Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

Μάχιμη θεολογία ή ζώντας με πουκάμισο ξεκούμπωτο ή ζωή δίχως πουκάμισο κανένα ή έκθετος στο απροσδόκητο…




       ( Βιβλιοκρισία εν είδει αφιερώματος στη μάχιμη θεολογία της Σπ. Αθανασοπούλου-Κυπρίου )
γράφει ο ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ

Σπυριδούλα Αθανασοπούλου-Κυπρίου, Εδώ και Τώρα, κείμενα φιλοσοφικής θεολογίας περί βλέμματος, σεξουαλικότητας, επιθυμίας και άλλων τινών, εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήνα 2020.

Βιβλίον τίμιον Όταν ένα βιβλίο σου εμπνέει πολλούς τίτλους βιβλιοκρισίας του, τότε ασφαλώς έχεις μπρος σου ένα τουλάχιστον τίμιο βιβλίο. Και σπεύδω να πω ότι αυτό δεν είναι αυτονόητο με τα βιβλία, όπως και σαφώς με καθετί άλλο. Κι αν τίμιο, τότε επίσης και ωφέλιμο. Δηλαδή, πρόξενος ωφέλειας …διατροφικής. Της σκέψης και μακάρι του πνεύματος (τα διακρίνω καθώς υπάρχει οντολογική, υπαρκτική διαφορά μεταξύ τους, αλλά και ιεραρχική ή τροπική διαφοροποίηση που αντιστοιχεί, ασφαλώς, σε ένα ομότιμο σ’ αυτά ζην). Δηλαδή βιβλίο ΟΧΙ αποκοιμιστικό, όχι κόλακας, όχι υπάλληλος, όχι διαφημιστής, όχι χονδρέμπορος, όχι ανακυκλωτής και πάμπολλα συναφή που δεν αναφέρω. Και πηγή αυτής της τιμιότητας, όπως εγώ το αισθάνομαι, είναι το γεγονός ότι, ενσυνείδητα ή ανεπίγνωστα γι αυτόν που το γράφει, το βιβλίο είναι εισαγμένο στην επικράτεια της αιώρησης, θεμελιωμένο στο (οντολογικό) βάθος και στην αεί κυματούμενη προοπτική του ανέμου. Κι ο τελευταίος είναι ασφαλώς …τίμιος και ειλικρινής και ασφαλώς προγραμματικός αρνητής κάθε θεσιθηρίας. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων εξηγούμαι : δεν έχει να κάνει αυτή η τιμιότητα με κάποιες τυχόν συγγραφικές κλίσεις του χ γραφέως. Είναι κυρίως η διάθεσή του να ζει στην επικράτεια αυτή, μα και η ίδια η επικράτεια που επιβάλλει τους νόμους της στη γραφή του. Ο νόμος λέει: όπου εισέρχεσαι έτσι και ζεις.
Το νέο βιβλίο της Σπ. Αθανασοπούλου-Κυπρίου, που κυκλοφορήθηκε πολύ πρόσφατα από τις εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, «Εδώ και Τώρα, κείμενα φιλοσοφικής θεολογίας περί βλέμματος, σεξουαλικότητας, επιθυμίας και άλλων τινών» επιθυμεί, σαφώς, να ζει στην επικράτεια αυτή. Όπως και τα προηγούμενα βιβλία της που γνωρίζω και μόνον ενδεικτικά θα αναφερθώ σ’ αυτά στην παρούσα βιβλιοκρισία. Είναι εξόφθαλμη η ευσυνειδησία και ειλικρίνεια της συγγραφέως. «Μούφα» γραμμή δεν βρήκα ούτε μία (και για να μην συγχέουμε: άλλο διαφωνώ με χ θέση, άλλο «μούφα» κείμενο, παράγραφος, γραμμή). Το βιβλίο είναι τίμιο και ως εκ τούτου διακονεί. Επίσης, σαφώς κοινωνεί (διαφωνώντας-συμφωνώντας με τον χ αναγνώστη) καθότι τίμιο. Βέβαια για να διαβάσουμε γόνιμα τα βιβλία πρέπει ήδη να έχουμε, πάνω-κάτω, τις αγωνίες τους (θυμίζω το βιτγκενστάνειο σημείωμα στο Tractatus) ή τουλάχιστον να είμαστε αφιλόκερδα κι ολόκαρδα διατεθειμένοι να τις αποκτήσουμε άμεσα. Θα παρότρυνα, ανεπιφύλακτα, λοιπόν να αποφασίσει αμετακίνητα ο αναγνώστης αυτής της βιβλιοκρισίας να διαλέγεται με τίμια βιβλία, να προβληματιστεί με τις θεματικές τους (έστω κι αν του φαίνονται αδιάφορες για τα γούστα του –είναι χρέος και καθήκον το αναγινώσκειν, όχι μόνον ατομική απόλαυση…) και να διαλεχθεί, ακορέστως, μ’ αυτές καθώς επιτελεί έτσι ένα «χρέος» του: να ολοκληρώνεται δια της κοινωνίας των προσώπων (εδώ συγγραφέα-αναγνώστη). Προσοχή, λοιπόν, στο τι τρώτε! Υπάρχει (καλό και κακό) ενδεχόμενο να γίνετε ίδιοι μ’ αυτό…       
Κάτοψις  Το βιβλίο διαρθρώνεται γύρω από τέσσερις ενότητες και έναν εκ καρδίας πρόλογο της συγγραφέως όπου θίγονται πολύ σημαντικά θέματα όπως: προς μια χριστιανική θεωρία του βλέμματος (άραγε υπάρχει τέτοια; κι αν υπάρχει τι σημαίνει αυτό για τον «πολιτισμό» της νεωτερικότητας ή της μετα-νεωτερικότητας; σπεύδω να αναρωτηθώ και να εισαγάγω εξαρχής το ερώτημα αυτό στους αναγνώστες της βιβλιοκρισίας αυτής…),το εσχατολογικό σώμα έλξη και πάθος ο διανοιγμένος άνθρωπος ανάμεσα στον έρωτα και τον θάνατο Ηθική του χρόνου και ερμηνευτική της Αλλαγής Η «ερμηνευτική της δικαιοσύνης» στο έργο Dogville του Lars von Trier, καθώς και άλλα που παραλείπω να αναφέρω. Προς επαρκέστερο κατατοπισμό του αναγνώστη παραθέτω κάποια από τα διαλαμβανόμενα στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Τα κείμενα του βιβλίου αξιοποιούν την τέχνη, τη φιλοσοφική και ψυχαναλυτική σκέψη, τις κριτικές και λογοτεχνικές θεωρίες στη πραγμάτευση θεολογικών εννοιών και στην κατανόηση της θρησκευτικής πίστης. Σε χριστιανική προοπτική αλλά χωρίς απολογητική διάθεση…» (η έμφαση δική μου), όπου στο κεφάλαιο για τη θεολογία στην εκπαίδευση (βλ.σελ.123 κ.ε.) διευκρινίζει με σαφήνεια η Κυπρίου τι εννοεί λέγοντας «χωρίς απολογητική διάθεση»: έναν/μία θεολόγο που δεν θα είναι τυφλό, δίχως κριτική σκέψη, άβουλο, παθητικό εργαλείο εκκλησιαστικής απολογητικής (= (αμυντικής) προάσπισης ξηρών, ψυχρών και πρωτίστως ιδεολογικοποιημένων θέσεων) ως κάποιος/κάποια που είναι «πεπεισμένος ότι γνωρίζει όλη την αλήθεια, που θεωρεί ότι βρίσκεται αυτοδικαιωμένος σε μια θέση από την οποία μπορεί να κρίνει με τελεσίδικο τρόπο όλους τους άλλους, που, όταν και αν ακούει τους σύγχρονους προβληματισμούς και την κριτική τους, τα ακούει απλώς για να τα απαξιώσει», για να συνεχίσει αμέσως μετά δείχνοντας τον κατεξοχήν, θεωρώ, εφιάλτη, αυτή τούτη την ακύρωση της (οντολογικώς διαλογικής) φύσης του ανθρώπου που συνιστά και μέγιστη ακύρωση/απόρριψη του Ευαγγελίου, καθώς κείται (ζει) στον αντίποδά του: «Ο διάλογος, στον οποίο συμμετέχει, είναι προσχηματικός. Δεν έχει τίποτα να μάθει από τους άλλους. Οι διαφορετικές απόψεις που υπάρχουν για ένα ζήτημα υπονομεύονται είτε με το να αποσιωπώνται είτε με το να μην παρουσιάζονται επαρκώς. Οι θεολογικές απαντήσεις που δίνει είναι τελεσίδικες και έρχονται από την αδιαμφισβήτητη σοφία μιας αυθεντίας ή του παρελθόντος, αδιάφορες για το μέλλον.» (βλ.σελ.127). Ιδού, ορθά κοφτά η ασθένεια προς θάνατο (για να μνημονεύσουμε και τον Κίρκεγκωρ) που περιγράφει η Κυπρίου. Η παρούσα βιβλιοκρισία, όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, κινείται απολύτως στον αντίποδα αυτής της «γραμμής» του απριορικά απολογητικώς υπάρχειν (…και συνακόλουθα θεολογείν), ευρισκόμενη σε απόλυτη συμφωνία με την Κυπρίου. Και η θεολογία των υιών που η βιβλιοκρισία αυτή αναπτύσσει, με την ευκαιρία αποτίμησης του παρόντος βιβλίου της Κυπρίου, τραβά απείρως μακρύτερα, ώστε να μην «φαίνεται» καν πια πού υπάρχει αυτός ο τόπος ενός ιδεολογικοποιημένου χριστιανισμού και γενικά ιδεολογικοποιημένων υπάρξεων.
Ιδού και κάποια ερωτήματα του οπισθόφυλλου: «Θα μπορούσε, άραγε, ο Ορθόδοξος θεολογικός λόγος να συμβάλει στη συζήτηση σχετικά με ζητήματα φύλου, σεξουαλικότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης; Ποια είναι η σημασία του χρόνου στην προσωπική αλλαγή και μετάνοια και ποια η προσωπική ευθύνη για τις επιλογές που κάθε στιγμή κάνουμε; Πώς διαπλέκεται ο ανδρισμός με τη θρησκευτική πίστη σε κάθε εποχή;».
Τα κείμενα που απαρτίζουν τον τόμο είναι άλλοτε ανακοινώσεις σε συνέδρια (τις μεταφράζει για την έκδοση ο Μιχ. Λαλιώτης), άλλοτε βιβλιοκρισίες της συγγραφέως, άλλοτε κείμενα της συγγραφέως σε παρουσίαση βιβλίων, ή κάποιες επεξεργασμένες, για την παρούσα έκδοση, ανακοινώσεις ή δημοσιευμένα κείμενα σε περιοδικά. Αυτονόητο είναι πως σχετικά με τις βιβλιοκρισίες της δεν κάνω, στην παρούσα βιβλιοκρισία, …βιβλιοκρισία της βιβλιοκρισίας, αφού αφενός αυτό δεν αφορά στο ίδιο το βιβλίο της και αφετέρου δεν έχω διαβάσει δυστυχώς τα κείμενα στα οποία αναφέρεται.

Από γλώσσης άρχεσθε
Όπως πάντα  στην περίπτωσή μου ως βιβλιοκριτικού: από γλώσσης άρχεσθε. Άλλωστε η εκφραστική κάθε συγγραφέα προμηνύει και φανερώνει τα βήματά του στα εδάφη των θεμάτων που πραγματεύεται και δηλώνει, άφευκτα, το …βεληνεκές τους. Θέλω να πω ότι συνήθως τα πολύ μεγάλα ψάρια, …στα εδάφη αυτά, δείχνει να τα αλιεύει ΚΑΙ μια γλώσσα (πέρα ασφαλώς από τη σκέψη) που στάζει ιδρώτα, παλεύει να στηθεί συλλαβή τη συλλαβή και συχνότατα φαντάζει ιδιόρρυθμη, στρυφνή ή και ιδιότροπη (ας θυμηθούμε εδώ το «καρδία ἀνδρὸς λογιζέσθω δίκαια, ἵνα ὑπὸ τοῦ Θεοῦ διορθωθῇ τὰ διαβήματα αὐτοῦ» (βλ.Παρ.15,29β), όπου στην γερμανική του εκδοχή μεταφράζεται ως «Der Mensch setzt sich's wohl vor im Herzen; aber vom HERRN kommt, was die Zunge reden wird.», Sprüche 16,1), πάντως σίγουρα όχι δουλικά πολιτογραφημένη σε μια political correct χρήση της και πιθανώς απωθητική, ως εκ τούτου, για τα γούστα του πλήθους. Ωστόσο αυτό ΔΕΝ είναι πάγιο ζητούμενο από κάθε βιβλίο που συναντάμε. Αυτό έλειπε ! Ειδικά μάλιστα από βιβλίο θεολογικό όπου οι έννοιες συχνά είναι αλειμμένες με λάδι[1]. Ο λόγος της Κυπρίου δεν ανήκει σε μια τέτοια γλώσσα. Ο λόγος της δεν είναι λόγος στρυφνός. Ευτυχώς. Είναι λόγος πεντακάθαρος και τακτοποιημένος. Ανακουφίζει την ανάγνωση και επιθυμεί την ακριβολογία. Δομείται χωρίς λεκτικές διανθίσεις και λεκτικούς ή συντακτικούς εντυπωσιασμούς. Δεν επιχειρεί να στήσει μια λεκτική θήρα των αρρήτων. Είναι λόγος πρωτίστως επικοινωνιακός, θα έλεγα. Η επιζητούμενη σαφήνεια κατορθώνεται. Τίποτα δεν μπορεί να παρεξηγηθεί γλωσσικά στη γραφή τής Κυπρίου. Ο αναγνώστης, ευπρόσδεκτα και αγαλλόμενος, ψηλαφεί την «ξηρότητα», θα έλεγα, του κοφτού αγγλικού λόγου που (ευτυχώς για τον ρεαλισμό ιδεών και πραγμάτων…) προγραμματικά δεν αρέσκεται επ ουδενί σε γλωσσικούς μαιάνδρους ή λογής διφορούμενους και ελλειπτικούς …αριστοτελισμούς και θουκυδιδισμούς της φράσης (κι αυτό ας μην εκληφθεί ως μομφή κατά των δύο γιγάντων, αλλά ως επίκριση στο φραστικό κυμβαλισμό (…) γραφής του συρμού, που βγάζει σε… Θουκυδίδη όντας κενή και κύμβαλο αλαλάζον !!!). Αυτά όλα είναι άθλος της Κυπρίου αλλά και γλωσσική διακονία στο κοινωνικό σώμα. Δεν είναι αυτονόητα. Δεν είναι κάθε λίγο και λιγάκι απαντώμενα. Αντιθέτως, είναι ζητούμενα. Είναι πρόταση πρόσληψης του κόσμου, θέασης, κοινωνίας. Είναι άρτος. Σέβονται την ύλη, το χώμα, το σώμα των όντων. Αποφεύγουν να γεμίζουν αυτό το σώμα νεφέλες. Και δεν γίνεται, υπενθυμίζω, να παραιτηθείς απ’ αυτά δίχως να υποστείς βλάβη. Ησυχάζεις δε με μια γλώσσα τέτοιου είδους, καθώς δεν είναι καλό (…) να επιχειρείς αδιάλειπτα να ανεμοδέρνεσαι στα μεταίχμια και τις εσχατιές της γλώσσας. Η γλώσσα της ευκρίνειας, που η Κυπρίου μετέρχεται, είναι κοινωνική προσφορά.      
Το βιβλίο φέρει τον τίτλο «Εδώ και Τώρα», που πέφτει κάθετα, με ορμή, στο ψυχικό μας αυτί. Θυμίζει την ένδιψη, τη διψαλέα καθετότητα του αιτήματος “now” που ακούγαμε από χείλη Ιακώβου Morrison κάποτε και που μας ωθούσε να υπάρξουμε ως διψασμένοι. Θυμίζει το σθεναρό κι αμεταμέλητο στον ερωτισμό του Νυν, που διαπερνά από άκρου εις άκρον τη λατρευτική Πράξη της Εκκλησίας. Στην περίπτωση της συγγραφέως αυτός ο τίτλος μυρίζει ορκισμένη πια ευθύνη, αποφασιστικότητα, τόλμη. Τέλος οι καλύπτρες, τουλάχιστον προθετικά. Τέλος τα επιχειρηματολογημένα καλύμματα. Σε γλώσσα σύγχρονα αγιολογική : τέρμα τα ξύγκια. Τέρμα τα καλοσυγυρισμένα παραμύθια καλύψεων. Απόφαση έκθεσης. Ως (υπαρκτική) γνησιότητα. Η Κυπρίου με το παρόν βιβλίο της φαίνεται να ομνύει σε μια εφεξής στάση της που θα ονομάτιζα «(επιθυμώ) να μην μασάω πια», «πετώ περικαλύμματα», «(θέλω) να είμαι διαρκώς και πιο προσωπική», «στο προσκήνιο ανένδοτα». Της εύχομαι από εδώ ολοένα και τελειότερη γυμνότητα, καθώς η συνοδεία των πειρασμών προς την αντίθετη κατεύθυνση δεν θα πάψει μέχρι πέρατος βίου. Άλλωστε, αυτή η γυμνότητα έχει ιερότητα, όπως αναφέρεται εύστοχα και στη σελ.21 σημ.4 του βιβλίου. Διότι, κρίνω, πέρα από εύλογες εξιδανικεύσεις και δικαιολογημένους ιδεαλισμούς, εκεί, εκεί στη γυμνητεία, στην …αδαμιαία γυμνότητα, τα γεγονότα, οι πράξεις, η ιστορία…, είναι απολύτως ο εαυτός τους δίχως διανθίσεις και ποικίλματα (τεχνικές του συνειδητού για να μην γυμνωθεί εν τη απεκδύσει κάθε θώρακά του…), ωμά, ψηλαφητά, ένσαρκα, πραγματικά κι ωστόσο αρκούντως… αόρατα, θα έλεγε κανείς …μεθόρια. Παράλληλα, αυτή η τόλμη που προαναφέραμε κινείται συνοδεία μάχιμης θεολογίας. Μάχιμης διότι σχετίζεται με αμεσότητα (και ρίσκο) με το «Εδώ και Τώρα» με όποιον παροδικό και εφήμερο χαρακτήρα έχει αυτό (αλήθεια, είναι όντως έτσι;).

Αυλαία
Η ανάγνωση, όπως είπαμε, ανοίγει με ένα προλογικό σημείωμα της Κυπρίου. Ένα προσωπικό ξεκαθάρισμα τής συγγραφικής (βλέπε… υπαρκτικής της, ουσιαστικά, πορείας…) της πορείας, που στην εξομολογητική της διάθεση, ευτυχώς και ευλογημένα, ξεφεύγει από την ατομική σφαίρα και αυτόματα κλείνει το μάτι στην αυτοσυνειδησία εκάστου αναγνώστη. Είναι ένα προλογικό σημείωμα-ξεκούμπωμα γεμάτο ζεστασιά ανθρώπινη. Παράλληλα, εντελώς τηλεγραφικό το σημείωμα αυτό, πλην όμως επαρκέστατο στην προβληματολογία που θέτει. Ας πούμε το σχόλιο της συγγραφέως (σελ.12-13) για το βιβλίο της «Όχι εγώ» (εκδ. Αρμός 2011), που κάνει (ηθελημένα;…) να αντηχήσει στα αυτιά μου το παύλειο «…ουκέτι εγώ…» (βλ. Γαλ.2,20) δεν μας κινητοποιεί σε στοχασμό περί ατομικότητας-υποκειμενικότητας-προσώπου κλπ αν σκεφτούμε να το αντιπαραβάλουμε με το κυριακό λόγιο «Εγώ ειμί…» (βλ. Ιω.8,12  11,25 14,8-10) ή «Εγώ δε λέγω υμίν…»(βλ. Ματθ.5,34) κλπ;
Πάλι, κι εδώ θα σταθώ περισσότερο τώρα καθώς το προλογικά θιγόμενο αφορά σ’ αυτόν τούτο τον τρόπο πρόσληψης της ζωής εν γένει, τίθεται το (κατ’ εμέ αεί μείζον) θέμα  της μάχιμης, μαχόμενης θεολογίας (σελ.14), όπως και παραπάνω τηλεγραφικά θίξαμε. Υπό στενή, πιθανώς, έννοια στο πλαίσιο των συμφραζομένων του συγκεκριμένου προλογικού σημείου. Όχι όμως καθεαυτό στενό. Ούτε και επιμέρους σ’ αυτή τούτη τη θεολογική στάση της Κυπρίου στην ολοκληρία της, αφού εν τέλει μάχιμη (οφείλει να είναι) η θεολογία κι αυτός τελικά είναι ο (θεολογικός) τρόπος της Κυπρίου.
Μάχιμη θεολογία, δηλαδή υπαρκτικώς γνήσια θεολογία, όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι, δεν σημαίνει επ’ ουδενί θεολογία …στρατευμένη. Υπάρχει διαφορά. Μεγάλη. Η πρώτη εναγώνια και με οπλισμό τη χαρά, τον έρωτα και τη δεξίωση του Μηνύματος - Ευ-αγγελίου (και δεξίωση ΔΕΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ναρθηκοποίηση σε κώδικες, ιδεολογικοποίηση…) …«ξεστηθώνεται» για να δυνηθεί να ψελλίσει και να ψηλαφήσει αλήθεια. Δηλαδή, δεν αναπαράγει ξύλινα δόγματα εμφυτεύοντάς τα στη ροή της ζωής. Δεν κραδαίνει θέσεις ως πανοπλία-φλάμπουρο. Η δεύτερη, αντιθέτως, η στρατευμένη, τελεί …σίγουρη και …κουμπωμένη. Για τις θέσεις που …«ξέρει» και στεντόρεια ξεφωνίζει, εκφέροντας κενούς ήχους ως κυμβαλίστρια που είναι. Σίγουρη για την … «τελειωμένη» (η λέξη υπό το νόημά της στην αργκό) αλήθειά της (που αεί ξέρει να την εμπορευματοποιεί), που ως φωνακλού που είναι και δύσκαμπτη επιζητεί απλά να την… επιβάλλει. Η πρώτη «ξέροντας» δεν ξέρει. Επιθυμεί, μάλιστα, την (ερωτική της) παραμονή και στάση σ’ αυτή την κατάσταση της «άγνοιας». Ακριβώς από πόθο πληρωματικού έρωτα. Η δεύτερη δεν ξέρει τίποτα βαυκαλιζόμενη πως …γιγνώσκει, πως είναι δαήμων, πως τελεί ιεροφάντης, καθώς …ανεπιστατεί του (αεί) ζώντος ύδατος (βλ.Ιω.7,37-38). Η Κυπρίου αναγγέλλει από την αρχή το στίγμα της : «…προσπάθεια… να ασκήσω κριτική σε εξουσιαστικές δομές που αποκλείουν και να διατυπώσω μια πιο συμπεριληπτική θεολογική πρόταση…»

(βλ.σελ.12, η έμφαση δική μου). Αυτό, από πρόθεση και μόνον, ορίζει μια συγκεκριμένη πορεία. Π.χ. μια αναθεωρητική στάση στα δεδομένα (και όχι απλά μόνο στη μεταγενέστερη ερμηνεία τους…) της Γραφής όπως αυτά έχουν αποκρυσταλλωθεί, ως επίσημο νόημα…, στην κοινότητα ; Γιατί όχι ; Ποιος μπορεί να την αποκλείσει; Η Κυπρίου, στη θεολογική της πορεία (βλ. «Κείμενα για το τίποτα», Αρμός 22015 [βλ. στον ακόλουθο σύνδεσμο βιβλιοκρισία μου γι αυτό το βιβλίο : http://frear.gr/?p=14277 ], «Όχι εγώ», Αρμός 2011, «Στο όριο», Αρμός 2016 «Εκεί συμβαίνω», Αρμός 2012) πορεύεται σαφώς στην οδό της πρώτης θεολογικής στάσεως. Ανακουφιστικά για τη σκέψη μας δηλώνει (σελ.15), όπως προείπαμε, ότι τα κείμενα του βιβλίου «αγγίζουν ζητήματα αισθητικής, ερμηνείας, …φύλου, βίας, θρησκείας, εξουσίας… σε χριστιανική προοπτική αλλά χωρίς απολογητική διάθεση» (η έμφαση δική μου). Σαφώς, διότι η Κυπρίου δεν αγωνίζεται να συναντήσει τον κόσμο κραδαίνοντας μια λίστα προειλημμένων και προκατασκευασμένων (παγιωμένων ιδεολογικώς) «θέσεων», αλλά εφορμά (προθετικά) από τη μη προκατάληψη, δηλαδή από αυτό που εγώ θεολογικά βιώνω και ονομάζω ως εξόχως δημιουργικό και ερωτικής φύσεως ΚΕΝΟ, το οποίο και αποτελεί τη βασική προϋπόθεση, κρίνω, για μιαν εκάστοτε γόνιμη κι αληθινή (θεολογική και ασφαλώς όχι μόνον) συνάντηση.

Θεολογία και Κενό Το ΚΕΝΟ αυτό είναι εκπληκτικά ιδιόμορφο. Φέρει … πράγματα, ιδέες, βιώματα, μνήμη κλπ, που ωστόσο όλα τους κινούνται σε συνάντηση του απροσδόκητου – και αγάλλομαι που αυτόν τον Τόπο, τον τόπο του Απροσδόκητου, επιποθεί εκπεφρασμένα κι η συγγραφέας. Είναι ένα δυσπερίγραπτο Κενό. Ανήκει στην επικράτεια του αρρήτου. Είναι ένα Κενό που έχει, αλλά προγραμματικά ΔΕΝ κατέχει. Επιθυμεί να αδειάσει εν ριπή οφθαλμού από τα … όντα του εν όψει της ανακαίνισής τους, της μεγαλύτερης πληρότητάς τους. Είναι ένα Κενό που ομοιάζει με ό,τι αποκαλώ Αχρωμία των όντων (βλ.https://www.academia.edu/11894291/ ) και συνιστά προαγωγό (προσωπικής) ελευθερίας. Είναι κατασκευαστής ίμερου, πόθου, εστιάτωρ έρωτος. Το Κενό αυτό έχει (κατά περίπτωση) μιαν πίστη, που όμως δεν είναι φοβική αλλά κατά έναν τρόπο αλήτικη (…(περι)πλανητική) στην αυτοθυσιαστική τόλμη της (κατά το χρυσοστομικό περί Χριστού λόγιο…, τη σαρτρική (υπερβατική) αγωνία αλλά κι εκείνο το αγιογραφικό και έξοχα απογυμνωτικό και σχοινοβατικό : «…γενόμενος υπέρ ημών κατάρα», Γαλ.3,13). Οπωσδήποτε έχει μια γνώση, γνώση συγκεκριμένη. Εννοώ, δηλαδή, ότι δεν είναι ανερμάτιστο Κενό, χαώδες, αυθαίρετο…, αλλά η γνώση αυτή που κατέχει είναι ανοικτή σε κάθε αναψηλάφηση οιασδήποτε πτυχής της (είπαμε : χριστιανική προοπτική αλλά χωρίς απολογητική διάθεση). Είναι ένα Κενό που τολμά. Και τολμά διότι προϋπόθεσή του είναι να μένει κανείς στην ιδιότητα του υιού (βλ. Ιω.10,12 15,14-15), ΟΧΙ του μισθωτού ή δούλου (αυτά είναι χαρακτηριστικά της δευτέρας (θεολογικής) στάσεως). Αναπτύσσει εκείνη τη θεολογία που αποκαλώ θεολογία των υιών σε ευθεία, μάλιστα, αντίθεση με τη θεολογία των… μισθωτών ή και των δούλων (βρίθει η εκκλησιαστική ιστορία από τέτοιας λογής θεολογίες…). Θυμίζω ότι η κυριακή προς ημάς κλήση αφορά (εκπεφρασμένα) σε φίλους και υιούς ΟΧΙ σε μισθωτούς και δούλους, ασχέτως αν η σωτηρία παρέχεται ελεημόνως και στις άλλες δύο (και «θεολογικές») υπαρκτικές στάσεις (βλ.Ματθ.5,45 Λουκ.6,35-36). Είναι ένα κενό που ευνοεί να αναπτυχθεί εκείνη ακριβώς η (ευαγγελικώς ερειδόμενη) θεολογία, που ευλόγως μπορεί να φαντάζει μεν προτεσταντίζουσα, όμως με μια δεύτερη ματιά δεν είναι, καθώς τα εκ Χριστού κατατεθειμένα (ή και μη σύμφωνα με το Ιω.21,25 «Έστι δε και άλλα πολλά όσα εποίησεν ο Ιησούςάτινα εάν γράφητα καθ' έν, ουδέ αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα γραφόμενα βιβλία»), πάνω στα οποία βασίζεται, υπερτερούν φύσει από κάθε ιστορική, εν τη Εκκλησία, «εξέλιξή» τους. Τέλος, το Κενό που προαναφέρω είναι ένα Κενό που φέρνει στο νου εκείνη την παύλεια φράση «…ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες» (βλ.Β΄Κορ.6,10). Τολμώ δε να πω ότι αν θέλομε εν Χριστώ να θεολογούμε, αυτό το Κενό είναι προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ …εν Θεώ θεολογίας, δηλαδή θεολογίας υιών. Αλλιώς πιθανόν …«ψευδόμεθα και ου ποιούμεν την αλήθειαν» (βλ.Ιω.1,6), έστω και άθελα ή ανεπίγνωστα. Κι αυτή η «προϋπόθεση» δεν παρέχει εφησυχασμό, άνεση, κύρος και άλλα «θεολογικά» φαιδρά, αλλά σχοινοβασία (κατά τη γρηγόρεια ρήση) και διακινδύνευση και ανασφάλεια και έκθεση (σε πολύ ψυχρούς και μοναξιασμένους ανέμους…), και στο χώρο της το «δόγμα» όντως ΖΕΙ, αφού εξ υπαρχής …δοκιμάζεται. Το δε Πνεύμα δεν δίδεται ακόπως και αναίμακτα (= ιδεολογικά), κι οι δρόμοι Του (όρια εμπειρίας = δόγματα)  που ενίοτε αποκαλύφθηκαν, επανατίθενται, ξαναρχίζουν, ξαναετοιμάζονται, ξαναμιλούν, ξαναδιαλέγονται σαρκούμενα αιωνίως στο εκάστοτε Νυν.
Σχοινοβασία, λοιπόν, πάνω από το χάος. Σχοινοβασία για την οποία η Κυπρίου ορθά αναφέρει, σχολιάζοντας τον «Διανοιγόμενο άνθρωπο» του Κων. Αγόρα (βλ.σελ.81) ότι …«εμείς ως άνθρωποι οντολογικά σχοινοβατούμε» (η έμφαση δική μου) και παραθέτει απόσπασμα του συγγραφέα επιδοκιμάζοντας : «Τόπος της «σχοινοβασίας» είναι το πρόσωπο, το κατ’ εικόνα Χριστού δημιουργημένο, και τρόπος της «σχοινοβασίας» είναι η ελευθερία του» (η έμφαση δική μου). Κρίνω ότι πάνω στη βάση αυτή, όπως κι όλη η παρούσα βιβλιοκρισία εν συνεχεία επιμελώς εκθέτει…, ενισχύεται και το επιχείρημα για τη ρευστότητα του φύλου (εν προσώπω και εν τη ελευθερία του προσώπου, που αποφασίζει έναν συγκεκριμένο τρόπο χρήσης της φύσεως…) που θίγει σε πολλές σελίδες του βιβλίου η Κυπρίου και που θα σχολιάσουμε παρακάτω μαζί με πολλά ακόμη.
Κι έτσι, για να επανέλθω στη μαχόμενη θεολογία της Κυπρίου, αν υπό σωτηριολογικό πρίσμα θεολογούμε, δηλαδή αν δια του θεολογείν επιθυμούμε να πράξουμε τι σωτηριώδες του εαυτού μας (αυτονοήτως εν Χριστώ, αναφορικά με τη δική μας παράδοση), τότε δεν έχει και τόσο σημασία η ορθότητα ή μη κάποιας χ θέσης τ;hς μαχόμενης θεολογίας μας όσο ότι είναι αφενός μαχόμενη (κατά τον παραπάνω «ορισμό») και αφετέρου συγκεκριμένα μαχόμενη. ΟΧΙ αφηρημένα δηλαδή σχήματα, όχι άσαρκες ιδέες (κυκλοφορούν, πανσθενώς, μιλιούνια από καταβολής κόσμου…), όχι άναιμες «θέσεις», όχι ανυποστασιοποιημένα στην υπόστασή μας «δόγματα». Και για να σχολιάσουμε επίσης τον όρο «απολογητική» που η Κυπρίου αναφέρει, θα λέγαμε ΝΑΙ στην Απολογητική ως συνομιλία με το Τώρα και το Εδώ, ΟΧΙ όμως ως έτοιμη θέση από χ καθέδρας για καταδυνάστευση, τελικά, και του Εδώ και του Τώρα, άσχετη με την αγωνία του, άσχετη με τους προβληματισμούς και τα ερωτήματά του, άσχετη με τη Γλώσσα του, αφού από καιρούς τώρα πια η Απολογητική δεν είναι αγωνία και αγαπητική-ευαγγελική-έκθετη επιθυμία εμπλοκής (=Σάρκωση…) σε συνομιλία με το Τώρα και το Εδώ του (σύμπαντος…) κόσμου και βιωματικής, έως το μεδούλι, μαρτυρίας συγκεκριμένου έρωτος, αλλά αποστεωμένη και κατάψυχρη (ιδεολογική) «θέση» που εκφέρεται συνοδεία (ηθικολογικών) μύδρων. Άλλωστε, αυτή η θωρακισμένη απολογητική δυσπραγεί απελπιστικά να συναντηθεί με τη ροή της ζωής και γεμάτη (προσωπική) άγνοια παπαγαλίζει. Ο δε (ιδεολογικός πάντα) δρόμος της, ο κατεξοχήν δρόμος της, είναι πολύ ολισθηρός…

Βλέμμα-Σώμα-Νοοτροπία-Μετάνοια-Κάθαρση
Εξόχως ενδιαφέρον το (πρώτο) «κεφάλαιο» του βιβλίου με αφορμή πίνακες του εικαστικού Γ. Ρόρρη. Και αληθινά χρωστάμε χάρη κι ένα μεγάλο εύγε στην Κυπρίου για την ύπαρξη αυτού του κεφαλαίου. Η προβληματική : «μια ορθόδοξη χριστιανική θεωρία του βλέμματος» (βλ.σελ.19). Προσωπικά ΔΕΝ θα χρησιμοποιούσα τον όρο ορθόδοξη και απορώ που με τη χρήση του

αυτοπεριορίζεται …και αυτοπεριορίζει η Κυπρίου. Δεν έχει επ’ ουδενί να κάνει το βλέμμα, και δόξα τω Θεώ γι αυτό…, με το παπικό, φερ’ ειπείν, πρωτείο, το filioque, τον άζυμο  άρτο της Ευχαριστίας, την αγαμία του (δυτικού) κλήρου, τη διάκριση ενεργειών-ουσίας του Θεού, τη κτιστή χάρη, την άσπιλη σύλληψη της Παρθένου, τη β΄ βατικάνεια ή την πρόσφατη ορθόδοξη «Μεγάλη Σύνοδο» κλπ κλπ, ώστε να χρειαστεί μια χ ομολογιακή του ένταξη (!). Αρκεί, ως προβληματική (;…), το χριστιανική σε σχέση με το οράν, όπως αυτό το επίθετο κατατέθηκε, εν τη πράξει, ευαγγελικώς. Ευτυχώς το οράν ως τέτοιο ΔΕΝ γνωρίζει ομολογιακούς περιορισμούς και προκαταλήψεις, αλλά «επιθυμεί» να σχετίζεται είτε με τη Φύση, είτε με την Αποκάλυψη (χριστιανική, ισλαμική, βουδιστική κλπ), είτε να προσγράφει τη Φύση στην χ Αποκάλυψη.

Είναι πολύ πολύ γόνιμη, λοιπόν, η προβληματική της Κυπρίου για μια αφετηριακά παραδοσιακή (…) και στην πορεία εντελώς σύγχρονη (εντελώς συμβατική η χρήση μου των όρων παραδοσιακή και σύγχρονη) θεωρία (=πράξη) του βλέπειν, που επιθυμεί να μιλήσει «μεταμοντέρνα» (…) κι ωστόσο εξίσου βιβλικά ή εσχατολογικά. Αξιέπαινη γενικά κάθε προσπάθεια σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Αξιέπαινη και η προσπάθεια της συγγραφέως.
Ώστε δεν είναι …ηθικολογικός προσκοπισμός ο χριστιανισμός ; Όπως αναπαυτικά αρέσκεται να θεωρεί ο αμύητος ή ο αδιάφορος (αναγνώστης/άνθρωπος) του καιρού μας και όπως γενικά πιστεύεται από το κοινωνικό σώμα (ουσιαστικά αδιάφορων για το μεταφυσικό ερώτημα ανθρώπων και, λόγω βαθύτατης άγνοιας, συκοφαντών του και ελαφρά τη καρδία αποφαινομένων περί αυτού…). Μα σε τι συνίσταται «μια χριστιανική θεωρία του βλέμματος» ; Μπα, υπάρχει υπαρξιακή στάση στο οράν κι αυτή μπορεί να σταθεί υπό χριστιανική προοπτική στα πλαίσια της νεωτερικότητας όπως ευδοκίμως προτείνει η Κυπρίου ; Ακόμη περισσότερο, μπορεί να υφίσταται ποίηση στο βλέπειν ; Και περισσότερο, μπορεί το οράν να γίνεται δρόμος (υπαρκτικής) τελειώσεως, ολοκλήρωσης του ανθρώπου ; Ολοκλήρωσης μέσα σε μια γνήσια και αντισυμβατική χαρά μάλιστα ; Να επιτελείται δι αυτού (ψυχική) κάθαρσις (δια της μετανοίας) ; Και μπορούμε, λοιπόν, να υποθέτουμε πως αν φτιάξει το βλέμμα μας, αυτό το τόσο άρρωστο, το τόσο κοινότοπο, το τόσο εύκολο, φτηνό και τετριμμένο (φτάνει να το ξέρουμε και να το παραδεχόμαστε ως τέτοιο…), τότε θα μπορούμε ρεαλιστικά να ελπίζουμε για περισσόν ζωής (βλ.Ιω.10,10) ; Μπορούμε βάσιμα να προσδοκούμε καινή ηδονή (ας πούμε, ειδικά εδώ, για την ορατική σχέση μας με τα όντα), άπεφθη απόλαυση και συνακόλουθα ανακαινισμένη σκέψη με δυνατότητα η σκέψη αυτή να ταξιδεύει αρτιότερα και να γεννά ακόμη και στοχασμό (πράγμα που θα ήταν ευχής έργον…) ; Να γιατί προανέφερα (προτρεπτικά), βλ. υποσημείωση αρ.1, ότι οφείλουμε να πλατύνουμε την αναγνωστική μας ματιά.
Η προβληματική της Κυπρίου στο θέμα δεν είναι νέα. Η Ζ΄ Οικουμενική έθιξε επαρκώς το ζήτημα, πλην όμως μονομερώς, δηλαδή το κοίταξε μόνον ενδοεκκλησιαστικώς, ενώ η Κυπρίου υπερπήδησε τη μονομέρεια και το άνοιξε στον κόσμο. Θυμίζω : ο Μεγ. Βασίλειος αποφάνθηκε : «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει» (Περί Αγ. Πνεύματος 18,45 PG 32, 149C), Ο Θεοδ. Στουδίτης ομοίως: «κατά το είναι εν τω πρωτοτύπω το παράγωγον είρηται» (βλ. Βλ. Θεοδώρου Στουδίτου, Αντιρρητικός κατά Εικονομάχων, Λόγοι τρεις3,3, PG 99, 424D). Ο Θεολόγος Γρηγόριος εξίσου: «Αύτη γαρ εικόνος φύσις μίμημα είναι του αρχετύπου» (βλ. Λόγος 30, 20, PG 36, 129Β). Ο Δαμασκηνός εκπονεί ολόκληρη εικονολογική θεωρία με διακρίσεις εικονικών αναπαραστάσεων. Ο Ψαλμωδός αποφαίνεται: «μέντοιγε ἐν εἰκόνι διαπορεύεται ἄνθρωπος, πλὴν μάτην ταράσσεται» (βλ. Ψαλμ. 38,7). Η Γραφή διανοίγει «…κατ’ εικόνα [Θεού]…» (βλ.Γεν.1,26). Άκρως σημαντικές πνευματικές καταθέσεις.
Τα ερωτήματα που πια αναπηδούν, ασχέτως προθέσεως ή όχι της συγγραφέως ή εκπεφρασμένης σκέψης ή μη…, ή ανάπτυξης της προβληματικής σε όλο το φάσμα των πτυχών της, (αυτό το καλό έχουν τα τίμια βιβλία), είναι : περιορίζεται αυτό το οράν και στενεύεται στη διάκριση μεταξύ «κοσμικής» (θύραθεν) και «ιεράς» εικονοποιίας και εικονοθέασης ; Πώς αποδίδει κανείς στη μετανεωτερικότητα τιμή στην εικόνα ; Συναντά κανείς παντού (τόσο στη θύραθεν όσο και στην ιερά εικονοποιία…) Αυτό[ν] που υπάρχει όντως παντού ; Μάλιστα, αυτό συμβαίνει σε κάθε περιβάλλον με χρήση της ίδιας τής παραδόσεως, την οποία η συγγραφεύς ομολογεί και η οποία δύναται να εντοπισθεί ΠΑΝΤΟΥ και να διδάσκει απαξάπαντες ; Πότε και Πού μπορεί να συντελεσθεί η συνάντηση βλέμματος εικόνας ; Ποια η (εκάστοτε ;…) εικόνα, ποιο το (εκάστοτε ;…) πρωτότυπο ; Δέχεται περιορισμόν ο όρος ; Ισχύουν οι παραπάνω ορισμοί των πατέρων για ΚΑΘΕ εικονοποιία και για ΚΑΘΕ θεωρείν αυτή ; Επιτέλους είναι η Τέχνη εν γένει (αυτονόητα) θεολογικός τόπος (απολύτως χωρίς εισαγωγικά…), όπως αρχίζει να σκέφτεται η Κυπρίου (βλ.σελ.23) και συνεπώς μπορεί ανά πάσα στιγμή εκεί να συναντηθεί κάποιος με το ιερό, την κάθαρση, το μετανοείν, το ανακαινίζεσθαι ; Κρίνω πως η Κυπρίου στο «κεφάλαιο» αυτό του βιβλίου δια του χριστιανικού (όχι ομολογιακά ορθοδόξου επαναλαμβάνω…) βλέμματος σε μια θύραθεν, κατά το χείριστα λεγόμενον, εικόνα ακυρώνει άριστα (ή έστω θέτει στη θεολογία μας την αρχή μιας ακυρώσεως ;…) την άκρως απωθητική, ανέρειστη και αντιπνευματική  διάκριση μεταξύ του (… political correct…) ιερού και του θύραθεν. Ο προσωπικός δε και εξομολογητικός της τόνος προσφέρει μια καρδιακή ζεστασιά στο όλο εγχείρημα καθιστώντας το βαθύτατα παλλόμενο. Για να αναδείξω την ωφελιμότητα των τιμίων βιβλίων προχωρώ σε μικρό σχολιασμό.
            Στις σελ.25-27 τονίζεται προσφυώς η μετωπικότητα της εικόνας. Δεν επικροτώ, και πάλι, τον περιορισμό της Κυπρίου στη «βυζαντινή», λεγόμενη, εικόνα. Μετωπικότητα μπορεί να βρει κανείς και στη (χριστιανική) Δύση μα και στη «θύραθεν» τέχνη. Υποστηρίζεται από την Κυπρίου, ορθά, ότι η μετωπικότητα της εικόνας κάνει να βλέπεται ο θεατής, τον καδράρει από την πρώτη στιγμή της συνάντησης, τον …εικονοποιεί. Προσθέτω ερωτήματα προς συζήτηση : κάθε μετωπικότητα λειτουργεί έτσι ; Πώς ; Ποιες διαφοροποιήσεις μπορούν να ανιχνευθούν και πού θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να οδηγούν ; Η (κάθε, ως κρίνω) εικόνα (άλλη περισσότερο, άλλη λιγότερο) δεν σε αφήνει να μην εκτεθείς. Να επιμένεις να καλύπτεσαι καταναλώνοντας και αντικειμενοποιώντας. Αλήθεια, ενδιαφέρει τη σύγχρονη κοινωνία, τη σύγχρονη διανόηση, τους αναγνώστες αυτής της βιβλιοκρισίας ένα λειτουργικό βλέμμα (όπως εισηγείται το κείμενο της Κυπρίου) ; Ένα βλέμμα που θα συντελείται εν κοινότητι και που Δεν θα θέλει να είναι μοναξιασμένο κι ατομικό, αλλά θα έχει ανεβάσει τόσο ψηλά τις αξιώσεις του ώστε να ζητά το Άγιο Πνεύμα συνοδοιπόρο για να συντελεσθεί, δηλαδή για να ζήσει εν αληθεία ; Και μια κι έκανα λόγο για θεολογία υιών (…και φίλων του Νυμφίου) θα ήθελα να ρωτήσω : η κοινότητα αυτή θα πρέπει να είναι αποκλειστικά η Εκκλησία για να λειτουργήσει έτσι το βλέμμα ; Κι ακόμη περισσότερο : η Εκκλησία υπό μια (επίσημη, δογματική, ομολογιακή, …στενή) έννοια ; Η ευαγγελικώς κατατεθειμένη Αποκάλυψη δεν αφήνει ορθάνοικτο αυτό το πεδίο απαντώντας έτσι έμμεσα στο ερώτημα αυτό ; Επίσης, θα μπορούσε να υπάρχει τροπική, ποιοτική διαφοροποίηση του βλέμματος όταν αυτό εντάσσεται στην παράδοση της Εκκλησίας, ώστε να μπορούμε να μιλούμε για υπαρκτική του αναβάθμιση ; Στο τελευταίο θα απαντούσα καταφατικά, αφήνοντας ωστόσο ολότελα ελεύθερο κι ανοικτό το πεδίο στο Θεό των εκπλήξεων να ενεργεί όπως θέλει και παντού. Περαιτέρω, θα μπορούσε να υπάρχει ως αίτημα πια ένα συν-βλέπω, συν-θεώμαι (υπό τα χαρακτηριστικά, φερ’ ειπείν, ενός χαϊντεγκεριανού mit-sein) εκτός συγκεκριμένων (ομολογιακών) περιορισμών ; Τι θα έλειπε (ΑΝ έλειπε…), όμως, σ’ ένα τέτοιο γενικευτικό (υπό μία κοσμική έννοια και όχι εκκλησιαστική, αν και οι όροι αυτοί είναι ολισθηρότατοι) συν-θεώμαι ; Μήπως το ολότελα συγκεκριμένο και ειδικό ενός …προσώπου κι ακόμη το ολότελα συγκεκριμένο «μέσο» (= το Αγ. Πνεύμα) συνάντησης αυτού του (σωτηρίου) προσώπου;
            Και η άλλη διάσταση : η Κυπρίου στο κείμενο αυτό περικαλλώς μετανοεί (είναι η καρδιακή ζεστασιά που προανέφερα) στη θέα της εικόνας (πίνακα Ρόρρη) !!! Θίγοντας έτσι την αναμορφωτική και θεραπευτική λειτουργία της εικόνας (του οράν, θα γενίκευα, υπό σαφές (=έντεχνο..) πλαίσιο). Κάτι που στην ελληνική παράδοση, από την αρχ. Τραγωδία και τον Αριστοτέλη ακόμη, είναι γνωστό ζητούμενο. Οι νεοέλληνες το αιτούμαστε ακόμη ; Εισηγούμαστε αυτή τη θεώρηση στον υπόλοιπο κόσμο (ΟΧΙ απλά και μόνο στη Δύση…, δεν είναι η Δύση ολόκληρος ο κόσμος) ; Μπορούμε ; Η Κυπρίου, ωστόσο, σαφώς και μπορεί.
Έτσι, η Κυπρίου στέκοντας τοιουτοτρόπως εν κόσμω δεν κρύβεται πίσω από μια χ ετοιματζίδικη θεολογία (τουλάχιστον στην τοπική πρόσληψή της), ούτε πίσω από (εικονολογικές) «θέσεις» (πατέρων και συνόδων), που καθίστανται ανερμήνευτες και αδιάφορες, καθότι αβίωτες στο Νυν (…) και εξαπολύονται, ενίοτε, σαν κεραυνοί αυθεντίας ακριβώς για να καλύψουν την ακοινωνησία των μυδροφόρων με το Παρόν, τον εαυτό τους και τον κόσμο. Να καλύψουν τη δυστοκία τους να αφεθούν στο ζέον της επαφής με τα πράγματα. (Δογματικές και παραδοσιακές) «Θέσεις» που αν δεν εξηγηθούν (=σαρκωθούν εν ελευθερία προσώπου στο Τώρα) είναι ξύλινες, ανένταχτες στη ροή της Ιστορίας, μετέωρες και αποδεικνύονται ιδεολογική κι αποστεωμένη «βρώση». Η Κυπρίου έχει την (εξ Ευαγγελίου) σοφία να μην εγκλείει την ορθόδοξη πίστη της και τον ορθόδοξο τρόπο συνομιλίας με τον κόσμο αποκλειστικά στο ναό και στα (συμβατικά) εκκλησιαστικά περιβάλλοντα, αλλά να συναντά το ορθόδοξο ζην και θεωρείν στον, κατά το κάκιστα και μανιχαϊστικά λεγόμενο, «κόσμο» και εκεί να ζει και να προτείνει την εκκλησιοποίησή του, ως και οφείλει, άλλωστε, να πράττει καθότι πιστή χριστιανή. Ασφαλώς, αφήνοντάς του (υπόρρητα) ΟΛΕΣ τις ανάσες να λειτουργεί ως-είναι. Ως κόσμος. Άνευ ορίων άνευ όρων, κατά το εμπειρίκειο. Η Κυπρίου δεν στραγγαλίζει τον κόσμο επιβάλλοντάς του να γίνει ορθόδοξη θέση και ορθόδοξη τεχνοτροπία. Έχει τη διάκριση να βλέπει στον κόσμο το ορθόδοξο (=χριστιανικό) αίτημά της και να αφήνει ελεύθερο τον ανασασμό του κόσμου.
Η βουλιμική τώρα και χρηστική αντικειμενοποίηση των όντων, που σχολιάζει η Κυπρίου (βλ.σελ.25), από το (καταναλωτικό) υποκείμενο (ειδωλολατρική και αυτοθεωτική ταυτόχρονα…), η κατανάλωση ως αυτοσκοπός, δηλαδή η μη (αληθινή, ουσιαστική) σχέση/συνομιλία/ευθύνη κοινωνίας με τα όντα υπήρχε και υπάρχει παντού και πάντα. Τίποτε δεν της ξεφεύγει. Ούτε η εικόνα, ούτε το οράν. Είναι άθλος-άθλημα καθημερινό η αποφυγή της αντικειμενοποίησης των όντων με σκοπό την κατανάλωσή τους από το εγώ μας. Το κεφάλαιο αυτό του βιβλίου της Κυπρίου, όπως εγώ το θεωρώ τουλάχιστον, ουσιαστικά προτείνει, ασχέτως αν ενσυνείδητα ως προς το καθολικό του πράγματος ή όχι, πως οτιδήποτε, κάθε ον, πράξη, σχέση, μπορεί να λειτουργήσει αναγωγικά (και θεολογικώς…), να αποτελέσει διάβαση προς τον Θεό αλλά και τον αληθινό (μη καταναλωτικό, μη ατομικό) εαυτό. Και αυτή η αναγωγή-διάβαση (δεν χρησιμοποιώ τυχαία τους όρους… απλώς, ελπίζω, να διευρύνω την πατερική εμβέλεια της θεωρίας περί εικόνος και του οράν σ’ ολόκληρο το (δήθεν) θύραθεν ή κοσμικό χώρο υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, προδιαγραφές και προοπτικές που ισχύουν για τις ιερές (δηλαδή εκκλησιαστικές) εικόνες και γι αυτό έκανα λόγο για «το καθολικό του πράγματος»…) μάς καθαίρει και ταυτόχρονα μάς καθιστά αληθείς μετόχους των όντων (σχετιζομένους εν αληθεία μαζί των…). Κι αυτό, από μόνο του ίσως, συνιστά εν τέλει μια ευχαριστιακή στάση στη ζωή. Και νομίζω ότι θα έπρεπε κανείς να χαίρεται και να αγαλλιά για τη διαφυγή από μια κουτσουρεμένη θεώρηση που αφορά στην εικόνα και το οράν εν γένει, όπως η θεολογία της Εκκλησίας (η οποία συνιστά κουτσούρεμα του ίδιου του εαυτού της τελικά) που μονοσήμαντα θέλησε να θεωρεί το ζήτημα, καθώς περιόρισε το λόγο της (και έτσι τις δυνατότητες συναντήσεως του ανθρώπου με το Θεό εν παντί καιρώ και τόπο…) στον εντός του ναού χώρο. Να αγαλλιά επίσης δε για την ύπαρξη νέων (διευρυμένων, διανοικτικών) ερωτημάτων ή την ανατοποθέτηση παλαιών στη θεολογία και με την συνειδητή προσπάθεια, όπως σαφώς πράττει η περίπτωση της Κυπρίου, αυτό να γίνει με τους όρους της θεολογίας, ασχέτως αν το κατορθώνει εν τέλει κανείς ή όχι.     


Βιολογικό φύλο, ρευστότητα φύλου, έμφυλος καταναγκασμός
Εν συνεχεία, θέτοντας σημαντικά ζητήματα η Κυπρίου στο κεφάλαιο περί σεξουαλικότητας επιχειρεί να οικοδομήσει μιαν (ορθόδοξη;…) ανθρωπολογία για το σώμα και δη το… εσχατολογικό. Αποπειράται να ξεφύγει θεολογικώς από τα πλαίσια της έμφυλης «ιδεολογίας» (;...) και να δομήσει μιαν ορθόδοξη (…) θεολογία που θα υπερβαίνει τις έμφυλες «ιδεολογικές» (…) διακρίσεις. Η προβληματική που αναπτύσσει είναι σοβαρή, πράγμα άλλωστε αναμενόμενο από τη γραφίδα της. Και ακριβώς επειδή είναι σοβαρή η προβληματική της ανοίγει έξοχα τη συζήτηση. Έτσι, απορώ πού πήγε το «Εδώ και Τώρα» στο κεφάλαιο αυτό. Με ποια ευκολία έδωσε τη μείζονος σπουδαιότητας θέση του σε ένα κάποιο και θολό ΜΕΤΑ και για να θεμελιωθεί τι άραγε πάνω στη βάση αυτή για το Εδώ; Πώς μπορεί με ευκολία να λησμονά η Κυπρίου το «Εδώ και Τώρα» και να αναζητεί την όποια θεολογική εγκυρότητα και θεμελίωση του στην… εσχατολογία ; Και πάλι, πώς μπορεί να γίνεται καν λόγος για έμφυλη …«ιδεολογία» (!!!) αναφορικά με το εκ φύσεως (ή Θεού…) δοσμένο ; Η φύση δεν κάνει ιδεολογία. Είναι (βλ. Μαρκ.10,6 και δεν βλέπω πώς μπορούμε να …παρακάμψουμε την «ουσιοκρατία» που θεμελιώνει αναμφίσημα αυτό το ευαγγελικό χωρίο…). Ιδεολογίες, ωστόσο, πάνω στο φυσικά δοσμένο βεβαίως και κάνουν οι άνθρωποι, κι αν έτσι εννοείται ο όρος τότε συμφωνώ απολύτως με την Κυπρίου, κι εδώ χωρούν πια πολλές συζητήσεις. Μολαταύτα, δεν βλέπω τον (…«σωτηριώδη») λόγο γιατί θα πρέπει να αναθεωρήσουμε (!...) τι είναι φυσικό και να το ορίσουμε (!) εκ νέου. Παράλληλα, μυρίζομαι πολλή εννοιολογική ειδωλολατρία να θάλλει σ’ αυτή την κατεύθυνση και δεν αναφέρομαι απαραίτητα, στο σημείο, αυτό στην Κυπρίου. Ας είναι.
Δεν με βρίσκει διόλου σύμφωνο η άποψη που δηλώνεται (βλ. σελ.41) για το φύλο ως πολιτισμικό προϊόν, ούτε θεωρώ «κατασκευασμένη κατηγορία το βιολογικό φύλο» (βλ.σελ.42). Πολιτισμική εκμετάλλευση, χειραγώγηση, ποδηγέτηση του φυσικού/βιολογικού φύλου, που θεμελιώνεται σε λογής αρχές (πολιτικές, θρησκευτικές κλπ) από την εξουσία ναι, αυτό συμβαίνει. Αποπνικτικά μάλιστα. Σαφώς το κοινωνικό φύλο δεν είναι «φυσικό» (βλ. σελ. 42). Είναι «κατασκευή» που το Υπερεγώ καταπιεστικά επιβάλλει. Και σαφώς μπορεί, ως εκ τούτου, να αποφυσικοποιείται (κι ορθά) το κοινωνικό φύλο. Όχι το βιολογικό. Αυτό παρέχεται για εν δυνάμει χ απόφαση χρήσης του από το πρόσωπο. Το φύλο απλά… είναι. Όσο κι αν αυτό το «ουσιοκρατικό» ενοχλεί. Το …δοσμένο και ανεπίλεκτο, ωστόσο, δύναται να επιλέγεται (ως τρόπος χρήσης της φύσης) a posteriori δια της ελευθερίας του προσώπου. Θεωρώ εθελοτυφλία (βλ.σελ.41) και θέση τραβηγμένη από τα μαλλιά την αμφισβήτηση της φυσικότητας του βιολογικού φύλου. Σαφέστατα μπορεί να γίνει (και θεολογικός) λόγος για έμφυλα στερεότυπα και αναγκαστική (…) ετεροφυλία, πράγμα που άριστα κάνει η Κυπρίου και έξοχα θίγει το θέμα, δεν μπορεί όμως να τεθεί υπό συζήτηση, χωρίς να εκτραπεί στη φαιδρότητα, το θέμα της φυσικότητας του βιολογικού φύλου. Μέχρι η Φύση ή ο Θεός να αποφασίσουν να φανερώσουν ένα άλλο φύλο, σαφέστατα διακριτό (οργανικά, σωματικά…) από τα δύο υπάρχοντα, οι άνθρωποι θα γεννιούνται άνδρες και γυναίκες. Άλλο, ωστόσο κι εδώ εμφιλοχωρεί βεβαίως η διάκριση, η φυσική (έμφυλη) γέννηση και άλλο η απολύτως ελεύθερη χρήση του φύλου που αυτή η γέννηση μάς έδωσε. Κι εδώ, συμπλέοντας με την Κυπρίου θα υποστηρίξω απολύτως το δικαίωμα στην ελευθερία επιλογής χρήσεώς του και τον όποιο αυτοπροσδιορισμό του κατόχου και χρήστη αυτού του φύλου. Η φύση δεν γεννά κάτι άλλο από δυαδικότητα φύλων (βλ Μαρκ.10,6 που ήδη προανέφερα), ωστόσο εμείς …ως πρόσωπα (και ιδού μια θεολογική προβληματική που θέτω στη συζήτηση και που μπορεί να προκαλέσει γόνιμο θεολογικό προβληματισμό) έχουμε κάθε λόγο να ζούμε το φύλο μας με τον τρόπο που αυτό το ίδιο το πρόσωπό μας επιθυμεί. Θα άκουγα ευχαρίστως και απολύτως επιδοκιμαστικά μια θεολογική συζήτηση που θα ενέτασσε την (εκστατική, αναφορική…) έννοια του προσώπου στο ζήτημα της χρήσεως των φυσικών φύλων, όμως θα …έπληττα θανάσιμα σε μια συζήτηση που θα επιχειρούσε είτε να υπερβεί τη φυσική (έμφυλη) διάκριση είτε να τη διαγράψει στο βαθύ και άδηλο (εσχατολογικό) μέλλον. Ωστόσο, μπαίνοντας παράλληλα στον πειρασμό, θα ήθελα να θέσω εκ προοιμίου και βιαστικά καθώς αναπτύσσω το θέμα παρακάτω, και το (αντίθετο των εδώ εκφραζόμενων θέσεών μου) ερώτημα : αν προέχει ο άνθρωπος (…και πώς θα οριζόταν αυτός ;…) εν όψει της θεώσεως και έπεται (ή ακυρούται ;…) το φύλο. Δεν είναι ανώδυνο ερώτημα, καθώς υπαινίσσεται σταυρικό φρόνημα…
Αν θεολογικά υποστηρίζεται ότι μπορεί και πρέπει να υπερβαίνεται δια του (ερωτικού, εκστατικού) χαρακτήρα του προσώπου η φυσική αναγκαιότητα, δηλαδή η ίδια η Φύση δια του έρωτος να υπερβαίνει τον εαυτό της (κάτι που άλλωστε δεικνύει το Τριαδικό πρότυπο του υπαρκτού και κυριότατα η Ενσάρκωση), τότε δεν βλέπω γιατί αυτό θα πρέπει (ιδεολογικά, για να συμφωνήσω εδώ απολύτως με την Κυπρίου στη χρήση αυτού του όρου) να αποκλειστεί αυτό a priori στα ζητήματα που αφορούν τη χρήση του φυσικού φύλου. Αφού χρήση της φύσης (δοσμένης πάντα) γίνεται από το (οντολογικώς ΦΥΣΙΚΟ) πρόσωπο στην χ εκστατική του αναφορά (προς το Θεό), χρήση της φύσης (δοσμένης πάντα) γίνεται από το πρόσωπο, αναφορικά με το φυσικό του φύλο, στην κίνησή του να τελειωθεί δια του άλλου υπό το εξεικονιστικό υπόδειγμα «εις Χριστόν και εις την Εκκλησία» και

με όσες θεολογικές προϋποθέσεις (κένωση, αγάπη κλπ) είναι αναγκαίες για να επιτευχθεί αυτό (βλ.Ἐφεσ.5,32 «Τό μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγώ δὲ λέγω εἰς Χριστόν καί εἰς τήν ἐκκλησίαν», όπου δεν θα πρέπει να βγάζουμε τη λέξη ΜΥΣΤΗΡΙΟ ή να θεωρούμε δεδομένο και «ουσιοκρατικά» παγιωμένο το νόημά της σε σχέση με το θέμα που πραγματευόμαστε της προσωπικής χρήσεως των φυσικών φύλων…). Κι  εδώ συμπλέω εν μέρει με την άποψη Νύσσης και υπό μία έννοια του Μαξ. Ομολογητού (βλ.σελ.51) που βλέπουν πρωτίστως θέωση (κατ’ εικόνα → καθ’ ομοίωση) του προσώπου (= άνθρωπος ;) και έπειτα θέτουν την έννοια του φύλου (υποκατηγορία της φύσεως) (αν και, ομολογουμένως, ΜΕ το φύλο του θεώνεται το πρόσωπο, δεν το καταλείπει κάπου…).

Ως εκ τούτου, δεν θεωρώ βάσιμη και σαφώς είναι ελάχιστα πειστική η θέση ότι τα πλείστα δεσμά στα οποία (κοινωνικά) σαφέστατα υπόκεινται οι χ χρήσεις των δύο φυσικών φύλων έχουν προκληθεί από την παραδοσιακή (!) ουσιοκρατική αντίληψη περί αυτών. Αυτό που χειραγώγησε και καταπίεσε βάναυσα (και … αντιχριστιανικά) η παραδοσιακή ουσιοκρατία είναι η ελευθερία της χρήσης του φύλου από το πρόσωπο που το φέρει. Το έπραξε δε με πρόσχημα την έννοια της ουσίας ως δήθεν περιοριστικής των λογής χρήσεων (!!!) του χ φύλου και την αντιθεολογική (να πω ουσιαστικά αντιευαγγελική προσφυέστερα ;…) απριορική καταδίκη μιας υποτιθέμενης παράχρησής του που θεμελιωνόταν σε μια μονοδιάστατη εννοιολόγησή του. Μάλιστα, θα πρόσθετα ότι μια τέτοια θέση που επιχειρεί να αμυνθεί αμφισβητώντας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το εκ φύσεως δοσμένο ως τέτοιο, είναι πολύ λίγο ελκυστική θεολογικά και πνευματικά και θα αποζητούσα ένα πολύ πιο γοητευτικό, όμορφο και ριψοκίνδυνο θεολογικό παιχνίδι που ενδέχεται να κρύβει απροσδόκητες (υπαρκτικές και θεολογικές) εκπλήξεις βασιζόμενο ακριβώς πάνω σ’ αυτή την ουσιοκρατική φυσική διάκριση των δύο φύλων και «δυναμιτίζοντάς» την, ενδεχομένως, δια της εισαγωγής της έννοιας του προσώπου και της χρήσεως τής δοσμένης του φύσης από το ίδιο. Μια μάχιμη θεολογία εκ των έσω, δηλαδή. Ούτε και θεωρώ, παράλληλα, ότι μπορεί να είναι ρεαλιστικό αιτούμενο (τουλάχιστον ενδοκοσμικά, εμμενώς) η υπέρβαση (βλ.σελ.39) της οντολογίας των φύλων η οποία θα στοχεύει, μάλιστα, στην αποδέσμευσή της (χρειάζεται ;) από τη φυλακή της παραδοσιακής ουσιοκρατίας τους. Αντιθέτως, η εμμένεια, η ιστορία και τα αιτούμενά της, ίσως είναι ο δρόμος που θα πρέπει απαρέγκλιτα να βαδίζουμε και που πάνω του θα αναζητούμε απαντήσεις, έστω και μη ολοκληρωμένες ή απολυτοποιημένες και τελεσίδικες. Η (τυχόν και κατ’ εμέ σφόδρα απίθανη…) αποφυσικοποίηση (βλ.σελ.45) του βιολογικού φύλου (στα έσχατα) σαφώς και δεν αφορά την ιστορία. Την ιστορία που μέσα της ζούμε Εδώ και Τώρα. Και είναι, ας μην το λησμονούμε, από την ιστορία που εκκινεί η «ενεργοποίηση» προσανατολισμού του προσώπου μας στην (σωτηριώδη) κατεύθυνση τής (προσωπικής) εν Χριστώ τελειώσεως.
Ωστόσο, η ερώτηση καραδοκεί πάλι (και σχετικά μ’ αυτή θα σχολιάσω εκτενέστερα παρακάτω) : αν κατά το παύλειο (βλ.παραπάνω)  «εις Χριστόν και εις την Εκκλησία», (έκφραση οντολογικής και όχι αλληγορικής ή συμβολικής σημασίας κατά την γνώμη μου), το πλήρωμα των πιστών, η Εκκλησία, αναλαμβάνει, ας πούμε, το …θηλυκό ρόλο στη σχέση της με το Χριστό, καθώς Εκείνος αναλαμβάνει τον ανδρικό ρόλο, όπως εξεικονίζουν τα πρόσωπα του Άσματος Ασμάτων, τότε (έστω και …αγιοπνευματικά) δεν τίθεται θέμα …ρευστότητας φύλου (…εν Πνεύματι !…) για τα …άρρενα μέλη της Εκκλησίας, αφού σύμπασα η Εκκλησία είναι Νύμφη Χριστού και συνεπώς κι αυτά τα άρρενα μέλη εκδέχονται, ως (πνευματικώς) θήλεα, τον άρρενα Χριστό ; Και αν η Εκκλησία (π.χ. κατά το παύλειο Κολ.1,18) είναι Σώμα Χριστού, τότε το άρρεν, το θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού είναι ανδρικό κατά το ένα μέρος του (κεφαλή) και θήλυ κατά το υπόλοιπο (Σώμα της εκκλησίας) ; !!... …Μεμέρισται, όμως, έτσι (κάνω χρήση του όρου από την Α΄Κορ.1,13) το θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού κατά τη φυσική και βιολογική έμφυλη συνθήκη του ανθρώπου ;                  

Εσχατολογικό (;) σώμα
Η Κυπρίου εξόχως (βλ.σελ.38) θίγει τον (αντιευαγγελικό, αντιχριστιανικό….) κοινωνικό αποκλεισμό, την οδύνη, τη βία μιας αναγκαστικής, από το Υπερεγώ…, ετεροφυλίας πάνω στα έμφυλα, τονίζω, πρόσωπα και κάνει, ορθότατα, λόγο για (πατριαρχική) ομοφοβία, σεξισμό, περιθωριοποίηση, καταπίεση, ρατσισμό, επιζητώντας, ακριβώς υπό την ιδιότητα της πιστής χριστιανής, να ανιχνεύσει αν χωρά ένας (ορθόδοξος, κατά τα λεγόμενά της. Εγώ θα έλεγα όμως απλά ευαγγελικός, χριστιανικός…) θεολογικός λόγος που θα επιχειρεί να διαγράψει όλη αυτή την κακότητα που υφίσταται το ανθρώπινο πρόσωπο στην εγκόσμια παρουσία του από τις λογής ιδεολογίες ή ιδεολογικοποιήσεις της παραδεδομένης πίστεως. Αξίως αποπειράται  δε να διευρύνει (βλ.σελ.39) τις «απελευθερωτικές δυνατότητες της παράδοσης της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας» και μοιάζει να δυσανασχετεί με την υπόθεση ότι η Ορθοδοξία, ενδέχεται, να είναι σεξιστική και ομοφοβική. Αλήθεια, υπάρχουν αυτές οι δυνατότητες ; Περισσότερο: υπάρχουν ακόμη σήμερα ; Αφορούν πολλούς αυτές οι δυνατότητες; Εν πάση περιπτώσει, πώς μπορεί να αμφισβητήσει, ή να αποσιωπήσει ή ελεημόνως και ανθρωπίνως να θελήσει να λησμονήσει, η Κυπρίου ότι η Εκκλησία του Χριστού (ΟΧΙ ο Χριστός ο ίδιος…) είναι, στην ιστορική της πορεία και εξαρχής…, και ομοφοβική και σεξιστική και πατριαρχική και κατασταλτική και βίαιη;
Μίλησα παραπάνω για θεολογία των υιών (βλ. κατεξοχήν το Γαλ.4,6-7) ως τη ΜΟΝΗ εν Χριστώ πρέπουσα θεολογία αλλά και υπαρκτική στάση. Ο (θεολογών και ασταμάτητα αγαπών μα και αδιαλείπτως εν σχέσει προς τον Πατέρα…) υιός μένει «εν τη αγάπη του Πατρός» (βλ.Ιω.15,10) εν ελευθερία χωρίς να αποσχίζεται ουδέποτε απ’ αυτήν ακόμη κι όταν …εν (αγαπητική) ελευθερία μιλά «αντιρρητικά» (βλ. π.χ. Εξ. 32,32 με το υικώς εξαίσιο «…καὶ νῦν εἰ μὲν ἀφεῖς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δὲ μή, ἐξάλειψόν με ἐκ τῆς βίβλου σου, ἧς ἔγραψας…», το Γεν.18,23-32, το Ματθ.21,28-30 με το έξοχο «ου θέλω» του, το Ιων.1,2-3 και κυρίως 4,2) ή εκφράζει διχογνωμία ή έτερη άποψη (κυρίως ερωτηματικά και όχι στατικώς μονολιθικά και παγιωμένα), μη αποδεχόμενος άκριτα («αμάσητα» στην τρέχουσα κοινή…) τα  «παραδοσιακά δόγματα» που δήθεν εκπροσωπούν το Λόγο του Πατρός. Παράδειγμα, σχετιζόμενο σαφώς με τα εδώ πραγματευόμενα και τη στάση της Εκκλησίας : ο Απ. Παύλος, ο πρώτος μετά τον Έναν…κατά την εκκλησιαστική έκφραση,

δυστυχέστατα αποκλείει («βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι») εκ προοιμίου, ως τέτοιους, an sich θα έλεγα σε μια φιλοσοφική γλώσσα, τους …αρσενοκοίτες (βλ. Α΄ Κορ.6,9-10 6,15-20 Ρωμ.1,24 1,26-29 Α΄ Τιμ.1,10) και όχι μόνον (…). Ως εκ τούτου πια, αμετάκλητα, ας πούμε, καταδικασμένοι ο Καβάφης, ο Ουάϊλντ, ο Ταχτσής ή ο Προυστ, επειδή ο Παύλος (ως… υπέρτατος δικαστής (….!!!) αποφάνθηκε (δήθεν). Δεν τους απορρίπτει της …Βασιλείας (!!!) ως μη μετανοημένους ανθρώπους σε σχέση με το συνολικό τρόπο της ζωής τους. Δεν ενδιαφέρεται αν αυτοί είναι μετα-νοούντες υπαρκτικώς και ολικώς για τον τρόπο ζωής τους γενικά, αλλά αν στο επιμέρους του βίου τους, στη σεξουαλικότητα, πράττουν a priori αυτό που ο έμφυλος καταναγκασμός τους από την κοινωνία επιτάσσει. Και θα τολμήσω άνετα να πω, ως αποπειρώμενος θεολογία υιού, αλλά και ως ο ….Αγιογραφικός νόμος και καταναγκασμός προβλέπει και ορίζει (ή μήπως όχι ;…). Σαν να μυρίζει έντονα … Νόμος εδώ και όχι Χάρη, δεν βρίσκετε (αντίθετα με το «Έλεον θέλω και ου θυσίαν» βλ.Ματθ.9,13 12,7) ; Εννοώ εκείνη τη … γνωστή Χάρη που Επεφάνη με τον τρόπο του Ιησού Χριστού.

Τι θα αποφαινόταν οριστικά γι αυτό η μάχιμη θεολογία της όντως θαρραλέας συγγραφέως μας ; Είναι αποφασισμένη η Κυπρίου να ξενοιάσει οριστικά με το χωρίο ; Το ερώτημα (στα πλαίσια πάντα της υικής θεολογίας) είναι : κατά πόσο πετάμε (κυριολεκτικά) στα σκουπίδια την παύλεια απόφανση ; Με ποιο κριτήριο ; Τη διαγράφουμε συνολικά και … a priori ή κατά περίσταση, ακολουθούντες έτσι τη βασιλική οδό που αρμόζει για τις υπαρκτικές μας καταστάσεις ; Αν διαγραφεί, όπως και άλλες πολλές παύλειες ενοχλητικότατες τοποθετήσεις (και για να είμαστε ακριβοδίκαιοι μέσα από τον πακτωλό των παύλειων μαργαριτών) που ηχούν αρκούντως νομικές, για να χρησιμοποιήσω ήπιο όρο ή απελπιστικά ανόητες για να κάνω χρήση και του πιο βαρέως όρου χρησιμοποιώντας μια λέξη που αντανακλά μια δική μου θεολογική αποτίμηση τέτοιων χωρίων, δεν ανοίγουμε τη θύρα του χάους ; Δεν εισάγουμε το κριτήριο, πιθανόν, της ατομικότητας ως εχέγγυο αληθείας (!!!) στα σπλάχνα της (εκκλησιαστικής) κοινότητας ; Τι απομένει από την παράδοση της «ορθόδοξης  Ανατολικής Εκκλησίας» και τον αγιογραφικό Κανόνα που η Κυπρίου ορθώς και με αυτοθυσιαστικό φρόνημα αγωνίζεται να διατηρήσει ; Αν δεν απαλλαγούμε, τότε ο καταναγκασμός που θίγει η Κυπρίου θα συνεχίσει εις αιώνας αιώνων. Αν απαλλαγούμε, τότε κίνδυνος μέγας να αποδομηθεί πλήρως, μέσα στην ατομική κρίση και περίπτωση (τα ίδια θελήματα και νοήματα κατά τον Πέτρο Δαμασκηνό…), η πίστη της κοινότητας. Επιτέλους πώς ισορροπεί κανείς;
Καταφάσκω απόλυτα με την Κυπρίου που αναφέρεται στη

Μπάτλερ (βλ.σελ.40), ότι είναι πια ιστορικό δεδομένο και απαράγραπτη πραγματικότητα ο θάνατος της σταθερότητας του κοινωνικού φύλου και της κοινωνικά έμφυλης ουσιοκρατίας. Ευτυχώς η νεωτερικότητα και η εποχή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων φέρνει ενώπιον τής συνειδήσεώς της την (πάντα εκκοσμικευμένη και πάντα καθυστερημένη και πάντα φοβική και πάντα υποκριτική και άλλα πολλά) Εκκλησία θέτοντας τέτοια δεδομένα, που η ίδια η Εκκλησία ουδέποτε θα τολμούσε να θέσει (θεολογικώς έστω και θεωρητικώς) από μόνη της, έτσι ώστε να σύρεται από τον κόσμο δίνοντάς του την πρωτοβουλία των κινήσεων. Το ερώτημα, λοιπόν, που αξίζει να τεθεί, πέρα από την απελπιστικά στενή (και αντιευαγγελική ;…) παύλεια θεώρηση των πραγμάτων είναι σε κάθε περίπτωση το ακόλουθο : ΑΝ ασχέτως οιασδήποτε ρευστότητας φύλου διασώζονται ακέραιοι στο ανθρώπινο πρόσωπο (με το ρευστό φύλο…) οι όροι και οι προϋποθέσεις της θεώσεως (ως υπαρκτικής ολοκλήρωσης) και φυσικά όχι μόνον εν κόσμω, θα έλεγα, για να συμπεριλάβω και την εσχατολογική διάσταση που βάζει η Κυπρίου (θυμίζω εδώ το προαναφερθέν απόσπασμα του Κ.Αγόρα). Αν, δηλαδή, διασώζονται οι προϋποθέσεις της θεώσεως που είναι η (ΦΥΣΙΚΗ) εκστατικότητα του προσώπου προς την Ετερότητα (αλήθεια, κάθε Εσύ συνιστά ετερότητα για την Εκκλησία ή το ομοφυλοφιλικό Εσύ δεν είναι… Εσύ ;;!!!). Προσώπου που επιθυμεί να καθαρεύει, να καθαίρεται, από τη μείζονα υπαρκτική πτώση – τον εγωισμό και συνακόλουθα τον ναρκισσισμό κλπ. Προσώπου που αυτοπροσφέρεται στην ετερότητα (έστω και αν αυτή είναι ομόφυλη). Κι αντιστρόφως, για να εκθέσω και την κρατούσα αντίθετη άποψη, είναι απλά (!) διάσωση εντέλει του ναρκισσισμού-εγωισμού και της μη εκστατικότητας προς τη (ριζική) ετερότητα (που υποτίθεται μονοπωλιακά αντιπροσωπεύει η ετεροφυλία) η παραμονή στο ίδιο φύλο (ομοφυλοφιλία) στην ερωτική μας αναφορικότητα, ωστόσο υπογραμμίζω η εν τω αυτοθυσιαστικό έρωτι παραμονή…, το οποίο φαίνεται (…) ότι είναι και γνωστόν και δικό μου και ακυρώνει, υπ’ αυτή την έννοια, κάθε ιδέα εκστατικότητας ; Κι όλα αυτά, φυσικά, πάντα μέσα στο εκ φύσεως αστάθμητο του πεδίου των σχέσεων.

Αν μπορέσει ποτέ να αποδειχθεί (…) ότι ελαττώνονται, έστω κατ’ ολίγον, οι όροι και οι προϋποθέσεις της θεώσεως, τότε λογικώς έχουμε πρόβλημα. Διότι ίσως πάνω από το χ (κοινωνικά αλλά ακόμη και βιολογικά) «φυσικό», μη φυσικό ή ρευστό φύλο, ΕΙΜΑΙ άνθρωπος που θέλει να γίνει κατά χάρη Θεός (γι αυτό μίλησα πριν για σταυρικό φρόνημα). Προσωπικά δεν βλέπω να επιθυμεί να παράσχει ποτέ τέτοια απόδειξη ο καλός Θεός. Μολαταύτα, σίγουρα πάνω στο αίτημα αυτό της προσωπικής μου θεώσεως οιαδήποτε «θυσία» φαντάζει εύλογη. Εννοώ μια θυσία όπως εκείνη, ας πούμε, την ευαγγελική υπόδειξη περί μονόφθαλμου, χωλού ή κυλλού (βλ.Ματθ.18,8-9 16,26) όπου προτείνεται σαφής (σωτηριολογική) ιεράρχηση. Όμως για όλα τούτα, τελικά, ποιος μπορεί να αποφανθεί με τρόπο οριστικό ; Κοινωνιολογικά λογικό θα ήταν, όπως και ήδη συμβαίνει με την ευλογία της εισαγωγής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ιστορία - και ας θυμηθούμε πόσο αντέδρασε η Εκκλησία σ’ αυτό (όπως και για τόσα άλλα, συμπεριλαμβανομένης και της Επιστήμης…) για να συγκατανεύσει δύσθυμα και όψιμα ύστερα συρόμενη από τον κόσμο… -, να υπάρχει σαφής θέσμιση και νομική κατοχύρωση όλων όσων διέπουν το ζήτημα του φύλου και της ρευστότητάς του και με πλήρη σεβασμό στην επιλογή του προσώπου να κάνει ίδιαν χρήση του φυσικού και βιολογικού του φύλου να αφήσουμε να ρέουν τα πράγματα ως-έχουν. Δηλαδή χωρίς αποκλεισμούς, καταδίκες και τελεσίδικες κρίσεις. Η Εκκλησία άριστα θα κάνει, επιτέλους κάποτε, να αφήσει την κρίση στον ζωντανό Θεό των ασύλληπτων εκπλήξεων (στις «κριμάτων Του αβύσσους») και να κόψει την ολέθρια, για την ιστορία ολόκληρη, συχνή επιθυμία της να Του σφετερίζεται την κρίση, αφού, όπως όμορφα λέει η Κυπρίου, «…η Εκκλησία δεν μπορεί να αυτοδικαιωθεί…» (βλ.σελ.137). Άλλωστε, βασική πηγή, κρίνω, ομοφοβικών αντιδράσεων είναι η υπόρρητα αποδεκτή ρευστότητα (της χρήσεως) του (βιολογικού) φύλου (καθότι ρευστές οι επιλογές και οι τάσεις του έμφυλου προσώπου..), αφού έτσι καθίσταται ορατή η πιθανότητα, το ενδεχόμενο, κάποια στιγμή να αποφασίσω να δοθώ σε αυτό που ήδη από καιρό αισθάνομαι, μεταβάλλοντας την έως τώρα χρήση τού φύλου μου σε μιαν άλλη, γεγονός που θα ήταν όλεθρος και καταστροφή για το αψεγάδιαστο και λαμπικαρισμένο (κοινωνικά) εγώ μου (το φαρισαϊκό ;…), αφού έτσι θα εκτίθετο ανεπανόρθωτα στο τρομερό και τιμωρητικό υπερεγώ, που θα του επέβαλε άτεγκτα βαρύτατες ποινές.
(συνεχίζεται…)
Το πλήρες κείμενο υπάρχει στον ακόλουθο σύνδεσμο: https://www.academia.edu/42837674/%CE%A3%CE%A4%CE%91%CE%98%CE%97_
.                                                                                
27/3/2019 εν μέσω πανδημίας και κατ’ οίκον περιορισμού
     © ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ




[1] Βλ. Uwe Gerber/Rudolf Hoberg (Hrsg), Sprache und Religion, σελ. 13, WBG Verlag 2009, όπου διαβάζουμε «Mit Religion kann alles zur Sprache kommen; religioese Begriffe kennen keinen definitiv definierbaren “Bedeutungsraum”. Religioese Sprachen sind “semantische Systeme eigener Art.”»,  (δυστυχώς ή ευτυχώς συμπληρώνω εγώ). 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου