Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Στην Ελλάδα το 1863: “Ξύλο στους βουλευτές γιατί αύξησαν τους μισθούς τους”





Όταν ο λαός ξεσηκώθηκε γιατί, εν μέσω κρίσης, οι βουλευτές πήραν αύξηση. 

«Θα μας πάρουν με τις πέτρες», έχει προειδοποιήσει ο πρωθυπουργός. Και η φράση αυτή από τότε που την είπε επαναλαμβάνεται συχνά από εκπροσώπους του πολιτικού κόσμου.

Και δεν μιλούν στον αέρα. Γιατί ξέρουν πως υπάρχουν και ιστορικά προηγούμενα. Και όχι μόνο ένα στην ιστορία του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ο λαϊκός ξεσηκωμός το 1863 λίγο μετά την έξωση του βασιλιά Όθωνα και πριν έρθει στη χώρα ο Γεώργιος Α. Τότε, εν μέσω βαθύτατης οικονομικής κρίσης και φτώχειας των λαϊκών στρωμάτων, η Εθνική Συνέλευση αποφάσισε την αύξηση της αποζημίωσης των πληρεξουσίων. 

Ένα επεισόδιο της ελληνικής ιστορίας με στοιχεία που ομοιάζουν πολύ με αυτά που ζούμε σήμερα. Και αν σήμερα κυριαρχούν οι λέξεις λαμόγια και λαμογιές, τότε κυριαρχούσαν οι λέξεις λουφές (μπαχτσίσι, φιλοδώρημα, λάδωμα) και λουφέδες. 

Τότε το κρατικό ταμείο ήταν άδειο αφού οι κυβερνήσεις που διόριζε ο Όθωνας είχαν σπαταλήσει όλα τα δημόσια έσοδα σε περιττές δαπάνες για τους ανθρώπους του Παλατιού και των μηχανισμών που είχαν στήσει σε όλη τη χώρα για να τους διατηρούν στην εξουσία. 

Έμπαινε λοιπόν επί τάπητος το ζήτημα των οικονομιών. Από πού θα έκοβαν δαπάνες; Πρώτα από όλα από τους μισθούς των δημόσιων υπαλλήλων καληώρα όπως γίνεται και τώρα. Έτσι στα τέλη του Φεβρουαρίου και τις αρχές Μαρτίου 1863 άρχισε στη Συνέλευση η συζήτηση για τις περικοπές των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων αλλά και την επιβολή φόρων στους κτηνοτρόφους. Η συζήτηση γινόταν στη σκιά των αιματηρών συγκρούσεων που είχαν μόλις τελειώσει και έμειναν στην ιστορία ως «Φεβρουαριανά». 

Οι συζητήσεις ήταν έντονες. Οι υποστηρικτές της μείωσης των μισθών των υπαλλήλων και της φορολόγησης των κτηνοτρόφων επέμεναν ιδιαίτερα στο επιχείρημα ότι αν δεν μειωθούν οι δημόσιες δαπάνες, τότε δεν θα εξυπηρετηθεί και η αποπληρωμή των υπέρογκων δανείων στα οποία είχε υποχρεωθεί να προχωρήσει η Ελλάδα ήδη από τον αγώνα της ανεξαρτησίας. Από την άλλη πλευρά πληρεξούσιοι ζήτησαν να περικοπούν αναλογικά και οι μισθοί άλλων κατηγοριών υψηλόμισθων όπως των αρχιερέων (κατά 50%). Όμως οι προτάσεις αυτές δεν έγιναν δεκτές. Τελικά το νομοσχέδιο για τις περικοπές στους μισθούς και τη φορολόγηση της κτηνοτροφίας, παρά τις αντιδράσεις, ψηφίστηκε, αλλά το κλίμα στις λαϊκές μάζες ήταν πάρα πολύ βαρύ. Πολύ περισσότερο που η προσωρινή κυβέρνηση που σχηματίστηκε μετά την έξωση του Όθωνα είχε απονείμει σωρηδόν βαθμούς σε αξιωματικούς που πήραν μέρος στις κινήσεις για την απομάκρυνση του έκπτωτου βασιλιά επιβαρύνοντας έτσι το δημόσιο ταμείο και προκαλώντας τη δυσφορία της κοινής γνώμης. 

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες κατατέθηκε και η πρόταση για την αύξηση της αποζημίωσης των πληρεξουσίων. Η συζήτηση άρχισε στις 20 Μαρτίου. Το προεδρείο πρότεινε ψήφισμα που προέβλεπε τη χορήγηση μηνιαίας αποζημίωσης στους πληρεξουσίους 400 δραχμών. 

Ένα ποσό ιδιαίτερα υψηλό για τα δεδομένα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και την οικονομική κατάσταση της χώρας. Ενδεικτικά αξίζει να σημειωθεί ότι γύρω στο 1880 (και με βάση το νόμο ΑΓ/1846) ήταν 800 δραχμές το μήνα και των πρωθυπουργών 1.200. Την ίδια εποχή, όπως σημειώνεται και στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» (τ. ΙΔ, σελ 13), «το μέσο ετήσιο εισόδημα των 10 μεγαλύτερων γαιοκτημόνων της χώρας δεν ξεπερνούσε έως την προσάρτηση της Θεσσαλίας τις 20.000 δραχμές το χρόνο», ενώ «ελάχιστα χρόνια πριν το 1874 δεν υπήρχαν παρά τρεις βιομηχανικές μονάδες που να παράγουν προστιθέμενη αξία μεγαλύτερη από 100.000 δραχμές το χρόνο». 

Με αυτά τα δεδομένα ήταν φυσικό ότι και στο άκουσμα μόνο της πρότασης θα ξεσηκώνονταν θυελλώδεις αντιδράσεις. Ο Γ. Κορδάτος γράφει στη «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας» (τ. 12ος, σελ.167): 

«Μόλις διαβάστηκε η πρόταση αυτή, το ακροατήριο άρχισε τα ποδοκροτήματα και τα γιουχαΐσματα: 

-Αίσχος! Ντροπή! 

-Ο λαός πεινά και σεις μας φορολογείτε για να σιτίζεσθε από το δημόσιο Ταμείο. 

Το λόγο παίρνει ο πληρεξούσιος Άχολος ο οποίος απευθύνεται στο ακροατήριο για να τον διακόψει ο πρόεδρος της Συνέλευσης Μωραϊτίνης ο οποίος του λέει πως δεν έχει δικαίωμα να απευθύνεται στους ευρισκόμενους στα θεωρεία αλλά μόνο στη Συνέλευση. Στα πρακτικά του Σώματος αναφέρονται τα εξής: 

«Άχολος: Δεν το ήξερα, με συμπάθειο, Κύριοι, είμαι ο φτωχότερος απάντων, δεν απαιτώ τίποτε και το λέγω, πρώτος, και με συγχωρείτε, διότι θα λάβω μεγάλην τόλμην, δεν το λέγω ούτε να προσβάλω, ούτε να επαινέσω κανένα, σας λέγω ότι μέγα μέρος των Πληρεξουσίων ίσως το 1/3, οι οποίοι δεν μισθοδοτούνται, είναι φίλοι μου, συμπατριώται μου, έχουν 4 μήνας εδώ, αφήκαν τας γυναίκας των, αφήκαν τα παιδιά των (γέλωτες και θόρυβος), μη κρύβεσθε εις το δάκτυλόν σας, όλοι θέλετε μισθόν, ειπέτε το λοιπόν, ο ένας θέλει να το ειπή προ δύο μηνών, ο άλλος ζητεί πέντε τάλληρα και δεν το ευρίσκει, ο άλλος λέγει, ο αγρός είναι άσκαφτος (θόρυβος). Τέλος πάντων προτείνω και πιστεύω ότι η Συνέλέυσις παμψηφεί θα το δεχθή να δοθούν 200 δραχμαί εις καθένα-πολλοί κάθηνται έξ μήνας εδώ και δεν έχουν ψωμί, δεν έχουν παπούτσια (γέλως), είμαι ο χειρότερος και ζητώ συγγνώμην, να ερωτηθή η Συνέλευσις. 

Ο Βάσος εν μέσω αντεγκλήσεων κηρύσσεται κατά πάσης αποζημιώσεως και προτείνει και όσοι παίρνουν μισθόν από άλλας αιτίας να τον αφήσουν, διότι δεν έχει το Ταμείον χρήματα. 

Ο Διομήδης Κυριακού τονίζει ότι πρέπει όλοι να παραιτηθώμεν παντός μισθού, εν ανάγκη δε διά τους τελείως απόρους να θεσπισθή μικρά τις αποζημίωσις. Ας πωλήσωμεν, λέγει, ό,τι έχομεν ο καθένας δια να συντηρηθώμεν παρά να δώσωμεν αφορμήν κατακρίσεως. 

Ο Ζέρβας κηρύσσεται υπέρ της χορηγήσεως αποζημιώσεως ως αναγκαίας. 

Ο Μπουντούρης προτείνει να δοθή δι’ έκαστον πίστωσις 200 δρχ. κατά μήνα και όστις θέλει ας τα λάβη. 

Ο Βαλτινός προτείνει 300δραχμον μηνιαίαν αποζημίωσιν. 

Ο Ζαΐμης κηρύσσεται υπέρ της χορηγήσεως αποζημιώσεως τινός διότι η άμισθος παροχή υπηρεσιών είνε αρχή πλουτοκρατική και την απεδέχθησαν μόνον αι αριστοκρατικαί κοινωνίαι. Ουδαμού, λέγει, υπάρχει παράδειγμα αμίσθου εκπληρώσεως των καθηκόντων του πληρεξουσίου ή βουλευτού. Τας πλουτοκρατικάς και αριστοκρατικάς αρχάς τας απέκρουα πάντοτε, διότι δεν δύνανται να εμφυτευθούν εις έδαφος καθαρώς δημοκρατικόν, όπως το Ελληνικόν». 

Ακολούθησε μέσα σε σφυρίγματα και γιουχαΐσματα η ψηφοφορία. Η πρόταση ψηφίσματος εγκρίθηκε με μια μικρή τροποποίηση όπως γράφει ο Κορδάτος: «Όσοι από τους πληρεξουσίους είναι υπάλληλοι και έχουν μισθό μικρό θα παίρνουν μηνιάτικη αποζημίωση τόση ώστε να φτάνουν τις 300 δραχμές. Όσοι πάλι δεν έχουν κανέναν μισθό θα παίρνουν και αυτοί από το Δημόσιο Ταμείο 300 δραχμές. Θα εξαιρούνται μόνο όσοι δεν παρακολουθούν τις συνεδριάσεις της Συνέλευσης ή απουσιάζουν στις επαρχίες τους. Αυτοί δεν θα παίρνουν πεντάρα». 

«Γιούχα παραδόπιστοι, γιούχα εκμεταλλευτές» 

Μόλις έγινε γνωστή η είδηση της έγκρισης του ψηφίσματος η Αθήνα ξεσηκώθηκε και την άλλη μέρα έγιναν μεγάλες ταραχές που οδήγησαν στην πρόσκαιρη μη εφαρμογή του, όχι όμως και στη ρητή κατάργησή του. Να τι γράφει ο Κορδάτος: 

«Ο λαός ξεχύθηκε στους δρόμους και με γιουχαΐσματα υποδέχτηκε το ψήφισμα για τη βουλευτική αποζημίωση. 

Από νωρίς χιλιάδες κόσμου μαζεύτηκαν μπροστά στη Βουλή και έβριζαν τους πληρεξούσιους που έβγαιναν: 

-Γιούχα, παραδόπιστοι. 

-Γιούχα, εκμεταλλευτές. 

Γιούχα… 

Ύστερα σχηματίστηκε μεγάλη διαδήλωση. Μαζί με το λαό ήταν και πολλοί εθνοφύλακες και στρατιώτες. Όλοι τους φώναζαν: Γιούχα-Κάτω ο Λουφές! 

-Πάμε στο σπίτι του Μωραϊτίνη, είπε κάποιος, πάμε να του πούμε να καλέσει τη Συνέλευση, τώρα αμέσως για να ακυρώσει το ψήφισμα-Λουφε. 

-Πάμε, φώναζαν όλοι. 

Σε λίγο βρέθηκαν χιλιάδες λαού μπροστά στο σπίτι του Μωραιτίνη, που τους υποσχέθηκε ότι ‘στην προσεχή συνεδρίασιν θα ενεργήση τα δέοντα’. 

Ύστερα ο λαός και ο στρατός πήγε στο σπίτι του Ζαΐμη και όχι μόνο έβριζε αλλά και πετροβολούσε. Δεν έμεινε τζάμι για τζάμι. Έσπασαν ακόμα και τα παραθυρόφυλλα. Παραλίγο να βάλουν και φωτιά. Τα ίδια έγιναν και στο σπίτι του Βαλτινού. Απεκεί πήγαν στο σπίτι του Κουμουνδούρου γιατί διαδόθηκε ότι εκεί συνεδρίαζαν πολλοί πληρεξούσιοι. 

Μόλις έφτασαν εκεί άρχισαν τα γιούχα και οι βρισιές και απειλές. Από το σπίτι όμως του Κουμουνδούρου άρχισαν πυροβολισμοί στον αέρα. 

Τότε το πλήθος μάνιασε και ακούστηκε μυριόστομη η φωνή: 

-Στα όπλα! 

Μέσα σε λίγη ώρα το σπίτι του Κουμουνδούρου έγινε γυαλιά καρφιά. Καταστράφηκε. Το πλήθος με ρόπαλα, με πέτρες, με τσαπιά και μπαλτάδες ρίχτηκε καταπάνω. 

-Ακούς εκεί οι λουφέδες να θέλουν να μας σκοτώσουν! 

-Βαράτε τους! 

-Οι άτιμοι μας φορολογούν και, ενώ εμείς δεν έχουμε να φάμε, αυτοί θα τσεπώνουν 300 δραχμές το μήνα! 

Αν δεν έφτανε η Χωροφυλακή, το σπίτι του Κουμουνδούρου θα ξεθεμελιωνόταν. 

Την άλλη μέρα (22 Μάρτη) έγινε μυστική συνεδρίαση και αποφασίστηκε να μην ανακληθεί μεν το ψήφισμα για την αποζημίωση των πληρεξουσίων, αλλά να μείνει ανεκτέλεστο ως το τέλος των εργασιών της Συνέλευσης». 

«Κάτω ο λουφές!» 

Η ανάμνηση του ξεσηκωμού των Αθηναίων για την αύξηση του μισθού των πληρεξουσίων ήταν έντονη για πάρα πολλά χρόνια. Γράφτηκαν μάλιστα και πολλά τραγούδια για το ζήτημα αυτό, που εξέφραζαν τη λαϊκή οργή. Ένα από αυτά δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Παλιγγενεσία» και οι πρώτοι στίχοι του άρχιζαν ως εξής: 

«Ανοίξετε τα μάτια σας 

πατέρες προκομένοι 

καλός, καλός είν’ ο λαός 

αλλ’ όταν χάνει τη μικρή 

υπομονή που μένει 

δεν ξεμπερδεύετε καλώς! 

Κάτω! Κάτω ο λουφές!». 

1875: «Σιμωνιακά», το Βατοπαίδι της εποχής 

Ολόκληρη η κυβέρνηση του Δημητρίου Βούλγαρη κατηγορείται για σκάνδαλα 

Ένδεκα χρόνια μετά τα σοβαρά επεισόδια για τη βουλευτική αποζημίωση, το 1874-75, η Αθήνα συγκλονίστηκε πάλι από σοβαρές ταραχές που προκάλεσαν οι ενέργειες του πρωθυπουργού Δημητρίου Βούλγαρη ο οποίος επέμενε να κυβερνά φαυλοκρατικά και κυρίως παρά το Σύνταγμα. Και εκείνη η κρίση τα είχε όλα: φαυλοκρατία, νόθευση της λαϊκής θέλησης και βεβαίως σκάνδαλα με κορυφαία αυτά που έμειναν στην ιστορία ως «Σιμωνιακά», που ήταν το Βατοπαίδι της εποχής. Υπουργοί καταδικάστηκαν έστω και σε ελαφρές ποινές γιατί δωροδοκήθηκαν ώστε να βοηθήσουν στην κατάληψη μητροπολιτικών θρόνων από εκλεκτούς τους. 

Ο Δημήτριος Βούλγαρης, ο επονομαζόμενος και τζουμπές από το μακρύ μανδύα που φορούσε, νόθευσε τις εκλογές που έγιναν στις 23 Ιουνίου 1874 εξαπολύοντας κύμα τρομοκρατίας σε όλη τη χώρα. Ακόμη και πολιτικοί αρχηγοί, αντίπαλοί του όπως οι Δεληγιώργης και Χαρίλαος Τρικούπης, δεν κατάφεραν να εκλεγούν γιατί οι χωροφύλακες έδερναν και απειλούσαν τους οπαδούς τους για να μη βγουν από τα σπίτια τους και να πάνε να ψηφίσουν. Ο Βούλγαρης σε συνεργασία ήθελε να έχει ελεύθερα τα χέρια του για να αναθεωρήσει το Σύνταγμα του 1964 και να συγκεντρώσει στα χέρια του όλη την εξουσία. 

«Ούτω δε -έγραφε ακόμη και ο βασιλόφρων ο ιστορικός Παύλος Καρολίδης- συνωμολογήθη ή φανερά ή μυστική, μεταξύ Βασιλείας και Δ. Βούλγαρη, σύμπραξις προς μεταρρύθμισιν του Συντάγματος επί το μοναρχικώτερον, αφαιρουμένου προ πάντων από της Βουλής του δικαιώματος του δια ψήφου εμπιστοσύνης ή ελλείψεως εμπιστοσύνης ανατρέπειν κυβερνήσεις». 

Ένας από τους πολιτικούς που όρθωσαν το ανάστημά τους και κατήγγειλαν τα σχέδια του Βούλγαρη και των ανακτόρων ήταν ο Χαρίλαος Τρικούπης. 

Στις 29 Ιουνίου 1874 δημοσίευσε στην εφημερίδα «Καιροί» του Κανελλίδη άρθρο με τον τίτλο «Τις πταίει;» που έμεινε στην ιστορία. Στο άρθρο αυτό τόνιζε ότι η χώρα οδηγείται στον γκρεμό με τον τρόπο που κυβερνά τη χώρα μια μειοψηφία. Ανέφερε όλες τις φάσεις της πολιτικής κρίσης και καταλόγισε ευθύνες και στους πολιτικούς αρχηγούς Δεληγιώργη, Ζαΐμη και Βούλγαρη. Οι εκλογές -σημείωνε- «παρουσιάζουν ελεεινό δράμα. Η κατάσταση όμως αν συνεχιστεί θα οδηγήσει το λαό σε επανάσταση. Το σημερινόν καθεστώς είναι νόθον. Η Βουλή είναι εικονική και η χώρα κυβερνάται ως μοναρχία απόλυτος». 

Έπειτα από λίγες μέρες δημοσιεύθηκε και δεύτερο άρθρο του Τρικούπη στην ίδια εφημερίδα, όπου θύμιζε στον Γεώργιο ότι και ο Όθωνας έκανε τα ίδια, αλλά διώχτηκε από την Ελλάδα. 

Ο Χαρίλαος Τρικούπης κλείστηκε για λίγες μέρες στις φυλακές. Αλλά οι δικαστικοί Σπ.Ν. Μαυρομάτης (πρόεδρος), Θ. Φαγκόπουλος και Β. Κριεζής (πρωτοδίκες) έκριναν «ότι δεν πρέπει να γίνη κατηγορία», επειδή το άρθρο δεν ήταν επιλήψιμο. 

Λίγους μήνες αργότερα ο Βούλγαρης προχώρησε σε ένα ακόμη πραξικόπημα επιμένοντας να ψηφίζει νομοσχέδια παρά το ότι η αντιπολίτευση είχε αποχωρήσει από τη Βουλή και δεν υπήρχε απαρτία. Είναι χαρακτηριστικό το κείμενο διαμαρτυρίας που υπέγραφαν οι διευθυντές 19 εφημερίδων στο οποίο επεσήμαιναν ότι κινδυνεύει το πολίτευμα: 

«Αι της πρωτευούσης υπογεγραμμέναι εφημερίδες, αντιπροσωπεύουσαι τον τύπον, εξαιρέσει τινών οργάνων της Κυβερνήσεως, συναισθανόμεναι την γινομένην ύβριν διά της υπό του ενεστώτος υπουργείου καταπατήσεως του Συντάγματος μετά την 19 Μαρτίου, βλέπουσαι δε ισχύουσαν πλέον την βίαν, τολμώσαν έτι την παρανομίαν και προκαλούσαν ούτω την ενεργεία αντίστασιν, πιστεύουσιν ότι εξασκούσιν αναμφισβήτητον καθήκον κηρύττουσαι ομοφώνως αντισυνταγματικήν και αναξίαν ελευθέρου και φιλοτίμου λαού την κατάστασιν της πατρίδος, παράνομον την σφετερισθείσαν τα δικαιώματα του Έθνους Κυβέρνησιν, έκνομον την νομοθετούσαν συνάθροισιν μετά την 19 Μαρτίου και άκυρον πάσαν απόφασιν αυτής, συνένοχον εγκλήματος εσχάτης προδοσίας πάντα συμμεριζόμενον την αντισυνταγματικήν τυραννίαν της σήμερον και διαμαρτυρόμεναι ενώπιον όλων προλαμβάνουν να κηρύξωσιν άμα, ότι από τούδε μόνος ο πατριωτισμός των Ελλήνων, δι’ ων μέσων υπό της συναισθήσεως των συνταγματικών του δικαιωμάτων δύναται, πρέπει να αντεπεξέλθη κατά της βίας τιμωρός των καταστροφέων του Συντάγματος, εις ο πάντες ωμώσαμεν πίστιν. 

Το πρώτον τούτο νόμιμον βήμα ποιείται η αντιπροσωπεία της κοινής γνώμης των Αθηνών, ενισχύουσα ταύτην και αρωγόν δυνατωτέραν επικαλουμένη, εν η περιπτώσει ο κίνδυνος της πατρίδος δια της προδοσίας ήθελεν εξακολουθεί». 

«Αιών», «Αριστοφάνης», «Αυγή», «Αλήθεια», «Βουλή», «Εθνικόν Πνεύμα», «Εθνοφύλαξ», «Εφημερίς των Συζητήσεων», «Εφημερίς», «Έσπερος», «Εθνική Γνώμη», «Ελληνικός Λαός», «Εκλεκτική», «Κρήτη», «Νεολόγος Αθηνών», «Παλιγγενεσία», «Ποσειδών», «Πολίτης», «Στοά», «Συνταγματική». 

Όμως, όπως σημειώνει ο Γιάννης Κορδάτος στη «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας» (τ. 12ος σελ.323), οι υπουργοί του Βούλγαρη «δεν παραβίαζαν μόνο το Σύνταγμα, αλλά και τους νόμους και κάθε κανόνα της ηθικής». Και συνεχίζει: «Εμπορεύονταν το αξίωμά τους ξετσίπωτα. Υπήρχαν όχι ενδείξεις, αλλά αποδείξεις ότι οι υπουργοί Βαλασσόπουλος και Νικολόπουλος χρηματίζονταν. Είχαν δωροδοκηθεί και πίεσαν την Ιερά Σύνοδο να χειροτονήσει δεσποτάδες τρεις αρχιμανδρίτες. 

Όταν ξεχείλισε το ποτήρι, οι 81 βουλευτές του Βούλγαρη δεν είχαν καμιά υπόληψη. Στους δρόμους και στα καφενεία τούς γιουχάιζαν και τους αποδοκίμαζαν. Τα ονόματά τους γράφτηκαν στις αντιπολιτευόμενες εφημερίδες και οι κύριοι αυτοί ονομάστηκαν στηλίται». 

Η κατάσταση ήταν εκρηκτική, ο Βούλγαρης παραιτήθηκε και μπροστά στον κίνδυνο να ξεσπάσει επανάσταση και να απειληθεί ο θρόνος ο Γεώργιος υποχρεώθηκε να καλέσει τον Χαρίλαο Τρικούπη για να σχηματίσει κυβέρνηση. Τότε καθιερώθηκε για πρώτη φορά και η Αρχή της Δεδηλωμένης, σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση έπρεπε να απολαμβάνει της υποστήριξης της πλειοψηφίας της Βουλής. 

