Τα πουλιά δεν βρίσκονται
δεν χάνονται ποτέ
πάνω από τη γη
ποτέ δεν σκέφτονται
Έκλεψα αυτή τη μορφή
ή το μπλε είναι το καλύτερο
Τα ακούω
να τραγουδούν, γέρο μου
είναι πολύ μακριά
τραγουδούν αμερικάνικα
τραγούδια κλεμμένα
από εκείνους που έζησαν
σε αυτό που είναι τώρα
αλλά δεν ήταν πριν
το πάρκο που με κάνει
να τον αγαπώ
Τρώω ένα πορτοκάλι
Που κάποιος άρπαξε
από τη φύση
πάνω μου ακούω
ελεγχόμενες μηχανικές
μαύρες λιβελλούλες
σε αναζήτηση αναρχικών
για πολύ καιρό
Πήγαινα στο σχολείο
κρατούσα στην παλάμη μου
κουβαλούσα μια πέτρα
υπακούοντας στον νόμο
της ομοιότητας
τώρα κάθε βράδυ
Την πάω πίσω
στη γη
που οι ασφόδελοι σκεπάζουν
τότε ξυπνάω
και βγάζω το γιο μου
έξω στη βεράντα
να πούμε ένα γεια
σε όλα γεια
τους πράσινους λόφους που κοιμούνται
γεια στο δέντρο
στο πλάι
ενός λευκού φορτηγού
που εξωφρενικά μαρσάρει
σε κάποια τρύπα
γεια στη μανόλια
της οποίας τα ροζ
και λευκά άνθη
την εγκατέλειψαν
για πού
ω γλυκιά μοίρα
όλοι φεύγουμε
τότε πίσω μας
κλείνουμε
τη μαύρη πόρτα
με το χρυσό ρόπτρο
και καθόμαστε
στη μεγάλη
καρέκλα το φως της Αυγής
στις αποχρώσεις
που πάντα το κάνουν
να μοιάζει με όνειρο
-θρόνος του δάσους-
ολόγυρα
τα υποκείμενα
τα σκιερά δέντρα
να ανυψώνουν
τις ιδιωτικές τους σκέψεις
γεμίζοντας το δωμάτιο
Τα περνώ
όπως ένα ζώο
σε μια ευγενική
αχάριστη τελετή
ή σαν ένα φύλλο
που παίρνει δροσιά
δεν χάνονται ποτέ
πάνω από τη γη
ποτέ δεν σκέφτονται
Έκλεψα αυτή τη μορφή
ή το μπλε είναι το καλύτερο
Τα ακούω
να τραγουδούν, γέρο μου
είναι πολύ μακριά
τραγουδούν αμερικάνικα
τραγούδια κλεμμένα
από εκείνους που έζησαν
σε αυτό που είναι τώρα
αλλά δεν ήταν πριν
το πάρκο που με κάνει
να τον αγαπώ
Τρώω ένα πορτοκάλι
Που κάποιος άρπαξε
από τη φύση
πάνω μου ακούω
ελεγχόμενες μηχανικές
μαύρες λιβελλούλες
σε αναζήτηση αναρχικών
για πολύ καιρό
Πήγαινα στο σχολείο
κρατούσα στην παλάμη μου
κουβαλούσα μια πέτρα
υπακούοντας στον νόμο
της ομοιότητας
τώρα κάθε βράδυ
Την πάω πίσω
στη γη
που οι ασφόδελοι σκεπάζουν
τότε ξυπνάω
και βγάζω το γιο μου
έξω στη βεράντα
να πούμε ένα γεια
σε όλα γεια
τους πράσινους λόφους που κοιμούνται
γεια στο δέντρο
στο πλάι
ενός λευκού φορτηγού
που εξωφρενικά μαρσάρει
σε κάποια τρύπα
γεια στη μανόλια
της οποίας τα ροζ
και λευκά άνθη
την εγκατέλειψαν
για πού
ω γλυκιά μοίρα
όλοι φεύγουμε
τότε πίσω μας
κλείνουμε
τη μαύρη πόρτα
με το χρυσό ρόπτρο
και καθόμαστε
στη μεγάλη
καρέκλα το φως της Αυγής
στις αποχρώσεις
που πάντα το κάνουν
να μοιάζει με όνειρο
-θρόνος του δάσους-
ολόγυρα
τα υποκείμενα
τα σκιερά δέντρα
να ανυψώνουν
τις ιδιωτικές τους σκέψεις
γεμίζοντας το δωμάτιο
Τα περνώ
όπως ένα ζώο
σε μια ευγενική
αχάριστη τελετή
ή σαν ένα φύλλο
που παίρνει δροσιά
‘A Poem for Doom’
A Poem by Matthew Zapruder
From Father's Day
A Poem by Matthew Zapruder
From Father's Day
μετφρ. Νότα Χρυσίνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου