Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ


«Ο Κώστας Χατζόπουλος είναι από τους πρώτους δημοτικι­στές που παρουσιάζονται με σοσιαλιστική ιδεολογία και επιχειρούν να δώσουν κοινωνική τροπή στο κίνημα νου δημοτικισμού.Τα σοσιαλιστικά άρθρα του Χατζόπουλου προκάλεσαν κατά το 1908-1909 μεγάλες συζητήσεις μέσα στους κύκλους των δημοτικιστών και στη συντροφιά του Νουμά. Ο Χατζόπουλος έγραψε στίχους με πνεύμα σοσιαλιστικό. Έγραψε και διηγήματα, όπου διαφαίνονται οι σοσιαλιστικές τάσεις». ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΓΕΡΗΣ



Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΑΚΡΟΠΟΤΑΜΟΥ

Α
- Κελεπούρ’ με τα σωστά, είπε μέσα του ο Θώμος Κρανιάς ρίχνοντας το μάτι προς το παλιό στενόψηλο σπίτι εκεί μπροστά του, ενώ ροφούσε τον καφέ στον ίσκιο της γέρικης μελικοκκιάς.
Στα κλαδιά της μελικοκκιάς κελαδούσαν τα πουλιά και στον απομεσημεριάτικο ουρανό αργοκυλούσαν αριόλευκα τα σύννεφα του Μάη.
Η Φρόσω, η μεγάλη κόρη του Κρανιά, καθισμένη κοντά του είχε αφήσει κι έπεσε στην ποδιά της το κέντημα και κοίταζε τα σύννεφα κι άκουε τα πουλιά.
Ο μικρός Γεσίλας με τον κόρφο του γεμάτο χλωρούς καρ­πούς απ’ τη μελικοκκιά, μικρούς και στρογγυλούς σα σκάγια, πήγαινε ολόγυρα στη φράχτη και σημάδευε με τη σκάστρα τα σπουργίτια, η Μαριώ κι η Κούλα κυνηγιόντανε ξυπόλυτες στον κήπο.
Ο Θώμος Κρανιάς έριξε γύρω μιαν ήσυχη ματιά. Έπειτα ανασήκωσε το μακρύ του νυχτικό και το ’ζωσε στη μέση με το λουρί, πήρε το κλαδευτήρι κι ανέβηκε στη σκάλα την ακουμπη­μένη στον κορμό ενός φράξου παραπέρα, όπου κρεμότανε μια κληματαριά φτακύλι. Το είχε κλαδέψει πριν και τώρα γύρευε να το κλαρώσει πιο ψηλά.
Η κυρα-Θώμαινα, που μόλις ξυπνημένη πλενότανε στο νεροχύτη στην κορφή της σκάλας του σπιτιού, είδε τον άντρα της σκαρφαλωμένο τόσο ψηλά και τρόμαξε:
- Άνθρωπε, έχει το νου σ’! Άσ’ το να πάει στην οργή! του φώναξε.
Και κατέβηκε τη σκάλα σκουπίζοντας το πρόσωπο με την ποδιά της.
Όταν πλησίασε τον άντρα της, είχε κατεβεί και κείνος και κοίταζε το κλήμα.
- Καλά δεν το ’δεσα; είπε. Δεν το φτάνουν τώρα. Εννοούσε τα παιδιά. Τσιμπούσανε τις αγουρίδες, που τις χρειαζόντανε ν’ αυγοκόβουνε τη σούπα.
Και πρόστεσε:
- Γλιτώνουμ’ έτσι τα λεμόνια.
- Και το ρετσινόλαδο, δε λέω. Μα δε σ’ λλογιέσ’ αν παραπάταγες; Είσαι βαρύς, είπε η κυρα-Θώμαινα.
Ο Θώμος Κρανιάς την κοίταξε μια στιγμή στα μάτια. Έπει­τα πήγε κοντά της, τη χτύπησε στον ώμο κι είπε:
- Καλά δε βολευτήκαμ’, ε; Κελεπούρ’ με τα σωστά.
Έδειξε τον πύργο εκεί, την κούλια του ακροπόταμου, κα­θώς τη λέγανε στον τόπο. Την είχε χτίσει αυτού στον όχτο κά­ποιος Σουλιώτης καπετάνιος για ν’ αγναντεύει τα βουνά του τόπου του και τώρα την αγόρασε ο Θώμος Κρανιάς για να τρυ­πώσει μέσα τα παιδιά και τη γυναίκα του σαν ξαναβρέθηκε παυμένος ξαφνικά.
- Καλά να λέμε, έκαμε ν’ αναστενάξει η κυρα-Θώμαινα. Μα θυμήθηκε πως ήτανε και δικό της θέλημα να μην κουβαλη­θούνε μεσοχείμωνα στο χωριό, μα να περιμένουν τον ξαναδιορισμό εδώ στην πόλη - κι έπνιξε τον αναστεναγμό. Κούνησε το κεφάλι κι έκαμε προς το σπίτι.
Η Φρόσω καθισμένη κάτω από τη μελικοκκιά κεντούσε και κοίταζε τα σύννεφα.
Ο Θώμος Κρανιάς έπιασε τώρα και κέντρωνε μια αγριοσκιά.
Το αεράκι της ποταμιάς του χάδευε το μέτωπο, από τις ρά­χες γύρω αχούσανε κουδούνια και βελάσματα, ο ήλιος φώτιζε μαλακά την πρασινάδα της λαγκαδιάς, τα γέλια των παιδιών γεμίζανε τον κήπο κι ο αργαλειός της κυρα-Θώμαινας άρχισε ν’ αργοβροντά, σα να βαστούσε από τον πύργο απόβαθα το ρυθμό της ήσυχης ζωής.
Ο Θώμος Κρανιάς, εκεί που έδενε με την καινούρια φλούδα τον κορμό, σταμάτησε:
Κρίμα που δεν έκλεισε ακόμα τη σύνταξη! Ας πηγαίνανε στην οργή και τα πλιάτσικα και τα πεσκέσια και το κόμμα του Κρανιά.
Το κόμμα και το σόι του Κρανιά ήταν από τα παλιότερα στην επαρχία με τ’ ατέλειωτα βουνά και τους εννιά δήμους, ξακουστούς για τ’ αρχαιόπρεπα ονόματά τους, τα κόκκινα ξυνόμηλα και τις μακριές καμπυλωτές μύτες των κατοίκων τους. Έναν απ’ αυτούς τους δήμους κυβέρνησε ο Θώμος Κρανιάς τέσσερα χρόνια μια φορά. Μα η ανάγκη το απαίτησε ν’ αφήσει αλλουνού την έννοια αυτή, η γυναίκα του σα να τραβήχτηκε και κείνη περσότερο από τον τίτλο της κυρα-επαρχίνας κι έτσι η φαμελιά του Θώμου Κρανιά πήρε το ραβδί του στρατοκόπου και τριγύρισε κοντά δεκαπέντε χρόνια μπαγάζια και παιδιά σε κάμπους και βουνά και πέλαγα.
Το περιδιάβασμα κατάντησε να ξεκινά μοιραία από την πόλη αυτή κοντά στον ποταμό. Όχι γιατί ο Θώμος Κρανιάς είχε καημό σαν το γεροσουλιώτη ν’ αγναντεύει από το μπαλκόνι του επαρχείου μακριά τις άκρες των πατρικών βουνών - μεγαλύτερο καημό είχε όπου ήταν τα πεσκέσια πιο πολλά - μα από κείνα τα βουνά κατεβαίνανε και ξεχειμάζαν ένα γύρο στον κάμπο τα κοπάδια κι η αργατιά του τόπου του. Η αργατιά αυτή έστελνε βουλευτή τον ξάδερφό του, γι’ αυτό και κείνος όταν ερχότανε στην εξουσία βιαζότανε να στείλει εδώ έπαρχο το Θώμο. Αυτός ήταν ο λόγος που όταν άλλαζε η κυβέρνηση, από την πόλη εδώ κοντά στον ποταμό έπαιρνε τις περσότερες φορές το φύσημά του ο έπαρχος Κρανιάς. Μα τη φορά αυτή δεν μπόρεσε η αργατιά να στείλει στη βουλή τον ξάδερφο κι αντίς το φύσημα που πρόσμενε, έλαβε ξαφνικά την πάψη του.
Αυτού απάνω βρέθηκε σωτηρία η κούλια του Σουλιώτη καπετάνιου. Στις δυο της κάμαρες έπρεπε να στριμωχτεί όπως όπως η φαμελιά κι η πρώην επαρχίνα να στήσει στο κατώγι τον αργαλειό για τα προικιά της Φρόσως. Ήτανε ο αργαλειός, όπου ύφανε η μάνα της και τα δικά της προικιά κι η επαρχίνα τον κουβαλούσε χρήσιμο θυμητικό, όπου πήγαινε.
Έτσι τους βρήκε η άνοιξη κάτω από σκεπή δική τους. Όσο κι αν ήτανε στενά εκεί μέσα, όμως ήτανε ο αέρας καθαρός και το απόμερο κι η μοναξιά σαν παραγγελμένα για να τρέχουν τα παιδιά ξυπόλυτα και να γλυτώνουν τα παπούτσια κι η πρώην επαρχίνα να κάνει μόνη με τη Φρόσω όλες τις δουλειές δίχως να τις βλέπει μάτι.
- Καλά βολευτήκαμε, συλλογιζόταν ο Θώμος Κρανιάς ενώ ξανάνιωνε τον κήπο και μια θλίψη έσμιγε μέσα του με τη χαρά της ώρας, που θ’ άλλαζε η κυβέρνηση και θα τον ξανάριχνε στο σήκω-απίθω.
Η κυβέρνηση δεν άργησε ν’ αλλάξει ο Θώμος Κρανιάς ήρθε τρεχάτος ένα βράδυ στον πύργο με το μήνυμα κι η κυρα-Θώμαινα άρχισε την άλλη μέρα να σιγοετοιμάζεται. Ο δισταγμός ήτανε μόνο αν τα μπαούλα θα δεθούνε για μακρινό ταξίδι η μονάχα για το επαρχείο μέσα στην πόλη.
Απάνω αυτού όμως ήρθε το ανέλπιστο. Η νέα κυβέρνηση κατάργησε τα επαρχεία κι ο Θώμος Κρανιάς έπρεπε να στρέξει να πάει γραμματικός σε νομαρχία.
- Γραμματικός! Αδύνατο! φώναξε και ξαναφώναξε, ενώ η γυναίκα του μουρμούριζε:
- Να ’τανε κάνε διαυτεντής!
Το γράψανε του ξαδέρφου και προσμένανε. Μα όσο έπεφτε το μάτι στα πόδια των παιδιών και στα σύννεφα, που όλο και χαμηλώναν από τα βουνά, όσο έπαιρνε να δυναμώνει το βορια­δάκι της ποταμιάς κι ο μπακάλης να στέλνει να ζητά συχνό­τερα όσα του χρωστούσαν, άρχισε κι η κυρα-Θώμαινα να πέφτει.
Μα η δυσκολία δεν ήτανε μόνο στο πως θα ’πεφτε η μύτη. Κάθε φορά που κόντευε να πείσει τον άντρα της, έβγαινε κεί­νος με το πρόβλημα:
Δίχως νοίκι τζάμπα πια, δίχως τυχερά, δίχως πεσκέσια πώς θα τα βγάλουν πέρα έξι νομάτοι με το μιστό ξερό;
Η γνωστικάδα της κυρα-Θώμαινας ξαναβρήκε τη λύση: Να πάει ο άντρας της μοναχός στη θέση του. Αυτή και τα παιδιά με τα λιγοστά που θα τους στέλνει θα οικονομηθούνε καλύ­τερα εδώ στην ερημιά παρά στην πολιτεία όπου θέλουνε λούσα, φορέματα, σπίτι καλό και χώρια δούλα. Εκεί πρέπει να φαίνουνται καθώς αξίζει στη θέση τους και στ’ όνομα της φαμελιάς. Εδώ συνήθισαν, εδώ, όπως και να ζούνε, τους ξέρει και τους τιμά όλος ο κόσμος.
Ο Θώμος Κρανιάς αναγνώρισε τη λογική και με καρδιά θλιμμένη παράτησε τον πύργο του ακροπόταμου και το σκάλισμα στον κήπο.
Ο χωρισμός δεν ήταν και για τη γυναίκα του λιγότερο πι­κρός κι ήρθανε στιγμές που μετάνιωσε για την απόφασή της. Μα οι λόγοι που έφερνε στον άντρα της δεν ήταν οι μόνοι που την κάμανε να πάρει τέτοια απόφαση.
Η κυρα-Θώμαινα είχε στο νου της και κάτι άλλο· το ίδιο πράμα που την έκαμε πρωτύτερα να προτιμήσει τη στενή κούλια του Σουλιώτη από την απλοχωριά του αρχοντικού της αδερφής της στο χωριό. Ένα πλουσιόπαιδο του τόπου εδώ τριγύριζε τη Φρόσω από καιρό, από τότε που κατοικούσαν ακόμα στο επαρχείο. Στο πρώτο δεν της άρεσε της μάνας. Η σειρά της θυγατέρας της δεν ήτανε να κρεμιέται στα παράθυρα. Τη φοβέριξε πως θα της κόψει τα μαλλιά, πως θα βάλει τον πατέρα της να τη λιανίσει, μια μέρα κιόλας που την ξαδιαντράπηκε της άστραψε η ίδια δυο τρεις στα μάγουλα. Μα σιγά σιγά ήρθε δίχως να το νιώσει σε λογικότερο στοχασμό: Αν η κόρη της δεν κοιτάξει μοναχή της, θα της βρει τον άντρα; Θα τόνε βρει ο πατέρας της στον καφενέ ή θα ’ρθουν από μοναχά τους τα πριτζηπόπουλα να τη γυρέψουν; Τ’ όνομα της φαμελιάς της τίμιο είναι βέβαια κι ακουσμένο κι η κόρη της νοικοκυρά και κοντά στ’ άλλα κι όμορφη, μα καθώς κατάντησε ο καιρός μας όλοι οι γαμπροί ρωτούνε πρώτα πόσα έχει η νύφη. Κι η κόρη της πού να τα βρει; Από το καζάντι του πατέρα της με το επαρχιλίκι, ή από τις πέντε δέκα πεζούλες, που έχει προίκα της η μάνα στο χωριό; Άλλο δεν της μένει λοιπόν παρά πως να μπερδέψει κάποιον με την ομορφιά της και να σιγουρευτεί. Δύσκολα χρό­νια. Οι άλλες δυο κατόπι της αξαίνουνε με το φουρκίδι.
Έτσι στοχαζόταν η κυρα-Θώμαινα κι άρχισε να κλείνει τα μάτια στο αργολάβισμα της κόρης της. Κάποιους φόβους που είχε για το σκοπό του νιου που την τριγυρνούσε, τους σκόρπισε η απόκριση μιας φιλενάδας της, μιας προεστής, που την έβαλε να τον ξετάξει απόξω απόξω:
- Το παιδί έχει καλό στο νου του, ζουρλαίνεται για την επαρχοπούλα και καρτερεί μονάχα να γένει δικαστής κι απέ να τη γυρέψει τίμια από τον πατέρα της. Τώρα φοβάται κιόλας μη δεν του τη δώσει.
- Μη δεν του τη δώσει! είπε μέσα της η επαρχίνα, μα δεν το ξεστόμισε. Η υπεροχή στο σόι της κόρης της, που αναγνώριζε το τέκνο του μπακάλη μ’ όλα τα πλούτη του, της ξύπνησε μέσα της την αρχοντική περηφάνια κι αυτό την έκαμε να πά­ρει αέρα και να μουρμουρίσει μόνο:
- Σαν έρθ' η ώρα, τον πατέρα της τον καταφέρνουμε.
Και περιμένοντας την ώρα αυτή άφησε τον άντρα της να φύ­γει μοναχός. Πολλές φορές στοχάστηκε να του το πει, να μοι­ραστεί μαζί του την ωραία ελπίδα, μα τον πειρασμό τον νίκησε πάντα η ιδέα πως θα ’ρθει καλύτερα, αν τον ξαφνίσει με τελειω­μένο πράμα. Η κυρα-Θώμαινα δεν αγαπούσε τα μπερδέματα. Όσο κι αν ήξερε πως ο άντρας της δεν παρανακατεύεται με γυναί­κειες δουλειές, ωστόσο «τι τα θες και τα γυρεύεις, ο άνεμος έχει πολλά ποδάρια», στοχαζότανε πάντα και σώπαινε και περίμενε.
Μα η μοίρα άλλα λογάριαζε. Απάντεχα, πριν να περάσει χρόνος που χωρίστηκε από τον άντρα της, άξαφνος θάνατος τη χώρισε από τα σχέδια και τα όνειρά της.
- Μάνα, μην μπαίνεις στα νερά κι εισ’ ασυνήθιστη· δεν είναι καλοκαίρι ακόμα, την παρακάλεσε η δόλια η Φρόσω, σαν την είδε που έπιασε να σφουγγαρίσει μονάχη μεσοχείμωνα.
Μα ερχότανε γιορτές και περίμεναν κιόλας τον πατέρα. Κι έτσι ο Θώμος Κρανιάς, μόλις πρόφτασε το ξόδι της. Τόσο γοργά έκαμε το θάμα της η πούντα της ακροποταμιάς.
Κοντά στη θλίψη της χηριάς ξαναβρέθηκε ο Θώμος Κρανιάς μπροστά στο πρόβλημα: Τι να κάμει τα ορφανά; Να τα πάρει μα­ζί του, δύσκολο· να τ’ αφήσει μόνα τους, αποκλεισμένο. Η αδερφή της μακαρίτισσας, που είχε τρέξει στο ψυχομάχημά της από το χωριό, τον έβγαλε από τη στενοχώρια. Προσφέρθηκε να μείνει αυτή προσωρινά με τα παιδιά. Παρηγοριά ανέλπιστη. Μαζί της έμενε στον πύργο κι η σύνταξή της, σύνταξη χήρας λοχαγού. Κι έτσι ο Θώμος Κρανιάς ξαναχωρίστηκε από τα ορφανά του με την καρδιά διπλά ησυχασμένη.
Σε καλά χέρια τ’ άφηνε. Η θεια τους ήτανε γυναίκα όπως την ήθελε. Αν και παντρεμένη είκοσι χρόνια με αξιωματικό, έμεινε στην παλιά συνήθεια και δεν άφησε το σπίτι στο χωριό για ν’ ακολουθήσει τον άντρα της στις πολιτείες. Έτσι απόμεινε η αυστηρή απελέκητη χωριάτισσα, η νοικοκυρά, το άγρυ­πνο μαντρόσκυλο που χρειαζότανε τ’ ορφανεμένο σπίτι.
Όσο ήτανε ζωντανή η γυναίκα του, ο Θώμος Κρανιάς δε σκοτίστηκε ποτέ για τη φαμελιά του. Όχι πως δεν αγαπούσε τη γυναίκα του, ή πως η καρδιά του δεν ένιωθε την πατρική χαρά, μα την έννοια του σπιτιού την είχε όλη απάνω της η μακαρίτισσα. Αυτός είχε σκοτούρες άλλες. Το επαρχείο, την πολιτική την αργατιά από τα βουνά του κι ακόμα μεγαλύτερη τον κα­φενέ. Ζιαφέτα και χαρτιά ήταν αδυναμίες του μεγαλύτερες από τις σπιτικές μικροχαρές. Είν’ αλήθεια πως με πολλή όρεξη έτρωγε το μπορέκι από τα χέρια της κυρα-Θώμαινας, μα με περσότερη ξεψάχνιζε μια πλάτη αρνιού σε συντροφιά φίλων· μ’ ευχαρίστηση ρουφούσε το κρασί του ζεσταμένο στην πύρα της γωνιάς του επαρχείου, δίπλα στο νυχτέρι της γυναίκας και της κόρης του, χαδεύοντας στα γόνατα του το μικρό Γεσίλα, ωστόσο σα ν’ ανάσαινε η καρδιά του με πιο απόλαψη μέσα στους πνιγερούς καπνούς ενός στενού καμαρινιού στον καφενέ, όταν εύρισκε το ρήγα του μια τέταρτη και σήκωνε την μπάγκα. Το συχνότερο ήτανε πως δεν την εύρισκε κι η μακαρίτισσα το μάντευε την άλλη αυγή από το χαλασμένο κέφι του.
- Δε συλλογιέσαι τα παιδιά, καημένε, τον γκρίνιαζε.
Μα αυτός γελούσε: «Βίτσιο αρχοντικό», της απαντούσε· «το κληρονόμησ' από τον πατέρα μου μαζί με το σόι. Και συ γι’ αυτό το σόι με πήρες, όχι για το καζάντι μου».
Με το σόι δικαιολογούσε πάντα κάθε παραπάτημά του ο Θώμος Κρανιάς. Ήξερε τι σεβασμό του είχε η γυναίκα του και το άδραζε κάθε φορά. Εκείνη ήξερε πάλι την κάθε αδυνα­μία της γενιάς του αντρός της και δεν τον άφηνε από το κοντό. Δεν ήτανε μόνο τ’ όνομα της κυρά επαρχίνας, που την έκανε να τον ακολουθά μαζί μ’ όλα τα τσούρδελα και τον αργαλειό της μάνας της παντού όπου τον πετούσε η υπηρεσία. Κι αν τον άφησε στα τελευταία να φύγει μοναχός, θαρρούσε πως τα χρό­νια του γιατρέψανε πια μιαν άλλη αδυναμία της γενιάς του, μιαν αδυναμία που της θόλωνε την ευτυχία περσότερο από την τρά­πουλα. Κι αν έκλεισε σ’ αυτή τα μάτια σ’ όλη τη ζωή της, ο λόγος ήτανε γιατί την έριχνε με τα σωστά στο σόι. Η χωριάτικη αρχοντιά του τόπου της την είχε συνηθίσει, της είχε ριζωμένη μέσα της μια πίστη σα σε νόμο φυσικό, πως το σόι πρέπει να το παίρνει κανένας όπως είναι, μ’ όλα τα καλά και τα κακά του, μ’ όλες τις αρετές και τα ψεγάδια.
Όσο για τον άντρα της, αυτός δεν έδωσε ποτέ του σημασία πολλή στο σόι, τουλάχιστο ανώτερη από την πραχτική. Όσο ήταν έπαρχος, η θέση του ασφάλιζε την καλοπέραση που γύ­ρευε μονάχα στη ζωή· σαν ερχόταν η πάψη, τότε γύριζε στο σόι που του χρειαζότανε για τον ψωμά και τον μπακάλη. Τώρα όμως που χήρεψε, τώρα που ήτανε ν’ αφήσει πίσω τα ορφανά του, το ξαναθυμήθηκε. Του φαινότανε πως το άφηνε κοντά τους σα φύλακα και παραστάτη. Το σόι του Κρανιά δεν ήτανε ντόπιο βέβαια στην πόλη κοντά στον ποταμό, μα πάλι ούτε κι ολότελα άγνωστο. Η αργατιά, που ξεχείμαζε στον κάμπο και δεν έπαψε ποτέ να προσκυνά την αυλόπορτα του πύργου, ήτανε το μεγαλύτερο σημάδι του, κι αρχοντιά και πλέμπα εδώ στην πόλη δεν μπορούσανε να μην το σεβαστούν.
Και αληθινά ο Θώμος Κρανιάς δεν είχε άδικο να βασίζεται σ’ αυτό. Η γυναικαδέρφη, που έμεινε με τα παιδιά, δεν έλαβε αφορμή να επιθυμήσει τις τιμές και τις φροντίδες που παρά­τησε στο χωριό. Ούτε η παλιόκαπα του τόπου της, ούτε οι προεστές της πόλης κοντά στον ποταμό την αφήσανε μοναχή στη θλίψη της· οι εννιά, οι σαράντα και το ξάμηνο της επαρχίνας μοιρολογηθήκανε, όπως κι η θανή της, από τις καλύτερες νοι­κοκυρές του τόπου, καμιά δεν έλλειψε να μη συλλυπηθεί και να παρηγορήσει με τη συνοδειά της τον πύργο του ακροπόταμου. Κι όσο για την καθημερινή ζωή εκεί μέσα, ο πύργος σα ν’ άλλαξε μόνο κυρά και τις κουρτίνες, που βαφήκανε μαύρες για τη λύπη της μακαρίτισσας. Όλα τ’ άλλα ξακολουθήσανε το συ­νηθισμένο δρόμο τους. Η σούπα δεν έπαψε ν’ αυγοκόβεται με τις αγουρίδες της κληματαριάς, ο Γεσίλας να κυνηγά τα σπουρ­γίτια ολόγυρα στις φράχτες, η Μαριώ κι η Κούλα να μη μαζεύουνται από τη γειτονιά κι η Φρόσω να παραμονεύει πίσω από την κουρτίνα το πέρασμα του πλουσιόπαιδου.
Η άνοιξη ξαναήρθε, τα πουλιά κελαδούνε στη μελικοκκιά κι η λαγκαδιά της ποταμιάς γέμισε γαλάζιους ίσκιους. Μαζί τους σέρνεται κει κι ο ίσκιος του πλουσιόπαιδου. Η Φρόσω έλπιζε τώρα πως με τη μαύρη φορεσιά και τη χλομάδα της ορφάνιας θα το αποτρέλαινε και θα το ανάγκαζε να δώσει γλήγορα ένα τέλος.
Η θεια τη βοήθησε. Να κάθεται να κεντά στον κήπο κάτω από τον ίσκιο της μελικοκκιάς πρι να χρονιάσει η μάνα δεν την άφηνε, όμως να πλένει στο γιαλό την έστελνε. Η σύντα­ξή της δεν έφτανε για να πληρώσει πλυστικά κι η δουλειά για τη χωριάτισσα δεν είχε ούτε ντροπή ούτε λυποκράτημα.
Η Φρόσω πετούσε κάτω εκεί τη μαύρη σκέπη κι άφηνε να στράφτουνε στον ήλιο τα μαλλιά.
«Κι έφεγγε ο γιαλός κι έλαμπε ο τόπος»
Η σχολάρχαινα άκουσε πρώτη απόμακρα το νυχτερινό τρα­γούδι του πλουσιόπαιδου κι έτρεξε ν’ ανοίξει τα μάτια της χωριάτισσας. Μα ήταν αργά. Τ’ απόμερα της ποταμιάς είχαν προδώσει στη γειτονιά το μυστικό. Μια πολύτροπη γριά βάλθηκε γλήγορα να το σκεπάσει να μη βγει στο φως. Ωστόσο ψιθυρίστηκε και μέσα στην πόλη και το πλουσιόπαιδο χάθηκε κείθε ξαφνικά.
Η θεια κλείδωσε τη Φρόσω στο κατώγι. Της έκοψε τα μαλ­λιά, την ξιπόλυσε και περίμενε να ’ρθει ο πατέρας να της χαρακώσει και να της αλατίσει τα ψαχνά. Μόνο με δικό της δάρσιμο δεν έσβηνε η ντροπή.
Είναι αλήθεια πως αυτή δεν ήταν πρωτόλουβη στη γενιά. Δεν είχε ανάγκη να της το θυμίσει η σχολάρχαινα, που τώρα λυπότανε τη Φρόσω και γύρευε να μαλακώσει τη χωριάτισσα.
Η χωριάτισσα δεν ξέχασε πως κι η ίδια η Φρόσω παρά­στεκε κάτι περσότερο από πνεύμα την ώρα που ευλογούσε ο παπάς το γάμο των γονιών της. Ωστόσο η τωρινή περίσταση δεν είναι η ίδια. Ο Θώμος Κρανιάς είχε το φόβο πως, μ’ όλο το σόι του και το μαύρο το μουστάκι, ο δήμαρχος Φασίτσας δεν τον έκανε και τόσο χάζι για γαμπρό και γύρευε ν’ ασφαλιστεί. Δεν έγινε άφαντος. Και τέλος ο Θώμος Κρανιάς ήτανε το εγγόνι του προεστού Κρανιά, ο γιος του φαλαγγίτη ταγματάρχη, που είχε το κορμί σπαρμένο βόλια, τα δάχτυλα φαγωμένα από το μπαρούτι κι όχι αργασμένα από τα τυριά και βρόμικα από τις σαρδέλες, σαν τον πατέρα του ξεπλανευτή της Φρόσως.
Το τελευταίο αυτό αγριεύει περσότερο την καπετάνισσα. Να γινότανε η ντροπή στο σύνορό της ο άνομος δε γλίτωνε εύκολα. Μα εδώ στον ξένο τόπο τι μπορεί να κάνει; Η αργατιά του τόπου της ξέρει μονάχα να την παρακαλεί να στέλνει στον εισπράχτορα και στον ειρηνοδίκη. Εκείνοι, που είναι για να εκδικούνται τους αρχόντους τους, δεν αργατεύονται με το τσαπί, ούτε φυλάν κοπάδια· τα δεκατίζουνε μονάχα.
Η σχολάρχαινα κι η υπομοιραρχίνα πολεμούνε να την παρη­γορήσουν:
«Σαν έρθει ο Κρανιάς, θα λογαριαστεί σαν άρχοντας με τον παλιό μπακάλη».
Τέλος την κατάφεραν κι έβγαλε από το κατώγι την ανιψιά. Μα δεν της έβγαλε και τα κουρέλια από το κορμί, δεν της έδωσε ούτε τα ποδήματα, ούτε θέση στο τραπέζι.
Θέλει να το βλέπει ο κόσμος πως η αρχόντισσα δεν δέχεται την ατιμία. Έτσι τιμώρησε μια φορά την αδελφή της κι ο δή­μαρχος Φασίτσας. Για τη συχωρεμένη πέσανε τότες οι δικοί κι η οργή του πατέρα πράυνε κι έδωσε τέλος την ευχή του στο στεφάνωμα με το γιο του φαλαγγίτη ταγματάρχη.
Η Φρόσω ξέρει καλά πως η θεια θα ’τανε πιο πρόθυμη από το μακαρίτη τον παππού της να στρέξει σε παρόμοιο τέλος και στη δική της περίσταση, όμως ένα τέτοιο τέλος δεν της περνά στο νου μήτε σαν όνειρο. Νιώθει καλά πως το πλουσιόπαιδο χάθηκε για παντοτινά. Κοιτάζει μόνο πως να γλιτώσει από τη χωριάτισσα κι από το μικρό Γεσίλα, που άρχισε να αιστάνεται κι αυτός την προσβολή και να της τη φωνάζει, αν δεν τον προλάβει με μια κουταλιά γλυκό, μια φούχτα μύγδαλα ή ένα δίλεπτο κλεμμένο με καρδιοχτύπι από το κομπόδεμα της θειας. Και περιμένει τον πατέρα να ’ρθει να τη σκοτώσει, όπως τη φο­βερίζουν όλοι κάθε μέρα.
Όταν ήρθε τέλος μια λαμπρή στον πύργο του ο Θώμος Κρανιάς, η χωριάτισσα ξαφνίστηκε. Όχι μόνο δεν έβρισε και δεν έδειρε την κόρη του, μα την αγκάλιασε κιόλας εκεί που τον προσδέχτηκε κάτω στην αυλόπορτα.
Η χωριάτισσα περίμενε τον γαμπρό της να ’ρθει να τρίξει  δόντια και να σπάσει κόκαλα, να γυρέψει ακόμα λόγο κι από αυτή την ίδια πως έκλεισε τα μάτια κι άφησε τη ντροπή να μπει στο σπίτι του. Και τώρα βλέπει μπροστά της έναν πατέρα αδιάφορο, έναν άρχοντα δίχως οργή και δίχως δίψα να εκδικη­θεί ένα γιο μπακάλη, που ατίμασε και καταφρόνεσε το σόι του.
Δεν ξέρει πως να το εξηγήσει. Του κάκου περιμένει να της κάμει λόγο πρώτα εκείνος. Περνούν οι μέρες κι ο Θώμος Κρανιάς σωπαίνει.
Η σχολάρχαινα πιστεύει πως θα ’χει στο νου του κάνα σκέδιο και δε θέλει να το φανερώσει.
«Δε μπορεί· μίλησε με τον πατέρα του παιδιού και του ’ταξε πως θα την πάρει κι ησύχασε». Είναι βέβαιη κι η υπομοιραρχίνα.
Μα η χωριάτισσα δεν ησυχάζει.
«Θα του πιάσω πρώτη εγώ κουβέντα»· αποφασίζει κάθε μέρα. Όμως η γλώσσα της δε λύνεται. Τόνε φέρνει αποδώ αποκεί του μιλεί για το αγόρι του που άρχισε να μπιρμπαντεύει, για τις μικρότερες που δε μαζεύουνται από τη γειτονιά. Από το σοκάκι της Φρόσως φοβάται να περάσει. Ο λόγος έρχεται στα χείλη της, όμως δε βγαίνει. Γιατί σα να μη θέλει να βγει κι από το νου της πως κι αυτή δεν έκαμε το χρέος της, δεν είχε τέσσερα τα μάτια στο θηλυκό της αδερφής της.
Κι έτσι περνούν οι μέρες. Ο γαμπρός της πάει κι έρχεται στον καφενέ κι η χωριάτισσα κλαίγεται στις φιλενάδες για την ξενοιασιά του.
Η Φρόσω, αντίς το θάνατο που πρόσμενε να της έρθει με τον πατέρα, αντίκρισε στην όψη του κάτι που το θαρρούσε χαμένο, αγύριστα. Η ζωή της σα να είχε σβήσει για παντοτινά θαμμένη μέσα στο κατώγι και στη μαύρη σκέπη, που φορεί ακόμα από το θάνατο της μάνας· από κάτω της δεν έκρυψε μονάχα τα κομμένα μαλλιά και τα στεγνωμένα μάγουλα, μα και κάθε χαρά και γέλιο.
Και τώρα ξαφνικά ο πατέρας της φέρνει έν’ απόλαμπο ιλαρό κι ανέλπιστο. Το χαμόγελο που έχει πάντα στα χείλη του γι’ αυτή, το μάτι του, που πέφτει απάνω της γεμάτο αγάπη, κάνουν και τα δικά της χείλη να γελάσουνε μια στιγμή κι η λα­λιά της σα να βρίσκει στο πλευρό του έν’  απόφωνο από τον παλιόν αχό της.
Ξαφνίζεται από αυτό κι η ίδια. Σιγά σιγά θαρρεί κι αρχίζει να ξαναζεί. Στην ψυχή της ανοίγεται μια αγάπη απέραντη, πιο απέραντη από τη θλίψη της κι ωστόσο της φαίνεται πολύ μικρή, πολύ στενή να κλείσει μέσα τον πατέρα. Τα μάτια του θέλει να βλέπει πάντα, τη φωνή του θέλει ν’ ακούει πάντα. Την αυγή τον περιμένει με καρδιοχτύπι να ξυπνήσει, το μεσημέρι λαχταρά πότε ν’ ακούσει το πάτημα του στην αυλόπορτα, το δειλινό σαν να ξαναγνωρίζει την άνοιξη ένα γύρο του στον κήπο. Μαζί του ήθελε να ’ναι όλη την ώρα, να τρέχει πάντα πίσω του, σα να ξανάγινε μικρό παιδί.
Ωστόσο κάτι την κρατά, κάτι τη φοβίζει να μείνει μαζί του μοναχή. Πίσω από το γέλιο του, από το βλέμμα το γεμάτο αγάπη σα να σηκώνεται ένα σύννεφο από έννοια κι από θλίψη, ένα σύννεφο που μόνο αυτή το βλέπει και το φαντάζεται πως είναι ο αχνός της πίκρας, που του στάλαξε στην καρδιά η ντροπή κι η μοίρα της κι έτσι η ευτυχία, που αιστάνεται στο πλάγι του, θολώνεται κι αυτή. Για να σκορπίσει αυτό το σύννεφο από το μέτωπό του ένας τρόπος είναι μόνο, εκείνος που θα ημέρωνε και τη θεια, θα ησύχαζε τον κόσμο και θα ξανάδινε κι αυτής της ίδιας την τιμή και τη ζωή. Μα το γνωρίζει, αυτό είν’ αδύ­νατο.
Και σωριάζεται στην πόρτα του κατωγιού και κλαίει πιο πολύ για τον πατέρα παρά για τον εαυτό της.

Η θεια ετοιμαζότανε να πάει στην εκκλησιά. Ήτανε μεγάλο Σάββατο κι η Φρόσω θα σφουγγάριζε τον πύργο.
- Τι στέκισι, τι μιρμιρί’ εις; Πάει η ώρα γιόμα, γκρίνιαξε η χωριάτισσα, όταν είδε την ανιψιά να τρίβει ξέκαρδα το πάτωμα.
Η Φρόσω φοβότανε μην ξυπνήσει τον πατέρα, που κοι­μόταν ακόμα στην άλλη κάμαρα, και δεν έβαζε δύναμη στο πόδι.
- Σκρόφα, θα μι κουλά’ εις. Του ξέρ’ ς, θα μιταλάβου σήμιρα, ξαναφώναξε η θεια βλέποντας πως η Φρόσω δεν άκουε το λόγο της· συντάρχα, σου ’πα· πάρ’ τα ξιρά σ’.
Ήθελε να γίνεται ο λόγος της δίχως αντιλογία κι άργητα, όταν κιόλας εκείνος που προσταζόταν ήταν η Φρόσω.
Μα η Φρόσω επίμενε να τρίβει σιγαλά κι αργά, χωρίς να λέει την αφορμή. Γνώριζε πως η θεια δεν έβλεπε με καλό μάτι τα συμπόνια της με τον πατέρα.
Η χωριάτισσα άναψε:
- Τήρα η στρίγκλα, δε γρικάει!
Ήξερε πως σαν καλή χριστιανή δεν έφτανε να μη βάλει τί­ποτε στο στόμα της σήμερα πριν πάει να κοινωνήσει έπρεπε κιόλας να μη βγάλει λόγο κακό από αυτό. Μα η Φρόσω την είχε φουρκίσει κι η κοινωνία της πήγαινε χαμένη.
- Κιφάλι αγύρ’ γου· σ’ έβαλ’ ου τρισκατάρατους να μ’ αλ’ κουτή’ εις; Η οργή της άναψε περσότερο και το χέρι της, γυμνασμένο καθώς ήτανε, ξάμωσε να χτυπήσει.
Η Φρόσω κάνοντας να φυλαχτεί γλίστρησε στο βρεμένο πάτωμα κι έπεσε χάμω. Μα με το γλίστρημα ένα ξεσκίδι από τη σκούπα, όπου πατούσε, της τρύπησε τη φτέρνα.
- Φρόσω, Φρόσω!, ακούστηκε άξαφνα από μέσα η φωνή του Θώμου Κρανιά.
Η χωριάτισσα έφυγε σωριάζοντας κατάρες κι η Φρόσω ση­κώθηκε και χύμηξε στην πόρτα, απ’ όπου πίσωθε έκραζε ο πατέρας.
- Παιδί μου, είπε ο Θώμος Κρανιάς ανασηκωμένος στο κρεβάτι με τα μάτια θαμπωμένα από τον ύπνο.
Η όψη της κόρης του, όπως στάθηκε μπροστά του βρεμένη, πονεμένη, κίτρινη τόνε φόβισε.
- Τι έπαθες; τι κλαις; είπε ξανά κι άπλωσε τα χέρια.
Η Φρόσω σκέπασε με τα δικά της το πρόσωπο κι έπεσε στην αγκαλιά του.
- Πες μου, τι κλαις;
Και γύρεψε ο πατέρας να της πάρει τα χέρια από το πρόσωπο.
Μα η Φρόσω τα ’σφιγγε πιο δυνατά· σωριασμένη απάνω του άφησε λεύτερα μόνο τ’ αναφιλητά της. Ο πατέρας τα ’χασε.
- Παιδί μου, τι έχεις; μουρμούριζε και πολεμούσε ν’ ανα­σηκώσει το κεφάλι της.
Μια στιγμή το μπόρεσε με κόπο και κόρη και πατέρας αντικριστήκανε στο φως που έριχνε ο ήλιος μέσα στην κάμαρα από μια σκισμάδα του παραθυριού.
Ο πατέρας έκαμε να της φιλήσει το μέτωπο, μα η Φρόσω σα να μη βάσταξε το βλέμμα του ξανάκρυψε στην αγκαλιά του το πρόσωπο και τ αναφιλητά της ξαναπνίξανε το στήθος.


ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου