Κάθισα μόνος γεμάτος ταραχή
φορτωμένος ατέλειωτες σκέψεις και αισθήματα.
Σύννεφα κρέμονται γύρω απ’ τη μέση του βουνού.
Ο αέρας θρηνεί στο στόμιο της κοιλάδας.
Πίθηκοι έρχονται κουνώντας τα κλαριά.
Ένα πουλί με διαπεραστικές κραξιές πετάει στο δάσος.
Οι εποχές περνούν και τα μαλλιά μου μεγαλώνουν κουρελιασμένα και γκρίζα.
Το τέλος του χρόνου με βρίσκει γέρο και εγκαταλειμμένο.
***
Να ’σαι ευτυχισμένος, όταν υπάρχει κάτι για να ’σαι ευτυχισμένος.
Όταν η στιγμή έρχεται, μην την χάνεις.
Αν και λένε η ζωή κρατάει εκατό χρόνια.
Ποιος είδε μαζί τριάντα χιλιάδες μέρες;
Είσαι σ’ αυτό τον κόσμο όχι πιο πολύ από μια στιγμή.
Έτσι μην κάθεσαι εκεί μουρμουρίζοντας για τα χρήματα.
Το τέλος της κλασικής «Θεϊκής Στοργής»
Στα λέει όλα γύρω απ’ το πώς είναι οι κηδείες.
***
Σαν ένα κοριό που παγιδεύτηκε μέσα σ’ ένα κύπελλο
μοιάζει ο άνθρωπος που ζει στον κόσμο.
Όλη τη μέρα σκαρφαλώνει γύρω-γύρω
αλλά δεν ξεφεύγει ποτέ απ’ το κύπελλο που τον κρατάει.
Οι αθάνατοι στέκουν μακριά απ’ τα πλούτη του.
Οι απαιτήσεις του δεν έχουν τέλος.
Έτσι σαν το ποτάμι οι μήνες και τα χρόνια κυλούν.
***
Ο κόσμος ρωτάει, ποιος είναι ο δρόμος για το Κρύο Βουνό.
Κρύο Βουνό; Μα δεν υπάρχει δρόμος να το διαπερνά.
Ακόμα και το καλοκαίρι δεν λιώνει ο πάγος.
Αν και βγαίνει ο ήλιος, η ομίχλη τυφλώνει.
Πώς μπορείς να φτάσεις εκεί με το να με μιμείσαι;
Η καρδιά σου κι η δική μου δεν είναι όμοιες.
Αν η καρδιά μου γινόταν όμοια με τη δική μου
τότε θα μπόραγες να ταξιδέψεις ίσαμε το κέντρο.
***
Μάταια έχω σκλαβωθεί να μάθω τις Τρεις Ιστορίες.
Ανώφελα μελέτησα τους Πέντε Κλασικούς.
Μέχρι τα γηρατειά θα συγκρατώ μορφές του παρελθόντος.
Όπως και πριν, μηδαμινός υπάλληλος, σκαλίζοντας φορολογικά κατάστιχα.
Όταν ρωτώ το Ι Τσιγκ, λέει με περιμένουν στενοχώριες.
Όλη μου η ζωή από κακά αστέρια κυριαρχείται.
Να’μουν σαν ένα δέντρο στην όχθη του ποταμού.
Σε κάθε γύρισμα του χρόνου πράσινο πάλι.
***
Εδώ μαραινόμαστε μια δέσμη φτωχοί μαθητές
χτυπημένοι από την έσχατη πείνα και το κρύο.
Έξω απ’ τη δουλειά η μόνη μας χαρά είναι η ποίηση.
Γράφουμε, γράφουμε, στύβουμε το μυαλό μας.
Ποιος θα διαβάσει τη δουλειά τέτοιων ανθρώπων;
Θα γλίτωνες τα μάτια σου.
Αν γράφαμε τα ποιήματά μας σε παξιμάδια
και τα αδέσποτα σκυλιά δεν θα καταδέχονταν να τα δαγκώσουν.
***
Αν έχεις κρασί, φώναξε να πιούμε.
Όταν έχω κρέας, έλα να γιορτάσουμε μαζί.
Όλα για τις Κίτρινες Πηγές αργά ή γρήγορα προορίζονται.
Πρέπει να δουλεύουμε όσο είμαστε νέοι και δυνατοί.
Στολισμένες ζώνες λάμπουν, αλλά για λίγο.
Χρυσές φουρκέτες δεν θα χρειάζονται για πολύ.
Ήξερες τίποτα για τον πατέρα Τσανγκ, για τη γερόντισσα Τσενγκ…
Έφυγαν μακριά και δεν άκουσε κανείς γι’ αυτούς, από τότε.
***
Όσο για μένα χαίρομαι στην καθημερινή Οδό
ανάμεσα στα τυλιγμένα στην ομίχλη αμπέλια και στις σπηλιές στους βράχους.
Στην ερημιά είμαι ολότελα ελεύθερος
με τα φιλικά άσπρα σύννεφα, ζώντας παντοτινά στη σχόλη.
Δρόμος κανείς δεν φτάνει στον κόσμο.
Αφ’ ότου έγινα ξένοιαστος, ποιος μπορεί να βάλει σκέψεις στο μυαλό μου;
Πάνω σ’ ένα κρεβάτι από πέτρα κάθομαι, μόνος στη νύχτα,
ενώ το στρογγυλό φεγγάρι ανεβαίνει στο Κρύο Βουνό.
***
Τριάντα χρόνια πριν, γεννήθηκα στον κόσμο.
Χίλια, δέκα χιλιάδες μίλια έχω περιπλανηθεί
σε ποταμούς με λοχερή, πράσινη βλάστηση,
πέρα απ’ το σύνορο, όπου η κόκκινη άμμος πετάει.
Έβρασα βότανα σε μια μάταιη αναζήτηση αιώνιας ζωής.
Διάβασα βιβλία, τραγούδησα τραγούδια ιστορικά,
και σήμερα ήρθα στο σπίτι, στο Κρύο Βουνό.
Να γείρω στην πηγή το κεφάλι μου και να ξεπλύνω τ’ αυτιά μου.
***
Αν ψάχνεις κάποιο μέρος για ξεκούραση,
το Κρύο Βουνό είναι καλό, να μείνεις αρκετά.
Του αέρα η πνοή ανάμεσα στα σκουρόχρωμα πεύκα,
ηχεί καλύτερα όσο πλησιάζεις
και κάτω από τα δέντρα, ένας ασπρομάλλης άντρας
ψιθυρίζει κείμενα απ’ τις γραφές του Ταό.
Δέκα χρόνια τώρα δεν έχει πάει σπίτι του.
Ξέχασε ακόμα και το δρόμο από όπου ήρθε.
***
Αχυροσκέπαστη καλύβα είναι το σπίτι του ξωμάχου.
Άλογο ή άμαξα σπανίως περνούν από την πόρτα μου.
Δάση, όπου τόσο αργά έρχονται να κουρνιάσουν τα πουλιά.
Ευρύχωρες κοιλάδες, ποτάμια πάντα γεμάτα ψάρι.
Με το γιο μου στο χέρι, κόβω άγρια φρούτα,
Στην άκρη του λόφου, με τη γυναίκα μου καλλιεργώ τα χωράφια…
Και στο σπίτι μου τι έχω;
Μόνο ένα κρεβάτι, φορτωμένο σωρό βιβλία.
***
Κόβοντας λωτούς φωνάζω τους φίλους μου
πλέοντας όμορφα πάνω στο καθαρό ποτάμι,
και στη χαρά μου ξεχνώ, πόσο γρήγορα μεγαλώνει.
Ώσπου ανεμορριπές απογευματινού αέρα στροβιλίζονται
κύματα αδειάζουν πάπιες στο χρώμα του μανταρινιού.
Κυματάκια λικνίζουν τις στηθάτες αγριόχηνες.
Τώρα καθισμένος στη βάρκα μου
μέσα σε ατέλειωτα ρυάκια χύνονται οι σκέψεις.
[HANSHAN: Ποιητής-μοναχός του 9ου μ.χ. αιώνα της κινεζικής δυναστείας Τανγκ, γνωστός με το όνομα Κρύο Βουνό. Θρυλική φιγούρα της παράδοσης του Ταοϊσμού χωρίς όμως να υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες για τη ζωή και τον θάνατό του]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου