Αγνάντευε απ' το κάσσαρο* τη θάλασσα ο Πυθέας
κι όλο βαριά κι αριστερά σκουντούφλαγε βαριά.
Κι απάνω στο άρμπουρο*, ο μουγγός, ο γιος της Δωροθέας,
είχε κιαλάρει* δυο γυμνές γυναίκες στη στεριά.
Τότε στην Πίντα κλέψαμε του Αζτέκου την κορνιόλα
Τραγίσιο δέρμα το κορμί και μέσαθε πουρί.
Φορτίο ποντίκια και σκορπιοί τσιφάρι*, στα πανιόλα*.
Στο Πάλος κουβαλήσαμε το αγιάτρευτο σπυρί.
Και προσκυνώντας του μεγάλου Χάνου τ' αποκείνα
καβάλα στις μικρόσωμες Κινέζες στις πιρόγες,
-μετάξι ανάριο τρίχωμα, τριανταφυλλένιες ρώγες-
φέραμε κείνον τον κλεμμένο μπούσουλα* απ' την Κίνα.
Δεμένα τα ποδάρια μας στου Πάπα τις γαλέρες
κουρσεύαμε του ωκεανού τα πόρτα ή τα μεσόγεια.
Σπέρναμε όπου περνούσαμε πανούκλα και χολέρα
μπερδεύοντας με το τρελό μας σπέρμα όλα τα σόγια.
Όπου γυναίκα, σε ναούς, καλύβα ή σε παλάτι,
σε κάσες με μπαχαρικά ή πίσω από βαρέλια,
μας καθαρίζαν τις παλιές πληγές από το αλάτι,
πότε ντυμένες στα χρυσά και πότε στα κουρέλια.
Απίκου* πάντα οι άγκυρες και οι κάβοι* πάντα ντούκια*.
Ορθοί πάντα κι αλύγιστοι στην ανεμοριπή,
μασώντας, σαν τα ζωντανά, μπανάνες και φουντούκια,
κατάβαθα πιστεύοντας: αμάρτημα η ντροπή.
Στα όρτσα* να προλάβουμε. Τραβέρσο* και προχώρα.
Να πάμε να ξοδέψουμε την τελευταία ριξιά
σε κείνη την απίθανη σ' όλο τον κόσμο χώρα
που τα κορίτσια τόχουνε στα δίπλα ή και λοξά.
Καββαδιακοί όροι:
http://hec.greece.org/poseidon/work/literature/wordy.html#6
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου