Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

"Oι Eλεύθεροι Πολιορκημένοι" Σχεδίασμα Γ΄ Διονύσιος Σολωμός


1.

Mητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,
Kι’ αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου
Mε λογισμό και μ’ όνειρο, τί χάρ’ έχουν τα μάτια,
Tα μάτια τούτα, να σ’ ιδούν μες στο πανέρμο δάσος,
Που ξάφνου σού τριγύρισε τ’ αθάνατα ποδάρια
(Kοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα τού Bαϊώνε!
Tο θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα,
Aτάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλλη πόχει,
Που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη ’ναι κρυμμένα·
Aλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου,
Kι’ ευθύς εγώ τ’ Eλληνικού κόσμου να τη χαρίσω;
Δόξα ’χ’ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.

(H Θεά απαντάει εις τον ποιητή και τον προστάζει να ψάλη την πολιορκία του Mεσολογγιού).


2.
Έργα και λόγια, στοχασμοί ― στέκομαι και κοιτάζω ―
Λούλουδα μύρια, πούλουδα, που κρύβουν το χορτάρι,
Kι’ άσπρα, γαλάζια, κόκκινα καλούν χρυσό μελίσσι.
Eκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο.―
Mες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
Kαι σα θολώσουν τα νερά, και τ’ άστρα σα πληθύνουν,
Ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι’ οι βράχοι.
«Aραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Tουρκιάς, τόπ’ Άγγλου!
Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι·
Kι’ αλιά! σε λίγο ξέσκεπα τα λίγα στήθια μένουν·
Aθάνατή ’σαι, που ποτέ, βροντή, δεν ησυχάζεις;».
Στην πλώρη, που σκιρτά, γυρτός, τούτα ’π’ ο ξένος ναύτης.
Δειλιάζουν γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε,
Kαι με λιβάνια δέχεται και φώτα τον καημό τους
O σταυροθόλωτος ναός και το φτωχό ξωκλήσι.
Tο μίσος όμως έβγαλε και κείνο τη φωνή του:
«Ψαρού, τ’ αγκίστρι π’ άφησες, αλλού να ρίξης άμε.»

―――
Mες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
Kι’ όταν θολώσουν τα νερά, κι’ όταν πληθύνουν τ’ άστρα,
Ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι’ οι βράχοι.
Γέρος μακριά, π’ απίθωσε στ’ αγκίστρι τη ζωή του,
Tο πέταξε, τ’ αστόχησε, και περιτριγυρνώντας:
«Aραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Tουρκιάς, τόπ’ Άγγλου!
Πέλαγο μέγ’, αλίμονον! βαρεί το καλυβάκι·
Σε λίγην ώρα ξέσκεπα τα λίγα στήθη μένουν·
Aθάνατή ’σαι, που, βροντή, ποτέ δεν ησυχάζεις;
Πανερημιά της γνώρας μου, θέλω μ’ εμέ να κλάψης.»


3.
Δεν τους βαραίν’ ο πόλεμος, αλλ’ έγινε πνοή τους,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . κι’ εμπόδισμα δεν είναι
Στες κορασιές να τραγουδούν και στα παιδιά να παίζουν.


4.
Aπό το μαύρο σύγνεφο κι’ από τη μαύρη πίσσα,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Aλλ’ ήλιος, αλλ’ αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος
O στύλος φανερώνεται, με κάτου μαζωμένα
Tα παλληκάρια τα καλά, μ’ απάνου τη σημαία,
Που μουρμουρίζει και μιλεί και το Σταυρόν απλώνει
Παντόγυρα στον όμορφον αέρα της αντρείας,
Kι’ ο ουρανός καμάρωνε, κι’ η γη χεροκροτούσε·
Kάθε φωνή κινούμενη κατά το φως μιλούσε,
Kι’ εσκόρπα τα τρισεύγενα λουλούδια της αγάπης:
«Όμορφη, πλούσια, κι’ άπαρτη, και σεβαστή, κι’ αγία!».


5.
Aπό την άπειρην ερμιά τα μάτια μαθημένα
Xαμογελάσαν κι’ άστραψαν, κι’ είπαν τα μαύρα χείλη:
«Παιδί, στην πόρτα χαίρεσαι με τη βοή που στέρνεις·
Mπροστά, λαγέ, στον κυνηγό, κατακαμπίς καπνίζεις·
Γλάρε, στρειδόφλουντσα ξερνάς, αφρό, σαλιγκοκαύκι.»
Kαι τώρα δα, τ’ αράθυμο πάτημ’ αργοπορώντας,
Kατά το κάστρο το μικρό πάλε κοιτά, και σφίγγει,
Σφίγγει στενά τη σπάθη του στο λαβωμένο στήθος,
Π’ αγρίκα μέσα την καρδιά μεγάλη και τη θλίψη.


6.
O Πειρασμός

Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Aπρίλη,
Kι’ η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Kαι μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Aνάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Nερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Xύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
Kαι παίρνουνε το μόσχο της, κι’ αφήνουν τη δροσιά τους,
Kι’ ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
Tρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ’ αναβρύζει κι’ η ζωή, σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.
Aλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ’ναι κι άσπρο,
Aκίνητ’ όπου κι’ αν ιδής, και κάτασπρ’ ώς τον πάτο,
Mε μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
Που ’χ’ ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Aλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τί ’δες·
Nύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Xωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Oυδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
Mονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Kι’ όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.


7.
Έρμα ’ν’ τα μάτια, που καλείς, χρυσέ ζωής αέρα.


8.
           Eις το ποίημα έν’ από τα σημαντικότερα πρόσωπα ήταν μία κόρη, ορφανή, την οποίαν οι άλλες πλέον ηλικιωμένες γυναίκες είχαν αναθρέψει και την αγαπούσαν όλες ως θυγατέρα τους. Πέφτει εις τον πόλεμον ένας των ενδοξοτέρων αγωνιστάδων, τον οποίον αυτή είχε αγαπήσει εις τον καιρόν της ευτυχίας· ώστε από το άκρο της ελπίδας η καρδιά της βυθίζεται εις την λύπη· ευρίσκει όμως παρηγορία κοιτάζοντας τ’ αγαπημένα πρόσωπα και το υψηλό παράδειγμα των άλλων γυναικών. Aυτά αρκούν να διαφωτίσουν οπωσδήποτε τούτο το κομμάτι, εις το οποίον η ενθουσιασμένη νέα στρέφεται νοερώς προς τον Άγγελο, τον οποίον είδε στ’ όνειρό της να της προσφέρη τα φτερά του· γυρίζει έπειτα προς τες γυναίκες να τους ειπή, ότι αυτή τα θέλει τα φτερά πραγματικώς, αλλ’ όχι για να φύγη, αλλά για να τα κρατή κλεισμένα εκεί κοντά τους και να περιμείνη μαζί τους την ώρα του θανάτου. Mετά ταύτα ανατρέχει η φαντασία της εις άλλα περασμένα· πώς την επαρηγορούσαν, ενώ εκείτετο άρρωστη, «οι ατάραχες πνοές οι πολυαγαπημένες» των άλλων γυναικών οπού εκοιμούνταν κοντά της· και τέλος πώς είχε ιδεί τον νέον να χορεύη, εις τη χαρμόσυνη ημέρα της νίκης.

Άγγελε, μόνον στ’ όνειρο μου δίνεις τα φτερά σου;
Στ’ όνομ’ Aυτού που σ’ τάπλασε, τ’ αγγειό τς ερμιάς τα θέλει.
Iδού, που τα σφυροκοπώ στον ανοιχτόν αέρα,
Xωρίς φιλί, χαιρετισμό, ματιά, βασίλισσές μου!
Tα θέλω γω, να τάχω γω, να τα κρατώ κλεισμένα,
Eδώ π’ αγάπης τρέχουνε βρύσες χαριτωμένες.
Kι’ άκουα που ’λέγετε: «Πουλί, γλυκιά πούν’ η φωνή σου!»
Aηδονολάλειε στήθος μου, πριν το σπαθί σε σχίση·
Kαλές πνοές παρηγοριά στη βαριά νύχτα κι’ έρμη·
Mε σας να πέσω στο σπαθί, κι’ άμποτε νάμαι πρώτη!
Tο στραβό φέσι στο χορό τ’ άνθια στ’ αυτί στολίζει,
Tα μάτια δείχνουν έρωτα για τον απάνου κόσμο,
Kαι στη θωριά του είν’ έμορφο το φως και μαγεμένο!


9.
Tα σπλάχνα μου κι’ η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν,
Kι’ όσα άνθια θρέφει και καρπούς τόσ’ άρματα σε κλειούνε.


10.
Φεύγω τ’ αλόγου την ορμή και του σπαθιού τον τρόμο.
T’ ονείρου μάταια πιθυμιά, κι’ όνειρο αυτή ’ν’ η ίδια!
Eγύρισε η παράξενη του κόσμου ταξιδεύτρα,
Mούπε με θείο χαμόγελο βρεμένο μ’ ένα δάκρυ:
Kόψ’ το νερό στη μάνα του, μπάσ’ το στο περιβόλι,
Στο περιβόλι της ψυχής το μοσχαναθρεμμένο.


11.
           Mία των γυναικών προσφεύγει εις το στοχασμό του θανάτου ως μόνη σωτηρία της με τη χαρά την οποίαν αισθάνεται το πουλάκι,

Oπού ’δε σκιάς παράδεισο και τηνέ χαιρετάει
Mε του φτερού το σάλαγο και με κανέναν ήχο,

εις τη στιγμήν οπού είναι κοπιασμένο από μακρινό ταξίδι, εις τη φλόγα καλοκαιρινού ήλιου.


12.
Kαι βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
Γύρου στη φλόγα π’ άναψαν, και θλιβερά τη θρέψαν
M’ αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια,
Aκίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ·
Kαι γγίζ’ η σπίθα τα μαλλιά και τα λιωμένα ρούχα·
Γλήγορα, στάχτη, να φανής, οι φούχτες να γιομίσουν.


13.
Eίν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημύρα των αρμάτων
Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι’ ελεύθεροι να μείνουν
Eκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο.


14.
(Mία γυναίκα εις το γιουρούσι)
           Tουφέκια τούρκικα σπαθιά!
           Tο ξεροκάλαμο περνά.


15.
Σαν ήλιος οπού ξάφνου σκει πυκνά και μαύρα νέφη,
T’ όρος βαρεί κατάραχα και σπίτια ιδές στη χλόη.
(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1961)

Κυριακή 8 Μαρτίου 2020

Διονύσιος Σολωμός "Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν"

Siege of Tripolitsa by Peter von Hess
(Η πολιορκία της Τριπολιτσάς)


Σε γνωρίζω από την κόψη
Του σπαθιού την τρομερή,
Σε γνωρίζω από την όψη,
Που με βιά μετράει τη γη.

Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
Των Ελλήνων τα ιερά,
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
Χαίρε, ω χαίρε, ελευθεριά!




μετάφραση Rudyard Kipling (1918)


I recognize you by the fearsome sharpness,
of your sword,
I recognize you by your face
that hastefully defines the land (i.e. the land's borders).
I shall always recognize you
by the dreadful sword you hold,
as the Earth with searching vision
you survey with spirit bold.
We knew thee of old,
O, divinely restored,
By the lights of thine eyes,
And the light of thy Sword.

From the sacred bones,
of the Hellenes arisen,
 and valiant again as you once were,
Hail, o hail, Liberty! 

From the Greeks of old whose dying

brought to life and spirit free,
 now with ancient valor rising
Let us hail you, oh Liberty! 

 From the graves of our slain,

Shall thy valor prevail,
 as we greet thee again,
Hail, Liberty! Hail! 

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2020

«Υπάκουες δείχνουν οι σκέψεις αλλά όρκο δεν παίρνω»

Αναδημοδίευση από: https://www.bookpress.gr/kritikes/poiisi/dimoula-kiki-ikaros-ano-teleia


Για τη νέα ποιητική συλλογή της Κικής Δημουλά Άνω τελεία (εκδ. Ίκαρος).

Του Γιώργου Βέη*
Πρόκειται για τη δέκατη πέμπτη ποιητική συλλογή της. Περιλαμβάνει είκοσι επτά ποιήματα. Συγκρατώ κι εδώ την ευρηματική ανάπτυξη του καθόλα επιμελημένου, προσωποπαγούς φωνήματός της. Με έκδηλη την ανανεωτική, αιφνιδιαστική από πολλές απόψεις έκφανσή του, ο στίχος καθίσταται στίβος αντιπαραθέσεων της συνείδησης ενός διαρκώς απορούντος, αλλά επ' ουδενί ελλειμματικού υποκειμένου με την βαρβαρότητα του ψευδοπολιτισμού των ημερών μας. Οι ασίγαστες συνομιλίες του εγώ με τον Εαυτό και τον Άλλο τελούνται σε κλίμα αποκαθήλωσης ψευδαισθήσεων, εσπευσμένης ακύρωσης οποιωνδήποτε συμβιβασμών, αναστολής υπαναχωρήσεων. Διακρίνω τρεις κατηγορίες των συναφών αναφορών και αυτοαναφορών. Η πρώτη πιστεύω ότι είναι αμιγώς οντολογική. Αντιπροσωπευτικά ποιήματά της τα εξής: «Δεν αστοχεί», «Το...άλλοθι της λήθης», «Ιδιοσκεύασμα», «Συμπέρασμα», «Το γνήσιο», «Εφτάψυχη», «Σχολαστικότητες», «Ασυγχώρητη» και «Ασυμμετρία». Η δεύτερη συγκεντρώνει μαρτυρίες θεολογικής απόκλισης. Η γραφή οργανώνει την κυριαρχία του εγώ επί των φαινομένων. Τα αόρατα κωδικοποιούνται με σύνεση. Εδώ ανήκουν κατ΄ εξοχήν τα: «Ομοιοπαθείς» και «Ούτως ή άλλως». Εν μέρει το «Ύμνος στη λέξη Ίσως». Η τρίτη περιλαμβάνει τα ποιήματα γενικότερης εξομολογητικής δράσης, όπως παραδείγματος χάριν τα επιγραφόμενα: «Εντέλει», «Τα φυσικά χαρίσματα», «Εξακριβωμένα», «Σε ετοιμότητα», «Διερεύνηση», «Δώρο πανάκριβης σημασίας», «Πρόβλημα» και «Βουλιμία». 

dimoulaΚι εδώ το φαντασιακό στοιχείο συνδράμει πολλαχώς για την ανέκκλητη διαλεύκανση των πολλαπλών, ανελέητων γρίφων του βίου. Εδώ στεγάζεται το ποίημα, προκειμένου να επιχειρήσει τη λυσιτελή διερμηνεία των αισθητών και βεβαίως υπεραισθητών. Συνιστά τον λειτουργικό αντίποδα των άλλων, των λεγομένων γειωμένων εφαρμογών του λόγου. Άλλωστε και παλαιότερα, στο δωδέκατο ποιητικό της βιβλίο, τη Χλόη θερμοκηπίου, που κυκλοφόρησαν οι ίδιες εκδόσεις το 2005, έχει η ίδια επισημάνει με παρρησία βηματισμών στην επιφάνεια του όντος: «Τα παράπονά σου στη φαντασία. / Αυτή εξευρίσκει λάλημα / όταν δεν ξημερώνει. / Να την ευγνωμονείς. / Αν η φαντασία δε σκηνοθετούσε / υπαρκτόν θηριώδη τον έρωτα/ ποτέ καμιά πραγματικότης / δε θα μας είχε αγαπήσει». Η ποιητική καταδήλωση στην προκειμένη περίπτωση συνοψίζει αγωνίες ανάδειξης του εγώ από τυποποιημένη μονάδα της κοινωνικής κυψέλης σε νηφάλιο ρυθμιστή του κοσμοειδώλου. Επιβεβαιώνω ότι οι απρόοπτοι επαγωγικοί συσχετισμοί ανάγονται προοδευτικά εντός του πλαισίου του ειδικότερου λεκτικού πεδίου σε κύριους κειμενικούς δείκτες. Συμβάλλουν έτσι αποφασιστικά στην οικοδόμηση αισθητικού ήθους. Η αποκάλυψη της εξ αντικειμένου πραγματικότητας, όπως ακριβώς την κατοχυρώνει ο εαυτός ως φορέας Γνώσης στα βαθύτερα στρώματά του εκτίθεται κατά τρόπο σύμμετρο και άλλο τόσο εύηχο από σελίδα σε σελίδα. Κοντολογίς, η ποιητική καταδήλωση στην προκειμένη περίπτωση συνοψίζει αγωνίες ανάδειξης του εγώ από τυποποιημένη μονάδα της κοινωνικής κυψέλης σε νηφάλιο ρυθμιστή του κοσμοειδώλου.
Αν όντως «μέσα στον πραγματικά ανεστραμμένο κόσμο, αληθινό είναι μια στιγμή του ψεύτικου», όπως όρισε εκείνος ο διορατικός του αλκοόλ, ο Γκυ Ντεμπόρ, τότε η ποίηση αναλαμβάνει το πρόσθετο βάρος να ξεκαθαρίσει το τοπίο των ψευδαισθήσεων και των τυραννικών αναληθειών, οι οποίες κατατρύχουν το άτομο της εποχής μας στην ευρύτερη αγορά των ορατών. Το από κάθε άποψη ολοκληρωμένο διάβημα της Άνω τελείας φρονώ ότι υιοθετεί ανενδοίαστα την εν λόγω στρατηγικήΜε ομολογούμενη ευκρίνεια και υποδειγματική συνέπεια ύφους, το ρήμα, μέσω των ελικοειδών ανασχηματισμών του, ανανεώνει άμυνες κατά του εκφυλισμού του σε σήψη σημαίνοντος. Οίκοθεν νοείται ότι η δυναμική των καθέκαστα αποτυπώσεων ανταποκρίνεται άλλη μια φορά στην άμεση απόδοση των πρωτογενών συλλήψεων του αεικίνητου νου. Έτσι η εξασκημένη κατόπτευση του Είναι συνιστά όχι απλώς το αίτημα, αλλά το αίσιο αποτέλεσμα της δημιουργικής αυτής γραφής. Οι στροφές των ποιημάτων, ευφυώς συγκερασμένες, παράγουν χρονοκύτταρα υπαρξιακών δονήσεωνΗ ροή, καθαρά, φρονώ, αμλετικής υφής, δεν ανακόπτεται διότι απλώς είναι Φύση. Οι διαδοχικές παρετυμολογικές επιλογές, οι αγχίστροφοι γλωσσικοί τύποι, οι σημασιοσυντακτικές ανακατατάξεις, τις οποίες καλλιεργεί συνειδητά όλα αυτά τα χρόνια, η διακεκριμένη ποιήτρια, μέλος, ως γνωστόν, της Ακαδημίας Αθηνών, υποστηρίζουν εκ του ασφαλώς και στην περίσταση αυτή το τελικό αποτέλεσμα των υφολογικών δοκιμών.
Παραθέτω ενδεικτικά το δεύτερο κομμάτι της συλλογής, το οποίο μας εισάγει στο συγκεκριμένο κλίμα του έργου. Ανήκει στην προαναφερόμενη πρώτη κατηγορία. Τιτλοφορείται «Πρέπει»:

«Τηρώ, Χρέος,
το κατά δύναμιν τις εντολές σου
τα δύσκολα Πρέπει σου.

Υπάκουες δείχνουν οι σκέψεις
αλλά όρκο δεν παίρνω
μια και έχουν την άνεση
να παραβαίνουν εν κρυπτώ.

Αλλά τις πράξεις μου
πώς να τις δαμάσω;
Βγαίνουν έξω κόσμο συναντούν
γείτονες πειρασμούς
να μην κοντοσταθούν;

Μα φταίνε κι οι εντολές σου
ούτε πλήρεις ούτε ξεκάθαρες είναι.

Για παράδειγμα:
Πρέπει να είναι πιστή η αγάπη;

Κι αν δεν είναι, εμείς τι πρέπει;
με σταυρωμένα τα χέρια
ν' αγαπάμε;»

 
Οι αναπάντητες προσώρας ερωτήσεις υπονοούν μάλλον την ενδεχόμενη παράταση της ένδον εργασίας, την ανάδειξη δηλαδή πιθανών απαντήσεων. Οι μελλοντικές ρητορικές εμπεδώσεις θεωρούνται ήδη ως ικανές συνιστώσες ενός ευδιάκριτου μέλλοντος - παρόντος. Οι δε αφορισμοί ανακαλούν σταθερά τις ποικίλες διατυπώσεις ακραίων λογοκρατούμενων εκδοχών, τα χαρακτηριστικά γλωσσοκεντρικά απορήματα, τα σχήματα της συμπύκνωσης και της μετάθεσης, αλλά και τις εικονοκλαστικές, αλλεπάλληλες εξάρσεις ενός ποιητικού υποκειμένου, το οποίο δρα εντίμως, θητεύοντας εκόν άκον στη μεγάλη «κοιλάδα των δακρύων». Συνεπώς λόγος δεν διανοείται να υποτιμήσει τους δέκτες του: είναι εγκάρσιος. Στο βαθμό που ο άνθρωπος, αυτό το οχυρό και το έρμαιο ταυτοχρόνως των σημαινομένων, το υποκείμενο, το οποίο εξακολουθεί να είναι αιχμάλωτο της γλώσσας, την οποία κατ' ανάγκην σε διάφορα μήκη και πλάτη επινόησε, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα βασανιζόμενο από αυτήν, όπως δίδαξε με τη δέουσα έμφαση ο Ζακ Λακάν, ποιήματα όπως είναι φέρ' ειπείν η «Διερεύνηση», ο «Ύμνος στη λέξη Ίσως» και το ιδιαίτερα κρίσιμο, επιλογικό, «Άνω τελεία», συναποτελούν εγκαυστικές αποδόσεις της διαπάλης του προσώπου να αρθρώσει Πρόσωπο μέσα στο χάος της αταξίας, η οποία του δόθηκε ως ελαττωματική εκδοχή του κόσμου. Για να το διατυπώσω διαφορετικά, η απόδοση του σχεδόν αρρήτου ολοκληρώνεται αισίως εδώ, λαμβανομένων υπόψιν των εγγενών αντιστάσεων του είδους. Το επίτευγμα αυτό της Κικής Δημουλά την αναδεικνύει απόλυτη διαχειρίστρια των υποθέσεων της ψυχής ως τόπου όπου ευδοκιμεί επιτέλους ανεμπόδιστη η αλήθεια.

* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι ποιητής.

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020

Iωάννης Γρυπάρης "Eστιάδες"



Bαθειά άκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι ουρανοί
πάν' απ' την Πολιτεία την κοιμισμένη·
κι άξαφνα σέρνει του Kακού το Πνεύμα μια φωνή,
τρόμου φωνή ― κι όλοι πετιούνται αλλαλιασμένοι.

«Έσβυσε η άσβυστη φωτιά!» κι όλοι δρομούν φορά
τυφλοί μέσα στη νύχτα να προφτάσουν,
όχι μ' ελπίδα πως μπορεί νάν ψεύτρα η συμφορά
παρά να δουν τα μάτια τους και τη χορτάσουν.

Θαρρείς νεκροί κι απάρηασαν τα μνήματ' αραχνά
σύγκαιρα ορθοί για τη στερνή την κρίση,
κ' ενώ οι ανέγνωμοι σπαρνούν μες σε κακό βραχνά
μην τύχη τρέμουνε κανείς και τους ξυπνήση.

M' ένα πνιχτό μονόχνωτο αναφυλλητό σκυφτοί
προς της Eστίας το Nαό τραβούνε
και μπρος στην Πύλη διάπλατα τη χάλκινη ανοιχτή
ένα τα μύρια γίνουνται μάτια να ιδούνε.

Kαι βλέπουν: με της γνώριμης αρχαίας των αρετής
το σχήμα τ' ανωφέλευτο ντυμένες
στον προδομένο το Bωμόν εμπρός γονυπετείς
τις Eστιάδες τις σεμνές, μα κολασμένες.

Tο κρίμα τους εστάθηκε μια άβουλη αναμελιά
κι αραθυμιά ― σαν της δικής μας νιότης!
μα η Άγια η Φωτιά, μια πόσβυσε, δεν την ανάβει πλια
ανθρώπινο προσάναμμα ή πυροδότης.

Kι όσο κι αν με τις φούχτες των σκορπίζουν στα μαλλιά
με συντριβή και με ταπεινοσύνη,
του κάκου! στη χλια χόβολη και μες στη στάχτη πλια
σπίθας ιδέα ουδ' έλπιση δεν έχει μείνη.

K' είναι γραμμένη του χαμού η Πολιτεία· εχτός
αν πρι ο καινούργιος ο ήλιος ανατείλη
κάμη το θάμα του ο ουρανός και στ' άωρα της νυχτός
μακρόθυμος τον κεραυνό του κάτω στείλη.

Kι αν είν και πέση απάνω τους, ας πέση! όπως ζητά
το δίκιο κ' οι Παρθένες το ζητούνε,
που ιδού τις, με τα χέρια τους στα ουράνια σηκωτά
και την ψυχή στα μάτια τους τον προσκαλούνε.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Tάχα το θάμα κ' έγινε; ― πες μου το να στο πω,
γνώμη άβουλη, γνώμη άδικη μιας νιότης
σαν τη δικιά μας, πόσβυσεν έτσι χωρίς σκοπό
κι ακόμα ζη και ζένεται ― με το σκοπό της!

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2020

Γεώργιος Σουρής "Δυστυχία σου Ελλάς"

Ο Γεώργιος Σουρής (1853 - 1919) ήταν ένας από τους σπουδαιότερους σατιρικούς ποιητές της νεότερης Ελλάδας, έχοντας χαρακτηριστεί ως «σύγχρονος Αριστοφάνης».

Ο Σουρής έγραψε το ποίημα "Δυστυχία σου Ελλάς" το 1893 σατιρίζοντας την κατάσταση στην Ελλάδα την περίοδο της πρώτης χρεοκοπίας, με τότε πρωθυπουργό τον Χαρίλαο Τρικούπη. Το ποίημα, δυστυχώς, είναι ακόμη πολύ επίκαιρο, σα να γράφτηκε χθες...



"Δυστυχία σου Ελλάς"

Ποιος είδε κράτος λιγοστό
σ' όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;

Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά 'χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;

Νά 'χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;

Όλα σ' αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.

Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.

Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που 'χει
στο 'να λουστρίνι, στ' άλλο τσαρούχι.

Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.

Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.

Δυστυχία σου, Ελλάς,
με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα,
τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;


Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2020

Η ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ ΑΦΙΕΡΩΝΕΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ "ΘΥΣΙΑ" ΣΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ




Τον Φλεβάρη του 1927 ο νεαρός ποιητής Γιάννης Ρίτσος εισάγεται στο νοσοκομείο Σωτηρία. Στην τρίτη θέση, που κατακλύζεται από άπορους φυματικούς, θα παραμείνει τρία χρόνια. Εκεί θα γνωρίσει την επίσης νεαρή και άρρωστη Μαρία Πολυδούρη και θα συνδεθούν φιλικά. Το ποίημα της Μ. Πολυδούρη Θυσία είναι αφιερωμένο στον Γ. Ρίτσο. Περιλαμβάνεται στη συλλογή Οι τρίλλιες που σβήνουν (1928).




Θυσία


Στον κ. Γιάννη Ρίτσο




Καρδιά μου, τούτη η ώρα εδώ που εστάθη
με μια δεσποτικιά γαλήνη, κάτι
έχει βαρύ, μ’ αγγίζει σαν το μάτι
του άγριου μοιραίου που λάθεψα πως χάθη.

Ο λογισμός μου τώρα αδυνατίζει
και σκύβει σαν ο ένοχος μπροστά σου.
Καμιά φωνή να μου φωνάζει, στάσου.
Ούτε μια ελπίδα, εντός μου να φωτίζει.

Και δεν αντέχω, θα τ’ ακούσεις όλα,
τίποτα δεν εσκέπασεν η λήθη.
Θα σου τα πω σαν ένα παραμύθι
καρδιά μου ερημική κι ονειροπόλα.

Κοίταξε το βραδάκι αυτό που κλείνει
τόση γαλήνη κι όταν αντικρίζει
τον κάμπο είναι σα χάδι, δε δροσίζει
όμως, μια νοσταλγία μέσα μας χύνει…

Μαντεύω απ’ τη γαλήνη σου τι θλίψη
πικρή σε τρώει φτωχή καρδιά μου κι έρμη.
Της ύπαρξής σου σου ’κλεψαν τη θέρμη
κι η δρόσο του καημού σου ’χει απολείψει.

Λουλούδι που το φως σ’ είχε αγαπήσει
έμεινες μοναχά με τη λαχτάρα,
που αργά γίνηκε φλόγα και κατάρα
τίποτε πια ’πό σε να μην αφήσει.

Είδα το φως αυτό να λιγοστεύει
τότε και σένα αγάλια να χλωμαίνεις.
Σου είπα, θυμάσαι; Πρέπει να υπομένεις
και σου ’δειξα τη σκέψη που πιστεύει.

Ήταν ωραία κάποτε, θυμάσαι;
Την εκαμάρωσες και συ, καρδιά μου.
Αχ, η αρμονία πώς όρμησε βαθιά μου
τότε. Μα σε είδα πάλι να λυπάσαι…

Τώρα, για σένα είναι όλα τελειωμένα.
Και τη στερνή πνοούλα έχεις αφήσει.
Η σκέψη μου που μάταια έχει ανθίσει
μαδάει σε νεκράνθια σπαραγμένα.

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020

Curfá Gaelic Nordic Choir



Παρασκευή 31 Ιανουαρίου στις 19.00

στο Από Κοινού Θέατρο

  Λόγω μεγάλης ζήτησης και εξάντλησης των εισιτηρίων στην πρώτη συναυλία 
η Κέλτικη χορωδία Curfa   έρχεται για δεύτερη φορά στη σκηνή
του θεάτρου Από Κοινού,
την τελευταία ημέρα του Ιανουαρίου, με σπάνια τραγούδια από την Ιρλανδία, τη Σουηδία , τη Σκωτία, τη Νορβηγία και την Ισλανδία.

Η χορωδία Curfá δημιουργήθηκε τον Φεβρουάριο του 2017 από την καθηγήτρια του σεμιναρίου Ιρλανδικού τραγουδιού, Λαμπρινή Γιώτη (Labri Giotto).

Απαρτίζεται από περίπου 35 μέλη, όλοι μαθητές των σεμιναρίων, ερασιτέχνες και επαγγελματίες τραγουδιστές.

Το όνομά της σημαίνει «ρεφρέν» στην Ιρλανδική Γαελική (Κελτική) γλώσσα.

Το ρεπερτόριο της χορωδίας αποτελείται κυρίως από παραδοσιακά μονοφωνικά καθώς και πολυφωνικά τραγούδια και ορχηστρική μουσική σε μεταγραφή για χορωδία από την Ιρλανδία, Σκωτία, Σουηδία και τις Βόρειες χώρες.

Η χορωδία ερμηνεύει, στην Αγγλική και την Γαελική (Κελτική) γλώσσα αλλά και σε παλιές διαλέκτους των Βόρειων χωρών, τραγούδια για την αγάπη και για το ψάρεμα, τραγούδια ποιμενικά, ύμνους και νανουρίσματα, αλλά και διασκευές κομματιών γνωστών Σκανδιναβικών συγκροτημάτων.

Η χορωδία είναι μοναδική στο είδος της στα Βαλκάνια.

Έχει παρουσιαστεί στο Gagarin Music Stage, ΕλληνοΑμερικάνικη Ένωση, Φεστιβάλ Κέλτικης Μουσικής, μεταξύ άλλων.

Συνοδεία νικελχάρπας, επιμέλεια ρεπερτορίου, διδασκαλία, διεύθυνση χορωδίας και ενορχηστρώσεις: Λαμπρινή Γιώτη.





Τιμές εισιτηρίων: 8 ευρώ (γενική είσοδος)

Στον χώρο του φουαγιέ, θα υπάρχουν και τα κοσμήματα της αγαπημένης μας χορωδού Joanna Bebelaki Hummingbird creations

Από Κοινού Θέατρο
ΕΥΠΑΤΡΙΔΩΝ 4 ΓΚΑΖΙ , Τ.Κ. 118 54
(ΜΕΤΡΟ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ)
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ- ΚΡΑΤΗΣΕΙΣ: 2114057249