εκδόσεις Πόλις
«Η αδερφή μου, η
αρρώστια της και η σχέση μου μαζί της καθόρισαν τον τρόπο που βλέπω τα
πράγματα, που κρίνω, ιεραρχώ, αξιολογώ.»
Με τον απόλυτο χαρακτήρα του λόγου της και μέσα σε ελάχιστες
λέξεις αυτή η διαπίστωση περικλείει τη βαρύτητα που προσδίδει μια αρρώστια και
ένας θάνατος σε μία σχέση στενή, όπως η αδελφική. Ταυτόχρονα τοποθετεί ανάμεσα
στα βασικά φιλοσοφικά ζητήματα και αυτό της αρρώστιας. Όπως στον «Μύθο του
Σίσυφου» ο Αλμπέρ Καμύ έθιξε το ζήτημα της αυτοκτονίας -θεωρώντας πως απαντά
στο ερώτημα αν αξίζει ή όχι η ζωή- έτσι εδώ ο Σταύρος Ζουμπουλάκης επιχειρεί να
δομήσει την ανθρώπινη ύπαρξη πάνω στο γερό υπόστρωμα της επίδρασης που ασκεί η
αρρώστια. Και σ’ αυτόν που νοσεί αλλά
και σ’ αυτόν που ψάχνει να δικαιολογήσει το ‘γιατί’ πίσω από τη φθορά
του σώματος.
Έτσι, ενώ αυτό το αφήγημα γράφτηκε με αφορμή τον θάνατο της
αδελφής του μετά από μακροχρόνια αρρώστια, δεν αποτελεί απλώς ένα χρονικό της
πορείας προς το προδιαγεγραμμένο τέλος, αλλά κυρίως συνιστά ένα φιλοσοφικό
δοκίμιο υπαρξιακού χαρακτήρα.
Η οδύνη ίσως είναι ο μόνος δρόμος που μπορεί να διανυθεί σε
απόλυτη μοναξιά προκειμένου να προσεγγισθεί το απώτατο σημείο στο οποίο
στοχεύει ο άνθρωπος. Και ίσως αυτό να είναι και το σημείο υπεροχής του απέναντι
σε μια θεϊκή οντότητα που δεν εμπεριέχει την πιθανότητα της οδύνης. Ο απών
Θεός, αυτός που εγκαταλείπει τον άνθρωπο μόνο, μέσα σε μια ανελέητη και αφόρητη
επιδίωξη προσωπικής ελευθερίας, που έρχεται ως κέρδος της εγκατάλειψής του,
αυτός ο Θεός αποκτά το φορτίο της αδικίας στα μάτια του ανθρώπου που
βασανίζεται και αγνοεί το ‘γιατί’ της οδύνης του.
Ο αφηγητής βίωσε αυτό τον απόλυτο πόνο βλέποντας την αδελφή
του να παλεύει με μια αρρώστια που τη βασάνιζε και την καθήλωνε στις περιόδους
της κρίσης της. Κι ενώ η ίδια δεν σταμάτησε να ζει τη ζωή της με όποιον
πρόσφορο τρόπο επινοούσε, εκείνος στη θέση του παρατηρητή της φθοράς και του
συμπαραστάτη στον πόνο, πάλευε με το μυαλό του να δώσει κάποια λογική υπόσταση
στον παραλογισμό της αιφνίδιας ανατροπής των δεδομένων της ζωής. Με τον γερό
οπλισμό που δίνει η ενασχόληση με το διάβασμα, η λογοτεχνία, η ποίηση, εφόδια
που η αδελφή του είχε φροντίσει να δείξει την αξία τους σ’ αυτόν τον μικρότερο,
έτσι όπως από νωρίς διάβαζαν ποίηση ψυχανεμιζόμενοι πως ίσως κάπου εκεί στα
λίγο ή πολύ δυσνόητα των στίχων αλλά και στη δισήμαντη ή πολυσήμαντη
μεταφορικότητα των λέξεων κρυβόταν μεγάλο μέρος από το νόημα αυτού του κόσμου.
Την αξία αυτής της έγκαιρης επαφής θα τη σχολιάσει ο αφηγητής θεωρώντας ότι
σχέση αληθινή με την ποίηση μπορεί να έχει μόνον εκείνος που στην εφηβική
ηλικία
«ένιωσε σωματική αναστάτωση διαβάζοντας
ένα ποίημα, κι ας μην ήταν σε θέση να κατακτήσει το νόημά του. Όσα ποιητικά
βιβλία ή βιβλία περί ποιήσεως και αν διαβάσει κανείς αργότερα, αν δεν έχει
νιώσει αυτή την αναστάτωση στην εφηβεία του ή στην πρώτη νεότητα, άδικα
κουράζεται. Θα είναι ενδεχομένως σε θέση να αναλύει την τεχνική ενός ποιήματος,
να το ταξινομεί, να το συσχετίζει με άλλα, να αποκρυπτογραφεί τις ιδέες του,
αλλά ποτέ δεν θα του δοθεί να συγκινείται με το ίδιο το ποίημα, να το νιώθει
σωματικά.»
Αυτή η πνευματικότητα ήταν ένας τρόπος επικοινωνίας με την
αδελφή του, κερδισμένος από κοινά αναγνώσματα και συζητήσεις από τα χρόνια της
εφηβείας τους. Σ’ εκείνα τα εφηβικά χρόνια θα αρχίσει να διαμορφώνει ο Σταύρος
Ζουμπουλάκης και την αντίληψή του για τον χριστιανισμό, πιο μακριά από τα
τυπολατρικά και τα εθιμικά και πιο κοντά στον σκεπτικισμό και την αναζήτηση της
ουσίας της σχέσης με τον Θεό. Δείγμα αυτής της στάσης θα δούμε και στο παρόν
αφήγημα, όπου με αφορμή την πορεία της αδελφής του προς τον θάνατο θα
τοποθετηθεί απέναντι στη συνήθη καταφυγή των ανθρώπων στις θεολογικές ερμηνείες
γύρω από τα μεταφυσικά πράγματα. Εκεί θα μας δώσει και την ευφυή διατύπωση:
«οι δογματικές
συζητήσεις μου φαίνονται τόσο ενδιαφέρουσες όσο και οι ταξινομήσεις της
εντομολογίας».
Βαθύτατα ανθρώπινο το αφήγημα, κερδίζει αμέσως τον
αναγνώστη, έτσι όπως ο προβληματισμός του ξεπερνά τα τετριμμένα και
αποκορυφώνεται σε ερωτήματα ουσίας, θεολογικού χαρακτήρα οπωσδήποτε αλλά τόσο
κοντά σ’ αυτή την κοινή ανθρώπινη απόγνωση μπροστά στην απουσία μιας έλλογης
ερμηνείας για όλο τον πόνο και την αδικία στον κόσμο. Μόνο που κι εδώ πλανάται
ο άνθρωπος, όταν απαιτεί όλα να του εξηγηθούν. Η απορία θα παραμείνει, και στο
σημείο αυτό θα πρέπει να δούμε ότι ο λόγος του Σταύρου Ζουμπουλάκη δίνει το
λιθαράκι του στην υπόθεση αναζήτησης μιας ικανοποιητικής τοποθέτησης. Δεν είναι
ο Θεός που θα συνδράμει τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος που θα πρέπει να ανακαλύψει
την παρουσία του Θεού και να ενδυθεί την αγάπη του:
«ο ίδιος ο Θεός
αποσύρεται από αγάπη, για να οδηγήσει τον άνθρωπο να τον αναζητήσει και να τον
αγαπήσει».
Υπάρχει πιο ασφαλής δρόμος προς αυτή την αγάπη του Θεού από
την αγάπη προς τον άλλο πάσχοντα άνθρωπο; Εκεί αποδεικνύεται ότι όλο αυτό, η
πορεία του ανθρώπου και η φιλοσοφική του αναζήτηση δεν θα είναι παρά μια
ματαιόπονη ακαδημαϊκή συζήτηση, αν δεν συναντηθεί με την οδύνη του άλλου. Αυτό
βίωσε και ο αφηγητής μέσα από την εμπειρία της συμπόρευσης με την αδελφή του.
Γι’ αυτό και θέλησε αμέσως μετά το τέλος της να καταγράψει σκέψεις και να τις
κοινοποιήσει με τη μορφή αυτού του βιβλίου. Ο ίδιος θα πει ότι όλο αυτό ήταν
«μια καθαρτήρια αυτοθεραπευτική διαδικασία».
Ένα ξεκαθάρισμα των προσωπικών του λογαριασμών. Έτσι θα
είναι. Ωστόσο, για όποιον το διαβάζει αποτελεί μια αφορμή για το δικό του
ξεκαθάρισμα, για τη δική του ιεράρχηση και την προσωπική του τοποθέτηση
απέναντι στις οδύνες του.
Διώνη Δημητριάδου
Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου