Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015

Νικολά Μπουαλώ, «Ποιητική Τέχνη» (Art Poetique)

Αναδημοσίευση:


μτφρ. Φανή Παιδή, εκδ. Στιγμή 2010 (κρίνει ο Σπύρος Αραβανής



Σύγχρονος του Μολιέρου, του Ρακίνα, του Λαφονταίν, ευνοούμενος του Λουδοβίκου του ΙΔ΄ και εκπρόσωπος των belles letters του δεύτερου μισού του 17ου αιώνα, ο Νικολά Μπουαλώ έμεινε στην ιστορία της γαλλικής λογοτεχνίας ως κωδικοποιητής των ποιητικών κανόνων που είχε αρχίσει να θεσπίζει στις αρχές του «κλασικού» αιώνα ο Γάλλος ποιητής και κριτικός, Φρανσουά ντε Μαλέρμπ. Λάτρης της κλασικής παιδείας, ήδη από τα χρόνια της βασικής του εκπαίδευσης, θεωρεί τον εαυτό του ως τον «σύγχρονο Οράτιο» και αποκαλεί τον Λουδοβίκο «σύγχρονο Αύγουστο»· ο «Βασιλιάς Ήλιος» μάλιστα, το 1684, θα διατάξει την εκλογή του στην Γαλλική Ακαδημία. Έτσι, μετά τις «Σάτιρες» που συνθέτει από τα 1657, περνά στις «Επιστολές» και από εκεί στο κορυφαίο του έργο, την έμμετρη «Ποιητική Τέχνη», το οποίο (εξεδόθη τον Ιούλιο του 1674) κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Στιγμή, σε μετάφραση της Φανής Παιδή. Ο τίτλος του βεβαίως αποτελεί δάνειο από το κλασικό έργο του Οράτιου γεγονός που έδωσε αφορμή στους εχθρούς του Μπουαλώ να το θεωρήσουν ως μια απλή μετάφρασή του. Ο ίδιος όμως, όπως μας πληροφορεί η μεταφράστρια, στα σχόλια του βιβλίου, στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης του έργου γράφει ότι «τα δάνεια από τον Οράτιο δεν ξεπερνούν τους πενήντα, το πολύ εξήντα στίχους». Η αλήθεια είναι ότι το ποιητικό-κριτικό φάντασμα του Οράτιου πλανάται πάνω από όλο το έργο του Γάλλου ποιητή αφού οι συγγένειες στα θέματα που θίγονται, από την πρωτοκαθεδρία της αισθητικής, την κατάταξη των ποιητικών ειδών, το ρόλο του κριτικού μέχρι το γενικότερο πνεύμα του έργου που τείνει προς τον συμβουλευτικό και όχι τον κανονιστικό χαρακτήρα, είναι εμφανείς. Θα πρέπει, επίσης, να αναφέρουμε εδώ ότι με κοινή πηγή τον Οράτιο και με επιρροή το έργο του Μπουαλώ θα γράψει και ο «Μπουαλώ της Αγγλίας», όπως αποκάλεσαν τον Αλεξάντερ Ποπ, στα 1711, το γνωστό «Δοκίμιο περί Κριτικής», έργο που θα ακολουθήσει και αυτό τη δική του αυτόνομη πορεία.

Η «Ποιητική Τέχνη» του Μπουαλώ αποτελείται από τέσσερα μέρη, τέσσερα Άσματα.Το πρώτο Άσμα πραγματεύεται τη φύση της ποίησης τονίζοντας το απαραίτητο της ύπαρξης του ταλέντου και της έμπνευσης στην επιτυχία ενός έργου επιχειρώντας παράλληλα μέσα από μια σύντομη αναδρομή σε κλασικούς Γάλλους ποιητές να θίξει θέματα ρυθμού, μέτρου, ύφους, τόνου. Τα αφοριστικά μηνύματα πολλά και με πολλαπλές –εκτός της ποίησης- προεκτάσεις π.χ. «Όποιος όρια να θέτει δεν γνωρίζει, να γράφει δεν ξέρει» (στ. 63), «Η άγνοια είναι πάντοτε έτοιμη να αυτοθαυμαστεί» (στ. 185), «Ο ανόητος βρίσκει πάντοτε ενός πιο ανόητου τον θαυμασμό» (στ. 232). Η επιρροή της ποιητικής πραγματείας του Λογγίνου, «Περί Ύψους», η οποία σε μετάφραση Μπουαλώ κυκλοφόρησε στον ίδιο τόμο με την πρώτη έκδοση της «Ποιητικής Τέχνης», είναι επίσης εμφανής. Για παράδειγμα ο Λογγίνος αναφέρεται στις μορφές «κακού λόγου», όπως το παιδαριώδες («μειρακιώδες») που παράγεται από τη σχολαστική επεξεργασία («σχολαστική νόησις») αυτού που θέλουμε να εκφράσουμε με τελικό αποτέλεσμα τη ψυχρή έκφραση («λήγουσα εις ψυχρότητα»). Ο Μπουαλώ με τη σειρά του γράφει: «Είναι φορές που κυριευμένος από το θέμα του ο συγγραφέας/ δεν θα το εγκαταλείψει αν δεν το εξαντλήσει» (49-50) και «Αποφεύγετε ποιητών τέτοιων τη στείρα αφθονία,/ μη φορτώνεστε περιττές λεπτομέρειες» (59-60).

Στο δεύτερο Άσμα επιχειρεί μια σύντομη περιγραφή ελασσόνων ποιητικών ειδών. Έτσι αναφέρεται στο Ειδύλλιο, την Ελεγεία, την Ωδή, το Σονέτο, το Επίγραμμα, τις μορφές της λυρικής ποίησης: ροντώ, μπαλάντα, μαδριγάλι, τη Σάτιρα, το Κωμειδύλλιο και το Τραγούδι μέσα από συγκεκριμένους εκπροσώπους και παραδείγματα. Ο τρόπος του γλαφυρός και συχνά ειρωνικός για την εξέλιξη της χρήσης των ειδών π.χ. «Η μπαλάντα, υπόδουλη στους παλιούς κανόνες, συχνά οφείλει την αίγλη της στα καπρίτσια της ρίμας» (141-142).

Στο τρίτο Άσμα, καταπιάνεται με τα μείζονα ποιητικά είδη, την Τραγωδία, το Έπος και την Κωμωδία. Υιοθετεί τις ιδέες του Αριστοτέλη και του Οράτιου και δίνει τις δικές του συμβουλές προς τους επίδοξους συγγραφείς ανάλογα με το είδος που θέλουν να ασχοληθούν. Θα πρέπει εδώ να τονιστεί η υπεροχή της αισθητικής απόλαυσης την οποία πρεσβεύει ο Μπουαλώ έναντι του διδακτισμού των έργων. Με άλλα λόγια εμφανίζεται περισσότερο αναλυτικός ως προς την αποκωδικοποίηση της γοητείας των αρχαίων κειμένων (μέσα από συγκεκριμένες αναφορές σε συγγραφικές τεχνικές ως προς τον τρόπο παρουσίασης των ηρώων των έργων) παρά στο τι κερδίζει συνειδησιακά ο αναγνώστης από τις συγκρούσεις των πρωταγωνιστών και την εξέλιξη της μυθοπλασίας.

Στο τέταρτο, τέλος, Άσμα, ο Μπουαλώ δίνει γενικές συμβουλές προς τους επίδοξους μνηστήρες της γραφής, «γειώνει», θα λέγαμε, όσους φιλοδοξούν να γράψουν χωρίς να διαθέτουν το ταλέντο διατυπώνοντας τον «ευεργετικό» -για όσους το αντιληφθούν εγκαίρως- κανόνα: «Σε όλες τις άλλες τέχνες υπάρχουν διαβαθμίσεις/ μπορεί κανείς να κατέχει φιλότιμα τη δεύτερη θέση·/ μα στην επικίνδυνη τέχνη της συγγραφής και της ποίησης/ δεν υπάρχουν βαθμίδες απ΄ το μέτριο στο χείριστο». (στ. 29-32). Αναφέρεται τέλος στις προϋποθέσεις της κριτικής –στον «σταθερό και σωτήριο κριτή»- και εγκωμιάζει –χωρίς να τον κατονομάζει- τον «φωτισμένο ηγεμόνα» με τη «σοφή πρόνοια», δηλαδή στον Λουδοβίκο, στην αυλή του οποίου όπως είπαμε, κατά τη συνήθεια των καλλιτεχνών της εποχής, έζησε και δημιούργησε.

Συνολικά, το έργο του Μπουαλώ διάσπαρτο από αποφθέγματα –τα οποία αγαπούσε πολύ ο Βολταίρος και τιμούσε τον ποιητή- διακρίνεται πρωτίστως για τη σπιρτάδα του και τον παιγνιώδη τρόπο εκφοράς των σκέψεων. Η μεταφράστρια έβγαλε εις πέρας το δύσκολο έργο να διατηρήσει αυτό το βασικό ατού του Μπουαλώ, στόχος του οποίου φαίνεται ξεκάθαρα ότι είναι το πώς θα αποτρέψει έναν ποιητή να φερθεί «ποιητικώς ανόητα» και όχι η συγγραφή μιας συστηματικής θεωρίας της Λογοτεχνίας. Άλλωστε ορισμένες από τις ιδέες του Μπουαλώ φαντάζουν σήμερα θεωρητικά ξεπερασμένες –όπως ο διαχωρισμός γλώσσας-σκέψης καθώς ο Μπουαλώ υιοθετεί την αντίληψη ότι προτού κανείς γράψει πρέπει να έχει μάθει να σκέφτεται- συν το γεγονός ότι απουσιάζουν αναφορές σε άλλα λογοτεχνικά είδη όπως είναι το μυθιστόρημα, η νουβέλα κ.ά. Επίσης, όσο και όπου ήταν δυνατόν η μεταφράστρια υπηρέτησε την ομοιοκαταληξία και επέλεξε τις λέξεις που εκφράζουν περισσότερο την πρωτότυπη γλώσσα παρά υπηρετούν την χρηστικότητά της στη σύγχρονη μας επικοινωνία. Με την επικουρία των σχολίων της, οι όποιες αναγνωστικές δυσκινησίες δημιουργούνται από τις πολλές διακειμενικές αναφορές σε συγγραφείς και στα έργα τους, λύνονται εις όφελος της συνολικής ανάγνωσης. Εν κατακλείδι πρόκειται για ένα απολαυστικά διδακτικό ποιητικό εγχειρίδιο το οποίο διαβάζεται από το ευρύ κοινό αυτόνομα ως λογοτεχνικό έργο. Κι αυτό είναι το μεγάλο του πλεονέκτημα.

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015

ΝΕΑ ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΚΗ ΖΕΗ

Η Γαλλία τής απένειμε τον τίτλο του Ταξιάρχη του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων.
ΝΕΑ ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΚΗ ΖΕΗ
Η Άλκη Ζέη συγκαταλέγεται αδιαμφισβήτητα ανάμεσα στους σημαντικότερους σύγχρονους έλληνες συγγραφείς: τα βιβλία της θεωρούνται σταθμός στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, έχουν αγαπηθεί τόσο από το νεανικό όσο και από το ενήλικο κοινό, έχουν μεταφραστεί σε είκοσι γλώσσες και κυκλοφορούν σε πολλές χώρες του εξωτερικού. Ως «πρύτανης» της παιδικής λογοτεχνίας αλλά και πεζογράφος σημαντικών έργων για ενήλικες, ως συγγραφέας που παραμένει ενεργή μέχρι σήμερα και έχει αποσπάσει πλήθος βραβείων τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, επισκέπτεται φανατικά και με μεγάλο ενθουσιασμό σχολεία όλης της χώρας και συνομιλεί τακτικά με τους αναγνώστες της, και ως άνθρωπος που συμμετέχει στα κοινά, η Άλκη Ζέη απασχολεί δικαιωματικά τον χώρο του βιβλίου, του πολιτισμού και των γραμμάτων.
Τον Σεπτέμβριο του 2015 η Άλκη Ζέη απέσπασε μία ακόμα σημαντική διάκριση: Τιμήθηκε από τη Γαλλία με τον τίτλο του Ταξιάρχη του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων (Commandeur de l’Ordre des Arts et des Lettres). Η διάκριση αυτή αποδίδεται από το Υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας σε πρόσωπα που έχουν ξεχωρίσει για τη δημιουργικότητά τους στον καλλιτεχνικό ή λογοτεχνικό χώρο ή για τη συμβολή τους στην ακτινοβολία των τεχνών και των γραμμάτων στη Γαλλία και σε όλο τον κόσμο. Η τελετή παρασημοφόρησης θα πραγματοποιηθεί το επόμενο διάστημα στην Αθήνα.
Η Άλκη Ζέη έζησε στο Παρίσι μαζί με την οικογένειά της κατά τη διάρκεια της χουντικής επταετίας, ενώ το έργο και η προσωπικότητά της είναι ιδιαίτερα γνωστά στη Γαλλία και απολαμβάνουν εκτίμησης. Τα περισσότερα βιβλία της έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά,  βρίσκονται στις σχολικές βιβλιοθήκες και προτείνονται για ανάγνωση από εκπαιδευτικούς. Το καπλάνι της βιτρίνας κυκλοφορεί στη Γαλλία από το 1973, με συνεχείς επανεκδόσεις μέχρι σήμερα. Τη δεκαετία του ’90 μάλιστα χαρακτηρίστηκε από τους Γάλλους κριτικούς ως ένα από τα σπουδαιότερα βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας για παιδιά. Η γαλλική μετάφραση του εφηβικού μυθιστορήματος Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της απέσπασε το 2005 το βραβείο των Βιβλιοφάγων, ενώ Ο ψεύτης παππούς κέρδισε το 2010 το βραβείο Νέων Ευρωπαίων.

Τα βιβλία της Άλκης Ζέη που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ είναι:

Κυκλοφορεί επίσης Ο μικρός πρίγκιπας του Αντουάν ντε Σεντ-Εξιπερί σε απόδοση της Άλκης Ζέη και εικονογράφηση του Αλέξη Κυριτσόπουλου. Στις 16 Σεπτεμβρίου θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ το παιδικό παραμύθι της Άλκης Ζέη με τίτλο Γατοκουβέντες, ενώ  τον Νοέμβριο το Όμορφη πορτοκαλιά μου του Χοσέ Μάουρο Ντε Βασκονσέλος σε μετάφραση της ίδιας.


Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015

Το 2o Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Αθηνών

logo_2nd Poetry_Festival
Από τις 21 Σεπτεμβρίου και μέχρο τις 26 τo 2o Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης, θα λάβει χώρα στην πόλη της Αθήνας.

Το φεστιβάλ διοργανώνεται από τον Κύκλο Ποιητών με συνδιοργανωτές τον Δήμο Αθηναίων, το Μέγαρο Μουσικής και το Μουσείο Μπενάκη και συμμετέχουν 50 κορυφαίοι ποιητές από 21 χώρες των τεσσάρων ηπείρων, 15 συνθέτες, μουσικοί και τραγουδιστές, 15 ηθοποιοί και 14 εικαστικοί.
Η έναρξη θα γίνει στον Κήπο του Μεγάρου Μουσικής (Βασιλίσσης Σοφίας & Κόκκαλη) τη Δευτέρα, 21 Σεπτεμβρίου στις 7:30 και η λήξη στην αίθουσα Δ. Μητρόπουλος στο Μέγαρο Μουσικής το Σάββατο, 26 Σεπτεμβρίου στις 7:30. Ενδιάμεσα η ποίηση θα πάει σε στο Μουσείο Μπενάκη, στο Μουσείο Ακρόπολης, στον Μαραθώνα, στο Ψυχικό, στο Παλαιό Φάληρο, στη Νέα Σμύρνη, στον Περισσό, στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Αθηνών, στο Πόλις Αρτ καφέ, στο Σινέ Δεξαμενή, στις φυλακές ανηλίκων Αυλώνα και στην πρώην γκαλερί Ώρα.

«Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ έναν μικρόψυχο καιρό;» αναρωτιόταν πριν διακόσια χρόνια ο Χέλντερλιν. Όμως σπουδαία ποίηση πάντοτε γραφόταν σε δύσκολους και μικρόψυχους καιρούς. Στη δική μας δύσκολη εποχή ο Κύκλος Ποιητών, μια πρωτοβουλία που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2011, διοργανώνει ένα διεθνές φεστιβάλ ποίησης κύρους με ένα πυκνό καλλιτεχνικό πρόγραμμα όπου συνυπάρχουν ποιητές, μουσικοί, εικαστικοί, ηθοποιοί και τραγουδιστές, για να αναδείξουν τον κοινό τόπο του πολιτισμού στη χώρα που γεννήθηκε η ποίηση: η Ελλάδα, τόπος γεωγραφικά μικρός αλλά με τεράστιο ιστορικό βάθος, υπήρξε και παραμένει χώρα ποιητών. Ήρθε ο καιρός να γίνει και τόπος φιλοξενίας ποιητών από όλον τον κόσμο. Στις αμμουδιές του Ομήρου λοιπόν την ημέρα και στη σκιά του Ομήρου τη νύχτα, οι Έλληνες δημιουργούν, και φιλοξενούν ομοτέχνους τους παγκόσμιας εμβέλειας.

Περισσότερες Πληροφορίες:
Τ 210.3623.792 και 6976.111.645

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

Μία αυτοανθολόγηση-αναδημιουργία

Αναδημοσίευση από :http://fractalart.gr/pratikakis-manolis/

Γράφει ο Ευριπίδης Γαραντούδης // *

pratikakis
Μανόλης Πρατικάκης «Εκλογή από το έργο του», εκδ. «Καλέντη», σελ. 256

Έχοντας διανύσει μια πορεία σχεδόν τεσσάρων δεκαετιών στον ποιητικό στίβο, από τη συλλογή Ποίηση 1971-74 (1974) μέχρι το σύνθεμα Κιβωτός (2012), ο Μανόλης Πρατικάκης είναι σήμερα ένας από τους περισσότερο καταξιωμένους σύγχρονους Έλληνες ποιητές. H «εκδοτική πρακτική» του, δηλαδή η διαχείριση των ποιημάτων του μέσα στον χρόνο, είναι ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται την ποιητική εξέλιξη και ωριμότητά του. Με δική του πρωτοβουλία εκδόθηκαν παλαιότερα δύο συγκεντρωτικές εκδόσεις ποιημάτων του• η πρώτη το 1991 σε ένα τόμο που περιέλαβε τα ποιήματα της περιόδου 1970-1984• η δεύτερη το 2003-2004 σε δύο τόμους, που ο πρώτος περιέλαβε ξανά τα ποιήματα της περιόδου 1970-1984 και ο δεύτερος τα ποιήματα των ετών 1984-2000.1 Αλλά αυτοί οι τόμοι ουσιαστικά δεν αποτελούν συγκεντρωτική έκδοση, αλλά ευρεία επιλογή ή αυτοανθολόγηση της ποίησής του, επειδή βασικό χαρακτηριστικό της εκδοτικής πρακτικής του Πρατικάκη είναι η αποκήρυξη αρκετών παλαιότερων ποιημάτων του. Σημαντικότερο, όμως, είναι ένα άλλο γνώρισμα της διαχείρισης της ποίησής του, η ρευστότητα για τον ίδιο των κειμένων του. Συγκεκριμένα, στις «συγκεντρωτικές» εκδόσεις αλλά και στις επανεκδόσεις των ποιητικών βιβλίων του όχι μόνο λείπουν κάποια κείμενα των πρώτων εκδόσεων ή προστίθενται στο σώμα των παλαιών βιβλίων άλλα ποιήματα της ίδιας χρονικής περιόδου. Επιπρόσθετα, πολλά από τα ποιήματα που επιλέχθηκαν στις επανεκδόσεις είναι λιγότερο ή περισσότερο επεξεργασμένα. Η επεξεργασία επεκτείνεται μέχρι την αρκετά συχνή μετακίνηση ποιημάτων ή μερών τους από παλαιότερα σε άλλα νεότερα βιβλία και ποιήματά του, σε βαθμό που μπορούμε να πούμε ότι αυτά τα κείμενα λειτουργούν ως μετακινούμενα μοτίβα της ποίησής του, εντασσόμενα και, ώς ένα σημείο, ανασημασιοδοτημένα στα νέα συμφραζόμενά τους. Γενικότερα κρινόμενη, η εντατική επεξεργασία των μεμονωμένων ποιημάτων και των συνθεμάτων του φανερώνει ότι ο Πρατικάκης, αν και αφήνεται αδέσμευτος στην πηγαία τάση του για διαρκείς εκφραστικούς πειραματισμούς, συνάμα υποβάλλει σε αυστηρή κρίση τα παλαιότερα έργα του. Αυτά, ωστόσο, τα επεξεργασμένα κείμενα αποτελούν όχι μόνον εκδηλώσεις ενός εκτεταμένου αυτοδιακειμενικού διαλόγου, αλλά και έκφραση ενός κατά βάθος ενιαίου ποιητικού σώματος που, παρά τις διαφοροποιήσεις του μέσα στον χρόνο, συνέχεται από σταθερές συντεταγμένες.
Το ανά χείρας βιβλίο είναι η δραστικότερη, σε σύγκριση με το παρελθόν, αυτοανθολόγηση-αναδημιουργία της ποίησης του Πρατικάκη, ως έργου εν προόδω που διυλίζεται και εκλεπτύνεται ολοένα περισσότερο, για να προσφερθούν στον αναγνώστη οι καλύτερες στιγμές του και η καθαρή ουσία του. Η γνώμη μου, πάντως, είναι ότι αυτό το βιβλίο θα παρακινήσει τους νέους αναγνώστες της ποίησής του να αναζητήσουν τα εδώ σβησμένα ίχνη του ευρύτερου έργου του. Γιατί, παρά τις επιφανειακές αλλαγές της στα θέματα, τις μορφές και τους εκφραστικούς τρόπους, η ποίηση του Πρατικάκη κατά βάθος συνέχεται και τροφοδοτείται στο σύνολό της από τον ενοποιητικό άξονα του στοχαστικού λυρισμού. Επίσης, στην πορεία της μέσα στον χρόνο ως στοιχείο συνοχής της λειτούργησε η ροπή της προς μια μεγαλειώδη και ουτοπική θεώρηση του κόσμου, ανάλογη της λειτουργίας του Πρατικάκη ως ποιητή-οδηγού. Αυτή η κοσμοθεωρία διεκδικεί το δικαίωμα να γράφεται σε μια ποίηση-ύμνο στην αέναη παρουσία του ανθρώπου, στη γήινη αίγλη του, στην αμετάθετη λειτουργία του ως στοιχείου της φύσης στις κορυφαίες στιγμές της ζωής του, όταν αναμετριέται με τον έρωτα, τον θάνατο, την αρρώστια, την τρέλα. Ένα διακριτικό γνώρισμα του Πρατικάκη, σε σύγκριση με τους άλλους σύγχρονους Έλληνες ποιητές, είναι ότι τα 11 από τα 17 ποιητικά βιβλία του είναι συνθετικά έργα μεγάλης πνοής, που δείχνουν το εύρος των συλλήψεων του, τη γερή αρματωσιά και τη συνθετική ικανότητα ενός διαρκώς ανανεούμενου και εμπνευσμένου τεχνίτη.
Pratikakis
Επίσης με την ψυχαναλυτική προσέγγιση και τη γόνιμη επεξεργασία των περιεχομένων του ασυνείδητου, ο Πρατικάκης αγγίζει ένα οντολογικό βάθος που, σε συνδυασμό με τα άλλα χαρακτηριστικά της ποίησής του (τη σύνδεση με την προσωκρατική σκέψη και την ανατολική φιλοσοφία, τον στοχασμό, τον ρεαλισμό, τον πεζόμορφο και προφορικό λόγο – ιδιαίτερα στο Αόρατο πλήθος και στην Κιβωτό, την αγάπη για τη φύση, την προβολή της αλλοτρίωσης και της φρενίτιδας του θεσμοθετημένου κόσμου), όχι μόνο του επιτρέπουν να εμπλουτίζει και να ανανεώνει τον λυρισμό, αλλά και να δημιουργεί μια ιδιαίτερα προσωπική γραφή, με ένα γλωσσικό και θεματικό πλούτο καινοφανή στη ποίηση μας.
Ιδιαίτερα η ανατολική φιλοσοφία εμποτίζει τα κείμενά του (συχνά χωρίς να φαίνεται), κάτι που σε μικρότερο βαθμό είχε κάνει παλαιότερα ο φίλος του Νίκος Καρούζος. Ο Πρατικάκης εστιάζει στην κακοδαιμονία του δυτικού πολιτισμού, στην υπερτροφία του ανθρώπινου Εγώ, θεωρώντας την εγωπάθεια και τον συνακόλουθο αθέμιτο ανταγωνισμό ως την κύρια διανοητική ασθένεια του σύγχρονου κόσμου. Έτσι όχι τυχαία καταφεύγει στην ανατολική σκέψη (τον βουδισμό, τον βραχμανισμό, το ΤΑΟ, το ΖΕΝ, τις Ουπανισάδες, τις Βέδες κλπ) όπου οι μαθητευόμενοι Γιόγκι σαν να μετέχουν σε μια άλλη, βαθύτερη ψυχανάλυση αναζητούν την οντολογική αυτογνωσία, πορευόμενοι από το Εγώ στο Εμείς, από το Εμείς στο Ταυτό του Γιουνγκ, και από εκεί στην πλήρη χαλιναγώγηση του Εγώ, ως την εξάλειψη του, δηλαδή την άρνηση του δυϊσμού και την απάλειψη του Εαυτού, εκεί που το ατομικό ενώνεται με το κοσμικό Είναι και το Άτμαν (την ατομική ψυχή), ενώνεται με το Βράχμαν (την παγκόσμια ψυχή), καθώς πλέον αλλότριο και οικείο γίνονται ένα, εχθρός και φίλος είναι ένα μέσα στην ανθρώπινη συνθήκη. Αυτή η κοσμοαντίληψη είναι η κύρια μέριμνα και το κύριο διακύβευμα στη στοχαστική ποίηση του Πρατικάκη.
Η ποίηση του Πρατικάκη ρέει φυσικά σαν ένας ποταμός που τρέφει την εύφορη γη της ελληνικής γλώσσας, αξιοποιώντας ιδιαίτερα τον γλωσσικό πλούτο της γενέτειράς του Κρήτης, και της ποιητικής παράδοσης, χάρη στον διάλογο, άλλοτε κρυπτικό κι άλλοτε άμεσο, με πλήθος κείμενα της ελληνικής και της ξένης ποιητικής παρακαταθήκης. Στην κοίτη αυτού του ποταμού συρρέουν και στις εκβολές του συνενώνονται σε οργανικό σύνολο η λυρικότητα, η αφηγηματικότητα, ο ιδεαλισμός, ο ρεαλισμός και η σάτιρα. Αν, επίσης, παραβάλαμε την ποίηση του Πρατικάκη με ένα μεγάλο δέντρο που υψώνεται προς τον ουρανό, θα λέγαμε ότι οι ρίζες αυτού του δέντρου απλώνονται στο στέρεο φιλοσοφικό έδαφος των Προσωκρατικών και της Ανατολικής φιλοσοφίας στο σύνολό της. Χάρη στον οραματικό χαρακτήρα του αυτό το έργο, που εδώ μας προσφέρεται στην αυστηρά συμπυκνωμένη μορφή του, επιτυγχάνει ό,τι σπανίως συμβαίνει στη σύγχρονη ποίηση, την προοδευτική αναγωγή του τοπικού, του ταπεινού, του γήινου και του θνητού σε παγκόσμιο, πολύτιμο, ουράνιο και αιώνιο.

pratikakis_manolis

1 Βλ. Μανόλης Πρατικάκης, Ποιήματα 1970-1984, Aθήνα, Pόπτρον 1991. Επίσης Μανόλης Πρατικάκης, Ποιήματα 1970-1984, Aθήνα, Μεταίχμιο 2004 και Μανόλης Πρατικάκης, Ποιήματα 1984-2000, Αθήνα, Μεταίχμιο 2003.

* Ο Ευριπίδης Γαραντούδης είναι καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2015

Ουπανισάδες


Oι Ουπανισάδες είναι Ινδουιστικά ιερά κείμενα, επεξηγηματικά παραρτήματα των Βεδών. Συμπεριλαμβάνονται στην ‘’Ιερή Αποκάλυψη’’ σρούτι. Είναι ένα είδος υπομνημάτων με πορίσματα φιλοσοφικού και μυστικιστικού περιεχομένου.
Κατά λέξη Ουπανισάντ σημαίνει "κάθομαι κοντά σε κάποιον" και, κατ' επέκτασιν, ότι "μαθαίνω καθισμένος στα πόδια ενός δασκάλου" Επίσης ονομάζονται και Βεδάντα δηλαδή το τέλος των Βεδών.
Οι πιο σημαντικές έχουν γραφεί ανάμεσα στον 6ο και 5ο αιώνα π.Χ. Όμως έχουν αρχίσει να γράφονται από τον 8ο αιώνα π.Χ. Είναι τα παλαιότερα ινδικά κείμενα που γράφτηκαν στον πεζό λόγο εξαιρουμένης της Γιατζούρ-Βέδα. Ο αριθμός τους συνολικά έχουμε πάνω από 200 ουπανισάδες αν και η παράδοση μιλά για 108(αριθμός ιερός) πάντως οι αρχαιότερες και πιο σπουδαίες είναι όσες γράφτηκαν πριν τον 6ο αιώνα και κυμαίνονται από 10 έως 14
Λίγα ονόματα γνωρίζουμε, κι αυτά χαμένα στην αχλή του μύθου, τα οποία εμφανίζονται ως πρωταγωνιστές των διαλόγων ΜαχιντάσαΑϊτερέγιαΤζαμπάλαΤζαουάλη,Σβετατέκου,Ατζατασάτρου.
Δεν είναι συστηματικά κείμενα[ Περιλαμβάνουν ομιλίες, αφορισμούς, σύντομους ύμνους, γνωμικά, αποφθέγματα , κείμενα πεζά με παρέμβλητους στίχους όπου αναλύονται διάφορα θέματα είτε με ευθύ είτε με διαλογική μορφή., με μορφή ερωταποκρίσεων. Τα πρόσωπα που διαλέγονται είναι σοφοί Βραχμάνοι, βασιλιάδες, μέλη της στρατιωτικής αριστοκρατίας, Σούντρα και γυναίκες. Είναι γραμμένα στην σανσκριτική.
Σε αυτά γίνονται απόπειρες σύνδεσης των τελετουργικών θυσιών με κοσμικές διαδικασίες μέσα από ετυμολογήσεις και σύνθετες ταυτίσεις, οι δυνάμεις οι οποίες επηρεάζουν την κοσμική πραγματικότητα. Η αναζήτηση της ενότητας του παντός και η δυσπιστία προς το μερικό και ευμετάβλητο του αισθητού κόσμου είναι οι κεντρικοί άξονες του κειμένου. Η τάση η γενική είναι μονιστική.  Η αντίληψη του προσωπικού Θεού απουσιάζει . Χωρίς να αντιτίθενται στη λατρεία τους, κάτι που συγκινεί τις μάζες, τους αγνοούν παντελώς. Ο ουπανισαδικός άνθρωπος είναι ένας στοχαστής κι όχι ένας μύστης, ένας στοχαστής που θέλει να απογυμνώσει την ψυχή του για να βρει την ουσία της.
Ποικίλει η θρησκειοφιλοσοφική σκέψη των κειμένων εκτεινόμενη από τον λαϊκό πολυθεϊσμό μέχρι των μυστικιστικό πανθεϊσμό . Ερευνητική είναι η διάθεση, με αντικείμενο αναζήτησης την αλήθεια των πραγμάτων. Για πρώτη φορά στα κείμενα αυτά παρουσιάζεται η θέση πως ο εξωτερικός κόσμος δεν είναι παρά μια άποψη της εσωτερικής πραγματικότητας. Οι μεταφυσικές αρχές του Μπράχμαν –ουσία του σύμπαντος, ο απόλυτος Θεός- και Άτμαν –ψυχή- ταυτίζονται και πρωτοδιατυπώνεται η ιδέα της μετενσαρκώσεως. Σύμφωνα με τον ινδολόγο Xέλμουτ φον Γκλάζεναπ, η εποχή των ουπανισάδων σηματοδοτεί την μετάβαση από τη μυθική σκέψη στην φιλοσοφική ερμηνεία του κόσμου και παραλληλίζεται με την εποχή των προσωκρατικών φιλοσόφων και τη σημασία που είχε η δεύτερη για την ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας . Γι αυτό δεν κατόρθωσε να γίνει λαϊκή θρησκεία, με ιερατείο και λατρευτικούς τύπους.

Λουίς ντε Καμόενς "Αι Λουσιάδες"



Ο εθνικός ποιητής της Πορτογαλίας και ένας από τους σπουδαιότερους λυρικούς ποιητές της Ευρώπης. Με το επικό του ποίημα «Os Lusiadas» («Οι Λουσιάδες» ή «Οι Λουζιτανοί»), που ολοκλήρωσε το 1572, συνεισέφερε τα μέγιστα στην ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης των Πορτογάλων.
Ο Λουίς Βαζ ντε Καμόενς (Luís Vaz de Camões) γεννήθηκε το 1524 ή 1525 στην Λισαβώνα ή στην Κοίμπρα και ήταν γιος ενός ξεπεσμένου αριστοκράτη, του Σιμάο Βαζ ντε Καμόενς. Απέκτησε ευρεία μόρφωση, σπουδάζοντας αρχικά σε μοναστήρια με Ιησουίτες μοναχούς και στη συνέχεια στο πανεπιστήμιο της Κοίμπρα, από το οποίο δεν φαίνεται να έλαβε πτυχίο. Γνώριζε πολύ καλά και από το πρωτότυπο τους αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς.

Ως χαρακτήρας ήταν ευθύς, οξύθυμος, ενθουσιώδης και εχθρός της αδικίας, την οποία καυτηρίαζε. Οι ιδιότητές του αυτές του στοίχισαν πολλές περιπέτειες, καταδιώξεις και δυστυχίες. Υπηρετώντας τον βασιλιά Ζοάο Γ' (Ιωάννη Γ') φαίνεται ότι μπλέχτηκε σε ερωτικές περιπέτειες με την κυρία επί των τιμών Αικατερίνη και την αδελφή του βασιλιά Μαρία, με αποτέλεσμα να βρεθεί να πολεμά του μουσουλμάνους στη Θέουτα του σημερινού Μαρόκου. Το 1549 σε μία μάχη έχασε το δεξί του μάτι.
Χάρις στις ισχυρές του διασυνδέσεις στο παλάτι, επανήλθε στην πατρίδα και άρχισε να ασχολείται με την ποίηση. Το 1551 φυλακίστηκε επί οκτάμηνο, επειδή τραυμάτισε έναν ευγενή σε μονομαχία εν μέση οδώ. Το 1553 συνελήφθη για συμμετοχή σε ταραχές κατά του βασιλιά. Κατόπιν παρακλήσεων της μητέρας του, ο Ιωάννης του έδωσε χάρη, με την προϋπόθεση να υπηρετήσει το στέμμα για τρία χρόνια στο εξωτερικό.

Τον ίδιο χρόνο αναχώρησε για την Γκόα της Ινδίας, που ήταν αποικία της Πορτογαλίας. Κατά την εκεί παραμονή του συμμετείχε σε διάφορες μάχες με τον στρατό του βασιλιά, ενώ φυλακίστηκε για λίγο λόγω χρεών. Μετά το τέλος της αναγκαστικής του υπηρεσίας τοποθετήθηκε ως ανθυπασπιστής στο Μακάο, αποικία των Πορτογάλων στη νότια Κίνα. Ήταν επιφορτισμένος με τη συλλογή των πολύτιμων αντικειμένων των νεκρών στρατιωτών, αλλά βρέθηκε κατηγορούμενος για ατασθαλίες, μάλλον από διαβολή. Επιστρέφοντας στην Γκόα για να υπερασπίσει τον εαυτό έπεσε σε τρικυμία στον ποταμό Μεκόνγκ της Καμπότζης. Μόλις που κατόρθωσε να σώσει τα χειρόγραφα των «Λουσιάδων», αλλά έχασε την Κινέζα ερωμένη του, η οποία πνίγηκε.
Τελικά, αθωώθηκε και στη συνέχεια περιπλανήθηκε στη Μοζαμβίκη. Εκεί γνωρίστηκε με τον ιστορικό Ντιόγο ντε Κόουτο, ο οποίος τον βοήθησε να επιστρέψει στην πατρίδα. Μετά την επιστροφή του στην Πορτογαλία, το 1570, του παρασχέθηκε μία μικρή χορηγία για τις υπηρεσίες του από τον βασιλιά Σεμπαστιάο (Σεβαστιανό).
Το 1572 εξέδωσε το μνημειώδες ποίημά του «Os Lusiadas» («Οι Λουσιάδες» ή «Οι Λουζιτανοί»), που είναι το αφετηριακό έργο της πορτογαλικής λογοτεχνίας. Αποτελείται από 10 άσματα (cantos), με συνολικά 1.102 οκτάστιχες ομοιοκαταληκτικές στροφές. Θέμα του, ένα ιστορικό γεγονός: το ταξίδι του Βάσκο ντα Γκάμα προς την Ινδία με τον περίπλου του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας, στα τέλη του 15ου αιώνα.
Η πλοκή του ποιήματος κινείται τόσο σε ιστορικό, όσο και μυθολογικό επίπεδο, με τη συμμετοχή των θεών του Ολύμπου, που συσκέπτονται για να καθορίσουν την τύχη της αποστολής. Η Αφροδίτη είναι θερμή συμπαραστάτιδα των Πορτογάλων, ενώ ο Βάκχος είναι εναντίον τους. Η αφήγηση εμπλουτίζεται με διάφορα επεισόδια (έρωτες, μάχες, θύελλες, τρικυμίες), που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Οι «Λουσιάδες» είναι το μοναδικό έργο που δημοσίευσε ο Καμόενς εν ζωή και το αφιέρωσε στον ευεργέτη του, βασιλιά Σεβαστιανό, ο οποίος σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια μιας αντιμουσουλμανικής σταυροφορίας στο Μαρόκο το 1578.
Ο Λουίς Βαζ ντε Καμόενς πέθανε στις 10 Ιουνίου 1580 στη Λισαβώνα, εξαιτίας της κλονισμένης του υγείας από τις κακουχίες. Μετά τον θάνατό του είδαν το φως της δημοσιότητας τρία θεατρικά έργα του - «Anfitrioes» («Αμφιτρύονες»),  «Filodemo» («Φιλόδημος»), «El Rei Seleuco» («Ο βασιλιάς Σέλευκος») - και σκόρπια ποιήματα του, που συγκεντρώθηκαν σ' ένα τόμο υπό τον τίτλο «Rimas» («Ρίμες»).
Η στιχουργική του συγκρίνεται με αυτή του Ομήρου, του Βιργιλίου, του Σέξπιρ και του Δάντη. Στους θαυμαστές του συγκαταλέγονται μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως οι Τορκουάτο Τάσο, Λόπε ντε Βέγκα, Μίλτον, Γκέτε, Μπάιρον και Χέρμαν Μέλβιλ.
Στα ελληνικά, το επικό ποίημα του Καμόενς μεταφράστηκε για πρώτη φορά το 1902 από τη Σοφία Γιώτη, σύμφωνα με το σχετικό λήμμα της εγκυκλοπαίδειας «Ήλιος» (τ. 10, σελ.163). Σήμερα γνωρίζουμε μόνο τη μετάφραση του α' άσματος από τον Ηπειρώτη λογοτέχνη Χρήστο Χρηστοβασίλη (1861-1937). Δημοσιεύτηκε το 1905 στο περιοδικό τέχνης «Πινακοθήκη».







Λογοτεχνία και κριτική πράξη

αναδημοσίευση από: http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=610507
Sinoorigin,  A Fresh Breeze off the Dutch Coast


Η λογοτεχνική κριτική είναι το λιγότερο και πλέον απρόσεκτα μελετημένο είδος της λογοτεχνικής γραμματείας μας. Καλά-καλά δεν ξέρουμε πότε εμφανίζεται. Διαβάζοντας μάλιστα μια πρόσφατη διαπίστωση ενός μεταμοντερνισθέντος κριτικού μας - ότι «στην Ελλάδα η λογοτεχνική κριτική αρχίζει ουσιαστικά με τον Ροΐδη» - διαπιστώνουμε ότι η γνώση της εξασθενεί αντί να βελτιώνεται. Διότι η κριτική μας δεν αρχίζει με τον Ροΐδη· και διότι ο Ροΐδης ουσιαστικά δεν ήταν λογοτεχνικός κριτικός (ήταν πολιτισμικός κριτικός, και οι κριτικές επιδόσεις του ως προς τη λογοτεχνία ήταν ατυχείς).

Η νεοελληνική λογοτεχνική κριτική δεν αρχίζει ούτε με τον Κοραή (Α. Καμπάνης, Κ. Θ. Δημαράς) ούτε με τον Κ. Ασώπιο (Δημαράς), ούτε με τον Σολωμό (Γ. Δάλλας), ούτε με τον Π. Σούτσο (Φ. Μιχαλόπουλος). Αρχίζει πολύ πιο πριν, και είναι μεγάλη έλλειψη που δεν έχει ακόμη γραφεί μια Ιστορία της, που να χαρτογραφεί τις απαρχές της και την πρώτη της πορεία (η του Καμπάνη - 1935 - είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος της μια ιστορία του γλωσσικού ζητήματος). Για τη συγγραφή ενός σοβαρού τέτοιου έργου χρειάζεται, βέβαια, ενδελεχής έρευνα (όχι μόνο για την πρώτη της περίοδο), καθώς και να επισημανθούν οι κυρίαρχοι κριτικοί μας μύθοι.

Ωστόσο υπήρξαν μελετητές που αισθάνθηκαν την ανάγκη να αναφερθούν στις πρώτες εκδηλώσεις της. Ο Στ. Αλεξίου υποδεικνύει τον Αμβρόσιο Γραδενίγο, επιμελητή της έκδοσης του 1676 της Ερωφίλης, ως «πρώτο κριτικό της νεοελληνικής λογοτεχνίας». Ο ίδιος χαρακτηρίζει το εγκώμιο που ο Γ. Θ. προτάσσει στην έκδοση του Κρητικού πολέμου του Μ. Τζ. Μπουνιαλή (1681) «μια πρώτη αξιολόγηση» του ποιήματος. Ο Αλκης Αγγέλου κατέγραψε τις πολυάριθμες «Δοκιμές για απογραφή και αποτίμηση της νεοελληνικής γραμματείας στην ευρυχωρία του νεοελληνικού Διαφωτισμού» (1705 κεξ.), ορισμένες από τις οποίες περιέχουν εκτιμήσεις και λογοτεχνικών έργων. Αλλά κριτικές αξιολογήσεις βρίσκουμε και πιο πριν. Ο χαρακτηρισμός από τον Νικόλαο Σοφιανό (μέσα του 16ου αιώνα) του Ιακώβου Τριβώλη ως «ιλαρωτάτου χαριεστάτου ποιητού» αποτελεί μια κριτική πράξη· οι σημειώσεις (1661, στα ιταλικά) του Λέοντος Αλλατίου για τα γραμμένα σε δημώδη γλώσσα έργα και για τηνΕρωφίλη, τον Ροδολίνο και την Ευγένα, είναι κριτικές παρατηρήσεις· ο υπομνηματισμός των ιταλικών και ελληνικών ποιημάτων του Θωμά Βελάστη από τον Νικόλαο Τιμόνη (1771), παρότι αποσπασματικός, δείχνει ένα αξιόλογο κριτικό πνεύμα.

Το εκτενέστερο και σημαντικότερο κείμενο λογοτεχνικής κριτικής ως τον 19ο αιώνα περιέχεται στο βιβλίο του Ιωάννη Δονά Πασχάλη Επιστολή απολογητική, που δημοσιεύτηκε στα ιταλικά το 1793 και στα ελληνικά το 1802. Οι τελευταίες πενήντα σελίδες του αναφέρονται στα σημαντικά, κατά τη γνώμη του συγγραφέα, έργα της λογοτεχνίας μας, με εκτιμήσεις συγκριτολογικές (ο Πασχάλης θεωρεί ότι ο Ερωτόκριτος δεν είναι κατώτερος από την Αινειάδα και από τα μεγάλα έργα του Tasso και του Ariosto, και ότι η Βοσκοπούλα«υποφέρει την αντιπαραβολήν προς τα υψηλά ποιήματα του Θεοκρίτου»).

Καθώς η ανάπτυξη της λογοτεχνικής κριτικής εξαρτάται από την πρόοδο της λογοτεχνίας, μπαίνοντας και προχωρώντας στον 19ο αιώνα η κριτική δραστηριότητα εντείνεται. Αφήνοντας κατά μέρος τις πολυάριθμες Ποιητικές και Ρητορικές του 18ου και του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, αρκετές από τις οποίες δεν αναπαράγουν μόνο τις ευρωπαϊκές θεωρίες περί λογοτεχνίας και κριτικής αλλά περιέχουν και αξιοσημείωτες εκτιμήσεις νεοελληνικών έργων· και παραλείποντας, ως γνωστά, τα περί του Κοραή και Σολωμού παρατηρούμε ότι η εμφάνιση κριτικών κειμένων στα προεπαναστατικά περιοδικά και η αύξησή τους στα έντυπα των πρώτων μετεπαναστατικών δεκαετιών συγκροτούν ένα αξιόλογο για τους υλικούς όρους παραγωγής του κριτικό σώμα. Στο corpus αυτό ξεχωρίζουν το κείμενο του Σπ. Τρικούπη (1825) για την Κιθάρα του Π. Σούτσου (πρώτη εφαρμογή μιας θεωρίας της αναγνωστικής πρόσληψης), τα κείμενα του αντιλόγου για τον Λέανδρο του Π. Σούτσου (1834), η συζήτηση περί μυθιστορήματος στην Αθηνά και τον Σωτήρα (1835-1836), η κριτική του Ρομαντισμού από τον Ιωάννη Μινώτο και οι αναφορές του στα ελληνικά πράγματα της εποχής του (Δοκίμιον ιστορικόν περί της Γαλλικής φιλολογίας, 1845), τα κείμενα του Ι. Ε. Γιαννόπουλου στην εφημερίδα Σφαίρα (1851-1852).

Φτάνουμε έτσι στο μέσον του αιώνος, που σημαδεύεται από την εμφάνιση των Κρίσεων των Πανεπιστημιακών ποιητικών διαγωνισμών (1851-1877), τη διαμάχη (1853) Π. Σούτσου (Νέα Σχολή) - Κ. Ασωπίου (Τα Σούτσεια) και την κριτική του Εμμανουήλ Στάη (1853) για τονΛάμπρο του Σολωμού. Με τη διαμάχη κλείνει η πρώτη περίοδος της κριτικής μας, ενώ με το κείμενο του Στάη αρχίζει μια νέα περίοδος· τα πρώτα σπουδαία έργα της οποίας - η κριτική του Στάη, τα «Προλεγόμενα» του Ιάκωβου Πολυλά (1859) και το κείμενο της σύγκρουσής του με τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο (1859-1860) - ήταν φυσικό να αγνοεί (να μην τα γνωρίζει) ο κριτικώς αδιάβαστος Ροΐδης, όταν, το 1877, χαρακτήριζε τα φλύαρα και σχολαστικάΣούτσεια του Ασωπίου «κύκνειον άσμα της παρ' ημίν κριτικής».

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Σάββατο 11 Ιουλίου 2015

Ανάλυση του Σεφέρη για τα ''Κάντος'' του Πάουντ, αποσπάσματα



Ο Γιώργος Σεφέρης μεε τον Έζρα Πάουντ στην Αθήνα το 1965 


 Ανάλυση του Σεφέρη για τα "Κάντος"  του Πάουντ



«Στις 12 Ιουλίου του 1959, ο Σεφέρης σημειώνει στο ημερολόγιό του πως άκουσε στο ραδιόφωνο, και για πρώτη φορά, την «καταπληκτικά έντονη», «καταπληκτικά ρυθμική και χρωματισμένη μ'’ εναλλαγές του δυνατού και του ήπιου» φωνή του Πάουντ. 


Ο Πάουντ απαγγέλλει, μεταξύ άλλων, τα Cantos I, XIII και XLIX. Τα δύο πρώτα είχαν ήδη μεταφραστεί από τον Σεφέρη. Είναι πολύ πιθανόν η απαγγελία αυτή να έδωσε το έναυσμα για την απόπειρα μετάφρασης και του Canto XLIX την ίδια χρονιά, σε συνδυασμό με το γεγονός πως το μεταγενέστερο Canto μοιάζει να επισκέπτεται ξανά τον τόπο του ήδη μεταφρασμένου Canto XII, σαν προέκταση της χειρονομίας του».

«Ο αναγνώστης γυρίζοντας τις σελίδες, ζαλίζεται παρατηρώντας ένα σωρό παρεμβολές ξένων κειμένων, περιστατικών ή στιχομυθιών - πολλές φορές σε ξένες γλώσσες - προσώπων γνωστών από την ιστορία ή ολότελα άγνωστων, που δεν μπορεί να εξηγήσει την απροσδόκητη παρουσία τους, τοπίων που μεταφέρουν την κλασσική εποχή στην Αναγέννηση, στους καιρούς μας ή το αντίθετο.


   Δυσκολεύεται να κάνει την ανάλυση του κειμένου που έχει μπροστά του και που είναι, νομίζω, άσκοπο να την επιχειρήσει προτού εξοικειωθεί με το κλίμα της ποίησης αυτής. 

Ίσως είναι καλύτερο να έχει υπόψη του, στην αρχή, ότι ο Pound μεταχειρίζεται την ποιητική μεταφορά, με την κυριολεκτική της σημασία, σαν μια μεταφορά που μεταφέρει στ' αλήθεια μέσα στο έργο του όλα όσα μπόρεσαν να μαζέψουν οι αντένες ενός πνεύματος αδηφάγου, που έχει προσεταιριστεί ένα μεγάλο πλήθος από τα στοιχεία που διαμόρφωσαν την τωρινή ζωή μας, είτε είναι κείμενα των Ελλήνων και των Ρωμαίων, είτε ο μεσαίωνας, είτε η Αναγέννηση, είτε η προδαντική ποίηση των προβηγκιανών.

   Και τα μεταφέρει με οδηγό, σχεδόν αποκλειστικά, το αίσθημα της ρηματικής λειτουργίας ανήσυχο, ατίθασο, δεσποτικό, που δεν παραδέχεται κανένα σχεδόν προδιαγραμμένο διάκοσμο, καμιά διάταξη και καμιά άλλη ιεραρχία, εκτός από την ιεραρχία, αν μπορεί να ειπωθεί έτσι, ενός ρυθμικού παλμού»___ Πηγή: [Γεωργίου Σεφέρη, Νέα Γράμματα, Απρίλιος-Ιούνιος 1939].



       Ezra Pound – Canto XLIX  - 
Canto τῶν Ἑφτά Λιμνῶν,  ἀπόσπασμα



«Γιά τίς ἑφτά λίμνες, κι’ ὄχι ἀπό χέρι ἀνθρώπου τοῦτοι οἱ στίχοι:
Βροχή· ἄδειο ποτάμι· ἕνα ταξίδι,
φωτιά ἀπό μαργωμένο σύννεφο· χοντρή βροχή στό μούχρωμα
κάτω ἀπό τῆς καλύβας τήν σκεπή εἴταν ἕνα φανάρι.
Εἶναι βαρειά τά καλάμια· λυγισμένα·
καί τά μπαμπού μιλοῦν θἄλεγες κλαῖνε.

Φεγγάρι φθινοπωρινό· λόφοι γύρω σέ λίμνες
πάνω στό λιόγερμα1
Τό βράδι μοιάζει μιά κουρτίνα σύννεφα,
θάμπωμα πάνω σέ σπηλιάδες· καί διακρίνεις
ἀψηλούς τούς μυτερούς μίσχους τῆς κανέλας,
ἕνας κρύος σκοπός μές στά καλάμια.
Πίσω ἀπ’ τό λόφο τοῦ καλόγερου ἡ καμπάνα
πού παίρνει ὁ ἄνεμος.
Πανιά πέρασαν δῶθε τόν Ἀπρίλη· μπορεῖ νά ξαναρθοῦνε τόν Ὀχτώβρη
Ἡ βάρκα χάνεται στ’ ἀσήμι· ἀργά·
Ὁ ἥλιος καίει μονάχος στό ποτάμι.

Ἐκεῖ πού τό κρασάτο φλάμπουρο σμίγει τό λιόγερμα
Σπάνιες καμινάδες καπνίζουν στό παράλληλο φῶς».
___________________________________________________________________________
Ezra Pound – Canto XLIX  [ ἀπόσπασμα ], ΑΝΕΚΔΟΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
ΕΠΙΜΕΤΡΟ




Canto XLIX: Μιά ματιά στόν Παράδεισο
Τό «Canto τῶν Ἑφτά Λιμνῶν», ὅπως εἶναι γνωστό τό Canto XLIX, ἀναπνέει σχεδόν στό κέντρο τῆς γραφῆς ἑνός Παραδείσου, ὅπως θέλησε τά Cantos του ὁ Πάουντ, καί ἀποτελεῖ καί τό ἴδιο, μέ τά λόγια τοῦ ποιητῆ, μιά ὄψη ἤ ματιά στόν Παράδεισο. 

Ἐκδίδεται τό 1937 καί εἶναι ἡ ἠχώ τοῦ Canto XIII, μέ τό ὁποῖο συνδέεται μέσω τῆς ἔννοιας τῆς ὀργανικῆς ἁρμονίας καί τάξης ὅπως διατυπώνεται στή διδασκαλία τοῦ Κομφούκιου, καί μιά προοικονομία τῶν Cantos κινεζικῆς ἱστορίας (LII-LXI). 

Ἦταν, σύμφωνα μέ τήν κόρη τοῦ Μαίρυ ντέ Ράχεβιλτς (Mary de Rachewiltz), ἕνα ἀπό τά ἀγαπημένα Cantos τοῦ ἴδιου τοῦ Πάουντ καί ὁ Χιού Κέννερ (Hugh Kenner) τό ἀποκαλεῖ ἄξονα γύρω ἀπό τόν ὁποῖο περιστρέφονται τά Cantos, συμπυκνώνοντας ἔτσι τήν ἰδιαίτερη σημασία του.  διαβάστε περισσότερα εδώ 
___________________________________________






  

   KANTO I


Καὶ τότε κατηφορίσαμε στὸ καράβι,1
Κυλήσαμε τὴν καρένα στὴ θάλασσα τὴ θεοτική,
Σηκώσαμε τ' ἄλμπουρο καὶ τὸ πανὶ στὸ μελανὸ τοῦτο καράβι,
Καὶ τὸ φορτώσαμε μ' ἀρνιά, φορτώσαμε μαζὶ καὶ τὰ κορμιά μας

Βαριὰ ἀπὸ δάκρυα, κι οἱ ἀγέρηδες ὁλόπρυμα
Μᾶς πῆραν πέρα μακριὰ μὲ τὸ πρησμένο καραβόπανο,
Τῆς Κίρκης τούτη ἡ τέχνη, τῆς καλοχτένιστης θεᾶς.
Τότες καθίσαμε στὴν κουπαστή, κι ὁ ἀγέρας μάγκωνε τὸ τιμόνι.
Ἔτσι ὁλάρμενοι, περνούσαμε τὸ πέλαγο ὡς νὰ τελειώ­σει ἡ μέρα.

Ἀποκοιμήθη ὁ ἥλιος, ἴσκιοι σ' ὁλάκερο τὸν ὠκεανό,
Καὶ τότες μπήκαμε στὰ πιὸ βαθιὰ νερά,
Στὶς Κιμμέριες χῶρες, καὶ στὶς πολυάνθρωπες πολι­τεῖες
Σκεπασμένες μὲ μιὰ κρουστὴ καταχνιά, ποτὲς δὲν τὴν τρυπάει
Ὁ ἀχτιδοβόλος ἥλιος

Μήτε ὅταν βγαίνει στ' ἀψηλὰ κοντὰ στ' ἀστέρια
Μήτε ὅταν σκύβει νὰ γυρίσει πίσω ἀπὸ τὸν οὐρανό·
Νύχτα ὁλόμαυρη τεντωμένη ἐκεῖ πάνω στοὺς ἄμοιρους ἀνθρώπους.

Πίσω τὸ ρέμα τοῦ ὠκεανοῦ, κι ἤρθαμε τότε
Στὸν τόπο πού μᾶς ἁρμήνεψε ἡ Κίρκη.

Ἐδῶ κάνανε θυσίες ὁ Περιμήδης κι ὁ Εὐρύλοχος
Καὶ τραβώντας τὸ σπαθὶ ἀπὸ τὸ μερί μου
Ἔσκαψα τὸ τετράπηχο χαντάκι·

Χύσαμε τότε σπονδὲς στὸν κάθε νεκρό,

Πρῶτα ὑδρόμελι κι ἔπειτα γλυκὸ κρασί, νερὸ κι ἄσπρο ἀλεύρι.
Καὶ προσευκήθηκα πολὺ στ' ἀδύναμα κεφάλια τοῦ θα­νάτου·

Καθὼς γυρίσω στὴν Ἰθάκη, ἄγονους ταύρους τοὺς κα­λύτερους
Νὰ τοὺς θυσιάσω, πλούτη στοιβάζοντας στὴν πυρά,

Καὶ γιὰ τὸν Τειρεσία μοναχὰ ἕνα ἀρνί, ἕναν κατάμαυρο μπροστάρη.
Χύθηκε τὸ αἷμα σκοτεινὸ στὸν τράφο,

Ψυχὲς ἔξω ἀπὸ τὸ Ἔρεβος, λείψανα πεθαμένων, νυφάδες,

Νέοι καὶ γέροντες ποὺ βασανίστηκαν πολύ·
Ψυχὲς κηλιδωμένες ἀπὸ δάκρυα νωπά, τρυφερὲς παρ­θένες,

Ἄντρες πολλοί, χτυπημένοι μὲ τὶς χάλκινες λόγχες τῶν κονταριῶν,
Σκύλα τῆς μάχης, ἔχοντας ἀκόμη τ' ἄρματα ματω­μένα,

Τοῦτοι πληθαῖναν καὶ μαζεύουνταν τριγύρω μου, φω­νάζοντας,

Ἄχνα μὲ σκέπασε. Πρόσταξα στοὺς συντρόφους κι ἄλ­λα σφαχτάρια.
Σφάξανε τὸ κοπάδι, ἀρνιὰ σφαγμένα μὲ τὸ χαλκὸ·
Ἔχυσα μύρα κι ἔκραξα στοὺς θεοὺς

Στὸν κραταιὸ Πλούτωνα καὶ στὴν παινεμένη Περσε­φόνη·
Γύμνωσα τὸ στενὸ σπαθί,
Κάθισα γιὰ νὰ διώχνω τοὺς βιαστικοὺς ἀδύναμους νεκρούς,
Ὅσο ν' ἀκούσω τὸν Τειρεσία.

Ἀλλὰ ἦρθε πρῶτος ὁ Ἐλπήνωρ, ὁ φίλος μας Ἐλπή­νωρ,
Ἄθαφτος, ἀπορριγμένος πάνω στὴ μεγάλη γῆς,
Κουφάρι ποὺ τ' ἀφήσαμε στὸ σπίτι τῆς Κίρκης,
Ἄκλαυτο κι ἀσαβάνωτο· τὰ βάσανα μᾶς κέντριζαν γι' ἀλλοῦ.

Ἀξιολύπητο πνεῦμα. Καὶ φώναξα μιλώντας βιαστικά:
«Ἐλπήνωρ, πῶς ἔφτασες στὸ σκοτεινὸ τοῦτο ἀκρο­γιάλι ;

Πεζοδρόμος ἦρθες ξεπερνώντας τοὺς θαλασσινούς;»

Καὶ αὐτὸς βαριὰ μιλώντας :
«Τύχη κακιὰ καὶ τὸ πολὺ κρασί. Γλίστρησα στὸ μέ­γαρο τῆς Κίρκης.
Κατεβαίνοντας τὴν ἀψηλὴ σκάλα ἀφύλαχτος

Ἔπεσα πάνω στὸν τοῖχο,
Τσάκισα τὸ κόκαλο τοῦ αὐχένα, κι ἡ ψυχὴ γύρεψε τὸν Ἅδη.

Μὰ ἐσύ, Βασιλιά, παρακαλῶ θυμήσου με, ἄκλαυτον, ἄθαφτο,

Σώριασε τ' ἅρματά μου, φτιάξε μου τάφο στὴν ἀκρο­γιαλιά, καὶ γράψε:
Ἕνας ἄμοιρος ἄνθρωπος καὶ μ’ ὄνομα μελλούμενο.
Καὶ στῆσε τὸ κουπί μου ποὺ ἔλαμνα μαζὶ μὲ τοὺς συν­τρόφους.»

Ἦρθε κι ἡ Ἀντίκλεια καὶ τὴν ἔδιωξα, κι ὕστερα ὁ Τει­ρεσίας ὁ Θηβαῖος,
Κρατώντας τὸ χρυσὸ ραβδί, μὲ γνώρισε καὶ μίλησε πρῶτος:

«Ἦρθες ξανά; Γιατί; Κακορίζικε ἄνθρωπε,

Μέσα στοὺς ἀνήλιαγους νεκρούς, στὴν ἄχαρη τούτη χώρα;

Τραβήξου ἀπ' τὸν τάφρο, ἄφησε τὸ αἱματερὸ πιοτό μου
Γιὰ νὰ μαντέψω.»

Καὶ τραβήχτηκα πίσω,
Κι αὐτὸς δυναμωμένος ἀπὸ τὸ αἷμα εἶπε τότες : «Ὀ­δυσσέα
Θὰ γυρίσεις διαβαίνοντας τὸν πεισμωμένο Ποσειδώνα
Πάνω σὲ μαῦρες θάλασσες,
Θὰ χάσεις ὅλους τοὺς συντρόφους.» Καὶ τότες ἡ Ἀντί­κλεια ἦρθε.

Μεῖνε ἥσυχος Divus. Θέλω νὰ πῶ τὸν Ἀντρέα Divus,
In officina Wecheli, 1538, 2  ἔξω ἀπὸ τὸν Ὅμηρο·
Κι ἀρμένισε πλάι σὲ Σειρῆνες κι ἔπειτα πέρα στ' ἀνοιχτὰ
Καὶ πρὸς τὴν Κίρκη.

Venerandam, 3

Κατὰ τὴ φράση τοῦ Κρητικοῦ, χρυσοστέφανη Ἀφρο­δίτη,
Cypri munimenta sortita est4, πασίχαρη, orichalci 5
μὲ τὶς μαλαματένιες

Ζῶνες καὶ τοὺς στηθόδεσμους, σὺ μὲ τὰ μαῦρα βλέφαρα
Φέρνοντας τὸ χρυσὸ κλωνάρι τοῦ Ἀργειφόντη 6. Ἔτσι
λοιπόν:

1. Το ποίημα δεν έχει αρχή και τέλος: ο ποιητής θέλησε να μοιάζει με σωζόμενο απόσπασμα αρχαίου κειμένου.



2. Ο Andrea Divo (Andreas Divus) ήταν ομηριστής φιλόλογος. Αντίτυπο μετάφρασής του της Οδύσσειας (Homeri Odyssea ad verbum translata, Andrea Divo... interprete, έκδοση του γνωστού με το εκλατινισμένο όνομα παρισινού οίκου Christiani Wecheli, 1538) λέγεται ότι είχε αγοράσει ο Πάουντ από παλαιοπωλείο στο Παρίσι. Στον τόμο περιλαμβάνονταν επίσης η Βατραχομυομαχία σε μετάφραση Άλδου Μανούτιου και Ὑμνοι Ομηρικοί σε μετάφραση Georgio Dartona του Κρητός.
3. Η Αφροδίτη είναι Σεβάσμια, Venerandam, κατά τον ‘Υμνο της (V) που μετέφρασε ο Georgio Dartona ο Κρής.
4. «αυτή που τα οχυρά κατέχει όλης της Κύπρου» (μτφρ Ε.Λαδιά-Δ.Παπαδίτσα), από τον 
Ύμνο αρ. VI.
5. ορειχάλκινο
6. ο «χρυσόρραπις Αργειφόντης», ο χρυσόρραβδος, ονομασία του Ερμή στην Οδύσσεια 
( ε’ 87)
__________________________________________
μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης από "Αντιγραφές"




           Κάντο  ΧΙΙ


Κι εμείς καθόμαστε εδώ κάτω από το τείχος,
Ρωμαϊκή αρένα του Διοκλητιανού, τα σκαλοπάτια
Σαράντα τρεις σειρές από ασβεστόλιθο.
Ο Μπάλντυ Μπέικον

Aγόρασε όλες τις χάλκινες πενταροδεκάρες της Κούβας
Ένα σέντσι, δύο σέντσια,
Eίπε στους κολλήγους του 'φέρτε τις μέσα'.

'Να τις φέρετε στη μεγάλη παράγκα', είπε ο Μπάλντυ
Kαι οι κολλήγοι τις φέρανε

'Tις φέρανε στη μεγάλη παράγκα',
Όπως θα έλεγε και ο Χένρυ.


Ο Νικόλας Καστάνιο στην Αβάνα
Πήρε κι αυτός κάποια σέντσια, αλλά οι άλλοι
Έπρεπε να πληρώσουν ποσοστά.
Ποσοστά όταν ήθελαν σέντσια, δημόσια σέντσια.
Ο Μπάλντυ μόνο στα χρηματιστηριακά εύρισκε ενδιαφέρον.


'Καμιά άλλη επένδυση δε με ενδιαφέρει' 'έλεγε ο Μπάλντυ.
Κοιμόταν και είχε δυο ερυθρόδερμους πλάι του αλυσοδεμένους

Bασιλική φρουρά, 
δεμένους με αλυσίδα από τη μέση του


Για να μη μπορούν να το σκάσουν τη νύχτα.

Οι κουβανοί πλέον δεν τον πήγαιναν.
Από τον πυρετό είχε μείνει 49 κιλά.
Ξαναγύρισε στο Μανχάτταν, 
στο Μανχάτταν. τελικά

Οδός 47, αριθμός 24 , όταν τον γνώρισα,


Δούλευε στην τυπογραφία, 
δηλαδή παραγγελιοδόχος, πήγαινε σε γνωστούς του,


Tο γραφείο του στην οδό Νασσάου, 
έδινε δουλειά στους τυπογράφους

Διπλότυπα αποδείξεων και αργότερα, 
ασφάλειες
Eυθύνη εργοδοτών κ.λ.π., 
περίεργες ασφάλειες
Πυρός σε οίκους ανοχής., 

προμήθειες   Από 15 δολλάρια την εβδομάδα,
Πολλών δ' ανθρώπων ίδε,


Έμαθε ποιες ναυτιλιακές εταιρίες ήσαν οι πιο ανοργάνωτες,
Πού ήταν πιθανότερο να χάσει κανείς το πόδι του
Από χαλασμένο βαρούλκο,
Και για φωτιές, όπως τότε που έπιασε ένα πορνείο
Έφτασε, θαυματουργέ Ερμή, κατά τύχη,
Σε δυο λεπτά - αφού προηγουμένως ο άγγελος του ιδιοκτήτη
Τον ειδοποίησε.

Έβγαλαν οι δικοί του 11000 σε τέσσερις μήνες

Με εκείνη την κομπίνα της Κούβας
Αλλά αυτοί χρεοκόπησαν
Κάποτε έβγαλε στο μερδικό του σε 40000,
Τότε που ήθελε να φάει όλη τη Wall street
Μα άλλαξε γνώμη μετά από τρεις βδομάδες.



    Κάντο   ΧIV

Io venni in luogo d’ogni luce muto;
Βρώμα από βρεγμένο κάρβουνο, οι πολιτικάντηδες
….ε και ….ν, με τους καρπούς των χεριών τους δεμένους
στα σφυρά,
να στέκονται γυμνόκωλοι,
μούρες πασαλειμμένες στα πισινά τους,
διάπλατο μάτι σε πλακωτά κωλομέρια,
να κρέμονται τρίχες αντί για γένια,
να μιλάνε στις συγκεντρώσεις με τις κωλοτρυπίδες τους,
ν’ απευθύνονται στα πλήθη του βορβόρου,
σαλαμάνδρες, νεροσάλιαγκες, νεροσκούληκα,
κι ανάμεσά τους ο ….ρ,
μια πεντακάθαρη πετσέτα φαγητού
χωμένη κάτω από το πέος του,
και ο ….μ
που σιχαινόταν τη δημοτική γλώσσα,
κολλαριστοί, αλλά βρώμικοι, γιακάδες
που του περιορίζουν τα πόδια,
και το σπυριασμένο δέρμα όλο τρίχες
πιέζει τις άκρες του γιακά,
κερδοσκόποι που πίνουν αίμα γλυκασμένο με σκατό,
και πίσω τους ο ….φ και οι οικονομολόγοι
με συρματόσκοινα να τους χτυπούν.
Και οι προδότες της γλώσσας
ο ….ν και η συμμορία του τύπου
και κείνοι πού ‘λεγαν ψέματα επ’ αμοιβή,
οι διεστραμμένοι, οι διαστροφείς της γλώσσας,
οι διεστραμμένοι, που βάζουν την ασέλγεια του χρήματος
πάνω απ’ τις απολαύσεις των αισθήσεων ΄
στριγκλίζουν, σαν κακαρίσματα τυπογραφείου,
πάταγος πιεστηρίου,
φύσημα σκόνης και χαρτιών που πετούν,
ιδρώτας, βρώμα και δυσωδία από σάπια πορτοκάλια,
κοπριά, τελικός βόθρος του σύμπαντος,
mysterium, θειάφι,
κι ο μικρόψυχος, να ’χει λυσσάξει·
να βουτάει διαμάντια στη λάσπη,
και να ουρλιάζει που τα βρίσκει πεντακάθαρα·
μανάδες σαδίστριες που σπρώχνουν τις κόρες τους
να πλαγιάσουν με χούφταλα,
γουρούνες που τρώνε τα νιογέννητά τους
κι εδώ η επιγραφή ΕΙΚΩΝ ΓΗΣ,
κι εδώ: ΑΛΛΑΓΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
αναλιγώνονται σαν πρόστυχο κερί,
λειωμένα κεριά, οι γλουτοί να βουλιάζουν όλο και πιο χαμηλά,
πρόσωπα που βουτάνε κάτω από χοιρομέρια,
και μες στη λάσπη αποκάτω τους,
γυρισμένοι ανάποδα, πατούσα με πατούσα,
παλάμη με παλάμη, οι πράχτορες προβοκάτορες
οι δολοφόνοι του Πίαρς και του Μακντόουναφ,
ο Λοχαγός Χ. ο αρχιβασανιστής΄
το πετρωμένο σκατό που ήταν ο Βέρρης,
οι μισαλλόδοξοι, ο Καλβίνος και
ο Άγιος Κλήμης ο Αλεξανδρεύς!
Κατσαρίδες, που χώνονται μες στο σκατό,
μαραγκιασμένο το χώμα, η λάσπη κομμάτια – κομμάτια,
χαμένα περιγράμματα, διαβρώσεις.
Πάνω απ’ τη σαπίλα της κόλασης
η μεγάλη κωλοτρυπίδα,
πνιγμένη στις αιμορροΐδες,
κρεμαστοί σταλακτίτες,
λιγδεροί σαν τον ουρανό πάνω απ’ το Ουέστμινστερ,
οι αφανείς, πολλοί Άγγλοι,
ο τόπος χωρίς ενδιαφέρον,
τελευταίος βούρκος, ύστατο ξεχαρβάλωμα,
οι αντισταυροφόροι, να πορδίζουν μες στο μετάξι,
να ανεμίζουν τα Χριστιανικά σύμβολα,
…να μαλακίζουν μια τσίγκινη σφυρίχτρα της δεκάρας,
μύγες που μεταφέρουν ειδήσεις, άρπυιες
να τσιρλίζουν στον αέρα,
ο βούρκος με τους πρόστυχους ψεύτες,
βόρβορος ηλιθιοτήτων,
μοχθηρές ηλιθιότητες, και ηλιθιότητες,
το χώμα ζωντανό πύο, γεμάτο από βρωμερά ζωύφια,
ψόφια σκουλήκια που γεννούν ζωντανά σκουλήκια,
φτωχονοικοκυραίοι,
τοκογλύφοι που ζουλάνε μουνόψειρες,
νταβατζήδες της εξουσίας,
pets-de-loup, καθισμένοι πάνω σε στοίβες
πέτρινα βιβλία,
σκεπάζουν με φιλολογία τα κείμενα,
και τα κρύβουν κάτω απ’ το σώμα τους,
ο αέρας χωρίς το καταφύγιο της σιωπής,
κοπάδι ψείρες που βγάζουν δόντια,
και πάνω απ’ όλα αυτά ο στόμφος των ρητόρων,
το κωλορέψιμο των φαρισαίων.
Και invidia,
Η corruptio, βρώμα, φαρμακερό μανιτάρι,
ρευστά ζώα, λειωμένες οστεώσεις,
αργή αποσύνθεση, βρωμερό κάψιμο,
γόπες από πούρα μασημένες, χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς τραγωδία,
ο ….m Episcopus, ανεμίζει ένα προφυλακτικό γεμάτο κατσαρίδες,
οι μονοπωλιστές, αυτοί που εμποδίζουν τη γνώση,
αυτοί που εμποδίζουν την κατανομή.




       Κάντο  LΧXXΙ,   Λιμπρέττο

Ωστόσο
πριν πεθάνει από το κρύο η εποχή
που κουβάλησε ένας ζέφυρος στους ώμους
στον χρυσαφένιο υψώθηκα ουρανό
ο Λωζ κι ο Τζένκις τον ύπνο σου φυλάνε
ο Ντόλμετς στο πλάι σου πάντα να 'ναι,


Αυτός λείανε το ξύλο
της βιόλας για να δυναμώσει την χαμηλή και την ψηλή;

Αυτός στρογγύλεψε την σκάφη του λαγούτου;
ο Λωζ κι ο Τζένκις τον ύπνο σου φυλάνε

ο Ντόλμετς στο πλάι σου πάντα να 'ναι,
Επλασες κόσμο ευάερο να φέρεις
το φύλλο από την ρίζα;
Σύγνεφο βρήκες διάφανο, που ομίχλη

και ίσκιος δεν του έμοιασαν ποτέ;
Ε, τότε λύτρωσέ με, πες μου -αλήθεια-
αν τραγούδησε ο Ουώλερ κι αν έπαιξε ο Ντάουλαντ.


Τα δυο σου μάτια θα γενούν μαχαίρια να με σφάξουν
αφού πλέον δεν δύναμαι ν' αντέξω την μπωτέ τους
Κι επί 180 χρόνια τίποτε σχεδόν.
Εντ ασκολντάντο ιλεγκιέρ μορμόριo
μπήκε στην σκηνή μου μια καινούργια λεπτή ισορροπία ματιών, 
κι αν ήταν πνεύμα, 
υπόσταση κι αν ήταν- δεμένα μάτια τίποτε,

κρυμμένα μάτια, 
μάτια σε καρναβάλι πάντως

θυμό δεν είχανε ζευγάρι
κι εγώ δεν είδα παρά μάτια, κι ανάμεσα στα μάτια χρώμα
διάστημα,
αμέριμνο ή ανύποπτο πάντως δεν είχε
όλο τον χώρο της σκηνής
μήτε ήταν τόπος για πλήρη Ειδώς
διείσδυση, διάτρηση
μονάχα μια σκιά πέρα 
στα πέρα φώτα

γαλάζιο τ' ουρανού
θάλασσα μες στην νύχτα
πράσινη λίμνη απάνω στα βουνά
λάμψη από μάτια ακάλυπτα στην επικράτεια μιας μάσκας τόσης δα.


Ο,τι πολύ αγάπησες σου μένει,
τα υπόλοιπα σαβούρα


Ο,τι πολύ αγάπησες δεν θα το στερηθείς
Ο,τι πολύ αγάπησες το αληθινό σου μέρισμα
κληρονομιά ενός κόσμου, δικού μου και δικού τους
ή μήπως κανενός;


Πρώτα ήρθαν τα ορατά, κι ακολούθησαν τ' απτά
Ηλύσια, έστω και στις αίθουσες του Αδη,
Ο,τι πολύ αγάπησες το αληθινό σου μέρισμα
Ο,τι πολύ αγάπησες δεν θα το στερηθείς
κένταυρος είναι το μυρμήγκι για τους δικούς του δράκοντές του.


Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία, δεν έπλασε ο άνθρωπος
την τόλμη και την δύναμη, δεν έπλασε την τάξη ο άνθρωπος την χάρη,


Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία, τέλειωνε λέω.
Μάθε απ' το πράσινο του κόσμου την θέση σου στην κλίμακα
της δημιουργίας ή της γνήσιας καλλιτεχνίας,


Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία,
τέλειωνε Πακίν!
Ο πράσινος ο σκούφος ξέκανε την κομψότητά σου.
κυβέρνησε τον εαυτό σου κι οι άλλοι θα σε αντέξουν


Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία
ένα σκυλί δαρμένο είσαι και πέφτει το χαλάζι,
μια κουρούνα που κορδώνεται και πάνω πότε βγαίνει πότε κρύβεται ο ήλιος,
Ασπρόμαυρη, μισή μισή,
δεν ξεχωρίζεις καν την φτερούγα απ' την ουρά σου


Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία
Βρώμα φρικτή το μίσος σου
και τρέφεται με ψέμα,


Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία,
Αμε, ταχιά και τέλειωνε, τσιγκούνης στην αγάπη, ναι
μα τέλειωνε μ' αυτήν την ματαιοδοξία,
τέλειωνε λέω.


Να πράξεις, άπρακτος μην μείνεις
αυτό δεν είναι δα ματαιοδοξία
Να χτυπήσεις μ' ευγένεια την πόρτα
που θ' ανοίξει ένας Μπλαντ να μυρίσεις στον αέρα
μια ζωντανή παράδοση ν' αδράξεις
σε μια ματιά σοφή γριά ματιά την φλόγα την αιώνια
όχι αυτό δεν είναι δα και ματαιοδοξία.
Το λάθος βρίσκεται σ' εκείνο,
που δεν πραγματοποίησες, 
το λάθος όλο σε μιαν απόφαση που δεν την πήρες

και τρέκλισε η απόφαση...
____________________________________
μτφρ.: Γιώργος Μπλάνας




    Ωδή για την επιλογή του τάφου του 


                   Ι         
Τρία χρόνια ασυντόνιστος με την εποχή του

Αγωνίστηκε να ξαναφέρει στη ζωή τη νεκρή τέχνη
Της ποίησης. 
Να διατηρήσει 'το υψηλό'

Mε την παλιά του έννοια Λάθος απ' την αρχή-

Όχι οπωσδήποτε, 
μα βλέποντας πως είχε γεννηθεί

Παράκαιρα σε μια μισοάγρια χώρα.
Αποφασισμένος να βγάλει κρίνα από το βελανίδι.
Καπανέας. πέστροφα για δόλωμα απατηλό 
"Ίδμεν γαρ τοι πάνθ' ός ενί Τροίη"


Ακουσμένο από το άφραχτο αυτί.

Παραπλέοντας των βράχων το απάγγειο
Οι ταραγμένες θάλασσες τον κράτησαν, 
επομένως εκείνη τη χρονιά.

Η αληθινή του Πηνελόπη ήταν ο Φλωμπέρ
Ψάρεψε σε πεισματικά νησιά

Πρόσεξε τη χάρη των μαλλιών της Κίρκης
Μάλλον παρά τα γνωμικά στα ηλιακά ωρολόγια.
Ανεπηρέαστος από την 'ροή των γεγονότων'
Πέρασε από τη μνήμη των ανθρώπων 

en l' an trentiesme De son eage. 

Η περίπτωση δεν παρουσιάζει

Καμιά προσθήκη στο διάδημα των Μουσών.

                 ΙΙ

Η εποχή απαιτούσε μιαν εικόνα
Του επιταχυνόμενου μορφασμού της,

Κάτι για τη σύγχρονη σκηνή
Όχι, πάντως μιαν Αττική χάρη,
Όχι, όχι ασφαλώς, τους σκοτεινούς ρεμβασμούς
Της εσωστρέφειας

Καλύτερα ψευδολογίες
Παρά τους κλασικούς σε παράφραση!
Η 'εποχή απαιτούσε' κυρίως ένα γύψινο εκμαγείο
Φτιαγμένο χωρίς καμιάν απώλεια χρόνου,
Μια πρόζα κινηματογραφική, όχι, όχι ασφαλώς, αλάβαστρο
Ή την 'πλαστική»' της ρίμας.

                   V

Πέθαναν μυριάδες
Κι ανάμεσά τους οι καλύτεροι

Για μια ξεδοντιασμένη γριά σκύλα
Για έναν πρόχειρα μπαλωμένο πολιτισμό,
Γοητεία, χαμόγελο στο ωραίο στόμα
Γρήγορα μάτια που πήγαν κάτω από το βλέφαρο της γης,

Για δύο γκρόσες αγάλματα σπασμένα
Για μερικές χιλιάδες κατεστραμμένα βιβλία.

_________________________________________________________________________
«Έζρα Πάουντ – 32 Ποιήματα», εισαγωγή και μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς, εκδόσεις «Κουκούτσι», Δεκέμβριος 2013

Έζρα Ουέστον Λούμις Πάουντ (Ezra Weston Loomis Pound