Τὸ δράμα ἀρχίζει μὲ τὸ Λόγο, μὲ τὴ Γλώσσα. Γιατί, ἂν τὴν δοῦμε μέσα στὸ χρόνο, ἡ γλώσσα εἶναι τόσο ὅμοια καὶ τόσο ἀνόμοια, ὅσο καὶ τὰ νερὰ ἑνὸς ποταμοῦ, ποὺ μέσα τους δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ λουστεῖ δυὸ φορές. Καὶ ὅπως τὰ νερὰ ἑνὸς ποταμοῦ δὲν μποροῦν νὰ ξαναγυρίσουν στὴν κοίτη τους, ἔτσι δὲν μπορεῖ, τουλάχιστον χωρὶς κίνδυνο γιὰ τὸ πνεῦμα, νὰ σταματήσει κανεὶς τὴ γλώσσα καὶ νὰ τὴν ξαναγυρίσει στὴν ἀρχική της κοίτη, ἔστω καὶ ἂν ἀκόμη μπορέσει νὰ ἀναπλεύσει μὲ τὴ σκέψη του τὸ ρεῦμα, τὸ ἤρεμο ἢ θορυβῶδες, μιᾶς πολυχιλιόχρονης γλώσσας.
Ἔτσι ἡ παιδεία τοῦ σημερινοῦ ἕλληνα ποιητὴ ὀφείλει νὰ κατέχει τὴ χιλιόχρονη γλώσσα του, νὰ τὴν ἀκολουθεῖ στὴν κίνησή της καὶ τὸ πνεῦμα της καὶ νὰ ὑποτάσσεται στὶς μορφὲς καὶ τοὺς κανόνες τῆς σημερινῆς της χρήσης. Τὰ ὑποδειγματικὰ μεγάλα κείμενα βρίσκονται μπροστὰ στὸν ποιητή, γραμμένα ἀπὸ μεγαλοφυΐες ἀνώνυμες -τέτοια εἶναι τὰ δημοτικὰ τραγούδια τῆς Ἑλλάδας- ἢ ἀπὸ μεγαλοφυΐες σχεδὸν ἀνώνυμες -τόσο εἶναι ἄγνωστες- ὅπως ἑνὸς Μακρυγιάννη. Ὁ ποιητὴς ἔχει καθῆκον, ὅπως ἔκανε ὁ Σολωμός, νὰ μάθει νὰ τὰ διαβάζει· ἐκεῖ θὰ βρεῖ, τότε, ὅλη τὴν ἀξιοθαύμαστη βοήθεια ἀπὸ τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ ἔχει ἀνάγκη γιὰ νὰ μάθει νὰ γράφει.
«... κάθε λέξη τους, λέει ὁ Σεφέρης, σκεπάζει μὲ ἀκρίβεια ἕναν ὁρισμένο συναισθηματικὸ χῶρο, ὅπως τὰ ἀκίνητα φύλλα τοῦ δέντρου ποὺ ἔχουμε μπροστά μας ἀφοῦ ἔσβησε ὁ ἥλιος, σκεπάζουν ἕνα μικρότερο ἢ μεγαλύτερο κομμάτι τοῦ οὐρανοῦ καὶ τίποτε ἄλλο! Ξέρουμε ἀκόμη ὅτι ἡ συνάρθρωση αὐτῶν τῶν λέξεων εἶναι ἡ ἀτόφια ἑλληνικὴ φωνή».
Ὅπως ὁ Σολωμός -ποὺ ἀντέγραφε δημοτικὰ τραγούδια ἀπ᾿ ὅλες τὶς περιοχὲς τῆς Ἑλλάδας γιὰ νὰ μάθει αὐτὴ τὴν πλούσια καὶ τέλεια γλώσσα, τὴν ἀτόφια ἑλληνικὴ φωνή- ἔτσι καὶ ὁ Σεφέρης χρωστάει, χωρὶς ἄλλο, στὴν ἀκούραστη μελέτη τῆς ἑλληνικῆς δημοτικῆς, τὴν ἀκρίβεια, τὴ λιτότητα, τὴν ὑποδειγματικὴ ἁπλότητα τῆς γλώσσας του -τόσο στὰ πεζά του κείμενα ὅσο καὶ στὴν ποίησή του.
Ἡ ζωὴ τοῦ Σεφέρη στὴν ἐξορία -γιὰ νὰ μιλήσουμε ἔτσι- τῆς Κορυτσᾶς, στὴν Ἀλβανία, τὸ 1937, ὕστερα τὸ 1942, στὸ Κάϊρο, ὅπου ἀκολούθησε τὸ βασιλιὰ τῆς Ἑλλάδας καὶ τὴν Κυβέρνησή του, ὕστερα ἀπὸ τὴν κατοχὴ τῆς πατρίδας του, δὲν ἐμπόδισε τὴ σκέψη του νὰ συνεχίσει τὴν πορεία της. Ἡ ἐξορία, ἑκούσια ἢ ἀναγκαστική, εἶναι πάντα ὀδυνηρή, ἀλλὰ γιὰ ἕνα πρίγκηπα τοῦ πνεύματος, γίνεται σὲ λίγο ἕνας ἀξιοθαύμαστος πλοῦτος: Δέστε τὸν Βίκτορ Οὐγκώ.
Πέντε χρόνια ὕστερα ἀπὸ τὸ ἄρθρο γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, ποὺ πιὸ πάνω ἀνάφερα ἕνα πολὺ σύντομο ἀπόσπασμά του, ὁ Γιῶργος Σεφέρης γράφει ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικώτερα ποιήματά του. Σημειώνουμε τὴν ἡλικία του. Στὴν Κορυτσὰ εἴτανε 37 χρονῶν. Στὸ Κάϊρο 42. Μὲ τὰ μάτια του, ὅμως, ἀνοιχτὰ στὸν κόσμο, μὲ τὸ σοβαρὸ καὶ στραμένο πρὸς τὰ μέσα βλέμμα του τῶν 2000 χρόνων... δίνει, ὡς τίτλο, στὴ σκέψη του: «Ἕνας γέροντας στὴν ἀκροποταμιά».
Ὁ ποταμὸς εἶναι ὁ Νεῖλος. Ἀφοῦ τὸν ἀνακαλέσει στὴ μνήμη του, ὁ ποιητὴς μιλάει γιὰ τὴν ἀνάγκη νὰ γράψει μίαν ἁπλὴ γλώσσα. Τί συνέβη; Μά, ἂς τὸν ἀκούσουμε:
«... τὸ ποτάμι ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὶς μεγάλες λίμνες τὶς κλειστὲς βαθιὰ στὴν Ἀφρικὴ
καὶ ἤτανε κάποτε θεὸς κι᾿ ἔπειτα γένηκε δρόμος καὶ δωρητὴς καὶ δικαστὴς καὶ δέλτα·
ποὺ δὲν εἶναι ποτές του τὸ ἴδιο, κατὰ ποὺ δίδασκαν οἱ παλαιοὶ γραμματισμένοι,
κι᾿ ὡστόσο μένει πάντα τὸ ἴδιο σῶμα, τὸ ἴδιο στρῶμα καὶ τὸ ἴδιο Σημεῖο,
ὁ ἴδιος προσανατολισμός».
Γιατί, ἀφοῦ θυμήθηκε τὴν εἰκόνα τοῦ Νείλου, ὁ ποιητὴς μιλάει γιὰ τὴν ἁπλὴ γλώσσα ποὺ θὰ ῾θελε νὰ γράψει; Ἐμεῖς, ὅμως, εἴμαστε ἐκεῖνοι ποὺ θ᾿ ἀνακαλύψουμε, πίσω ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, τὸ σύμβολο, τὴν ἀναγωγὴ -τὴ μυστικὴ ἐξήγηση- ἔλεγε, ἤδη, ὁ Ντάντε. Τὸ σχόλιο εἶναι ἁπλό.
Ὁ ποταμὸς εἶναι ἡ μακρυὰ γραμμὴ ἱστορίας καὶ ἀδιάκοπης ζωῆς· εἶναι, ἐπίσης, ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα, ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὰ βάθη τῶν ἰνδοευρωπαϊκῶν λιμνῶν, καὶ εἶναι, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῶν χρόνων, ὁ Λόγος, ποὺ εἶναι Θεὸς καὶ γίνηκε δρόμος, Βασιλικὴ Ὁδός, ὕστερα ἕνας εὐεργέτης μὲ ἀνεξάντλητα δῶρα, ὕστερα ἕνας κριτὴς -καὶ ἕνα δέλτα. Καὶ εἶναι αὐτὸς ποὺ ποτὲ δὲν εἶναι ὁ ἴδιος. Καὶ πού, ὡστόσο, παραμένει πάντα τὸ ἴδιο σῶμα, ἡ ἴδια κοίτη, τὸ ἴδιο σημεῖο, ὁ ἴδιος προσανατολισμός.
Αὐτὸ τὸ ἐξηγητικὸ σχόλιο ποὺ ἔκανα, ὁ ποιητής, φυσικά, τὸ ἀντιπαρέρχεται· αὐτὸς ἀκολουθεῖ τὴν ἰδέα του σὰν τὸ ποτάμι ποὺ κυλᾶ τὰ νερά του. Ἂς τὸν ἀκούσουμε, ὅμως:
«Δὲ θέλω τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ μιλήσω ἁπλά, νὰ μοῦ δοθεῖ ἐτούτη ἡ χάρη.
Γιατί καὶ τὸ τραγούδι τὸ φορτώσαμε μὲ τόσες μουσικὲς ποὺ σιγὰ - σιγὰ βουλιάζει
καὶ τὴν τέχνη μας τὴ στολίσαμε τόσο πολὺ ποὺ φαγώθηκε ἀπὸ τὰ μαλάματα τὸ πρόσωπό της
κι᾿ εἶναι καιρὸς νὰ ποῦμε τὰ λιγοστά μας λόγια γιατί ἡ ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά».
«Ὁ γέρος ἄνθρωπος» τῆς ὄχθης τοῦ Νείλου εἴτανε 42 χρονῶν. Εἶχε, ὅμως, μέσ᾿ τὰ μυστικὰ βάθη τῆς ψυχῆς του, τὴν προοπτικὴ τῶν χρόνων -τῶν ἀναρίθμητων- ποὺ ἀποχτοῦν ὅπως λέει,
«... τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων ὅταν κοιτάζουν ἴσια -πέρα χωρὶς τὸ φόβο στὴν καρδιά τους».
Ἔχει τὰ χρόνια τῶν ἀνθρώπων ποὺ καταλαβαίνουν, σὰν τὸν Νεῖλο, προχωρώντας ἀνάμεσα
«... σὲ μεγάλους τάφους ἀκόμη καὶ μικρὲς κατοικίες τῶν νεκρῶν».
«... ἐμεῖς τὸ ὑπομονετικὸ ζυμάρι ἑνὸς κόσμου ποὺ μᾶς διώχνει καὶ ποὺ μᾶς πλάθει».
Καὶ εἶναι τὸ ἴδιο μυστήριο. Ὁ Σεφέρης νιώθει αἰχμάλωτος
«... στὰ πλουμισμένα δίχτυα μιᾶς ζωῆς ποὺ εἴτανε σωστὴ κι᾿ ἔγινε σκόνη καὶ βούλιαξε μέσα στὴν ἄμμο
ἀφήνοντας πίσω της μονάχα ἐκεῖνο τὸ ἀπροσδιόριστο λίκνισμα ποὺ μᾶς ζάλισε μιᾶς ἀψηλῆς φοινικιᾶς».
Ἡ γλώσσα δὲν εἶναι ἡ σωτηρία, εἶναι, ὅμως, ἤδη, τὸ ἐργαλεῖο τῆς θείας χάρης. Ὁ ποιητὴς μπορεῖ καὶ θὰ μπορέσει, ἀπὸ τώρα κι ὕστερα, ν᾿ ἀκούει «τὰ λιγοστά μας λόγια γιατί ἡ ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά.»
Ἡ Πορεία μέσ᾿ ἀπὸ τὴν Ἔρημο
Ἂς ἀκολουθήσουμε τὸν ποιητὴ στὴ θλίψη του. Ἂς δοῦμε, γιὰ λίγο, ποιὰ εἶναι τὰ κάποια λόγια πού᾿χει νὰ μᾶς πεῖ.
Ὁ δυτικὸς προσεγγίζει τὴν ἀρχαιότητα μέσῳ τῆς ἱστορίας, τῆς μελέτης τῶν μνημείων, τῆς ἀνάγνωσης τῶν κειμένων. Ἕνας Ἕλληνας εἶναι δικαιωματικὰ κάτοχος, πρὶν ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ μακρυὰ καὶ ἀργὴ πορεία, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχει γεννηθεῖ Ἕλληνας, τοῦ δρόμου τῆς ἐνόρασης, ποὺ ἀποτελεῖ τὴ μοίρα του, ὅμοιος, σ᾿ αὐτό, μὲ τὸ στρατοκόπο ποὺ συνήθισε ν᾿ ἀναμετρᾶ τὸ δρόμο του μὲ τ᾿ ἄστρα.
Ὁ ἑλληνιστὴς Σεφέρης παραμερίζει τὰ κείμενα ποὺ διαβάζει καὶ σταματᾶ γιὰ πολλὴν ὥρα σὲ μιὰ λέξη, σὲ μιὰ φράση, ποὺ θὰ γίνουν ἡ ἀφετηρία μιᾶς βαθειᾶς σκέψης, κι ἴσως, ἀκόμη, ἕνας ἀπὸ τοὺς σταθμοὺς τῆς ποιητικῆς του συνείδησης. Πρέπει, λοιπόν, κι ἐμεῖς, μὲ τὴ σειρά μας, νὰ ἰδοῦμε τοὺς συγγραφεῖς καὶ τὰ ἔργα ποὺ ἔχει διαβάσει. Ἡ Ἰλιάδα, ἡ Ὀδύσσεια, ὁ Αἰσχύλος, ὁ Σοφοκλῆς, ὁ Εὐριπίδης, ὁ Πλάτων, ὁ Ἡρόδοτος, ὁ Ἡσίοδος, ὁ Πίνδαρος εἶναι τὰ βιβλία πού᾿χει κάτω ἀπὸ τὸ προσκεφάλι του. Στὸ Σεφέρη, ὅμως, ἡ πολυμάθεια δὲν προηγεῖται τῆς ποιητικῆς δημιουργίας: ὁ Σεφέρης δὲν ἐμπνέεται ἀπὸ αὐτήν. Τὴν ἔχει ξεχασμένη. Δὲν βρίσκεται πιὰ μέσ᾿ στὴ συνείδησή του, ἀλλὰ μέσ᾿ στὸ ὑποσυνείδητό του· ρέει μαζὺ μὲ τὸ αἷμα του στὶς φλέβες του.
Ὁ Ράϊνερ - Μαρία Ρίλκε γράφει κάπου στὶς Σημειώσεις τοῦ Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε: «Γιὰ νὰ γράψει κανεὶς ἕναν μονάχα στίχο (...), χρειάζεται νά ῾χει ἀναμνήσεις (...) Καὶ δὲν ἀρκεῖ μονάχα νά ῾χει ἀναμνήσεις. Πρέπει νὰ ξέρει νὰ τὶς ξεχνᾶ ὅταν εἶναι πολλὲς καὶ πρέπει νά ῾χει τὴ μεγάλη ὑπομονὴ νὰ περιμένει νὰ ξανάρθουν πάλι στὸ μυαλό του...».
Ἀληθινὲς ἀναμνήσεις εἶναι, ὡστόσο, καὶ τὰ διαβάσματα καὶ οἱ συγγραφεῖς μὲ τοὺς ὁποίους ἔχει τραφεῖ κανείς. Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐξαφανισθεῖ ἀπὸ τὴν καινούρια δημιουργία ἡ πολυμάθεια, γιὰ νὰ μπορέσει, αὐτὴ ἡ πολυμάθεια, νὰ δώσει, αὐθόρμητα σχεδόν, ἕνα πλούσιο σὲ πείρα καὶ ἀνθρωπιὰ ἔργο.
Εἶναι, ὅμως, φρόνιμο, γιὰ τὸν κριτικό, πρὶν ἀκολουθήσει τὸν ποιητὴ στὰ διαβάσματά του, νὰ σταματήσει στὶς ἐπιγραφές, ὅπου ἀποκαλύπτεται ἡ πηγὴ τῶν βασικῶν του στοχασμῶν.
Ὁ φίλος μου Νεοκλῆς Κουτούζης, στὸν ὁποῖο χρωστᾶμε μίαν ἀξιόλογη μελέτη μὲ τίτλο «Ὁ Σεφέρης καὶ ἡ πιστότητα, ἢ ἀπὸ τὸν Πίνδαρο στὸ Σεφέρη», σημειώνει, μὲ τὴ συνηθισμένη του λεπτολογία καὶ ὀξυδέρκεια: «Δὲν σταματοῦμε ἀρκετὰ στὶς ἐπιγραφές, ἢ σὲ ὁρισμένα ἀποσπάσματα (...) ... Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Σεφέρης ἀναφέρει τὸν Πίνδαρο ἢ τὸν Ρεμπώ, ἀποτελεῖ μία ζωϊκή, μιὰ πνευματικὴ συγγένεια, ποὺ συγκροτεῖται (...) Ἡ ζυγαριὰ μπαίνει σὲ κίνηση, ὁ ζυγὸς τῆς πλάστιγγας δὲν σταματᾶ νὰ ταλαντεύεται: ἀνάμεσα σὲ αὐτὸν ποὺ ἀναφέρει καὶ σὲ αὐτὸ ποὺ ἀναφέρεται δημιουργεῖται ἕνα ρεῦμα ἀνταλλαγῶν ἀπ᾿ τὸ ὁποῖο ὁ ἀναγνώστης, μπλεγμένος κι ὁ ἴδιος στὸ ἀδιάκοπο στροβίλισμά του, συγκρατεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του κάτι ἀπὸ μία καινούρια ζωή».
Τὸ κείμενο πού᾿χει στὸ νοῦ του ὁ Ν. Κουτούζης εἶναι ὁ «Ἐρωτικὸς Λόγος» τῆς πρώτης συλλογῆς ποὺ τιτλοφορεῖται «Στροφή»· καὶ τὸ ἀπόσπασμα ποὺ βάζει σὰν προμετωπίδα ὁ Σεφέρης εἶναι μερικοὶ στίχοι τοῦ Πίνδαρου ποὺ περιλαμβάνονται στὸν 3ο Πυθιονίκη:
«Ἔστι δὲ φύλον ἐν ἀνθρώποισιν ματαιότατον,
Ὅστις αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ πόρσω,
Μεταμώνια θηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν».
Συνδέοντας τὸ πινδαρικὸ ἀπόσπασμα τοῦ Σεφέρη μ᾿ ἕνα ἄλλο ἀπόσπασμα τοῦ Πίνδαρου, περιλαμβανόμενο στὸν 3ο Πυθιονίκη κι αὐτό, ποὺ ἀναφέρει ὁ Βαλερύ, ὁ Ν. Κουτούζης ἀποδίδει ἀκριβῶς στὰ γαλλικὰ τὴ συμβολὴ τοῦ Πίνδαρου, μεταφράζοντας ἔτσι αὐτοὺς τοὺς δυὸ στίχους:
«O mon âme, aspire avec moins d’ ardeur
à l’ immortalité, et mets toute la force à épuiser
tout le possible»
Νά ῾μαστε, λοιπόν, προσανατολισμένοι πρὸς τὴν πραγματικότητα, πρὸς τὸν κόσμο, τὸν ἁπλὸ καὶ ἥσυχο κόσμο. Ἁπλὸν καὶ ἥσυχον; Ἀλλοίμονο, ὄχι. Κάθε ἄλλο παρὰ ἁπλὸς καὶ ἥσυχος εἶναι ὁ κόσμος γιὰ ἕναν Ἕλληνα τοῦ ΧΧ αἰώνα, ποὺ προσπαθεῖ νὰ γνωρίσει τὸν ἑαυτό του, νὰ προσδιορίσει τὸν ἑαυτό του στὴ σχέση του πρὸς τοὺς ἄλλους καὶ πρὸς τὸν ὑπόλοιπο πλανήτη, καὶ νὰ δώσει στὸν ἑλληνισμό του τὸ νόημα. Πάρα πολλὲς εἶναι οἱ ἀναμνήσεις στὸ χῶρο, πάρα πολλὲς εἶναι οἱ ἀναμνήσεις στὸ χρόνο. Τόποι ἄγονοι καὶ περιορισμένοι, γεμάτοι πιὸ πολὺ ἀπὸ νεκροὺς παρὰ ἀπὸ ζωντανούς. Ὁ χρόνος εἶναι περιορισμένος στὶς διαστάσεις μιᾶς στιγμῆς ὅμοιας μὲ τὴν ἑλληνικὴ γῆ.
Ἂς ἀκολουθήσουμε τὸν ποιητὴ στὴ θλίψη του. Ἂς δοῦμε, γιὰ λίγο, ποιὰ εἶναι τὰ κάποια λόγια πού᾿χει νὰ μᾶς πεῖ.
Ὁ δυτικὸς προσεγγίζει τὴν ἀρχαιότητα μέσῳ τῆς ἱστορίας, τῆς μελέτης τῶν μνημείων, τῆς ἀνάγνωσης τῶν κειμένων. Ἕνας Ἕλληνας εἶναι δικαιωματικὰ κάτοχος, πρὶν ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ μακρυὰ καὶ ἀργὴ πορεία, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχει γεννηθεῖ Ἕλληνας, τοῦ δρόμου τῆς ἐνόρασης, ποὺ ἀποτελεῖ τὴ μοίρα του, ὅμοιος, σ᾿ αὐτό, μὲ τὸ στρατοκόπο ποὺ συνήθισε ν᾿ ἀναμετρᾶ τὸ δρόμο του μὲ τ᾿ ἄστρα.
Ὁ ἑλληνιστὴς Σεφέρης παραμερίζει τὰ κείμενα ποὺ διαβάζει καὶ σταματᾶ γιὰ πολλὴν ὥρα σὲ μιὰ λέξη, σὲ μιὰ φράση, ποὺ θὰ γίνουν ἡ ἀφετηρία μιᾶς βαθειᾶς σκέψης, κι ἴσως, ἀκόμη, ἕνας ἀπὸ τοὺς σταθμοὺς τῆς ποιητικῆς του συνείδησης. Πρέπει, λοιπόν, κι ἐμεῖς, μὲ τὴ σειρά μας, νὰ ἰδοῦμε τοὺς συγγραφεῖς καὶ τὰ ἔργα ποὺ ἔχει διαβάσει. Ἡ Ἰλιάδα, ἡ Ὀδύσσεια, ὁ Αἰσχύλος, ὁ Σοφοκλῆς, ὁ Εὐριπίδης, ὁ Πλάτων, ὁ Ἡρόδοτος, ὁ Ἡσίοδος, ὁ Πίνδαρος εἶναι τὰ βιβλία πού᾿χει κάτω ἀπὸ τὸ προσκεφάλι του. Στὸ Σεφέρη, ὅμως, ἡ πολυμάθεια δὲν προηγεῖται τῆς ποιητικῆς δημιουργίας: ὁ Σεφέρης δὲν ἐμπνέεται ἀπὸ αὐτήν. Τὴν ἔχει ξεχασμένη. Δὲν βρίσκεται πιὰ μέσ᾿ στὴ συνείδησή του, ἀλλὰ μέσ᾿ στὸ ὑποσυνείδητό του· ρέει μαζὺ μὲ τὸ αἷμα του στὶς φλέβες του.
Ὁ Ράϊνερ - Μαρία Ρίλκε γράφει κάπου στὶς Σημειώσεις τοῦ Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε: «Γιὰ νὰ γράψει κανεὶς ἕναν μονάχα στίχο (...), χρειάζεται νά ῾χει ἀναμνήσεις (...) Καὶ δὲν ἀρκεῖ μονάχα νά ῾χει ἀναμνήσεις. Πρέπει νὰ ξέρει νὰ τὶς ξεχνᾶ ὅταν εἶναι πολλὲς καὶ πρέπει νά ῾χει τὴ μεγάλη ὑπομονὴ νὰ περιμένει νὰ ξανάρθουν πάλι στὸ μυαλό του...».
Ἀληθινὲς ἀναμνήσεις εἶναι, ὡστόσο, καὶ τὰ διαβάσματα καὶ οἱ συγγραφεῖς μὲ τοὺς ὁποίους ἔχει τραφεῖ κανείς. Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐξαφανισθεῖ ἀπὸ τὴν καινούρια δημιουργία ἡ πολυμάθεια, γιὰ νὰ μπορέσει, αὐτὴ ἡ πολυμάθεια, νὰ δώσει, αὐθόρμητα σχεδόν, ἕνα πλούσιο σὲ πείρα καὶ ἀνθρωπιὰ ἔργο.
Εἶναι, ὅμως, φρόνιμο, γιὰ τὸν κριτικό, πρὶν ἀκολουθήσει τὸν ποιητὴ στὰ διαβάσματά του, νὰ σταματήσει στὶς ἐπιγραφές, ὅπου ἀποκαλύπτεται ἡ πηγὴ τῶν βασικῶν του στοχασμῶν.
Ὁ φίλος μου Νεοκλῆς Κουτούζης, στὸν ὁποῖο χρωστᾶμε μίαν ἀξιόλογη μελέτη μὲ τίτλο «Ὁ Σεφέρης καὶ ἡ πιστότητα, ἢ ἀπὸ τὸν Πίνδαρο στὸ Σεφέρη», σημειώνει, μὲ τὴ συνηθισμένη του λεπτολογία καὶ ὀξυδέρκεια: «Δὲν σταματοῦμε ἀρκετὰ στὶς ἐπιγραφές, ἢ σὲ ὁρισμένα ἀποσπάσματα (...) ... Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Σεφέρης ἀναφέρει τὸν Πίνδαρο ἢ τὸν Ρεμπώ, ἀποτελεῖ μία ζωϊκή, μιὰ πνευματικὴ συγγένεια, ποὺ συγκροτεῖται (...) Ἡ ζυγαριὰ μπαίνει σὲ κίνηση, ὁ ζυγὸς τῆς πλάστιγγας δὲν σταματᾶ νὰ ταλαντεύεται: ἀνάμεσα σὲ αὐτὸν ποὺ ἀναφέρει καὶ σὲ αὐτὸ ποὺ ἀναφέρεται δημιουργεῖται ἕνα ρεῦμα ἀνταλλαγῶν ἀπ᾿ τὸ ὁποῖο ὁ ἀναγνώστης, μπλεγμένος κι ὁ ἴδιος στὸ ἀδιάκοπο στροβίλισμά του, συγκρατεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του κάτι ἀπὸ μία καινούρια ζωή».
Τὸ κείμενο πού᾿χει στὸ νοῦ του ὁ Ν. Κουτούζης εἶναι ὁ «Ἐρωτικὸς Λόγος» τῆς πρώτης συλλογῆς ποὺ τιτλοφορεῖται «Στροφή»· καὶ τὸ ἀπόσπασμα ποὺ βάζει σὰν προμετωπίδα ὁ Σεφέρης εἶναι μερικοὶ στίχοι τοῦ Πίνδαρου ποὺ περιλαμβάνονται στὸν 3ο Πυθιονίκη:
«Ἔστι δὲ φύλον ἐν ἀνθρώποισιν ματαιότατον,
Ὅστις αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ πόρσω,
Μεταμώνια θηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν».
Συνδέοντας τὸ πινδαρικὸ ἀπόσπασμα τοῦ Σεφέρη μ᾿ ἕνα ἄλλο ἀπόσπασμα τοῦ Πίνδαρου, περιλαμβανόμενο στὸν 3ο Πυθιονίκη κι αὐτό, ποὺ ἀναφέρει ὁ Βαλερύ, ὁ Ν. Κουτούζης ἀποδίδει ἀκριβῶς στὰ γαλλικὰ τὴ συμβολὴ τοῦ Πίνδαρου, μεταφράζοντας ἔτσι αὐτοὺς τοὺς δυὸ στίχους:
«O mon âme, aspire avec moins d’ ardeur
à l’ immortalité, et mets toute la force à épuiser
tout le possible»
Νά ῾μαστε, λοιπόν, προσανατολισμένοι πρὸς τὴν πραγματικότητα, πρὸς τὸν κόσμο, τὸν ἁπλὸ καὶ ἥσυχο κόσμο. Ἁπλὸν καὶ ἥσυχον; Ἀλλοίμονο, ὄχι. Κάθε ἄλλο παρὰ ἁπλὸς καὶ ἥσυχος εἶναι ὁ κόσμος γιὰ ἕναν Ἕλληνα τοῦ ΧΧ αἰώνα, ποὺ προσπαθεῖ νὰ γνωρίσει τὸν ἑαυτό του, νὰ προσδιορίσει τὸν ἑαυτό του στὴ σχέση του πρὸς τοὺς ἄλλους καὶ πρὸς τὸν ὑπόλοιπο πλανήτη, καὶ νὰ δώσει στὸν ἑλληνισμό του τὸ νόημα. Πάρα πολλὲς εἶναι οἱ ἀναμνήσεις στὸ χῶρο, πάρα πολλὲς εἶναι οἱ ἀναμνήσεις στὸ χρόνο. Τόποι ἄγονοι καὶ περιορισμένοι, γεμάτοι πιὸ πολὺ ἀπὸ νεκροὺς παρὰ ἀπὸ ζωντανούς. Ὁ χρόνος εἶναι περιορισμένος στὶς διαστάσεις μιᾶς στιγμῆς ὅμοιας μὲ τὴν ἑλληνικὴ γῆ.
Ὁ χρόνος εἶναι βαθύτερος ἀπὸ τὸ στενὸ χῶρο. Ὁ χρόνος εἶναι κυρίαρχος τοῦ χώρου. Κάτω ἀπὸ κάθε μνῆμα βρίσκονται ἑκατὸ γενεὲς ἀνθρώπων. Καταλαβαίνει κανεὶς ὅτι γιὰ ἕναν Ἕλληνα ἡ γῆ, ὁ γυμνὸς βράχος, ἔχει τὴν ἀξία τοῦ ἀπεριόριστου χρόνου. Καταλαβαίνει κανεὶς ὅτι γιὰ ἕναν Ἕλληνα, ἡ γῆ τῆς Κύπρου εἶναι, ὄχι ἱερή, ἀλλὰ σάρκα τῆς σάρκας του. Ἐκεῖ ὅπου ἀκούγεται σὰν πρόσκληση ἡ ὀχλοβοὴ τῆς θάλασσας καὶ τοῦ χώρου, ἀνεβαίνει καὶ ἡ σιωπὴ πέντε χιλιάδων χρόνων νεκρῶν. Αὐτὸ εἶναι ἡ πατρίδα, εἶναι ἡ ἀπεριόριστη διάρκεια.
Καὶ ὁ ἑλληνισμὸς εἶναι ἡ πατρίδα -παντοῦ ὅπου, μέσα στὸ χῶρο καὶ μέσα στὸ χρόνο, ἔζησαν καὶ πέθαναν Ἕλληνες· παντοῦ ὅπου, μέσα στὸ χῶρο καὶ τὴν τωρινὴ στιγμή, ζοῦν Ἕλληνες καὶ νιώθουν τὸν ἑαυτό τους σὰν ἕνα κρίκο ἀπὸ τὴν τεράστια ἁλυσίδα. Ὁ ἑλληνισμός, ὅμως, δὲν εἶναι μονάχα ἕνας κόσμος, μιὰ χώρα, μιὰ ἰδέα ἀθάνατη. Εἶναι καὶ ὁ παντοτινὸς ἄνθρωπος, ἡ παντοτινὴ γῆ, ἡ παντοτινὴ ἀθλιότητα.
Συγκρινόμενη μὲ τὴν πλατειὰ σκέψη, μ᾿ αὐτὴ τὴν ἄχρονη μνήμη ποὺ ἀναπολήσαμε, πόσες φορὲς ἡ σημερινὴ Ἑλλάδα δὲν φάνηκε στὸν ποιητὴ μηδαμινή, φτωχή, ἀδειανή, ἀνεξήγητη! Πόσες φορές, ζωντας τὴν καθημερινὴ πραγματικότητα, δὲν ἔκανε τὸν ποιητή, ἡ σημερινὴ Ἑλλάδα, νὰ ὑποφέρει μὲ τὶς πάρα πολὺ μεγάλες ἀναμνήσεις της, τὰ πάρα πολὺ μεγάλα ὀνόματά της, τοὺς πάρα πολὺ μεγάλους ἡρωϊσμούς της καὶ τὶς ἄμετρα πιὸ μεγάλες διχόνοιές της! Ἂς ἀφήσουμε νὰ μιλήσει ὁ Σεφέρης:
«... ὅλα τ᾿ ἀλλάζει.
Ποῦ εἶν᾿ ἡ ἀλήθεια;
Εἴμουν κι᾿ ἐγὼ στὸν πόλεμο τοξότης·
Τὸ ριζικό μου, ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ξαστόχησε».
Αὐτοὶ οἱ στίχοι, ποὺ ἀνήκουν στὸ ποίημα «Ἑλένη» τὸ ἐμπνευσμένο ἀπὸ τὸν μύθο τοῦ Εὐριπίδη, γράφτηκαν στὴν Κύπρο καὶ δημοσιεύτηκαν τὸ 1955. Ὁ Σεφέρης κουβαλοῦσε, κι ἐκεῖ ἀκόμη, τὴν πληγή του, γιὰ τὴν ὁποία ἔγραφε εἴκοσι χρόνια, ἤδη, πιὸ μπροστά:
«Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω, ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει».
Καὶ ὁ ἑλληνισμὸς εἶναι ἡ πατρίδα -παντοῦ ὅπου, μέσα στὸ χῶρο καὶ μέσα στὸ χρόνο, ἔζησαν καὶ πέθαναν Ἕλληνες· παντοῦ ὅπου, μέσα στὸ χῶρο καὶ τὴν τωρινὴ στιγμή, ζοῦν Ἕλληνες καὶ νιώθουν τὸν ἑαυτό τους σὰν ἕνα κρίκο ἀπὸ τὴν τεράστια ἁλυσίδα. Ὁ ἑλληνισμός, ὅμως, δὲν εἶναι μονάχα ἕνας κόσμος, μιὰ χώρα, μιὰ ἰδέα ἀθάνατη. Εἶναι καὶ ὁ παντοτινὸς ἄνθρωπος, ἡ παντοτινὴ γῆ, ἡ παντοτινὴ ἀθλιότητα.
Συγκρινόμενη μὲ τὴν πλατειὰ σκέψη, μ᾿ αὐτὴ τὴν ἄχρονη μνήμη ποὺ ἀναπολήσαμε, πόσες φορὲς ἡ σημερινὴ Ἑλλάδα δὲν φάνηκε στὸν ποιητὴ μηδαμινή, φτωχή, ἀδειανή, ἀνεξήγητη! Πόσες φορές, ζωντας τὴν καθημερινὴ πραγματικότητα, δὲν ἔκανε τὸν ποιητή, ἡ σημερινὴ Ἑλλάδα, νὰ ὑποφέρει μὲ τὶς πάρα πολὺ μεγάλες ἀναμνήσεις της, τὰ πάρα πολὺ μεγάλα ὀνόματά της, τοὺς πάρα πολὺ μεγάλους ἡρωϊσμούς της καὶ τὶς ἄμετρα πιὸ μεγάλες διχόνοιές της! Ἂς ἀφήσουμε νὰ μιλήσει ὁ Σεφέρης:
«... ὅλα τ᾿ ἀλλάζει.
Ποῦ εἶν᾿ ἡ ἀλήθεια;
Εἴμουν κι᾿ ἐγὼ στὸν πόλεμο τοξότης·
Τὸ ριζικό μου, ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ξαστόχησε».
Αὐτοὶ οἱ στίχοι, ποὺ ἀνήκουν στὸ ποίημα «Ἑλένη» τὸ ἐμπνευσμένο ἀπὸ τὸν μύθο τοῦ Εὐριπίδη, γράφτηκαν στὴν Κύπρο καὶ δημοσιεύτηκαν τὸ 1955. Ὁ Σεφέρης κουβαλοῦσε, κι ἐκεῖ ἀκόμη, τὴν πληγή του, γιὰ τὴν ὁποία ἔγραφε εἴκοσι χρόνια, ἤδη, πιὸ μπροστά:
«Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω, ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου