Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2020

Τάσος Πορφύρης "Νεμέρτσκα"


Θλίψη σφηνωμένη ανάμεσα σε δυο λυγμούς
χαρά που σε βγάζουν περίπατο βαθειές ανάσες
μοναξιά ξεχασμένη στη γωνιά μιας πολύβουης σάλας

τρομοκρατημένη από τα χειροκροτήματα
αγωνία μου συγκεντρωμένη στην έξοδο της κάννης
του ντουφεκιού της νύχτας
ανησυχία ξαγρυπνισμένο καντήλι
στον ύπνο των πουλιών
και συ ποίηση ευλογημένη επανάσταση στο αίμα μου
πολύτιμο κλειδί για τις καρδιές του κόσμου.


Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2020

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ "ΣΠΟΥΔΗ ΘΑΛΑΣΣΗΣ"



Αγνάντευε απ' το κάσσαρο* τη θάλασσα ο Πυθέας
κι όλο βαριά κι αριστερά σκουντούφλαγε βαριά.
Κι απάνω στο άρμπουρο*, ο μουγγός, ο γιος της Δωροθέας,
είχε κιαλάρει* δυο γυμνές γυναίκες στη στεριά.

Τότε στην Πίντα κλέψαμε του Αζτέκου την κορνιόλα
Τραγίσιο δέρμα το κορμί και μέσαθε πουρί.
Φορτίο ποντίκια και σκορπιοί τσιφάρι*, στα πανιόλα*.
Στο Πάλος κουβαλήσαμε το αγιάτρευτο σπυρί.

Και προσκυνώντας του μεγάλου Χάνου τ' αποκείνα
καβάλα στις μικρόσωμες Κινέζες στις πιρόγες,
-μετάξι ανάριο τρίχωμα, τριανταφυλλένιες ρώγες-
φέραμε κείνον τον κλεμμένο μπούσουλα* απ' την Κίνα.

Δεμένα τα ποδάρια μας στου Πάπα τις γαλέρες
κουρσεύαμε του ωκεανού τα πόρτα ή τα μεσόγεια.
Σπέρναμε όπου περνούσαμε πανούκλα και χολέρα
μπερδεύοντας με το τρελό μας σπέρμα όλα τα σόγια.

Όπου γυναίκα, σε ναούς, καλύβα ή σε παλάτι,
σε κάσες με μπαχαρικά ή πίσω από βαρέλια,
μας καθαρίζαν τις παλιές πληγές από το αλάτι,
πότε ντυμένες στα χρυσά και πότε στα κουρέλια.

Απίκου* πάντα οι άγκυρες και οι κάβοι* πάντα ντούκια*.
Ορθοί πάντα κι αλύγιστοι στην ανεμοριπή,
μασώντας, σαν τα ζωντανά, μπανάνες και φουντούκια,
κατάβαθα πιστεύοντας: αμάρτημα η ντροπή.

Στα όρτσα* να προλάβουμε. Τραβέρσο* και προχώρα.
Να πάμε να ξοδέψουμε την τελευταία ριξιά
σε κείνη την απίθανη σ' όλο τον κόσμο χώρα
που τα κορίτσια τόχουνε στα δίπλα ή και λοξά.


Καββαδιακοί όροι: 

http://hec.greece.org/poseidon/work/literature/wordy.html#6

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

Δ.Π. Παπαδίτσας, «Διονύσιος Σολωμός»


Για τον Διονύσιο Σολωμό τί έχω να πω; από γύρη
κι ανθούς η κάθε λέξη του και φως και ονειροπύλη
στης λευτεριάς το ουράνιο πανηγύρι
όπου χόρεψαν οι έρωτες με τον ξανθόν Απρίλη.
Ποιος σ’ έστειλε και ποιας θεάς το γάλα έχεις βυζάξει
που απ’ της Τουρκιάς τα σίδερα μια νύχτα είχε λυθεί,
Μεγάλε μας, μας έμαθες πως η αρμονία και η τάξη
αστράψαν μέσα στη σκλαβιά σαν δίκοπο σπαθί.

[πηγή: Δ.Π. Παπαδίτσας, Ποίηση, προμετωπίδα - κοσμήματα: Γ. Βαρλάμος, Μέγας Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα 1997, σ. 506]

Κωστής Παλαμάς, «Σολωμός»


Τόσω σε νοιώθω μέσα ’ς την καρδιά μου,
Που τόρα τρέμω μήπως και σε χάσω,
’Σ των στίχων μου τη γύμνια, ποιητά μου,
Απ’ τα ζεστά μου στήθη αν σ’ ανεβάσω.
Βαθειά κ’ εσύ μέσα ’ς το νου κλεισμένη
Έκρυβες την ιδέα, λάμψι θεία,
Κ’ εκύτταζες με στίχους καμωμένη
Για να της πλάσης άξια κατοικία.
Γι’ αυτό ’ς των τραγουδιών σου το βιβλίο
σκόρπιοι, ριγμένοι ’σαν από την τύχη,
μισόπλαστοι, ένας ένας, δύο δύο,
μαζή αστράφτουν και σβύνουν τόσοι στίχοι!
Στίχοι ’σαν περιστέρια χωρίς ταίρι,
στίχοι, ταιράκια, μα χωρίς φωλιά,
στίχοι ’σά’ ρόδου φύλλα που τ’ αγέρι
τα σκόρπισε από την τριανταφυλλιά.
Μα μέσα σου εξύπναε ξαφνικά
Η φαντασία, δύναμι γεμάτη,
Κι’ ό,τ’ έχτιζες εσύ πονετικά,
Τα γκρέμιζε ’σά’ χάρτινο παλάτι.
Γιατί για την ιδέα, λάμψι θεία,
Δεν έφταναν των στίχων σου τα κάλλη·
Και ήταν η ’δική σου φαντασία,
Παράξενη, ανυπόταχτη, μεγάλη.
’Σ της θάλασσας επάνω τα νερά
Ένας τεχνίτης με μυαλό και γνώσι
Βαρύν αγώνα είχε μια φορά
Παλάτι ξακουστό να θεμελιώση.
Το ξακουστό παλάτι την ημέρα
’Σ τα κύματα χτιστό θαμποβολούσε,
Μα όταν η νύχτ’ απλώνοταν ’κεί πέρα,
Νεράιδα πεισματάρα το χαλούσε.
Ενίκησ’ ώς το τέλος ο τεχνίτης
Κ’ ερρίζωσε το θαύμα του ’ς το κύμα...
— Εσύ πριν να νικήσης την ορμή της,
Αχ! η νεράιδα σ’ έβαλε ’ς το μνήμα!

[πηγή: Κωστής Παλαμάς, Άπαντα, τόμος πρώτος, Μπίρης, Αθήνα χ.χ., σ. 136-137]

Μίλτος Σαχτούρης, «Τα λυπημένα Χριστούγεννα των ποιητών»

στην Ελένη Θ. Κωνσταντινίδη

Είναι τα λυπημένα Χριστούγεννα 1987
είναι τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987
ναι, τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987!
σκέπτομαι τόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα…
Α! ναι είναι πάρα πολλά.
Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Διονύσιος Σολωμός
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Νίκος Εγγονόπουλος
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Μπουζιάνης
πόσα ο Σκλάβος
πόσα ο Καρυωτάκης
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα
πέρασε ο Σκαλκώτας
πόσα
πόσα
Δυστυχισμένα Χριστούγεννα Ποιητών.

Από τη συλλογή Καταβύθιση (1990)

[πηγή: Μίλτος Σαχτούρης, Ποιήματα (1980-1998), Κέδρος, Αθήνα 2001, σ. 67]

Νίκος Καρούζος, «Ο Σολωμός στ’ όνειρό μου»


Πώς πέφτουμε στη νύχτα κι από τί πόθους…
Με κοφτερή μοναξιά στολισμένος άρχισα να κοιμάμαι
λευκός ιδρωμένος μέσα στην αγελάδα του ύπνου
κλεισμένος ολούθε απ’ τον όνειρο που κυματίζει στα βάθη
κι ολοένα κερδίζει την ύλη πέρα της.
Ένα ξημέρωμα καθάριζε τα μάτια μου
στους ουρανούς ανοίγαν όλα τα παράθυρα κι ο Διονύσιος
μαυροντυμένος μ’ άσπρα χειρόκτια κρατούσε το σκουληκάκι
στην παλάμη που έμοιαζε με στουπέτσι βαμμένη
πλάι του σ’ ωραία παραλία
έπεφταν οι κολυμβητές να πιάσουν το σταυρό τα Θεοφάνεια
και μακριά πώς ακούγονταν αθώα τουφέκια
ο βρόντος της αγάπης η χαρά της συμφοράς
μ’ όλα τ’ άνθη σε γαλάζια δευτερόλεπτα μ’ όλες τις αχτίδες
την αγαπημένη του πεταλούδα στον ιερό γλιτωμό της
και δράκοντες ευωδιάς ανέβαιναν από κίτρινες σκάλες
ώς τα κοράσια που δε χάρηκαν τον έρωτα.
Γύρω ήτανε δάσος χιλιοπράσινο
με τα πουλιά σαν αναρίθμητους καρπούς απάνω στα δέντρα
με τα πουλιά σε μεθυσμένη σύναξη για πάντα κ’ ένας σκύλος
αργά πηγαίνοντας ούρησε στο κορμί της κοντινής αμυγδαλιάς
με σηκωμένο πόδι κι ανάμεσα
ο γόος έσφαζε τη φωνή που τινάχτηκε από τρεις λέξεις
οι απαίσιες χιλιετηρίδες

[πηγή: Νίκος Καρούζος, Τα ποιήματα. Α΄ (1961-1978), Ίκαρος, Αθήνα 32002, σ. 185]