Η
ΣΩΤΗΡΙΑ
"…κι’ οπόβρη ένα μοναχό, κείνον τον ξεκληρίζει…"
Είχα καιρό να σ’
αντικρύσω,
σκούρα σε κρύβουνε κουστούμια
δεν σε βλέπω,
όταν σε ξύλινο άλογο ιππεύεις, Σωτηρία
Κι ως σε είδα ασάλευτη,
ν’ αστράφτεις και να
μειδιάς,
το εννόησα,
ως και τώρα δεν τα ’θελες
κακοκαρδίες και τέτοια,
αξιοπρεπής και διακριτική
όπως η γάτα τη βρωμιά της
,
ως το τέλος
Τι να την κάνουν
οι αποδομητές
την καλοσύνη,
ποσώς τους
νοιάζει
αν ήσουν πόρνη ή αγία,
αν δολοφόνησες
ή αν πέτρωνες τον εαυτό
σου
για λίγη αξιοπρέπεια
Τα βερεσέδια σου έκλεισες
πριν φύγεις
κι όταν λίγα τα κρίματα
λιγότεροι στο κατευόδιο,
κι εμείς , αφού η ψυχή,
λέει, αθάνατη πως είναι,
τί μαζευτήκαμε εδώ;
γι αυτό το τιποτένιο
σώμα;
Τα ‘ξερες όλα αυτά ,
γι αυτό και μειδιούσες
Αχ! Σωτηρία, Σωτηρία ,
δεν υπάρχεις σωτηρία
μα εσύ, αν, λόγω ονόματος, τη βρεις
βρες ένα τρόπο να μας το μηνύσεις
υπό έκδοση συλλογή ''Διπλή προσπέραση''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου