Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

Ο Εμπειρίκος της νεότητος



Η συλλογή «1934 - Προϊστορία ή Καταγωγή» (εκδόσεις Άγρα) εκδίδεται λίγο μετά την πληροφορία πως ο πρωτοπόρος ποντοπόρος υπερρεαλιστής απεβίωσε εν καταθλίψει. Την πληροφορία δίδει σε συνέντευξη ο γιος του, Λεωνίδας Εμπειρίκος. «Aπογοητεύθηκε από την αδυναμία της ανθρωπότητας να ενηλικωθεί» διαβάζουμε. Το δεχόμαστε ανερυθριάστως; Η πηγή είναι έγκυρη, πλην όμως η σφύζουσα «Προϊστορία» έρχεται προς επίρρωσιν του ακριβώς αντιθέτου.
Ήδη από τη νεότητά του ο Εμπειρίκος, πριν το πρώτο υπερ-ρεαλιστικό κείμενο στα ελληνικά, την Υψικάμινο, έχει κατασταλάξει. Τραγουδά τη ζωή, καταπατά τον θάνατο και άδει την ελευθερία. Έχει διαβάσει, έχει περιπλανηθεί στα ρεύματα σκέψης της εποχής του και τη θλίψη καταρρακώνει με λέξεις. «Αρκετά κακοζήσαμε χρόνια νιώθοντας πως τούτο δεν συμβαίνει χωρίς λόγο. Αρκετά ενατενίσαμε την θλίψη της ζωής και του τάφου. Τώρα που δεν λέμε πια “πρέπει να σηκωθούμε” γιατί σηκωθήκαμε ολόρθοι. Πολεμάμε με φανατισμό με ηδονή και με πίστη. Καταστρέφοντας θα δημιουργούμε. Τώρα που ζούμε».
Τι κινητοποιεί τον Εμπειρίκο σε αυτή την «άγνοια κινδύνου»; Στην εύμορφο έκδοση αναδεικνύεται με επιχειρήματα πως είναι αφ' ενός ο πολιτικός του ενθουσιασμός το επαναστατικό 1933 και αφ' ετέρου η κομβική συνάντησή του με το κίνημα του Υπερρεαλισμού. Πληροφορούμαστε πως η πρώτη δραστηριότητα έγινε κατά μόνας, παρά τον κομμουνιστικό του αναβρασμό. «Η ένταξή του στο κίνημα του επαναστατικού υπερρεαλισμού» γράφει ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης παράγει «απρόβλεπτα, τολμηρά, ερμητικά ποιήματα» ερχόμενα «σε αντίθεση με την κρατούσα ποιητική πραγματικότητα του 1935». Γεμάτα εικόνες, ενθουσιώδη όπως «Το Θέαμα του Μπογιατιού ως κινούμενου τοπίου» (ως τώρα σε έκδοση εκτός εμπορίου) το επιβεβαιώνουν. Από την άλλη, η Προϊστορία δεν στερείται μη πολιτικών ποιημάτων έμπλεων αισιοδοξίας «Θα ετοιμάσουμε θέλοντας και μη τις μηχανές του μέλλοντος όσο και όπως μπορούμε». Αγνοεί ο Εμπειρίκος την ιδεολογική του συντριβή, που θα επέλθει μετά τη σύλληψή του από την ΟΠΛΑ και την ομηρία του στα Κρώρα το 1944, και χαίρεται;
Γνώμη μας, επισφαλής ίσως, είναι πως όχι. Απλώς ήδη από τα 32-33 χρόνια του έχει διαμορφώσει μια θερμή, φωτεινή ιδιοσυγκρασία, λαμπερή μέσα στο φως της και α-νόσια άγια. Διόλου τυχαία στην πολύτιμη εισαγωγή του, ο σταθερός επιμελητής του Γιώργης Γιατρομανωλάκης γλαφυρά ονοματίζει τον Εμπειρίκο ως τριαδικής φύσεως ποιητή, ψυχαναλυτή και φωτογράφο. Και στο λεκτικόν του φέρει ένθεα στοιχεία, μα και στις προτροπές «Αρκετά. Χτύπα την θλίψη καταγής και πέταξε το μαράζι στα σκουπίδια. Πρέπει να πολεμήσης να χαρής. Κι όχι να πίνεις ξύδι. Τώρα σου πρέπει μέλι κι ένα ποτήρι γιομάτο “δεν με μέλλει”». Εις εαυτόν απευθύνεται ή Εις αναγνώστην; Μας θυμίζει πάντως τον μαχητικό, δημιουργικό βιταλισμό του Μάρκου Αυρηλίου. Αφελής δεν είναι, καμώνεται στωικά την άγνοια και ελπίζει.
Στα προτερήματα της έκδοσης απολαύσαμε την άκρως κατατοπιστική εισαγωγή στην ποιητική ενηλικίωση του Εμπειρίκου. Κινηματικές δυσεύρετες συνεντεύξεις και αυτοσχόλια του ποιητή τα οποία αποδελτιώνονται. Για πρώτη φορά βλέπουμε τον ποιητή στο εργαστήρι του, πώς δουλεύει, την αρχιτεκτονική των ποιημάτων του, με πρώιμες εκδοχές, νεώτερες γραφές και εκτενή εργασία επί των λέξεων. Καβαφογενή ποιήματα στα οποία ο Εμπειρίκος στοχάζεται, θυμίζουν μα δεν μιμούνται τον Αλεξανδρινό, αλλά και πώς επιμελείται και χτενίζει την ίδια την Ιθάκη καλλωπίζοντάς τη επί το μεγανατολικότερον! Ποιήματα προγραμματικά προς το magnum opus του, τον Μεγάλο Ανατολικό. Ποιήματα νεανικά όπου συναντά τον Μαβίλη, τον Παλαμά, τον Σολωμό. Τέλος, οι σταθερές του έργου του: παιδίσκες, μεσήλικες παιδαγωγοί και δέσποινες, σύμβολα της ελευθεριακής ουτοπίας, εικονοποιία, φυσιολατρία, κύματα, θάλασσα, φωτογραφικές περιγραφές, μεστότητα λόγου. Η γλώσσα του εδώ μεταβατική, από τον ακραίο ψυχαρισμό προς τη γνώριμη ιδιότυπη «καθαρεύουσα» της Υψικαμίνου.
Ίσως αναρωτηθεί κανείς. Μα δεν θλίβεται ποτέ ο Εμπειρίκος της νεότητας; Θλίβεται το ποιητικό εγώ, μα υπερισχύουν τα «θερμά ποιήματα». Στην «Κάθοδο»: «Κουράστηκε να περιμένει τον αναβατήρα. Όπως απόστασε μονάχος στον καθρέφτη τις άσπρες τρίχες που δεν είχαν παρά λίγες μόνο μαύρες». Μα αποστασιοποιείται ο ίδιος, κάνει τη θλίψη ιστορία κι αφηγείται υψηλά ιστάμενος, μακριά πολύ «Και πέθανε αντί να βγη. Κομψός σαν πάντα και κάπως υπερόπτης». Όχι ανάλυση, προσοχή. «Μπορεί να εμποδίση παρά να βοηθήση στην απόλαυση του ποιήματος». Πάντως η μιζερία εν καθόδω είναι αποτέλεσμα ειδώλων, ναρκισσισμού, θέασης του καθρέφτη και υπεροψίας. Εκ του αντιθέτου, πιστεύουμε, μας προτρέπει απ' το θλιμμένο εγώ να πολεμήσουμε, να έμβουμε και να καταπλεύσουμε στο χαρούμενο εμείς που στροβιλίζεται, καθάρια ρουφήχτρα: «Η γοητεία της ανερούσας/ Μέσα στη μνήμη μου/ θα διαλύση το σκότος του πόλου/ με το ρυθμό των πελασγών/ και με φαεινά οράματα/ που υπήρχαν πάντοτε και θα υπάρχουν αιωνίως/ θα βρέχει προστάγματα κι αηδόνια/ το καλοκαίρι με όλα του τα μάγια».
Γι' αυτό η έκδοση της Προϊστορίας τούτη τη θρυμματισμένη εποχή που ζούμε παίρνει πάλι χροιά πράξης πολιτικής. Ο Μέγας Ανατολικός εκδόθηκε εν μέσω «σκανδάλων» και σκοτεινού πολιτικού βίου. Ομοίως και τώρα. Διότι είναι θέση και πράξη πολιτική η αισιοδοξία, κι ο ποιητής την προσφέρει στα πρωτόλεια ποιήματά του απλόχερα. Προς τέρψιν και γνώσιν. Επομένως, τω όντι προσφέρει δώρα στους λάτρεις του έργου του, όπως σημειώνεται στην Εισαγωγή. Είναι δώρα. Αν έχεις άνθρωπο θλιμμένο ή μαύρη σε τυλίγει κι ανελέητη, το βιβλίο τη διασπά. «Εμείς δεν χρειαζόμαστε ψυχολόγους. 'Εχουμε φίλους να λέμε τα βάσανα μας», είχε πει η Μελίνα Μερκούρη. Κι ο Εμπειρίκος, ο πρώτος ψυχαναλυτής στην Ελλάδα, στο έργο του αυτό είναι τόσο, μα τόσο φίλος. Μιλά στον Ν. Κάλα «Να χαρής υπεύθυνα, γιομάτα, κατευθεία/ Και να ικανοποιηθής πραγματικά». Κι έτσι, προτρέπει κάθε άνθρωπο σε μια ελευθερία πλήρη, να εξωτερικεύει τα σωθικά του και να χαίρεται τον βίο του.
Πλην όμως ο άνθρωπος κουράζεται, γερνάει και ασθμαίνει. Να εννοήσουμε λοιπόν την κατάθλιψη του 1951 για τον Εμπειρίκο ως κάματο; Ως πένθος για όλα ετούτα τα ωραία που τελειώνουν; Ο ποιητής πάντως, εντός έαρος σαν πάντα, με την Προϊστορία την ελευθερία και την ελπίδα διατυμπανίζει. Κι ίσως η Νήσος των Μακάρων, μαζί με τους Μπεάτους του, σαράντα χρόνια μετά τον επί γης θάνατό του το 1975, να τον φιλοξενεί μακάριο, προτρεπτικό, Χριστό και Πάνα: «Την ομορφιά μην την αφήνετε κλεισμένη σε συρτάρια». Και τα συρτάρια άνοιξαν, την ομορφιά διαβάζεις: Γυμνή και ανήθικη κι ορθή σαν κάκτο.
Φωτογραφίες: ©Αρχείο Λ. Εμπειρίκου.
Ο Ηλίας Κολοκούρης σπούδασε κλασική φιλολογία και γλωσσολογία στην Αθήνα. Είναι καθηγητής.

ένα άρθρο των πρωταγωνιστών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου