιραῖον πουλὶ «ἀπαὶ τὴν Πόλην ἔρται»
μὲ στὸ «φτερούλιν ἀθε χαρτὶν περιγραμμένον
κι οὐδὲ στὴν ἄμπελον κονεύ᾿ μηδὲ στὸ περιβόλι
ἐπῆγεν καὶ ἐκόνεψεν στοῦ κυπαρίσ᾿ τὴν ρίζαν».
Οἱ ἀρχιερεῖς δὲν δύνανται (ἢ δὲν θέλουν) νὰ διαβάσουν
«Χέρας υἱὸς Γιανίκας ἕν» αὐτὸς τὸ παίρνει τὸ χαρτί,
καὶ τὸ διαβάζει κι ὀλοφύρεται.
«Σίτ᾿ ἀναγνῶθ᾿ σίτ᾿ ἀνακλαῖγ᾿ σίτ᾿ ἀνακροῦγ᾿ τὴν κάρδιαν.
Ν᾿ ἀοιλλὴ ἐμᾶς νὰ βάϊ ἐμᾶς ἡ Ρωμανία πάρθεν».


Κωνσταντῖνος Καρυωτάκης - Μαρμαρωμένε Βασιλιᾶ

Καὶ ρίχτηκε μὲ τ᾿ ἄτι του μὲς στῶν ἐχθρῶν τὰ πλήθια,
τὸ πύρινο τὸ βλέμμα του σκορποῦσε τὴν τρομάρα,
καὶ τὸ σπαθί του τὴ θανή. Στὰ χάλκινά του στήθια,
ἐξέσπασε ἡ ὄργητα σὲ βροντερὴ κατάρα.
Ἐθόλωσαν τὰ μάτια του. Τ᾿ ἁγνὸ τὸ μέτωπό του,
θαρρεῖς ὁ φωτοστέφανος τῆς Δόξας τ᾿ ἀγκαλιάζει.
Κι ἔπεσε χάμου ὁ Τρανός! Θρηνῆστε τὸ χαμό του.
Μά, μή! Σὲ τέτοιο θάνατο ὁ θρῆνος δὲν ταιριάζει.
Κι ἔπεσε χάμου ὁ Τρανός! Κυλίστηκε στὸ χῶμα,
ἕνας Τιτᾶν π᾿ ἀκόμα χτὲς ἐστόλιζ᾿ ἕνα θρόνο,
κι ἐσφάλισε - ὀϊμένανε! - γιὰ πάντ᾿ αὐτὸ τὸ στόμα,
ποὺ κάθε πίκρα ρούφαγε κι ἔχυν᾿ ἐλπίδες μόνο,
Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολὺ δὲ θὰ προσμένεις.
Ἕνα πρωὶ ἀπ᾿ τὰ νερὰ τοῦ Βόσπορου κεῖ πέρα
θὲ νὰ προβάλει λαμπερός, μιᾶς Λευτεριᾶς χαμένης,
ὁ ἀσημένιος ἥλιος. Ὤ, δοξασμένη μέρα!


Ὀδυσσέας Ἐλύτης - Θάνατος καὶ Ἀνάστασις τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (1969)

Ι
Ἔτσι καθὼς ἐστέκονταν  ὀρθὸς μπροστὰ στὴν Πύλη κι ἄπαρτος μὲς
στὴ λύπη του
Μακριὰ τοῦ κόσμου ποὺ ἡ ψυχή του γύρευε νὰ λογαριάσει στὸ φάρ-
δος Παραδείσου   Καὶ σκληρὸς πιὸ κι ἀπ᾿ τὴν πέτρα ποὺ δὲν τὸν
εἴχανε κοιτάξει τρυφερὰ ποτὲ - κάποτε τὰ στραβὰ δόντια του ἄσπρι-
ζαν παράξενα
Κι ὅπως περνοῦσε μὲ τὸ βλέμμα του λίγο πιὸ πάνω ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώ-
πους    κι ἔβγανε ἀπ᾿ ὅλους    Ἔναν     ποὺ τοῦ χαμογελούσε    τὸν
Ἀληθινόν    ποὺ ὁ χάρος δὲν τὸν ἔπιανε
Πρόσεχε νὰ προφέρει καθαρὰ τὴ λέξη θάλασσα ἔτσι ποὺ νὰ γυαλί-
σοῦν μέσα της ὅλα τὰ δελφίνια    Κι ἡ ἐρημιὰ πολλὴ ποὺ νὰ χωρᾶ ὁ
Θεός    κι ἡ κάθε μιὰ σταγόνα σταθερὴ στὸν ἥλιο ν᾿ ἀνεβαίνει
Νέος ἀκόμα εἶχε δεῖ στοὺς ὤμους τῶν μεγάλων τὰ χρυσὰ νὰ λάμπουν
καὶ νὰ φεύγουν    Καὶ μιὰ νύχτα    θυμᾶται    σ᾿ ὥρα μεγάλης τρικυ-
μῖας βόγκηξε ὁ λαιμός του πόντου τόσο ποὺ θολώθη    μὰ δὲν ἔστερ-
ξὲ νὰ τοῦ σταθεῖ
Βαρὺς ὁ κόσμος νὰ τὸν ζήσεις ὅμως γιὰ λίγη περηφάνια τὸ ἄξιζε.
II
Θεέ μου καὶ τώρα τι    Πού ῾χε μὲ χίλιους νὰ παλέψει    χώρια μὲ τὴ
μοναξιά του    ποιός    αὐτὸς πού ῾ξερε μ᾿ ἕνα λόγο του νὰ δώσει ὁλά-
κερης τῆς γῆς νὰ ξεδιψάσει    τί
Ποὺ ὅλα του τά ῾χαν πάρει    Καὶ τὰ πέδιλά του τὰ σταυροδετὰ καὶ τὸ
τρικράνι του τὸ μυτερὸ καὶ τὸ τοιχίο ποὺ καβαλοῦσε κάθε ἀπομεσή-
μερο νὰ κρατάει τὰ γκέμια ἐνάντια στὸν καιρὸ σὰν ζόρικο καὶ πηδη-
χτὸ βαρκάκι
Καὶ μία φούχτα λουίζα    ποὺ τὴν εἶχε τρίψει στὰ μάγουλα ἑνὸς κορι-
τσιοῦ    μεσάνυχτα    νὰ τὸ φιλήσει (πῶς κουρναλίζαν τὰ νερά τοῦ
φεγγαριοῦ στὰ πέτρινα τὰ σκαλοπάτια τρεῖς γκρεμοὺς πάνω ἀπ᾿ τὴ
θάλασσα...)
Μεσημέρι ἀπὸ νύχτα    Καὶ μήτ᾿ ἕνας πλάι του    Μονάχα οἱ λέξεις
του οἱ πιστὲς πού ῾σμιγαν ὅλα τους τὰ χρώματα ν᾿ ἀφήσουν μὲς στὸ
χέρι του μιὰ λόγχη ἀπὸ ἄσπρο φῶς
Καὶ ἀντίκρυ    σ᾿ ὅλο τῶν τειχῶν τὸ μάκρος    μυρμηκιὰ οἱ χυμένες
μὲς στὸ γύψο κεφαλὲς ὅσο ἔπαιρνε τὸ μάτι του
«Μεσημέρι ἀπὸ νύχτα - ὅλ᾿ ἡ ζωὴ μία λάμψη!»    φώναξε κι ὅρμησε
μὲς στὸ σωρό    σύρνοντας πίσω του χρυσὴ γραμμὴ ἀτελεύτητη
Καὶ ἀμέσως ἔνιωσε    ξεκινημένη ἀπὸ μακριά    ἡ στερνὴ χλωμάδα
νὰ τὸν κυριεύει.
III
Τώρα    καθὼς τοῦ ἥλιου ἡ φτερωτὴ ὁλοένα γυρνοῦσε καὶ πιὸ γρήγο-
ρα    οἱ αὐλὲς βουτοῦσαν μέσα στὸ χειμώνα κι ἔβγαιναν πάλι κατά-
κόκκινες ἀπ᾿ τὰ γεράνια
Κι οἱ μικροὶ δροσεροὶ τροῦλοι ὅμοια μέδουσες γαλάζιες ἔφταναν κά-
θε φορὰ καὶ πιὸ ψηλὰ στ᾿ ἀσήμια ποὺ τὰ ψιλοδούλευε ὁ ἀγέρας
γι᾿ ἄλλων καιρών    πιὸ μακρινῶν    τὸ εἰκόνισμα
Κόρες παρθένες    φέγγοντας ἡ ἀγκαλιὰ τοὺς ἕνα θερινὸ ξημέρωμα
φρέσκα βαγιόφυλλα καὶ τῆς μυρσίνης τῆς ξεριζωμένης τῶν βυθῶν
σταλάζοντας ἰώδιο    τὰ κλωνάρια
Τοῦ ῾φερναν    Ἐνῶ κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια του ἄκουγε    στὴ μεγάλη κά-
ταβόθρα νὰ καταποντίζονται    πλῶρες μαύρων καραβιών    τ᾿ ἀρχαῖα
καὶ καπνισμένα ξύλα    ὄθε    μὲ στυλωμένο μάτι ὀρθὲς ἀκόμη Θεό-
μήτορες ἐπιτιμούσανε
Ἀναποδογυρισμένα στὶς χωματερὲς ἀλόγατα    σωρὸς τὰ χτίσματα
μικρὰ μεγάλα    θρουβαλιασμὸς καὶ σκόνης ἄναμμα μὲς στὸν ἀέρα
Πάντοτε μὲ μιὰ λέξη μὲς στὰ δόντια του    ἄσπαστη    κειτάμενος
                                                                      Αὐτὸς
                                                        ὁ τελευταῖος Ἕλληνας!

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Στο Χριστό, στο Κάστρο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη



Ο πιο σοβαρός άνθρωπος που έζησε σε αυτόν τον τόπο, είχε όλα τα χαρακτηριστικά του κομπλεξικού

Πηγή: www.lifo.gr

Από τον Κωστή Παπαγιώργη

Kωστής Παπαγιώργης 

Πολλοί είναι οι τρόποι για να οξύνει κανείς την ανθρωπογνωσία του μέσα στον νεοελληνικό βίο, αλλά η μελέτη της λέξης «κομπλεξικός» κρατάει τα σκήπτρα. Από τη μαθητική ηλικία κιόλας, η χρήση του όρου ισοδυναμεί με επίδειξη ταυτότητας. «Ρε μαλάκα, μιλάμε για κομπλεξάρα, ούτε νερό δεν μπορεί να πιει!»   Η κατηγοριοποίηση είναι προφανής. Από τη μια οι ξεσκολισμένοι, αυτοί που δεν κωλώνουν, δε μασάνε, δεν τους τη βγαίνει κανένας, και από την άλλη οι αδικογεννημένοι, οι σκουντούφληδες και μουντζωμένοι. Ο ασυμπλεγμάτιστος είναι «μορφή, όλα τα σφάζει / όλα τα μαχαιρώνει· σε αγοράζει στο πιτς φιτίλι, γεννήθηκε τετραπέρατος· αντίθετα, ο έρμος ο κομπλεξικός πάει τοίχο τοίχο, αν κερδίσει ποτέ κερδίζει μόνο στο λήγοντα, στην πρόσθεση ξεχνάει το μηδέν, τέλος πάντων μαζεύει τα καρφοπέταλα των άλλων.   Διόλου περίεργο ότι η λέξη στα καθ' ημάς απέβη σταθερό νόμισμα τις τελευταίες δεκαετίες, που ο τόπος γνώρισε μια προφανή αλλαγή ταχύτητας. Η κοινωνία άνοιξε, κατά το κοινώς λεγόμενο, νέα κίνητρα και νέες ελευθερίες κυκλοφόρησαν, οπότε ο παραδοσιακός ανοιχτομάτης οπλίστηκε με μοντέρνο ρητορικό οπλισμό. Αν δεν δηλώσω μόνος μου την υπεροχή και τη διαφορά, ποιος θα τη δηλώσει; Το χάλι του άλλου με μεταμορφώνει αυτομάτως σε προνομιούχο - καιρός λοιπόν να ξαναμοιράσουμε τις θέσεις στην κοινωνική κλίμακα. 
 Ο Παπαδιαμάντης -ο πιο σοβαρός άνδρας που έζησε σε αυτό τον τόπο- παρουσίαζε όλα τα συμπτώματα του κομπλεξικού (ντροπαλός, δειλός μέχρι παρεξηγήσεως, άγευστος γυναικών, πένης και με εμφάνιση ζητιάνου - ούτε στην εφημερίδα που εργαζόταν δεν είχε το θάρρος να εισέλθει). Πώς να τον συγκρίνουμε με τα φοβερά ξεφτέρια της εποχής; Εντούτοις αυτός ο σκιαγμένος νησιώτης βρήκε μέσα του λίθους για να χτίσει κάποιο θεμέλιο για το ανερμάτιστο νεοελληνικό αίσθημα.  
Ο Παπαδιαμάντης με τον Βλαχογιάννη στη Δεξαμενή, το 1908. Πηγή: www.lifo.gr

  
      Είναι γεγονός ότι το σύμπλεγμα προκαλεί κοινωνικό τρόμο. Δείρε με μπορεί να γιάνω -έλεγαν παλιά- αν με βρίσεις θα πεθάνω. Πράγματι, ο συμπλεγματικός εν ακαρεί -με το άκουσμα της λέξης- υποβιβάζεται στην περιφρονητέα συνομοταξία των κατώτερων. Άρα οι κοινωνικές ανάγκες, εκτός από την παθητική φωνή (κομπλεξάρομαι), δικαιολογημένα πλούτισαν το ρήμα και με ενεργητική εκφορά: κομπλεξάρω.   Η ετυμολογία της λέξης πάντως φθέγγεται διαφορετικά. Αγγλιστί το κόμπλεξ δηλώνει «εναγκαλισμό», complector (λατ.) σημαίνει «περιβάλλω, αγκαλιάζω», ενώ λατινιστί επίσης το -plico υποσημαίνει «πλέκω» και «διπλώνω». Ουσιαστικά αυτό νομίζει ότι ψυχανεμίζεται και η ψυχολογία του δρόμου. Κάτι άσχημο έχει τυλίξει τον κομπλεξικό, εκ γενετής υποφέρει από ένα πλέγμα ανεπάρκειας και αναξιότητας. Αλλά αν ο ψυχισμός δομείται από ένα σύνολο παραστάσεων και αναμνήσεων που δεν του επιτρέπουν να έχει «φυσιολογική» συμπεριφορά, αυτή η εσωτερική παγίδα ενδέχεται να οδηγήσει σε εκρήξεις τρομερής ισχύος.   

Κόμπο κόμπο, όλη του η χαμένη ζωή μεταβλήθηκε σε έναν ιδρυτικό ψίθυρο· από μόνος του, πεινώντας και διψώντας μέσα στη βαβυλωνιακή Αθήνα, συνέλαβε μια συνταγματική τάξη παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος....

   Ως γνωστόν ο Παπαδιαμάντης -ο πιο σοβαρός άνδρας που έζησε σε αυτό τον τόπο- παρουσίαζε όλα τα συμπτώματα του κομπλεξικού (ντροπαλός, δειλός μέχρι παρεξηγήσεως, άγευστος γυναικών, πένης και με εμφάνιση ζητιάνου - ούτε στην εφημερίδα που εργαζόταν δεν είχε το θάρρος να εισέλθει). Πώς να τον συγκρίνουμε με τα φοβερά ξεφτέρια της εποχής; Εντούτοις αυτός ο σκιαγμένος νησιώτης βρήκε μέσα του λίθους για να χτίσει κάποιο θεμέλιο για το ανερμάτιστο νεοελληνικό αίσθημα. Κόμπο κόμπο, όλη του η χαμένη ζωή μεταβλήθηκε σε έναν ιδρυτικό ψίθυρο· από μόνος του, πεινώντας και διψώντας μέσα στη βαβυλωνιακή Αθήνα, συνέλαβε μια συνταγματική τάξη παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος. 
  Το αντίθετο παράδειγμα το βρίσκουμε στη ζωή του Αντρέ Μαλρώ. Συγγραφέας μεγάλου αναστήματος, λατρεμένος των γυναικών (από τις οποίες... ζούσε κιόλας), παράτολμος, οιηματίας που δεν δεχόταν μύγα στο σπαθί του, του έλαχε να ζήσει στα ώριμα μια πρωτοφανή μεταστροφή. Όταν γνώρισε τον στρατηγό ντε Γκώλ -αυτός, ο ανθρωπογνώστης- κυριολεκτικά υποτάχθηκε σαν γυναικούλα. Λένε ότι κάθε περηφάνια ασυνειδήτως γυρεύει ένα ξένο κύρος για να υποταχθεί. Και ο Μαλρώ υποτάχθηκε. 
  Ασφαλώς τα αντίθετα παραδείγματα δε λείπουν. Ο Σικελιανός για παράδειγμα, ο Ίων Δραγούμης, ο Ρένος Αποστολίδης. Πλην όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στα πνευματικά ζητήματα -όπως είναι τα έργα αλλά και η καθημερινή ζωή- η βαθύτητα ανήκει κατά κανόνα σε παγιδευμένους ψυχισμούς, όχι στην αναπεπταμένη σημαία κάθε αυτοσχέδιου τολμητία. Τα συμπλέγματα μοιάζουν με τις χορδές στο όργανο ή με τις τρύπες του ζουρνά. Όποιος είναι καθαρός αυλός, ίσιο καλάμι, μουσική δεν αποδίδει. Μόνο ό,τι κομπιάζει ευεργετείται.  
 Όσο για τη βιασύνη που δεν ανέχεται ατολμία και συγκρατημό, αυτή που επεβλήθη πλέον ως ιδεολογία τού «περνάμε καλά», του «δεν κωλώνουμε» και «δεν ψαρώνουμε», τού «είμαστε και οι πρώτοι», έχει κάθε λόγο να απολαμβάνει την υπεροχή της. Μετά από χρόνια, όταν ξαναβλέπουμε τον ασυμπλεγμάτιστο και τον επιτυχημενάκια, με κατάπληξη διαπιστώνουμε ότι στο πλάι του -αόρατες- κάθονται οι θεές της θλίψης και της μεταμέλειας. Τι απέγιναν τα λάβαρα και οι νίκες; Απλώς ήταν αέρας φρέσκος. Μάλιστα, αν του έχει μείνει δράμι μυαλό, αρχίζει να υποψιάζεται ότι την παρτίδα με τη ζωή κανείς δεν την κερδίζει. Το αναπόφευκτο σύμπλεγμα του χαμένου, πέρα από τις ψυχολογίες του ποδαριού, αν γίνει συνείδηση προικίζει τον ψυχισμό του με τις πτυχές που κάποτε περιφρονούσε.  
 Όταν ακούς επιτυχημενάκια να κρύβεσαι, όταν ακούς διστακτικό άνθρωπο να βγαίνεις.
 Πηγή: www.lifo.gr

Σπύρος Γιανναράς – "Ζωή Χαρισάμενη"



Οι λογικότατοι τρελοί
Όσο πιο πολύ μοιάζουν οι μέρες μεταξύ τους τόσο πιο αμυδρές και οι εντυπώσεις που αφήνουν στην φωτοευαίσθητη επιφάνεια της ψυχής μας  (σ. 25)
Οι χαρακτήρες της Χαρισάμενης Ζωής προσπαθούν να ζήσουν εν μέσω κωμικοτραγικών δράσεων, υπαρξιστικών παρωδιών και φιλοσοφημένων ακροτήτων, πάντα σε απόλυτα ρεαλιστικά πλαίσια. Κάθε ιστορία εδώ είναι και μια τραγωδία ενός γελοίου ανθρώπου (για να θυμηθούμε την φερώνυμη κινηματογραφική οπτική) αρκεί να παραδεχτούμε πως ετούτοι εδώ δεν είναι γελοιωδέστεροι από εμάς τους ίδιους. Σ’ ετούτον τον σύγχρονο ρεαλισμό το παράλογο και το γκροτέσκο δεν αποτελούν διεσπαρμένες ειδολογικές εξαιρέσεις αλλά αναπόσπαστα στοιχεία του: οι «αληθινά» σύγχρονοι ρεαλιστικοί χαρακτήρες δεν μπορούν παρά να παραλογίζονται και να παραφρονούν. Κι όλα αυτά επειδή επιθυμούν την απόδοση δικαιοσύνης, την επιβολή στους άλλους αν όχι ως επίθεση σίγουρα ως άμυνα, την εκδίκηση για μύριες ταπεινώσεις, την ψυχική απολύτρωση.

Η ακριβοδίκαιη τιμωρία τυπικών απεχθών νεοελληνικών χαρακτήρων αποτελεί την κινητήρια δύναμη δυο αφηγητών. Ο ένας τούς μετατρέπει σε άλογα ζώα χωρίς συνείδηση, καθώς διαπιστώνει πως τα πεπερασμένα ανθρώπινα καλούπια αντιστοιχούν σε μια πολυποίκιλη πανίδα με πληθώρα επιλογών («Άνθρωποι και κτήνη»). Η πλήρης μεταμορφωτική του μανία φαίνεται να τον διασκεδάζει, από την αυθόρμητη επιλογή του θύματος ως την αναζήτηση της κατάλληλης αντιστοιχίας. Η λίστα των υποψηφίων προς απανθρωποποίηση είναι ατέλειωτη κι είναι ζήτημα χρόνου να φτάσει στους πολιτικούς. Αλλά εκεί χωλαίνει η ζωοπλαστική του παιδιά: οι πολιτικοί, ενίοτε «ολωσδιόλου ζωντόβολα και πραγματικά ανδράποδα», είναι εκ φύσεως αδύνατο να επαναμεταμορφωθούν σε ζώα. Αλλά και το τελολογικό αντίκρισμα μοιάζει μετέωρο: ποιος αποφάσισε πως η αποκτήνωση αποτελεί εξ ορισμού ευτελισμό και απαξίωση; Αν τα ζώα έχουν κερδίσει την ευτυχία με μοναδικό τίμημα ότι δεν το συνειδητοποιούν;


Ο έτερος τιμωρός, ο υπό αποκλειστική προθεσμία αυτόχειραςΑνδρέας Τιτθόν («Βίος και πολιτεία του …») βιώνει ως εφιάλτη κάθε ανθρώπινο συγχρωτισμό στην καθημερινή Αθήνα. Η ανθρωπότητα είναι μια ανεπιθύμητη αποικία σκαθαριών και κάθε αδιάκριτος, επιδειξιομανής, αγενής ή φασαριόζος ένοικός της τίθεται αυτόματα υποψήφιος στην λίστα των σειριακών του φόνων. Σε ποιο σημείο καταλήγει μια τέτοια δραστηριότητα; «Πιο δύσκολο πράγμα από το να στοιχίσεις σε μια γραμμή βάζοντας επικεφαλής τον πιο απεχθή και κατόπιν βαθμηδόν να παρατάξεις όσους μισείς, βδελύσσεσαι ή απλώς αντιπαθείς τα μούτρα τους, δεν υπάρχει. Ιδίως όταν γνωρίζεις πως έχεις τη δύναμη να εκτελέσεις την όποια επιθυμία σου, όταν ο φόνος φαντάζει τόσο εύκολος και θελκτικός όσο το άναμμα του τσιγάρου. Γιατί όταν νιώθεις πως έχεις δυνητικά εξουσία ζωής και θανάτου επί των πάντων, δυσκολεύεσαι να εξαιρέσεις οποιονδήποτε». (σ. 78)

Συχνά στον ίδιο χαρακτήρα ενυπάρχει ο μηδενιστής κι ο ηδονιστής  – μπαίνω εδώ στον πειρασμό να συμμετάσχω στο απολαυστικό λεξιπλαστικό παιχνίδι του συγγραφέα και να τον χαρακτηρίσω μηδονιστή – όπως ο  «οιηματίας» που σαν ευσυνείδητος λογιστής εγγράφει σε διαδικτυακό ημερολόγιο τις παντοειδείς ερωτικές κατακτήσεις του απολαμβάνοντας μέχρι κορεσμού την ανερυθρίαστη ελευθεριότητα του λαμπρού μέσου όπου εκτίθεται σε κοινή θέα κάθε ερωτική επιδεξιοσύνη, ενός σύμπαντος όπου «σύνευνοι κι όμευνοι, σύζυγοι κι εραστές αφήνουν την κοινή κλίνη για την μπλογκόσφαιρα» («To τεφτέρι και το μαχαίρι»). Ο «επισκέπτης» που αναγνωρίζει το συσπασμένο πρόσωπο της γυναίκας του δίπλα στον σαρκοχαρή εραστή αποκρούει την ιδέα της εκδίκησης ως στερητική της ελευθερίας και δοκιμάζει με τα ίδια όπλα. Αλλά η αναζήτηση του ποθεινού σώματος αποβαίνει μάταιη: άλλοτε η τριβή των ανέραστων κορμιών του προκαλεί αναλίγωμα, άλλοτε οι διανυκτερεύουσες παρτενέρ κρίνονται ανάξιες. Σε κάθε περίπτωση κάτω από την κοινή άβυσσο χαίνει μια νέα. Ποιες επιλογές τους απομένουν; Η μεταστροφή στην αναπόληση της μιας και αυθεντικής αγάπης; Η εξαφάνιση και ενσωμάτωση στο ανθρώπινο και διαδικτυακό πλήθος; Τι μένει στον ιερέα που φαντασιώνεται την πανηγυρική του αγιοποίηση αλλά βιώνει την υπ’ ευθύνη του φωτοστεφή ματαίωσή της («Ζωή χαρισάμενη»);
«Ο Δημητράκης» έχει ριχτεί σε μια διαρκή αναζήτηση του κερδισμένου χρόνου. Ολόκληρη η ζωή του υπήρξε κατευθυνόμενη από έναν μητρικό προγραμματισμό που επένδυσε κάθε δευτερόλεπτο στο σχεδιασμό ενός επιτυχημένου μέλλοντος. Άσκοπο διάβασμα, χαμένος χρόνος, πολύωρες αθλοπαιδιές ο Δημητράκης δεν χάρηκε ούτε στον ύπνο του, παραφορτωμένος με πάσης φύσεως εκλεκτά εδέσματα και λούσα, αμέτοχος στην ίδια του τη ζωή. Μόνο που με τέτοιες κεκτημένες ταχύτητες είναι αδύνατο να μην αποκτηθεί η αίσθηση μιας σιδηροτροχιάς που επιταχύνει προς ένα τέρμα. Και μια παρατιμονιά στη διαδρομή θα τον στρέψει στην παλίνδρομη, κυριολεκτική επιστροφή στην παιδική ηλικία, στον μοναδικό τόπο όπου όλα είναι άγραφα κι ανέφελα.
Ύστερα από τόσα άλγη και μανίες η αναγνωστική λύτρωση έρχεται «Γύρω από το τραπέζι» που κυκλώνεται «όπως τα δέντρα ευήλιο μικρό αλσύλλιο» από την οικογένεια και αποτελεί για τον αναθυμώμενο αφηγητή πεδίο ιχνογραφίας, μνημόνιο σχολικών εργασιών, τράπεζα μελετών, δοκιμαστήριο μαγειρικών – ζαχαροπλαστικών πειραματισμών. Παρά το βίαιο σπάσιμο του κύκλου (που σαν καθισμένος χορός έκλεινε την παυσίλυπη οικογενειακή θαλπωρή) από την αναπόφευκτη απομάκρυνση των μελών αλλά και τον «φρεναπάτη» θεΐσκο που ενοικεί στο πλαστικά τηλεοπτικά και ψηφιακά κουτιά, παραμένει η ενθύμηση πως μια αρχετυπική συναισθηματική κοινότητα κάποτε όντως υπήρξε.
Σε παλαιότερη διαδικτυακή μας συζήτηση ο συγγραφέας (επι)κοινώνησε τις ποικιλότροπες, ενίοτε δύσβατες αναγνώσεις του (από Καμύ, Αιμέ, Σίνγκερ, Μάλαμουντ και Αρανίτση μέχρι σειρά ελασσόνων πλην σημαντικών κειμένων της λογοτεχνίας). Ο διαχωρισμός ανάγνωσης και συγγραφής είναι βέβαια δεδομένος, όμως είναι αδύνατο να μην σκεφτεί κανείς πως η πληθωρική αυτή σκευή τον προμηθεύει, αν και όποτε παραστεί ανάγκη, με ποικίλες ενδεχόμενες εναλλακτικές φαρέτρες ιδεών περί γραφής. Σε κάθε περίπτωση ετούτοι οι λελογισμένοι παράφρονες αποτελούν καφκικές, ντοστογεφσκικές και καμυ-ικές αλλά απόλυτα νεοελληνικές εκδοχές μιας εγχώριας πινακοθήκης όχι ηλιθίων αλλά πανέξυπνων ανθρώπων που κάποια στιγμή, αναπόφευκτα, «γλίστρησαν».
Εκδ. Πόλις, 2011, σ. 158.
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 27, φθινόπωρο 2011. Εικονιζόμενο έργο: John Reilly – The healing of the lunatic boy.

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

ΑΝΩΝΥΜΟΣ "O Ρωσσαγγλογάλλος"



Το κείμενο του Ρωσσαγγλογάλλου είναι ανώνυμη σάτιρα με κοινωνικές και ηθικές προεκτάσεις, η οποία χρονολογείται γύρω στα 1812. Έχει διαλογική μορφή και απεικονίζει τη θλιβερή κατάσταση που επικρατεί στη σκλαβωμένη Ελλάδα. Το απόσπασμα που ακολουθεί περιλαμβάνει τους 37 πρώτους στίχους. Σε αυτό ο πλασματικός Ρωσσαγγλογάλλος, ένα μείγμα δηλαδή τριών ξένων περιηγητών, συνομιλεί υποκριτικά με ένα πρόσωπο που ονομάζεται Φιλέλληνας, από τον οποίο ζητά να μάθει την αιτία για την άθλια κατάσταση της πατρίδας του.






5




10




15




20




25



30



35
ΟΛΟΙ
Ειπέ μας, ω φιλέλληνα, πώς φέρτε* την σκλαβίαν
και την απαρηγόρητον των Τούρκων τυραννίαν;
Πώς τες ξυλιές και υβρισμούς και σιδηροδεσμίαν*,
παίδων, παρθένων, γυναικών ανήκουστον φθορίαν*;
Πώς δε τον καθημερινόν των συγγενών σας φόνον,
τον άδικον, αναίτιον και χωρίς τινα πόνον;
Δεν είσθ' εσείς απόγονοι εκείνων των Ελλήνων,
των ελευθέρων, των σοφών και των φιλοπατρίδων;
Και πώς εκείνοι απέθνησκον διά την ελευθερίαν,
και τώρα εσείς υπόκεισθε εις τέτοιαν τυραννίαν;
Και ποίον γένος, ως εσείς, εστάθη φωτισμένον
εις την σοφίαν, δύναμιν, κι εις όλα ξακουσμένον;
Πώς νυν εκαταστήσατε την λάμπουσαν Ελλάδα!
Βαβαί! ως ένα σκέλεθρον*, ως σκοτεινήν παστάδα*!
Oμίλει, φίλτατε Γραικέ, ειπέ μας την αιτίαν·
μη κρύψης τίποτες ημών, λύε την απορίαν.
O ΦΙΛΕΛΛΗΝ
Ρωσσαγγλογάλλοι,
Ελλάς, και όχι άλλη,
ήτον, ως λέτε, τόσον μεγάλη.
Νυν δε αθλία
και αναξία,
επειδή άρχει η αμαθία.
Όσ' ημπορούσι
να την ξυπνούσι,
τούτ' εις το χείρον* την οδηγούσι.
Αυτή στενάζει,
τα τέκνα κράζει,
στο να προκόπτουν όλα προστάζει.
Και τότ' ελπίζει
ότι κερδίζει·
εκείν' οπού 'χει νυν την φλογίζει.
Μα τις τολμήσει
μ' αληθή κλίσι*
σ' ελευθερίαν να την κινήση;
Όστις τολμήση
να την ξυπνήση
πάγει στον Άδη* χωρίς τινα κρίσιν*.
Ανώνυμος, Ο Ρωσσαγγλογάλλος, Πορεία

*φέρτε: υποφέρετε *σιδηροδεσμία: αιχμαλωσία, σκλαβιά *ανήκουστος φθορία: μεγάλη σκληρότητα και πολλές καταστροφές, που δύσκολα μπορεί ακόμα και να τις ακούσει κανείς *σκέλεθρον: σκελετός *παστάδα: νυφικό κρεβάτι (αλληγορικά) *το χείρον: το χειρότερο *κλίσις: πρόθεση *πάγει στον Άδη: θανατώνεται *κρίσις: δίκη

Και εδώ