Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

Ο απίθανος Λουίς Μπουνιουέλ




του Δημήτρη Μπουρνού

Ο Luis Bunuel Portoles(1900-1983),
το 1920.



Κανένας άλλος σκηνοθέτης δεν ταπείνωσε, σάρκασε, εξευ­τέλισε τόσο τον πόθο του αρσενικού για την κατάκτηση του γυναικείου κορμιού.
Μια τρομοκρατική ενέργεια δεν αφήνει να ολοκληρωθούν τα χάδια του Ματέο (Φερνάντο Ρέι) με την Κοντσίτα (η Ισπανή θερμή καλλονή Αντζελα Μολίνα και η πιο συγκρα­τημένη και ψυχρή Καρόλ Μπουκέ στον ίδιο ρόλο) στο «Σκο­τεινό αντικείμενο του πόθου» (1977). Τι αντιφατικός τίτλος, αλήθεια!
Ο αριστοκράτης Ματέο γνωρίζει την Κοντσίτα όταν έρχεται για να την προσλάβει ως υπηρέτρια στο σπίτι του στο Πα­ρίσι. Αρχίζει να την πολιορκεί ερωτικά χωρίς αποτέλεσμα, τρέχοντας κυριολεκτικά πίσω από τα φουστάνια της. Κωμική φιγούρα εραστή που γελοιοποιείται, αδύναμος, υ­ποτάσσεται στον πόθο του ανίκανος να τον ικανοποιήσει. Προσπαθεί να την κατακτήσει αγοράζοντας σ' αυτήν και στη μητέρα της ένα σπίτι, δίνοντάς της χρήματα. Η Κοντσίτα δεν λέει ούτε ναι ούτε όχι. Τον κρατά σε απόσταση, αλλά συγ­χρονως τον «ανάβει* για να μην τον χάσει, αφήνοντάς του κάποιες ελπίδες για ερωτική ολοκλήρωση, αλλά και τον φτά­νει στο απόγειο του μαζοχισμού του, όταν χαϊδεύεται με τον εραστή της πίσω ατό τα κάγκελα του σπιτιού (που της έχει αγοράσει ο ίδιος), ενώ εκείνος τη βλέπει. Η Αντζελα Μολίνα, από τη μια σκηνή στην άλλη, γίνεται... Καρόλ

Μπουκέ.  ο Ματέο δεν καταλαβαίνει τίποτα (Και αρκετοί θεατές, όπως λέει ο ί­διος ο Μπουνιουέλ, δεν κατάλαβαν ότι παίζουν την Κοντσίτα δύο γυναίκες). Ο Ματέο δεν κυνηγάει τη συγκεκριμένη γυναίκα. Κυνηγάει τη μορφή της γυναίκας, το κορμί της. την εικόνα της.


Στην «Τριστάνα» (1969-70) ο πόθος της κα­τοχής της γυναίκας κρύβεται πίσω από την πατρική προστασία και στοργή του Δον Λόπε (Φερνάντο Ρέι). Πρέπει να τον υπηρετεί σεξουαλικά η Τριστάνα (Κατρίν Ντενέβ), γιατί η θέση της είναι μέσα στο σπίτι. Ο διε­στραμμένος έρωτας χωρίς αγάπη δεν ολο­κληρώνεται. Η Τριστάνα φεύγει από το σπί­τι που την άφησε η μητέρα της λίγο πριν πεθάνει. με τον ζωγράφο Οράτιο (Φράνκο Νέρο). Δύο χρόνια αργότερα (Κι επιστρέφει για να πα­ντρευτεί τον Δον Λόπε. Πληρώνει με την ευτυχία της την α­νάγκη της να γυρίσει στον κοινωνικό της χώρο. Από αφελής και αθώα που είναι στην αρχή, αφήνει στο τέλος, ψυχρή, τον Δον Λοπέ να πεθάνει, υποκρινόμενη ότι παίρνει στο τηλέ­φωνο τον γιατρό. Σε όλες του τις ταινίες παίζει με τα αντί­θετα ο Μπουνιουέλ -αμαρτωλό - ηθικό, φανταστικό - πραγ­ματικό, προσωπικό - κοινωνικό- «παίζοντας» συγχρόνως με τις δικές μας φαντασιώσεις και ορμές.


Ο Μπουνιουέλ, γεννημένος το 1900 στο χωριό Καλάντα της Ισπανίας, πρωτότοκος ανάμεσα σε επτά αδέλφια, θα ασχολιόταν με τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, την εντομολογία, το μποξ, τη ζωγραφική και φυσικά τον κινηματογράφο με το ί­διο πάθος. Μαθητής-φαινόμενο για τους Ιησουίτες δασκά­λους του. αντιτίθεται στο δαποτισμένο από τον καθολικισμό περιβάλλον του με τον καλύτερο τρόπο. Χαρακτηριστική εί­ναι η σκηνή που διηγείται η αδελφή του Κοντσίτα, με το δεί­πνο της οικογένειας στο οποίο ο Λουίς επέμενε ότι «ένα με­σημέρι στο κολέγιο είχε βρει μέσα στη σούπα του ένα μαύρο σώβρακο ενός Ιησουίτη». 
Η δεύτερή του ταινία. «Χρυσή εποχή» (1930). απαγορεύτηκε για πενήντα περίπου χρόνια, ενώ η «Βιριδιάνα». παρά τις λυσσαλέες προσπάθειες των ισπανικών και καθολικών οργανισμών για να απαγορεύσουν την προβολή της, προβλήθηκε στις Κάννες και κέρδισε το Χρυσό Βραβείο (1961). Υπήρξε αγαπημένος φίλος με τον Λόρκα. για ένα διάστημα με τον Νταλί, πριν τον μισήσει εξαιτίας της Γκαλά και του φασισμού, με τον Μπρετόν. τον Μαν Ρέι, τον Μαξ Ερνστ. ένας πολίτη; του κόσμου, αφού έζησε στο Μεξικό, στην Αμερική, στο Παρίσι και φυσικά στην Ισπανία
                                                         
   

Αμαρτωλός της νύχτας, λάτρευε τα μπαρ και ιδιαίτερα αυ­τό του ξενοδοχείου Πλάζα σπη Μαδρίτη. «Τα καφέ είναι χώ­ρος για συζήτηση, χώρος του πήγαινε-έλα και της ηχηρής, κα­μιά φορά. φιλίας,  των γυναικών. Τα μπαρ, αντίθετα είναι μια άσκηση μοναξιάς». Φοβερός πότης, έπινε τα πάντα: βότκα, τεκίλα απεριτίφ. που θεωρούσε την παρακμή τους θλιβερό σημείο.
Αδυναμία είχε όμως στο Dry Martini.
«Ένα καλό Dry Martini». έλεγε κάποτε στην Αμερική, «πρέπει να μοιάζει με τη σύλληψη της Παρθένου». Άρχισε το κά­πνισμα γύρω στα 16 και από τότε δεν στα­μάτησε ποτέ. «Το αλκοόλ και το τσιγάρο συνοδεύουν πολύ ευχάριστα τον έρωτα.
Γενικά, το αλκοόλ τοποθετείται πρώτα και ο καπνός μετά».
Χωρίς μεταμέλεια θυμόταν τις πουτάνες τιης Μαδρίτης, τα παρισινά μπορντέλα και τα τάξι-γκερλ της Νέας Υόρκης, όπως και τη μοναδική ταινία πορνό που είχε δει στη ζωή του στο Παρίσι, όταν ήταν 25 χρόνων, με πολλές σοδομιστικές περιπτύξεις, αυτή που σχεδίαζε με τον Ρενέ Κλερ να την προ­βάλλουν σε ένα παιδικό κινηματογράφο α­φού έδεναν και φίμωναν τον μηχανικό προβολής. «O tempora o mores" Η  ιδέα να βεβηλώσουμε την παιδική ηλικία μας φαινόταν μία από τις πιο ελκυστικές μορφές καταστροφής. Φυσικά δεν κάναμε τίποτα». θα γράψει στην αυτοβιογραφία του. Ακόμα πιο ελκυστική ήταν η ιδέα να συμμετέχει σε ένα όρ­γιο. «Μια μέρα στο Χόλιγουντ ο Τσάρλι Τσάπλιν οργάνωσε ένα έργο για μένα και δύο Ισπανούς φίλους μου. Εφτασαν τρεις όμορφες νεαρές κοπέλλες της Πασαντένα, αλ­λά για κακή μας τύχη άρχισαν να μαλλώνουν μεταξύ τους για­τί και οι τρεις τους ήθελαν τον Τσάρλι Τσάπλιν. Τελικά έφυγαν»,
«Οι μανίες σε βοηθούν να ζεις. Λυπάμαι για τους ανθρώπους που δεν έχουν», θα πει, και στα 1920. στη Μαδρίτη, θα τον συγκλονίσει η χωρίς φανερό αίτιο αυτοκτονία μιας κοπέλας με τον αρραβωνιαστικό της που αποκαλύφθηκε με τη νε­κροψία ότι ήταν παρθένα. Ο Μπουνιουέλ αισθανόταν εκεί­νη την εποχή σαν τον καλόγερο που μπορεί να αγαπήσει την Παρθένο Μαρία. Φυσικά, παράλληλα τον βασάνιζαν και άλλες ερωτικές φαντασιώσεις που η αρχή τους ορίζεται στα 14 του χρόνια Για παράδειγμα, η μελέτη του αμαρτωλού Ντε Σαντ («120 μέρες στα Σόδομα»), που τον σοκάρισε τόσο ώστε να γραφτεί στη λίστα αναμονής της βιβλιοθήκης της ο­δού Βοναπάρτη στο Παρίσι για να πάρει τη «Ζυστίν». την ο­ποία όμως δεν μπόρεσε να πάρει ποτέ. Όπως και ο θαυμα­σμός της σεξουαλικής ανδρείας των νάνων αφού χρησιμο­ποίησε και κάποιον στο «Ναζαρέν» (1958-59). «Αυτός που έπαιζε στο Ναζαρέν είχε στο Μεξικό δύο μαιτρέσες που τις έβλεπε εναλλάξ. Μερικές γυναίκες αγαπούν τους νάνους. Ισως γιατί νομίζουν ότι έχουν εραστή αλλά συγχρόνως κι έ­να παιδί».
Ο Λουίς Μπουνιουέλ, τελικά, άγιος της «αμαρτίας», σκά­ρωσε το πιο ηδονοβλεπτικό, το πιο καταστροφικό παιχνίδι, μια ξυ­ραφιά στο μάτι του «Ανδαλουσιανού σκύλου» και στο ηδονοβλεπηκό μάτι του θεατή.
Ο Λουίς Μπουνιουέλ δεν είναι τελικά άλλος απ’ αυτόν που ομολόγησε:


«Η σεξουαλική απόλαυση είναι αναπόσπαστα δεμένη με την ιδέα της αμαρτίας και δεν υπάρχει χωρίς το θρησκευτι­κό πλαίσιο. Η σεξουαλική πράξη δεν μπορεί να υποβιβαστεί σε απλό κεφάλαιο της Υγιεινής. Είναι μια συναρπαστική, σκοτεινή, αμαρτωλή, διαβολική εμπειρία. Σεξουαλικός έρωτας χωρίς θρησκεία είναι αυγό χωρίς αλάτι. Η αμαρτία πολλαπλασιάζει τον πόθο».      

  


 Βιογραφικό σημείωμα

Ο Μπουρνούς Δημήτρης γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1956 και είναι υπεύθυνος της εταιρείας Text and video improving. Έχει δίπλωμα σκηνοθεσίας και ασχολείται με τον κινηματογράφο πάνω από 20 χρόνια. Σε συνεργασία με το Πνευματικό Κέντρο Κορυδαλλού εχεί επεξεργαστεί και παρουσιάσει σε πολλούς Δήμους των Αθηνών, ένα δύωρο εισαγωγικό μάθημα στον κινηματογράφο για παιδιά Δημοτικού και Γυμνασίου. Πριν μερικά χρόνια έγραφε για ένα διάστημα στο περιοδικό  «Vitrine» κριτικές και αναλύσεις για θέματα του κινηματογράφου. Τώρα πραγματοποιεί μαθήματα κινηματογράφου, σε συνεργασία με το Κέντρο Εκπαίδευσης Ενηλίκων.  Είναι συνεργάτης της Ελληνικής Αρχειακής Εταιρείας και το πάθος του είναι η συλλογή  ταινιών και ντοκιμαντέρ, για προσωπική χρήση. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου