Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

Διονύσιος Σολωμός - Ὁ Κρητικός (ἀπόσπασμα)

 


XVII.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ἐκοίταα, κι ἤτανε μακριὰ ἀκόμη τ᾿ ἀκρογιάλι·
«ἀστροπελέκι μου καλό, γιὰ ξαναφέξε πάλι!».
Τρία ἀστροπελέκια ἐπέσανε, ἕνα ξοπίσω στ᾿ ἄλλο,
πολὺ κοντὰ στὴν κορασιά, μὲ βρόντημα μεγάλο·
τὰ πέλαγα στὴν ἀστραπὴ κι ὁ οὐρανὸς ἀντήχαν,
οἱ ἀκρογιαλιὲς καὶ τὰ βουνὰ μ᾿ ὅσες φωνὲς κι ἂν εἶχαν.

XIX.

Πιστέψετε π᾿ ὅ,τι θὰ πῶ εἶν᾿ ἀκριβὴ ἀλήθεια,
μὰ τὲς πολλὲς λαβωματιὲς ποὺ μὄφαγαν τὰ στήθια,
μὰ τοὺς συντρόφους πὄπεσαν στὴν Κρήτη πολεμώντας,
μὰ τὴν ψυχὴ ποὺ μ᾿ ἔκαψε τὸν κόσμο ἀπαρατώντας.
(Λάλησε, Σάλπιγγα, κι ἐγὼ τὸ σάβανο τινάζω,
καὶ σχίζω δρόμο καὶ τσ᾿ ἀχνοὺς ἀναστημένους κράζω:
«Μὴν εἴδετε τὴν ὀμορφιὰ ποὺ τὴν Κοιλάδα ἁγιάζει;
Πέστε, νὰ ἰδεῖτε τὸ καλὸ ἐσεῖς κι ὅ,τι σᾶς μοιάζει.
Καπνὸς δὲ μένει ἀπὸ τὴ γῆ· νιὸς οὐρανὸς ἐγίνη.
Σὰν πρῶτα ἐγὼ τὴν ἀγαπῶ καὶ θὰ κριθῶ μ᾿ αὐτήνη».
«Ψηλὰ τὴν εἴδαμε πρωί· τῆς τρέμαν τὰ λουλούδια,
στὴ θύρα τῆς Παράδεισος ποὺ ἐβγῆκε μὲ τραγούδια·
ἔψαλλε τὴν Ἀνάσταση χαροποιὰ ἡ φωνή της,
κι ἔδειχνεν ἀνυπομονιὰ γιὰ νὰ ῾μπει στὸ κορμί της·
ὁ Οὐρανὸς ὁλόκληρος ἀγρίκαε σαστισμένος,
τὸ κάψιμο ἀργοπόρουνε ὁ κόσμος ὁ ἀναμμένος·
καὶ τώρα ὀμπρὸς τὴν εἴδαμε· ὀγλήγορα σαλεύει·
ὅμως κοιτάζει ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ κάποιονε γυρεύει»).

XX.

Ἀκόμη έβάστουνε ἡ βροντή...
Κι ἡ θάλασσα, ποὺ σκίρτησε σὰν τὸ χοχλὸ ποὺ βράζει,
ἡσύχασε καὶ ἔγινε ὅλο ἡσυχία καὶ πάστρα,
σὰν περιβόλι εὐώδησε κι ἐδέχτηκε ὅλα τ᾿ ἄστρα·
κάτι κρυφὸ μυστήριο ἐστένεψε τὴ φύση
κάθε ὀμορφιὰ νὰ στολιστεῖ καὶ τὸ θυμὸ ν᾿ ἀφήσει.
Δὲν εἶν᾿ πνοὴ στὸν οὐρανό, στὴ θάλασσα, φυσώντας
οὔτε ὅσο κάνει στὸν ἀνθὸ ἡ μέλισσα περνώντας,
ὅμως κοντὰ στὴν κορασιά, ποὺ μ᾿ ἔσφιξε κι ἐχάρη,
ἐσειόνταν τ᾿ ὁλοστρόγγυλο καὶ λαγαρὸ φεγγάρι·
καὶ ξετυλίζει ὀγλήγορα κάτι ποὺ ἐκεῖθε βγαίνει,
κι ὀμπρός μου ἰδοὺ ποὺ βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ἔτρεμε τὸ δροσάτο φῶς στὴ θεϊκιὰ θωριά της,
στὰ μάτια της τὰ ὁλόμαυρα καὶ στὰ χρυσὰ μαλλιά της.

XXI.

Ἐκοίταξε τ᾿ ἀστέρια, κι ἐκεῖνα ἀναγαλλιάσαν,
καὶ τὴν ἀχτινοβόλησαν καὶ δὲν τὴν ἐσκεπάσαν·
κι ἀπὸ τὸ πέλαο, ποὺ πατεῖ χωρὶς νὰ τὸ σουφρώνει,
κυπαρισσένιο ἀνάερα τ᾿ ἀνάστημα σηκώνει,
κι ἀνεῖ τσ᾿ ἀγκάλες μ᾿ ἔρωτα καὶ μὲ ταπεινοσύνη,
κι ἔδειξε πάσαν ὀμορφιὰ καὶ πάσαν καλοσύνη.
Τότε ἀπὸ φῶς μεσημερνὸ ἡ νύχτα πλημμυρίζει,
κι ἡ χτίσις ἔγινε ναὸς ποὺ ὁλοῦθε λαμπυρίζει.
Τέλος σ᾿ ἐμὲ ποὺ βρίσκομουν ὀμπρός της μὲς στὰ ῥεῖθρα,
καταπῶς στέκει στὸ Βοριὰ ἡ πετροκαλαμήθρα,
ὄχι στὴν κόρη, ἀλλὰ σ᾿ ἐμὲ τὴν κεφαλὴ της κλίνει·
τὴν κοίταζα ὁ βαριόμοιρος, μ᾿ ἐκοίταζε κι ἐκείνη.
Ἔλεγα πὼς τὴν εἶχα ἰδεῖ πολὺν καιρὸν ὀπίσω,
κὰν σὲ ναὸ ζωγραφιστὴ μὲ θαυμασμὸ περίσσο,
κάνε τὴν εἶχε ἐρωτικὰ ποιήσει ὁ λογισμός μου,
κὰν τ᾿ ὄνειρο, ὅταν μ᾿ ἔθρεφε τὸ γάλα τῆς μητρός μου·
ἤτανε μνήμη παλαιή, γλυκειὰ κι ἀστοχισμένη,
ποὺ ὀμπρός μου τώρα μ᾿ ὅλη της τὴ δύναμη προβαίνει.
[Σὰν τὸ νερὸ ποὺ τὸ θωρεῖ τὸ μάτι ν᾿ ἀναβρύζει
ξάφνου ὀχ τὰ βάθη τοῦ βουνοῦ, κι ὁ ἥλιος τὸ στολίζει.]
Βρύση ἔγινε τὸ μάτι μου κι ὀμπρὸς του δὲν ἐθώρα,
κι ἔχασα αὐτὸ τὸ θεϊκὸ πρόσωπο γιὰ πολληώρα,
γιατί ἄκουσα τὰ μάτια της μέσα στὰ σωθικά μου·
ἔτρεμαν καὶ δὲ μ᾿ ἄφηναν νὰ βγάλω τὴ μιλιά μου.
Ὅμως αὐτοὶ εἶναι θεοί, καὶ κατοικοῦν ἀπ᾿ ὅπου
βλέπουνε μὲς στὴν ἄβυσσο καὶ στὴν καρδιὰ τ᾿ ἀνθρώπου,
κι ἔνιωθα πὼς μοῦ διάβαζε καλύτερα τὸ νοῦ μου
πάρεξ ἂν ἤθελε τῆς πῶ μὲ θλίψη τοῦ χειλιοῦ μου:
………………………………………………………
«Τ᾿ ἀδέλφια μου τὰ δυνατὰ οἱ Τοῦρκοι μοῦ τ᾿ ἀδράξαν,
τὴν ἀδελφή μου ἀτίμησαν κι ἀμέσως τὴν ἐσφάξαν,
τὸ γέροντα τὸν κύρη μου ἐκάψανε τὸ βράδυ
καὶ τὴν αὐγή μοῦ ρίξανε τὴ μάνα στὸ πηγάδι.
Στὴν Κρήτη..............
Μακριὰ ῾πὸ κεῖθ᾿ ἐγιόμισα τὲς φοῦχτες μου κι ἐβγῆκα.
Βόηθα, Θεά, τὸ τρυφερὸ κλωνάρι μόνο νά ῾χω·
σὲ γκρεμὸ κρέμουμαι βαθύ, κι αὐτὸ βαστῶ μονάχο».

XXII.

Ἐχαμογέλασε γλυκὰ στὸν πόνο τῆς ψυχῆς μου,
κι ἐδάκρυσαν τὰ μάτια της κι ἐμοιάζαν τῆς καλῆς μου.
Ἑχάθη, ἀλί μου, ἀλλ᾿ ἄκουσα τοῦ δάκρυου της ραντίδα
στὸ χέρι, πού ῾χα σηκωτὸ μόλις ἐγὼ τὴν εἶδα. —
Ἐγὼ ἀπὸ κείνη τὴ στιγμὴ δὲν ἔχω πλιὰ τὸ χέρι,
π᾿ ἀγνάντευεν Ἀγαρηνὸ κι ἐγύρευε μαχαίρι·
χαρὰ δὲν τοῦ ῾ναι ὁ πόλεμος· τ᾿ ἁπλώνω τοῦ διαβάτη
ψωμοζητώντας, κι ἔρχεται μὲ δακρυσμένο μάτι·
κι ὅταν χορτάτα δυστυχιὰ τὰ μάτια μου ζαλεύουν,
ἀργά, κι ὀνείρατα σκληρὰ τὴν ξαναζωντανεύουν,
καὶ μέσα στ᾿ ἄγριο πέλαγο τ᾿ ἀστροπελέκι σκάει,
κι ἡ θάλασσα νὰ καταπιεῖ τὴν κόρη ἀναζητάει,
ξυπνῶ φρενίτης, κάθομαι, κι ὁ νοῦς μου κινδυνεύει,
καὶ βάνω τὴν παλάμη μου, κι ἀμέσως γαληνεύει. —
Καὶ τὰ νερά ῾σχιζα μ᾿ αὐτό, τὰ μυριομυρωδάτα,
μὲ δύναμη ποὺ δὲν εἶχα μήτε στὰ πρῶτα νιάτα,
μήτε ὅταν ἐκροτούσαμε, πετώντας τὰ θηκάρια,
μάχη στενὴ μὲ τοὺς πολλοὺς ὀλίγα παλληκάρια,
μήτε ὅταν τὸν μπομπο-Ἰσοὺφ καὶ τσ᾿ ἄλλους δύο βαροῦσα
σύρριζα στὴ Λαβύρινθο π᾿ ἀλαίμαργα πατοῦσα.
Στὸ πλέξιμο τὸ δυνατὸ ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς μου
(κι αὐτό μοῦ τ᾿ αὔξαιν᾿,) ἔκρουζε στὴν πλεύρα τῆς κυρᾶς μου.

Ἄλλὰ τὸ πλέξιμ᾿ ἄργουνε, καὶ μοῦ τ᾿ ἀποκοιμοῦσε,
ἠχός, γλυκύτατος ἠχός, ὁποῦ μὲ προβοδοῦσε.
Δὲν εἶναι κορασιᾶς φωνὴ στὰ δάση ποὺ φουντώνουν,
καὶ βγαίνει τ᾿ ἄστρο τοῦ βραδιοῦ καὶ τὰ νερὰ θολώνουν,
καὶ τὸν κρυφό της ἔρωτα τῆς βρύσης τραγουδάει,
τοῦ δέντρου καὶ τοῦ λουλουδιοῦ ποὺ ἀνοίγει καὶ λυγάει.
Δὲν εἶν᾿ ἀηδόνι, κρητικὸ ποὺ σέρνει, τὴ λαλιά του
σὲ ψηλοὺς βράχους κι ἄγριους ὅπ᾿ ἔχει τὴ φωλιά του,
κι ἀντιβουΐζει ὁλονυχτὶς ἀπὸ πολλὴ γλυκάδα
ἡ θάλασσα πολὺ μακριά, πολὺ μακριὰ ἡ πεδιάδα,
ὥστε ποὺ πρόβαλε ἡ Αὐγὴ καὶ ἔλιωσαν τ᾿ ἀστέρια,
κι ἀκούει κι αὐτὴ καὶ πέφτουν της τὰ ρόδα ἀπὸ τὰ χέρια.
Δὲν εἶν᾿ φιαμπόλι τὸ γλυκὸ ὁποὺ τ᾿ ἀγρίκαα μόνος
στὸν Ψηλορείτη ὅπου συχνὰ μ᾿ ἐτράβουνεν ὁ πόνος,
κι ἔβλεπα τ᾿ ἄστρο τ᾿ οὐρανοῦ μεσουρανὶς νὰ λάμπει
καὶ τοῦ γελοῦσαν τὰ βουνά, τὰ πέλαγα κι οἱ κάμποι·
κι ἐτάραζε τὰ σπλάχνα μου ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα
κι ἐφώναζα: «ὢ θεϊκιὰ κι ὅλη αἵματα Πατρίδα»
κι ἅπλωνα κλαίοντας κατ᾿ αὐτὴ τὰ χέρια μὲ καμάρι·
καλή ῾ν᾿ ἡ μαύρη πέτρα της καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι.
Λαλούμενο, πουλί, φωνή, δὲν εἶναι νὰ ταιριάζει,
ἴσως δὲ σώζεται στὴ γῆ ἦχος ποὺ νὰ τοῦ μοιάζει·
δὲν εἶναι λόγια· ἦχος λεπτός...
δὲν ἤθελε τὸν ξαναπεῖ ὁ ἀντίλαλος κοντά του.
Ἂν εἶν᾿ δὲν ἤξερα κοντά, ἂν ἔρχονται ἀπὸ πέρα·
σὰν τοῦ Μαϊοῦ τὲς εὐωδιὲς γιομίζαν τὸν ἀέρα,
γλυκύτατοι, ἀνεκδιήγητοι...
μόλις εἶν᾿ ἔτσι δυνατὸς ὁ Ἔρωτας καὶ ὁ Χάρος.
Μ᾿ ἄδραχνεν ὅλη τὴν ψυχή, καὶ νά ῾μπει δὲν ἠμπόρει
ὁ οὐρανὸς κι ἡ θάλασσα, κι ἡ ἀκρογιαλιά, κι ἡ κόρη·
μὲ ἄδραχνε, καὶ μ᾿ ἔκανε συχνὰ ν᾿ ἀναζητήσω
τὴ σάρκα μου νὰ χωριστῶ γιὰ νὰ τὸν ἀκλουθήσω.
Ἔπαψε τέλος κι ἄδειασεν ἡ φύσις κι ἡ ψυχή μου,
ποὺ ἐστέναξε κι ἐγιόμισεν εὐθὺς ὀχ τὴν καλή μου·
καὶ τέλος φθάνω στὸ γιαλὸ τὴν ἀρραβωνιασμένη,
τὴν ἀπιθώνω μὲ χαρά, κι ἤτανε πεθαμένη.

1833

Σημ: Σύμφωνα μὲ τὸν Ἰάκωβο Πολυλᾶ, τὸ ποίημα αὐτὸ τοῦ Σολωμοῦ πρέπει νὰ θεωρεῖται «ἀρχὴ τῆς νέας ποιητικῆς ἐποχῆς του». Ὅσο κι ἂν ἡ ἀρίθμηση τῶν ἑνοτήτων προέρχεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ποιητὴ (ποὺ θὰ λογάριαζε στὶς ἑνότητες 1-17 νὰ συνθέσῃ τὴν προϊστορία τῆς ὑποθέσεως), τὸ ποίημα δὲν ἔχει χαρακτήρα ἀποσπασματικό, ἀποτελεῖ δὲ μία ἀπόλυτα συμπαγῆ λυρικὴ ἑνότητα.

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2020

Γιώργος Σεφέρης "Έγκωμη"

 





Έγκωμη 

Ήταν πλατύς ο κάμπος και στρωτός· από μακριά φαινόνταντο γύρισμα χεριών που σκάβαν.Στον ουρανό τα σύννεφα πολλές καμπύλες, κάπου κάπουμια σάλπιγγα χρυσή και ρόδινη· το δείλι.5Στο λιγοστό χορτάρι και στ’ αγκάθια τριγυρίζανψιλές αποβροχάρισσες ανάσες· θα ’χε βρέξειπέρα στις άκρες τα βουνά που έπαιρναν χρώμα.

Κι εγώ προχώρεσα προς τους ανθρώπους που δουλεύαν,γυναίκες κι άντρες με τ’ αξίνια σε χαντάκια.10Ήταν μια πολιτεία παλιά· τειχιά δρόμοι και σπίτιαξεχώριζαν σαν πετρωμένοι μυώνες κυκλώπων,η ανατομία μιας ξοδεμένης δύναμης κάτω απ’ το μάτιτου αρχαιολόγου του ναρκοδότη ή του χειρούργου.Φαντάσματα και υφάσματα, χλιδή και χείλια, χωνεμένα15και τα παραπετάσματα του πόνου διάπλατα ανοιχτάαφήνοντας να φαίνεται γυμνός κι αδιάφορος ο τάφος.

Κι ανάβλεψα προς τους ανθρώπους που δουλεύαντους τεντωμένους ώμους και τα μπράτσα που χτυπούσανμ’ ένα ρυθμό βαρύ και γρήγορο τούτη τη νέκρα20σα να περνούσε στα χαλάσματα ο τροχός της μοίρας.

Άξαφνα περπατούσα και δεν περπατούσακοίταζα τα πετούμενα πουλιά, κι ήταν μαρμαρωμένακοίταζα τον αιθέρα τ’ ουρανού, κι ήτανε θαμπωμένοςκοίταζα τα κορμιά που πολεμούσαν, κι είχαν μείνει25κι ανάμεσό τους ένα πρόσωπο το φως ν’ ανηφορίζει.Τα μαλλιά μαύρα χύνουνταν στην τραχηλιά, τα φρύδιαείχανε το φτερούγισμα της χελιδόνας, τα ρουθούνιακαμαρωτά πάνω απ’ τα χείλια, και το σώμαέβγαινε από το χεροπάλεμα ξεγυμνωμένο30με τ’ άγουρα βυζιά της οδηγήτρας,χορός ακίνητος.

Κι εγώ χαμήλωσα τα μάτια μου τριγύρω:κορίτσια ζύμωναν, και ζύμη δεν αγγίζανγυναίκες γνέθανε, τ’ αδράχτια δε γυρίζαν35αρνιά ποτίζουνταν, κι η γλώσσα τους στεκότανπάνω από πράσινα νερά που έμοιαζαν κοιμισμένακι ο ζευγάς έμενε μ’ ανάερη τη βουκέντρα.Και ξανακοίταξα το σώμα εκείνο ν’ ανεβαίνει·είχανε μαζευτεί πολλοί, μερμήγκια,40και τη χτυπούσαν με κοντάρια και δεν τη λαβώναν.Τώρα η κοιλιά της έλαμπε σαν το φεγγάρικαι πίστευα πως ο ουρανός ήταν η μήτραπου την εγέννησε και την ξανάπαιρνε, μάνα και βρέφος.Τα πόδια της μείναν ακόμη μαρμαρένιακαι χάθηκαν· μια ανάληψη.45Ο κόσμοςξαναγινόταν όπως ήταν, ο δικός μαςμε τον καιρό και με το χώμα.Αρώματα από σκίνοπήραν να ξεκινήσουν στις παλιές πλαγιές της μνήμηςκόρφοι μέσα στα φύλλα, χείλια υγρά·50κι όλα στεγνώσαν μονομιάς στην πλατωσιά του κάμπουστης πέτρας την απόγνωση στη δύναμη τη φαγωμένηστον άδειο τόπο με το λιγοστό χορτάρι και τ’ αγκάθιαόπου γλιστρούσε ξέγνοιαστο ένα φίδι,όπου ξοδεύουνε πολύ καιρό για να πεθάνουν.

[Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ΄]

Άρης Αλεξάνδρου "Παράθυρο"

 



ΠΑΡΑΘΥΡΟ


Εδώ το φως είναι σκληρό
σε δυσκολεύει να το δέσεις μαζί με τις κουρτίνες στην άκρη του
          παράθυρου
και στο περβάζι ένα λουλούδι
σαν ηλιοτρόπιο γυρίζει στην περσινή Πρωτομαγιά.

Σαν παίρνει να βραδιάζει
στέκεσαι εκεί μετρώντας τα καράβια φορτωμένα κόκκαλα
τον μεταβολισμό της νεκρής ζώνης που φωσφορίζει τη βροχή
σαν ξεχασμένο φίλντισι.

Διστάζεις να κοιτάξεις κατάματα το δρόμο.
Η φωνή μας δεν είναι μήτε μια σταγόνα
μια σταγόνα που θα ανέβαζε το κύμα
να σκεπάσει ένα χαλίκι.

Ένα δρεπάνι φεγγαριού θερίζει φανοστάτες.

Περιμένουμε κάποιον
να μας μάθει πώς σφυράνε οι καλαμιές στα δάκτυλα του ανέμου
πώς γίνεται ξανά η μέρα μέρα και το αστέρι αστέρι.

Περιμένουμε το φως να μπει απ’ το παράθυρο
ίδιο φιλί γυναίκας μέσα απ’ το σκισμένο πουκάμισο.


Από τη συλλογή «Άγονος γραμμή» (1952) που περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση «Ποιήματα (1941-1974)», ύψιλον/βιβλία, 1991, 3η έκδοση.
                                                                                                  1947

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

Λάμπρος Πορφύρας

 


Λάμπρος Πορφύρας είναι το «απαστράπτον ψευδώνυμον» που «περιεβλήθη ως μανδύαν βύσσου» ο ποιητής Δημήτριος Σύψωμος από την πρώτη κιόλας εμφάνισή του στα γράμματα, τον Σεπτέμβριο του 1894, και με το οποίο καθιερώθηκε έκτοτε στον ελληνικό Παρνασσό. Το ψευδώνυμο αυτό, χωρίς να υποδηλώνει καθόλου ότι ο δεκαπενταετής μόλις τότε φέρελπις ποιητής είχε ζηλώσει δόξα «λαμπράς πορφύρας», φιλοδοξία που θα αποδεικνυόταν άλλωστε ασυμβίβαστη με την ταπεινοφροσύνη και την απλότητα όλης της μετέπειτα ζωής του, παραπέμπει στα έργα του Σολωμού Λάμπρος και Πόρφυρας και φαίνεται έτσι να αποτελεί έγκαιρη αναγνώριση και τιμή προς τη σολωμική ποίηση.

 Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, «Η εποχή και η ζωή του Λάμπρου Πορφύρα». Λάμπρος Πορφύρας, Τα ποιήματα (1894-1932), Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1993, 13-14 [σειρά: Νεοελληνική Βιβλιοθήκη].



Ἡ Θαμπωμένη Χώρα

Πολλές φορὲς στοῦ δειλινοῦ τὴ μυστικὴ τὴν ὥρα,
ὅταν γυρνῶ μὲ τὴν ψυχὴ βαριὰ συλλογισμένη,
πολλὲς φορὲς στὴν ἐρημιὰ βγαίνει μίαν ἄυλη χώρα,
μιὰ χώρα πάντα σιωπηλὴ καὶ πάντα θαμπωμένη.

Τὰ σπίτια της εἶναι κλειστὰ κι εἶναι παλιά. Κλωνάρια
ξεβγαίνουν μέσ᾿ ἀπ᾿ τὶς φτωχὲς αὐλές, τὶς ρημαγμένες,
στοὺς τοίχους, στὰ κατώφλια τους, φυτρώνουνε χορτάρια
κι οἱ στέγες μὲς στὴν πράσινη τὴ μούχλα εἶναι ντυμένες.

Ἔτσι εἶναι. Κι ἄλλα τά ῾χω δεῖ -θαρρῶ- στὰ μαῦρα ξένα,
ἄλλα ἐδῶ πέρα στὸ χωριό, καὶ κάποια στὸ νησί μου,
κάποια στὸ δρόμο τοῦ γιαλοῦ, σὲ χρόνια εὐτυχισμένα,
κι ὅλα τους, κι ὅλη ἡ χώρ᾿ αὐτὴ μοῦ λέει γιὰ τὴ ζωή μου.

Ἄ! Καθὼς μπαίνω στ᾿ ἄχαρα τὰ βραδινὰ στενά της,
κανένας δὲν ὑπάρχει πιὰ νὰ βγεῖ νὰ μ᾿ ἀπαντήσει,
ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος κι ὁ στερνὸς ποὺ τὰ περνῶ διαβάτης·
θυμᾶμαι ἀγάπες· σβήνεται τὸ λίγο φῶς στὴ δύση·

Σβήνεται ἀγάλια ὁλότελα. Κι ἡ χώρα ἡ θαμπωμένη
μαζὶ μ᾿ ἐκεῖνο σιωπηλὴ βυθίζεται μακριά μου,
γυρνάω σκυφτός. Κι ἀλλοίμονο! τριγύρω μου δὲ μένει
παρὰ ἡ νυχτιά, κι ἡ σκοτεινιὰ κι ἡ ἀτέλειωτη ἐρημιά μου.


Τότε ποὺ σ᾿ εἶδα νά ῾ρχεσαι...


Τότε ποὺ σ᾿ εἶδα νά ῾ρχεσαι μὲ τ᾿ ἄλλα χελιδόνια,
τότε καὶ μόλις ἔνιωσα γιὰ ποιὰ χαρὰ μιλοῦσαν
μέσα στὰ φύλλα τὰ πουλιὰ τὰ πνεύματα στὰ κλώνια
κι οἱ πεταλοῦδες ποὺ στὸ φῶς νιογέννητες ξυπνοῦσαν.

Τὸ μονοπάτι διάβαινες κι εἶχες μία λάμψη τόση,
μιὰ τέτοιαν ἄνθινη ὀμορφιὰ στὸ νοτισμένο χῶμα,
ποῦ δίχως ἄλλο ἡ Ἄνοιξη θὰ σ᾿ εἶχεν ἀνταμώσει
καὶ κάτω ἀπ᾿ τὶς ἀμυγδαλιές σὲ φίλησε στὸ στόμα.

 

 

Ἐπίγραμμα

Ἐδῶ στὴν ἔρημη πηγὴ
ποῦ ἴσκιος ἐπλανήθη
μιᾶς ὀμορφιᾶς ἀνέγγιχτης,
στὰ κρουσταλένια βύθη,

γιὰ τὶς νυφοῦλες τοῦ νεροῦ
καὶ στῆς ἰτιᾶς τὸν κλῶνο
στεφάνι ἀγριολούλουδα
κρεμῶ κι ἀφιερώνω.

Παρακαλῶ τὶς καλαμιὲς
μὲ τοὺς αὐλοὺς θλιμένα
νὰ κελαδοῦν τ᾿ ἀμίλητα
λογάκια τὰ σβησμένα.

Καὶ τὴ πηγὴ στὸ κοίλωμα
τοῦ βράχου, κεῖ στὴν ἄκρια
νὰ χύνει σὰ σὲ λήκυθο
τὰ μουσικά της δάκρυα.

 


Τὸ θέατρο


Δὲν ξέρω πῶς νὰ σοῦ τὸ εἰπῶ. Μὰ ὁ δρόμος, χθὲς τὸ βράδυ,
μὲς στὴ σταχτιὰ τὴ συννεφιὰ σὰ θέατρο εἶχε γίνει.
Μόλις φαινόταν ἡ σκηνὴ στ᾿ ἀνάριο τὸ σκοτάδι
καὶ σὰ σκιὲς φαινόντανε μακριά μου οἱ θεατρίνοι.

Τὰ σπίτια πέρα κι οἱ αὐλὲς καὶ τὰ κλωνάρια ἀντάμα
ἔλεγες κι ἦταν σκηνικὰ παλιὰ καὶ ξεβαμμένα,
κι ἐκεῖνοι ἐβγαίναν κι ἔπαιζαν τ᾿ ἀλλόκοτό τους δράμα,
κι ἄκουγες βόγκους κι ἄκουγες καὶ γέλια εὐτυχισμένα.

Ἐγὼ δὲν ξέρω. Ἐβγαίνανε κι ἐσμίγαν κι ἐπαγαίναν
κι ἤτανε μιὰ παράσταση καὶ θλιβερὴ κι ὡραία.
Κι ἔβγαινε, Θέ μου! κι ἡ νυχτιὰ καθὼς ἐπαρασταίναν,
κι ἔβγαινε, Θέ μου! κι ἔριχνε τὴ μαύρη της αὐλαία.

 






Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928) ΗΡΩΙΚΗ ΤΡΙΛΟΓΙΑ




 Διάκος

Μέρα του Απρίλη.

Πράσινο λάμπος,

γελούσε ο κάμπος

με το τριφύλλι.

Ως την εφίλει

το πρωινό θάμπος,

η φύση σάμπως

γλυκά να ομίλει.

Εκελαδούσαν

πουλιά,πετώντας

όλο πιο πάνω.

Τ’ άνθη ευωδούσαν.

Κι είπε απορώντας:

«Πώς να πεθάνω;»

 

Κανάρης

Κάποιοι δαιμόνοι

τον είχαν στείλει.

Έγινε αχείλι

κόσμου που επόνει.

(Ήρωες χρόνοι!)

Και πώς εμίλει

με το φιτίλι,

με το τρομπόνι!

Το πέρασμά του,

μήνυμα κρύο

μαύρου θανάτου.

Κι είχε το θείο

χέρι που φλόγα

κράταε κι ευλόγα.

 

Byron

Ένιωσεν ότι

του ήσαν οι στίχοι

άχαρη τύχη

και ματαιότη.

Η ορμή του η πρώτη

πια δεν αντήχει,

αλλά, στα τείχη,

ένδοξη νιότη.

Γίνονται οι γέροι

γαύροι. Θα ορμήσει

ανδρών λουλούδι.

Κι ο Μπάιρον ξέρει

πώς να το ζήσει

το θείο Τραγούδι.


Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020

“Η Αγγέλικα” του Αργύρη Εφταλιώτη

 


γινε μεγάλη ταραχὴ σὰν πρωτοφάνηκε στὸ χωριὸ ἡ Αγγέλικα. Συνηθισμένος ὁ κόσμος ἀπὸ τὶς ντροπαλὲς καὶ συμμαζεμένες χωριατοποῦλες, βλέπει ἄξαφνα μέσα στὸ χωριὸ μιὰ κοπέλλα, ποῦ τοὺς φάνηκε σὰ θεά. Πρῶτο, ποῦ εἶταν κάτασπρη σὰ νὰ μὴν τὴν εἶδε ἥλιος ποτές, δεύτερο, πρόσχαρη, γελαζούμενη καὶ ζωηρή, ποῦ τοὺς τρέλλαινε σὰ γελοῦσε καὶ τοὺς ἔδειχτε τὰ μεγάλα της τὰ δόντια. Τρίτο, ποῦ δὲ φοροῦσε χωριάτικα, μόνο τῆς χώρας φορέματα. Μὰ τί πρῶτο, καὶ τί δεύτερο, καὶ τί δέκατο. Εἴτανε νὰ τηνε βλέπῃς καὶ νὰ μὴ χορταίνῃς.

Ἐπανάσταση ἔφερε στὸ χωριὸ ἡ Ἀγγέλικα. Οἱ καλοὶ χωριανοὶ δὲν τὸ λογάριαζαν τέτοιο κακό. Ὁ σκοπός τους εἶταν ἀθῶος. Αὐτοὶ ζητούσανε μιὰ καλὴ δασκάλισσα, νὰ μάθῃ τὰ κορίτσια τους γράμματα. Γράφουνε λοιπὸ στὴ χώρα, καὶ σὲ λιγάκι ἔρχεται ἡ Ἀγγέλικα.

Σκολειὸ χτισμένο δὲν εἶχαν ἀκόμα. Τῆς νοικιάζουν ἕνα σπιτάκι, καὶ μέσα σ’ αὐτὸ τὸ σπιτάκι ἄρχισε ἡ Ἀγγέλικα νὰ πολιτίζῃ τοῦ χωριοῦ τὰ κορίτσια. Ὡς ἐδῶ ἡ δουλειὰ πήγαινε καλά. Τὰ κορίτσια μάθαιναν πῶς τὸ ψωμὶ δὲν τρώγεται μέσα στὸ βιβλίο ἄ δὲ γίνῃ ἄρτος, καὶ σὰν τέλειωναν τὰ μαθήματα ἄρχιζε τἀργόχειρο. Καὶ τὸ βράδυ, σὰν πηγαίνανε στὰ σπίτια τους, ἄλλη ἔδειχτε στὸν πατέρα της μπιμπίλες, ἄλλη παντοῦφλες, κι ἄλλη κεντημένες καπνοσακοῦλες. Κι ὁ πατέρας τἄβλεπε αὐτὰ καὶ καμάρωνε ποῦ τέλος πάντων εἶδαν ἀνθρωπισμὸ τὰ κορίτσια.

Ἡ δουλειὰ ὅμως δὲ σταμάτησε ὡς ἐδῶ. Οἱ μεγάλες οἱ κοπέλλες, ποῦ δὲν μποροῦσαν πιὰ νὰ πᾶνε σκολειό, δὲν ἔπρεπε νὰ μείνουν κι αὐτὲς πίσω. Πῶς νὰ βγοῦν οἱ μικρότερες ἀδερφάδες πιὸ ἄξιες καὶ πιὸ χαριτωμένες στὸν κόσμο! Ρίχτουνται λοιπὸν τῆς Ἀγγέλικας κ’ ἡσυχία δὲν τῆς ἀφίνουν. Νυχτέρι δὲ γίνουνταν, ποῦ νὰ μὴν τὴν ἔχουνε στὴ μέση νὰ λέῃ ἱστορίες, νὰ ξηγᾶ συνήθειες τῆς χώρας, νὰ τραγουδάῃ τραγούδια τῆς χώρας, νὰ κόβῃ καὶ νὰ ράβῃ, κι αὐτὲς νὰ λησμονοῦν κάθε χωριάτικο παιχνίδι, τραγούδι καὶ παραμύθι, καὶ νὰ κάθουνται σὰ μαγεμένες ν’ ἀκοῦν τὴν Ἀγγέλικα.

Εἶναι ἀλήθεια πῶς σὰν ἔφευγε ἡ δασκάλισσα στὸ σπιτάκι της οἱ χωριατοποῦλες, −πῶς νὰ τὴν ξεχάσουν τὴν τέχνη!− τῆς κάνανε χίλια περιγέλοια τῆς κακόμοιρης! Ἄλλη νὰ μιμᾶται τὴ φωνή της, ἄλλη τἀσυνήθιστα τὰ λόγια της, ἄλλη τὴ μαριόλική της ματιά. Ἀθῶα περιγέλοια, δίχως ζούλια καὶ δίχως κακία, ἔτσι νὰ τῆς βροῦν κατιτὶς νὰ γελάσουν. Καὶ σὰ σκάνανε στὸ γέλοιο, ἄρχιζαν πάλι νὰ τῆς θαμάζουν τὰ κόκκινα χείλη, τὰ κάτασπρα δόντια, τὸ μικρὸ ποδαράκι, τὴν περπατηξιά της, τὰ στολιδάκια της, τὶς φορεσιές της, ὅλη της τὴ χάρη καὶ τὴν ὀμορφιά.

Καὶ μὲ τὸ βλέπε καὶ θάμαζε, ἄρχισαν οἱ χωριατοποῦλες ν’ ἀλλάζουνε συνήθειες. Ἡ ἀλλαγὴ αὐτὴ εἴτανε βέβαια σιγανὴ κι ἀπ’ ἔξω μοναχά. Τὸ φυσικό της δὲν μποροῦσε νὰ τ’ ἀλλάξ’ ἡ χωριατοποῦλα. Ἄλλαζε τὸ λοιπὸ μερικὰ λόγια, μερικὰ φερσίματα, μερικὰ φορέματα καὶ στολίδια. Κι αὐτὸ ἴσια ἴσια εἶταν ποῦ τοὺς ἔκαμε τοὺς χωριανοὺς νὰ μὴν τὴν καλοβλέπουν τὴ λουσάτη ἐκείνη τὴ μάγισσα. Δὲν ἔσωναν πιὰ τώρα τὰ σπιτήσια τὰ τούλια καὶ τὰ λινομέταξα, ἔπρεπε νὰ φέρνουν κι ἀπὸ τὸ μαγαζὶ λογῆς λογῆς κορδέλλες, κουμπιὰ καὶ κουρέλλια. Καὶ τὸ χειρότερο, ποῦ ἡ μίμηση δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι σωστή, κ’ ἔβλεπες ἄξαφνα καπελλῖνο καὶ γερντάνι μαζί, ἤ φράγκικο φαρμπαλᾶ καὶ κοντογούνι, ἤ κάτι τέτοιο. Ὁ πατέρας φυσικὰ δὲν τὰ κοίταζ’ αὐτά. Ὁ πατέρας μέσα του τὰ καμάρωνε ἴσως. Ἐκεῖνο ποῦ τὸν πονοῦσε τὸν πατέρα εἶταν ἡ τσέπη, τὸ ἔξοδο, αὐτὴ εἶταν ἡ ἐπανάσταση ποῦ ἔβλεπε ὁ νοικοκύρης καὶ τὸν ἔπιανε τρομάρα. Κι ὅσο στολίζουνταν ἡ κόρη του, τόσο τὴ φύλαγε αὐτὸς τὴ λιγδωμένη του γούνα, ἤ το μπαλωμένο του πόδημα.

Μήτε δῶ δὲ σταμάτησε τὸ κακό. Ἡ Ἀγγέλικα, καθὼς εἴπαμε, εἴτανε ζωηρὴ καὶ μιλητικιά. Ἄρχισε λοιπὸ σιγὰ σιγὰ νὰ ψαλιδίζῃ καὶ τῆς χωριατοπούλας ἡ γλώσσα, κι ἄς εἶταν καὶ κανένας ξένος μπροστά της. Καμιὰ φορὰ ἔλεγε καὶ κατιτὶς ἀδιάντροπο τοῦ πατέρα της. Οἱ προεστοὶ κ’ οἱ ἐφόροι εἶταν καλοὶ πατριῶτες κ’ ἤθελαν τὴν πρόοδο τοῦ χωριοῦ. Ἡ νοικοκυρωσύνη τους ὅμως εἶταν κι ἀπὸ τὸν πατριωτισμὸ μεγαλήτερη, καὶ κάθε φορὰ ποῦ ἔπαιζαν τὰ κομπολόγια τους στὸ καφενεδάκι τους συλλογιοῦνταν πῶς νὰ τὴ συμμαζέψουνε λιγάκι αὐτὴν τὴ δασκάλισσα. Νὰ τὴ διώξουνε δὲν ταίριαζε. Μιὰ δασκάλισσα ἔπρεπε νἄχουν. Ποιός ξέρει ἄ δὲν τοὺς ἤρχουνταν καὶ χειρότερη.

− Ἐγὼ τονε βρῆκα τὸν τρόπο, τοὺς λέει μιὰ μέρα ἕνας τους−Σπανὸ τὸν ἔλεγαν, ἄν καὶ δὲν εἴτανε σπανός. Νὰ τὴν παντρέψουμε τὴ δασκάλισσα. Θὰ νοικοκυρευτῇ καὶ θὰ συχάσῃ κι αὐτὴ καὶ μεῖς.

− Ποῦ νὰ τὴν παντρέψῃς! Δὲν ἄκουσες τί ἔλεγε τὶς προάλλες, τῆς κόρης μου, πῶς εἶναι ντροπῆς νὰ τὴν παντρεύουν οἱ γονιοί της καὶ νὰ μὴ διαλέγῃ ἀπατή της τὸ παλικάρι της!

− Αἴ, τὴν ἀφίνουμε λοιπὸν καὶ τονε διαλέγῃ ἀπατή της. Λίγο τερτίπι κ’ ἔγινε ἡ δουλειά.

Καλή τους τύχη ποῦ εἶχαν ἕναν ἀνοικονόμητο χουβαρντᾶ, τὸν πρωτομάστορα τὸ Μυζήθρα. Πηγαίνει ὁ Σπανὸς μιὰ βραδιὰ στὴν ταβέρνα, τοῦ ρίχτεται τοῦ Μυζήθρα, καὶ μὲ λίγα λόγια τὸν ἑτοιμάζει γιὰ τὸ τερτίπι.

− Τί κάθεσαι καὶ χάνεις τὴ νιότη σου καὶ τὴν ὀμορφιά σου; τοῦ λέει· ποῦ θὰ τὴν ξαναβρῇς τέτοια Νεράϊδα, τέτοιον ἀφρό, τέτοιον κρῖνο; Τί καλλίτερο θὲς ἀπὸ μιὰ τέτοια γυναίκα; Τὸ δικό σου τὄχεις, τί πειράζει ἄ δὲν ἔχῃ καὶ προῖκα; Τρέχα σκάρωσέ της μιὰ πατινάδα. Ἄν τὴ φοβᾶσαι τὴν πατινάδα, ἕνα λουλούδι, μιὰ πρόφαση, καὶ τέλειωσε ἡ δουλειά. Τί χάνουμε τὰ λόγια μας; Πήγαινε σπίτι της ἀπόψε νὰ κοιτάξῃς μὴν τύχῃ κι ἄρχισε νὰ καθίζῃ ὁ καινούριος ὁ τοῖχος. Πὲς πῶς σ’ ἔστειλα γώ. Μὴ φοβᾶσαι· κάμε σὺ τὴν ἀρχή, κι ὅσο γιὰ τὰ στερνά, ἔννοια σου, καὶ γὼ εἶμαι δῶ.

Ὁ Μυζήθρας στὴν ἀρχὴ τὰ πῆρε ὅλ’ αὐτὰ γιὰ κοροϊδέματα τοῦ κὺρ Σπανοῦ. Τὸν ἤξερε πῶς ἀγαποῦσε νὰ πειράζῃ τὸν κόσμο, καὶ δὲν πολυπρόσεξε. Σὰν πήγαινε ὅμως σπίτι του τὴ βραδιὰ ἐκείνη, ὁ Μυζήθρας δὲν τραγουδοῦσε καθὼς ποῦ συνήθιζε. Εἴτανε βυθισμένος σὲ παράξενες συλλογές. Ἡσυχία δὲν εἶχε. Γιατί τάχα νὰ κάμῃ τέτοιο χωρατὸ ὁ Σπανός; Γιατί νὰ μὴν εἶναι κι ἀλήθεια; Τί χάνει νὰ δοκιμάσῃ; Ἄν πιτύχῃ ποιός ἄλλος μὲς στὸ χωριὸ θὰ ἔχῃ τέτοιο θησαυρὸ γιὰ γυναίκα; Ἄ δὲν πιτύχῃ καὶ τὸ μάθῃ ὁ κόσμος, καὶ τῆς βγάλουν τραγούδι, ἄς ὄψεται ὁ Σπανός, ποῦ στάθηκε ἡ αἰτία.

Ἀνέβαινε τὸν ἀνήφορο καὶ πήγαινε πρὸς τὸ σκολειό. Στάθηκε μιὰ στιγμὴ νὰ πάρῃ τὴν ἀναπνοή του. Ἔρριξε μιὰ ματιὰ πρὸς τὰ παράθυρα τῆς Ἀγγέλικας, καὶ τοῦ ἦρθε νὰ ξεσπάσῃ στὸ τραγούδι ποῦ νὰ πάῃ καπνός. Κρατήθηκε ὅμως καὶ πῆγε μπρός. Φτάνει στὴν πόρτα. Ἡ καρδιά του ἔτρεμε τώρα, ὁ λαιμός του στέγνωνε, ἵδρος ψιλὸς τὸν περεχοῦσε. Σκύβει καὶ βλέπει ἀπὸ τὴν κλειδότρυπα πρὶ νὰ χτυπήσῃ. Μέσα στὸ χαγιάτι ἡ παρακόρη, ἡ θύρα ὅμως τῆς κάμαρας ἀνοιχτή, κ’ ἡ Ἀγγέλικα μπρὸς σ’ ἕνα τραπεζάκι καὶ κεντοῦσε.

− Καλὰ λέει ὁ Σπανὸς πῶς εἶναι Νεράϊδα ἡ διαόλισσα, εἶπε. Ὡς τόσο τί νὰ τῆς πρωτοπῶ σὰν ἔμπω! Αἴ, ἄς τῆς πῶ καλησπέρα, κ’ ἔχει ὁ Θεὸς γιὰ τἄλλα.

Χτυπάει τὴν πόρτα. Ἀνοίγει ἡ παρακόρη, καὶ μπαίνει μέσα ὁ πρωτομάστορας.

Ἡ Ἀγγέλικα σηκώνεται μισοτρομασμένη. Στάθηκε σὰ λαμπάδα, μὲ τὰ μαῦρα της μάτια ὀρθάνοιχτα, σὰ νὰ τοῦ ἔλεγαν τί θέλει ἐκεῖ τέτοια ὥρα!

− Καλησπέρα σας, κ’ ἕνα λυχνάρι, τῆς λέει, νὰ ρίξω μιὰ ματιὰ στὸ κατώγι, γιατὶ ὁ καινούριος ὁ τοῖχος λὲν πῶς καθίζει, καὶ μ’ ἔστειλε ὁ κὺρ Σπανὸς νὰ κοιτάξω.

− Μαροῦλα, φωνάζει ἡ Ἀγγέλικα, ἄναψ’ ἕνα φῶς καὶ δός το τοῦ Μάστορα νὰ κοιτάξῃ. Ἐλπίζω πῶς δὲν εἶναι τίποτε.

− Ἐγὼ κοίταξα καλὰ ἀπ’ ἔξω καὶ νὰ σᾶς πῶ δὲν παρετήρησα τίποτις. Ὡς τόσο ἄς δοῦμε κι ἀπὸ μέσα.

Κατεβαίνει στὸ κατώγι, καὶ σὲ λιγάκι ξανανεβαίνει καὶ λέει πῶς δὲν ἔχει φόβο ὁ τοῖχος, καὶ νὰ μὴν τὸ κάμῃ μήτε λόγο, νὰ μὴν τρομάξῃ ὁ κόσμος τοῦ κάκου, καὶ δὲ στέλνει σκολειὸ τὰ κορίτσια του.

Ἐδῶ στάθηκε μιὰ στιγμὴ ὁ Μυζήθρας μπροστά της. Ὁ Μυζήθρας δὲν εἶταν ἄσκημο παλικάρι. Εἶταν ἀψηλός, μεγάλα καστανὰ μάτια καὶ μικρὸ μουστάκι λεβέντικο, εἶταν καὶ γλυκομίλητος. Ἔλα ὅμως ποῦ δέθηκε ἡ γλώσσα του τώρα! Τί νὰ τῆς πῇ, ποῦ εἶταν κ’ ἡ παρακόρη παρέξω!

− Ἄς δοῦμε μιὰ καὶ στὸ Σκολειὸ μέσα, λέει ἄξαφνα, ἐκεῖ ποῦ κοίταζε γύρω τοὺς τοίχους.

− Καὶ παίρνει τὸ λυχνάρι, καὶ πηγαίνει μοναχός του στὴν κάμαρα τοῦ Σκολειοῦ νὰ συλλογιστῇ πῶς ν’ ἀρχίσῃ τὴν ὁμιλία.

− Λᾶτε νὰ δῆτε, τῆς φωνάζει ἀπὸ μέσα.

Ἡ Ἀγγέλικα πηγαίνει στὴν κάμαρα τοῦ Σκολειοῦ.

Ἔφεγγε δὲν ἔφεγγε μέσα στὴ μεγάλη ἐκείνη τὴν κάμαρα μὲ τὸ μικρὸ τὸ λυχνάρι. Ἡ Ἀγγέλικα περπάτηξε λαφριὰ λαφριὰ καὶ πῆγε καὶ στάθηκε μπροστά του σὰν ἄγαλμα, μὲ τὸ ἀμελημένο της φόρεμα, μὲ τὰ μαῦρα της μάτια, μὲ τὸν ἄσπρο τὸ λαιμό της, καὶ μὲ τὰ δυό της χεράκια σφιγμένα κοντὰ στὰ στήθια σὰ νὰ μισοκρύωνε.

− Αὐτὴ τὴ χαραμάδα πρέπει νὰ εἶδε ὁ κὺρ Σπανὸς καὶ φοβήθηκε. Λίγο σουβᾶ θέλει καὶ τίποτις ἄλλο. Τὸ σπίτι εἶναι γερό, μᾶς βγῆκε καὶ καλορρίζικο. Ὅλες μας οἱ κοπέλλες ἀθρωπεύουν ἐδῶ μέσα.

− Καλωσύνη σας νὰ τὸ λέτε αυτό· καὶ τοῦ χαμογέλασε ἡ Ἀγγέλικα.

− Δασκάλισσά μου, ἐμεῖς οἱ χωριανοὶ τὰ λέμε ἴσια τὰ πράματα. Θὰ σᾶς ἔλεγα καὶ μιὰ ἄλλη ἀλήθεια, ἄ δὲ φοβούμουν πῶς ἴσως τὸ πάρετε ἄσκημα.

− Σὰν τί ἀλήθεια; τοῦ κάνει ἡ Ἀγγέλικα, καὶ πάει ἕνα βῆμα κοντήτερά του.

− Πῶς εἶναι μιὰ ψυχὴ στὸ χωριὸ ποῦ πάει νὰ τρελλαθῇ μὲ τασᾶς.

− Καλὲ τί μοῦ λές! Καὶ ποιά νὰ εἶναι, νὰ σὲ χαρῶ, αὐτὴ ἡ ψυχή; πές μου το τώρα ποῦ δὲ μᾶς ἀκοὺ καὶ κανένας.

− Κι ἄ θυμώσετε;

− Σοῦ τὸ τάζω πῶς δὲ θυμώνω, ὅποιος κι ἄν εἶναι. Γιατί νὰ θυμώσω;

− Καλὰ, νὰ σᾶς τὸ πῶ τὸ λοιπόν. Εἶναι ἕνας, ποῦ δὲν εἶναι γέρος, δὲν εἶναι καὶ φτωχός. Δὲν ξέρει πολλὰ γράμματα, εἶδε ὅμως στὸν καιρό του λιγάκι κόσμο. Ἔξω τὴν ἔμαθε τὴν τέχνη του. Εἶναι λοιπὸν καὶ τεχνίτης. Δὲν ξέρει νὰ λέῃ τὸν πόνο του σὰ βιβλίο, ξέρει ὅμως νὰ τὸν τραγουδάῃ σὰν τὸ πουλὶ μὲς στὰ δάση. Δὲν ξέρει νὰ χαιρετάῃ φράγκικα, μὰ ξέρει ν’ ἀγαπᾶ καὶ νὰ χαδεύῃ ρωμαίικα.

− Καὶ τὄνομά του; ρωτάει ἡ Ἀγγέλικα χτυπώντας τὸ ποδαράκι της.

− Δὲν μπορῶ νὰ τὸ πῶ τὄνομά του· δὲν ἀποκοτῶ. Καὶ σταμάτησε ὁ Μυζήθρας.

− Νὰ εἶναι ἔτσι ἀψηλός, νόστιμος, παλικαρᾶς, γλυκομίλητος; ρωτάει πάλι ἡ Ἀγγέλικα γελώντας.

− Δὲν μπορῶ, δὲν μπορῶ νὰ σᾶς πῶ. Πάει νὰ σβύσῃ ὁ νοῦς μου σὰν αὐτὸ τὸ λυχνάρι. Καὶ βάζει τὸ λυχνάρι σ’ ἕνα θρανὶ, καὶ κοιτάζει χάμω συλλογισμένος.

− Τί ἔπαθες, παλικάρι μου; τί ἔχει ὁ καημένος!

Γυρίζει τότες ὁ Μυζήθρας καὶ τὴν καλοκοιτάζει καὶ τῆς λέει:

Δὲν εἶναι πρᾶμα ν’ ἀρρωστᾶ, πρᾶμα νὰ θανατώνῃ, Σὰν τὴν ἀγάπη τὴν κρυφὴ ποῦ δὲν ξεφανερώνει.

Ἡ δασκάλισσα, ἄν καὶ φυσικὰ κάτι ἔννοιωσε, ἤ ὅμως ἤθελε νὰ παίξῃ καὶ νὰ περάσῃ τὴν ὥρα της, ἤ εἶχε ὄρεξη ν’ ἀκούσῃ κι ἄλλα, κ’ ἔκανε τὴν ἀνήξερη ἀκόμα.

− Ἔχεις ἀγάπη μὲς στὴν καρδιά σου, καθὼς βλέπω, τοῦ λέει. Καὶ ποιά νὰ εἶναι ἡ ἄτυχη αὐτὴ ἀγαπητικιά, ποῦ δὲν τὸ ξέρει τί πόνο τὴν ἔχεις;

Καὶ τῆς ρίχτει τώρα φλογερὴ ματιὰ ὁ Μυζήθρας, καὶ τῆς μουρμουρίζει:

Ἀγγελικοῦλα ζάχαρη, κι Ἀγγελικοῦλα μέλι, Κι Ἀγγελικοῦλα κρυὸ νερὸ ποῦ πίνουν οἱ Ἀγγέλοι.

Δὲν μποροῦσε πιὰ ἡ Ἀγγέλικα νὰ καμωθῇ πῶς δὲν ἔννοιωθε. Ἀρχίσανε νὰ τῆς ἔρχουνται σύγκρυα. Δὲν εἴτανε φρόνιμο νὰ μείνῃ κοντά του. Μποροῦσε νὰ σκύψῃ κιόλας νὰ τηνε φιλήσῃ. Τραβήχτηκε λοιπὸ δυὸ βήματα, πῆρε τὸ συνηθισμένο τὸν ἀέρα της σὰν ἔβλεπε ξένο, καὶ,

− Λοιπὸ δὲν ἔχει τίποτις ὁ τοῖχος, τοῦ κάνει. Ἄς εἶσαι καλὰ γιὰ τὸν κόπο σου. Καὶ πῆγε μέσα.

Ὁ Μυζήθρας τὰ εἶχε χαμένα. Τὸν ἔδερνε ἡ ἀγάπη κ’ ἡ ντροπή. Κοιτάζει γύρω του νὰ δῇ πῶς νὰ φύγῃ χωρὶς νὰ τὸν ξαναδῇ ἡ περήφανη ἡ Ἀγγέλικα. Βλέπει τὴν πόρτα ποῦ ἔβγαιναν τὰ κορίτσια σὰ σκόλαζαν, τὴν ἀνοίγει, κ’ ἴσια ἔξω, χωρὶς μήτε ν’ ἀκουστῇ τὸ περπάτημά του.

Σὰ βγῆκ’ ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλή, καὶ κατέβαινε τὸν κατήφορο, καὶ τονε χτύπησε τ’ ἀγέρι, καὶ συνέφερε, χάθηκε ἡ ντροπὴ καὶ τοῦ ἔμεινε ἡ ἀγάπη. Καὶ σὰν τράβηξε ἀκόμα παρακάτω, κ’ εἶδε μπροστά του τὸν κάμπο, καὶ τὸ φεγγάρι νὰ παίζῃ στὰ κύματα, ξύπνησε τὸ χουβαρνταλίκι μὲς στὴν καρδιά του, καὶ διαλάληξε ἀμέσως ὁ κόσμος μὲ τὸ τραγούδι του:

Καλονυχτίζω μιὰ ψυχὴ καὶ τὄνομα δὲ λέγω. Κι ἄ μελετήσω τὄνομα βουρκώνουμαι καὶ κλαίγω.

− Πῆτε μου, πῆτε μου κι ἄλλα, νὰ σᾶς χαρῶ, ἀπ’ αὐτὰ τὰ δαιμονισμένα σας λιανοτράγουδα, −ἔλεγε μιὰ βραδινὴ στὶς κοπέλλες ἡ Ἀγγέλικα, ἐκεῖ ποῦ ἔραβαν καὶ κεντούσανε γύρω στοῦ νυχτεριοῦ τὸ λυχνάρι. − Εἶναι γλυκὰ γλυκὰ καὶ νόστιμα, εἶναι μυρωδᾶτα σὰν τὸ βασιλικό, πῆτε μου κι ἄλλα, πεθαίνω γιὰ τὰ χωριάτικά σας αὐτὰ τὰ ζουμπουλάκια, ποῦ τὰ καταφρονεῖτε, καημένες, μὰ δὲν ξέρετε τί θησαυρὸ ἔχετε! Ἄχ, χωριὸ καὶ πάλι χωριό! Ποῦ νὰ βρῇ κανένας τέτοιο νυχτέρι στὴ χώρα! Ποῦ ν’ ἀκούσῃ τέτοια μοσκομυρισμένα τραγούδια! Θὰ τὰ μάθω, θὰ τὰ μάθω καὶ γὼ αὐτὰ τὰ τραγούδια. Δὲν μπορῶ πιὰ νὰ ζήσω δίχως αὐτὰ.

Κι ἄρχισε ἀμέσως νὰ ψιλοτραγουδάῃ σ’ ἕνα σκοπὸ τοῦ χωριοῦ:

Κυπαρισσάκι μου ψηλό, σκύψε νὰ σοῦ λαλήσω, Ἔχω δυὸ λόγια νὰ σοῦ πῶ, κι ἀπὲ νὰ ξεψυχήσω.

Καὶ δός του γέλοια οἱ κοπέλλες, ποῦ πήγανε νὰ λωλαθοῦνε μαζί της.

− Τί ὄμορφα τὰ τραγουδάει, σὰ νὰ γεννήθηκε στὸ χωριὸ ἡ μαριολεμένη! φωνάζανε.

− Μπά! καὶ μήγαρη δὲ γεννήθηκα σὲ χωριό; Τὴν καημένη μὲ φέρανε στὴ χώρα μικρὴ μικρή, −μήτε μάννα εἶχα μήτε πατέρα. Ὁ καημένος ὁ θειός μου ὁ Παπᾶ Φέστας μὲ πῆρε στὴ χώρα καὶ μὲ πρόκοψε. Τὴ θυμοῦμαι τὴ δύστυχη τὴ μάννα μου σὰ νὰ εἴτανε χτές. Νά! ἔτσι φαίνουνταν. Ὅλοι μοῦ ἔλεγαν πῶς τῆς ἔμοιαζα.

Καὶ παίρνει μιὰ μαγουλίκα, καὶ τὴν τριγυρίζει στὸ κεφάλι της, καὶ τὶς κοιτάζει μὲ ἥμερη καὶ συλλογισμένη ματιά. Εἶταν ἀληθινὴ ζουγραφιὰ τώρα.

Οἱ χωριατοποῦλες κάθουνται καὶ τὴ βλέπουν ἀμίλητες καὶ συγκινημένες· δυὸ τρεῖς δάκρισαν κιόλας.

− Εἶσαι δική μας, Ἀγγέλικα, καὶ βγάλτ’ ἀπὸ τὸ νοῦ σου πῶς θὰ μᾶς φραγκέψῃς, τῆς λέει ἡ μιά τους, ἡ μεγαλήτερη.

− Ἐγὼ νὰ σᾶς φραγκέψω, ἀγάπη μου; Θεὸς νὰ φυλάξῃ! Κοιτάξετε νὰ μὴ μὲ φραγκέψετε σεῖς τώρα ποῦ ξανάγινα πάλι χωριατοποῦλα. Μιὰ βδομάδα καὶ θὰ μοῦ τραγουδᾶς τὸ τραγούδι τῆς νύφης.

Ἔμειναν ὅλες ξερές. Βάζουν τἀργόχειρα χάμω, βλέπουν ἡ μιὰ τὴν ἄλλη, ἀρχινοῦν ἕνα τσιριχτὸ σὰ λωλές, πηδοῦν ὄρθιες, καὶ τριγυρνοῦν τὴν Ἀγγέλικα, νὰ μάθουν τί τρέχει.

− Ἀφῆστε με νὰ σᾶς τὰ πῶ. Νά! ἁπλὸ πρᾶμα· ἀγάπησα ἕνα παλικάρι, καὶ θὰ τὸ πάρω. Μὴ ζουλέψετε. Δὲν εἶναι καμιανῆς ἀρραβωνιαστικός. Εἶναι ἀπὸ τὸν ἄλλο τὸ μαχαλά. Δὲν εἶναι γέρος, δὲν εἶναι καὶ φτωχός. Δὲν ξέρει πολλὰ γράμματα, ξέρει ὅμως τὴν τέχνη του. Δὲν μπορεῖ νὰ μοῦ τὴν πῇ τὴν ἀγάπη του σὰ βιβλίο, ξέρει ὅμως καὶ τραγουδᾶ σὰν τὸ πουλὶ μὲς στὰ δάση.

− Καὶ τὄνομά του; φωνάζουν ὅλες.

− Τὄνομά του; Ἕνα πρᾶμα ποῦ γίνεται νόστιμο μὲ τὸ μέλι.

− Ὁ Μυζήθρας! φωνάζει ἡ μεγαλήτερη.

− Λοιπὸν ἐσὺ ποῦ τὸν ἔννοιωσες, θἄρθῃς νὰ στολίσῃς τὴ νύφη. Ὁ γάμος γίνεται στὸ σπίτι τοῦ κὺρ Σπανοῦ.

Κ’ ἔτσι ἔγινε. Ὁ Σπανὸς πῆρε ὅλη τὴ δουλειὰ ἀπάνω του, σὰν πατέρας της ὁ καημένος.

Ἡ Ἀγγέλικα, καὶ καλὰ νὰ γίνῃ νύφη σωστὴ τοῦ χωριοῦ. Μήτε οἱ τρέμουσες λείπανε, μήτε τὰ χίλια ἄλλα τὰ στολίδια καὶ τὰ γλέντια, ποῦ κάνουν τοὺς χωριανοὺς νὰ λὲν τὸ γάμο χαρά.

Ὅσο γιὰ τὸ γαμπρό, αὐτὸς πιὰ συμμαζεμὸ δὲν εἶχε. Ὡς καὶ στὴ στεφάνωση ἀπάνω ἔσκυψε κ’ εἶπε τοῦ κὺρ Σπανοῦ:

− Εἶμαι Βασιλιάς, ἡ Ἀγγέλικα εἶναι κορόνα μου, καὶ τοῦ λόγου σου ὁ Βεζίρης μου.

Καὶ δὲν ἔλεγε ψέματα. Σὰ Βεζίρης τὴ βόλεψε τὴ δουλειὰ ὁ κὺρ Σπανός. Αὐτὸς εἶταν ποῦ πῆγε καὶ τῆς φύσηξε τὴ φωτιὰ τῆς Ἀγγέλικας ὕστερ’ ἀπὸ κείνη τὴ βραδινή. Αὐτὸς ἔκαμε καὶ τὴν προξενιὰ τῆς Μυζήθραινας· καὶ σὲ δυὸ βδομάδες εἶταν ὅλα τελειωμένα, κ’ ἡ Μυζήθραινα κατασταλαγμένη μὲ τὸ γιόκα της καὶ μὲ τὴ νύφη της, κι ἀποφασισμένη νὰ ζήσῃ μαζί τους, νὰ κοιτάζῃ, ἔλεγε, τὰ ἐγγονάκια της, σὰν πήγαινε ἡ Ἀγγέλικα στὸ Σκολειό.

Κ’ ἔτσι νοικοκυρεύτηκε ἡ δασκάλισσα, ντύνουνταν καὶ μιλοῦσε καὶ φερνότανε σὰν ὅλον τὸν κόσμο, γλύτωσαν καὶ τοῦ χωριοῦ οἱ κοπέλλες ἀπὸ τὴν τρέλλα νὰ θέλουν καὶ καλὰ νὰ φαίνουνται Φράγκισσες.

Α. Εφταλιώτης, Νησιώτικες Ιστορίες, Αθήνα: Εκ. Οίκος Φέξη, 1911, σ.σ. 59−66


https://e-didaskalia.blogspot.com/2014/07/blog-post_1.html

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020

Τὸ ἐπίτευγμα τοῦ Σολωμοῦ

Αναδημοσίευση από: Τὸ Βῆμα τῆς Κυριακῆς, 13-12-1998

του Νάσου Βαγενά *


Στὸ τελευταῖο κείμενό μου στὸ «Βῆμα» (29 Νοεμβρίου 1998) εἶχα ὑποστηρίξει ὅτι, ἂν θέλουμε νὰ δοῦμε καθαρότερα τὴ φύση τῆς ποιητικῆς προσπάθειας τοῦ Σολωμοῦ, θὰ πρέπει νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὶς στερεότυπες εἰκόνες τοῦ ἑπτανησιακοῦ καὶ τοῦ ἀθηναϊκοῦ λογοτεχνικοῦ τοπίου τῆς ἐποχῆς του, οἱ ὁποῖες μας ἔχουν παραδοθεῖ ἀπὸ τὴν ἡρωικὴ ἐποχὴ τοῦ δημοτικισμοῦ, νὰ προσδιορίσουμε μὲ μεγαλύτερη ἀκρίβεια τὰ ἑπτανησιακὰ λογοτεχνικὰ καὶ ἐν γένει γραμματειακὰ συμφραζόμενα τῆς σολωμικῆς ποίησης, καὶ νὰ δοῦμε αὐτὰ τὰ συμφραζόμενα μέσα στὸ εὐρύτερο πλαίσιο τῶν ἑλληνικῶν συμφραζομένων τους. Μιὰ τέτοια ἐξέταση θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ καταλάβουμε ὅτι ὁ Σολωμὸς ὄχι μόνο δὲν ἀποτελοῦσε γιὰ τοὺς Ἑπτανησίους τὴ μοναδικὴ πηγὴ ποιητικῆς ἀλήθειας, ὅπως πιστεύεται, ἀλλὰ καὶ ὅτι, ὡς πηγὴ ἀλήθειας, τοὺς ἦταν ἄγνωστος κατὰ τὸ ὠριμότερο καὶ οὐσιαστικότερο μέρος τοῦ ἔργου του. Θὰ μᾶς παροτρύνει, ἀκόμη, νὰ κοιτάξουμε προσεκτικότερα τὶς σχέσεις τοῦ Σολωμοῦ μὲ τοὺς ποιητὲς τοῦ κύκλου του, ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἢ ποὺ μποροῦσαν νὰ ἔχουν πρόσβαση στὸ ἄδηλο γιὰ τοὺς λοιποὺς ἐγχείρημα τῶν μειζόνων ποιητικῶν συνθέσεών του (Ὁ Κρητικός, Οἱ ἐλεύθεροι πολιορκημένοι, Ὁ Πόρφυρας). Τὸ νόημα τῆς γνωστῆς ἐπιστολῆς του στὸν Τερτσέτη (1833) εἶναι προφανές, ὥστε νὰ μὴ χρειάζεται νὰ τὸ περιγράψουμε ἐδῶ. Αὐτὸ ποὺ μποροῦμε νὰ ποῦμε μελετώντας τοὺς στίχους τῶν ποιητῶν του σολωμικοῦ κύκλου εἶναι ὅτι οὔτε καὶ αὐτοὶ μπόρεσαν νὰ ἔρθουν σὲ γόνιμη ἐπαφὴ μὲ τὸ νόημα τῆς σολωμικῆς τέχνης. Τὸν Σολωμὸ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν καταλάβουν, ἢ τουλάχιστον νὰ ὠφεληθοῦν οὐσιαστικὰ ἀπὸ αὐτόν, οὔτε οἱ μαθητές του. Διαφορετικά, θὰ εἶχαν δώσει ἔργα σημαντικότερα, διαμορφωμένα καὶ ἀπὸ τὰ βαθύτερα στοιχεῖα τοῦ διδάγματός του.
Κοιτάζοντας σήμερα τὰ πράγματα μὲ τὴν ὀπτικὴ καθαρότητα ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς προσφέρει ἡ χρονικὴ ἀπόσταση, ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἦταν ἀλλιῶς. Ὁ Σολωμὸς ἦταν μία ποιητικὴ μεγαλοφυΐα, ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ σπάνια ποιητικὰ πνεύματα πού, ἐνίοτε, ὑπερέχουν τόσο πολὺ τῶν συγχρόνων ὁμοτέχνων τους, ὥστε αὐτοὶ νὰ μὴν μποροῦν νὰ τὰ ἀκολουθήσουν. Ἔτσι, ἀνέλαβε μόνος του καὶ χωρὶς οὐσιαστικὴ βοήθεια ἕνα τιτάνιο ποιητικὸ ἔργο, τὸ ὁποῖο ἦταν ἔργο μιᾶς ὁλόκληρης ποιητικῆς γενιᾶς: νὰ διαμορφώσει μία κοινὴ νεοελληνικὴ ποιητικὴ γλώσσα μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν γλωσσικῶν τάσεων καὶ προτάσεων ποὺ κατετίθεντο ἐκείνη τὴν ἐποχή. Τὸ ἔργο αὐτὸ ἔχει ἀρκετὲς ἀναλογίες μὲ τὸ γλωσσικὸ ἔργο ποὺ ἐπετέλεσε ἡ ποίηση τῆς Κρητικῆς Ἀκμῆς, ἀλλὰ μὲ δυὸ σημαντικὲς διαφορές:
1) Ἡ κλίμακα τῆς γλώσσας ποὺ εἶχαν νὰ ἐπεξεργαστοῦν οἱ ποιητές της Κρήτης ἦταν τοπική, ἐνῶ ἐκείνη τοῦ Σολωμοῦ πανελλήνια· ἡ διαμόρφωση τῆς κρητικῆς ποιητικῆς γλώσσας, τὴν ὁποία ἐπέτυχαν οἱ ποιητὲς τῆς Κρήτης, ἦταν εὐκολότερη, γιατὶ τὸ ὑλικὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ «καθαριστεῖ» καὶ νὰ μορφοποιηθεῖ σὲ ὁμοιογενῆ ποιητικὴ γλώσσα ἦταν πολὺ λιγότερο ἑτερόκλητο ἀπὸ τὸ ὑλικὸ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας τῆς ἐποχῆς τοῦ Σολωμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει καὶ τὶς κινούμενες στοὺς ἀντίποδες τῆς δικῆς του προσπάθειας θεσμοποιημένες γλωσσικὲς κατευθύνσεις τοῦ νέου κράτους.
2) Ἢ ἐποχὴ τῆς Κρητικῆς Ἀκμῆς διέθετε περισσότερους ἀπὸ ἕναν μεγάλους ποιητὲς (Κορνάρος, Χορτάτσης) καὶ ἐλάσσονες ἀναλογικὰ σημαντικότερους ἀπὸ τοὺς ἐλάσσονες σολωμικούς, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ποιητικὴ γλώσσα της ἦταν ἀποτέλεσμα μιᾶς μεγαλύτερης ποιητικῆς ἀλληλεγγύης. Ἔτσι, δὲν θὰ πρέπει νὰ μᾶς παραξενεύει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Σολωμὸς δὲν κατόρθωσε νὰ ὁλοκληρώσει τὶς ποιητικὲς συνθέσεις τῆς ὡριμότητάς του.
Ἀλλὰ δὲν ἦταν μόνον οἱ ἀντικειμενικὲς συνθῆκες ποὺ ἐμπόδισαν τὴν ὁλοκλήρωση αὐτῶν τῶν συνθέσεων. Ἦταν καὶ μία προσωπικὴ συντεταγμένη, ποὺ καθιστοῦσε τὸ σολωμικὸ ἐγχείρημα ἀκόμη πιὸ δύσκολο. Καὶ δὲν ἐννοῶ τὶς γλωσσικὲς ἐλλείψεις τοῦ ποιητῆ, τὶς ὁποῖες ἦταν ἀδύνατον νὰ ἐξαλείψει πλήρως ἡ ἐπανασύνδεσή του μὲ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα μετὰ τὴν ἐπάνοδό του ἀπὸ τὴν Ἰταλία (σὲ τελευταία ἀνάλυση, αὐτὲς ἐνδέχεται νὰ λειτουργοῦν ὡς ἕνα βαθμὸ καὶ ἀντιστρόφως: νὰ ἀποτελοῦν συγχρόνως, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Κάλβου, καὶ πηγὴ ἐκφραστικῆς γοητείας - βέβαια πολὺ λιγότερο ὁρατὴ στὸν Σολωμό). Ἀναφέρομαι στὴν παράτολμη γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλωσσικὴ διαμόρφωσή του προσπάθεια τοῦ Σολωμοῦ νὰ κάνει τραγικοῦ (Ὁ Κρητικός, Ὁ Πόρφυρας) καὶ ἐπικοτραγικοῦ περιεχομένου ποίηση (Οἱ ἐλεύθεροι πολιορκημένοι) μὲ λυρικὴ γλώσσα. Παρὰ τὴν ἀποσπασματικότητα τοῦ ἔργου του, ὁ Σολωμὸς μὲ τὶς συγχωνεύσεις του αὐτὲς εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐλάχιστους εὐρωπαίους ποιητὲς τῆς ἐποχῆς του ποὺ ὑλοποιοῦν πραγματικὰ - θέλω νὰ πῶ: σὲ βάθος - τὸ ρομαντικὸ ὅραμα τῆς σύμμειξης τῶν ποιητικῶν εἰδῶν (μιὰ παρόμοια -λυρικοτραγικὴ- συγχώνευση ἐπιτυγχάνει στὴν Ἰταλία ὁ συνομήλικός του Λεοπάρντι) - καὶ πιστεύω ὅτι ἀπὸ αὐτὴ πηγάζει ἡ μεγάλη καθαρότητα τῆς σολωμικῆς γλώσσας. Ἡ καθαρότητα τῆς γλώσσας τοῦ Σολωμοῦ, ὅπως ἄλλωστε καὶ τοῦ Λεοπάρντι (καὶ οἱ δυὸ χαρακτηρίστηκαν πρόδρομοι τῆς γαλλικῆς «καθαρῆς ποίησης»), δὲν εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνη ἄλλων λυρικῶν ποιητῶν τῆς ἐποχῆς τους. Ὡστόσο, δίνει τὴν αἴσθηση ὅτι εἶναι μεγαλύτερη, γιατί ἔχει μεγαλύτερο βάθος· γιατὶ ὁ σολωμικὸς λυρισμός, ὅπως καὶ ὁ λεοπαρδικός, ἔχει βαρύτερο περιεχόμενο: ἐκφράζει συναισθήματα πυκνότερα καὶ ἀσύμβατα μὲ ἐκεῖνα τοῦ συνήθους λυρισμοῦ.
Κι ἐδῶ βρίσκεται ἡ διαφορὰ τοῦ Σολωμοῦ ἀπὸ τοὺς ξενόγλωσσους ὁμοτέχνους του. Ἐνῶ ὁ Λεοπάρντι εἶχε στὴ διάθεσή του μιὰ καλλιεργημένη καὶ σὲ σημαντικὸ βαθμὸ ὁμοιογενοποιημένη γλώσσα, ὁ Σολωμὸς ἔπρεπε νὰ ἐργαστεῖ μὲ τὸ ὑλικὸ μιᾶς ποιητικῆς γλώσσας πολὺ λιγότερο πρόσφορης γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς σύμμειξης ποὺ ἐπεδίωκε. Αὐτὸ ἐννοοῦσε ὁ Σπ. Ζαμπέλιος ὅταν τὸν ἐπέκρινε γιατὶ ἐπιχείρησε νὰ ἐκφράσει πράγματα τὰ ὁποῖα δὲν τοῦ ἐπέτρεπε ἡ κατάσταση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἐκείνη τὴν ἐποχή.
Τὸ βάρος τοῦ ἔργου ποὺ ἀνέλαβε ὁ Σολωμὸς ἦταν τόσο ὥστε ἡ «συντριβή» του νὰ μὴν εἶναι ἀνεξήγητη. Ἡ μορφὴ τῶν σωζομένων ποιημάτων του δὲν ὀφείλεται τόσο στὴν ἐφαρμογὴ ἀπὸ τὸν ποιητὴ τῆς ἰδέας τοῦ ῥομαντικοῦ ἀποσπάσματος, ὅπως ἔχει εἰπωθεῖ, ὅσο στὴ φύση τοῦ ἐγχειρήματός του (σὲ κανέναν ῥομαντικὸ ποιητὴ ἡ ἀποσπασματικότητα δὲν ἔχει τὴ «συντριμματικὴ» μορφὴ μὲ τὴν ὁποία ἐμφανίζεται στὸν Σολωμό). Ὁ Σολωμὸς ὑπέκυψε στὶς δυσκολίες τοῦ ἐγχειρήματός του, ὅμως κατόρθωσε, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μία μεταφορὰ τοῦ Σεφέρη, νὰ βγάλει μέσα ἀπὸ τὰ γλωσσικὰ νεφελώματα τῆς ἐποχῆς του ἕνα ἄστρο - γιὰ τὴν ἀκρίβεια, κομμάτια ἑνὸς ἄστρου, τὰ ὁποῖα ἐπρόκειτο νὰ γίνουν ὁ κύριος ὁδηγητὴς καὶ διαμορφωτὴς τῆς κοινῆς ποιητικῆς γλώσσας μας καί, ὡς ἐκ τούτου, ἕνας ἀπὸ τοὺς κύριους διαμορφωτὲς τῆς νεοελληνικῆς κοινῆς. Λέω ἐπρόκειτο, γιατὶ χρειαζόταν χρόνος ὥστε νὰ μπορέσει νὰ λειτουργήσει καὶ σὲ βάθος τὸ σολωμικὸ δίδαγμα.
Ἡ ἐπεξεργασία τῆς ἑλληνικῆς ποιητικῆς γλώσσας ποὺ ἐπετέλεσε ὁ Σολωμὸς ἦταν τόσο βαθιὰ καὶ τόσο λεπτὴ ὥστε, ἂν εἶχε δημοσιεύσει τὰ ἀποσπάσματα τῶν μεγάλων ποιημάτων του, ἡ γλώσσα τους θὰ φαινόταν (καὶ θὰ ἦταν) τότε, ὄχι μόνο γιὰ τοὺς Ἀθηναίους ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς Ἑπτανησίους, σὲ αἰσθητὸ βαθμὸ τεχνητὴ (πράγμα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ ἔνιωθαν καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ κύκλου του, ποὺ γνώριζαν τὰ ποιήματά του). Ἔπρεπε νὰ ὡριμάσουν οἱ συνθῆκες καὶ νὰ διαμορφωθεῖ μὲ τὴν καθοδήγηση τῆς γλώσσας τῶν σολωμικῶν ἀποσπασμάτων ἡ ἑλληνικὴ κοινὴ ποιητικὴ γλώσσα, γιὰ νὰ μπορέσει ἡ γλώσσα τοῦ Σολωμοῦ, μὲ μίαν ἀνεπαίσθητη ὅμως ἰσχυρὴ ἀνάδραση, τὴν ὁποία ἡ ἴδια με σοφία προετοίμασε, νὰ φυσικοποιηθεῖ πλήρως.

*Ὁ κ. Νάσος Βαγενᾶς εἶναι καθηγητὴς τῆς Θεωρίας καὶ Κριτικῆς της Λογοτεχνίας στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν.