γράφει η Κατερίνα Σχινά
Ο Κωστής Παπαγιώργης, φωτογραφημένος στο σπίτι του στο Χαλάνδρι το 1994. |
Κοντόσωμη, λιγνή φτιαξιά· μειλιχιότητα συνδυασμένη με λοξό, ελαφρά ειρωνικό χαμόγελο· παιγνιώδης τρυφερότητα για τους πυριφλεγείς νέους που τον πλησίαζαν με θαυμασμό, υπόρρητη συνενοχή με τους οικείους, τους «περπατημένους». Ακεραιότητα, αυτοσαρκασμός, απέχθεια για τη σπουδαιοφάνεια, αποδοχή των αντιφάσεων, ανελέητο ξεμασκάρεμα· ένας παράξενος συνδυασμός σκληρής ειλικρίνειας και ανεπιεικούς ευγένειας που εκδηλωνόταν στις συντροφιές, στο «γλωσσοκοπάνημα» με τους φίλους, στους ομηρικούς διαξιφισμούς, κυρίως με οιηματίες συνομιλητές, τους οποίους με τα χρόνια μάθαινε να αποφεύγει. Ποιος ήταν στην πραγματικότητα ο Κωστής Παπαγιώργης, που πέθανε σε ηλικία 67 χρόνων στις 21 Μαρτίου 2014 - και την Κυριακή γίνεται το ετήσιο μνημόσυνό του; (αναδημοσίευση από το Books' Journal, 42, Aπρίλιος 2014)
Αμήχανα γράφει κανείς για τον Κωστή Παπαγιώργη. Ντρέπεται. Φοβάται μήπως εκτραπεί σε τόνους υψηλούς, που εκείνος περιφρονούσε. Μήπως εκδηλώσει κίβδηλη συντριβή, μήπως γλιστρήσει σε άγονες δοκησισοφίες και ανάλατα φληναφήματα. Και αντίστροφα: μήπως περιοριστεί στην ανεκδοτολογία, αναπαράγοντας σκηνές μιας δεκαετίας που κύλησε ανάμεσα σε γλέντια και ξενύχτια, εκείνης της μεθυσμένης δεκαετίας του ογδόντα που ήδη μυθοποιήθηκε, έτσι καθώς την ανασυστήνουν στις κουβέντες τους φίλοι του, γνώριμοι και περαστικοί, με το «ήμουν κι εγώ εκεί» να τους καίει τα χείλη.
Ο Παπαγιώργης δεν χρειάζεται διαμεσολαβητές. Ό,τι είχε να πει, το είπε με τα γραπτά του. Έγραψε για όσα τον πονούσαν σε πρώτο πρόσωπο, πέρασε στο στοχασμό πατώντας στην βιογραφία του. Μας το λέει σε όλους τους τόνους, σε όλα του τα γραπτά: μονάχα αυτό το πρώτο πρόσωπο καθιστά δυνατή την κλίση του κόσμου· τα εσύ, αυτός, αυτή, εμείς, εσείς, αυτοί, αυτές, μας απλώνουν το χέρι μόνο όταν η ταυτότητά μας δεν απουσιάζει από τον εαυτό της. Κατοικώντας τον εαυτό του, ο Παπαγιώργης κατοικούσε και τις λέξεις του.
Δεν ήταν κάτι που κερδήθηκε εξ αρχής: πέρασαν χρόνια ολόκληρα ακατάσχετης μελέτης –«δίχως αυθορμησία», «στα τυφλά», καθώς λέει ο ίδιος–, χρόνια απομόνωσης σε μια παρισινή σοφίτα όπου ξεκοκάλισε συστηματικά, πειθαναγκαστικά, τόμους ολόκληρους φιλοσοφίας, κι ύστερα έπιασε να γράψει. Στην αρχή «με το χέρι στη βιβλιοθήκη» και αργότερα, πολύ αργότερα, «με το χέρι στην καρδιά». Έλεγε σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό Διαβάζω:
Όταν διάβασα το βιβλίο μου για τον Χάιντεγκερ [σσ. μια από τις πρώτες, αποκηρυγμένες μελέτες του] και κατάλαβα ότι εγώ απουσίαζα από εκεί μέσα, πήρα όρκο ότι θα μετανοήσω.
Διάβασα πολλές φορές τη λέξη «διανοούμενος» στις ευλαβικές, διακριτικές ή και αμετροεπείς νεκρολογίες που συντέθηκαν στη μνήμη του. Αλλά ο Παπαγιώργης δεν ήταν διανοούμενος και δεν του άρεσε να τον αποκαλούν έτσι. Θέλω να πω ότι δεν ήταν άκαπνος θεωρητικός, να φιλολογεί για πράγματα που ούτε είδε ούτε γνώρισε. Ήταν άνθρωπος της αγοράς, χοϊκός, λάτρης του χειροπιαστού, που δεν μίλαγε ποτέ στον αέρα, που δοκίμαζε τα πάντα στην ίδια του τη ζωή. «Η αλήθεια των λόγων μας ανήκει μόνο αν την εξαγοράζουμε με το τομάρι μας», έγραψε.
Ο Ηλίας Κανέλλης ονόμασε τον Κωστή Παπαγιώργη «ηθικό αναθεωρητή» – ωραία διατύπωση, τη δανείζομαι. Ο ίδιος, ίσως διαμαρτυρόταν· η κατάφαση στο δέον δεν ήταν στη φύση του. Το ουσιαστικό, ωστόσο, μετά το επίθετο, διορθώνει τα πράγματα. Έτσι κι αλλιώς, οι ηθικές μονάδες μέτρησης συνιστούν μια μεταλλασσόμενη κλίμακα, μια διάταξη που η ισορροπία της είναι μονίμως ασταθής. Κάθε ύπαρξη εξελίσσεται επισφαλώς στη διάταξη του άλλου. Ο καθένας κατοικεί στο κέντρο της δικής του· όλοι καταλαμβάνουν μια θέση υπό προθεσμία. Μόνο η ηθική ένταση (κάτι που πολύ πιο απλά θα ονόμαζα ακεραιότητα) επιτρέπουν στο άτομο να παραμείνει σ’ έναν εξέχοντα πόλο – κι αυτή είναι η περίπτωση του Κωστή Παπαγιώργη. Αναθεωρώντας και αναθεωρούμενος, αναστοχαζόμενος, τηρώντας πάντα απόσταση από τα πράγματα στη βάση μιας «ευμετρίας» (για να χρησιμοποιήσω έναν όρο του γάλλου στοχαστή Μισέλ Ονφρέ, που μάλλον θα αποδοκίμαζε ο Κωστής) σμίλευσε τη δική του ηθική, που δεν είχε σχέση με πούρες ιδέες ή με καθαρές έννοιες, αλλά ήταν υπόθεση της καθημερινής ζωής και των απειροελάχιστων ενσαρκώσεών της στον εύθραυστο ιστό των ανθρώπινων σχέσεων. Μια ηθική που επισφράγιζε την πρωτοκαθεδρία του ασήμαντου και του ευτελούς, και ταυτόχρονα δεν απέστρεφε το βλέμμα από τις σκοτεινές πλευρές των «γελαστών ζώων». Ή, για να είμαι ακριβέστερη, σ’ αυτές ακριβώς τις πλευρές το εστίαζε.
ΕΖΗΣΕ, ΔΙΑΒΑΣΕ, ΕΓΡΑΨΕ…
Κοντόσωμη, λιγνή φτιαξιά· μειλιχιότητα συνδυασμένη με λοξό, ελαφρά ειρωνικό χαμόγελο· παιγνιώδης τρυφερότητα για τους πυριφλεγείς νέους που τον πλησίαζαν με θαυμασμό, υπόρρητη συνενοχή με τους οικείους, τους «περπατημένους». Ακεραιότητα, αυτοσαρκασμός, απέχθεια για τη σπουδαιοφάνεια, αποδοχή των αντιφάσεων, ανελέητο ξεμασκάρεμα· ένας παράξενος συνδυασμός σκληρής ειλικρίνειας και ανεπιεικούς ευγένειας που εκδηλωνόταν στις συντροφιές, στο «γλωσσοκοπάνημα» με τους φίλους, στους ομηρικούς διαξιφισμούς, κυρίως με οιηματίες συνομιλητές, τους οποίους, με τα χρόνια, αναγνώριζε αυθωρεί και απέφευγε επιμελώς· και κυρίως καμιά διάθεση κατήχησης, ή ενασχόλησης με «κεφαλαία είδωλα», αλλά επίμονη αναζήτηση της μικρογράμματης λεπτομέρειας, που θα τροφοδοτήσει τα συναρπαστικά ανθρωπολογικά του δοκίμια.
Έγραψε πολύ και πολλά ο Κωστής Παπαγιώργης· και έγραψε επειδή διάβασε, αφού τα βιβλία γεννούν άλλα βιβλία – μας το είπε πρώτος ο Ντιντερό. Έγραψε για τα μεθύσια (Περί μέθης) και τους έρωτες (Ίμερος και κλινοπάλη), για τη βραδυγλωσσία και την αγοραφοβία του (Σύνδρομο αγοραφοβίας), για τη μνήμη (Περί μνήμης) και το θάνατο (Ζώντες και τεθνεώτες), για το γέλιο (Τα γελαστά ζώα), για τη συμπάθεια (Τα μυστικά της συμπάθειας) και τη μισανθρωπία (Η κόκκινη αλεπού), για την ελληνική επανάσταση και τα αμφιλεγόμενα πρόσωπα που αναδείχτηκαν μέσα στη δίνη της συγκρότησης του εθνικού κράτους (Τα καπάκια, Κανέλλος Δεληγιάννης, Εμμανουήλ Ξάνθος), για τον Παπαδιαμάντη (Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ) και τον Ντοστογιέφσκι, για την αιμοσταγή αριστεία του ομηρικού πολεμιστή (Η ομηρική μάχη) και τους φίλους (Γεια σου Ασημάκη, ένα βιβλίο για τον Χρήστο Βακαλόπουλο). Μετέφρασε επίσης πολύ – και τι δεν μετέφρασε: από τον Κίρκεργκωρ και τον Πασκάλ ώς τον Ρικαίρ και τον Ντερριντά και από τον Σαρτρ και τον Σιοράν ώς τον Φουκώ και τον Λεβινάς (φυσικά, παραλείπω πολλούς). Μάλλον χωρίς να το πολυευχαριστιέται, για βιοπορισμό. Έλεγε σχετικά σε μια συνέντευξή του στον Μισέλ Φάις:
Πιστεύω ότι η δουλειά του μεταφραστή δεν είναι δημιουργική. Αυτό που κάνει μπορεί να έχει πολιτισμικό αποτέλεσμα, διδακτικό ίσως, αλλά είναι δεύτερης εντάσεως, τρίτης. Είναι «νοικιασμένη συνείδηση», είναι άνθρωπος στέρφος –τις περισσότερες φορές– και συνήθως οι μέτριοι στρέφονται προς τις μεταφράσεις. Η μεταφραστική αποδοτικότητα, αν θέλεις, χρησιμεύει ως άλλοθι ανθρώπων που δεν έχουν προσωπικό λόγο και έργο.
Ο ψωμιζόμενος από τη μετάφραση, πάντως, Κωστής Παπαγιώργης, μόνο στέρφος δεν ήταν. Μη διστάζοντας να εκτεθεί μέσα από την αυτοβιογράφηση, κατάφερε να συμπέσει και με το έργο και με την εργασία του. Αυτοκατανόηση και συνάμα αυτοεπινόηση, ατομικό που εκβάλλει στο καθολικό, προσωπική έκφραση που αποβλέπει στη γενική ερμηνευτική κρυσταλλώθηκαν σ’ ένα ρηξικέλευθο αισθητικό εγχείρημα, σε μια θαυμαστή στιγμή ισορροπίας ανάμεσα στη φιλοσοφία και την λογοτεχνία.
Η ΑΤΙΜΟΝΕΥΤΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ
Ο μύθος που αρχίζει να υφαίνεται γύρω από το πρόσωπο του Παπαγιώργη (είμαστε, ως τόπος και σινάφι, μανούλες στη μυθοποίηση, πράγμα που αποκλείει τη νηφάλια αποτίμηση των έργων και οδηγεί στον καθαγιασμό των προσώπων, αδικώντας έτσι και το έργο και το πρόσωπο) προσπερνάει το μόχθο που συνεπαγόταν μια τέτοια παραγωγή (η οποία συμπληρωνόταν από την πυκνή επιφυλλιδογραφία του σε εφημερίδες και περιοδικά). Λες και η καθημερινότητα του συγγραφέα εξαντλούνταν στο γλεντοκόπημα και την κραιπάλη, λες και τα κείμενα γράφονταν με τον αυτόματο. Ένας τέτοιος μύθος αγνοεί τον κόπο που πρέπει να καταβάλει ένας αυτοδίδακτος (πτυχία και συναφή δεν τα επιδίωξε ο Παπαγιώργης) για να γίνει από μόνος του σχολείο και πανεπιστήμιο, αγνοεί τον παιδεμό στην «ατιμόνευτη» (δική του η λέξη) διαδρομή του προς την κατανόηση της φιλοσοφίας. Ένα απόσπασμα από τη συναγωγή κειμένων του, Σιαμαία και Ετεροθαλή, που πρωτοεκδόθηκε την ίδια χρονιά με το Περί μέθης (1980), είναι χαρακτηριστικό:
Με θλίψη θυμάμαι την εποχή που, ανερμάτιστος και γι’ αυτό θρασύς, έπιασα να διαβάσω το Είναι και Χρόνος. Δεν κατόρθωνα να αντιληφθώ γιατί λεγόταν αυτό ή το άλλο, ποια κρυφή σκέψη οδηγούσε τη διάταξη, γιατί γίνονταν νύξεις –στον Καντ ιδιαίτερα– που, επιγραμματικές και σύντομες, ήταν σκέτες σπαζοκεφαλιές, όπως άλλωστε δεν κατάφερνα σε κανένα σημείο να εξηγήσω αυτό που διάβαζα, να φέρω την παραμικρή αντίσταση. Κάθε φορά που το διάβασμα του βιβλίου με έκανε να ντρέπομαι για τη νοημοσύνη μου έτρεχα σε προηγούμενα έργα. Όσο για τώρα που προσανατολίζομαι στην ενδοχώρα του με κλειστά μάτια, βλέπω ότι χωρίς τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, χωρίς τον Ανσέλμο, τον Λάιμπνιτς και τον Καρτέσιο, χωρίς τον Καντ –της θεωρίας του σχηματισμού–, τον Χέγκελ (Λογικής και Φαινομενολογίας), χωρίς Νίτσε, Κίρκεργκωρ και Χούσερλ (Λογικών ερευνών, Ιδεών και Καρτεσιανών στοχασμών) δεν μπορεί να γίνει σοβαρή συζήτηση.
Μου βγήκε η πίστη για να διαβάσω αυτά τα έργα – όσο τα διάβασα. Δεν πέρασε μέρα να μην αναλογιστώ το πτωχός ειμί εγώ και εν κόποις εκ νεότητός μου. Χωρίς χάρτη σ’ αυτό το μακρύ οδοιπορικό βρήκα το δρόμο μέσα από αμέτρητες παρανοήσεις χωρίς να κερδίσω ουσιαστικά τίποτα.Πολυμαθίη νόον ου διδάσκει. Η φιλοσοφία δεν διδάσκεται, δεν μεταδίδεται, όπως το κολύμπι, η οδήγηση ή οι ιστορικές γνώσεις. Έχει να κάνει με καταγωγικές ροπές. Όλος ο ντόρος είναι για την ατόφια ικανότητα, εκείνη που κανείς δεν απόχτησε διαβάζοντας. Ο αληθινός στοχαστής, πρόσωπο αινιγματικό και απόμερο, είναι δέντρο που μπολιάστηκε με τα πάντα κι όμως έμεινε αυτός που ήταν. Ακόμα και για τον εαυτό του είναι γρίφος. Αυτός δεν συζητιέται.Συζητιέται αντίθετα εκείνος που ξέρει να συνεχίζει τη φρυκτωρία ανά τους αιώνες, αυτός που μπολιάζεται, βρίσκει τον εαυτό του μ’ αυτήν την μεταμόρφωση και συνειδητοποιεί ότι για να γραφτούν τα μεγάλα έργα, βοήθησαν πολλά χέρια. Η φιλοσοφία γράφεται με χίλια χέρια – κρατάει όμως τον γραφικό χαρακτήρα του καλύτερου. Όποιος μπορεί να νιώθει ελεύθερος μ’ αυτή την αλήθεια, θα βρει τρόπο να στεγαστεί στα βιβλία των άλλων και μάλιστα να νιώσει σπίτι του. Δεν εννοώ την παθητικότητα και το εμπόριο των νοημάτων, να γίνεται μια «νοικιασμένη συνείδηση» που αναφωνεί κάθε στιγμή Magisterdixit, αλλά αυτή την άξια επιχείρηση, που απλά λέγεται: κάνω αυτό που μπορώ. Όσο για τους ψευδοπροφήτες, αυτοί θα πιθηκίζουν πάντα τα ιδεώδη τους.
ΜΙΣΑΝΘΡΩΠΙΑΣ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Πολλοί ήταν οι στοχαστές που μπόλιασαν τη σκέψη του Παπαγιώργη, αλλά νομίζω ότι εκείνος που τον επηρέασε περισσότερο, όχι μόνο ως πνευματικό κλίμα αλλά και ως ύφος, είναι ο «απόμαχος του παράδοξου και της πρόκλησης», ο «κουρασμένος εικονοκλάστης» Εμίλ Σιοράν. Ο Παπαγιώργης έλεγε ότι διασταυρώθηκαν σ’ ένα παρισινό παγκάκι, ενώ ο ίδιος διάβαζε κάποιο βιβλίο του, και ο Γαλλορουμάνος, κολακευμένος ή περίεργος, του έπιασε την κουβέντα. Si non e vero e ben trovato, γιατί ο Παπαγιώργης γνώριζε καλά τον Σιοράν, τον είχε μάλιστα μεταφράσει. Στο «φωταγωγημένο σκοτάδι» του φιλοσόφου, στην ανθρωπολογική του απαισιοδοξία , στη ριζική του αντίθεση προς όλες τις διαστάσεις της κοινωνικής πραγματικότητας , αλλά και στην καχυποψία του απέναντι σε κάθε προσπάθεια ουσιαστικής και μακρόπνοης μεταλλαγής της, ο έλληνας στοχαστής αναγνωρίζει τον δικό του καημό. Ο μισάνθρωπος Σιοράν κληροδοτεί την απογοήτευσή του στον «υποψιασμένο» πια Παπαγιώργη, που διακρίνει στις ανομολόγητες, άνομες παρορμήσεις της ανθρώπινης ψυχής πιο σταθερές αλήθειες για τη φύση της. Δήλωσε κάποτε λοιπόν:
Ποτέ δεν πίστεψα ότι ένας άνθρωπος εννοεί πράγματι αυτό που λέει, ή ότι αισθάνεται πράγματι αυτό που αισθάνεται. Η συνείδηση δεν έχει ουδεμία σχέση με την ευθύτητα.
Ας μη μας αποθαρρύνει η πεσιμιστική ψυχρότητα μιας τέτοιας απόφανσης· ας μη σπεύσουμε να αναδιπλωθούμε. Αυτή η καταστατική απαισιοδοξία, αυτός ο ελαφρώς δογματικός αρνητισμός ενδέχεται να επικουρεί με πολλούς τρόπους τον στοχασμό: ο ριζικά κριτικός λόγος βοηθάει να συλλάβουμε τα αδιέξοδα της ανθρωπολογικής αισιοδοξίας της νεωτερικής και ουτοπικής σκέψης (« ο άνθρωπος είναι ένα καλό και λογικό όν») η οποία αγνοεί τη σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου. Η κοσμιότητα, η λεπτότητα, η αβροφροσύνη, η γενναιοδωρία, η προσφορά είναι προσωπεία. Πίσω από κάθε θετικότητα κρύβεται η ευτέλεια, η οπισθοβουλία, το κακό – η μόνη αλήθεια της ανθρώπινης κατάστασης. Η πραγματικότητα αποκαλύπτει και γελοιοποιεί όσους υπερασπίζονται την πίστη στον άνθρωπο, την αγάπη για τον πλησίον, την ελπίδα για το ανθρώπινο γένος. Το ανθρωπομάνι «βυζαίνει το εφήμερο με κατάκλειστα μάτια», τρέμει «το φυλλορόισμα του ημερολογίου σαν την έλευση του μεγάλου Κριτή», ξεπέφτει γρήγορα στην «αλληλοπεριφρόνηση και στην ανάλγητη μισανθρωπία». Όμως αυτό είναι ο άνθρωπος. «Ηχεί αλλόκοτα και προκλητικά για την ορθοδοξία των ιδεών, αλλά η μισανθρωπία καταντά να είναι ο μόνος εφικτός τρόπος “συμφιλίωσης” με τους ανθρώπους», γράφει ο Παπαγιώργης, επικαλούμενος τον γάλλο γνωμικογράφο Νικολά Σαμφόρ: «όποιος στα σαράντα του δεν είναι μισάνθρωπος, δεν αγάπησε ποτέ τους ανθρώπους».
Μισάνθρωπος που ξέρει ν’ αγαπά, «σκουντούφλης άνθρωπος» που δαπανήθηκε μέσα στη φιλία, ο Παπαγιώργης απείχε συνειδητά από τη νεοελληνική κάστα των γραμμάτων που γλωσσοδέρνεται και περιαρπάζεται, που καταφεύγει στην καταλαλιά, στους «ορθοφοιτοσυκοφαντοδικοταλαίπωρους» τρόπους. Δύσκολος, δύσπιστος, επιφυλακτικός και απαιτητικός, θύμιζε τον ανθρώπινο εκείνο τύπο που περιγράφει σ' ένα κείμενό του: «Αν κατά μία έννοια οι άνθρωποι θυμίζουν σπίτια, αυτός δεν ήταν χτισμένος πάνω στον δρόμο, να ανοίγει σε όποιον κρούει τα παραθυρόφυλλα, αλλά σπίτι χτισμένο στο βάθος του κήπου, που το σκέφτεσαι λίγο πριν πατήσεις το κατώφλι». Αλλά βέβαια, άνευ κοινωνίας άνθρωπος δεν νοείται:
Δεν νοείται ομιλία χωρίς αποδέχτη, καθότι η κοινωνία συνιστά όμιλο (ομάδα ομιλούντων), συνεργασία (ο ένας προσφέρει ψωμί, ο άλλος τα όπλα και ο τρίτος τη διοίκηση) και φυσικά συνύπαρξη. Οπότε μπορούμε να διερωτηθούμε: τι νόημα έχει ο απόλυτος ιδιωτικός βίος; Ακόμα και ο κυνικός μόνο στην αγορά τοποθετεί το πιθάρι του. Για να ζήσει έχει ανάγκη τα μάτια των άλλων. Από την άλλη μεριά, ο άνθρωπος που προσφέρει τα πάντα στην κοινότητα και δεν κρατάει τίποτε για τον εαυτό του αντιμετωπίζει το ίδιο οξύμωρο: μπορεί να ζει μόνο ως συμπλήρωμα της ζωής των άλλων. Αυτό και μόνο δεν έχει αντιγυρίσματα, αναγνώριση, αποδοχή;
Ο Χέγκελ αποκάλεσε «αμοιβαία απάτη» αυτό το δίπολο, με την πεποίθηση βέβαια ότι τόσο ο κεντρομόλος βίος όσο και ο φυγόκεντρος οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα. Με την όποια δραστηριότητά του ο αρνητής της κοινότητας την ωφελεί, έστω και κατά παράβαση των προθέσεών του. Επάλληλα, ο αφοσιωμένος επίκουρος της κοινότητας, προσφέροντας ανυστερόβουλα τον εαυτό του, τελικά τον ωφελεί διότι αναγνωρίζεται ως απαραίτητος, ως πυλώνας του κοινωνικού βίου.
Κατά συνέπεια η «απάτη», η οποία όντως υπάρχει και είναι λειτουργικότατη, αφορά μια παιδική σχεδόν αυταπάτη για τη διαχείριση του εγώ μέσα στην κοινωνία. Υπάρχει ο άνθρωπος που ζει φορώντας γάντια, που κυκλοφορεί μασκοφόρος, που μετέχει στην κοινωνική φάρσα κατά συνθήκη, πιστεύοντας ακράδαντα ότι η αληθινή του ζωή άρχεται μόλις κλείσει την κοινωνία εκτός οίκου. Περίεργη αυταπάτη βέβαια, καθότι σε ό,τι τον περιβάλλει υπάρχει η υπογραφή των άλλων (σπίτι, ενδύματα, τρόφιμα, τσιγάρα, καταπότια, μιντιακά μηνύματα είναι πλασμένα από ξένα χέρια). Στεγανός ατομικός κόσμος δεν νοείται. Και μόνο η υποψία ότι το μακρύ χέρι των άλλων τον αγγίζει ανά πάσα στιγμή φέρνει τρέλα στον μανιακό ατομοκεντριστή. Ούτε δέχεται βέβαια να αναλογιστεί ότι το εγώ του είναι κοινωνικό πλάσμα, επιφαινόμενο μιας κοινωνικής υπόστασης που κάποτε την παρίσταναν σαν έναν τερατώδη εκατόγχειρα (με μύρια κεφάλια, χέρια και πόδια). Αργά ή γρήγορα, αμφότερες οι στάσεις εξαναγκάζονται να παραδεχτούν ότι το πρωταρχικό είναι το κοινωνικό – αυτή είναι η μήτρα που ζωοποιεί τόσο το εγώ όσο και το εμείς, οι προθέσεις έχουν δευτερεύουσα σημασία, το πρωτεύον είναι η συνύπαρξη, που επειδή εμφανίζεται απρόσωπη, είναι πανίσχυρη.
Το «συνυπάρχειν», πάντως, για τον Κωστή Παπαγιώργη, εκδηλωνόταν μέσα στις παρέες, στην απαράβατη κανονικότητα των συναντήσεων, στη συνομιλία. «Στις παρέες τα έμαθα όλα, εκεί αποκτάς πείρα και μυαλό», έλεγε. Κι ίσως αυτή η προσήλωση στο ιδεώδες της παρέας (ιδεώδες που καταλύει τις μισανθρωπικές εμμονές), να σχετίζεται με την έμφαση στη σημασία των «μικρών κοινοτήτων» που δεν αφήνουν περιθώρια «για επικίνδυνες περιπλανήσεις μιας ξεμοναχιασμένης συνείδησης, από τις οποίες τόσα και τόσα τράβηξε ο ίδιος», όπως έγραψε κάποτε ο Δημοσθένης Κούρτοβικ. Γιατί τον Παπαγιώργη τον απασχόλησε πολύ το ζήτημα του παραδοσιακού ιθαγενούς κοινοτισμού και του καλόγνωμου ήθους του· προσβεβλημένος από την απαξίωση προς κάθε τι επιχώριο και τον διάχυτο θαυμασμό για οτιδήποτε οθνείο (κυρίαρχη συνθήκη στην πορεία της συγκρότησης του έθνους-κράτους), καταφέρθηκε με δριμύτητα ενάντια στο σύγχρονο ελληνικό κράτος που από το δυτικό παράδειγμα κρατάει μόνο την επίφαση, καταντώντας κακέκτυπο και συνάμα καρικατούρα αυτού που θέλησε, αλλά δεν κατάφερε (λόγω ιδιοσυστασίας;) να μιμηθεί.
Αλλά δεν είναι οι ιδέες περί «αυτοχθονισμού» αυτό που κύρια ορίζει τη σκέψη του Παπαγιώργη, ούτε ο βασανιστικός μετεωρισμός του ανάμεσα στο εκσυγχρονιστικό και το παραδοσιοκρατικό ιδεολόγημα, ο οποίος, προϊόντος του χρόνου, φάνηκε να σταθεροποιείται στον δεύτερο πόλο. Είναι ότι μας πρόσφερε ένα οδόσημο προς την κατεύθυνση αυτού που είμαστε και όχι εκείνου που θέλουμε να είμαστε βιάζοντας τον εαυτό μας. Και ότι μας χάρισε τη μοναδική ευκαιρία να ξαναζήσουμε, μαζί του, αναγνώστες και συγγραφέας, το “όμοιέ μου, αδελφέ μου” του Μπωντλαίρ.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ
(οι εκδόσεις που κυκλοφορούν)
Υπεραστικά, Καστανιώτη, 2014, 408 σελ.
Περί μνήμης, Καστανιώτη, 2008, 335 σελ.
Περί μέθης, 10η έκδ., Καστανιώτη, 2008, 174 σελ.
Προσωπογραφίες, Κωστής Παπαγιώργης, Πέτρος Τατσόπουλος (κείμενα), Αχιλλέας Χρηστίδης (ζωγραφική), Καστανιώτη, 2007, 445 σελ.
Τρία μουστάκια: Ψιχία μηδενισμού, Καστανιώτη, 2006, 197 σελ.
Εμμανουήλ Ξάνθος: Ο Φιλικός, Καστανιώτη, 2005, 277 σελ.
Τα γελαστά ζώα, Καστανιώτη, 2004, 225 σελ.
Τα καπάκια: Βαρνακιώτης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος, Καστανιώτη, 2003, 290 σελ.
Κανέλλος Δεληγιάννης, Καστανιώτη, 2002, 350 σελ.
Ο Χέγκελ και η γερμανική επανάσταση, Καστανιώτη, 2000, 185 σελ.
Σύνδρομο αγοραφοβίας, Καστανιώτη, 1998, 227 σελ.
Η κόκκινη αλεπού. Οι ξυλοδαρμοί: Μισανθρωπίας προλεγόμενα, Καστανιώτη, 1998, 293 σελ.
Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ, Καστανιώτη, 1997, 216 σελ.
Ίμερος και κλινοπάλη: Το πάθος της ζηλοτυπίας, Καστανιώτη, 1996, 139 σελ.
Λάδια ξίδια, Καστανιώτη, 1996, 208 σελ.
Ζώντες και τεθνεώτες, Καστανιώτη, 1995, 117 σελ.
Σωκράτης, ο νομοθέτης που αυτοκτονεί: Μια πολιτική ανάγνωση του πλατωνικού έργου του, Καστανιώτη, 1995, 174 σελ.
Γεια σου, Ασημάκη, Καστανιώτη, 1994, 159 σελ. (περιέχει, ως επίμετρο, το ποίημα του Ηλία Λάγιου «Πικρό και λίγο δάκρυ για τον Χρήστο Βακαλόπουλο»)
Μυστικά της συμπάθειας, Καστανιώτη, 1994, 212 σελ.
Η ομηρική μάχη, Καστανιώτη, 1993, 318 σελ.
Ντοστογιέφσκι, Καστανιώτη, 1990, 385 σελ.
Σιαμαία και ετεροθαλή, Καστανιώτη, 1990, 188 σε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου