Αναδημοσίευση από: https://www.tovima.gr/2008/11/24/opinions/antitheseis-kai-dilimmata-stin-poiisi-toy-solwmoy/
Αντιθέσεις και διλήμματα στην ποίηση του Σολωμού Ο Δ. Τζιόβας αναλύει τους τρόπους με τους οποίους ο ποιητής πέτυχε να συνδυάσει στο έργο του το εθνικό και το λυρικό κατορθώνοντας να συμφιλιώσει δύο αντίθετες ροπές Δ. ΤΖΙΟΒΑΣ Ένα από τα χαρακτηριστικά του Ετους Σολωμού ήταν η έμφαση που δόθηκε στην πρόσληψή του, η οποία με τη σειρά της φέρνει στο προσκήνιο μερικά βασικά
Ένα από τα χαρακτηριστικά του Ετους Σολωμού ήταν η έμφαση που δόθηκε στην πρόσληψή του, η οποία με τη σειρά της φέρνει στο προσκήνιο μερικά βασικά ζεύγη ερωτημάτων που ανακύπτουν και υπό τη μορφή αντιθέσεων, διλημμάτων ή, τέλος, λειτουργούν συμπληρωματικά μεταξύ τους. Τα ερωτήματα αυτά αφορούν το αν και κατά πόσο ο Σολωμός είναι περισσότερο ευρωπαίος ή εθνικός ποιητής, λυρικός ή αφηγηματικός, κατά πόσο κινείται στη σφαίρα του ιδεατού και του υψηλού και ως ποιο βαθμό είναι ριζωμένος στην ιστορική πραγματικότητα της εποχής του. Τι σημαίνει σήμερα οικουμενικός ποιητής; Ορίζεται ως το αντίθετο του εθνικού, οπότε η οικουμενικοποίηση του Σολωμού συνεπάγεται την απεθνικοποίησή του ή το οικουμενικό συνδέεται με κάτι το ρομαντικό, ουτοπικό και ιδεατό που πάλι αντιπαρατίθεται σε μια εθνική πραγματικότητα μίζερη και παρακμιακή; Εθνικός και λυρικός ποιητής είναι εν τέλει ιδιότητες ή χαρακτηρισμοί συμβατοί;
Είναι γνωστό ότι η έννοια του εθνικού ποιητή ανέκυψε μαζί με τον εθνικισμό στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, επιβεβαιώνοντας τον στενό δεσμό αυτή την περίοδο ανάμεσα στη λογοτεχνία και στην επιθυμία για εθνική χειραφέτηση ή ενοποίηση. Την ίδια εποχή ο ευρωπαϊκός ρομαντισμός καλλιέργησε όχι μόνο την ιδέα της καθολικής ελευθερίας, μέσω ορισμένων ποιητών-ηρώων στη Δυτική Ευρώπη που προσπαθούσαν να αποδεσμευθούν από εγκόσμιους κοινωνικούς περιορισμούς τονίζοντας την ατομικότητά τους, αλλά και την ιδέα της εθνικής ελευθερίας, ιδιαίτερα στην Ανατολική, Κεντρική και Νότια Ευρώπη, προωθώντας την εικόνα του ποιητή ως εθνικού ηγέτη. Οπου ο ρομαντισμός έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στην απελευθέρωση της ανθρώπινης φύσης και στην επιστροφή της σε μια πιο αθώα και ιδανική κατάσταση, τότε το ατομικό και το καθολικό απέκτησαν προτεραιότητα και η σύνδεση έγινε κυρίως με την ανθρωπότητα παρά με το έθνος. Εκεί όπου ο ρομαντισμός ήταν περισσότερο συναρτημένος με εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες, όπως στην Ανατολική ή στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, η ιδέα του εθνικού ποιητή εδραιώθηκε. Ο Σολωμός φαίνεται να αξιοποίησε και τις δύο τάσεις, προωθώντας την ιδέα της ελευθερίας με τις καθολικές και τις ανθρώπινες συνδηλώσεις της αλλά και με τις εθνικές διαστάσεις της. Αυτή η διπλή συμμετοχή, νομίζω, καθόρισε την εικόνα του ως εθνικού ποιητή, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίστηκε από τους κριτικούς και το κοινό.
Σύγκρουση καλού και κακού
Αν και σημαντικό μέρος της ποίησης του Σολωμού στρέφεται γύρω από το πρόβλημα της ελευθερίας και τη σύγκρουση του καλού με το κακό, δημιουργεί ωστόσο την αίσθηση ότι ο ποιητής προσπαθεί να συμφιλιώσει αντίθετες ροπές. Η ποίησή του άλλωστε έχει ιδωθεί ως ο χώρος όπου διαφορετικές πολιτισμικές επιδράσεις, γλώσσες και λογοτεχνικές τάσεις συγκλίνουν, παράγοντας ένα ενδιαφέρον, πρωτότυπο και σύνθετο είδος γραφής. Ο Παλαμάς, για παράδειγμα, υποστήριξε ότι ο Σολωμός συνδύασε «τη γερμανική του νοήματος βαθυσυγνεφιά προς την ελληνική φωτεινότητα της μορφής», τον ξέσκεπο, εκφραστικό και ρητορικό λυρισμό με τον υπονοητικό και συμβολικό, το αίσθημα με τη διάνοια. Είναι γεγονός ότι ο Σολωμός πέτυχε να συνδυάσει τρόπους και είδη γραφής, αλλά πόσο συνεπείς μεταξύ τους είναι μερικοί χαρακτηρισμοί του από την κριτική και ιδιαίτερα η συνδυαστική θεώρησή του ως εθνικού και λυρικού ποιητή;
Το καλύτερο παράδειγμα αυτής της έντασης ανάμεσα στο εθνικό και στο ατομικό, στο αφηγηματικό και στο λυρικό αποτελεί «Ο Κρητικός». Μια αφηγηματική σύλληψη του ποιήματος πριμοδοτεί τον γραμμικό και ιστορικό χρόνο, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στα γεγονότα στην Κρήτη και υπογραμμίζοντας το ιστορικό παρελθόν του Κρητικού. Από την άλλη πλευρά, η λυρική υφή του ποιήματος συγχέει την ιστορική γραμμή και προβάλλει τη διαταραγμένη συναισθηματική και διανοητική κατάσταση του πρωταγωνιστή. Το αίτημα για αφηγηματικότητα, βασισμένο στην αιτιότητα και στην ανασυγκρότηση της βιογραφίας του Κρητικού, παράγει μια ρεαλιστική, ιστορική και τελικά εθνική ανάγνωση του ποιήματος που αναδεικνύει τον αγώνα στην Κρήτη εναντίον των Τούρκων και την επακόλουθη δοκιμασία των προσφύγων σε σύγκριση με τη λυρική θεώρηση του ποιήματος που δεν επιμένει στην αποκατάσταση της ιστορικής ακολουθίας των γεγονότων αλλά στη συναισθηματική και ψυχολογική ανταπόκριση. Το ποίημα ως αφήγημα λειτουργεί και ως αναπαράσταση της πρόσφατης ιστορίας και ως αλληγορία για την κρητική λογοτεχνική παράδοση και την επιδέξια οικειοποίησή της ή μεταλαμπάδευσή της. Μια τέτοια προσέγγιση του «Κρητικού» τον καθιστά εθνικό αφήγημα, αν όμως αντιμετωπιστεί ως λυρικό ποίημα αποβαίνει η άχρονη ιστορία μιας βασανισμένης ψυχής. Στην πρώτη περίπτωση, τα γεγονότα και η εξωτερική πραγματικότητα κατέχουν το προσκήνιο, στη δεύτερη η προτεραιότητα ανήκει στον εσωτερικό κόσμο του πρωταγωνιστή, στον ασυνάρτητο λόγο του και στην απομάκρυνσή του από την (λογοτεχνική) ιστορία.
Λυρική υποκειμενικότητα
Κρίνοντας από την περίπτωση του «Κρητικού» θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η αφηγηματική προσέγγιση του ποιήματος αντιπροσωπεύει το ιστορικό παρελθόν, σηματοδοτώντας μια καθοδική πορεία προς τις εθνικές ρίζες και τις πηγές της λογοτεχνικής παράδοσης, ενώ η λυρική προσέγγιση αντιπροσωπεύει το άχρονο παρόν και τη διάσπαση του υποκειμένου προτείνοντας μια ανοδική κίνηση με τη μορφή της οραματικής εξομολόγησης. Αντιπροσωπεύοντας μια ρήξη με την ιστορία, το λυρικό ταυτίζεται περισσότερο με τη νεωτερικότητα παρά με την ιστορική συνέχεια. Ως εκ τούτου, ένας λυρικός Σολωμός πιο εύκολα μπορεί να γίνει το σύμβολο της νεωτερικότητας, ενώ ένας αναπαραστατικός και αφηγηματικός Σολωμός φαίνεται να ενσαρκώνει την εθνική ιστορία και τη λογοτεχνική παράδοση. Στην περίπτωση του Σολωμού η έννοια του εθνικού ποιητή ιστορικοποιεί το λυρικό, συνδέοντάς το με τα συμφραζόμενα και εισβάλλοντας στην αυτόνομη φωνή και στη λυρική υποκειμενικότητα.
Ο Σολωμός μπορεί να ήταν διχασμένος ανάμεσα στο λυρικό και στο αφηγηματικό, στο οικουμενικό και στο εθνικό, στο ατομικό και στο καθολικό, στο ιδανικό και στο πραγματικό, στην πάλη με τη γλώσσα και στην αναπαράσταση της ιστορίας. Το ερώτημα όμως που ανακύπτει είναι ως ποιο βαθμό αναζητώντας την αφηγηματική συνοχή στην ποίηση του Σολωμού κανείς θέτει την έμφαση στην εθνική, στην ιστορική, στη συλλογική και στη ρεαλιστική πλευρά της ποίησής του, ενώ εστιάζοντας στη λυρική ή και στην αποσπασματική του θεώρηση προβάλλονται οι οικουμενικές, αυτοαναφορικές, ατομικές και μεταφυσικές πτυχές της ποίησής του; Μπορεί κανείς να διεκδικήσει με αξιώσεις τον τίτλο του εθνικού ποιητή δίχως κάποια στοιχειώδη αφηγηματικότητα ή την υποβολή ενός μείζονος εθνικού αφηγήματος; Νομίζω, δηλαδή, ότι η αντιμετώπιση του Σολωμού ως κατ’ εξοχήν αφηγηματικού (εθνικό) ή λυρικού ποιητή έχει ευρύτερη σημασία, όπως και το ζήτημα του κατά πόσο οι δύο χαρακτηρισμοί συνάδουν.
Θα μπορούσε βέβαια να ισχυριστεί κανείς ότι ο χαρακτηρισμός του Σολωμού ως λυρικού ποιητή λειτουργεί ως το συνολικό αισθητικό παραπλήρωμα της έννοιας της εθνικής ποίησης. Αυτός ο συνδυασμός ωστόσο απαιτεί κάποια εξήγηση. Το λυρικό θεωρείται καθαρά υποκειμενική μορφή και χαρακτηρίζεται από «την απόκρυψη του κοινού από την ποιητή», με άλλα λόγια συνεπάγεται τον αποκλεισμό της κοινότητας. Επίσης προωθεί την ιδέα της αυτοτελούς υποκειμενικότητας και της μονολογικής αυτονομίας. Αντίθετα, η αφηγηματική και κατ’ επέκταση η εθνική ποίηση καλλιεργεί και δημιουργεί ένα δια-υποκειμενικό χώρο όντας περισσότερο ανοιχτή παρά κλειστή μορφή. Επιγραμματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα αφηγηματικά ποιήματα εξιστορούν ένα γεγονός, ενώ τα λυρικά επιδιώκουν να είναι αυτά καθαυτά ένα γεγονός. Εφαρμόζοντας εδώ ένα διαχωρισμό που χρησιμοποιήθηκε για τη διάκριση της επικής από τη λυρική ποίηση, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η διαφορά της λυρικής ποίησης από την εθνική είναι παρόμοια με αυτήν ανάμεσα στην προσευχή και στο κήρυγμα.
Η σχέση με τον ρομαντισμό
Παραδοσιακά, η ρομαντική λογοτεχνία έχει εξισωθεί με τη λυρική συνείδηση. Στην περίπτωση του Σολωμού αυτή η εξίσωση δεν έχει πλήρως υποστηριχθεί είτε από την κριτική του πρόσληψη ως «γενάρχη του νεοελληνικού λυρισμού» είτε από την έννοια της εθνικής ποίησης. Ο εθνικός ποιητής προϋποθέτει και απευθύνεται σε μια κοινότητα ή ένα έθνος αναγνωστών, ο λυρικός ποιητής συνήθως προσποιείται ότι μιλά στον εαυτό του στρέφοντας την πλάτη του στους ακροατές του. Θεωρητικά, η εθνική ποίηση τείνει να είναι πιο αφηγηματική και κοινωνική, ενώ η λυρική ποίηση πιο υποκειμενική, αυθόρμητη και αντικοινωνική. Ως εκ τούτου, οι δύο τύποι ποίησης φαίνονται ασυμβίβαστοι μεταξύ τους, προκαλώντας μια εύθραυστη συγκατοίκηση του εθνικού με το λυρικό, η οποία εγείρει το ερώτημα αν στο κριτικό επίπεδο ένας πειστικός και προσφυής συνδυασμός μπορεί να επιτευχθεί, ανάλογος με αυτόν που πέτυχε ο Σολωμός στην ποίησή του. Ως ποιο βαθμό μπορούμε να μιλήσουμε για τη λυρικοποίηση του εθνικού ή για την εθνικοποίηση του λυρικού;
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η ατομικότητα που συνδυάζεται με τη λυρική ποίηση μπορεί να ανιχνευθεί στα συμπληρώματα που συνοδεύουν την εικόνα του Σολωμού ως εθνικού ποιητή. Ο λυρικός Σολωμός προσαρμόστηκε ή υποτάχθηκε στον εθνικό Σολωμό, ώστε να τονιστεί η εικόνα του ως χαρισματικού και εξαιρετικού ατόμου. Με αυτό τον τρόπο η κριτική εισήγαγε και ενίσχυσε την προσωπικότητά του, την «αποσβεσμένη» από την ποίησή του κατά την έκφραση του Πολυλά, καθιστώντας δυνατή τη διπλή του θεώρηση ως λυρικού, υποκειμενικού ποιητή και εθνικού ταυτόχρονα. Το λυρικό ταυτίστηκε με το ιδεατό, το υψηλό και το ηθικό, ενώ το εθνικό με το πραγματικό και το ιστορικό.
Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Βρετανίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου