Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016

«μια ματαιωμένη ανάγνωση»



Μοναχικά, λένε, διαβάζεται η ποίηση.
Ίσως γιατί έτσι, μέσα στη σχέση την προσωπική,
μακριά από τα πλήθη που αστόχαστα φλυαρούν,
οι λέξεις της σε βρίσκουν και στέκονται για λίγο
το άνοιγμα μιας χαραμάδας καρτερώντας,
να μπουν άνετα και νωχελικά,
μια που βρεθήκανε στο σπίτι τους.

Μόνο που χτες πάνω σε μια σελίδα
δίπλα εκεί στη φράση «πώς γίνεται»
σύρθηκε αδέξια το δάχτυλο στριμώχνοντας ασφυκτικά
κάποιο αδιόρατο θαρρείς μικρό μαύρο σημάδι.
Και είδα το μικρό πετούμενο να σπαρταρά
το ελάχιστο της ύπαρξής του καταργώντας.

Η ποίηση διαβάζεται μοναχικά.
Μάλλον αυτό ισχύει.

Διώνη Δημητριάδου
(Peter Vilhelm Ilsted, girl reading)


Κυριακή 22 Μαΐου 2016

"Σκέψεις πάνω στο ‘ανολοκλήρωτο’ της τέχνης" της Διώνης Δημητριάδου




Μπορεί ποτέ να ισχυριστεί κανείς από τους εμπλεκόμενους στην περιπέτεια της τέχνης ότι ολοκλήρωσε, ότι τελείωσε με το αντικείμενο που τον απασχολεί; Αν ναι, τότε μήπως θεωρεί και αυτονόητα απορρέον και το ‘τέλειον’ του έργου του; Άρα και την επίτευξη του σκοπού του, καθόσον το τέλος συμπίπτει με τον σκοπό εννοιολογικά; Κάθε τόσο, πιστεύω, νέες εκδοχές προκύπτουν και θέτουν σε αμφισβήτηση την ‘τελεία’ που έβαλε στο δημιούργημά του. Έχω στο μυαλό μου τα ‘Σχεδιάσματα’ του Σολωμού για παράδειγμα.

Όμως δεν εννοώ μονάχα τους ποικίλους προκαταβολικούς, κατά κάποιον τρόπο, σχεδιασμούς της σκέψης του. Αυτοί, αν ο δημιουργός δεν ανήκει στους υποστηρίζοντες τον αυτοματισμό της καλλιτεχνικής δημιουργίας, θα μπορούσαν να μην έχουν τελειωμό. Φυσικά στην περίπτωση αυτή δεν θα είχαμε ποτέ στη θέα του κοινού κανένα έργο. Αναφέρομαι στην ώθηση -ας επιτραπεί ο άτεχνος όρος- που νιώθει ο ποιητής να ‘επιδιορθώσει’ επεμβαίνοντας και σε δημοσιευμένα έργα του, αλλάζοντας συχνά την ουσία και όχι μόνο βασανιστικές στη σκέψη του λεπτομέρειες.
Ακόμη περισσότερο, ωστόσο, εννοώ τους ανοιχτούς λογαριασμούς που έχει με το έργο του θεωρώντας την ολοκλήρωσή του μόνο κατά σύμβαση δυνατή. Κατά αυτήν την έννοια, οπωσδήποτε, το κάθε έργο τέχνης αποτελεί απλώς μια πρόταση του δημιουργού προς κάθε καλοπροαίρετο αποδέκτη, ο οποίος εν δυνάμει το συνεχίζει, φυσικά με τη δική του εν μέρει οπτική, και αυτονόητα το ‘ολοκληρώνει’ εις το δυνατόν. Έτσι, όμως, πλέον των άλλων ο ίδιος ο δημιουργός του έργου τέχνης δικαιούται να το εκλαμβάνει ως ατελές και να το συνεχίζει με όποιον τρόπο θεωρεί πρόσφορο. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι εδώ έγκειται και η γοητεία της τέχνης. Η φύση μπορεί να τείνει προς την τελείωσή της. Η τέχνη, όμως, διατηρεί τη δική της αυτονομία ως προς τα φυσικά πράγματα, και προτείνει διαρκώς νέες εκδοχές των θαυμασίων που εμπνέεται.

Δανείζομαι ως προς το θέμα αυτό ερώτηση και απάντηση από τη συνέντευξη που πήρε η Μαρία Τοπάλη (εφ. Καθημερινή, 21-6-2015) από τον ποιητή Λουκά Κούσουλα:
-Έχετε μεγάλο σεβασμό στο ανολοκλήρωτο, σαν να υπάρχει μια τόλμη στο ανολοκλήρωτο – είναι αυτό που κάνει τον συγγραφέα;
-Το εννοώ σαν κάτι κοντά στο παλιό ρητό: «ο μεν βίος βραχύς, η δε τέχνη μακρά». Ό,τι και να κάνεις, δηλαδή, ως προς τη βραχύτητα του βίου και το μακρόν της τέχνης, θα μένει πάντα κάτι ανολοκλήρωτο.

Διώνη Δημητριάδου

(στη φωτογραφία μία από τις πολλές εκδοχές της «Κραυγής» του Edvard Munch, 1893, εθνική πινακοθήκη Όσλο)




Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»


Τρίτη 17 Μαΐου 2016

"Θαλασσινό, σκληρό τοπίο", ένα σχόλιο στην ποιητική συλλογή της Λίνας Ρόκου


γράφει η Διώνη Δημητριάδου*


«Κάτι να μείνει»
από τις «μικρές εκδόσεις»


«Μια βαλίτσα θάλασσα
την πας, τη φέρνεις
Χριστούγεννα, Πάσχα, διακοπές
Στα βάθη της καταποντισμένα τα βαρίδια σου
Τα συλλαμβάνουν  οι ανιχνευτές μετάλλων
και το δικό τους τίποτε
το πληρώνεις χρυσάφι»

Η θάλασσα, από όλες τις μορφές που μπορεί να πάρει το υγρό στοιχείο, αποτελεί προσφιλέστερο θέμα σε πολλές καλλιτεχνικές δημιουργίες, εικαστικές και λογοτεχνικές. Δεν μας ξαφνιάζει επομένως η επιλογή της ποιήτριας Λίνας Ρόκου να ‘εικονογραφήσει’ τους στίχους της με την πληθωρική παρουσία της θάλασσας. Μόνο που εδώ θα πρέπει να σταθούμε λίγο παραπάνω και να προσέξουμε τον τρόπο που στιχουργεί πάνω σ’ αυτό το υγρό θαλασσινό τοπίο.
Αυτή η θάλασσα άλλοτε είναι ο καμβάς που πάνω του απλώνονται οι λέξεις, δηλωτικές μιας απομόνωσης ηθελημένης:
«Το βράδυ στρώνει μια θάλασσα μοναξιά[…]»

άλλοτε έχει τη μορφή μιας δύναμης που αναζωογονεί με την ορμή της την πτοημένη συνείδηση:
«[…]να πιω νερό
απ’ τις ζωοδότρες της ανοιχτής θάλασσας
αστείρευτες πηγές»

και άλλοτε μεταμορφώνεται σε ένα υδάτινο ετερώνυμο της ίδιας της ποιήτριας:
«Πόσα κατάσαρκα
καρφιά θα βάλεις πια
να με στεριώσεις;
Δεν το ‘ξερες πως είμαι θάλασσα;»

Μέσα σ’ αυτό το υγρό πλαίσιο πώς διασώζονται οι λέξεις; Γιατί όσο ζωοδότρα κι αν είναι η θάλασσα αυτών των ποιημάτων, δεν παύει να είναι όριο, σύνορο, δηλωτικό συχνά ενός αποχωρισμού, ή απωθημένη προβολή ενός ματαιωμένου ταξιδιού. Όλα αυτά τα συναντάμε σε τούτα τα ποιήματα. Νομίζω πως η διάσωση έρχεται με μια γραφή αυθόρμητη, που ξαφνιάζει με την ευστοχία της στην περιγραφή των αισθημάτων. Με συγκρατημένο λυρισμό και εξαιρετική εικονοπλασία. Ολιγόστιχα ποιήματα, όπως πιστεύω αρμόζει στον κατασταλαγμένο, βιωματικό λόγο. Με τον ακροτελεύτιο στίχο άλλοτε να αιφνιδιάζει με τη συμπύκνωση του νοήματος και άλλοτε να παροτρύνει σε νέα σκέψη:
«Κι όταν το πρωί
ξυπνήσεις από ένα ελαφρύ τρόμαγμα
θα είναι γιατί η νύχτα σπάνια μένει άνεργη»



Η εικονοπλασία που χαρακτηρίζει την ποίηση της Λίνας Ρόκου φτάνει σε κάποια ποιήματα να καταστήσει σχεδόν συμπληρωματική τη λεκτική παρέμβαση, όπως εδώ που το σχόλιο για την ανθρώπινη μοίρα μοιάζει απλώς να υπομνηματίζει την εύγλωττη εικόνα:

«Βουβά μες σε μια στοίβα κούτσουρα
που άπληστος ήλος τα στεγνώνει
αλλάζει το ρούχο του το φίδι
Βουβά πάνω απ’ τα κούτσουρα θα τιναχτεί
να σε δαγκώσει
Αλίμονο αν νομίζεις ότι φταίνε τα κούτσουρα
ή αν νομίζεις ότι φταίει το φίδι
Η φύση είναι ανηλεής
αλλά εσύ δεν είσαι μόνο φύση»

Ένας κόσμος όπου η βιωματική μνήμη συναντά τον λιτό στίχο, γιατί είναι σοφή η επιλογή της ποιήτριας να αφήνει τον σχολιασμό στον αναγνώστη. Θα λέγαμε πως έτσι η ποίηση αποβαίνει περισσότερο δημιουργική, καθώς αποζητά τον ενεργό ρόλο του κοινωνού της. Και ο ρόλος του ποιητή; Ας πούμε πως χτίζει ένα γεφύρι ακόμη και πάνω από ορμητικά νερά με τον κίνδυνο να κατακρημνιστεί, συχνά για να κοιμηθεί κάτω απ’ αυτό μέσα στο σκοτάδι, και φτάνει να μονολογεί:
«Το γεφύρι για τον παράδεισο
δεν το έφτιαξα με θεμέλια
δεν έσφαξα κόκορα[…]»
Αυτή η επικοινωνία ανάμεσα στον δημιουργό και τον αποδέκτη της ποιητικής δημιουργίας επιτυγχάνεται και με την αμεσότητα της πρόσληψης κάποιων στίχων στους οποίους υποκρύπτεται η προσωπική συγκίνηση της ποιήτριας, όπως σ’ αυτούς που η εικόνα μεταφέρει αυτούσια τη διάσταση του τότε από το τώρα:
«[…] Ανάμεσα στο τότε και στο τώρα
ένα σμήνος από νέα παιδιά, πηγαίνοντας για το σχολείο,
θα περάσουν το πρωί μπροστά από το σπίτι
Όλα θα έχουν μαζευτεί στην αιώνια ακινησία
Οι γυναίκες, τα σκουπίδια, ο παππούς, οι πέτρες
Μέχρι το βράδυ που θα ξαναβγεί ο παππούς
να τραγουδήσει στην αυλή το “σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία”
κοιτώντας άλλη μια φορά τα άψυχα ντουβάρια»

Στο εξώφυλλο της καλαίσθητης έκδοσης των «μικρών εκδόσεων» μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του Ηλία Μπέη, σε ρόλο «εισόδου» στις ποιητικές σελίδες της Λίνας Ρόκου. Αν και το υγρό τοπίο κυριαρχεί στους στίχους της, δεν θα ταίριαζε καμιά θαλασσινή σκηνή στη θέση αυτής της απολύτως πέτρινης και σκληρής εκδοχής. Γιατί ακόμη κι αυτή η θάλασσα
«[…]είναι ενίοτε ένα απειλητικό θηρίο»

Διώνη Δημητριάδου




Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»

Τρίτη 19 Απριλίου 2016

Ο χρόνος, ο τόπος, τα πρόσωπα στην ποίηση του Ζαχαρία Σώκου



«Άλλα ρούχα»
ποιητική συλλογή του Ζαχαρία Σώκου
εκδόσεις Γαβριηλίδη


«Το ανυποψίαστο παρόν καγχάζουν
παρελθόντες ψίθυροι»

Ο ποιητικός χρόνος έχει τους δικούς του ρυθμούς. Έτσι ο ποιητής  αφήνεται να παρασυρθεί από τη μνήμη αναιρώντας τη γραμμική χρονική σειρά. Από τη στιγμή που θα τεθεί σε κίνηση ετούτο το μνημονικό παιχνίδι, αρχίζει και η ποιητική γραφή. Και όσο ο ποιητής ανασύρει όλα τα προσεκτικά αποθηκευμένα του μυαλού, τόσο ο στίχος εμπλουτίζεται με εικόνες και πρόσωπα.
Και είναι αλήθεια πως η ποίηση του Ζαχαρία Σώκου είναι πολυπρόσωπη. Φίλοι, αγαπημένα πρόσωπα, αλλού σημαδιακές απώλειες που χρωματίζουν τους στίχους του, πρόσωπα που νιώθει την ανάγκη να τους αφιερώσει το πολύτιμο του ποιητικού του λόγου, ανοίγοντας έτσι έναν κρυφό διάλογο μαζί τους. Και κάποτε η δύναμη του στίχου είναι τέτοια που λίγο θες κι εσύ για να μπεις μέσα στις λέξεις του, να ρωτήσεις μαζί με τον ποιητή:

«Πώς είναι ο χρόνος στο κενό
[…]
Ίπτασαι σε νύχτα απόκοσμη
σε νοτισμένα σύννεφα
με αίμα, ουίσκι και μελάνι,
ενώ σκοπεύουν προβολείς
από ξενυχτάδικα και χειρουργεία,
ασθμαίνουν σκάφος σε προσγείωση
στην έρημο της ουτοπίας,
και εκεί η μάνα σου,
πιο πέρα ο Ασημάκης,
μειδιώντας να σου γνέφουν[…]
(για τον Κωστή Παπαγιώργη)

Πώς να σου απαντήσει, όμως ο Κωστής Παπαγιώργης ή ο Χρήστος Βακαλόπουλος; Αρκείσαι, λοιπόν, στη φωνή του ποιητή διασώζει την αίσθηση της παρουσίας τους  συνομιλώντας μαζί τους.
Ξαφνικά νιώθεις πως κατανοείς τι είναι αυτό που κάνει τον ποιητή να  αναζητά την παρουσία εκεί που οι άλλοι βλέπουν ένα κενό. Μπορεί γιατί κάποτε έψαχνες κι εσύ τα αδιόρατα νήματα που δένουν το τότε με το σήμερα. Ίσως πάλι γιατί κάποιες απώλειες «γράφουν» πιο βαθιά, σαν βρίσκουν το καθρέφτισμά τους σ’ εκείνα τα πολύτιμα της προφορικής παράδοσης. Όπως κι αν το δεις, ετούτο το σπαρακτικό έρχεται και ενώνει όλα τα παλιά με τα καινούργια και μιλάει ακατάπαυστα.
 «Στης άνοιξης το τάραγμα
Και στης αυγής το κρύο… »
Τασούλης, δημοτικό τραγούδι Σαρακατσαναίικο.

«Στης άνοιξης το τάραγμα»
Τάσο μ’ Τασούλη μ’,
ένα ακροκέραμο έπεσε
ρόδι απ’ το κλαδί του
πιάνω τον πορφυρό καρπό
αίμα τα χέρια βάφω.

Κι ήσουνα λέει αξύριστος σαν τότε,
στο παραθύρι το γνωστό μου γνέφεις και γελούσες.
Και παίζαμε μπιλιάρδο στου Ανέστη
τα χρόνια μας σε μπίλιες καραμπόλες.
Σε μια παλιά VHS που ξαναβλέπω
ρεμπέτικα τραγούδαγες γελώντας,
μαύρο κραγιόν τα μάτια σου βαμμένα
τρέχουνε δάκρυα γυάλινα
γυάλινη κι η ζωή μας.

Και βλέπω στου οδηγού το καθρεφτάκι
σφαγμένο κόκορα μεσοστρατίς να αναπηδάει
πικρό προαίσθημα που φτερουγίζει.


Πετάω τα σκεπάσματα, Τάσο μ’ Τασούλη μ’.



Αυτή η ιδιαίτερη ποιότητα στους στίχους πρέπει να πηγάζει από την ποιητική θητεία του Ζαχαρία Σώκου στη δημοτική παράδοση, στον καλοδουλεμένο ρυθμό που χαρακτηρίζει τα πολύτιμα της προφορικής κληρονομιάς μας. Έτσι δένουν μέσα στο ίδιο ποίημα τα πρόσωπα που τραγουδήθηκαν στόμα με στόμα από τον λαό, με τον σύγχρονο ποιητικό λόγο που στιχουργεί εδώ πάνω σε παλαιά δοκιμασμένα βήματα. Και ακούγεται σαν ένα αδιάσπαστο δημιούργημα πάνω από χρονικούς περιορισμούς και πέρα από συνδέσεις προσώπων. Αυτό είναι ένα γνώρισμα της ποίησης που έχει κάτι ακόμη να πει και κάτι να προτείνει στον αναγνώστη που ανιχνεύει και το δικό του πένθος μέσα στις λέξεις, που αναγνωρίζει το δικό του μερτικό
στης Άρνης τα λαγκάδια.
Ο κόσμος των ποιημάτων εδώ είναι γεμάτος από εικόνες που σε κοιτάζουν πίσω από σκληρές κορνίζες και θαμπό γυαλί. Μπαίνεις πίσω από τις λέξεις και ανακαλύπτεις μια εσωτερική κατάσταση γεμάτη ευαισθησία, τόσο οικεία και αληθινή.
Ο έσω τόπος σε επικοινωνία με τους τόπους που καθορίζουν τον ποιητή. Γιατί και οι τόποι επισημαίνονται σ’ αυτό το ποιητικό οδοιπορικό, δίνοντας το μερίδιό τους στις μνήμες, συνδεδεμένοι με πρόσωπα και χρονικές στιγμές. Οι τόποι αυτοί, ωστόσο, δεν είναι πάντοτε υπαρκτοί ή τουλάχιστον δεν μπορεί κανείς να τους περπατήσει παρά μόνο σ’ αυτό που ονομάζουμε συλλογική μνήμη. Έτσι ο ποιητής θα βρεθεί στην ομηρική Τροία για να συναντήσει τον ελάσσονα ήρωα Σιμοείσιο, που μόνη του αίγλη ήταν ότι φονεύθηκε από τον Αίαντα κερδίζοντας έτσι τη μνεία την ομηρική. Σε άλλο ποίημα θα θυμηθεί τον συνονόματό του Σώκο, με την ελάχιστη και δική του αναφορά στο ομηρικό κείμενο. Αλλά και τον Θάμυρι, τον ποιητή και μουσικό, επισκιασμένο κι αυτόν από τους μέγιστους ήρωες της Ιλιάδας. Κι αλλού θα φέρει μέσα στο ποίημά του τον Ελπήνορα, τον τραγικό σύντροφο του Οδυσσέα
[…]
Σημαδεμένο ερίφιο, Ελπήνορα,
κρυφό χαρτί μιας ξένης δόξας,
σε γέλασε ο Όμηρος
τον μύθο του καπετάνιου σου να δικαιώσει

και στο όνομά του θα υπαινιχθεί πολλούς άλλους μικρούς, αδικημένους της ιστορίας.

Ο Ζαχαρίας Σώκος, γνωστός από τη δημοσιογραφική του καριέρα, έρχεται εδώ να μας συστηθεί με την ιδιότητα του ποιητή. Με πλήρη συνειδητοποίηση της αλλαγής ρόλου και εφόσον η ποιητική πρόταση απαιτεί αλλαγή ύφους, θα τιτλοφορήσει τη συλλογή του «άλλα ρούχα».
Δείχνει με αυτή την πρώτη του συλλογή ότι η ποιητική υπόθεση τον απασχολούσε καιρό. Έτσι εμφανίζεται με ωριμότητα και σεβασμό στον λόγο, με περίσκεψη στη χρήση των λέξεων, με αίσθηση ευθύνης για τη συναρίθμησή του πια στη χορεία των ποιητών. Με γνώση του χρόνου που πιέζει για αποφάσεις
Γι’ αυτό, χαρά σ’ αυτόν
που εκτελεί τις εκκρεμότητες
θα πει.
Η προσεγμένη έκδοση του Γαβριηλίδη φέρει στο εξώφυλλο ένα έργο του Βαγγέλη Ρήνα. Το σώμα που αιωρείται ανάμεσα σε πρόσωπα χωρίς να ακουμπά σε σταθερό τόπο, με ασαφή την αίσθηση του χρονικού πλαισίου, πόσο ταιριαστό φαντάζει με το εσωτερικό του βιβλίου. Άλλος ένας ιδιότυπος διάλογος ανάμεσα στην εικαστική και στην ποιητική εκδοχή της αναζήτησης μιας σταθερής αναφοράς σε πρόσωπα, χρόνο και τόπο.

Διώνη Δημητριάδου



 Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»

Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

«Η αδερφή μου» αφήγημα του Σταύρου Ζουμπουλάκη


εκδόσεις Πόλις

«Η αδερφή μου, η αρρώστια της και η σχέση μου μαζί της καθόρισαν τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα, που κρίνω, ιεραρχώ, αξιολογώ.»
Με τον απόλυτο χαρακτήρα του λόγου της και μέσα σε ελάχιστες λέξεις αυτή η διαπίστωση περικλείει τη βαρύτητα που προσδίδει μια αρρώστια και ένας θάνατος σε μία σχέση στενή, όπως η αδελφική. Ταυτόχρονα τοποθετεί ανάμεσα στα βασικά φιλοσοφικά ζητήματα και αυτό της αρρώστιας. Όπως στον «Μύθο του Σίσυφου» ο Αλμπέρ Καμύ έθιξε το ζήτημα της αυτοκτονίας -θεωρώντας πως απαντά στο ερώτημα αν αξίζει ή όχι η ζωή- έτσι εδώ ο Σταύρος Ζουμπουλάκης επιχειρεί να δομήσει την ανθρώπινη ύπαρξη πάνω στο γερό υπόστρωμα της επίδρασης που ασκεί η αρρώστια. Και σ’ αυτόν που νοσεί αλλά  και σ’ αυτόν που ψάχνει να δικαιολογήσει το ‘γιατί’ πίσω από τη φθορά του σώματος.
Έτσι, ενώ αυτό το αφήγημα γράφτηκε με αφορμή τον θάνατο της αδελφής του μετά από μακροχρόνια αρρώστια, δεν αποτελεί απλώς ένα χρονικό της πορείας προς το προδιαγεγραμμένο τέλος, αλλά κυρίως συνιστά ένα φιλοσοφικό δοκίμιο υπαρξιακού χαρακτήρα.
Η οδύνη ίσως είναι ο μόνος δρόμος που μπορεί να διανυθεί σε απόλυτη μοναξιά προκειμένου να προσεγγισθεί το απώτατο σημείο στο οποίο στοχεύει ο άνθρωπος. Και ίσως αυτό να είναι και το σημείο υπεροχής του απέναντι σε μια θεϊκή οντότητα που δεν εμπεριέχει την πιθανότητα της οδύνης. Ο απών Θεός, αυτός που εγκαταλείπει τον άνθρωπο μόνο, μέσα σε μια ανελέητη και αφόρητη επιδίωξη προσωπικής ελευθερίας, που έρχεται ως κέρδος της εγκατάλειψής του, αυτός ο Θεός αποκτά το φορτίο της αδικίας στα μάτια του ανθρώπου που βασανίζεται και αγνοεί το ‘γιατί’ της οδύνης του.
Ο αφηγητής βίωσε αυτό τον απόλυτο πόνο βλέποντας την αδελφή του να παλεύει με μια αρρώστια που τη βασάνιζε και την καθήλωνε στις περιόδους της κρίσης της. Κι ενώ η ίδια δεν σταμάτησε να ζει τη ζωή της με όποιον πρόσφορο τρόπο επινοούσε, εκείνος στη θέση του παρατηρητή της φθοράς και του συμπαραστάτη στον πόνο, πάλευε με το μυαλό του να δώσει κάποια λογική υπόσταση στον παραλογισμό της αιφνίδιας ανατροπής των δεδομένων της ζωής. Με τον γερό οπλισμό που δίνει η ενασχόληση με το διάβασμα, η λογοτεχνία, η ποίηση, εφόδια που η αδελφή του είχε φροντίσει να δείξει την αξία τους σ’ αυτόν τον μικρότερο, έτσι όπως από νωρίς διάβαζαν ποίηση ψυχανεμιζόμενοι πως ίσως κάπου εκεί στα λίγο ή πολύ δυσνόητα των στίχων αλλά και στη δισήμαντη ή πολυσήμαντη μεταφορικότητα των λέξεων κρυβόταν μεγάλο μέρος από το νόημα αυτού του κόσμου. Την αξία αυτής της έγκαιρης επαφής θα τη σχολιάσει ο αφηγητής θεωρώντας ότι σχέση αληθινή με την ποίηση μπορεί να έχει μόνον εκείνος που στην εφηβική ηλικία

«ένιωσε σωματική αναστάτωση διαβάζοντας ένα ποίημα, κι ας μην ήταν σε θέση να κατακτήσει το νόημά του. Όσα ποιητικά βιβλία ή βιβλία περί ποιήσεως και αν διαβάσει κανείς αργότερα, αν δεν έχει νιώσει αυτή την αναστάτωση στην εφηβεία του ή στην πρώτη νεότητα, άδικα κουράζεται. Θα είναι ενδεχομένως σε θέση να αναλύει την τεχνική ενός ποιήματος, να το ταξινομεί, να το συσχετίζει με άλλα, να αποκρυπτογραφεί τις ιδέες του, αλλά ποτέ δεν θα του δοθεί να συγκινείται με το ίδιο το ποίημα, να το νιώθει σωματικά.»


Αυτή η πνευματικότητα ήταν ένας τρόπος επικοινωνίας με την αδελφή του, κερδισμένος από κοινά αναγνώσματα και συζητήσεις από τα χρόνια της εφηβείας τους. Σ’ εκείνα τα εφηβικά χρόνια θα αρχίσει να διαμορφώνει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης και την αντίληψή του για τον χριστιανισμό, πιο μακριά από τα τυπολατρικά και τα εθιμικά και πιο κοντά στον σκεπτικισμό και την αναζήτηση της ουσίας της σχέσης με τον Θεό. Δείγμα αυτής της στάσης θα δούμε και στο παρόν αφήγημα, όπου με αφορμή την πορεία της αδελφής του προς τον θάνατο θα τοποθετηθεί απέναντι στη συνήθη καταφυγή των ανθρώπων στις θεολογικές ερμηνείες γύρω από τα μεταφυσικά πράγματα. Εκεί θα μας δώσει και την ευφυή διατύπωση:
«οι δογματικές συζητήσεις μου φαίνονται τόσο ενδιαφέρουσες όσο και οι ταξινομήσεις της εντομολογίας».

Βαθύτατα ανθρώπινο το αφήγημα, κερδίζει αμέσως τον αναγνώστη, έτσι όπως ο προβληματισμός του ξεπερνά τα τετριμμένα και αποκορυφώνεται σε ερωτήματα ουσίας, θεολογικού χαρακτήρα οπωσδήποτε αλλά τόσο κοντά σ’ αυτή την κοινή ανθρώπινη απόγνωση μπροστά στην απουσία μιας έλλογης ερμηνείας για όλο τον πόνο και την αδικία στον κόσμο. Μόνο που κι εδώ πλανάται ο άνθρωπος, όταν απαιτεί όλα να του εξηγηθούν. Η απορία θα παραμείνει, και στο σημείο αυτό θα πρέπει να δούμε ότι ο λόγος του Σταύρου Ζουμπουλάκη δίνει το λιθαράκι του στην υπόθεση αναζήτησης μιας ικανοποιητικής τοποθέτησης. Δεν είναι ο Θεός που θα συνδράμει τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος που θα πρέπει να ανακαλύψει την παρουσία του Θεού και να ενδυθεί την αγάπη του:
«ο ίδιος ο Θεός αποσύρεται από αγάπη, για να οδηγήσει τον άνθρωπο να τον αναζητήσει και να τον αγαπήσει».
Υπάρχει πιο ασφαλής δρόμος προς αυτή την αγάπη του Θεού από την αγάπη προς τον άλλο πάσχοντα άνθρωπο; Εκεί αποδεικνύεται ότι όλο αυτό, η πορεία του ανθρώπου και η φιλοσοφική του αναζήτηση δεν θα είναι παρά μια ματαιόπονη ακαδημαϊκή συζήτηση, αν δεν συναντηθεί με την οδύνη του άλλου. Αυτό βίωσε και ο αφηγητής μέσα από την εμπειρία της συμπόρευσης με την αδελφή του. Γι’ αυτό και θέλησε αμέσως μετά το τέλος της να καταγράψει σκέψεις και να τις κοινοποιήσει με τη μορφή αυτού του βιβλίου. Ο ίδιος θα πει ότι όλο αυτό ήταν
«μια καθαρτήρια αυτοθεραπευτική διαδικασία».
Ένα ξεκαθάρισμα των προσωπικών του λογαριασμών. Έτσι θα είναι. Ωστόσο, για όποιον το διαβάζει αποτελεί μια αφορμή για το δικό του ξεκαθάρισμα, για τη δική του ιεράρχηση και την προσωπική του τοποθέτηση απέναντι στις οδύνες του.

Διώνη Δημητριάδου



Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016

«Υπό το φως του μυθιστορήματος» του Σταύρου Ζουμπουλάκη




γράφει και επιμελείται η Διώνη Δημητριάδου*



από τις εκδόσεις Πόλις

«Η αλήθεια της λογοτεχνίας σώζεται όχι με την απαλλαγή της από το μυθοπλαστικό ψέμα αλλά με την επινόηση ακόμη μεγαλύτερου και υπερβολικότερου ψέματος· ο ρεαλισμός της κερδίζεται όχι με την εξάλειψη του φανταστικού αλλά με τη διόγκωσή του»
επισημαίνει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, δείχνοντας έτσι πώς η μυθοπλασία της λογοτεχνίας διασώζει τη μαγεία του δικού της ψέματος, δηλαδή της εξαπάτησης του αναγνώστη μέσω της αληθοφάνειας των χαρακτήρων, χρησιμοποιώντας ακόμη πιο απόκοσμα στοιχεία. Άλλωστε μας θυμίζει την άποψη του Ντοστογιέφσκι
«Το ψέμα σώζει το ψέμα» («Ημερολόγιο ενός συγγραφέα», 1877).
Πώς αλλιώς να γίνει; Αυτή η υπέροχη επινόηση της μυθοπλασίας  βρίσκεται πάντα δίπλα μας για να μας υπενθυμίσει πως όλα είναι ένα κουβάρι περίπλοκα μπερδεμένο. Και κάπου η άκρη του νήματος περιμένει το αργό του λύσιμο, κάτι σαν τη λύση ενός δράματος που ζούμε ή που ζουν οι ήρωες των σελίδων, χωρίς συχνά να έχει και ιδιαίτερη σημασία αυτή η διάκριση. Είναι το αποδεκτό ψεύδος της λογοτεχνίας και η παραπλάνηση του αναγνώστη, που γοητευμένος εισέρχεται άοπλος μέσα στη γραφή και ζει πλάι στους ήρωες οδηγούμενος λέξη τη λέξη στην έξοδο και την κάθαρση. Γιατί, συχνά η λογοτεχνική γραφή μοιάζει με τη θεατρική σκηνή, αν η τέχνη του συγγραφέα κατορθώσει να κάνει το κείμενο περίοπτο και ανάγλυφο.
Και για να μιλήσουμε για την κορύφωση αυτού του μυθοπλαστικού θαύματος, δηλαδή το μυθιστόρημα, εκεί είναι που όλα ζητούν να αποκαλυφθούν, αλήθειες και ψέματα, μεταμφιέσεις και αναγνωρίσεις, δέσεις και λύσεις ενός πολύπλοκου σκηνικού με τους ήρωες συχνά να επιζητούν ακόμη περισσότερο την περιπλάνησή τους στα στενά του λαβυρίνθου, δικαιώνοντας έτσι την Αριστοτελική περιπέτεια.
Στο «Υπό το φως του μυθιστορήματος» ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, εξαίρετος διανοητής, επιλέγει να μας μιλήσει για κάποια από τα αγαπημένα του μυθιστορήματα, ως απλός αναγνώστης όπως μας δηλώνει εξ αρχής. Αυτή η δήλωση μπορεί να αποκαλύπτει τη μετριοφροσύνη του γράφοντος, μπορεί να εννοηθεί ωστόσο ως ανακριβής, καθόσον ένας μελετητής της λογοτεχνίας και πολυγραφότατος αναλυτής της σκέψης των ανθρώπων δεν θα μπορούσε ποτέ να προσεγγίζει τα μυθιστορήματα με μόνο αυτή την ιδιότητα. Από την άλλη σκέφτομαι πως ο αναγνώστης της λογοτεχνίας φέρει μέσα του την αθωότητα της επαφής με τον συγγραφέα, κι έτσι μένει αμόλυντος από θεωρίες και κρίσεις που θα παίδευαν  ίσως το μυαλό του χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ένας τρόπος επομένως ανάγνωσης γνήσιος και ειλικρινής; Ίσως αυτό να υπονοεί με τον όρο «απλός αναγνώστης» ο Ζουμπουλάκης.
Τα μυθιστορήματα που επιλέγει θα πρέπει να είναι τα αγαπημένα του, όπως θα τα επέλεγε ένας λάτρης της λογοτεχνίας, χωρίς να κοιτάει κάποια λίστα με ευπώλητα και καθιερωμένα ως αξίες απαράβατες. Για παράδειγμα, χάρηκα πολύ όταν είδα στα επιλεγμένα του τον «Ιώβ» του Γιόζεφ Ροτ και όχι το «Εμβατήριο Ραντέτσκι» που θεωρείται (και ίσως είναι) το αριστούργημά του. Ο «Ιώβ» είναι ένα μυθιστόρημα που αγαπάς, όχι γιατί είδες μέσα του κάτι ευχάριστο ή ξεκούραστο για τη σκέψη σου (μακριά από μας η «ευκολία» των αναγνωσμάτων) αλλά ίσα ίσα γιατί στενοχωρήθηκες, πιέστηκες ίσως σε μερικές του σελίδες, ένιωσες την απόγνωση του ήρωα που σαν νέος Ιώβ της Βίβλου μεταμορφώνεται σε πάσχον πρόσωπο. Για όλα αυτά που επισημαίνει και ο Ζουμπουλάκης επιχειρώντας να δείξει το αυτονόητο που έμεινε ασχολίαστο από κάποιους που επιχείρησαν να κρίνουν το απαράμιλλο αυτό δείγμα γραφής του Ροτ, δηλαδή την αναλογία ανάμεσα στο βιβλικό πρόσωπο και στον ήρωα του μυθιστορήματος, τον Μέντελ. Όπως ο βιβλικός Ιώβ πάσχει και εξεγείρεται, έτσι και ο μυθοπλαστικός Μέντελ κανονίζει την περαιτέρω στάση του με τον Θεό.

«Ο Ιώβ, όταν εξεγείρεται, θέλει να μιλήσει με τον Θεό, να λογαριαστεί μαζί του. Ο Μέντελ αντίθετα θέλει να κλείσει κάθε λογαριασμό με τον Θεό»

Πιστοί απολύτως και οι δύο φτάνουν στην εξέγερση, με τον τρόπο του ο καθένας (μια που και η αμφισβήτηση του Θεού εξέγερση νοείται) χωρίς αυτό να μας ξαφνιάζει.

«Η πίστη είναι η προϋπόθεση της εξέγερσης»

Μια αίσθηση που σου δημιουργεί η σκέψη του Σταύρου Ζουμπουλάκη, έτσι όπως ξεδιπλώνεται καθώς «διαβάζει» με τον τρόπο του τα μυθιστορήματα, είναι ότι κατορθώνει να σου δείξει αυτό το αυτονόητο της απλής λογικής, για να επανέλθουμε στο θέμα της αθωότητας της ανάγνωσης. Με αυτόν τον τρόπο προσέγγισης θα μας ανοίξει τις σελίδες της «Επιχείρησης Σάυλωκ» του Φίλιπ Ροθ και θα μιλήσει για το προσφιλές του θέμα, το εβραϊκό ζήτημα ή καλύτερα, για το μέγα ερώτημα του Θεού, όπως αυτό γεννιέται μέσα στον άνθρωπο και αναπόφευκτα καταγράφεται με ποικίλους τρόπους στη λογοτεχνία.

«Οι Εβραίοι είναι καταδικασμένοι να είναι εξαίρεση. Εξαίρεση αιματηρή. Εδώ άλλωστε, στην αιματηρότητα, στη βία, βρίσκεται το κρίσιμο ερώτημα το οποίο θέτει απαιτητικά ενώπιόν μας η εβραϊκή εξαίρεση, το κατά πόσον δηλαδή μπορούμε να υπάρξουμε, ατομικά ή συλλογικά, ως εξαιρέσεις, χωρίς να γινόμαστε αντικείμενο της βίας και του μίσους του άλλου […] Με τι αντίτιμο έχουν πληρώσει ο Εβραίοι αυτήν την οδυνηρή μέχρι σήμερα εξαίρεση, αυτήν την ανέφικτη ως τώρα κανονικότητα, το ξέρουμε όλοι. Με τι αντάλλαγμα έχουν πληρωθεί είναι δική τους κυρίως υπόθεση να το κρίνουν και να το πουν»


Μελετά ακόμη τον Γκράχαμ Γκρην, τον Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ, την Φλάννερυ Ο’ Κόννορ, την Μέριλιν Ρόμπινσον, τον Οκτάβιο Πας και τέλος τον Μισέλ Ουελμπέκ. Σχολιάζοντας το έργο του τελευταίου «Ο χάρτης και η επικράτεια» θα σταθεί στο θέμα της καύσης των νεκρών για να διατυπώσει την προσωπική του άρνηση σε κάτι που πολλούς θιασώτες έχει σήμερα, εκτιμώντας πως η αποτέφρωση των νεκρών θα συνιστούσε
«έναν γενικευμένο, ασφαλώς, μηδενισμό, είτε αυτός είναι φιλοσοφημένος είτε είναι τρέχων και καθημερινός»
Φυσικά το ζητούμενο εδώ δεν είναι να σχολαστεί η άποψη του Ζουμπουλάκη αλλά ο τρόπος ανάγνωσης του Ουελμπέκ που επιχειρεί. Θυμίζει τον αναγνώστη που διαβάζει κάτι, διαφωνεί και εξεγείρεται όπως μπορεί. Άλλωστε ο Ουελμπέκ είθισται να δημιουργεί ποικίλες διαφωνίες με τα γραφόμενά του. Ίσως αυτό να είναι που μας αρέσει, ίσως ακριβώς το αιρετικό του γράψιμο να είναι και ο λόγος που μας συστήνει τελικά ο Ζουμπουλάκης αυτόν τον συγγραφέα.
          Στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται μια εισήγηση, στη 2η Διεθνή Συνάντηση του περιοδικού  L’ Atelier du roman, στη Θεσσαλονίκη, 29-30 Σεπτεμβρίου 2000.
Εκεί θα διατυπώσει τον προβληματισμό του για το μέλλον της λογοτεχνίας

«Αν έρθουμε στη λογοτεχνία, ξέρετε ότι στο ίντερνετ γράφονται χιλιάδες ποιήματα –κάκιστα ποιήματα, αλλά αυτό δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω– από ανθρώπους που δεν θα φιλοξενούνταν ποτέ σε ένα οποιοδήποτε έντυπο (από μια μάνα, επί παραδείγματι, για το νεογέννητό της, από ένα νεαρό που τον εγκατέλειψε η κοπέλα του, από μια γυναίκα που έχασε τον πατέρα της και ούτω καθεξής) και τα οποία δέχονται χιλιάδες επισκέψεις. Μπορούμε αυτή τη σχέση και αυτή τη συλλογικότητα να τις αγνοήσουμε; Το ερώτημα λοιπόν είναι κατά πόσον το ίντερνετ θα επηρεάσει τη γραφή, τη λογοτεχνία και τα είδη της. Το μυθιστόρημα, όπως το εννοούμε σήμερα, δεν θα υπήρχε χωρίς την τυπογραφία, πώς θα συνυπάρξει άραγε με το διαδίκτυο;»

Έχουν περάσει βέβαια κάποια χρόνια από τότε που τα έλεγε αυτά ο Σταύρος Ζουμπουλάκης. Έχουν αλλάξει κάπως τα πράγματα στο διαδίκτυο, έχει αυτό εξαπλωθεί πολύ περισσότερο και έχει αλλάξει και η σύνθεση πια του σώματος των χρηστών του, καθόσον πλέον θεωρείται απαραίτητη η συμμετοχή στη δικτύωσή του, αν κάποιος θέλει να επικοινωνεί, να ενημερώνεται και να δημοσιοποιεί το δικό του status. Εφημερίδες, περιοδικά λαμβάνουν εξίσου σοβαρά υπόψη τους την αποδοχή που έχουν στο κοινό του διαδικτύου με αυτήν που έχουν ως έντυπα και μόνον. Συγγραφείς, εκδότες, κριτικοί επικοινωνούν με το αναγνωστικό κοινό με πολύ πιο άμεσο τρόπο, και όλο αυτό κάνει το διαδίκτυο πολύτιμο και χρηστικό απολύτως. Οπωσδήποτε, όμως, με τον προβληματισμό του εδώ ο Ζουμπουλάκης (αλλά κυρίως με την ανάγνωση που επιχείρησε  στα συγκεκριμένα έργα σε όλο το βιβλίο του) συμβάλλει στη  γενικότερη συζήτηση για τη θέση που έχει σήμερα το μυθιστόρημα.
Το μυθιστόρημα προϋποθέτει μια δομημένη κοινωνία που παίρνει σοβαρά τις αξίες της (θυμάμαι εδώ τη σκέψη του Δημοσθένη Κούρτοβικ).  Μια κοινωνία που δεν τολμά ίσως ή αδυνατεί εκ φύσεως να κοιτάξει το πρόσωπό της στον καθρέφτη, με  τεράστιο το έλλειμμα αυτοσυνειδησίας ίσως αποδεικνύεται ανεπαρκής. Βασική προϋπόθεση για τη δομημένη γραφή ενός μυθιστορήματος (πόσο περισσότερο αν μιλάμε για το μεγάλο του είδους) είναι η σαφής γνώση εκ μέρους του συγγραφέα των ορίων μέσα στα οποία θα τοποθετήσει τον ήρωά του. Και αυτή η γνώση αφορά και τα προσωπικά όρια και τα όρια του κόσμου που τον περιβάλλει. Κυρίως όμως αφορά τη συνύπαρξη των δύο, την τοποθέτηση του ήρωα μέσα στον κόσμο. Αν ο καθρέφτης είναι παραμορφωτικός, τα είδωλα αποβαίνουν ψεύτικα και, όπως είναι αναμενόμενο, και η γραφή μη πειστική.

Ο Μίλαν Κούντερα στο δοκίμιό του «Η τέχνη του μυθιστορήματος» επισημαίνει: «Κάθε μυθιστόρημα λέει στον αναγνώστη “τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα από όσο νομίζεις” ».

Ίσως τελικά αυτό το περίπλοκο της ζωής να είναι και η αρχή της έμπνευσης για τη δημιουργία του μυθιστορήματος, αν παρακάμψουμε τα εγγενή εμπόδια που παρεμβάλλονται κάθε φορά που η κοινωνία θα αδυνατεί να υποστηρίξει αυτό το λογοτεχνικό βήμα. Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης έθεσε τη σκέψη μας «υπό το φως του μυθιστορήματος» προσφέροντας άπλετη θέα σε πολλά ενδιαφέροντα θέματα που αφορούν τη συγγραφή, την έμπνευση, τη μυθοπλασία του. Άλλωστε δεν είναι τυχαία η εισαγωγική του αναφορά στην εμβληματική αρχή του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος, τον Δον Κιχότη. Δηλώνοντας ο ίδιος θαυμαστής του Θερβάντες, παραθέτει τη σκέψη ενός άλλου επίσης μαγεμένου από τον αινιγματικό αυτόν ιππότη:

«Ο Δον Κιχότης και ο Σάντσο Πάντσα γεννήθηκαν για να γράψει ο Θερβάντες τη ζωή τους και για να τη σχολάσω εγώ. Ο Θερβάντες γεννήθηκε για να τη διηγηθεί και εγώ για να τη σχολιάσω» (Miguel de Unamuno, «Η ζωή του Δον Κιχότη και του Σάντσο Πάντσα, 1905).

Καθόλου εγωιστικό το παραπάνω. Άλλο είναι το νόημα, και αυτό μπορεί να το αντιληφθεί κάθε αναγνώστης που αγαπά το μέγιστο αυτό δημιούργημα της λογοτεχνικής έμπνευσης, δηλαδή το μυθιστόρημα. Έτσι όπως το αγάπησε και ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, ο οποίος δηλώνει πρωτίστως αναγνώστης.

Διώνη Δημητριάδου



 Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

«Η κρυφή πόρτα» του Αλέξη Πανσέληνου




γράφει και επιμελείται η Διώνη Δημητριάδου*



του Αλέξη Πανσέληνου

από τις εκδόσεις Μεταίχμιο

Είναι αμφιλεγόμενο θέμα αν μπορεί να γραφεί εν μέσω κρίσης (πολύπλευρης, όπως τούτη που ζούμε) αληθινή λογοτεχνία, κυρίως όταν επιλέγει τα θέματά της από αυτήν ακριβώς την κρίση κάνοντας ευθεία αναφορά σ’ αυτήν. Ισχύει σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, το γεγονός ότι η τέχνη εκφράζει τη εποχή της, πηγάζει απ’ αυτήν και μιλάει με τις εικόνες της, είτε αυτές είναι απολύτως εμφανείς είτε απαιτούν βαθύτερη διείσδυση για να αποκρυπτογραφηθεί η συγγένεια μαζί της. Δεν μπορεί κανείς να αποκοπεί από τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει, και αυτόν αποδίδει με τον ιδιαίτερο τρόπο έκφρασης, ερμηνεύοντας τις παραμέτρους του με τους δικούς του κώδικες επικοινωνίας. Άρα μοιάζει αναπόφευκτος ο σχολιασμός μέσα στο έργο, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, αυτής της πραγματικότητας που βιώνει ο συγγραφέας.
Στην περίπτωση του τελευταίου βιβλίου του Αλέξη Πανσέληνου ισχύει ακριβώς το παραπάνω. Έχουμε μια ιστορία με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της νουβέλας (μυθιστόρημα εντούτοις κατά την άποψη της έκδοσης) η οποία εκτυλίσσεται με φόντο τα πολύ πρόσφατα γεγονότα, από το καλοκαίρι του 2014 μέχρι τον Γενάρη του 2015. Μέσα από όλους τους προβληματισμένους (στην καλύτερη περίπτωση) χαρακτήρες που συναντάμε γύρω μας, ανθρώπους που συνειδητοποιούν την αδιέξοδη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ζωή τους, επιλέγει τον πλέον παραιτημένο. Έναν μεσήλικα συνταξιούχο, συγγραφέα και μεταφραστή, που έχει βυθιστεί συνειδητά σε μια ρουτίνα ασφαλείας αποφεύγοντας συναισθηματικές συγκινήσεις και περιφρουρώντας την ιδιωτικότητά του σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας (Ασκληπιού), που κάποτε στέγαζε τον ίδιο, σε πολύ νεότερη ηλικία, και τη μητέρα του. Επιστροφή, θα λέγαμε, στα  παλιά και γνώριμα μετά από έναν αποτυχημένο γάμο κι ένα διαζύγιο.
«Τα γειτονικά μπαλκόνια και τα παράθυρα ήταν ο νέος κοινωνικός του περίγυρος. Παρατηρούσε τους απέναντι όπως κοιτάμε τα έργα στην τηλεόραση.»
Δυάρι το διαμέρισμα αλλά επικοινωνεί μέσω μιας κρυφής πόρτας με ένα πανομοιότυπο δυάρι – κάποτε τα δύο αυτά ήταν ενωμένα. Πώς είναι αλήθεια να “συγκατοικείς” με κάποιον άγνωστο ξέροντας πως αρκεί ια απλή κίνηση για να ανοίξει αυτή η πόρτα και να βρεθεί ο ένας στο σπίτι του άλλου; Γιατί, ο Ευγένιος θα νοικιάσει το διπλανό σπίτι σε μια κοπέλα, η οποία θα τον αναστατώσει όχι μόνο με τη μυρωδάτη αύρα της αλλά και με το μυστήριο που την περιτριγυρίζει.
«Την ίδια στιγμή η μυρωδιά της Μαρίας τον τύλιξε. Πριν μπει ακόμη στο οπτικό του πεδίο, κατάλαβε πως είχε έρθει και στεκόταν δίπλα του.»
Αυτή η ενδιάμεση πόρτα επικοινωνίας πολλές φορές θα φτάσει στο σημείο να κλείσει με την τοποθέτηση κάποιου επίπλου που θα εμποδίζει την πρόσβαση του ενός στον χώρο του άλλου, όμως πάντα περιέργως θα μένει ανοικτή.
Όπως ανοικτό θα παραμένει και το ερώτημα τι κάνουμε τώρα που θα θέτει διαρκώς ο ήρωας στον εαυτό του.
«Η κρυφή πόρτα που παλιότερα δεν την έβλεπε καν, τώρα ξεχώριζε οδυνηρά στον μεσότοιχο, σαν να είχε αποκτήσει πλαίσιο από φλόγες.»


Γύρω από τους δύο αυτούς βασικούς χαρακτήρες κινούνται περιφερειακά και αποστασιοποιημένα η κυρία Βεατρίκη, από τον εκδοτικό οίκο που συνεργάζεται ο Ευγένιος, η Αυγή, το “πανκιό” που δουλεύει στον φούρνο της γειτονιάς αλλά παράλληλα φιλοδοξεί να εκδώσει τα ποιήματά της, ο Στέφανος και ο Γεράσιμος, φίλοι, και δύο γυναικείες φιγούρες, η Ηρώ και η Σωτηρία, που μόνον ως απόηχος της ζωής που πέρασε μαζί τους εξακολουθούν να απασχολούν τη σκέψη του. Στις πρώτες σελίδες ο συγγραφέας, ακολουθώντας κανόνες της γραφής “παλαιάς κοπής” κάνει μια εκτενή αναφορά σε πρόσωπα και καταστάσεις 


προκειμένου να γίνουν πιο προσιτά στην ανάγνωση τα πρόσωπα της ιστορίας αλλά και το κλίμα της εποχής. Μετά σιγά σιγά προχωρεί στην πλοκή και γύρω στα μισά του βιβλίου απογειώνει τη γραφή του μέσα σε μια ατμόσφαιρα με στοιχεία θρίλερ. Με αργές κινήσεις ανασηκώνει το πέπλο μυστηρίου που καλύπτει τη νοικάρισσα του Ευγένιου Μαρία Καϊμάκη για να ξαφνιάσει και αυτόν αλλά και τον αναγνώστη μαζί. Αυτή η αποκάλυψη αναπόφευκτα θα συντελέσει στην αλλαγή του ήρωα που χάνει πλέον τον ήρεμο και προγραμματισμένο βηματισμό του.
Είναι πάντοτε σημαντικές οι αλλαγές που νιώθουμε να μας καταλαμβάνουν, πόσο περισσότερο όταν αυτές έρχονται και μας χτυπούν την πόρτα σε πιο ώριμη ηλικία και πόσο περισσότερο ακόμη όταν αυτή η πόρτα είναι -ευφυώς ονομαζόμενη από τον συγγραφέα- “κρυφή”.
Ο Ευγένιος επιλέγει να ανοίξει την κρυφή πόρτα, μόνο που από το άνοιγμά της θα προβάλει απειλητική και η κατάρρευσή του. Και αυτή η διάλυση θα συμβαδίσει με τη διάλυση του κόσμου γύρω του. Όταν ο πολιτικός κόσμος κατάφωρα διαψεύδει ό, τι πίστεψες, όταν ο κοινωνικός ιστός ξηλώνεται με γοργούς ρυθμούς, όταν δεν έχεις πια σε τι να πιστέψεις από τα κάλπικα γύρω σου, στρέφεσαι στον μικρόκοσμό σου και εκεί αναζητάς την προστασία των δεδομένων τη ζωής σου. Τι γίνεται όμως όταν αυτός ο μικρόκοσμος πρώτος σε έχει διαψεύσει;
Για πρώτη φορά θα δώσει προσοχή ο Ευγένιος στον άστεγο που κοιμάται λίγο πιο κάτω από το σπίτι του στα σκαλιά ενός υπογείου. Ίσως εκεί δίπλα του υπάρχει ακόμη ίχνος ζεστασιάς. Η απόλυτη συντριβή.
«Καθισμένος στο πεζούλι κοιτούσε και έβλεπε στο βάθος την πολυκατοικία του να σχηματίζει με τη γωνία της κάτι σαν πλώρη καραβιού· και πάνω από τα τρία ρετιρέ και τις τέντες, τα φυτά που πρόβαλλαν από τα κάγκελα και τις κεραίες της τηλεόρασης που μοιάζαν με κατάρτια· τα σύννεφα έτρεχαν προς τα πίσω σπρωγμένα από τον νοτιά, και όλο το κτίριο έμοιαζε να τρέχει βιαστικά προς τη φουρτούνα που παραμόνευε στο πέλαγος.»
Η ιστορία τελειώνοντας αφήνει ερωτηματικά στον αναγνώστη. Φτάνεις στην τελευταία σελίδα και δεν έχεις πάρει απάντηση για τη σημασία που έχουν στη ζωή του κάποια πρόσωπα περίεργα (όπως η μαστουρωμένη στα Εξάρχεια ή η μισότρελη παλιά του φιλενάδα) που τον ξαφνιάζουν και τον φοβίζουν δηλώνοντας την παρουσία τους σε καθοριστικές στιγμές. Ίσως αυτή κρυφή πόρτα να προκαλεί και τον αναγνώστη να τη διαβεί. Άλλωστε η λογοτεχνία δεν είναι εδώ για να λύνει όλα τα μυστήρια. Συχνά κάποια κείμενα τα αγαπάμε για τις μυστικές τους, “κρυφές πόρτες”. Όπως αυτό εδώ που είναι από τα καλύτερα του συγγραφέα στο δέσιμο της πλοκής, στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων αλλά και στη χρήση μιας λογοτεχνικής  γλώσσας από τις πιο ζωντανές και νευρώδεις της πεζογραφίας μας.
 Τελικά μπορεί η κρίση να γεννάει συγγραφείς; Ίσως αυτό να ισχύει για κάποιους νεότερους που βρίσκουν έδαφος να αναπτύξουν μια επίκαιρη πλοκή. Στην περίπτωση, όμως, ενός πολύπειρου της γραφής, όπως ο Αλέξης Πανσέληνος, η αναφορά στην τωρινή πολύπαθη  εποχή νομίζω πως απλώς εξυπηρέτησε την αναλογία ανάμεσα στην κατάρρευση του κόσμου γύρω με τη διάλυση του ήρωα. Αυτά τα δύο μεγέθη τραγικότητας έδεσαν απολύτως μέσα στις σελίδες του βιβλίου.


Διώνη Δημητριάδου



Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»