Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2020

Γιώργος Σεφέρης "Έγκωμη"

 





Έγκωμη 

Ήταν πλατύς ο κάμπος και στρωτός· από μακριά φαινόνταντο γύρισμα χεριών που σκάβαν.Στον ουρανό τα σύννεφα πολλές καμπύλες, κάπου κάπουμια σάλπιγγα χρυσή και ρόδινη· το δείλι.5Στο λιγοστό χορτάρι και στ’ αγκάθια τριγυρίζανψιλές αποβροχάρισσες ανάσες· θα ’χε βρέξειπέρα στις άκρες τα βουνά που έπαιρναν χρώμα.

Κι εγώ προχώρεσα προς τους ανθρώπους που δουλεύαν,γυναίκες κι άντρες με τ’ αξίνια σε χαντάκια.10Ήταν μια πολιτεία παλιά· τειχιά δρόμοι και σπίτιαξεχώριζαν σαν πετρωμένοι μυώνες κυκλώπων,η ανατομία μιας ξοδεμένης δύναμης κάτω απ’ το μάτιτου αρχαιολόγου του ναρκοδότη ή του χειρούργου.Φαντάσματα και υφάσματα, χλιδή και χείλια, χωνεμένα15και τα παραπετάσματα του πόνου διάπλατα ανοιχτάαφήνοντας να φαίνεται γυμνός κι αδιάφορος ο τάφος.

Κι ανάβλεψα προς τους ανθρώπους που δουλεύαντους τεντωμένους ώμους και τα μπράτσα που χτυπούσανμ’ ένα ρυθμό βαρύ και γρήγορο τούτη τη νέκρα20σα να περνούσε στα χαλάσματα ο τροχός της μοίρας.

Άξαφνα περπατούσα και δεν περπατούσακοίταζα τα πετούμενα πουλιά, κι ήταν μαρμαρωμένακοίταζα τον αιθέρα τ’ ουρανού, κι ήτανε θαμπωμένοςκοίταζα τα κορμιά που πολεμούσαν, κι είχαν μείνει25κι ανάμεσό τους ένα πρόσωπο το φως ν’ ανηφορίζει.Τα μαλλιά μαύρα χύνουνταν στην τραχηλιά, τα φρύδιαείχανε το φτερούγισμα της χελιδόνας, τα ρουθούνιακαμαρωτά πάνω απ’ τα χείλια, και το σώμαέβγαινε από το χεροπάλεμα ξεγυμνωμένο30με τ’ άγουρα βυζιά της οδηγήτρας,χορός ακίνητος.

Κι εγώ χαμήλωσα τα μάτια μου τριγύρω:κορίτσια ζύμωναν, και ζύμη δεν αγγίζανγυναίκες γνέθανε, τ’ αδράχτια δε γυρίζαν35αρνιά ποτίζουνταν, κι η γλώσσα τους στεκότανπάνω από πράσινα νερά που έμοιαζαν κοιμισμένακι ο ζευγάς έμενε μ’ ανάερη τη βουκέντρα.Και ξανακοίταξα το σώμα εκείνο ν’ ανεβαίνει·είχανε μαζευτεί πολλοί, μερμήγκια,40και τη χτυπούσαν με κοντάρια και δεν τη λαβώναν.Τώρα η κοιλιά της έλαμπε σαν το φεγγάρικαι πίστευα πως ο ουρανός ήταν η μήτραπου την εγέννησε και την ξανάπαιρνε, μάνα και βρέφος.Τα πόδια της μείναν ακόμη μαρμαρένιακαι χάθηκαν· μια ανάληψη.45Ο κόσμοςξαναγινόταν όπως ήταν, ο δικός μαςμε τον καιρό και με το χώμα.Αρώματα από σκίνοπήραν να ξεκινήσουν στις παλιές πλαγιές της μνήμηςκόρφοι μέσα στα φύλλα, χείλια υγρά·50κι όλα στεγνώσαν μονομιάς στην πλατωσιά του κάμπουστης πέτρας την απόγνωση στη δύναμη τη φαγωμένηστον άδειο τόπο με το λιγοστό χορτάρι και τ’ αγκάθιαόπου γλιστρούσε ξέγνοιαστο ένα φίδι,όπου ξοδεύουνε πολύ καιρό για να πεθάνουν.

[Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ΄]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου