Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

ΛΕΥΚΑΔΙΟΣ ΧΕΡΝ (27 Ιουνίου 1850 – 26 Σεπτεμβρίου 1904)

 διάλεξη της Ντίνας Αναστασιάδου*
στο αφιέρωμα για τον Λευκάδιο Χερν στην Πινακοθήκη Αμαρουσίου






Ο Λευκάδιος Χερν αποτελεί μια γέφυρα προσέγγισης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ιαπωνία.  Παρά τις ανυπέρβλητες δυσκολίες που αντιμετώπισε στην ζωή του, με την αδάμαστη εργατικότητα και θέληση που τον διέκριναν, εκπαίδευσε τον εαυτό του μόνος του και εξελίχθηκε σε ένα συγγραφέα παγκόσμιας αποδοχής και αναγνώρισης. Η ζωή του  ξεκίνησε από την Ελλάδα και μοιράστηκε ανάμεσα  σε Ευρώπη, Αμερική και Ιαπωνία.  Υπήρξε πολίτης του κόσμου με ένα διευρημένο (broadminded) ερευνητικό πνεύμα, χωρίς θρησκευτικές προκαταλήψεις. Ήταν ένας πρωτοπόρος διεθνιστής με ιδιαίτερη αγάπη για τον Ελληνικό και τον Ιαπωνικό πολιτισμό.

ΕΥΡΩΠΗ

Ο Λευκάδιος Χερν γεννήθηκε στη Λευκάδα, τον Ιούνιο του 1850.   Ήταν γιος του Αγγλο-Ιρλανδού στρατιωτικού χειρούργου Τσαρλς Μπους Χερν  (Charles Bush Hearn) και της Ελληνίδας,  Ρόζας Αντωνίου Κασιμάτη από τα Κύθηρα.  Ο πατέρας του υπηρετούσε στη Λευκάδα σαν στρατιωτικός  χειρουργός, κατά τη διάρκεια της βρετανικής κατοχής των Ιονίων νήσων. Οι γονείς του Χερν παντρεύτηκαν με ελληνορθόδοξο γάμο τον Νοέμβριο του 1849.  Σε μια μικρή  Αγία Γραφή, που δόθηκε στον Χερν από την γιαγιά του,  γράφει: «Patricio, Λευκάδιος, Tessima,  Carlos Hearn.   Αύγουστος  1850  Αγία Μαύρα. (Λευκάδα)

Προς το τέλος του 1851, η Αγγλία συμφώνησε να παραιτηθεί από την στρατιωτική κατοχή της στο μεγαλύτερο μέρος των Ιονίων Νήσων.  Ο Charles Χερν έλαβε διαταγές να αποχωρήσει από την Κέρκυρα και να πάει τις Βρετανικές Δυτικές Ινδίες.  Έτσι ο μικρός Λευκάδιος Χερν βρέθηκε μαζί με την μητέρα του στο Δουβλίνο. Η οικογένεια του πατέρα του δεν ενέκρινε ποτέ αυτόν τον γάμο.  Η Ρόζα δεν μπόρεσε  να προσαρμοστεί στο  διαφορετικό περιβάλλον  ούτε κατάφερε να μάθει την αγγλική γλώσσα.  Μια σειρά παρεξηγήσεων και διενέξεων συνέβαλαν στον χωρισμό τους.  Ακολούθησε ένα διαζύγιο των γονέων του με πρωτοβουλία του πατέρα του και η Ρόζα έφυγε για την Ελλάδα χωρίς να δει ξανά τον γιό της.  Οι γονείς του ξαναπαντρεύτηκαν σχεδόν αμέσως.   Η Ρόζα πέρασε τα τελευταία 10 χρόνια της ζωής της στο Δημόσιο Ψυχιατρείο στην Κέρκυρας.

Την φροντίδα του Λευκάδιου την ανέλαβε κάποια θεία συγγενής του πατέρα του ονόματι Σάρα Μπρέναν   (Brenane).   Η Nina Kennard που έγραψε την βιογραφία του γράφει:   Είχε καταδικαστεί, από τα πέντε του να κοιμάται μόνος του σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, όπου το τρίξιμο στις σκάλες και οι σκιές πίσω από τις κουρτίνες τον τρόμαζαν.  Εάν φώναζε από τρόμο την νύχτα η δεσποτική θεία τον χτυπούσε.  Παρά την σκληρή αγωγή του σχολείου, ήταν πιο ευτυχισμένος εκεί από ότι στο σπίτι, γιατί  το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας του το πέρασε με «ζωντανούς ανθρώπους" και όχι με "φαντάσματα".   Όμως η αυταρχική θεία τού εξασφάλισε μια σοβαρή παιδεία (που συμπεριελάμβανε την εκμάθηση και της γαλλικής γλώσσας).  Στην βιβλιοθήκη των Μπρέναν βρήκε και διάβασε ελληνική λογοτεχνία,  Ιλιάδα, Οδύσσεια και πολύ Μυθολογία.  Πριν πάει ακόμη στο Κολλέγιο είδε φωτογραφίες από γλυπτά των Αρχαίων Ελλήνων Θεών και ημίθεων, των αθλητών και των ηρώων, των νηριίδων και των κενταύρων. Γοητεύτηκε και ενθουσιάστηκε  από την φυσική ομορφιά και την χάρη της αρχαίας ελληνικής ιδέας.  Αρκετά χρόνια αργότερα όταν βρέθηκε στην Ιαπωνία  γοητεύτηκε εξίσου πολύ από το Σίντο και τον Βουδισμό για την  λατρεία της φύσης και την παντελή απουσία τελετουργικής ή δογματικής διδασκαλίας. Η Χριστιανική εκκλησιαστική πειθαρχία τον κούραζε και στα 15 του χρόνια  μέσα στο προπύργιο του καθολικισμού στην Ιρλανδία, δήλωσε ο ίδιος πανθεΐστής.
Στα 16 του χρόνια έχασε σε ένα ατύχημα το αριστερό του μάτι και λίγο αργότερα έχασε και τον πατέρα του. Ο Λευκάδιος Χερν έγινε μόνιμα κηδεμονευόμενος της ηλικιωμένης θείας του Σάρας Μπρέναν και μοίραζε τη διαμονή της μεταξύ του Δουβλίνου τους χειμερινούς μήνες, και του κτήματος του συζύγου της στο Τράμορ στις ακτές της Νότιας Ιρλανδίας. Εκείνοι που την περιέβαλλαν τήν έπεισαν ότι το αγόρι που αγαπούσε σαν γιό της  και τον δήλωνε σαν κληρονόμος της, ότι ήταν ένα «αχαΐρευτος και άπιστος, ακατάλληλος για μια χριστιανική οικογένεια." Έτσι αυτή που μόλις πριν από λίγα χρόνια είχε ζήσει στην ευμάρεια, έχασε το σπίτι της, και ο Λευκάδιος έμεινε πάμφτωχος.
Οι κακουχίες σε συνδυασμό με την μεγάλη του φιλομάθεια ήταν τα κίνητρα μιας δημιουργικής εργασίας που ξεκίνησε από τα πρώτα χρόνια της ζωής του.  "Αυτός που μου κάνει κακό, έμμεσα μου κάνει καλό. Με πιέζει στο να αποσπάσω τον εαυτό μου από τον υλικό κόσμο, και να αφιερώσω τον εαυτό μου σε πράγματα της φαντασίας και του πνεύματος."
Εγκατέλειψε την Ιρλανδία, πήγε στο Λονδίνο, διαμένοντας μέσα σε μια κατάσταση τραγικής ανέχειας για τρία χρόνια.
Τώρα όπως έλεγε ο ίδιος η καλύτερη εκπαίδευση γι αυτόν ήταν τα βρώμικα, άθλια σοκάκια του Λονδίνου. Ένιωθε  γοητευμένος από το μεγάλο  ρεύμα των ανθρώπων της Μητρόπολης  που έμοιαζε με άμπωτη και παλίρροια, ενίσχυση ή αποδυνάμωση, αύξηση ή υποχώρηση, ήταν η λαοθάλασσα του μόχθου.


 Η ιδιοφυΐα του, το εύρος των οραμάτων και συναισθημάτων του, πολλά χρόνια αργότερα, θα του επέτρεπαν να ερμηνεύσει την τελετή και την πειθαρχία, τη συμπάθεια ή την απώθηση, στην «χώρα των φαντασμάτων» με τους πιο μυστηριώδεις ανθρώπους, την τότε άγνωστη Ιαπωνία. Κάθε είδωλο που διαμορφώνεται από την ανθρώπινη πίστη διατηρεί το κέλυφος της αλήθειας αιώνια θείο, και ίσως το ίδιο το κέλυφος να κατέχετε από δυνάμεις φαντασμάτων. Η ήπια γαλήνη, η απαθής τρυφερότητα των Βουδιστικών μορφών που έβλεπε κατά τις συνεχείς επισκέψεις του στο Μουσείο του Λονδίνου μπορεί να προσέφεραν ειρήνη  στην ψυχή του κουρασμένου από τα Δυτικά δόγματα Λευκάδιου.

ΑΜΕΡΙΚΗ
Το 1869 ο  δεκαεννιάχρονος Λευκάδιος  έφυγε με ένα εισιτήριο  χωρίς επιστροφή για την Νέα Υόρκη και από εκεί πήγε στο Σινσινάτι.  Για κάποιο διάστημα ήταν εξαθλιωμένος, ζούσε σε στάβλους ή αποθήκες με αντάλλαγμα κάποιες χαμαλοδουλειές. Εκεί γνώρισε τον Άγγλο τυπογράφο  Χένρι Γουότκιν, (Henry Watkin) που τον απασχόλησε στο τυπογραφείο του, τον βοήθησε να βρει διάφορες δουλειές του ποδαριού και του δάνειζε βιβλία από τη βιβλιοθήκη του.  Αναπτύχθηκε μεταξύ τους μια βαθιά φιλία και ο Χερν τον ονόμαζε «μπαμπά».  Ο Γουότκιν αποκαλούσε τον Λευκάδιο «Το κοράκι»  για τις κατηφείς απόψεις του, τις νοσηρές σκέψεις του και την αγάπη του για το παράξενο και το αλλόκοτο που του θύμιζαν τον  Έντγκαρ Άλλαν Πόε  (Edgar Allan Poe).
Η αγωνία του να βρει δουλειά σε κάποια εφημερίδα εκπληρώθηκε όταν έγινε δεκτός σαν δημοσιογράφος στο The Cincinnati Enquirer.
 Ο Λευκάδιος επισκέπτονταν συνέχεια  την  Δημόσια Βιβλιοθήκη του Σινσινάτι, και διεξήγαγε σε βάθος μελέτες των διαφόρων εθνοτήτων και μειονοτικών ομάδων. Ιστορικά αυτή ήταν μια πολύ ταραγμένη περίοδος μετά τον Αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο, όταν αφέθηκαν ελεύθεροι Αφρικανοί σκλάβοι, και βρέθηκαν στο περιθώριο λόγω της υπερισχύουσας λευκής ρατσιστικής κοινωνίας. Αν και ήταν πολύ νέος η δημοσιογραφία του οδήγησε σε ένα προβληματισμό  και επισήμανε τα κύρια στοιχεία του πολιτισμού που οι σύγχρονοι του αγνοούσαν.
Ο Λευκάδιος προσπάθησε να εκπαιδεύσει τους αναγνώστες του για τα σφάλματα και τα ελαττώματα του δυτικού κόσμου. Συχνά έθεσε στους αναγνώστες του ηθικά διλήμματα που είχαν τις ρίζες τους στην εξερεύνηση που έκανε ο ίδιος στους δρόμους και στα σοκάκια του Σινσινάτι.  Βρισκόταν στο έλεος μιας μη ανεκτικής κοινωνίας λόγω της ιδεαλιστικής του επανάστασης. Στην αλληλογραφία του από Κουμαμότο γράφει «Σε εκείνες τις ημέρες νιώθοντας άλλοτε σαν γάιδαρος κι άλλοτε σαν μύγα, σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να ανατρέψω το σύμπαν". Κατά τη διάρκεια της εκατονταετηρίδας από την ίδρυση των  Δημοκρατίων της Αμερικής ο Λευκάδιος εκδίδει το «Μια περίπτωση παραφροσύνης» (A Case of Lunacy).   Γράφει σχετικά για τις αυταπάτες ενός μεθυσμένου μιγά που ονειρεύεται ένα τόπο «όπου οι ξένοι από τα τέσσερα σημεία της γης θα μπορούσαν να ζουν ελεύθερα και τα Δικαιώματα των πολιτών να προστατεύονται».  Σε εκείνη την ιστορική στιγμή μόνο ένας τρελός θα μπορούσε να έχει ένα τέτοιο όραμα. Ο παράνομος γάμος του Λευκάδιου με μια γυναίκα μιγάδα  (Κρεολή όπως έλεγε η ίδια για τον εαυτό της) έβλαψε την φήμη του, αναγκάζοντας τον να φύγει από το Σινσινάτι το 1877.
Ο Χερν έφυγε από το Σινσινάτι για τη Νέα Ορλεάνη, όπου έζησε περίπου μια δεκαετία, γράφοντας πρώτα για την εφημερίδα Daily City Item, και αργότερα για το Times Democrat. Από το 1882 και μετά, ο πρωτοπόρος  Λευκάδιος έγινε ένας από τους πρώτους και πλέον σεβαστούς μεταφραστές της γαλλικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Την συγκεκριμένη εποχή  η Νέα Ορλεάνη παρείχε τις προϋποθέσεις για τον πνευματικό εμπλουτισμό και την διεύρυνση μιας τέτοιας ιδιοφυΐας όπως αυτής του Χερν, κάτι που θα ήταν πιθανόν ανέφικτο σε οποιαδήποτε άλλη πόλη του κόσμου. Κατόπιν πέρασε 2 χρόνια στις Γαλλικές Δυτικές Ινδίες (στην Καραϊβική). Εκεί ασχολήθηκε με θέματα σχετικά με τους Κρεολούς, γιατί  το ενδιαφέρον του στρεφόταν πάντα προς τις μειονότητες, κι έγραψε το έργο «Δύο Χρόνια στις Γαλλικές Δυτικές Ινδίες».


ΙΑΠΩΝΙΑ
Το 1890 ο ιδιοκτήτης και αρχισυντάκτης του Times Democrat και του έγκυρου μεγάλου αμερικάνικου περιοδικού Harper’s Monthly Magazine του πρότεινε  να πάει ως ανταποκριτής στο γραφείου τους στο Τόκυο.  Έτσι ο Χερν πήγε στην Ιαπωνία. Λίγο μετά την άφιξη του στην Γιοκοχάμα, εγκατέλειψε την εργασία λόγω δυσαρέσκειας με τη σύμβαση.  Με την βοήθεια  του καθηγητή  Basil Chamberlain από το Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο, του προσφέρθηκε μια θέση δασκάλου στο Νομαρχιακό Γυμνάσιο του Σιμάνε έτσι μετακόμισε στο Μάτσουε μια μικρή πόλη στις ακτές της Θάλασσας της Ιαπωνίας.
Λίγο καιρό αργότερα γράφει στον φίλο του Henry Watkin ότι γοητεύτηκε από την νέα του πατρίδα, ότι πέρασε πολλές ώρες στους ναούς, προσπαθώντας να δει την καρδιά των παράξενων ανθρώπων που τον περιέβαλλαν. Εξέφρασε την ελπίδα να μάθει τη γλώσσα,  και να γίνει μέρος της ψυχής του λαού. Ύμνησε την απλή ανθρωπιά της Ιαπωνίας και των Ιαπώνων.  Αγάπησε τους θεούς τους, τα έθιμά τους, τις ενδυμασίες τους, τα τραγούδια τους, τα σπίτια τους, τις προλήψεις τους, τα λάθη τους. Ήταν βέβαιος ότι η τέχνη των Ιαπώνων ήταν πολύ ανώτερη από την τέχνη των Δυτικών, σπουδαία όπως η  Ελληνική τέχνη που ήταν η σημαντικότερη απ΄όλες τις τέχνες του αρχαίου κόσμου.   Με σχεδόν μυστηριακή επισημότητα, κοίταζε τα παράξενα ιδεογράμματα, περιπλανήθηκε στους κήπους των ναών, ανέβηκε τις σκάλες που οδηγούσαν στους Βουδιστικούς Ναούς.  Ένιωσε συγκίνηση από την σιωπή των αιώνων που ήταν κάτι πάνω και πέρα ​​από την κοινοτυπία του καθημερινού κόσμου.
Η περίοδος που πέρασε στην παλαιά και  γοητευτική πόλη του Μάτσουε - γενέτειρα των τελετών, των μυστηρίων και της μυθολογίας της αρχαίας θρησκείας του Σίντο - ήταν μία από τις πιο ευτυχισμένες και πιο παραγωγικές περιόδους της καριέρας του Χερν.
Το Μάτσουε ήταν  ο τόπος όπου η αρχαία θρησκεία ήταν ακόμα μια ζωντανή δύναμη, τα παλιά έθιμα εξακολουθούσαν να τηρούνται, και η μνήμη από την δύναμη των σαμουράι ήταν ακόμη ζωντανή.
Η θρησκεία του Σίντο  ήταν η θρησκεία των ανθρώπων που ζούσε ανάμεσα τους και πέρασε μέσα του.  Όλη η ατμόσφαιρα γύρω του τον επηρέασε, σκέψεις και φαντασία συνεργάστηκαν οδηγώντας τον μέσα στην καρδιά και την ψυχή της αρχαίας Ιαπωνίας.


Στο Μάτσουε συνάντησε την Κοϊζούμι Σέτσου, απόγονο οικογένειας σαμουράι και 18 μήνες μετά την άφιξη του στην Ιαπωνία την παντρεύτηκε. Μαζί της απέκτησε 4 παιδιά.  Όταν γεννήθηκε ο πρώτος του γιός  (Kazuo Koizumi) ένιωσε παράξενα: «Η ηχώ στην καρδιά ενός ανθρώπου από όλους τους πατέρες και τις μητέρες της φυλής που συναντώνται σε μια παρόμοια στιγμή στο παρελθόν».

 Το 1891, μετακόμισε στο Κουμαμότο όπου δίδαξε αγγλικά στο  Γυμνάσιο για 3 χρόνια.

Αργότερα πήγε στο Κόμπε όπου ασχολήθηκε  με την διδασκαλία, την συγγραφή και την δημοσιογραφία συνεργαζόμενος με αγγλόφωνες εφημερίδες όπως το Kobe Chronicle. Το 1896  πήρε την ιαπωνική υπηκοότητα και υιοθέτησε το όνομα της γυναίκας του, Κοϊζούμι Yakumo.  Η περίοδος 1896 - 1903 είναι η καλύτερη και πιο δημιουργική στην πορεία του Λευκάδιου Χερν. Το 1896 η Ιαπωνία άνοιξε τις πύλες της προς τη Δύση και το ενδιαφέρον για τον ιαπωνική πολιτισμό ήταν μεγάλο. Ο Λευκάδιος Χερν με γοητευτικό τρόπο εκθειάζει την άγνωστη ηθική των Ιαπώνων και εξηγεί το σημαίνει γι αυτούς έγκλημα και τιμωρία, όπως επίσης εκθειάζει την ιαπωνική μουσική και την χαριτωμένη  σοβαροφάνεια των Ιαπωνών γυναικών, Ο Λευκάδιος Χερν ήταν μοναδικός ερμηνευτής της Ιαπωνικής καρδιάς.   


Τέλος, ο καθηγητής Chamberlain στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκυο του πρότεινε στην έδρα του κι έτσι ο Λευκάδιος αφιέρωσε τα τελευταία επτά χρόνια της ζωής του σε πανεπιστημιακή διδασκαλία στο Τόκυο. Παράλληλα, συνέχισε την συγγραφή βιβλίων και άρθρων σχετικά με την Ιαπωνία τα οποία εκδίδονταν στον Αμερικάνικο τύπο. Τα έργα του διαβάζονταν από πάρα πολύ κόσμο γιατί παρουσίαζε τον πολιτισμό και την ψυχή της Ιαπωνίας. Ο Λευκάδιος Χερν είναι γνωστός κυρίως στην Αγγλία από τις επιστολές και τα δοκίμιά του για την κοινωνική και πολιτική ανάπτυξη της Ιαπωνίας.

΄Οπως έλεγε ο ίδιος, προσπάθησε να ερμηνεύσει την Ανατολή προς τη Δύση, από την συναισθηματική παρά από την υλική της πλευρά. Ήταν μια μεγαλοφυΐα με δυνατή αντίληψη και μας έδωσε την δυνατότητα να δούμε πώς οι Ιάπωνες πήραν εκδηλώσεις της φύσης και τις έπλεξαν σε θρησκευτικά δόγματα, αποδεικνύοντας τη ζωτικότητα της καρδιάς του πρωτόγονου ανθρώπου. « Ένα άγαλμα του Βούδα είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό που φαίνεται. Εμείς οι άνθρωποι είμαστε σαν τους καθρέφτες, αντανακλούμε κάτι από το σύμπαν και την σημασία του εαυτού μας σε αυτό. Οι εικόνες πίστης της αρχαίας Ανατολής είναι όλες οι μορφές που πρέπει να αναμειχθούν με το Άπειρο Ον και το χαμόγελο τους με την Αιώνια Ανάπαυση».


Στις 26 Σεπτεμβρίου 1904 και ενώ ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο  Waseda του Τόκυο  πέθανε από καρδιακή ανακοπή σε ηλικία 54 ετών. Ο τάφος του είναι στο Νεκροταφείο Ζοσιγκάγια, του Τόκιο. Τον Νοέμβριο του 1904, δύο μήνες μετά τον θανάτου του, η Εφημερίδα Όρεγκον  (The Oregon Journal) έγραψε γι αυτόν ως εξής: «ποιητής της Ιαπωνίας – είχε γίνει Ιάπωνας, προσπάθησε να κρύψει τον εαυτό του από τους ξένους και να κρατηθεί όλο και πιο κοντά στην χώρα που επέλεξε για πατρίδα του».

Ο Χερν θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Άγγλους συγγραφείς, ένας υπέρτατος πεζογράφος του οποίου η επιρροή θα διαρκέσει μέσου των αιώνων.



Στις 4 Ιουλίου του 2014 με την μεγάλη συνεισφορά του κ. Τάκη Ευσταθίου συλλέκτη και dealer έργων τέχνης έγιναν τα εγκαίνια του Ιστορικού Κέντρου Λευκάδιος Χερν στην Λευκάδα. Παρόντες ήταν η οικογένεια Κοϊζούμι, και επώνυμοι από την Ιαπωνία, Ιρλανδία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και άλλα μέρη του κόσμου. Το Ιστορικού Κέντρου Λευκάδιος Χερν είναι το πρώτο μουσείο του Λευκάδιου σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Με ιδέα του δισέγγονου Bon Koizumi  το 2015 στο Τραμόρ της Ιρλανδίας - όπου ο Λευκάδιος Χερν πέρασε αρκετά από τα παιδικά του χρόνια της ζωής του - δημιουργήθηκαν οι Ιαπωνικοί κήποι αφιερωμένοι σε αυτόν (Lafcadio Hearn Japanese Gardens). Είναι ένας κήπος της Βικτωριανής Αγγλίας, ένας Αμερικανικός, ένας Ελληνικός κι ένας Ιαπωνικός. Συμβολίζουν το ταξίδι του μεγάλου συγγραφέα και σύγχρονου Οδυσσέα Λευκάδιου Χερν.





 *Η Ντίνα Αναστασιάδου έχει αποφοιτήσει απο την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Πανεπιστημίου Αθηνών και έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές σε Ιαπωνία και Ινδία. 








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου