γράφει και επιμελείται η Διώνη Δημητριάδου*
του Αλέξη Πανσέληνου
από τις εκδόσεις
Μεταίχμιο
Είναι αμφιλεγόμενο θέμα αν μπορεί να γραφεί εν μέσω κρίσης
(πολύπλευρης, όπως τούτη που ζούμε) αληθινή λογοτεχνία, κυρίως όταν επιλέγει τα
θέματά της από αυτήν ακριβώς την κρίση κάνοντας ευθεία αναφορά σ’ αυτήν. Ισχύει
σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, το γεγονός ότι η τέχνη εκφράζει τη εποχή της,
πηγάζει απ’ αυτήν και μιλάει με τις εικόνες της, είτε αυτές είναι απολύτως
εμφανείς είτε απαιτούν βαθύτερη διείσδυση για να αποκρυπτογραφηθεί η συγγένεια
μαζί της. Δεν μπορεί κανείς να αποκοπεί από τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει, και
αυτόν αποδίδει με τον ιδιαίτερο τρόπο έκφρασης, ερμηνεύοντας τις παραμέτρους
του με τους δικούς του κώδικες επικοινωνίας. Άρα μοιάζει αναπόφευκτος ο
σχολιασμός μέσα στο έργο, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, αυτής της πραγματικότητας
που βιώνει ο συγγραφέας.
Στην περίπτωση του τελευταίου βιβλίου του Αλέξη Πανσέληνου
ισχύει ακριβώς το παραπάνω. Έχουμε μια ιστορία με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα
της νουβέλας (μυθιστόρημα εντούτοις κατά την άποψη της έκδοσης) η οποία
εκτυλίσσεται με φόντο τα πολύ πρόσφατα γεγονότα, από το καλοκαίρι του 2014
μέχρι τον Γενάρη του 2015. Μέσα από όλους τους προβληματισμένους (στην καλύτερη
περίπτωση) χαρακτήρες που συναντάμε γύρω μας, ανθρώπους που συνειδητοποιούν την
αδιέξοδη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ζωή τους, επιλέγει τον πλέον
παραιτημένο. Έναν μεσήλικα συνταξιούχο, συγγραφέα και μεταφραστή, που έχει
βυθιστεί συνειδητά σε μια ρουτίνα ασφαλείας αποφεύγοντας συναισθηματικές
συγκινήσεις και περιφρουρώντας την ιδιωτικότητά του σε ένα διαμέρισμα στο
κέντρο της Αθήνας (Ασκληπιού), που κάποτε στέγαζε τον ίδιο, σε πολύ νεότερη
ηλικία, και τη μητέρα του. Επιστροφή, θα λέγαμε, στα παλιά και γνώριμα μετά από έναν αποτυχημένο
γάμο κι ένα διαζύγιο.
«Τα γειτονικά
μπαλκόνια και τα παράθυρα ήταν ο νέος κοινωνικός του περίγυρος. Παρατηρούσε
τους απέναντι όπως κοιτάμε τα έργα στην τηλεόραση.»
Δυάρι το διαμέρισμα αλλά επικοινωνεί μέσω μιας κρυφής πόρτας
με ένα πανομοιότυπο δυάρι – κάποτε τα δύο αυτά ήταν ενωμένα. Πώς είναι αλήθεια
να “συγκατοικείς” με κάποιον άγνωστο ξέροντας πως αρκεί ια απλή κίνηση για να
ανοίξει αυτή η πόρτα και να βρεθεί ο ένας στο σπίτι του άλλου; Γιατί, ο
Ευγένιος θα νοικιάσει το διπλανό σπίτι σε μια κοπέλα, η οποία θα τον
αναστατώσει όχι μόνο με τη μυρωδάτη αύρα της αλλά και με το μυστήριο που την
περιτριγυρίζει.
«Την ίδια στιγμή η
μυρωδιά της Μαρίας τον τύλιξε. Πριν μπει ακόμη στο οπτικό του πεδίο, κατάλαβε
πως είχε έρθει και στεκόταν δίπλα του.»
Αυτή η ενδιάμεση πόρτα επικοινωνίας πολλές φορές θα φτάσει
στο σημείο να κλείσει με την τοποθέτηση κάποιου επίπλου που θα εμποδίζει την
πρόσβαση του ενός στον χώρο του άλλου, όμως πάντα περιέργως θα μένει ανοικτή.
Όπως ανοικτό θα παραμένει και το ερώτημα τι κάνουμε τώρα που θα θέτει διαρκώς ο
ήρωας στον εαυτό του.
«Η κρυφή πόρτα που
παλιότερα δεν την έβλεπε καν, τώρα ξεχώριζε οδυνηρά στον μεσότοιχο, σαν να είχε
αποκτήσει πλαίσιο από φλόγες.»
Γύρω από τους δύο αυτούς βασικούς χαρακτήρες κινούνται περιφερειακά και αποστασιοποιημένα η κυρία Βεατρίκη, από τον εκδοτικό οίκο που συνεργάζεται ο Ευγένιος, η Αυγή, το “πανκιό” που δουλεύει στον φούρνο της γειτονιάς αλλά παράλληλα φιλοδοξεί να εκδώσει τα ποιήματά της, ο Στέφανος και ο Γεράσιμος, φίλοι, και δύο γυναικείες φιγούρες, η Ηρώ και η Σωτηρία, που μόνον ως απόηχος της ζωής που πέρασε μαζί τους εξακολουθούν να απασχολούν τη σκέψη του. Στις πρώτες σελίδες ο συγγραφέας, ακολουθώντας κανόνες της γραφής “παλαιάς κοπής” κάνει μια εκτενή αναφορά σε πρόσωπα και καταστάσεις
προκειμένου να γίνουν πιο προσιτά στην ανάγνωση τα πρόσωπα
της ιστορίας αλλά και το κλίμα της εποχής. Μετά σιγά σιγά προχωρεί στην πλοκή
και γύρω στα μισά του βιβλίου απογειώνει τη γραφή του μέσα σε μια ατμόσφαιρα με
στοιχεία θρίλερ. Με αργές κινήσεις ανασηκώνει το πέπλο μυστηρίου που καλύπτει
τη νοικάρισσα του Ευγένιου Μαρία Καϊμάκη για να ξαφνιάσει και αυτόν αλλά και
τον αναγνώστη μαζί. Αυτή η αποκάλυψη αναπόφευκτα θα συντελέσει στην αλλαγή του
ήρωα που χάνει πλέον τον ήρεμο και προγραμματισμένο βηματισμό του.
Είναι πάντοτε σημαντικές οι αλλαγές που νιώθουμε να μας
καταλαμβάνουν, πόσο περισσότερο όταν αυτές έρχονται και μας χτυπούν την πόρτα
σε πιο ώριμη ηλικία και πόσο περισσότερο ακόμη όταν αυτή η πόρτα είναι -ευφυώς
ονομαζόμενη από τον συγγραφέα- “κρυφή”.
Ο Ευγένιος επιλέγει να ανοίξει την κρυφή πόρτα, μόνο που από
το άνοιγμά της θα προβάλει απειλητική και η κατάρρευσή του. Και αυτή η διάλυση
θα συμβαδίσει με τη διάλυση του κόσμου γύρω του. Όταν ο πολιτικός κόσμος
κατάφωρα διαψεύδει ό, τι πίστεψες, όταν ο κοινωνικός ιστός ξηλώνεται με γοργούς
ρυθμούς, όταν δεν έχεις πια σε τι να πιστέψεις από τα κάλπικα γύρω σου,
στρέφεσαι στον μικρόκοσμό σου και εκεί αναζητάς την προστασία των δεδομένων τη
ζωής σου. Τι γίνεται όμως όταν αυτός ο μικρόκοσμος πρώτος σε έχει διαψεύσει;
Για πρώτη φορά θα δώσει προσοχή ο Ευγένιος στον άστεγο που
κοιμάται λίγο πιο κάτω από το σπίτι του στα σκαλιά ενός υπογείου. Ίσως εκεί
δίπλα του υπάρχει ακόμη ίχνος ζεστασιάς. Η απόλυτη συντριβή.
«Καθισμένος στο
πεζούλι κοιτούσε και έβλεπε στο βάθος την πολυκατοικία του να σχηματίζει με τη
γωνία της κάτι σαν πλώρη καραβιού· και πάνω από τα τρία ρετιρέ και τις τέντες,
τα φυτά που πρόβαλλαν από τα κάγκελα και τις κεραίες της τηλεόρασης που μοιάζαν
με κατάρτια· τα σύννεφα έτρεχαν προς τα πίσω σπρωγμένα από τον νοτιά, και όλο
το κτίριο έμοιαζε να τρέχει βιαστικά προς τη φουρτούνα που παραμόνευε στο
πέλαγος.»
Η ιστορία τελειώνοντας αφήνει ερωτηματικά στον αναγνώστη.
Φτάνεις στην τελευταία σελίδα και δεν έχεις πάρει απάντηση για τη σημασία που
έχουν στη ζωή του κάποια πρόσωπα περίεργα (όπως η μαστουρωμένη στα Εξάρχεια ή η
μισότρελη παλιά του φιλενάδα) που τον ξαφνιάζουν και τον φοβίζουν δηλώνοντας
την παρουσία τους σε καθοριστικές στιγμές. Ίσως αυτή κρυφή πόρτα να προκαλεί
και τον αναγνώστη να τη διαβεί. Άλλωστε η λογοτεχνία δεν είναι εδώ για να λύνει
όλα τα μυστήρια. Συχνά κάποια κείμενα τα αγαπάμε για τις μυστικές τους, “κρυφές
πόρτες”. Όπως αυτό εδώ που είναι από τα καλύτερα του συγγραφέα στο δέσιμο της
πλοκής, στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων αλλά και στη χρήση μιας
λογοτεχνικής γλώσσας από τις πιο
ζωντανές και νευρώδεις της πεζογραφίας μας.
Τελικά μπορεί η κρίση
να γεννάει συγγραφείς; Ίσως αυτό να ισχύει για κάποιους νεότερους που βρίσκουν
έδαφος να αναπτύξουν μια επίκαιρη πλοκή. Στην περίπτωση, όμως, ενός πολύπειρου
της γραφής, όπως ο Αλέξης Πανσέληνος, η αναφορά στην τωρινή πολύπαθη εποχή νομίζω πως απλώς εξυπηρέτησε την
αναλογία ανάμεσα στην κατάρρευση του κόσμου γύρω με τη διάλυση του ήρωα. Αυτά τα
δύο μεγέθη τραγικότητας έδεσαν απολύτως μέσα στις σελίδες του βιβλίου.
Διώνη Δημητριάδου
Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου