Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

"Ὁ Διγενὴς κι ὁ Χάροντας" Κωστής Παλαμάς



"Ὁ Διγενὴς κι ὁ Χάροντας" πίνακας του Δημήτρη Σκουρτέλη



Καβάλλα πάει ὁ Χάροντας
τὸν Διγενῆ στὸν Ἅδη,
κι ἄλλους μαζί... Κλαίει, δέρνεται
τ᾿ ἀνθρώπινο κοπάδι.

Καὶ τοὺς κρατεῖ στοῦ ἀλόγου του
δεμένους στὰ καπούλια,
τῆς λεβεντιᾶς τὸν ἄνεμο,
τῆς ὀμορφιᾶς τὴν πούλια.

Καὶ σὰ νὰ μὴν τὸν πάτησε
τοῦ Χάρου τὸ ποδάρι
ὁ Ἀκρίτας μόνο ἀτάραχα
κοιτάει τὸν καβαλλάρη.

«Ὁ Ἀκρίτας εἶμαι, Χάροντα
δὲν περνῶ μὲ τὰ χρόνια.
Μ᾿ ἄγγιξες καὶ δὲ μ᾿ ἔνοιωσες
στὰ μαρμαρένια ἁλώνια;

Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀκατάλυτη
ψυχὴ τῶν Σαλαμίνων,
στὴν Ἑφτάλοφην ἔφερα
τὸ σπαθὶ τῶν Ἑλλήνων.

Δὲ χάνομαι στὰ Τάρταρα,
μονάχα ξαποσταίνω,
στὴ ζωὴ ξαναφαίνομαι
καὶ λαοὺς ἀνασταίνω!»


1 σχόλιο:

  1. Ολα τα σύγχρονα ποιήματα που θέλουν τον Διγενή να ανασταίνεται βασίζονται σε αυτό το Δημοτικό που παραθέτω. Δυστυχώς όμως, εδώ, ο Διγενής δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται για "Επτάλοφες και Αναστάσεις Λαών" αλλά για την προσωπική του δόξα.

    Ψυχομαχάει ο Διγενής κι η γης ανατρομάζει
    Το μάθανε τρεις φίλοι του, τρεις μπιστεμένοι φίλοι
    ένας του φέρνει κρυό νερό κι άλλος αφράτο μόσκο
    κι ο τρίτος τον αντίψυχο να μην ψυχομαχήσει.
    Στην τάβλα που καθόντανε κι οπού ψωμίν ετρώγαν
    αθιβολή δεν είχανε κι αθιβολή ευρήκαν.
    -τρεις αντρειωμένοι ειμάστενε κι οι τρεις καλαντρειωμένοι
    μα σαν τον άντρα που είδα χτες στου Δράκου το λιβάδι
    χαρά τον που τον έσπερνε κι οπού τον κοιλοπόνα
    Σα βράχος είν οι πλάτες του σαν κάστρο η κεφαλή του
    και τα πλατιά τα στήθεια του τοίχος χορταριασμένος
    Κάπως σαν τ' άκουσε ο νεκρός και βαριαναστενάζει¨:
    -Φέρτε μου 'δω κρασί να πιώ, φέρτε ψωμί να φάω
    και συ Γραμματικόπουλε, κατέβασ' το σπαθί μου
    και το βαριό κοντάρι μου ν' αναστηθεί η καρδιά μου.
    Κάνει τα χέρια βασταριό, αντρειώθη και σηκώθη.
    Ντύνεται τσάκους δώδεκα και δίπλες δεκαπέντε
    και χάλκινο πουκάμισο και πόσι σιδερένιο πόσι = καπέλλο > κράνος
    κι επήγε και τον εύρηκε στον κάμπο που κυνήγα


    -Ποιός είσαι συ που κυνηγάς στου Δράκου το λιβάδι;
    -Αφέντης μου και κύρης σου κι αφέντης τ αφεντός μου.
    -Βάρει μου συ να σου βαρώ, κρούγε μου να σου κρούω!
    Μια πρώτη του κατέβασε, μια δεύτερη του δίνει
    το στόμα αίμα γιόμισε, του μάκρου τον ξαπλώνει
    κι όλος ο κόσμος έτρεξε να ιδεί τον λαβωμένο
    -Χαρά στον τον κειτάμενο, τον μισοπεθαμένο
    χαρά σ' και σε τέτοιονε γιατρό, που νεκροθεραπεύει !

    ΑπάντησηΔιαγραφή