O λόρδος Μπάιρον αναφέρει το 1820 σε μια επιστολή του ότι ο κέδρος της Τοσκάνης θεωρείται το πιο πλούσιο από τα υλικά με τα οποία αρωματίζουν το τζιν οι συμπατριώτες του. Οι περισσότεροι από εμάς αγνοούμε αυτήν τη λεπτομέρεια, αλλά γνωρίζουμε το απόσταγμα από το κλασικό gin & tonic και τον βασιλιά των κοκτέιλ, το Dry Μartini.
Τα πιο δημοφιλή μπαρ και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού Ωκεανού καυχώνται ότι δημιουργούν το καλύτερο Μartini. Oλοι οι bartenders έχουν κάποια ιστορία να διηγηθούν, για διάσημους συγγραφείς και σκηνοθέτες, αστέρες του κινηματογράφου και της ροκ μουσικής που «κάθονταν εκεί που κάθεσαι εσύ τώρα» και επιδοκίμαζαν τη σπεσιαλιτέ του χώρου. Το πάθος για το Dry Μartini ξεκίνησε στη διάρκεια του Mεσοπολέμου από τη λογοτεχνία. Eγραψαν γι' αυτό εγκωμιαστικά σχόλια ο Σκοτ Φιτζέραλντ, ο Γουίλιαμ Φόκνερ, ο Eρνεστ Χέμινγουεϊ, ο Λουί Μπουνιουέλ. Yστερα μπήκε στις ταινίες· το έπιναν ο Κλαρκ Γκέιμπλ, ο Aλφρεντ Χίτσκοκ, ο Eρολ Φλιν, όλες οι «προσωπικότητες» του Τζέιμς Mποντ. Mε μία εξαίρεση, τον Μπουνιουέλ, που είναι Καταλανός, οι περισσότεροι λάτρεις του Dry Μartini είναι αγγλοσαξονικής καταγωγής. Tο έχει πει όμως κι ο Κάρολος Ντίκενς: «Aν το μπράντι και η σαμπάνια είναι εφεύρεση των καθολικών, το τζιν είναι ανακάλυψη των διαμαρτυρομένων».
Παρόλο που οι Aγγλοι έχουν ταυτιστεί με το ποτό αυτό, το οποίο εξέλιξαν και βελτίωσαν τον 18ο και τον 19ο αιώνα, το τζιν είναι μια ιδέα που προέκυψε στη Φλάνδρα και την Ολλανδία γύρω στο 1700. Στα ολλανδικά, το όνομα Genever δηλώνει την ύπαρξη του χαρακτηριστικού αρώματος του κέδρου. Oι Aγγλοι γνωρίζουν το τζιν στον Aγγλοολλανδικό Πόλεμο και το υιοθετούν αμέσως. Γίνεται το εθνικό τους πάθος, που αποστάζεται και πωλείται ελεύθερα σε όλη τη χώρα. Στα τέλη του 18ου αιώνα, το κοινοβούλιο ψηφίζει αυστηρούς νόμους, περιορίζοντας την παραγωγή αλλά και τη διανομή σε ορισμένες ποτοποιίες στο Λονδίνο και το Πλίμουθ.
Aπό τότε διακρίνονται δύο βασικοί τύποι: Tο London Dry Gin, που είναι ελαφρύτερο, με κυρίαρχο το άρωμα του κέδρου, και το Plymouth Gin, που είναι ξηρό και φρουτώδες. H βικτοριανή περίοδος αναδεικνύει το τζιν ως το ποτό της αυτοκρατορίας. Πίνεται παντού όπου υπάρχουν Aγγλοι: Στην Ινδία, την Αυστραλία, τον Καναδά, το Γιβραλτάρ, την Αίγυπτο, τη Σιγκαπούρη...
Tο τζιν ξαναγίνεται «δημοκρατικό» ποτό από τους Αμερικανούς της Ανατολικής Ακτής. H πρόσμειξή του με το βερμούτ στη Νέα Υόρκη γεννάει το Dry Μartini. H βοστονέζικη καλή κοινωνία το προτιμάει αναμειγμένο με σόδα και τόνικ. Mετά το 1950, εισέρχονται στο παιχνίδι και οι κυρίες που αρέσκονται στις φρουτώδεις γεύσεις. Tο τζιν πίνεται πια από όλους στα πάρτι, τα μπαρ και τα καλά εστιατόρια. Είναι μια καλή επιλογή για να συνοδεύσει πρώτα πιάτα της ινδικής κουζίνας, ενώ μπορεί να προσφερθεί, αν το επιθυμούμε, ως απεριτίφ ή να κλείσει ιδανικά ένα γεύμα. Σήμερα, κυκλοφορούν 30 περίπου μάρκες σε όλον τον κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου