Ο Τάκης Σπετσιώτης στα 1979
Η κοινή αφετηρία και των δυο δημιουργιών σας το λευκό ‒της ταινίας στην οθόνη και του βιβλίου στο χαρτί. Πώς ξαναζούν αυτοί οι άνθρωποι, εάν ξαναζούν και είναι οι ίδιοι ή περσόνες που δημιουργήσατε πάνω στη σκιά τους που «μετεωρίζεται πάνω στο λευκό»;
Α, ποτέ δεν ξαναζούν ακριβώς οι ίδιοι οι άνθρωποι, είτε στο λευκό της οθόνης είτε στο λευκό της σελίδας. Ακόμη κι αν τα γραπτά μας ή οι ταινίες μας εμπνέονται από υπαρκτά πρόσωπα, της πραγματικής ζωής, οι ήρωες των ταινιών και των βιβλίων μας έχουν μια δική τους αυτόνομη ζωή και ποτέ δεν ταυτίζονται εντελώς με τους πραγματικούς. Κι είναι φυσικό. Καμιά γραφή δεν μπορεί να συλλάβει όλο το «γίγνεσθαι», κάποιες πλευρές του μόνο μπορεί ν’ αποδώσει.
Αυτές που εξυπηρετούν την κοσμοθεωρία και την αισθητική του δημιουργού. Γι’ αυτό και γελούσα ανέκαθεν με μερικούς χαζούς που, απλοϊκά, ταυτίζονταν τόσο με ήρωες βιβλίων κι έλεγαν θυμωμένοι (συμβαίνει πάντα, μέχρι και στο φέισμπουκ αυτό): «A! Για μένα τόγραψες αυτό! Θα σε πάω στο δικαστήριο!»
Ο Τάκης Σπετσιώτης στα γυρίσματα της ταινίας ''Κοράκια ή το Παράπονο του Νεκροθάφτη'', βασισμένη στο διήγημα του ΕΜΜ ΡΟΙΔΗ, 1991.
Παρατηρώ ότι στο έργο σας περνάτε από το εσωτερικό τοπίο, τον ψυχισμό, στο οποίο διαχέεται ένας ιδιότυπος ρομαντισμός, σε μια τοπιογραφία της πόλης των Αθηνών που κι αυτή δίνεται με μια νοσταλγική διάθεση, σχεδόν μπωντλεριανού ύφους, καθιστώντας την πόλη ισότιμο πρωταγωνιστή δίπλα στους ήρωές σας. Η Αθήνα ως πόλη πόσο σας καθόρισε; Θελήσατε ποτέ να την εγκαταλείψετε;
Πολύ σωστή η παρατήρησή σας που αναφέρει ότι συνδέεται το εσωτερικό τοπίο των ηρώων μου με το τοπίο της πόλεως των Αθηνών, ναι, με νοσταλγική διάθεση, όπως λέτε, μπωντλαιριανού ύφους. Είναι, βλέπετε, πλάνητες οι ήρωές μου. Ο δανδής ομοφυλόφιλος και χασισοπότης ποιητής του Μεσοπολέμου, ο τραβεστί νυχτόβιος συγγραφέας της δεκαετίας του ’70. Το τοπίο παύει να είναι απλά ντεκόρ, a natural setting. Γίνεται, μ’ έναν τρόπο εννοιολογικό, μέρος της δομής της ταινίας. Κοιτάζεται είτε από τη ματιά την δική μου, τα τοπία των Αθηνών που αγαπώ και όπου, από την εποχή των γυρισμάτων των ταινιών μου, κατοικώ συνειδητά –το Γκάζι, το Θησείο, τα Πετράλωνα. Είτε από τη ματιά του ήρωα της ταινίας, τον Λαπαθιώτη, που, τριγυρνώντας, κοιτάζει την Αθήνα και ως αρχιτεκτονική –τα κτήριά της, τους καφενέδες, τα μνημεία της‒, αλλά και ως ανθρωπολογικό περιεχόμενο, κυρίως μετά τη μικρασιατική καταστροφή που η πόλη είχε γεμίσει πρόσφυγες, ρεμπέτες κ.λπ. Ένας παλιός σκηνοθέτης, δεν ζει πια, ο Κώστας Σφήκας, όταν τούχα πει ότι ετοιμάζω μια ταινία για τον Λαπαθιώτη μούχε πει: «Ωραίο θέμα! Ο Λαπαθιώτης είναι όλος ο προπολεμικός κόσμος!» Κι αν έβαζα έναν επεξηγηματικό επίτιτλο κάτω απ’ τον τίτλο Μετέωρο και Σκιά, θα ήταν «Ο κόσμος του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη». Αυτό ήθελα να δείξω. Τον αντικαθρεφτισμό της κοινωνίας πάνω στον ήρωα και αντίστροφα. Κι όχι να κάνω ένα σενάριο, μια σκηνοθεσία με μια συνήθη πλοκή, συγκρούσεις χαρακτήρων κ.λπ. Ακολούθησα μια δομή φιλοσοφική. Μαθαίνεις για τον Λαπαθιώτη απ’ τις μαρτυρίες και τις νεκρολογίες των συνομιλητών του. Όπως για τον Σωκράτη στο πλατωνικό Συμπόσιο μεσ’ απ’ τους λόγους του Αγάθωνα, του Αριστοφάνη κ.λπ. Στο βιβλίο Ταχτσής ‒ Δεν ντρέπομαι πάλι, περιγράφω χώρους της νυχτερινής περιπλάνησης του Ταχτσή, όπως η οδός Αθηνάς, η κεντρική αγορά κ.λπ., όπου τον είχα συναντήσει ο ίδιος. Ή περιοχές της παιδικής του ηλικίας. Στενά δρομάκια πίσω απ’ τον σταθμό Πελοποννήσου, ταπεινά σπίτια στο Μεταξουργείο που δεν υπάρχουν πιά. Ζω σαρανταπέντε χρόνια στην Αθήνα, είμαι και –αυτό που λένε‒ «παιδί της πόλης». Παρ’ όλο που δεν «ενσωματώθηκα» στην κοινωνική και κοσμική, κυρίως, ζωή της, εδώ έζησα, εδώ έκανα τις δουλειές μου. Γιατί να την εγκαταλείψω; Πού να πάω;
Μετέωρο και Σκιά'', βιογραφία Ναπολέοντα Λαπαθιώτη,1985, στον νυχτερινό σταθμό Θησείου, Τάκης Μόσχος- Γιάννης Παλαμιώτης στο ρόλο του Μήτσου Παπανικολάου
Πώς θα ορίζατε τον λογοτεχνικό κανόνα; Υπάρχει γυναικεία λογοτεχνία, λογοτεχνία των gay, λαϊκή λογοτεχνία, παραλογοτεχνία, λογοτεχνία των εργατών ή δεν ξέρω τι άλλο ή όλα αυτά είναι δημιουργήματα της κυρίαρχης εξουσίας των Μ.Μ.Ε. και της κατασκευασμένης γλώσσας επικοινωνίας τους;
Υπάρχει Λογοτεχνία, πρωτίστως. Πάνω απ’ όλα. Αυτό ξέρω εγώ. Τώρα, όλες αυτές οι υποδιαιρέσεις είναι δημιουργήματα, ως ένα βαθμό, και μόδες. Εντάξει, κάποια χαρακτηριστικά ισχύουν. Όπως έλεγε κι ο αυτοκράτωρ Ναπολέων λ.χ., οι γυναίκες γράφουν ή διαβάζουν κυρίως μυθιστορήματα. Οι άντρες ιστορία. Μερικές φορές τα χαρακτηριστικά αυτά υπερβάλλουν, οι εξαιρέσεις μετρούν. Γράφουν τόσα μυθιστορήματα οι γυναίκες συγγραφείς, αλλά ένα Τρίτο στεφάνι λ.χ. με κύριες ηρωίδες δυο τόσο χαρακτηριστικές γυναίκες Ελληνίδες, τη Νίνα και την Εκάβη, από άντρα γράφτηκε. Ίσως γιατί ένας άντρας βλέπει τις γυναίκες από κάποια απόσταση.
Σκηνή από το ''Μετέωρο και Σκιά'', βιογραφία Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, 1985
Πόσο αντέχει η ελληνική κοινωνία το διαφορετικό και ποιος είναι ο λόγος που στην Ελλάδα ανθούν τα κουτσομπολιά εις βάρος της δημιουργίας;
Είμαστε συντηρητική κοινωνία. Χωριό. Το σχολιάκι μας για κάτι διαφορετικό θα το κάνουμε, ακόμη κι οι πιο «καλλιεργημένοι». Κακοήθειες και μικρότητες δεν μ’ ενδιαφέρουν. Αλλά άνθρωποι επιπέδου δεν θέλω να λένε τίποτα χαμερπές για δημιουργούς επιπέδου.
Σκηνή από την ταινία ''Μετέωρο και Σκιά'' του Τ. Σπετσιώτη,βιογραφία Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, με τον Τάκη Μόσχο στον ρόλο του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη
Τι είδους «κρεβάτι» είναι η ελληνική κοινωνία για να κάνω λογοπαίγνιο με τον τίτλο του βιβλίου σας Το άλλο κρεβάτι; Ο Έλληνας, παρότι φορέας του χριστιανισμού, παρέμεινε και λίγο ειδωλολάτρης. Και τούτο ποιείν κακείνο μη αφιέναι. Πρόθυμος, διαθέσιμος, αρκεί να μην ξέρει τίποτα ο γείτονας.
Σκηνή από το ''Εις το φως της ημέρας'' ,βασισμένη στο διήγημα του Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗ, Γιώργος Κέντρος, 1987
Ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο λογοτεχνίας που αγαπήσατε; Είχα διαβάσει πολύ, από παιδί. Κι εξακολουθώ να διαβάζω. Είμαι βιβλιόφιλος και συλλέκτης παλαιών βιβλίων, εκδόσεων τέχνης. Δεν τσιγγουνεύομαι χρήματα για βιβλία. Πολλά βιβλία έχω, κατά καιρούς, αγαπήσει. Το βιβλίο, ωστόσο, που με βοήθησε να βρω την προσωπική μου έκφραση στο γράψιμο, όταν ήμουν δεκαοχτώ χρονώ, ήταν η συλλογή διηγημάτων Τα ρέστα του Ταχτσή. Μιλούσε για ένα θέμα που με απασχολούσε εκείνη την εποχή, για πρώτη φορά, στα ελληνικά χρονικά: την σεξουαλικότητα των παιδιών και των εφήβων. Αποκαλυπτικός, βέβαια, ήταν ο τρόπος που μιλούσε: εν μέρει διηγούμενος, εν μέρει αυτοαναλυόμενος:
«Αχ, βρε μάνα! Έχουν περάσει –πόσα; Τριάντα χρόνια από τότε;» Και παρακάτω:
Σκηνή από τα ''Κοράκια ή το Παράπονο του Νεκροθάφτη'', βασισμένη στο διήγημα του ΕΜΜ ΡΟΙΔΗ, από αριστερά Γιώργος Μωρόγιαννης και Γιώργος Χαραλαμπίδης
«Κάθε φορά που, για να γράψω κάτι, αντλώ από προσωπικές εμπειρίες, δε λέω ποτέ ολόκληρη την αλήθεια». Αυτό το μισο-αφηγηματικό, μισο-δοκιμιακό στυλ καθόρισε το είδος μου. Παράλληλα με τις μικρού μήκους μου, δημοσίευσα στα 1978 και το πρώτο μου, πιο ώριμο γραφτό, το διήγημα «Μια φιλία», σ’ ένα βραχύβιο περιοδικό ενός μόνο τεύχους, την Καμπύλη. Το αναφέρω γιατί συχνά σκέφτομαι ότι όλη μου την μετέπειτα κύρια πορεία περιγράφουν αυτές μου οι τρεις πρώτες νεανικές κινήσεις της εποχής 1976-1978. Δυο μικρού μήκους ταινιούλες –η δεύτερη κόπηκε απ’ τη λογοκρισία‒, κι ένα διήγημα, κρυφά δημοσιευμένο με τ’ αρχικά μου Τάκης Σπ. γιατί υπηρετούσα τότε τη θητεία μου στο ναυτικό ‒πού να μιλούσα απροκάλυπτα για παιδική σεξουαλικότητα; Πού τα έφτασα αυτά μου τα νεανικά εγχειρήματα στα επόμενα δημιουργικά μου χρόνια; Στις δύο πιο κύριες ταινίες μου Μετέωρο και Σκιά1985, Κοράκια 1991, και στο Δελτίον ταυτότητος 2003, ένα κομμένο απ’ το κέντρο κινηματογράφου σενάριο του 1995, παρότι χρηματοδοτημένο απ’ το European Script Fund, που εξέδωσε σε μυθιστόρημα η «Άγρα» το 2003 και –το κυριότερο‒ που βασιζόταν, εμπλουτισμένο και συμπληρωμένο, στο νεανικό μου αυτό «κρυφό» διήγημα του 1978. Τρεις εξαετίες απ’ τη ζωή μου, ανάμεσα σ’ όλα τ’ άλλα μου δημιουργήματα που προηγήθηκαν και που ακολούθησαν.
Σκηνή από τα''Κοράκια ή το Παράπονο του Νεκροθάφτη'' ,βασισμένη στο διήγημα του ΕΜΜ ΡΟΙΔΗ
Ανασύρετε, πολλές φορές, και δημοσιεύετε στα ΚΜΔ ξεχασμένους ποιητές τους λεγόμενους ελάσσονες. Θα μπορούσε να βρει κάποιος μέσα στα ποιήματά τους μια Ελλάδα που πνίγηκε κάτω από το μπετόν και τη σκόνη της σύγχρονης ανάπτυξης. Εάν ξύσει κάποιος την πατίνα του χρόνου τι θα μπορούσε να βρει από κάτω;
Δεν είμαι εγώ πάντα που ανασύρω λησμονημένους ποιητές του Μεσοπολέμου στα ΚΜΔ, όπως λέτε. Έχουν γίνει σχετικά της μόδας τα τελευταία χρόνια, έννοια σου, και ανασύρονται από μόνοι τους, ανασύροντας παράλληλα κι εμένα που ασχολήθηκα απ’ τους πρώτους μ’ Εκείνους, επειδή προέβλεψα ότι ήταν συγχρόνου ενδιαφέροντος και η ποίησή τους και η στάση της ζωής τους. Η συγχωρεμένη Νανά Ησαΐα μού είπε κάποτε, το 1993: «Καταλαβαίνω το ενδιαφέρον σου για τον Λαπαθιώτη ή την Πολυδούρη. Μ’ αυτούς τους ποιητές ζεις, καθημερινά, περισσότερο…». Η Χριστίνα Ντουνιά μού ανέθεσε να μιλήσω για την ποίηση και την πεζογραφία της Πολυδούρη σε δύο τόμους, στην νέα έκδοση της «Εστίας», όπου έκανε την επιμέλεια κι έγραψε ενδιαφέροντα επίμετρα. Ο Τάσος Ψαρράς, επίσης. Μου παρήγγειλε ένα επεισόδιο για τον Λαπαθιώτη στην τηλεοπτική σειρά «Εποχές και συγγραφείς». Κι ο Νίκος Τριανταφυλλίδης, στα λαϊκότερα τηλεοπτικά «Στέκια» του, αφιέρωσε ένα επεισόδιο στα «Φιλολογικά Καφενεία» του Μεσοπολέμου της Αθήνας και με κάλεσε να μιλήσω, ως σκηνοθέτης και μελετητής. Έχει αρχίσει να δίνεται το ειδικό βάρος που τού αξίζει στον Μεσοπόλεμο κι οι ποιητές του να μην αντιμετωπίζονται πλέον μόνον ως οι «παρακμίες», οι «παραστρατημένοι» και τα λοιπά κλισέ, αλλά ως ποιητές και αξιόλογοι πνευματικοί άνθρωποι. Κι όλο αυτό δείχνει πόσο επίκαιροι παραμένουν και στην εποχή μας. Είναι κι η εποχή μας αντιηρωική, η ρευστότητα κι η αβεβαιότητα βασιλεύουν, ξεκινώντας από αυτή την δύσκολη κοινωνικοπολιτική και οικονομική περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Κάθε άλλο παρά για ηρωισμούς και παχιά λόγια στην Τέχνη, προσφέρεται η εποχή μας. Έτσι, οι ποιητές αυτοί, της χαμηλόφωνης αμφισβήτησης, κερδίζουν καθημερινά έδαφος συνεχώς.
Σκηνή από τα "Κοράκια ή το Παράπονο του Νεκροθάφτη'', βασισμένη στο διήγημα του ΕΜΜ ΡΟΙΔΗ, 1991Γιώργος Μωρόγιαννης, όρθιος δεξιά Τάκης Μόσχος
Ποια ήταν η Πολυδούρη και γιατί ασχοληθήκατε μαζί της; Θα υπήρχε η Πολυδούρη εάν δεν υπήρχε ο Καρυωτάκης; Έρωτας ή θάνατος;
Είχα διαβάσει τα Άπαντα της Πολυδούρη απ’ τα χρόνια του ’60, στην έκδοση της Λιλής Ζωγράφου απ’ την «Εστία». Θα επηρεάστηκε απ’ ό,τι μπορώ να υποθέσω κι απ’ τον φίλο της Καρυωτάκη η Μαρία, αλλά, δεν ήταν μόνον ο Καρυωτάκης που πολλοί τον θέλουν αρχηγό, τον ένα και μοναδικό. Ήταν ένα γενικότερο κλίμα κοινωνικο-αισθητικό που επηρέασε αυτούς τους ποιητές κι ο καθένας τους απέδωσε, στο έργο του, τις διάφορες αποχρώσεις του γενικότερου αυτού κλίματος, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του. Εγώ ανήκω σ’ αυτούς που πιστεύουν ότι στην ποιητική τεχνοτροπία η Πολυδούρη δεν επηρεάστηκε σχεδόν καθόλου απ’ τον Καρυωτάκη. Η ρομαντική θεματολογία της, του έρωτα και του θανάτου, δεν τής επέτρεψε ποτέ τη σάτιρα ή την ειρωνεία μέσα στην ποιητική γραφή της. Τη σάτιρα την κράτησε για την πεζογραφία της, το Ρομάντσο, που, αν και δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό της, είχε γραφτεί πριν από τις Σάτιρες που έκαναν διάσημο τον Καρυωτάκη. Αν θάλεγα ότι κάποιον απηχεί στις μουσικές Τρίλλιες της, αυτός είναι περισσότερο ο Σολωμός.
Σκηνή από τα ''Κοράκια ή το Παράπονο του Νεκροθάφτη'' , βασισμένη στο διήγημα του ΕΜΜ ΡΟΙΔΗ, 1991
Η Ελλάδα του 2016 θα μπορούσε να γίνει θέμα ταινίας;
Δεν κάνω πια ταινίες εδώ και πολλά χρόνια και δεν αναρωτιέμαι τι θα μπορούσε ν’ αποτελέσει θέμα σεναρίου. Ξέρω πάντως ότι γίνεται όλο και πιο δύσκολο, μ’ όλη αυτή την πληροφόρηση, την εικόνα να ξεχειλίζει από παντού σήμερα, απ’ τους υπολογιστές ως τα κινητά, να συλλάβει κανείς την όλο και πιο ρευστή καθημερινότητα και να της δώσει μορφή. Δεν είναι η επικαιρότητα που μετράει σε κανενός είδους σύνθεση, είναι η αλήθεια.
Σκηνή από την ταινία ''Κοράκια ή το Παράπονο του Νεκροθάφτη'' του Τ. Σπετσιώτη, βασισμένη στο διήγημα του ΕΜΜ ΡΟΙΔΗ, 1991
Πώς θα απαντούσατε στο ερώτημα πολιτισμός ή βαρβαρότητα το οποίο τίθεται ποικιλοτρόπως με διάφορες μορφές όπως μέσα στην Ευρώπη ή έξω από την Ευρώπη;
Α! καλά! Αξεδιάλυτες έννοιες! Σαν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Άπειρες φορές επικαλούνται –και μάλιστα με υποκρισία‒ τον Πολιτισμό αληθινοί Βάρβαροι, από κάθε άποψη. Ενώ τόσοι «πολιτισμένοι» σε απόγνωση φωνάζουν: «Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς βαρβάρους; Οι άνθρωποι αυτή ήταν μια κάποια λύσις».
Σκηνή απ' την ταινία Στην αναπαυτική μεριά 1981
Υπάρχει σήμερα ελληνικός κινηματογράφος;
Πρέπει με ειλικρίνεια να ξεκαθαρίσω τη θέση μου. Δεν ασχολούμαι με τον κινηματογράφο εδώ κι είκοσι-εικοσιπέντε χρόνια. Σπάνια πηγαίνω, ακόμη και στα θερινά. Το καλοκαίρι που μόλις πέρασε δεν πήγα ούτε μια φορά. Παρόλο που, ως σκηνοθέτης κινηματογράφου, δούλεψα δυο επταετίες, 1981-1995, με αυταπάρνηση και φιλότιμο, γρήγορα απομακρύνθηκα, στην αρχή πολύ πικραμένος. Κάποιοι απ’ το σινάφι με καλούν σε προβολές ταινιών τους, άλλοτε πηγαίνω, συχνότερα όχι. Τώρα που βλέπω το πράγμα από απόσταση, δίνω και μια εξήγηση που συμπεραίνει ότι, πιθανόν, και η ευρύτητα των ενδιαφερόντων μου ‒η λογοτεχνία, η έρευνα, η μελέτη, η δοκιμιογραφία‒ να μη με άφησαν να περιοριστώ στο δυσβάσταχτο –από τη μεριά της παραγωγής‒ έργο της σκηνοθεσίας κινηματογραφικών ταινιών –αυτό το «χτικιό». Γιατί εγώ αυτά τα λεγόμενα κάποιων δημιουργών ότι «ο κινηματογράφος είναι ένας τρόπος ζωής», δεν τα πολυκαταλαβαίνω. Η ζωή, ακόμη και με την απλή καθημερινότητα, είναι σπουδαία, απείρως μεγαλύτερη υπόθεση από μια ταινία, και, προσωπικά, δεν θα πεθάνω σε κανένα γύρισμα ταινίας ‒τέτοιος τρόπος ζωής να μου λείπει. Άλλωστε, απ’ τα νιάτα μου, όταν σπούδαζα, είδα τον κινηματογράφο αδιαχώριστο απ’ τη λογοτεχνία, το βιβλίο γενικότερα, αλλά και τις άλλες τέχνες, π.χ. τα εικαστικά. Δεν υπήρχε οργανωμένη κινηματογραφική βιομηχανία στην Ελλάδα, κάποιοι Ευρωπαίοι, τελευταίοι δημιουργοί, έπνεαν τα λοίσθια. Έμαθα πράγματα περισσότερο από καλλιτέχνες και διανοούμενους που προσέγγιζαν παράλληλα καιτον κινηματογράφο από άλλους δρόμους, συνέτεινε, βλέπεις, και το θέμα της παραγωγής. Αφού λοιπόν δεν είχα πίσω μου ‒και κατά τα φαινόμενα‒ δεν θα είχα ποτέ την Μέτρο Γκόλντουιν Μάγερ για να παράξει τις ταινίες μου, στρεφόμουν να δω τι κατόρθωναν σκηνοθέτες που έκαναν ταινίες περισσότερο με το «πνεύμα» –ας το πω έτσι‒ παρά με το χρήμα. Μια συγγραφέας και σεναριογράφος, η Ντυράς, και το γοητευτικό Ιndia Song της. Ένα εικαστικό ντουέτο, οι Gilbert and George, που στη δεκαετία του 70 τύπωναν ιδιαιτέρως καλλιτεχνικά βιβλία με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες τους μέσα και δίπλα τα λυρικά τους κείμενα, κι όλο αυτό έγινε και «ζωντανό» μετά, με εικόνες και λόγο και μουσική, καταλήγοντας σε μια ταινία τους, ιδιότυπο ντοκιμαντερ της ζωής τους και της Αγγλίας επί Θάτσερ κ.λπ. Συμπέρασμα; Για μένα, από μόνος του, στη σημερινή, κρίσιμη οικονομικά εποχή, ο κινηματογράφος δεν αρκεί. Έτσι, θα πάω και σε μια ημερίδα να μιλήσω π.χ. για έναν ποιητή που τη ζωή του έκανα, πιτσιρικάς, ταινία –ελπίζω, όχι ανεγκέφαλα, αλλά με κάποιο βάθος. Αλλά όχι μόνο γι’ αυτό. Καλούμαι κι επειδή συνέγραψα γι’ αυτόν, αργότερα, μια μελέτη. Έκανα ταινία το διήγημα του Ροΐδη το «Παράπονο του νεκροθάφτη» με τίτλο Κοράκιατο 1991, μού παραγγέλουν και μια σκηνοθεσία το 1999 για το θέατρο, της Ψυχολογίας Συριανού συζύγου. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, θα πεταχτώ κι ως τη Βιέννη, στη Βιβλιοθήκη της Φιλοσοφικής σχολής όπου προβάλλουν την τηλεταινία μου Εις το φως της ημέραςπάνω στο μοναδικό διήγημα του Καβάφη, τριάντα χρόνια μετά το γύρισμά της. Και πάει λέγοντας, καταλαβαίνεις τι εννοώ. Τώρα, μετά από όλη αυτή την τριβή, αν με καλέσουν να μιλήσω και για την Πολυδούρη, που δεν έκανα ο ίδιος ούτε ταινία, ούτε θέατρο, ούτε σήριαλ αλλά κάποιοι άλλοι, γιατί να μην πάω, αν η παρέα είναι καλή ‒εκεί θα κολλήσουμε; Έτσι λοιπόν τον καταλαβαίνω εγώ πια τον κινηματογράφο. Σαν μέρος κι αυτόν, της όλης ελληνικής και όχι μόνο, κουλτούρας και ζωής. Όχι σαν προβληματική οικονομικά επιχείρηση ή ειδίκευση, και περιορισμό. Εξαθλίωση της οντότητας του δημιουργού προκειμένου να πάρει τα φράγκα απ’ τον παραγωγό. Και πώς να το κάνουμε; Οι κριτικές για τις ταινίες σου που, ξαφνικά, δέχεσαι τριάντα χρόνια μετά από πανεπιστημιακούς του εξωτερικού ή της Ελλάδας που δεν γνωρίζεις, και που σε βρίσκουν ακόμη και μέσω μέιλ ή φεισμπουκ, είναι απείρως ανώτερες, και μερικές φορές brilliant, από τις κριτικές- ρεπορτάζ πούχαν γράψει πρόχειρα οι ειδικευμένοι στο σινεμά ‒υποτίθεται‒ κριτικοί των εφημερίδων και που έκτοτε δεν ξαναασχολήθηκαν.
Απόκομμα από την γερμανική εφημερίδα ''Χάντελμπλαστ'' (άνοιξη 1978) για την ταινία ''Καλλονή'' 1977 του Τάκη Σπετσιώτη, μετά από προβολή της σε διεθνές αντεργκράουντ φεστιβάλ
Ποιο βιβλίο θα χαρίζατε σε έναν άνθρωπο που αγαπάτε και ποιο σε έναν άνθρωπο που αντιπαθείτε;
Θα πρόσφερα και στους δύο ένα βιβλίο που αγαπώ εγώ. Και θα τους εξηγούσα γιατί το αγάπησα.
Σκηνή από τα ''Κοράκια ή το Παράπονο του Νεκροθάφτη'' βασισμένη στο διήγημα του ΕΜΜ ΡΟΙΔΗ, από αριστερά Γιώργος Μωρόγιαννης και Γιώργος Χαραλαμπίδης
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Τις φωτογραφίες από τις ταινίες του παραχώρησε ο σκηνοθέτης στην κ. Χρυσίνα.]
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου