Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

Διονύσιος Σολωμός - Ὁ Κρητικός (ἀπόσπασμα)

 


XVII.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ἐκοίταα, κι ἤτανε μακριὰ ἀκόμη τ᾿ ἀκρογιάλι·
«ἀστροπελέκι μου καλό, γιὰ ξαναφέξε πάλι!».
Τρία ἀστροπελέκια ἐπέσανε, ἕνα ξοπίσω στ᾿ ἄλλο,
πολὺ κοντὰ στὴν κορασιά, μὲ βρόντημα μεγάλο·
τὰ πέλαγα στὴν ἀστραπὴ κι ὁ οὐρανὸς ἀντήχαν,
οἱ ἀκρογιαλιὲς καὶ τὰ βουνὰ μ᾿ ὅσες φωνὲς κι ἂν εἶχαν.

XIX.

Πιστέψετε π᾿ ὅ,τι θὰ πῶ εἶν᾿ ἀκριβὴ ἀλήθεια,
μὰ τὲς πολλὲς λαβωματιὲς ποὺ μὄφαγαν τὰ στήθια,
μὰ τοὺς συντρόφους πὄπεσαν στὴν Κρήτη πολεμώντας,
μὰ τὴν ψυχὴ ποὺ μ᾿ ἔκαψε τὸν κόσμο ἀπαρατώντας.
(Λάλησε, Σάλπιγγα, κι ἐγὼ τὸ σάβανο τινάζω,
καὶ σχίζω δρόμο καὶ τσ᾿ ἀχνοὺς ἀναστημένους κράζω:
«Μὴν εἴδετε τὴν ὀμορφιὰ ποὺ τὴν Κοιλάδα ἁγιάζει;
Πέστε, νὰ ἰδεῖτε τὸ καλὸ ἐσεῖς κι ὅ,τι σᾶς μοιάζει.
Καπνὸς δὲ μένει ἀπὸ τὴ γῆ· νιὸς οὐρανὸς ἐγίνη.
Σὰν πρῶτα ἐγὼ τὴν ἀγαπῶ καὶ θὰ κριθῶ μ᾿ αὐτήνη».
«Ψηλὰ τὴν εἴδαμε πρωί· τῆς τρέμαν τὰ λουλούδια,
στὴ θύρα τῆς Παράδεισος ποὺ ἐβγῆκε μὲ τραγούδια·
ἔψαλλε τὴν Ἀνάσταση χαροποιὰ ἡ φωνή της,
κι ἔδειχνεν ἀνυπομονιὰ γιὰ νὰ ῾μπει στὸ κορμί της·
ὁ Οὐρανὸς ὁλόκληρος ἀγρίκαε σαστισμένος,
τὸ κάψιμο ἀργοπόρουνε ὁ κόσμος ὁ ἀναμμένος·
καὶ τώρα ὀμπρὸς τὴν εἴδαμε· ὀγλήγορα σαλεύει·
ὅμως κοιτάζει ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ κάποιονε γυρεύει»).

XX.

Ἀκόμη έβάστουνε ἡ βροντή...
Κι ἡ θάλασσα, ποὺ σκίρτησε σὰν τὸ χοχλὸ ποὺ βράζει,
ἡσύχασε καὶ ἔγινε ὅλο ἡσυχία καὶ πάστρα,
σὰν περιβόλι εὐώδησε κι ἐδέχτηκε ὅλα τ᾿ ἄστρα·
κάτι κρυφὸ μυστήριο ἐστένεψε τὴ φύση
κάθε ὀμορφιὰ νὰ στολιστεῖ καὶ τὸ θυμὸ ν᾿ ἀφήσει.
Δὲν εἶν᾿ πνοὴ στὸν οὐρανό, στὴ θάλασσα, φυσώντας
οὔτε ὅσο κάνει στὸν ἀνθὸ ἡ μέλισσα περνώντας,
ὅμως κοντὰ στὴν κορασιά, ποὺ μ᾿ ἔσφιξε κι ἐχάρη,
ἐσειόνταν τ᾿ ὁλοστρόγγυλο καὶ λαγαρὸ φεγγάρι·
καὶ ξετυλίζει ὀγλήγορα κάτι ποὺ ἐκεῖθε βγαίνει,
κι ὀμπρός μου ἰδοὺ ποὺ βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ἔτρεμε τὸ δροσάτο φῶς στὴ θεϊκιὰ θωριά της,
στὰ μάτια της τὰ ὁλόμαυρα καὶ στὰ χρυσὰ μαλλιά της.

XXI.

Ἐκοίταξε τ᾿ ἀστέρια, κι ἐκεῖνα ἀναγαλλιάσαν,
καὶ τὴν ἀχτινοβόλησαν καὶ δὲν τὴν ἐσκεπάσαν·
κι ἀπὸ τὸ πέλαο, ποὺ πατεῖ χωρὶς νὰ τὸ σουφρώνει,
κυπαρισσένιο ἀνάερα τ᾿ ἀνάστημα σηκώνει,
κι ἀνεῖ τσ᾿ ἀγκάλες μ᾿ ἔρωτα καὶ μὲ ταπεινοσύνη,
κι ἔδειξε πάσαν ὀμορφιὰ καὶ πάσαν καλοσύνη.
Τότε ἀπὸ φῶς μεσημερνὸ ἡ νύχτα πλημμυρίζει,
κι ἡ χτίσις ἔγινε ναὸς ποὺ ὁλοῦθε λαμπυρίζει.
Τέλος σ᾿ ἐμὲ ποὺ βρίσκομουν ὀμπρός της μὲς στὰ ῥεῖθρα,
καταπῶς στέκει στὸ Βοριὰ ἡ πετροκαλαμήθρα,
ὄχι στὴν κόρη, ἀλλὰ σ᾿ ἐμὲ τὴν κεφαλὴ της κλίνει·
τὴν κοίταζα ὁ βαριόμοιρος, μ᾿ ἐκοίταζε κι ἐκείνη.
Ἔλεγα πὼς τὴν εἶχα ἰδεῖ πολὺν καιρὸν ὀπίσω,
κὰν σὲ ναὸ ζωγραφιστὴ μὲ θαυμασμὸ περίσσο,
κάνε τὴν εἶχε ἐρωτικὰ ποιήσει ὁ λογισμός μου,
κὰν τ᾿ ὄνειρο, ὅταν μ᾿ ἔθρεφε τὸ γάλα τῆς μητρός μου·
ἤτανε μνήμη παλαιή, γλυκειὰ κι ἀστοχισμένη,
ποὺ ὀμπρός μου τώρα μ᾿ ὅλη της τὴ δύναμη προβαίνει.
[Σὰν τὸ νερὸ ποὺ τὸ θωρεῖ τὸ μάτι ν᾿ ἀναβρύζει
ξάφνου ὀχ τὰ βάθη τοῦ βουνοῦ, κι ὁ ἥλιος τὸ στολίζει.]
Βρύση ἔγινε τὸ μάτι μου κι ὀμπρὸς του δὲν ἐθώρα,
κι ἔχασα αὐτὸ τὸ θεϊκὸ πρόσωπο γιὰ πολληώρα,
γιατί ἄκουσα τὰ μάτια της μέσα στὰ σωθικά μου·
ἔτρεμαν καὶ δὲ μ᾿ ἄφηναν νὰ βγάλω τὴ μιλιά μου.
Ὅμως αὐτοὶ εἶναι θεοί, καὶ κατοικοῦν ἀπ᾿ ὅπου
βλέπουνε μὲς στὴν ἄβυσσο καὶ στὴν καρδιὰ τ᾿ ἀνθρώπου,
κι ἔνιωθα πὼς μοῦ διάβαζε καλύτερα τὸ νοῦ μου
πάρεξ ἂν ἤθελε τῆς πῶ μὲ θλίψη τοῦ χειλιοῦ μου:
………………………………………………………
«Τ᾿ ἀδέλφια μου τὰ δυνατὰ οἱ Τοῦρκοι μοῦ τ᾿ ἀδράξαν,
τὴν ἀδελφή μου ἀτίμησαν κι ἀμέσως τὴν ἐσφάξαν,
τὸ γέροντα τὸν κύρη μου ἐκάψανε τὸ βράδυ
καὶ τὴν αὐγή μοῦ ρίξανε τὴ μάνα στὸ πηγάδι.
Στὴν Κρήτη..............
Μακριὰ ῾πὸ κεῖθ᾿ ἐγιόμισα τὲς φοῦχτες μου κι ἐβγῆκα.
Βόηθα, Θεά, τὸ τρυφερὸ κλωνάρι μόνο νά ῾χω·
σὲ γκρεμὸ κρέμουμαι βαθύ, κι αὐτὸ βαστῶ μονάχο».

XXII.

Ἐχαμογέλασε γλυκὰ στὸν πόνο τῆς ψυχῆς μου,
κι ἐδάκρυσαν τὰ μάτια της κι ἐμοιάζαν τῆς καλῆς μου.
Ἑχάθη, ἀλί μου, ἀλλ᾿ ἄκουσα τοῦ δάκρυου της ραντίδα
στὸ χέρι, πού ῾χα σηκωτὸ μόλις ἐγὼ τὴν εἶδα. —
Ἐγὼ ἀπὸ κείνη τὴ στιγμὴ δὲν ἔχω πλιὰ τὸ χέρι,
π᾿ ἀγνάντευεν Ἀγαρηνὸ κι ἐγύρευε μαχαίρι·
χαρὰ δὲν τοῦ ῾ναι ὁ πόλεμος· τ᾿ ἁπλώνω τοῦ διαβάτη
ψωμοζητώντας, κι ἔρχεται μὲ δακρυσμένο μάτι·
κι ὅταν χορτάτα δυστυχιὰ τὰ μάτια μου ζαλεύουν,
ἀργά, κι ὀνείρατα σκληρὰ τὴν ξαναζωντανεύουν,
καὶ μέσα στ᾿ ἄγριο πέλαγο τ᾿ ἀστροπελέκι σκάει,
κι ἡ θάλασσα νὰ καταπιεῖ τὴν κόρη ἀναζητάει,
ξυπνῶ φρενίτης, κάθομαι, κι ὁ νοῦς μου κινδυνεύει,
καὶ βάνω τὴν παλάμη μου, κι ἀμέσως γαληνεύει. —
Καὶ τὰ νερά ῾σχιζα μ᾿ αὐτό, τὰ μυριομυρωδάτα,
μὲ δύναμη ποὺ δὲν εἶχα μήτε στὰ πρῶτα νιάτα,
μήτε ὅταν ἐκροτούσαμε, πετώντας τὰ θηκάρια,
μάχη στενὴ μὲ τοὺς πολλοὺς ὀλίγα παλληκάρια,
μήτε ὅταν τὸν μπομπο-Ἰσοὺφ καὶ τσ᾿ ἄλλους δύο βαροῦσα
σύρριζα στὴ Λαβύρινθο π᾿ ἀλαίμαργα πατοῦσα.
Στὸ πλέξιμο τὸ δυνατὸ ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς μου
(κι αὐτό μοῦ τ᾿ αὔξαιν᾿,) ἔκρουζε στὴν πλεύρα τῆς κυρᾶς μου.

Ἄλλὰ τὸ πλέξιμ᾿ ἄργουνε, καὶ μοῦ τ᾿ ἀποκοιμοῦσε,
ἠχός, γλυκύτατος ἠχός, ὁποῦ μὲ προβοδοῦσε.
Δὲν εἶναι κορασιᾶς φωνὴ στὰ δάση ποὺ φουντώνουν,
καὶ βγαίνει τ᾿ ἄστρο τοῦ βραδιοῦ καὶ τὰ νερὰ θολώνουν,
καὶ τὸν κρυφό της ἔρωτα τῆς βρύσης τραγουδάει,
τοῦ δέντρου καὶ τοῦ λουλουδιοῦ ποὺ ἀνοίγει καὶ λυγάει.
Δὲν εἶν᾿ ἀηδόνι, κρητικὸ ποὺ σέρνει, τὴ λαλιά του
σὲ ψηλοὺς βράχους κι ἄγριους ὅπ᾿ ἔχει τὴ φωλιά του,
κι ἀντιβουΐζει ὁλονυχτὶς ἀπὸ πολλὴ γλυκάδα
ἡ θάλασσα πολὺ μακριά, πολὺ μακριὰ ἡ πεδιάδα,
ὥστε ποὺ πρόβαλε ἡ Αὐγὴ καὶ ἔλιωσαν τ᾿ ἀστέρια,
κι ἀκούει κι αὐτὴ καὶ πέφτουν της τὰ ρόδα ἀπὸ τὰ χέρια.
Δὲν εἶν᾿ φιαμπόλι τὸ γλυκὸ ὁποὺ τ᾿ ἀγρίκαα μόνος
στὸν Ψηλορείτη ὅπου συχνὰ μ᾿ ἐτράβουνεν ὁ πόνος,
κι ἔβλεπα τ᾿ ἄστρο τ᾿ οὐρανοῦ μεσουρανὶς νὰ λάμπει
καὶ τοῦ γελοῦσαν τὰ βουνά, τὰ πέλαγα κι οἱ κάμποι·
κι ἐτάραζε τὰ σπλάχνα μου ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα
κι ἐφώναζα: «ὢ θεϊκιὰ κι ὅλη αἵματα Πατρίδα»
κι ἅπλωνα κλαίοντας κατ᾿ αὐτὴ τὰ χέρια μὲ καμάρι·
καλή ῾ν᾿ ἡ μαύρη πέτρα της καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι.
Λαλούμενο, πουλί, φωνή, δὲν εἶναι νὰ ταιριάζει,
ἴσως δὲ σώζεται στὴ γῆ ἦχος ποὺ νὰ τοῦ μοιάζει·
δὲν εἶναι λόγια· ἦχος λεπτός...
δὲν ἤθελε τὸν ξαναπεῖ ὁ ἀντίλαλος κοντά του.
Ἂν εἶν᾿ δὲν ἤξερα κοντά, ἂν ἔρχονται ἀπὸ πέρα·
σὰν τοῦ Μαϊοῦ τὲς εὐωδιὲς γιομίζαν τὸν ἀέρα,
γλυκύτατοι, ἀνεκδιήγητοι...
μόλις εἶν᾿ ἔτσι δυνατὸς ὁ Ἔρωτας καὶ ὁ Χάρος.
Μ᾿ ἄδραχνεν ὅλη τὴν ψυχή, καὶ νά ῾μπει δὲν ἠμπόρει
ὁ οὐρανὸς κι ἡ θάλασσα, κι ἡ ἀκρογιαλιά, κι ἡ κόρη·
μὲ ἄδραχνε, καὶ μ᾿ ἔκανε συχνὰ ν᾿ ἀναζητήσω
τὴ σάρκα μου νὰ χωριστῶ γιὰ νὰ τὸν ἀκλουθήσω.
Ἔπαψε τέλος κι ἄδειασεν ἡ φύσις κι ἡ ψυχή μου,
ποὺ ἐστέναξε κι ἐγιόμισεν εὐθὺς ὀχ τὴν καλή μου·
καὶ τέλος φθάνω στὸ γιαλὸ τὴν ἀρραβωνιασμένη,
τὴν ἀπιθώνω μὲ χαρά, κι ἤτανε πεθαμένη.

1833

Σημ: Σύμφωνα μὲ τὸν Ἰάκωβο Πολυλᾶ, τὸ ποίημα αὐτὸ τοῦ Σολωμοῦ πρέπει νὰ θεωρεῖται «ἀρχὴ τῆς νέας ποιητικῆς ἐποχῆς του». Ὅσο κι ἂν ἡ ἀρίθμηση τῶν ἑνοτήτων προέρχεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ποιητὴ (ποὺ θὰ λογάριαζε στὶς ἑνότητες 1-17 νὰ συνθέσῃ τὴν προϊστορία τῆς ὑποθέσεως), τὸ ποίημα δὲν ἔχει χαρακτήρα ἀποσπασματικό, ἀποτελεῖ δὲ μία ἀπόλυτα συμπαγῆ λυρικὴ ἑνότητα.

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020

Τὸ ἐπίτευγμα τοῦ Σολωμοῦ

Αναδημοσίευση από: Τὸ Βῆμα τῆς Κυριακῆς, 13-12-1998

του Νάσου Βαγενά *


Στὸ τελευταῖο κείμενό μου στὸ «Βῆμα» (29 Νοεμβρίου 1998) εἶχα ὑποστηρίξει ὅτι, ἂν θέλουμε νὰ δοῦμε καθαρότερα τὴ φύση τῆς ποιητικῆς προσπάθειας τοῦ Σολωμοῦ, θὰ πρέπει νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὶς στερεότυπες εἰκόνες τοῦ ἑπτανησιακοῦ καὶ τοῦ ἀθηναϊκοῦ λογοτεχνικοῦ τοπίου τῆς ἐποχῆς του, οἱ ὁποῖες μας ἔχουν παραδοθεῖ ἀπὸ τὴν ἡρωικὴ ἐποχὴ τοῦ δημοτικισμοῦ, νὰ προσδιορίσουμε μὲ μεγαλύτερη ἀκρίβεια τὰ ἑπτανησιακὰ λογοτεχνικὰ καὶ ἐν γένει γραμματειακὰ συμφραζόμενα τῆς σολωμικῆς ποίησης, καὶ νὰ δοῦμε αὐτὰ τὰ συμφραζόμενα μέσα στὸ εὐρύτερο πλαίσιο τῶν ἑλληνικῶν συμφραζομένων τους. Μιὰ τέτοια ἐξέταση θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ καταλάβουμε ὅτι ὁ Σολωμὸς ὄχι μόνο δὲν ἀποτελοῦσε γιὰ τοὺς Ἑπτανησίους τὴ μοναδικὴ πηγὴ ποιητικῆς ἀλήθειας, ὅπως πιστεύεται, ἀλλὰ καὶ ὅτι, ὡς πηγὴ ἀλήθειας, τοὺς ἦταν ἄγνωστος κατὰ τὸ ὠριμότερο καὶ οὐσιαστικότερο μέρος τοῦ ἔργου του. Θὰ μᾶς παροτρύνει, ἀκόμη, νὰ κοιτάξουμε προσεκτικότερα τὶς σχέσεις τοῦ Σολωμοῦ μὲ τοὺς ποιητὲς τοῦ κύκλου του, ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἢ ποὺ μποροῦσαν νὰ ἔχουν πρόσβαση στὸ ἄδηλο γιὰ τοὺς λοιποὺς ἐγχείρημα τῶν μειζόνων ποιητικῶν συνθέσεών του (Ὁ Κρητικός, Οἱ ἐλεύθεροι πολιορκημένοι, Ὁ Πόρφυρας). Τὸ νόημα τῆς γνωστῆς ἐπιστολῆς του στὸν Τερτσέτη (1833) εἶναι προφανές, ὥστε νὰ μὴ χρειάζεται νὰ τὸ περιγράψουμε ἐδῶ. Αὐτὸ ποὺ μποροῦμε νὰ ποῦμε μελετώντας τοὺς στίχους τῶν ποιητῶν του σολωμικοῦ κύκλου εἶναι ὅτι οὔτε καὶ αὐτοὶ μπόρεσαν νὰ ἔρθουν σὲ γόνιμη ἐπαφὴ μὲ τὸ νόημα τῆς σολωμικῆς τέχνης. Τὸν Σολωμὸ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν καταλάβουν, ἢ τουλάχιστον νὰ ὠφεληθοῦν οὐσιαστικὰ ἀπὸ αὐτόν, οὔτε οἱ μαθητές του. Διαφορετικά, θὰ εἶχαν δώσει ἔργα σημαντικότερα, διαμορφωμένα καὶ ἀπὸ τὰ βαθύτερα στοιχεῖα τοῦ διδάγματός του.
Κοιτάζοντας σήμερα τὰ πράγματα μὲ τὴν ὀπτικὴ καθαρότητα ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς προσφέρει ἡ χρονικὴ ἀπόσταση, ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἦταν ἀλλιῶς. Ὁ Σολωμὸς ἦταν μία ποιητικὴ μεγαλοφυΐα, ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ σπάνια ποιητικὰ πνεύματα πού, ἐνίοτε, ὑπερέχουν τόσο πολὺ τῶν συγχρόνων ὁμοτέχνων τους, ὥστε αὐτοὶ νὰ μὴν μποροῦν νὰ τὰ ἀκολουθήσουν. Ἔτσι, ἀνέλαβε μόνος του καὶ χωρὶς οὐσιαστικὴ βοήθεια ἕνα τιτάνιο ποιητικὸ ἔργο, τὸ ὁποῖο ἦταν ἔργο μιᾶς ὁλόκληρης ποιητικῆς γενιᾶς: νὰ διαμορφώσει μία κοινὴ νεοελληνικὴ ποιητικὴ γλώσσα μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν γλωσσικῶν τάσεων καὶ προτάσεων ποὺ κατετίθεντο ἐκείνη τὴν ἐποχή. Τὸ ἔργο αὐτὸ ἔχει ἀρκετὲς ἀναλογίες μὲ τὸ γλωσσικὸ ἔργο ποὺ ἐπετέλεσε ἡ ποίηση τῆς Κρητικῆς Ἀκμῆς, ἀλλὰ μὲ δυὸ σημαντικὲς διαφορές:
1) Ἡ κλίμακα τῆς γλώσσας ποὺ εἶχαν νὰ ἐπεξεργαστοῦν οἱ ποιητές της Κρήτης ἦταν τοπική, ἐνῶ ἐκείνη τοῦ Σολωμοῦ πανελλήνια· ἡ διαμόρφωση τῆς κρητικῆς ποιητικῆς γλώσσας, τὴν ὁποία ἐπέτυχαν οἱ ποιητὲς τῆς Κρήτης, ἦταν εὐκολότερη, γιατὶ τὸ ὑλικὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ «καθαριστεῖ» καὶ νὰ μορφοποιηθεῖ σὲ ὁμοιογενῆ ποιητικὴ γλώσσα ἦταν πολὺ λιγότερο ἑτερόκλητο ἀπὸ τὸ ὑλικὸ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας τῆς ἐποχῆς τοῦ Σολωμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει καὶ τὶς κινούμενες στοὺς ἀντίποδες τῆς δικῆς του προσπάθειας θεσμοποιημένες γλωσσικὲς κατευθύνσεις τοῦ νέου κράτους.
2) Ἢ ἐποχὴ τῆς Κρητικῆς Ἀκμῆς διέθετε περισσότερους ἀπὸ ἕναν μεγάλους ποιητὲς (Κορνάρος, Χορτάτσης) καὶ ἐλάσσονες ἀναλογικὰ σημαντικότερους ἀπὸ τοὺς ἐλάσσονες σολωμικούς, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ποιητικὴ γλώσσα της ἦταν ἀποτέλεσμα μιᾶς μεγαλύτερης ποιητικῆς ἀλληλεγγύης. Ἔτσι, δὲν θὰ πρέπει νὰ μᾶς παραξενεύει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Σολωμὸς δὲν κατόρθωσε νὰ ὁλοκληρώσει τὶς ποιητικὲς συνθέσεις τῆς ὡριμότητάς του.
Ἀλλὰ δὲν ἦταν μόνον οἱ ἀντικειμενικὲς συνθῆκες ποὺ ἐμπόδισαν τὴν ὁλοκλήρωση αὐτῶν τῶν συνθέσεων. Ἦταν καὶ μία προσωπικὴ συντεταγμένη, ποὺ καθιστοῦσε τὸ σολωμικὸ ἐγχείρημα ἀκόμη πιὸ δύσκολο. Καὶ δὲν ἐννοῶ τὶς γλωσσικὲς ἐλλείψεις τοῦ ποιητῆ, τὶς ὁποῖες ἦταν ἀδύνατον νὰ ἐξαλείψει πλήρως ἡ ἐπανασύνδεσή του μὲ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα μετὰ τὴν ἐπάνοδό του ἀπὸ τὴν Ἰταλία (σὲ τελευταία ἀνάλυση, αὐτὲς ἐνδέχεται νὰ λειτουργοῦν ὡς ἕνα βαθμὸ καὶ ἀντιστρόφως: νὰ ἀποτελοῦν συγχρόνως, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Κάλβου, καὶ πηγὴ ἐκφραστικῆς γοητείας - βέβαια πολὺ λιγότερο ὁρατὴ στὸν Σολωμό). Ἀναφέρομαι στὴν παράτολμη γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλωσσικὴ διαμόρφωσή του προσπάθεια τοῦ Σολωμοῦ νὰ κάνει τραγικοῦ (Ὁ Κρητικός, Ὁ Πόρφυρας) καὶ ἐπικοτραγικοῦ περιεχομένου ποίηση (Οἱ ἐλεύθεροι πολιορκημένοι) μὲ λυρικὴ γλώσσα. Παρὰ τὴν ἀποσπασματικότητα τοῦ ἔργου του, ὁ Σολωμὸς μὲ τὶς συγχωνεύσεις του αὐτὲς εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐλάχιστους εὐρωπαίους ποιητὲς τῆς ἐποχῆς του ποὺ ὑλοποιοῦν πραγματικὰ - θέλω νὰ πῶ: σὲ βάθος - τὸ ρομαντικὸ ὅραμα τῆς σύμμειξης τῶν ποιητικῶν εἰδῶν (μιὰ παρόμοια -λυρικοτραγικὴ- συγχώνευση ἐπιτυγχάνει στὴν Ἰταλία ὁ συνομήλικός του Λεοπάρντι) - καὶ πιστεύω ὅτι ἀπὸ αὐτὴ πηγάζει ἡ μεγάλη καθαρότητα τῆς σολωμικῆς γλώσσας. Ἡ καθαρότητα τῆς γλώσσας τοῦ Σολωμοῦ, ὅπως ἄλλωστε καὶ τοῦ Λεοπάρντι (καὶ οἱ δυὸ χαρακτηρίστηκαν πρόδρομοι τῆς γαλλικῆς «καθαρῆς ποίησης»), δὲν εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνη ἄλλων λυρικῶν ποιητῶν τῆς ἐποχῆς τους. Ὡστόσο, δίνει τὴν αἴσθηση ὅτι εἶναι μεγαλύτερη, γιατί ἔχει μεγαλύτερο βάθος· γιατὶ ὁ σολωμικὸς λυρισμός, ὅπως καὶ ὁ λεοπαρδικός, ἔχει βαρύτερο περιεχόμενο: ἐκφράζει συναισθήματα πυκνότερα καὶ ἀσύμβατα μὲ ἐκεῖνα τοῦ συνήθους λυρισμοῦ.
Κι ἐδῶ βρίσκεται ἡ διαφορὰ τοῦ Σολωμοῦ ἀπὸ τοὺς ξενόγλωσσους ὁμοτέχνους του. Ἐνῶ ὁ Λεοπάρντι εἶχε στὴ διάθεσή του μιὰ καλλιεργημένη καὶ σὲ σημαντικὸ βαθμὸ ὁμοιογενοποιημένη γλώσσα, ὁ Σολωμὸς ἔπρεπε νὰ ἐργαστεῖ μὲ τὸ ὑλικὸ μιᾶς ποιητικῆς γλώσσας πολὺ λιγότερο πρόσφορης γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς σύμμειξης ποὺ ἐπεδίωκε. Αὐτὸ ἐννοοῦσε ὁ Σπ. Ζαμπέλιος ὅταν τὸν ἐπέκρινε γιατὶ ἐπιχείρησε νὰ ἐκφράσει πράγματα τὰ ὁποῖα δὲν τοῦ ἐπέτρεπε ἡ κατάσταση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἐκείνη τὴν ἐποχή.
Τὸ βάρος τοῦ ἔργου ποὺ ἀνέλαβε ὁ Σολωμὸς ἦταν τόσο ὥστε ἡ «συντριβή» του νὰ μὴν εἶναι ἀνεξήγητη. Ἡ μορφὴ τῶν σωζομένων ποιημάτων του δὲν ὀφείλεται τόσο στὴν ἐφαρμογὴ ἀπὸ τὸν ποιητὴ τῆς ἰδέας τοῦ ῥομαντικοῦ ἀποσπάσματος, ὅπως ἔχει εἰπωθεῖ, ὅσο στὴ φύση τοῦ ἐγχειρήματός του (σὲ κανέναν ῥομαντικὸ ποιητὴ ἡ ἀποσπασματικότητα δὲν ἔχει τὴ «συντριμματικὴ» μορφὴ μὲ τὴν ὁποία ἐμφανίζεται στὸν Σολωμό). Ὁ Σολωμὸς ὑπέκυψε στὶς δυσκολίες τοῦ ἐγχειρήματός του, ὅμως κατόρθωσε, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μία μεταφορὰ τοῦ Σεφέρη, νὰ βγάλει μέσα ἀπὸ τὰ γλωσσικὰ νεφελώματα τῆς ἐποχῆς του ἕνα ἄστρο - γιὰ τὴν ἀκρίβεια, κομμάτια ἑνὸς ἄστρου, τὰ ὁποῖα ἐπρόκειτο νὰ γίνουν ὁ κύριος ὁδηγητὴς καὶ διαμορφωτὴς τῆς κοινῆς ποιητικῆς γλώσσας μας καί, ὡς ἐκ τούτου, ἕνας ἀπὸ τοὺς κύριους διαμορφωτὲς τῆς νεοελληνικῆς κοινῆς. Λέω ἐπρόκειτο, γιατὶ χρειαζόταν χρόνος ὥστε νὰ μπορέσει νὰ λειτουργήσει καὶ σὲ βάθος τὸ σολωμικὸ δίδαγμα.
Ἡ ἐπεξεργασία τῆς ἑλληνικῆς ποιητικῆς γλώσσας ποὺ ἐπετέλεσε ὁ Σολωμὸς ἦταν τόσο βαθιὰ καὶ τόσο λεπτὴ ὥστε, ἂν εἶχε δημοσιεύσει τὰ ἀποσπάσματα τῶν μεγάλων ποιημάτων του, ἡ γλώσσα τους θὰ φαινόταν (καὶ θὰ ἦταν) τότε, ὄχι μόνο γιὰ τοὺς Ἀθηναίους ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς Ἑπτανησίους, σὲ αἰσθητὸ βαθμὸ τεχνητὴ (πράγμα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ ἔνιωθαν καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ κύκλου του, ποὺ γνώριζαν τὰ ποιήματά του). Ἔπρεπε νὰ ὡριμάσουν οἱ συνθῆκες καὶ νὰ διαμορφωθεῖ μὲ τὴν καθοδήγηση τῆς γλώσσας τῶν σολωμικῶν ἀποσπασμάτων ἡ ἑλληνικὴ κοινὴ ποιητικὴ γλώσσα, γιὰ νὰ μπορέσει ἡ γλώσσα τοῦ Σολωμοῦ, μὲ μίαν ἀνεπαίσθητη ὅμως ἰσχυρὴ ἀνάδραση, τὴν ὁποία ἡ ἴδια με σοφία προετοίμασε, νὰ φυσικοποιηθεῖ πλήρως.

*Ὁ κ. Νάσος Βαγενᾶς εἶναι καθηγητὴς τῆς Θεωρίας καὶ Κριτικῆς της Λογοτεχνίας στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν.

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

Οδυσσέας Ελύτης, «Σολωμού συντριβή και δέος»



Μισόβγαινε απ’ τον ύπνο η πολιτεία. Των καμπαναριών αιχμές Κοντοί σημαιών και κάτι πρώτα πρώτα τριανταφυλλιά 
Στου μικρού παραθύρου σου –που ακόμη φώταγε– το μαρμαράκι 
Α κει μονάχα να ’ταν
Ένα κλωνάρι με δαφνόκουκα να σου άφηνα για καλημέρα 
Που τέτοιας νύχτας την αγρύπνια πέρασες. Και τη γνωρίζω
Πάνω σ’ άσπρα χαρτιά πιο δύσβατα κι απ’ του Μεσολογγιού 
τις πλάκες 

Ναι. Γιατί σ’ είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός

Και τι μυστήριο να μιλάς κι οι φούχτες σου ν’ ανοίγονται
Που κι η πέτρα να ποθεί ναού νέου να ’ναι το αγκωνάρι
Και το κοράλλι θάμνους λείους να βγάνει για ν’ απομιμηθεί 
το στέρνο σου

Όμορφο πρόσωπο! Καμένο στης λαλιάς που πρωτάκουσες
την αντηλιά και ανεξήγητα τώρα 

Γινωμένο μέσα μου δεύτερη ψυχή. Τη στιγμή που η πρώτη
Σε μια γη μπλε της βιολέτας μ’ άγριες χαίτες τρικυμίας
Όστρακα κι άλλα του ήλιου ευρήματα να γυαλίζεικαταγίνονταν
Ωσάν τα εκμαγεία του νου σου να μην είχαν κιόλας 
Φύση βγάνει περασμένη απ’ όλες του θυμού των θεών τις αστραψιές 
Ή για λίγο να μην είχε από δική σου χάρη μέσα μου
Μισάνοιχτο μείνει το Ακοίταχτο!
Αλλ’ ο λέων περνάει σαν ήλιος. Οι άνθρωποι μόνο ιππεύουν 
Κι άλλοι πεζοί πάνε· ώσπου μέσα στις νύχτες χάνονται. Παρόμοια

Κείνα που σκυφτός επάνω στο γραφείο μου ζητούσα να διασώσω
 αλλ’ 
Αδύνατον. Πώς αλλιώς. Που και μόνο η σκέψη σου γινωμένη από
καιρό ουρανός 

Και μόνο η σκέψη σου μου ’καψε όλα τα χειρόγραφα
Και μια χαρά που η δεύτερη ψυχή μου
Πήρε σκοτώνοντας την πρώτη, κίνησε με τα κύματα να φεύγει
Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω
Φοβερά μαλώνοντας οι άνεμοι
Ενώ του ήλιου η λόγχη πάνω στο σφουγγαρισμένο πάτωμα όπου 
Σφάδαζα
μ’ αποτελείωνε.

 (Από τη συλλογή «Τα ελεγεία της Οξώπετρας», εκδ. Ίκαρος, 1991. Συγκεντρωτική έκδοση «Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση», εκδ. Ίκαρος, 2008)

Σάββατο 9 Μαΐου 2020

Οδυσσέα Ελύτη, «Σολωμού συντριβή και δέος»


Μισόβγαινε απ’ τον ύπνο η πολιτεία. Των καμπαναριών αιχμές
Κοντοί σημαιών και κάτι πρώτα πρώτα τριανταφυλλιά
Στου μικρού παραθύρου σου —που ακόμη φώταγε— το μαρμαράκι
Α κει μονάχα να ’ταν
Ένα κλωνάρι με δαφνόκουκα να σου άφηνα για καλημέρα
Που τέτοιας νύχτας την αγρύπνια πέρασες. Και τη γνωρίζω
Πάνω σ' άσπρα χαρτιά πιο δύσβατα κι απ' του Μεσολογγιού
τις πλάκες
Ναι. Γιατί σ' είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός

Και τι μυστήριο να μιλάς κι οι φούχτες σου ν' ανοίγονται
Που κι η πέτρα να ποθεί ναού νέου να 'ναι το αγκωνάρι
Και το κοράλλι θάμνους λείους να βγάνει για ν' απομιμηθεί
το στέρνο σου
Όμορφο πρόσωπο! Καμένο στης λαλιάς που πρωτάκουσες
την αντηλιά και ανεξήγητα τώρα
Γινωμένο μέσα μου δεύτερη ψυχή. Τη στιγμή που η πρώτη
Σε μια γη μπλε της βιολέτας μ' άγριες χαίτες τρικυμίας
Όστρακα κι άλλα του ήλιου ευρήματα να γυαλίζει καταγίνονταν
Ωσάν τα εκμαγεία του νου σου να μην είχαν κιόλας
Φύση βγάνει περασμένη απ' όλες του θυμού των θεών τις αστραψιές
Ή για λίγο να μην είχε από δική σου χάρη μέσα μου
Μισανοιχτό μείνει το Ακοίταχτο!
Αλλ' ο λέων περνάει σαν ήλιος. Οι άνθρωποι μόνο ιππεύουν
Κι άλλοι πεζοί πάνε· ώσπου μέσα στις νύχτες χάνονται. Παρόμοια
Κείνα που σκυφτός επάνω στο γραφείο μου ζητούσα να διασώσω
αλλ'
Αδύνατον. Πώς αλλιώς. Που και μόνο η σκέψη σου γινωμένη από
καιρό ουρανός
Και μόνο η σκέψη σου μου 'καψε όλα τα χειρόγραφα
Και μια χαρά που η δεύτερη ψυχή μου
Πήρε σκοτώνοντας την πρώτη κίνησε με τα κύματα να φεύγει
Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω
Φοβερά μαλώνοντας οι άνεμοι
Ενώ του ήλιου η λόγχη πάνω στο σφουγγαρισμένο πάτωμα όπου
Σφάδαζα
μ' αποτελείωνε.

Από τη συλλογή Τα ελεγεία της Οξώπετρας (1991)
[πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σ. 557-558]

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

"Oι Eλεύθεροι Πολιορκημένοι" Σχεδίασμα Γ΄ Διονύσιος Σολωμός


1.

Mητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,
Kι’ αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου
Mε λογισμό και μ’ όνειρο, τί χάρ’ έχουν τα μάτια,
Tα μάτια τούτα, να σ’ ιδούν μες στο πανέρμο δάσος,
Που ξάφνου σού τριγύρισε τ’ αθάνατα ποδάρια
(Kοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα τού Bαϊώνε!
Tο θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα,
Aτάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλλη πόχει,
Που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη ’ναι κρυμμένα·
Aλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου,
Kι’ ευθύς εγώ τ’ Eλληνικού κόσμου να τη χαρίσω;
Δόξα ’χ’ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.

(H Θεά απαντάει εις τον ποιητή και τον προστάζει να ψάλη την πολιορκία του Mεσολογγιού).


2.
Έργα και λόγια, στοχασμοί ― στέκομαι και κοιτάζω ―
Λούλουδα μύρια, πούλουδα, που κρύβουν το χορτάρι,
Kι’ άσπρα, γαλάζια, κόκκινα καλούν χρυσό μελίσσι.
Eκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο.―
Mες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
Kαι σα θολώσουν τα νερά, και τ’ άστρα σα πληθύνουν,
Ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι’ οι βράχοι.
«Aραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Tουρκιάς, τόπ’ Άγγλου!
Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι·
Kι’ αλιά! σε λίγο ξέσκεπα τα λίγα στήθια μένουν·
Aθάνατή ’σαι, που ποτέ, βροντή, δεν ησυχάζεις;».
Στην πλώρη, που σκιρτά, γυρτός, τούτα ’π’ ο ξένος ναύτης.
Δειλιάζουν γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε,
Kαι με λιβάνια δέχεται και φώτα τον καημό τους
O σταυροθόλωτος ναός και το φτωχό ξωκλήσι.
Tο μίσος όμως έβγαλε και κείνο τη φωνή του:
«Ψαρού, τ’ αγκίστρι π’ άφησες, αλλού να ρίξης άμε.»

―――
Mες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
Kι’ όταν θολώσουν τα νερά, κι’ όταν πληθύνουν τ’ άστρα,
Ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι’ οι βράχοι.
Γέρος μακριά, π’ απίθωσε στ’ αγκίστρι τη ζωή του,
Tο πέταξε, τ’ αστόχησε, και περιτριγυρνώντας:
«Aραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Tουρκιάς, τόπ’ Άγγλου!
Πέλαγο μέγ’, αλίμονον! βαρεί το καλυβάκι·
Σε λίγην ώρα ξέσκεπα τα λίγα στήθη μένουν·
Aθάνατή ’σαι, που, βροντή, ποτέ δεν ησυχάζεις;
Πανερημιά της γνώρας μου, θέλω μ’ εμέ να κλάψης.»


3.
Δεν τους βαραίν’ ο πόλεμος, αλλ’ έγινε πνοή τους,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . κι’ εμπόδισμα δεν είναι
Στες κορασιές να τραγουδούν και στα παιδιά να παίζουν.


4.
Aπό το μαύρο σύγνεφο κι’ από τη μαύρη πίσσα,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Aλλ’ ήλιος, αλλ’ αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος
O στύλος φανερώνεται, με κάτου μαζωμένα
Tα παλληκάρια τα καλά, μ’ απάνου τη σημαία,
Που μουρμουρίζει και μιλεί και το Σταυρόν απλώνει
Παντόγυρα στον όμορφον αέρα της αντρείας,
Kι’ ο ουρανός καμάρωνε, κι’ η γη χεροκροτούσε·
Kάθε φωνή κινούμενη κατά το φως μιλούσε,
Kι’ εσκόρπα τα τρισεύγενα λουλούδια της αγάπης:
«Όμορφη, πλούσια, κι’ άπαρτη, και σεβαστή, κι’ αγία!».


5.
Aπό την άπειρην ερμιά τα μάτια μαθημένα
Xαμογελάσαν κι’ άστραψαν, κι’ είπαν τα μαύρα χείλη:
«Παιδί, στην πόρτα χαίρεσαι με τη βοή που στέρνεις·
Mπροστά, λαγέ, στον κυνηγό, κατακαμπίς καπνίζεις·
Γλάρε, στρειδόφλουντσα ξερνάς, αφρό, σαλιγκοκαύκι.»
Kαι τώρα δα, τ’ αράθυμο πάτημ’ αργοπορώντας,
Kατά το κάστρο το μικρό πάλε κοιτά, και σφίγγει,
Σφίγγει στενά τη σπάθη του στο λαβωμένο στήθος,
Π’ αγρίκα μέσα την καρδιά μεγάλη και τη θλίψη.


6.
O Πειρασμός

Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Aπρίλη,
Kι’ η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Kαι μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Aνάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Nερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Xύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
Kαι παίρνουνε το μόσχο της, κι’ αφήνουν τη δροσιά τους,
Kι’ ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
Tρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ’ αναβρύζει κι’ η ζωή, σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.
Aλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ’ναι κι άσπρο,
Aκίνητ’ όπου κι’ αν ιδής, και κάτασπρ’ ώς τον πάτο,
Mε μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
Που ’χ’ ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Aλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τί ’δες·
Nύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Xωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Oυδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
Mονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Kι’ όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.


7.
Έρμα ’ν’ τα μάτια, που καλείς, χρυσέ ζωής αέρα.


8.
           Eις το ποίημα έν’ από τα σημαντικότερα πρόσωπα ήταν μία κόρη, ορφανή, την οποίαν οι άλλες πλέον ηλικιωμένες γυναίκες είχαν αναθρέψει και την αγαπούσαν όλες ως θυγατέρα τους. Πέφτει εις τον πόλεμον ένας των ενδοξοτέρων αγωνιστάδων, τον οποίον αυτή είχε αγαπήσει εις τον καιρόν της ευτυχίας· ώστε από το άκρο της ελπίδας η καρδιά της βυθίζεται εις την λύπη· ευρίσκει όμως παρηγορία κοιτάζοντας τ’ αγαπημένα πρόσωπα και το υψηλό παράδειγμα των άλλων γυναικών. Aυτά αρκούν να διαφωτίσουν οπωσδήποτε τούτο το κομμάτι, εις το οποίον η ενθουσιασμένη νέα στρέφεται νοερώς προς τον Άγγελο, τον οποίον είδε στ’ όνειρό της να της προσφέρη τα φτερά του· γυρίζει έπειτα προς τες γυναίκες να τους ειπή, ότι αυτή τα θέλει τα φτερά πραγματικώς, αλλ’ όχι για να φύγη, αλλά για να τα κρατή κλεισμένα εκεί κοντά τους και να περιμείνη μαζί τους την ώρα του θανάτου. Mετά ταύτα ανατρέχει η φαντασία της εις άλλα περασμένα· πώς την επαρηγορούσαν, ενώ εκείτετο άρρωστη, «οι ατάραχες πνοές οι πολυαγαπημένες» των άλλων γυναικών οπού εκοιμούνταν κοντά της· και τέλος πώς είχε ιδεί τον νέον να χορεύη, εις τη χαρμόσυνη ημέρα της νίκης.

Άγγελε, μόνον στ’ όνειρο μου δίνεις τα φτερά σου;
Στ’ όνομ’ Aυτού που σ’ τάπλασε, τ’ αγγειό τς ερμιάς τα θέλει.
Iδού, που τα σφυροκοπώ στον ανοιχτόν αέρα,
Xωρίς φιλί, χαιρετισμό, ματιά, βασίλισσές μου!
Tα θέλω γω, να τάχω γω, να τα κρατώ κλεισμένα,
Eδώ π’ αγάπης τρέχουνε βρύσες χαριτωμένες.
Kι’ άκουα που ’λέγετε: «Πουλί, γλυκιά πούν’ η φωνή σου!»
Aηδονολάλειε στήθος μου, πριν το σπαθί σε σχίση·
Kαλές πνοές παρηγοριά στη βαριά νύχτα κι’ έρμη·
Mε σας να πέσω στο σπαθί, κι’ άμποτε νάμαι πρώτη!
Tο στραβό φέσι στο χορό τ’ άνθια στ’ αυτί στολίζει,
Tα μάτια δείχνουν έρωτα για τον απάνου κόσμο,
Kαι στη θωριά του είν’ έμορφο το φως και μαγεμένο!


9.
Tα σπλάχνα μου κι’ η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν,
Kι’ όσα άνθια θρέφει και καρπούς τόσ’ άρματα σε κλειούνε.


10.
Φεύγω τ’ αλόγου την ορμή και του σπαθιού τον τρόμο.
T’ ονείρου μάταια πιθυμιά, κι’ όνειρο αυτή ’ν’ η ίδια!
Eγύρισε η παράξενη του κόσμου ταξιδεύτρα,
Mούπε με θείο χαμόγελο βρεμένο μ’ ένα δάκρυ:
Kόψ’ το νερό στη μάνα του, μπάσ’ το στο περιβόλι,
Στο περιβόλι της ψυχής το μοσχαναθρεμμένο.


11.
           Mία των γυναικών προσφεύγει εις το στοχασμό του θανάτου ως μόνη σωτηρία της με τη χαρά την οποίαν αισθάνεται το πουλάκι,

Oπού ’δε σκιάς παράδεισο και τηνέ χαιρετάει
Mε του φτερού το σάλαγο και με κανέναν ήχο,

εις τη στιγμήν οπού είναι κοπιασμένο από μακρινό ταξίδι, εις τη φλόγα καλοκαιρινού ήλιου.


12.
Kαι βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
Γύρου στη φλόγα π’ άναψαν, και θλιβερά τη θρέψαν
M’ αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια,
Aκίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ·
Kαι γγίζ’ η σπίθα τα μαλλιά και τα λιωμένα ρούχα·
Γλήγορα, στάχτη, να φανής, οι φούχτες να γιομίσουν.


13.
Eίν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημύρα των αρμάτων
Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι’ ελεύθεροι να μείνουν
Eκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο.


14.
(Mία γυναίκα εις το γιουρούσι)
           Tουφέκια τούρκικα σπαθιά!
           Tο ξεροκάλαμο περνά.


15.
Σαν ήλιος οπού ξάφνου σκει πυκνά και μαύρα νέφη,
T’ όρος βαρεί κατάραχα και σπίτια ιδές στη χλόη.
(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1961)

Κυριακή 8 Μαρτίου 2020

Διονύσιος Σολωμός "Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν"

Siege of Tripolitsa by Peter von Hess
(Η πολιορκία της Τριπολιτσάς)


Σε γνωρίζω από την κόψη
Του σπαθιού την τρομερή,
Σε γνωρίζω από την όψη,
Που με βιά μετράει τη γη.

Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
Των Ελλήνων τα ιερά,
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
Χαίρε, ω χαίρε, ελευθεριά!




μετάφραση Rudyard Kipling (1918)


I recognize you by the fearsome sharpness,
of your sword,
I recognize you by your face
that hastefully defines the land (i.e. the land's borders).
I shall always recognize you
by the dreadful sword you hold,
as the Earth with searching vision
you survey with spirit bold.
We knew thee of old,
O, divinely restored,
By the lights of thine eyes,
And the light of thy Sword.

From the sacred bones,
of the Hellenes arisen,
 and valiant again as you once were,
Hail, o hail, Liberty! 

From the Greeks of old whose dying

brought to life and spirit free,
 now with ancient valor rising
Let us hail you, oh Liberty! 

 From the graves of our slain,

Shall thy valor prevail,
 as we greet thee again,
Hail, Liberty! Hail! 

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020

Οδυσσέας Ελύτης, «Σολωμού συντριβή και δέος»


Μισόβγαινε απ’ τον ύπνο η πολιτεία. Των καμπαναριών αιχμές
Κοντοί σημαιών και κάτι πρώτα πρώτα τριανταφυλλιά
Στου μικρού παραθύρου σου –που ακόμη φώταγε– το
μαρμαράκι
Α κει μονάχα να ’ταν
Ένα κλωνάρι με δαφνόκουκα να σου άφηνα για καλημέρα
Που τέτοιας νύχτας την αγρύπνια πέρασες. Και τη γνωρίζω
Πάνω σ’ άσπρα χαρτιά πιο δύσβατα κι απ’ του Μεσολογγιού
τις πλάκες
 
Ναι. Γιατί σ’ είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός 
Και τι μυστήριο να μιλάς κι οι φούχτες σου ν’ ανοίγονται
Που κι η πέτρα να ποθεί ναού νέου να ’ναι το αγκωνάρι
Και το κοράλλι θάμνους λείους να βγάνει για ν’ απομιμηθεί το
στέρνο σου
 
Όμορφο πρόσωπο! Καμένο στης λαλιάς που πρωτάκουσες την
αντηλιά και ανεξήγητα τώρα
Γινωμένο μέσα μου δεύτερη ψυχή. Τη στιγμή που η πρώτη
Σε μια γη μπλε της βιολέτας μ’ άγριες χαίτες τρικυμίας
Όστρακα κι άλλα του ήλιου ευρήματα να γυαλίζει
καταγίνονταν
Ωσάν τα εκμαγεία του νου σου να μην είχαν κιόλας
Φύση βγάνει περασμένη απ’ όλες του θυμού των θεών τις
αστραψιές
Ή για λίγο να μην είχε από δική σου χάρη μέσα μου
Μισάνοιχτο μείνει το Ακοίταχτο!
Αλλ’ ο λέων περνάει σαν ήλιος. Οι άνθρωποι μόνο ιππεύουν
Κι άλλοι πεζοί πάνε· ώσπου μέσα στις νύχτες χάνονται.
Παρόμοια
 
Κείνα που σκυφτός επάνω στο γραφείο μου ζητούσα να
διασώσω αλλ’
Αδύνατον. Πώς αλλιώς. Που και μόνο η σκέψη σου γινωμένη
από καιρό
ουρανός Και μόνο η σκέψη σου μου ’καψε όλα τα χειρόγραφα
Και μια χαρά που η δεύτερη ψυχή μου
Πήρε σκοτώνοντας την πρώτη, κίνησε με τα κύματα να φεύγει
Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω
Φοβερά μαλώνοντας οι άνεμοι
Ενώ του ήλιου η λόγχη πάνω στο σφουγγαρισμένο πάτωμα
όπου
Σφάδαζα
μ’ αποτελείωνε.

 (Από τη συλλογή «Τα ελεγεία της Οξώπετρας», εκδ. Ίκαρος, 1991. Συγκεντρωτική έκδοση «Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση», εκδ. Ίκαρος, 2008)

Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/oi-poiites-gia-ton-solomo/ ]

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

Δ.Π. Παπαδίτσας, «Διονύσιος Σολωμός»


Για τον Διονύσιο Σολωμό τί έχω να πω; από γύρη
κι ανθούς η κάθε λέξη του και φως και ονειροπύλη
στης λευτεριάς το ουράνιο πανηγύρι
όπου χόρεψαν οι έρωτες με τον ξανθόν Απρίλη.
Ποιος σ’ έστειλε και ποιας θεάς το γάλα έχεις βυζάξει
που απ’ της Τουρκιάς τα σίδερα μια νύχτα είχε λυθεί,
Μεγάλε μας, μας έμαθες πως η αρμονία και η τάξη
αστράψαν μέσα στη σκλαβιά σαν δίκοπο σπαθί.

[πηγή: Δ.Π. Παπαδίτσας, Ποίηση, προμετωπίδα - κοσμήματα: Γ. Βαρλάμος, Μέγας Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα 1997, σ. 506]

Κωστής Παλαμάς, «Σολωμός»


Τόσω σε νοιώθω μέσα ’ς την καρδιά μου,
Που τόρα τρέμω μήπως και σε χάσω,
’Σ των στίχων μου τη γύμνια, ποιητά μου,
Απ’ τα ζεστά μου στήθη αν σ’ ανεβάσω.
Βαθειά κ’ εσύ μέσα ’ς το νου κλεισμένη
Έκρυβες την ιδέα, λάμψι θεία,
Κ’ εκύτταζες με στίχους καμωμένη
Για να της πλάσης άξια κατοικία.
Γι’ αυτό ’ς των τραγουδιών σου το βιβλίο
σκόρπιοι, ριγμένοι ’σαν από την τύχη,
μισόπλαστοι, ένας ένας, δύο δύο,
μαζή αστράφτουν και σβύνουν τόσοι στίχοι!
Στίχοι ’σαν περιστέρια χωρίς ταίρι,
στίχοι, ταιράκια, μα χωρίς φωλιά,
στίχοι ’σά’ ρόδου φύλλα που τ’ αγέρι
τα σκόρπισε από την τριανταφυλλιά.
Μα μέσα σου εξύπναε ξαφνικά
Η φαντασία, δύναμι γεμάτη,
Κι’ ό,τ’ έχτιζες εσύ πονετικά,
Τα γκρέμιζε ’σά’ χάρτινο παλάτι.
Γιατί για την ιδέα, λάμψι θεία,
Δεν έφταναν των στίχων σου τα κάλλη·
Και ήταν η ’δική σου φαντασία,
Παράξενη, ανυπόταχτη, μεγάλη.
’Σ της θάλασσας επάνω τα νερά
Ένας τεχνίτης με μυαλό και γνώσι
Βαρύν αγώνα είχε μια φορά
Παλάτι ξακουστό να θεμελιώση.
Το ξακουστό παλάτι την ημέρα
’Σ τα κύματα χτιστό θαμποβολούσε,
Μα όταν η νύχτ’ απλώνοταν ’κεί πέρα,
Νεράιδα πεισματάρα το χαλούσε.
Ενίκησ’ ώς το τέλος ο τεχνίτης
Κ’ ερρίζωσε το θαύμα του ’ς το κύμα...
— Εσύ πριν να νικήσης την ορμή της,
Αχ! η νεράιδα σ’ έβαλε ’ς το μνήμα!

[πηγή: Κωστής Παλαμάς, Άπαντα, τόμος πρώτος, Μπίρης, Αθήνα χ.χ., σ. 136-137]

Μίλτος Σαχτούρης, «Τα λυπημένα Χριστούγεννα των ποιητών»

στην Ελένη Θ. Κωνσταντινίδη

Είναι τα λυπημένα Χριστούγεννα 1987
είναι τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987
ναι, τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987!
σκέπτομαι τόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα…
Α! ναι είναι πάρα πολλά.
Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Διονύσιος Σολωμός
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Νίκος Εγγονόπουλος
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Μπουζιάνης
πόσα ο Σκλάβος
πόσα ο Καρυωτάκης
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα
πέρασε ο Σκαλκώτας
πόσα
πόσα
Δυστυχισμένα Χριστούγεννα Ποιητών.

Από τη συλλογή Καταβύθιση (1990)

[πηγή: Μίλτος Σαχτούρης, Ποιήματα (1980-1998), Κέδρος, Αθήνα 2001, σ. 67]

Νίκος Καρούζος, «Ο Σολωμός στ’ όνειρό μου»


Πώς πέφτουμε στη νύχτα κι από τί πόθους…
Με κοφτερή μοναξιά στολισμένος άρχισα να κοιμάμαι
λευκός ιδρωμένος μέσα στην αγελάδα του ύπνου
κλεισμένος ολούθε απ’ τον όνειρο που κυματίζει στα βάθη
κι ολοένα κερδίζει την ύλη πέρα της.
Ένα ξημέρωμα καθάριζε τα μάτια μου
στους ουρανούς ανοίγαν όλα τα παράθυρα κι ο Διονύσιος
μαυροντυμένος μ’ άσπρα χειρόκτια κρατούσε το σκουληκάκι
στην παλάμη που έμοιαζε με στουπέτσι βαμμένη
πλάι του σ’ ωραία παραλία
έπεφταν οι κολυμβητές να πιάσουν το σταυρό τα Θεοφάνεια
και μακριά πώς ακούγονταν αθώα τουφέκια
ο βρόντος της αγάπης η χαρά της συμφοράς
μ’ όλα τ’ άνθη σε γαλάζια δευτερόλεπτα μ’ όλες τις αχτίδες
την αγαπημένη του πεταλούδα στον ιερό γλιτωμό της
και δράκοντες ευωδιάς ανέβαιναν από κίτρινες σκάλες
ώς τα κοράσια που δε χάρηκαν τον έρωτα.
Γύρω ήτανε δάσος χιλιοπράσινο
με τα πουλιά σαν αναρίθμητους καρπούς απάνω στα δέντρα
με τα πουλιά σε μεθυσμένη σύναξη για πάντα κ’ ένας σκύλος
αργά πηγαίνοντας ούρησε στο κορμί της κοντινής αμυγδαλιάς
με σηκωμένο πόδι κι ανάμεσα
ο γόος έσφαζε τη φωνή που τινάχτηκε από τρεις λέξεις
οι απαίσιες χιλιετηρίδες

[πηγή: Νίκος Καρούζος, Τα ποιήματα. Α΄ (1961-1978), Ίκαρος, Αθήνα 32002, σ. 185]

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2019

Αντιθέσεις και διλήμματα στην ποίηση του Σολωμού



Αντιθέσεις και διλήμματα στην ποίηση του Σολωμού Ο Δ. Τζιόβας αναλύει τους τρόπους με τους οποίους ο ποιητής πέτυχε να συνδυάσει στο έργο του το εθνικό και το λυρικό κατορθώνοντας να συμφιλιώσει δύο αντίθετες ροπές Δ. ΤΖΙΟΒΑΣ Ένα από τα χαρακτηριστικά του Ετους Σολωμού ήταν η έμφαση που δόθηκε στην πρόσληψή του, η οποία με τη σειρά της φέρνει στο προσκήνιο μερικά βασικά


Ένα από τα χαρακτηριστικά του Ετους Σολωμού ήταν η έμφαση που δόθηκε στην πρόσληψή του, η οποία με τη σειρά της φέρνει στο προσκήνιο μερικά βασικά ζεύγη ερωτημάτων που ανακύπτουν και υπό τη μορφή αντιθέσεων, διλημμάτων ή, τέλος, λειτουργούν συμπληρωματικά μεταξύ τους. Τα ερωτήματα αυτά αφορούν το αν και κατά πόσο ο Σολωμός είναι περισσότερο ευρωπαίος ή εθνικός ποιητής, λυρικός ή αφηγηματικός, κατά πόσο κινείται στη σφαίρα του ιδεατού και του υψηλού και ως ποιο βαθμό είναι ριζωμένος στην ιστορική πραγματικότητα της εποχής του. Τι σημαίνει σήμερα οικουμενικός ποιητής; Ορίζεται ως το αντίθετο του εθνικού, οπότε η οικουμενικοποίηση του Σολωμού συνεπάγεται την απεθνικοποίησή του ή το οικουμενικό συνδέεται με κάτι το ρομαντικό, ουτοπικό και ιδεατό που πάλι αντιπαρατίθεται σε μια εθνική πραγματικότητα μίζερη και παρακμιακή; Εθνικός και λυρικός ποιητής είναι εν τέλει ιδιότητες ή χαρακτηρισμοί συμβατοί;


Είναι γνωστό ότι η έννοια του εθνικού ποιητή ανέκυψε μαζί με τον εθνικισμό στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, επιβεβαιώνοντας τον στενό δεσμό αυτή την περίοδο ανάμεσα στη λογοτεχνία και στην επιθυμία για εθνική χειραφέτηση ή ενοποίηση. Την ίδια εποχή ο ευρωπαϊκός ρομαντισμός καλλιέργησε όχι μόνο την ιδέα της καθολικής ελευθερίας, μέσω ορισμένων ποιητών-ηρώων στη Δυτική Ευρώπη που προσπαθούσαν να αποδεσμευθούν από εγκόσμιους κοινωνικούς περιορισμούς τονίζοντας την ατομικότητά τους, αλλά και την ιδέα της εθνικής ελευθερίας, ιδιαίτερα στην Ανατολική, Κεντρική και Νότια Ευρώπη, προωθώντας την εικόνα του ποιητή ως εθνικού ηγέτη. Οπου ο ρομαντισμός έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στην απελευθέρωση της ανθρώπινης φύσης και στην επιστροφή της σε μια πιο αθώα και ιδανική κατάσταση, τότε το ατομικό και το καθολικό απέκτησαν προτεραιότητα και η σύνδεση έγινε κυρίως με την ανθρωπότητα παρά με το έθνος. Εκεί όπου ο ρομαντισμός ήταν περισσότερο συναρτημένος με εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες, όπως στην Ανατολική ή στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, η ιδέα του εθνικού ποιητή εδραιώθηκε. Ο Σολωμός φαίνεται να αξιοποίησε και τις δύο τάσεις, προωθώντας την ιδέα της ελευθερίας με τις καθολικές και τις ανθρώπινες συνδηλώσεις της αλλά και με τις εθνικές διαστάσεις της. Αυτή η διπλή συμμετοχή, νομίζω, καθόρισε την εικόνα του ως εθνικού ποιητή, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίστηκε από τους κριτικούς και το κοινό.


Σύγκρουση καλού και κακού 


Αν και σημαντικό μέρος της ποίησης του Σολωμού στρέφεται γύρω από το πρόβλημα της ελευθερίας και τη σύγκρουση του καλού με το κακό, δημιουργεί ωστόσο την αίσθηση ότι ο ποιητής προσπαθεί να συμφιλιώσει αντίθετες ροπές. Η ποίησή του άλλωστε έχει ιδωθεί ως ο χώρος όπου διαφορετικές πολιτισμικές επιδράσεις, γλώσσες και λογοτεχνικές τάσεις συγκλίνουν, παράγοντας ένα ενδιαφέρον, πρωτότυπο και σύνθετο είδος γραφής. Ο Παλαμάς, για παράδειγμα, υποστήριξε ότι ο Σολωμός συνδύασε «τη γερμανική του νοήματος βαθυσυγνεφιά προς την ελληνική φωτεινότητα της μορφής», τον ξέσκεπο, εκφραστικό και ρητορικό λυρισμό με τον υπονοητικό και συμβολικό, το αίσθημα με τη διάνοια. Είναι γεγονός ότι ο Σολωμός πέτυχε να συνδυάσει τρόπους και είδη γραφής, αλλά πόσο συνεπείς μεταξύ τους είναι μερικοί χαρακτηρισμοί του από την κριτική και ιδιαίτερα η συνδυαστική θεώρησή του ως εθνικού και λυρικού ποιητή;


Το καλύτερο παράδειγμα αυτής της έντασης ανάμεσα στο εθνικό και στο ατομικό, στο αφηγηματικό και στο λυρικό αποτελεί «Ο Κρητικός». Μια αφηγηματική σύλληψη του ποιήματος πριμοδοτεί τον γραμμικό και ιστορικό χρόνο, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στα γεγονότα στην Κρήτη και υπογραμμίζοντας το ιστορικό παρελθόν του Κρητικού. Από την άλλη πλευρά, η λυρική υφή του ποιήματος συγχέει την ιστορική γραμμή και προβάλλει τη διαταραγμένη συναισθηματική και διανοητική κατάσταση του πρωταγωνιστή. Το αίτημα για αφηγηματικότητα, βασισμένο στην αιτιότητα και στην ανασυγκρότηση της βιογραφίας του Κρητικού, παράγει μια ρεαλιστική, ιστορική και τελικά εθνική ανάγνωση του ποιήματος που αναδεικνύει τον αγώνα στην Κρήτη εναντίον των Τούρκων και την επακόλουθη δοκιμασία των προσφύγων σε σύγκριση με τη λυρική θεώρηση του ποιήματος που δεν επιμένει στην αποκατάσταση της ιστορικής ακολουθίας των γεγονότων αλλά στη συναισθηματική και ψυχολογική ανταπόκριση. Το ποίημα ως αφήγημα λειτουργεί και ως αναπαράσταση της πρόσφατης ιστορίας και ως αλληγορία για την κρητική λογοτεχνική παράδοση και την επιδέξια οικειοποίησή της ή μεταλαμπάδευσή της. Μια τέτοια προσέγγιση του «Κρητικού» τον καθιστά εθνικό αφήγημα, αν όμως αντιμετωπιστεί ως λυρικό ποίημα αποβαίνει η άχρονη ιστορία μιας βασανισμένης ψυχής. Στην πρώτη περίπτωση, τα γεγονότα και η εξωτερική πραγματικότητα κατέχουν το προσκήνιο, στη δεύτερη η προτεραιότητα ανήκει στον εσωτερικό κόσμο του πρωταγωνιστή, στον ασυνάρτητο λόγο του και στην απομάκρυνσή του από την (λογοτεχνική) ιστορία.


Λυρική υποκειμενικότητα 


Κρίνοντας από την περίπτωση του «Κρητικού» θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η αφηγηματική προσέγγιση του ποιήματος αντιπροσωπεύει το ιστορικό παρελθόν, σηματοδοτώντας μια καθοδική πορεία προς τις εθνικές ρίζες και τις πηγές της λογοτεχνικής παράδοσης, ενώ η λυρική προσέγγιση αντιπροσωπεύει το άχρονο παρόν και τη διάσπαση του υποκειμένου προτείνοντας μια ανοδική κίνηση με τη μορφή της οραματικής εξομολόγησης. Αντιπροσωπεύοντας μια ρήξη με την ιστορία, το λυρικό ταυτίζεται περισσότερο με τη νεωτερικότητα παρά με την ιστορική συνέχεια. Ως εκ τούτου, ένας λυρικός Σολωμός πιο εύκολα μπορεί να γίνει το σύμβολο της νεωτερικότητας, ενώ ένας αναπαραστατικός και αφηγηματικός Σολωμός φαίνεται να ενσαρκώνει την εθνική ιστορία και τη λογοτεχνική παράδοση. Στην περίπτωση του Σολωμού η έννοια του εθνικού ποιητή ιστορικοποιεί το λυρικό, συνδέοντάς το με τα συμφραζόμενα και εισβάλλοντας στην αυτόνομη φωνή και στη λυρική υποκειμενικότητα.


Ο Σολωμός μπορεί να ήταν διχασμένος ανάμεσα στο λυρικό και στο αφηγηματικό, στο οικουμενικό και στο εθνικό, στο ατομικό και στο καθολικό, στο ιδανικό και στο πραγματικό, στην πάλη με τη γλώσσα και στην αναπαράσταση της ιστορίας. Το ερώτημα όμως που ανακύπτει είναι ως ποιο βαθμό αναζητώντας την αφηγηματική συνοχή στην ποίηση του Σολωμού κανείς θέτει την έμφαση στην εθνική, στην ιστορική, στη συλλογική και στη ρεαλιστική πλευρά της ποίησής του, ενώ εστιάζοντας στη λυρική ή και στην αποσπασματική του θεώρηση προβάλλονται οι οικουμενικές, αυτοαναφορικές, ατομικές και μεταφυσικές πτυχές της ποίησής του; Μπορεί κανείς να διεκδικήσει με αξιώσεις τον τίτλο του εθνικού ποιητή δίχως κάποια στοιχειώδη αφηγηματικότητα ή την υποβολή ενός μείζονος εθνικού αφηγήματος; Νομίζω, δηλαδή, ότι η αντιμετώπιση του Σολωμού ως κατ’ εξοχήν αφηγηματικού (εθνικό) ή λυρικού ποιητή έχει ευρύτερη σημασία, όπως και το ζήτημα του κατά πόσο οι δύο χαρακτηρισμοί συνάδουν.


Θα μπορούσε βέβαια να ισχυριστεί κανείς ότι ο χαρακτηρισμός του Σολωμού ως λυρικού ποιητή λειτουργεί ως το συνολικό αισθητικό παραπλήρωμα της έννοιας της εθνικής ποίησης. Αυτός ο συνδυασμός ωστόσο απαιτεί κάποια εξήγηση. Το λυρικό θεωρείται καθαρά υποκειμενική μορφή και χαρακτηρίζεται από «την απόκρυψη του κοινού από την ποιητή», με άλλα λόγια συνεπάγεται τον αποκλεισμό της κοινότητας. Επίσης προωθεί την ιδέα της αυτοτελούς υποκειμενικότητας και της μονολογικής αυτονομίας. Αντίθετα, η αφηγηματική και κατ’ επέκταση η εθνική ποίηση καλλιεργεί και δημιουργεί ένα δια-υποκειμενικό χώρο όντας περισσότερο ανοιχτή παρά κλειστή μορφή. Επιγραμματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα αφηγηματικά ποιήματα εξιστορούν ένα γεγονός, ενώ τα λυρικά επιδιώκουν να είναι αυτά καθαυτά ένα γεγονός. Εφαρμόζοντας εδώ ένα διαχωρισμό που χρησιμοποιήθηκε για τη διάκριση της επικής από τη λυρική ποίηση, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η διαφορά της λυρικής ποίησης από την εθνική είναι παρόμοια με αυτήν ανάμεσα στην προσευχή και στο κήρυγμα.


Η σχέση με τον ρομαντισμό 


Παραδοσιακά, η ρομαντική λογοτεχνία έχει εξισωθεί με τη λυρική συνείδηση. Στην περίπτωση του Σολωμού αυτή η εξίσωση δεν έχει πλήρως υποστηριχθεί είτε από την κριτική του πρόσληψη ως «γενάρχη του νεοελληνικού λυρισμού» είτε από την έννοια της εθνικής ποίησης. Ο εθνικός ποιητής προϋποθέτει και απευθύνεται σε μια κοινότητα ή ένα έθνος αναγνωστών, ο λυρικός ποιητής συνήθως προσποιείται ότι μιλά στον εαυτό του στρέφοντας την πλάτη του στους ακροατές του. Θεωρητικά, η εθνική ποίηση τείνει να είναι πιο αφηγηματική και κοινωνική, ενώ η λυρική ποίηση πιο υποκειμενική, αυθόρμητη και αντικοινωνική. Ως εκ τούτου, οι δύο τύποι ποίησης φαίνονται ασυμβίβαστοι μεταξύ τους, προκαλώντας μια εύθραυστη συγκατοίκηση του εθνικού με το λυρικό, η οποία εγείρει το ερώτημα αν στο κριτικό επίπεδο ένας πειστικός και προσφυής συνδυασμός μπορεί να επιτευχθεί, ανάλογος με αυτόν που πέτυχε ο Σολωμός στην ποίησή του. Ως ποιο βαθμό μπορούμε να μιλήσουμε για τη λυρικοποίηση του εθνικού ή για την εθνικοποίηση του λυρικού;


Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η ατομικότητα που συνδυάζεται με τη λυρική ποίηση μπορεί να ανιχνευθεί στα συμπληρώματα που συνοδεύουν την εικόνα του Σολωμού ως εθνικού ποιητή. Ο λυρικός Σολωμός προσαρμόστηκε ή υποτάχθηκε στον εθνικό Σολωμό, ώστε να τονιστεί η εικόνα του ως χαρισματικού και εξαιρετικού ατόμου. Με αυτό τον τρόπο η κριτική εισήγαγε και ενίσχυσε την προσωπικότητά του, την «αποσβεσμένη» από την ποίησή του κατά την έκφραση του Πολυλά, καθιστώντας δυνατή τη διπλή του θεώρηση ως λυρικού, υποκειμενικού ποιητή και εθνικού ταυτόχρονα. Το λυρικό ταυτίστηκε με το ιδεατό, το υψηλό και το ηθικό, ενώ το εθνικό με το πραγματικό και το ιστορικό.


Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Βρετανίας.

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2019

Το σολωμικό αδιέξοδο

Αναδημοσίευση από: https://leximata.blogspot.com


του Αποστόλη Αρτινού



 Ο ποιητής είναι οι λέξεις του, οι λέξεις που έρχονται κι οι λέξεις που αναχωρούν κι οι λέξεις πάλι που επιστρέφουν. Γλωσσικές καταληψίες που διαγράφουν το ίχνος του, το γραμματολογικό του παράδοξο. Το ποιητικό έργο συντελείται μέσα σ’ ένα τέτοιο φασματικό περιβάλλον, όπου οι επισκέψεις των λέξεων, σκιές που καταλαμβάνουν το χώρο, υπαγορεύουν το ρίγος τους. Σ’ αυτή τη σιωπή, που ’ναι κι η σιωπή της αναμονής της, ο ποιητής αφουγκράζεται, γίνεται όλος μια αδύναμη μεμβράνη, ένα παλλόμενο σώμα. Φέρει, σ’ αυτή την επικράτεια των σκιών, μια ανάμνηση του κόσμου, την εξαρνείται και την αποδίδει στη λήθη. Το ποιητικό έργο, αν μπορεί αυτή η απώλεια να αποδώσει ένα έργο, φέρει το όνομα αυτής της απώλειας, το οικειώνεται, και γίνεται για το ποίημα, αυτό το όνομα, η ίδια η α-δυνατότητά του. 

   Ο Διονύσιος Σολωμός είναι η αγωνιούσα αναμονή αυτού του έργου, η επίμονη εκζήτησή των λέξεών του, οι παραλλαγές των στίχων του, η κυκλοφορία τους από ποίημα σε ποίημα, κάτι πρωτοφανές στην ποιητική παραγωγή. Είναι το παλίμψηστο της αγωνίας του, αυτό το κάτι που πρέπει να ειπωθεί, ξανά και ξανά, αναζητώντας τη μορφή του. Όχι την τελική του μορφή στο αποθησαύρισμα κάποιων απάντων, αλλά τη μορφή που αχνοφαίνεται μέσα στη νύχτα. Μια μορφή που αρνείται το ξέφωτο της τελικής της διατύπωσης και προτιμά να χάνεται στο πιο σκιερό μέρος της γλώσσας, στην απειρία της, όπου το μελάνι της διαγράφει συνεχώς λέξεις παρά γράφει, τις διαστρέφει, τις αποδίδει στην απαρχή τους. Το σολωμικό έργο είναι ένα έργο εγκαταλελειμμένο σ’ αυτή την νυχτερινή διασάλευση της γλώσσας, στο ατέρμονο των αναδύσεών της, στις στιγμιαίες της αποκαλύψεις, που μαρτυρούν και το μετεωρισμό της, το απολεσμένο της σημείο. Η λέξη είναι αυτή η απειρία των εκφορών της, οι ρυθμικές της εξάρσεις, οι στιγμιαίες της εμψυχώσεις, οι συγκινήσεις της. Ο Σολωμός το ξέρει! Δεν διακόπτει αυτό τ’ ατέρμονο. Εγκαταλείπεται μόνο. Αφήνει το έργο του ανοικτό κι ατελές. Δεν κλείνει τίποτε, δεν παραδίδει τίποτε, δεν εκδίδει, σχεδόν, τίποτε, τον Ύμνο, μόνο, εις την Ελευθερίαν, ένα μικρό απόσπασμα του Λάμπρου, και τη Φαρμακωμένη. Ο Πολυλάς θ’ απογοητευτεί απ’ τα Ευρισκόμενα του. Μια μετέωρη μόνο χειρονομία, εγκαταλελειμμένη στο πάθος της. Μια γραφή που εξελισσόταν, που διασυρόταν στους στίχους της, στο φαρμάκι τους, καθαρό οινόπνευμα που ’πινε στο τέλος της ζωής του ο ποιητής. «Ο Λάμπρος θα μείνει απόσπασμα», θα σημειώσει ο Σολωμός, κι όχι μόνον ο Λάμπρος. Μια ρηξικέλευθη απόφαση που διαμορφώνει κι έναν ορίζοντα προσδοκίας μέσα στον οποίον καλείται να δοκιμαστεί όχι μόνο ο ίδιος ο ποιητής, αλλά κι ο αναγνώστης. Ένα αισθητικό πεδίο που διαγράφει την κατασκευή του μέσα στη δίνη μιας αέναης εργασίας, όπου η μορφή της αδυνατεί στις τελέσεις της, στη προσδοκία της τελείωσής της. Το έργο έτσι παραμένει γυμνό, διαγραμμένο, εν εξελίξει. Η αποσπασματικότητά του, δεν μαρτυρά τόσο μια αδυναμία του ποιητή, όσο την αδυναμία της ίδιας της ποιητικής μορφής να σχηματοποιήσει, στη στρεβλή χειρονομία της γλώσσας, την απολεσμένη ενότητα του πνεύματος. Αυτό που πάντα μένει είναι η αίσθηση μόνο μιας ματαιότητας κι ενός μετεωρισμού, που χαρακτηρίζει βέβαια το ρομαντικό πνεύμα, αλλά όχι μόνο. Σε μιαν άλλη εποχή ο Francis Ponge θα γράψει: «Θεία ανάγκη της ατέλειας, θεία παρουσία του ατελούς, της ελαττωματικής φύσης και του θανάτου στο γραπτό λόγο, συνδράμετέ με. Η ακυριολεξία ας δημιουργήσει μια νέα αντίληψη του ανθρώπινου μέσα από σύμβολα τόσο ψυχρά, συρρικνωμένα, γεμάτα επιτήδευση και κομπασμό. Κι όλες οι λογικές αφαιρέσεις ας διαβρωθούν εσωτερικά κι ας λειώσουν στη μυστική θέρμη του πάθους, που την γεννάει ο χρόνος, ο θάνατος, και οι αδυναμίες του πνεύματος». Ο Λάμπρος μένει απόσπασμα, κι αυτό δεν συνιστά μιαν από-γοήτευση του ποιητή του, αλλά ακριβώς τ’ ανυπέρβλητο της γοήτευσής του. Η σαγήνη του αοράτου, που αδυνατεί να αποτυπωθεί ευκρινώς στο πεδίο του ορατού. Το έργο έτσι μένει απόσπασμα, η χειρονομία μετέωρη, η γραφίδα εκκρεμής, αλλά το όραμα ακέραιο κι ολόφωτο.
   Ο Σολωμός γράφει μέσα στην βαλπούργεια νύχτα, στη κοσμογονία της. Γράφει στο μεταφυσικό εύρος που αυτή του διανοίγει. «Στοχάσου πως είναι νύχτα», παραγγέλλει στον εαυτό του ο Σολωμός. Γιατί η νύχτα δι-εγείρει τις λέξεις, το ρίγος της νύχτας, ό,τι απόκοσμο αυτή κομίζει. Το όραμα του ποιητή γίνεται έτσι αυτή η τυφλότητα της νύχτας, η μυστική της θεώρηση, το γρύλισμα των αναστοχασμών της. Είναι κι η εκδίπλωσή της νύχτας επί χάρτου, η δεξίωσή της. Προϋποθέτει όμως μια διακινδύνευση, ένα μετεωρισμό υπαρκτικό. Η ποίηση είναι μια αδύνατη οικειοποίηση, που υποκειμενοποιεί όμως την εμπειρία της, την αδυνατότητά της. Ο Σολωμός είναι η επιστροφή απ’ αυτή την νύχτα, το πάθημά του σ’ αυτή την περιπλάνηση, η διαθεσιμότητά του στο ίχνος. Γιατί ο ποιητής ιχνογραφεί. Ιχνογραφεί τη δική του γραφή, στις αναφορές του και στα σχεδιάσματά του, στο διασυρμό του στη γλώσσα, που, στην περίπτωση του Σολωμού, ήταν πάντα μια γλώσσα ανοίκεια. Ο Ζαμπέλιος θα τον κατηγορήσει για γερμανοπάθεια, κι ο Ανδρέας Μουστοξύδης θα ισχυριστεί ότι «Η φύσις της ποίησης αυτής δεν είναι ελληνική», όπως κι ο Βαλαωρίτης επίσης, «Οι στίχοι του δεν είναι ελληνικοί και οι εμπνεύσεις του ανήκουν στη Δύση…». Οι μελέτες του, οι αναγνώσεις του, ήταν κι οι ψυχικές του ενοικήσεις, οι καθηλώσεις του μέσα στον χρόνο, όπου κι επέστρεφε, στην πιο ερημική εκδοχή του εαυτού, στη γλώσσα του άλλου. Οι σημειώσεις των αναφορών του είναι και τα ίχνη της απώλειάς του, αλλά και τα ίχνη της επανεύρεσής του. Η φιλανθρωπία του πάθους του κι η δυνατότητα της συντριβής του. Οι στίχοι του, ήταν συγκινήσεις που αλήθευαν στο κατατεθειμένο ίχνος του άλλου. Σ’ αυτή τη νύχτα του άλλου, όπου τα πράγματα ψηλαφιούνται με λέξεις, με λέξεις που έρχονται από αλλού, πάντα οι λέξεις έρχονται από αλλού. Είναι αυτή η ονοματοδοσία του Έξω, που εισακούεται σε πολλές γλώσσες και λανθάνει σ’ όλες της τις εκφορές. Εδώ και το ατελές του σολωμικού έργου, το ανολοκλήρωτο που το δοκιμάζει κι εγγράφει το ίχνος του. Σ’ αυτή τη φρικώδη ονοματοδοσία, που ’ναι μια αντιστροφή της ονοματοδοσίας του Αδάμ, ο Σολωμός, στ’ άκουσμά της, συνταράσσεται, το χέρι του τρέμει, γράφει και διαγράφει λέξεις συνεχώς, δοκιμάζεται, κι αποσύρεται στην πιο βαθιά νύχτα, στη νύχτα του εαυτού. Σ’ έναν κόσμο πνευμάτων που φτερουγίζει πάνω απ’ το κεφάλι του. Σ’ ένα ρίγος που διαπερνά τη γραφίδα του και διατρέχει το χαοτικό εύρος των χειρογράφων του. Κοιμητήρια, αυτοκτονίες, επισκέψεις φαντασμάτων, σκιές στο ωχρό φως της σελήνης, τοπία που χτυπιούνται από κεραυνούς, όλα ρομαντικές κοινοτοπίες που συνθέτουν όμως ένα μοναδικό έργο. Γιατί το όραμα του Σολωμού είναι το ρομαντικό όραμα, κι εδώ τα «Σολωμικά» του Ροζάνη είναι μια μέγιστη συνεισφορά. Ένας αποκαλυψιακός ορίζοντας, που εγκαταλείπει την ύπαρξη στη γυμνότητά της, στην εκθετότητά της στον ουρανό, σ’ αυτό που συνέχει και υπερβαίνει τ’ ανθρώπινο. Μια μοίρα υπεράνθρωπη και γι’ αυτό απάνθρωπη. Μια φλόγωση της καρδιάς που εξαϋλώνει και καθηλώνει τα υποκείμενά της, τα μαγεύει, τα υπονομεύει δολίως. Το ρομαντικό υποκείμενο είναι αυτή η ανοικτότητά του στο περιβάλλον, ενός περιβάλλοντος όμως αποκαλυψιακού, διεγερμένου στις συμβαντικές του στιγμές, σε μια κρίση που το υπερβαίνει. Ο κόσμος γίνεται εδώ μια σκηνή πάθους, δονείται συθέμελα, ρηγματώνεται και διαχέει το μαγματικό του ίμερο. Ένας κόσμος που εκτίθεται στην αιχμηρότητά του, στην αιχμηρότητα μίας διάρρηξης εσωτερικής, όπου κι οι ριζωματικές του απολήξεις. Το ποίημα εγγράφει αυτή την καταγωγή, αυτή την επιστροφή του κόσμου, την αποστέρηση της εκλογίκευσής του. Εγγράφει τις σκιές των πραγμάτων, τη μετάβασή τους στη σκοτεινή περιοχή, το αρνητικό τους είδωλο. Το κοσμικό πεδίο, σ’ αυτή την αποκαλυπτική του έγερση, καταλαμβάνει το πεδίο του νοητού, το διαρρηγνύει, κι υπαγορεύει έναν ετοιμόρροπο ψυχισμό, μια διαφάνεια, αυτή τη διαφάνεια του θανάτου, που ιχνογραφεί όλο το ανάγλυφο της ζωής. Η θανατοφιλία του ρομαντικού υποκειμένου δεν είναι παρά η ζωική του εκ-δήλωση, η ενσάρκωσή του στο φθίνον της ζωής. Το ποίημα καταγράφει αυτή την απώλεια, αυτή την απόσυρση του κόσμου, την καταβύθισή του στη λήθη. Η απαραμείωτη μελαγχολία του είναι για ό,τι απομακρύνεται, αργά, στην απέναντι κι απρόσιτη όχθη, εκεί όπου αχνοφαίνεται κι ο κόσμος, στην άλλη μορφή του, στην αλλότητά του. Οραματικές εκφορές που τανύζουν τη γλώσσα, διανοίγοντάς τη σε συνδέσεις που την καθηλώνουν στην αλαλία και στα αισθητικά της αδιέξοδα. Εκφορές μιας τυφλότητας κι ενός παραδομού, όπου το υποκείμενο παίρνει τη θέση του νεκρού, ενόςαλλιώς-είναι-μέσα-στον-κόσμο που διαπλάθει τη ζωή και τη γλώσσα του, όπως τα φαντάσματα που περιδιαβαίνουν τη ζωή, όντας μετά τη ζωή. Οι λέξεις φέρουν κάτι το απόκοσμο ανήκοντας όμως στο κόσμο. Το ανοίκειο που φέρουν είναι ένα μήνυμα που ’ρχεται απ’ Έξω και τις αποδίδει στη σιωπή. Στη σιωπή όχι του μηνύματος αλλά στη σιωπή του ονόματός τους, στην αδυναμία τους. Αυτό παθαίνει κι ο Σολωμός στις οραματικές του στιγμές, παθαίνει την αδυναμία της γλώσσας να μεταδώσει τ’ αμετάδοτο, την αποκαλυπτικότητα που τη δοκιμάζει. Το Έξω υπάρχει, λέει ο Foucault, αλλά κανείς δεν είναι Έξω, κανείς δεν μπορεί να είναι εντελώς Έξω, καίγεται αυτοστιγμής. Τα αποκαλυπτικά έτσι οράματα του ποιητή αδυνατούν να καταγραφούν, πάντα κάτι περισσεύει, κι αυτό το κάτι να ’ναι το όντως αληθινό.

   Ο Σολωμός είναι λοιπόν η ρομαντική καταγωγή του, η θανατοφιλία του, οι δαιμονικές υπάρξεις του έργου του, οι αγγελικές του ενσαρκώσεις, τα τοπία των ερειπιώνων του κι οι φουρτουνιασμένες του θάλασσες. «Ο ουρανός ολόκληρος αγρίκαε σαστισμένος». Οραματικές καθηλώσεις, που συγκροτούν έναν πυρήνα ποιητικό, μια μαρτυρία, μια ύψιστη αγωνία, αυτή την αγωνία του Ουρανού. Η Γυναίκα της Ζάκυθος, είναι ένα τέτοιο όραμα, μοναδικό μάλιστα μέσα στην ελληνική γραμματεία. Μια λογοτεχνική κορύφωση που υπερβαίνει τη λογοτεχνία και διανοίγεται στο μυστικό ορίζοντα του γράμματος. Ο Ιερομόναχος Διονύσιος, «εγκάτοικος στο ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου», γυρνούσε από μιαν επίσκεψή του στον Άγιο Διονύσιο όπου είχε πάει «για κάτι υπόθεσες ψυχικές». Στην επιστροφή του αυτή κοντοστέκεται σ’ ένα πηγάδι μελαγχολικός απ’ τις σκέψεις του πάνω στην κακότητα των ανθρώπων. Η πρώτη μορφή που του ’ρχεται στο νου, εκεί στο φιλιατρό του πηγαδιού, είναι της Γυναίκας της Ζάκυθος. Μια δαιμονισμένη που στρεφόταν κατά της ελεύθερης Ελλάδας. Επιστρέφοντας στο κελί του, επιχειρεί να συντάξει και το πορτρέτο αυτής της Γυναίκας. Μιλά για το φρικτό παρουσιαστικό της και για τις επιθέσεις της σε φτωχές Μεσολογγίτισσες που είχαν καταφύγει στη Ζάκυνθο και ζητιάνευαν. Κατόπιν βρίσκουμε τον Ιερομόναχο μέσα στο σπίτι της Γυναίκας, κι από εκεί, εν εκστάσει, στο Μεσολόγγι. Το άγγιγμα της Γυναίκας θα τον επαναφέρει. Φιλώντας του το χέρι διαπιστώνει ότι «είναι κρύο σαν παγωμένο». Ο Ιερομόναχος, ωσεὶ νεκρός, ήταν ήδη αλλού. Απ’ αυτό το αλλού που θα ’ρθουν και τα δυο φαντάσματα των γονιών της Γυναίκας, και που η παρουσία τους δεν αντικατοπτριζόταν στο καθρέπτη του δωματίου, κάτι που θα υποψιάσει τον Ιερομόναχο. Και θα φύγουν. Και θα εμφανιστεί ένα άλλο φάντασμα, της αδελφής της Γυναίκας αυτή τη φορά. Και θα φύγει κι αυτό και θα μείνει μόνο το κρεμασμένο σώμα της Γυναίκας απ’ το δοκάρι της στέγης. ««Και εσηκώθηκα από τη δέηση και άκουσα το ίδιο γέλιο και αντιβούιζε η κάμαρα. Και πήγα πίσω από τον καθρέπτη και είδα τη γυναίκα της Ζάκυθος που εκρεμότουνα και εκυμάτιζε, και είδα καθισμένο το διπλοπόδι έναν νάνο που εμίμιζε απαράλλαχτα εκείνο το γέλιο». Αυτή η αλύσωση, λοιπόν, δεν θα χει τέλος. Ακόμη μια σειρά τερατομορφιών θ’ αρχίσει, κάτω απ’ το κρεμασμένο σώμα της Γυναίκας, να διανοίγεται. Όλες απ’ την περιοχή των σκιών. Και η μια μορφή να εισάγει στην άλλη. Και ο Ιερομόναχος να υποχωρεί συνεχώς σ’ αυτή την ακολουθία,  μέχρι το κατακλυσμιαίο της θάμβος να κατακλύσει και τη δική του ψυχή. Ο Ιερομόναχος υπομένει αυτό το όραμα, το υπομένει αδύναμος, καθηλωμένος. Είναι ο παραδομός του σ’ αυτή τη συμβαντική ακολουθία που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του. Μένει εκεί υπό το χρέος της αφήγησης, προεικονίζει έτσι τη θέση του ποιητή. Ο Ιερομόναχος καταγράφει, κι ο ποιητής, υποτίθεται, στηρίζεται στα κατάλοιπα του Ιερομονάχου. Η γραφή μόνο, που εγκαταλείπεται στους αναδιπλασιασμούς της, στις αντηχήσεις των αφηγήσεών της. Βρισκόμαστε μέσα στο περίκλειστο δώμα της, στην ερεβώδη σιωπή της. Η Γυναίκα της Ζάκυθος βγαίνει από ένα πηγάδι στοχασμών, εκεί φιλοτεχνείται κι η έξοδος της στον κόσμο, η τερατομορφία της. Ο ποιητής είναι ο δαίμονάς της γιατί κυριαρχείται κι αυτός απ’ τον δαίμονα της γραφής του. Ο Ιερομόναχος καταγράφει τ’ όραμά του, αλλά και τ’ όραμα καταγράφει τον Ιερομόναχο, τον αποδίδει, τον ενσωματώνει. Ο ρομαντικός ποιητής υπο-φέρει και υπο-μένει αυτό το αποκαλυπτικό τοπίο, το οικειοποιείται, και γίνεται ο τόπος της διασποράς του. Το φέρει μέσα του αυτό το πάθος, το καλλιεργεί, το γιγαντώνει και το κάνει ένα αυταπόδεικτο σχήμα. Σ’ αυτό το τοπίο που εγείρεται και το κρεμασμένο σώμα της Γυναίκας, ως μοναδικό φλάμπουρο μίας αντίστασης υπαρκτικής.

   «Κόλαση; Την πιστεύω είναι τή αυξάνει / Κι όλη φλογοβολάει στα σωθικά μου», θα ακουστεί στο Λάμπρο, μιαν κατεξοχήν βυρωνική μορφή του αρνητικού στο έργο του Σολωμού. Μια μορφή που υπομένει το ατομικό της πεπρωμένο και τη πλήρωσή του. Ο Λάμπρος, που «Του εαυτού του είναι Θεός», βιώνει τη μοναξιά του υποκειμένου, αναλαμβάνει τη μοίρα του και στροβιλίζεται στις φυγόκεντρες τροχιές του. Η καθετότητα του Ουρανού δίνει την θέση της τώρα στην οριζοντιότητα της επιθυμίας. Χωρίς να το γνωρίζει θα συνευρεθεί με την χαμένη του κόρη και θα την αφήσει να αφανισθεί στα νερά της λίμνης. Ο Λάμπρος έκτοτε θα μείνει εκτεθειμένος σ’ ένα ανεξέλεγκτο φασματικό περιβάλλον, πολύβουο, απόκοσμων και οικείων φωνών, αυτών των νεκρών του παιδιών που θα επιστρέφουν. Οι επισκέψεις των νεκρών, κάτι σύνηθες στη ρομαντική λογοτεχνία, κάτι αναγγέλλουν στο Λάμπρο, αλλά και κάτι αποδίδουν αναπόδραστα στη σιωπή. Ο Λάμπρος αναλαμβάνει την αγωνία του, την ακραία δοκιμασία μιας εγγύτητας οριακής. Η γυναίκα του Μαρία θα αυτοκτονήσει μετά απ’ όλα αυτά στα νερά της λίμνης και το μόνο που θα μείνει απ’ αυτή την τραγωδία θα ’ναι ο ήσυχος αντικατοπτρισμός της φύσης πάνω στα νερά. Σε μια παραλλαγή του τέλους του ποιήματος ο Σολωμός θα κεραυνοβολήσει αυτή την ησυχία: «Και δεν έμεινε μήτε ένα κλωνάρι, / φιλέρημο πουλάκι να καθίσει, / το βράδυ, την αυγή να κιλαϊδήσει». Τίποτε, εν τέλει, δεν θα μείνει όρθιο σ’ αυτόν τον αφανισμό. 
   Στον Κρητικό, η Φεγγαροντυμένη είναι το θεϊκό απαύγασμα στο κοίλο της θλιβερής του ψυχής. «Εκοίταξε τ’ αστέρια, κι’ εκείνα αγαλλιάσαν, / Και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν». Μια ονειροφαντασίωση που διατρέχει το κόσμο του και θεραπεύει την αγωνία του. Στη φουρτουνιασμένη θάλασσα του νου, το σκαρί του ήρωα κινδυνεύει να καταποντιστεί. Η θύελλα χαώνει τον κόσμο του, αλλά η φασματική της μορφή ηρεμεί την ψυχή του. Μια θεϊκή μορφή που ενσαρκώνει το απολεσμένο κάλος του κόσμου, τη χαμένη έδρα της ομορφιάς, αυτή που επαναφέρει τον κόσμο στην ηρεμία και στη τελείωση. Η ξανθή Φεγγαροντυμένη που εκστασιάζει τον Κρητικό είναι σύμφωνα με τον Ερατοσθένη Καψωμένο μια «θεία επιφάνεια στη φύση», μια θεοφάνεια, γι αυτό και η στεριά που φθάνει καραβοτσακισμένος ο Κρητικός είναι μια στεριά απεθεωμένη, χαριτωμένη. Το σκοτεινό πεπρωμένο όμως του ήρωα είναι ήδη προδιαγεγραμμένο, κι η θύελλα θα ’ναι μια θύελλα αφανισμού. Στα τρικυμισμένα νερά της η μορφή της φεγγαροντυμένης θα αφανισθεί και το ναυάγιο θα συντελεστεί. «Και τέλος φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένη, / Την απιθώνω με χαρά, κι’ ήτανε πεθαμένη». Ακόμη ένας θρίαμβος, λοιπόν, του αρνητικού. 
   Στην ποίηση του Σολωμού εκδηλώνονται δύο φαινομενικά αντιφατικές κινήσεις. Από τη μια, μία χιμαιρική περιδίνηση σ’ ένα φασματικό περιβάλλον που τανύζει την ύπαρξη στις νοσταλγικές της εκφορές, και απ’ την άλλη, η εγκοσμιότητα ενός ιστορικού πεπρωμένου που κορυφώνεται πραξιακά και προκαλεί την ανταπόκριση του ποιητή. «Δεν θέλω να περάσει από το μυαλό κανενός, πως την ώρα που νικούν οι δικοί μας στο Μαραθώνα, εγώ κάθομαι και τραγουδώ για ένα βοσκόπουλο ξαπλωμένο στο νεκροκρέβατο», θα γράψει ο Σολωμός σε μια επιστολή του προς τον Δε Ρώσση. Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι έτσι, ή κι ο Κρητικός ακόμη, είναι έργα που επιχειρούν να ανταποκριθούν σ’ αυτό το ιστορικό κάλεσμα. Στον κόσμο μιας ιστορικής συνείδησης που επικαιροποιεί διαρκώς το νόημά της στη σφαίρα μιας γεγονοτολογίας. Σε μια μορφική ακολουθία, άλλην όμως απ’ αυτή που εξελισσόταν στο πηγάδι της Γυναίκας της Ζάκυθος, και που δε διανοίγει το χρόνο στις ακρώρειες των διαφυγών του, αλλά τον εκθέτει στις ιστορικές του κορυφώσεις, που ακόμη κι αν αυτές εγγράφονται ως συμβάντα στο ρου της Ιστορίας, εν τούτοις δεν καταφέρνουν και να διαστρέψουν την εγκοσμιότητά τους, να υπερβούν δηλαδή την αλήθειά τους. Τα ποιήματα έτσι, κι όχι μόνο του Σολωμού, που συντονίζονται σ’ αυτή την εμπράγματη συγκίνηση, αναλίσκονται συγχρόνως και σ’ ένα αδιέξοδο πεπρωμένο. Γιατί το πραξιακό γεγονός είναι μιας άλλης κατηγορίας αγωνία απ’ το πνευματικό συμβάν του ποιήματος. Οι Ουσιώδεις Στιγμές της Πράξης, όπως τις ονομάζει ο Σολωμός, είναι εκείνες οι αποκαλυπτικές στιγμές της καθημερινότητας που την διανοίγουν στην απολυτότητα των προτύπων της. Στιγμές του καθημερινού όπου το ιστορικό απαντά στο υπεριστορικό, το φυσικό στο υπερφυσικό, κι η υλικότητα στην πνευματικότητά της. Σημειώνει ο Σ. Ροζάνης στα Σολωμικά του: «Ο Σολωμός αγωνίζεται να θεμελιώσει της «Πλέον Ουσιώδεις Στιγμές της Πράξεως» αρνούμενος τον χρόνο, δουλεύοντας μέσα στο πνεύμα και όχι στην εγκοσμιότητα, αποζητώντας μια πνευματική ολότητα της ενότητας του χρόνου και της πράξης που υποβαθμίζει την εμπειρία, τη μεταλλάσει σε γεγονός του πνεύματος και αρνείται κάθε δικαίωμα ύπαρξης έξω από την πνευματική σφαίρα της εσωτερικής μεταστοιχείωσης του κόσμου σε ιδεατή ζωή, σε ιδεώδες ονείρου…». Κι ο Βάρναλης, επίσης, στα δικά του Σολωμικά, θα εντοπίσει αυτή την ουτοπική θέση του ποιητή όταν επιχειρεί να συνθέσει επί του πραγματικού: «Ο Σολωμός αγνοεί και περιφρονεί ίσως ως εξωτερικά στοιχεία αυτούς τους απαραίτητους όρους κάθε ζωντανής ύπαρξης και πράξης. Κανένας δεν αναγνωρίζει (στους Ελεύθερους Πολιορκημένους) πως είμαστε στο Μεσολόγγι του 1826. Μονάχα η ώρα του έτους, η άνοιξη, αναφέρεται όχι με σκοπό να μας κατατοπίσει, μα γιατί του χρειαζότανε ως μια έντονη εξωτερική δύναμη φυσικής τάξης, που προκαλεί αγώνα του πνεύματος, ως πειρασμός. Είμαστε λοιπόν έξω τόπου και χρόνου. Στην Ουτοπία. Και καθένας ξέρει αν με τέτοια υλική ανυπαρξία μπορεί να γίνει δραματικό ή επικό ποίημα». Η εκδραμάτιση των πραγμάτων, ό,τι ο Σολωμός ονομάζει «είδησες του κόσμου», στοιχειώνει έναν κόσμο που μένει αμετάφραστος κι αδιάθετος στην ποιητική εργασία. Μια ρομαντική, κατά βάσιν, αποτυχία, όταν κάθε φορά η εγγύτητα του κόσμου διασύρει την ποιητική έμπνευση. Το κοσμικό που γίνεται απόκοσμο κι ευθύς η πραγματικότητα τ’ ακυρώνει, εκθέτοντάς το. Στους Ελεύθερους πολιορκημένους έτσι, τους όποιους αυτούς, μιας και στην πραγματικότητα πρόκειται για κάποια σχεδιάσματα και διόλου για ένα ολοκληρωμένο έργο, ο Σολωμός δεν κάνει τίποτε άλλο απ’ αυτό που μπορεί να κάνει ένας ρομαντικός ποιητής: να συμβολοποιεί διαρκώς το φυσικό κόσμο και να τον πνευματοποιεί. Η ανοιξιάτικη φύση, το ξερό χορτάρι, το πέταγμα μιας πεταλούδας από ένα κρινάκι του αγρού, οι αντικατοπτρισμοί των άστρων στη λιμνοθάλασσα, η νύχτα, πάντα η νύχτα. «Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!». Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου στέκονται σ’ αυτό το σκηνικό σαν σιωπηλά φαντάσματα, figures, όπως τα ψιλόλιγνα κυπαρίσσια που παραστέκουν στο τοπίο. «Στο περιβόλι της ψυχής το μοσχαναθρεμμένο», οι είδησες του κόσμου δεν είναι παρά μιαν ανερμήνευτη βουή, μιαν ακόμη αδύνατη γλώσσα. 
   Ο Σολωμός είναι ό,τι διέσωσε ο Πολυλάς, αλλά κυρίως όμως ό,τι δεν διέσωσε, ό,τι διέφυγε απ’ αυτόν κι έμεινε κρύφιο, οι ονειρικές του εικόνες που μόλις και βγουν στο φως εξαχνώνονται, ενθύμια μιας νύχτας, μίας απόσυρσης υπαρκτικής. Γιατί ο ποιητής, όπως προείπαμε, είναι οι λέξεις του, αλλά κυρίως όμως είναι η συγκίνηση που υπαγόρευσε αυτές τις λέξεις. Κι αυτή αχνοφαίνεται μόνο. Ο Σολωμός είναι η μοναδική του απώλεια, το σβησμένο του ίχνος στο χάος των αυτογράφων του, οι ανομολόγητες φαντασιώσεις του, οι γλωσσικές του μετοικήσεις, τα όποια ελληνικά του. Ονίρατα όλα, που αδυνατούν να σκιαγραφήσουν κάτι, να συγκροτήσουν μια πλήρης εργογραφία, ένα παραδομένο έργο. Οι φιλόλογοι θα χουν πάντα, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, πολύ δουλειά.