Οι παραπομπές στο Ειδικό Δικαστήριο 

Ο Τρικούπης με την ανάληψη της κυβέρνησης ανακοίνωσε ότι θα καταργηθούν όλοι οι νόμοι του Βούλγαρη που ψηφίστηκαν παρά το ότι η Βουλή δεν είχε απαρτία. Παράλληλα δεσμεύτηκε ότι θα «εγκαλέση ενώπιον ειδικού δικαστηρίου το πρώην υπουργείον Βούλγαρη και ιδιαιτέρως τον επί των Εκκλησιαστικών υπουργόν Βαλασσόπουλον κατηγορηθέντα επί δωροδοκία». 

Ακολούθησε η διενέργεια εκλογών που οδήγησαν σε συντριβή του κόμματος του Βούλγαρη που εξέλεξε μόνο δέκα βουλευτές. Η πρώτη πρωθυπουργία του Τρικούπη κράτησε έως τον Οκτώβριο του 1875. Τον διαδέχθηκε ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος που προχώρησε στην κατάργηση των νόμων του Βούλγαρη αλλά και στη δικαστική διερεύνηση των καταγγελιών για σκάνδαλα. 

Για το «σιμωνιακό» σκάνδαλο της δωροδοκίας υπουργών από αρχιμανδρίτες η Βουλή παρέπεμψε σε δίκη δύο υπουργούς που καταδικάστηκαν το 1876: ο Νικολόπουλος και ο Βαλασόπουλος σε ποινές φυλάκισης 10 μηνών ο πρώτος και ενός έτους ο δεύτερος. Καταδικάστηκαν επίσης και οι Μητροπολίτες Πατρών, Μεσσηνίας και Κεφαλληνίας (που είχαν καταλάβει τους θρόνους τους λαδώνοντας τους υπουργούς) σε χρηματικά πρόστιμα από 20.000 έως 50.000 δρχ. 

Ακόμη στις 16 Δεκεμβρίου του 1875 η Βουλή με συντριπτική πλειοψηφία (118 υπέρ και μόνο ένας κατά) παρέπεμψε όλα τα μέλη της κυβέρνησης Βούλγαρη («υπουργείον» το ονόμαζαν τότε) σε ειδικό δικαστήριο «επί αντιποιήσει αρχής και επί πλαστογραφία» καθώς και για επεμβάσεις στην εκλογική διαδικασία. 

Παραπομπές όπως αυτές γίνονταν για πρώτη φορά στην ιστορία του ελεύθερου ελληνικού κράτους. 

Στις 19 Απριλίου 1876 άρχισε στο ειδικό δικαστήριο η δίκη του Βούλγαρη και των υπουργών του, αλλά αναβλήθηκε για τις 19 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου. Ο ίδιος ο Βούλγαρης δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο. Τελικά η δίκη δεν ολοκληρώθηκε έπειτα από παρέμβαση των ανακτόρων που φοβούνταν «ανεπιθύμητες» αποκαλύψεις. 

Τα «Σανιδικά» του 1902 

Άγριες συμπλοκές στους δρόμους της υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο Αθήνας 

Στην αυγή του 20ού αιώνα πολιτικοί δέχτηκαν για μια ακόμη φορά επιθέσεις από τους πολίτες σε μια στιγμή που το πολιτικό κλίμα έμοιαζε (και αυτή τη φορά) με το σημερινό. Οικονομική κρίση, ασφυκτικός Διεθνής Οικονομικός έλεγχος, εθνική ντροπή μετά την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, πολιτική σήψη και παρακμή, διαλυμένη και δημόσια. Μια σάπια κατάσταση που οδήγησε στην «εξιλέωση» και την προσπάθεια εθνικής αναγέννησης με την Επανάσταση του 1909 στο Γουδή. 

Μέσα σ’ αυτό το πολιτικό περιβάλλον διεξήχθησαν στις 17 Νοεμβρίου βουλευτικές εκλογές. Όμως οι κάλπες δεν έδωσαν αυτοδύναμη κυβέρνηση. Το «Εθνικόν Κόμμα» του Θεόδωρου Δηλιγιάννη και το «Νεωτερικόν Κόμμα» του Γεωργίου Θεοτόκη πήραν από 102 έδρες σε σύνολο, και ο εκλεκτός του βασιλιά Γεώργιου πρωθυπουργός Αλέξανδρος Ζαΐμης 19 (σε σύνολο 234). Ο Γεώργιος, αντί να αναθέσει την πρωθυπουργία σε έναν από τους Δηλιγιάννη και Θεοτόκη, απευθύνθηκε στον πρόεδρο του Αρείου Πάγου Ιωάννη Σημαντήρα και όταν αυτός αρνήθηκε, κάλεσε τον υπασπιστή του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο. 

Ο Δηλιγιάννης αντέδρασε έντονα κατεβάζοντας στο δρόμο τους οπαδούς του κυρίως από την περιοχή της Αττικής που την ήλεγχαν οι λεγόμενοι «Αττικάρχες» με κορυφαίο τον Δημήτριο Ράλλη που συνεργαζόταν με τον Δηλιγιάνη και είχε 11 βουλευτές. Μαζί τους ήταν και ο Αλέξανδρος Σκουζές που ήταν πρόεδρος σε 20 συντεχνίες. 

Από τις 18 έως τις 23 Νοεμβρίου η Αθήνα έγινε πεδίο άγριων συγκρούσεων. Μαζί με τους οπαδούς των κομμάτων ξεσηκώθηκαν και οι «άθλιοι» της πρωτεύουσας. Όπως αναφέρει στην ιστορία του ο Τάσος Βουρνάς, τότε, στην οδό Σταδίου, χτίζονταν πολυκατοικίες καλουπωμένες με τις απαραίτητες σανίδες για σκαλωσιές. Εκείνες τις σανίδες ξήλωσαν οι εξεγερμένοι και κυνηγούσαν όπου έβρισκαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους και τους ανθρώπους του παλατιού, τα «τεμπελόσκυλα» της εποχής εκείνης, όπως τους αποκαλούσαν. Μαζί με τους οπαδούς του Δηλιγιάννη και οι κάτοικοι των αρβανιτοχωριών της Αττικής κατέβηκαν στην πόλη με πίπιζες και νταούλια, με πιστόλια και μαχαίρια έβριζαν το βασιλιά και εξυμνούσαν το διάδοχο Κωνσταντίνο. Πολλοί τότε απέδωσαν τα επεισόδια σε δάκτυλο της γερμανικής πρεσβείας. Άλλοι μίλησαν για πραξικόπημα με σκοπό την παραίτηση του Γεωργίου και την άνοδο στο θρόνο του γερμανόφιλου διαδόχου Κωνσταντίνου. Όπως και να ’χει, η αναταραχή έδωσε την ευκαιρία στους εξαθλιωμένους και κατατρεγμένους των Αθηνών να εκφράσουν την αγανάκτηση και την οργή τους για την άθλια κατάσταση που ζούσαν. Και να ξεσπάσουν, αυτοί δίπλα στους οπαδούς του Δηλιγιάννη, κατά πάντων των πολιτικών ανεξάρτητα από κόμμα. 

Τελικά, ο βασιλιάς Γεώργιος υποχρεώθηκε να αναθέσει το σχηματισμό κυβέρνησης στον Δηλιγιάννη αποδεχόμενος την πρόταση του Παπαδιαμαντόπουλου γιατί «…αφενός υπέρ αυτού απέκλινεν η πλειοψηφία, αφετέρου δε ήθελε καταπέσει ο ερεθισμός του μεγάλου εκείνου κόμματος, όπερ ήρξατο να πιστεύση ότι το Στέμμα εκ προσωπικού μίσους κατεφέρετο κατά του αρχηγού του». Και η «σανίδα» απεδείχθη κατάλληλο πολιτικό μέσο όπως έγραφε ο Βλάσης Γαβριηλίδης στην εφημερίδα του την «Ακρόπολη»: «Ο λαός νομοθετεί προχείρως. Απλώνει την πανίσχυρον χείρα του και ξεριζώνει πόρτες, παράθυρα, παν ό,τι κτυπά και ξυλίζει». 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου