(Απόσπασμα από συνεργασία στο τεύχος 53 του περιοδικού “Μανδραγόρας”)
Ο πολυγράφος «βασιλιάς του ρομαντισμού» Ludwig Tieck ήταν ποιητής, συγγραφέας, εκδότης, μεταφραστής και μελετητής λαϊκών μεσαιωνικών κειμένων και παραμυθιών. Γεννημένος στο Βερολίνο από πατέρα σχοινοποιό σπούδασε θεολογία, φιλοσοφία και φιλολογία. Συμμετείχε με τους Friedrich Hölderlin, August και Friedrich Schlegel, Novalis κ.ά. στον κύκλο των ρομαντικών της Ιένας, του οποίου υπήρξε συνιδρυτής, και γνώρισε τους Goethe και Schiller. Έζησε για μεγάλα διαστήματα στην Ιταλία, Αγγλία και Γαλλία. Διετέλεσε επίσης καλλιτεχνικός διευθυντής του βασιλικού θεάτρου της Δρέσδης και μετά του Βερολίνου.
Ενδεικτικά αναφέρονται τα ακόλουθα πρωτότυπα έργα του Tieck: Αμπντάλαχ, Διήγημα (Abdallah, Eine Erzählung) 1795, Τα αδέρφια (Die Brüder) 1795, Πέτερ Λέμπρεχτ, μια ιστορία χωρίς περιπέτειες (Peter Lebrecht, eine Geschichte ohne Abenteuerlichkeiten) 1795-1796, Οι δύο πιο αξιοσημείωτες μέρες στη ζωή του Ζίγκμουντ (Die beiden merkwürdigsten Tagen aus Siegmunds Leben) 1796, Γουίλιαμ Λόβελ (William Lovell) 1795-1796, Ο παπουτσωμένος γάτος (Der gestiefelte Kater) 1797, Ο ξανθός Έκμπερτ (Der blonde Eckbert) 1797, Ο ιππότης Μπλάουμπαρτ (Ritter Blaubart) 1797, Η ερωτική ιστορία της ωραίας Μεγκελόνε και του κόμη Πετερ φον Προβάνς (Liebesgeschichte der schönen Megelone und des Grafen Peter von Provence) 1797, Οι περιπλανήσεις του Φραντς Στέρνμπαλντ, μια παλιά ιστορία από τη Γερμανία (Franz Sternbalds Wanderungen, eine altdeutsche Geschichte) 1798, Το βουνό των Ρούνων (Der Runenberg) 1804, Τα μάγια του έρωτα (Liebeszauber) 1811, Ο κύλικας (Der Pokal) 1811, Ποιήματα (Gedichte), 1921-1823, Ο λόγιος, Μια Νουβέλα (Der Gelehrte, Novelle), 1827, Οι πολυτέλειες της ζωής (Des Lebens Überfluss) 1839. Σημαντικές μεταφράσεις του Tieck: Ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες (1799-1801) και τμήμα έργων του Σαίξπηρ μαζί με τους August Schlegel και την κόρη του, Dorothea Tieck (1839-1840 και 1843-1844).
Δεύτερο κεφάλαιο
Τους φάνηκε πως βρίσκονταν και πάλι στο ύπαιθρο, επειδή τώρα στέκονταν στις όχθες μιας μικρής λίμνης. Ο ήλιος όμως δεν έλαμπε, ούτε έβλεπαν ουρανό από πάνω τους. Μια βαρκούλα τις περίμενε κι η Τσερίνα άρχισε με μεγάλο ζήλο να τραβάει κουπί. Προχωρούσαν γρήγορα. Όταν έφτασαν στη μέση των νερών, η Μαρί πρόσεξε ότι από τη μικρή εκείνη λίμνη έφευγαν σ’ όλες τις κατευθύνσεις χιλιάδες αυλάκια, ρυάκια και κανάλια. «Αυτά τα νερά στα δεξιά μας» είπε το αστραφτερό παιδί «κυλάν κάτω από τους κήπους σας, γι’ αυτό είν’ έτσι ολάνθιστοι. Από εδώ βγαίνει κανείς στο μεγάλο ποτάμι». Ξαφνικά απ’ όλα τα κανάλια κι από τη λίμνη αναδύθηκαν αναρίθμητα παιδιά, που άρχισαν να κολυμπάν προς το μέρος τους. Πολλά φορούσαν στεφάνια από βούρλα και κρίνους της άμμου, άλλα κρατούσαν τρίαινες από κοράλλι κι άλλα φυσούσαν κυρτά κοχύλια. Ένας μπερδεμένος σάλαγος έκανε τις σκοτεινές όχθες ν’ αντιλαλούν χαρωπά. Ανάμεσα στα μικρά κολυμπούσαν πανέμορφες γυναίκες. Τα παιδιά πλησίαζαν άλλοτε τη μία κι άλλοτε την άλλη, κρεμιόνταν από το λαιμό ή το σβέρκο τους και τις καταφιλούσαν. Όλοι χαιρετούσαν την ξένη. Περνώντας μέσα από τη φασαρία άφησαν τη λίμνη και μπήκαν σ’ ένα ποτάμι που στένευε συνεχώς. Τελικά η βάρκα τους σταμάτησε να προχωράει. Βγήκαν, κι η Τσερίνα χτύπησε το βράχο. Εκείνος άνοιξε σαν δίφυλλη πόρτα και στο κατώφλι φάνηκε μια κατακόκκινη γυναικεία μορφή. «Όλα εντάξει;» ρώτησε η Τσερίνα. «Ω, έχουν πέσει με τα μούτρα στη δουλειά» αποκρίθηκε η άλλη «Γεμάτοι χαρά! Μα και η ζέστη είναι υπέροχη!».
Ανέβηκαν μια γυριστή σκάλα και ξαφνικά η Μαρί βρέθηκε σε μια σάλα τόσο φωτεινή, που ένιωσε να τυφλώνεται. Τάπητες σε φλογερό κόκκινο σκέπαζαν με πορφυρές ανταύγειες τους τοίχους. Όταν τα μάτια της συνήθισαν κάπως, η Μαρί είδε για μεγάλη της έκπληξη να χοροπηδάν ολόχαρες στους τάπητες κάτι φιγούρες τόσο χαριτωμένες κι ομορφοκαμωμένες, που κυριολεκτικά ήταν ό,τι πιο θελκτικό θα μπορούσε ν’ αντικρίσει κανείς. Τα σώματά τους έμοιαζαν σαν από διάφανο, κοκκινωπό κρύσταλλο και θαρρούσε κανείς πως βλέπει το αίμα τους να κυλάει παιχνιδίζοντας στις φλέβες. Υποδέχτηκαν με γέλια το ξένο παιδί, και το χαιρέτισαν με διάφορες υποκλίσεις. Όταν όμως η Μαρί επιχείρησε να πλησιάσει, η Τσερίνα την τράβηξε ξαφνικά πίσω με δύναμη φωνάζοντας: «Θα καείς, μικρή Μαρί! Είναι φωτιά!».
Η Μαρί συνειδητοποίησε ότι έκανε ζέστη. «Γιατί αυτά τ’ αξιολάτρευτα πλάσματα» ρώτησε «δεν κατεβαίνουν από ‘κεί, για να παίξουν μαζί μας;». «Όπως εσύ χρειάζεσαι τον αέρα για να ζήσεις, έτσι κι εκείνα πρέπει να μένουν παντοτινά μέσα στη φωτιά. Εδώ έξω θα πέθαιναν. Κοίταξέ τα όμως τι ωραία που περνάν, πώς γελάν και ξεφωνίζουν! Οι φιγούρες αυτές στέλνουν τους ποταμούς της φωτιάς παντού κάτω από τη γη και υποχρεώνουν τα κόκκινα ρεύματα να κυλάν πλάι στα ρυάκια του νερού. Τα λουλούδια ανθίζουν, οι καρποί μεγαλώνουν και τ’ αμπέλια βλασταίνουν, επειδή τα πύρινα όντα είναι πάντα έτσι εργατικά και χαρούμενα. Μα θα ζεσταίνεσαι πολύ, ας βγούμε στον κήπο».
Εδώ το σκηνικό είχε αλλάξει. Το φως του φεγγαριού έλουζε τα λουλούδια, τα πουλιά σιωπούσαν και τα παιδιά κοιμόνταν σε λογής λογής ομάδες μες στις πράσινες φυλλωσιές. Όμως η Μαρί κι η φίλη της δεν ένιωθαν νύστα και περιπλανήθηκαν μέχρι το πρωί κουβεντιάζοντας για χίλια δυο πράγματα στη ζεστή, καλοκαιρινή νυχτιά.
Όταν ξημέρωσε, αφού προγευμάτισαν με καρπούς και γάλα, για να ξαναπάρουν δυνάμεις, η Μαρί είπε: «Γιατί δεν πάμε, έτσι γι’ αλλαγή, μέχρι έξω στα έλατα, να δούμε τι γίνεται;». «Ευχαρίστως» αποκρίθηκε η Τσερίνα «Έτσι θα μπορέσεις να επισκεφτείς και τους φρουρούς μας, που σίγουρα θα σ’ αρέσουν. Στέκονται ψηλά στα χείλη της γούβας, ανάμεσα στα δέντρα». Διέσχισαν ανθόκηπους, χαριτωμένα δασάκια γεμάτα με αηδόνια, ανηφόρισαν λόφους με αμπελώνες κι αφού ακολούθησαν για ώρα ένα διάφανο, στριφογυριστό ρυάκι, έφτασαν τέλος στα έλατα και στην κορφή του υψώματος που διέγραφε τα όρια εκείνης της περιοχής. «Καλά, πώς γίνεται» ρώτησε η Μαρί «η απόσταση μέχρι εδώ πάνω να είναι τόσο μεγάλη απ’ αυτή τη μεριά, ενώ απ’ έξω φαίνεται τόσο μικρή;». «Δεν ξέρω πώς» αποκρίθηκε η φίλη της «αλλά γίνεται». Ανηφόρισαν μέχρι τα σκοτεινά έλατα. Κρύος άνεμος φυσούσε απ’ έξω καταπάνω τους και το τοπίο μέχρι πέρα μακριά φαινόταν τυλιγμένο στην ομίχλη. Στην κορφή στέκονταν κάτι αλλόκοτες μορφές, με πρόσωπα σαν πασπαλισμένα με αλεύρι και με αποκρουστικά κεφάλια, σαν από λευκές κουκουβάγιες. Φορούσαν πτυχωτούς μανδύες από τραχύ μαλλί και κρατούσαν ανοιχτά ομπρελίνα από παράξενα δέρματα. Με κάτι φτερά νυχτερίδας, που ξεπρόβαλλαν περιπετειωδώς από τους μανδύες τους, ανάδευαν και κοπανούσαν ακατάπαυστα τον αέρα. «Μου έρχονται γέλια και μαζί με πιάνει φρίκη» είπε η Μαρί. «Να οι καλοί κι εργατικοί φρουροί μας» είπε η μικρή της σύντροφος «Στέκονται εδώ και ξεσηκώνουν με τα φτερά τους ανεμοστρόβιλους, για να κυριεύει μαύρος φόβος κι αλλόκοτο δέος όποιον διανοηθεί να μας πλησιάσει. Αλλά έχουν κουκουλωθεί έτσι, επειδή αυτή τη στιγμή έξω βρέχει και κάνει κρύο, κι αυτό δεν το αντέχουν. Εδώ κάτω ποτέ δε χιονίζει, ούτε φυσάει, ούτε κάνει κρύο, εδώ κάτω το καλοκαίρι είν’ αιώνιο, το ίδιο κι η άνοιξη. Οι σκοποί μας όμως δε θα επιβίωναν, αν δεν άλλαζαν κάθε λίγο βάρδια». «Μα ποιοι είσαστε επιτέλους;» ρώτησε η Μαρί, ενώ επέστρεφαν στους ευωδιαστούς κήπους «Ή δεν έχετε όνομα, για να σας αναγνωρίζουν;». «Ονομαζόμαστε Ελφ» είπε το φιλικό παιδί. «Κι απ’ όσο ξέρω, ο κόσμος μάς έχει ακουστά».
Άκουσαν ξαφνικά μεγάλη φασαρία στο λιβάδι: «Τ’ ωραίο πουλί! Ήρθε τ’ ωραίο πουλί!» φώναζαν τα παιδιά προς το μέρος των δύο κοριτσιών. Οι πάντες έσπευδαν στη σάλα. Νέοι και γέροι στριμώχνονταν ήδη στο κατώφλι. Όλοι ζητωκραύγαζαν κι από το σπίτι αντηχούσαν εορταστικές μελωδίες. Όταν μπήκαν μέσα, βρήκαν τη στρογγυλή αίθουσα κατάμεστη από κάθε είδους μορφές. Όλοι ατένιζαν ένα μεγάλο πουλί με αστραφτερό φτέρωμα, που διέγραφε αργά διαφόρων ειδών κύκλους στο εσωτερικό του τρούλου. Η μουσική ηχούσε πιο χαρούμενα από ποτέ, τα χρώματα και τα φώτα εναλλάσσονταν πιο γρήγορα. Επιτέλους η μουσική σίγησε και το πουλί πήρε θροΐζοντας θέση επάνω σ’ ένα αστραφτερό στέμμα, που αιωρούνταν στον αέρα κάτω από ένα μεγάλο παράθυρο, που έλουζε το χώρο με φως από ψηλά. Το φτέρωμά του ήταν πορφυροπράσινο και το διέτρεχαν εκτυφλωτικές χρυσές λωρίδες, στο κεφάλι του σάλευε ένα διάδημα από λαμπερά, μικρά φτερά, που σπινθήριζαν σαν πολύτιμα πετράδια. Το ράμφος του ήταν κόκκινο και το χρώμα των ποδιών του αστραφτερό μπλε. Σε κάθε του κίνηση ιρίδιζαν όλα μαζί τα χρώματα που το τύλιγαν και το βλέμμα του έλαμπε από αγαλλίαση. Είχε το μέγεθος αετού. Τώρα όμως το πουλί άνοιξε το αστραφτερό του ράμφος κι από τα στήθη του ξεχύθηκε μια γλυκιά μελωδία, ωραία σαν το κελάηδισμα του κατακλυσμένου από έρωτα αηδονιού. Το τραγούδι δυνάμωσε και πλημμύρισε ολόκληρο το χώρο σαν τις αχτίδες του ηλίου. Οι πάντες, ως και τα μικρά παιδιά, έκλαιγαν από χαρά κι ευτυχία. Όταν το τραγούδι τελείωσε, όλοι υποκλίθηκαν, και το πουλί, αφού διέγραψε ακόμη μερικούς κύκλους στο θόλο, πέρασε από το άνοιγμα της πόρτας κι άρχισε να ξεμακραίνει πετώντας στον φωτεινό ουρανό, ώσπου πια έγινε ένα μικρό, κόκκινο σημαδάκι κι εξαφανίστηκε εντελώς.
«Γιατί είσαστε όλοι τόσο χαρούμενοι;» ρώτησε η Μαρί σκύβοντας προς τo μέρος του ωραίου παιδιού, που σήμερα της φαινόταν πιο κοντό από χθες. «Έρχεται ο βασιλιάς!» είπε η μικρή. «Πολλοί από εμάς δεν τον έχουμε δει ποτέ ως τώρα. Όπου πηγαίνει ο βασιλιάς μας, φέρνει την ευτυχία και τη χαρά. Πολύ καιρό τον περιμέναμε, με μεγαλύτερη νοσταλγία απ’ ό,τι εσείς την άνοιξη μετά το μακρύ χειμώνα. Και να που τώρα έστειλε αυτόν τον ωραίο αγγελιοφόρο, για να μας μηνύσει την άφιξή του. Το υπέροχο και σοφό αυτό πουλί, που βρίσκεται στην υπηρεσία του βασιλιά, ονομάζεται Φοίνικας. Ζει μακριά, στην Αραβία, σ’ ένα δέντρο μοναδικό στον κόσμο, ακριβώς όπως δεν υπάρχει πουθενά ούτε δεύτερος Φοίνικας. Όταν καταλάβει ότι γέρασε, φτιάχνει μια φωλιά από βάλσαμο και λιβάνι, της βάζει φωτιά και καίγεται μαζί της. Πεθαίνει κελαηδώντας και ξαναγεννιέται με νέα ομορφιά μέσ’ από την ευωδιαστή στάχτη του. Σπάνια μόνο αφήνει θνητά μάτια να τον αντικρίσουν, και όποτε συμβαίνει αυτό, δηλαδή μια φορά στα εκατό χρόνια, οι άνθρωποι το καταγράφουν στα χρονικά τους και το θεωρούν προάγγελο θαυμαστών γεγονότων. Μα τώρα, φίλη μου, πρέπει κι εσύ να φύγεις πια από κοντά μας, αφού δε σου έχει δοθεί η χάρη να δεις τον βασιλιά».
Τότε πρόβαλε μέσ’ από το συνωστισμό η χρυσοντυμένη, ωραία γυναίκα, έγνεψε στη Μαρί να πάει κοντά της και προχώρησε μαζί της σ´ ένα μοναχικό μονοπάτι ανάμεσα στις φυλλωσιές. «Πρέπει να μας αφήσεις, αγαπημένο μου παιδί» είπε. «Ο βασιλιάς σκοπεύει να μεταφέρει εδώ την αυλή του για τα επόμενα είκοσι έτη, πιθανόν και για περισσότερο καιρό. Έρχονται ημέρες γονιμότητας κι ευλογίας για όλα τα γύρω μέρη, ιδίως για τα πιο κοντινά. Το νερό στα ρυάκια και στις βρύσες θα είναι πιο πλούσιο, τα χωράφια και τα περιβόλια πιο εύφορα, το κρασί πιο ευγενικό, τα λιβάδια πιο χλοερά, τα δάση πιο δροσερά και πιο πράσινα. Θα φυσάν απαλές αύρες, δε θα πέφτει χαλάζι, ούτε θα γίνονται πλημμύρες. Πάρε αυτό το δαχτυλίδι για να μας θυμάσαι, μα ποτέ μη μιλήσεις σε κανέναν για μας, επειδή τότε θα πρέπει να εγκαταλείψουμε αυτόν τον τόπο και όλοι όσοι ζείτε εδώ γύρω κι εσύ η ίδια, θα στερηθείτε την ευτυχία και την ευλογία της παρουσίας μας πλάι σας. Φίλησε άλλη μια φορά τη φίλη σου κι έχε γεια». Βγήκαν έξω, η Τσερίνα έκλαιγε, η Μαρί έσκυψε και την αγκάλιασε, χώρισαν. Ξαναβρέθηκε πίσω στη στενή γέφυρα, κρύος άνεμος την ακολουθούσε, το σκυλάκι γάβγιζε με όλη του τη δύναμη και το κουδουνάκι του αντηχούσε. Έριξε άλλη μια ματιά πίσω της κι έτρεξε προς τ’ ανοιχτά χωράφια, επειδή η σκοτεινιά των πεύκων, η μαυρίλα των μισογκρεμισμένων καλυβιών και οι σκιές που τρεμόπαιζαν την γέμιζαν με φόβο κι αγωνία.
….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου