Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2019

ΝΕΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ




Σαν να δανείστηκε το χρώμα από τη διπλανή εκκλησία του Άγιου Σπυρίδωνα, να πήρε το γεωμετρικό σχήμα από το μεσοπολεμικό κτίριο που βρίσκεται στα πόδια του επί της Ερατοσθένους και να επέμεινε στην αρχιτεκτονική πρωτοπορία που απαιτεί ένα σύγχρονο μουσείο, το πολυώροφο κτίριο με πρόσοψη-πλάκες πωρόλιθου που αποκαλύφθηκε στο Παγκράτι είναι το νέο διαμάντι της Αθήνας. Όπως ήταν αναμενόμενο, η πρώτη εικόνα του νέου Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή είναι τόσο αποστομωτική όσο και τα ονόματα που έχουν ακουστεί ότι φέρει στη συλλογή του. Πικάσο, Βαν Γκογκ, Μονέ, Ελ Γκρέκο, Ντε Κίρικο, Μιρό και πόσοι ακόμη. Τελικά, μετά από αρκετές αναποδιές και δυσκολίες, το όνειρο του ζεύγους Γουλανδρή γίνεται πραγματικότητα: η αμύθητης αξίας συλλογή που είχαν χτίσει τα χρόνια που συμπορεύονταν βρίσκει μόνιμη έδρα στην πρωτεύουσα και ανοίγεται στο κοινό, σε έναν πολύ εντυπωσιακό μάλιστα χώρο.

Η απάντηση του Μίλτωνα στον Όμηρο


«Μη θες να με παρηγορήσεις για τον θάνατό μου, Οδυσσέα γενναίε·
θα προτιμούσα πάνω στη γη να ζούσα, κι ας ξενοδούλευα σε κάποιον,
άκληρο πια που να μην έχει και με μεγάλο βιός
παρά να είμαι ο άρχοντας στον κάτω κόσμο των νεκρών.» 490


"Better to reign in hell than serve in heaven" Book 1, 242-275


O Milton τύπωσε το Paradise Lost σε 10 αντίτυπα το 1667 όταν ήταν εντελώς τυφλός και ζούσε απομονωμένος. Πούλησε ένα βιβλίο για 10 pound. To 1674 χρονιά του θανάτου του άρχισε να γίνεται γνωστός. Έπειτα το Paradise Lost τυπώθηκε σε όλα τα σχήματα και μεγέθη. Αναγνωρίστηκε ως δεύτερος σε σπουδαιότητα μετά τον Σέξπηρ και αποτέλεσε έμπνευση όλων των ρομαντικών. Ο Blake τον κατέταξε με τη μεριά του Σατανά και διαβάζοντας το βιβλίο καταλαβαίνεις ότι ο Σατανάς του είναι ο πραγματικός ήρωας του βιβλίου!

Σχέδια του Gustave Dore



Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2019

Ανδρέας Εμπειρίκος "Στροφές Στροφάλων"


Το ποίημα Στροφές Στροφάλων του Ανδρέα Εμπειρίκου περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή με τον τίτλο το Σώμα της Πρωίας, μαζί με έξι ακόμα ποιήματά του, που γράφτηκαν μεταξύ του 1935 και του 1936. Όλα τα ποιήματα της συλλογής εντάχθηκαν στην περίφημη συγκεντρωτική έκδοση Ενδοχώρα (1934-1937) η οποία κυκλοφόρησε το 1945 από τις εκδόσεις του περιοδικού Τετράδιο, σε 470 αριθμημένα αντίτυπα.

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (2 Σεπτεμβρίου 1901 – 3 Αυγούστου 1975) υπήρξε μια εμβληματική μορφή των ελληνικών γραμμάτων. Γεννημένος στην Βραΐλα (Brăila) της Ρουμανίας, σπούδασε οικονομικά στην Λωζάνη, φιλοσοφία και λογοτεχνία στο Λονδίνο, ενώ στο Παρίσι μυήθηκε στην ψυχανάλυση. Ασχολήθηκε εκτός από την ποίηση, με την πεζογραφία και την φωτογραφία και άσκησε για πολλά χρόνια το επάγγελμα του ψυχαναλυτή.

Καθολικό πνεύμα όντας, ο Ανδρέας Εμπειρίκος υπήρξε ο εισηγητής του Υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, κίνημα από το οποίο ουδέποτε αποχώρησε – τουλάχιστον μέχρι τον θάνατό του. 


Ανδρέας Εμπειρίκος - Στροφές Στροφάλων

Στον Λεωνίδα Α. Εμπειρίκο

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Άσπρο στο σώμα σου και κίτρινο στις τσιμινιέρες
Διότι βαρέθηκες τα βρωμερά νερά των αγκυροβολίων
Εσύ που αγάπησες τις μακρινές σποράδες
Εσύ που σήκωσες τα πιο ψηλά μπαϊράκια
Εσύ που πλέχεις ξέθαρρα στις πιο επικίνδυνες σπηλιάδες
Χαίρε που αφέθηκες να γοητευθής απ’ τις σειρήνες
Χαίρε που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Στο σέλας της θαλάσσης με τους γλάρους
Κ’ είμαι σε μια καμπίνα σου όπως εσύ μέσ’ στην καρδιά μου.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Οι αύρες μάς εγνώρισαν και λύνουν τα μαλλιά τους
Προστρέχουν κι αυτές και πλαταγίζουν οι πτυχές τους
Λευκές οι μεν και πορφυρές οι δε
Πτυχές κτυποκαρδιών πτυχές χαράς
Των μελλονύμφων και των παντρεμένων.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Φωνές εδώ και φάλαινες στο πέρασμά σου πάρα κάτω
Από τα ύφαλά σου αντλούνε τα παιδιά την μακαριότητα
Από το πρόσωπό σου την ομοιότητα με σένα
Και μοιάζεις με αυτούς που εσύ κ’ εγώ γνωρίζουμε
Αφού γνωρίζουμε τι θα πη φάλαινα
Και πώς ιχνηλατούν οι αλιείς τα ψάρια.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Φυγομαχούν όσοι κρυφά σε μυκτηρίζουν
Όσοι πουλούν τα δίχτυα σου και τρώνε λίπος
Ενώ διασχίζεις τις θαλάσσιες πραιρίες
Και φθάνεις στα λιμάνια με τα πούπουλα
Και τα κοσμήματα της όμορφης γοργόνας
Πούχει στο στήθος της ακόμη τα φιλιά σου.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Είναι ο καπνός σου πλόκαμος της ειμαρμένης
Που ξετυλίγεται μέσ’ στην αιθρία κι ανεβαίνει
Σαν μαύρη κόμη ηδυπαθούς παρθένας ουρανίας
Σαν λυρική κραυγή του μουεζίνη
Όταν αστράφτει η πλώρη σου στο κύμα
Όπως ο λόγος του Αλλάχ στα χείλη του Προφήτη
Κι όπως στο χέρι του η στιλπνή κι αλάνθαστή του σπάθα.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Στις τροχιές των βαθυπτύχων οργωμάτων
Που λάμπουν στο κατόπι σου σαν τροχιές θριάμβου
Αύλακες διακορεύσεως χνάρια ηδονής που ασπαίρουν
Μέσ’ στο λιοπύρι και στο φως ή κάτω από τ’ αστέρια
Όταν οι στρόφαλοι γυρνούν πιο γρήγορα και σπέρνεις
Αφρό δεξιά κι αφρό ζερβά στο ρίγος των υδάτων.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Θαρρώ πως τα ταξείδια μας συμπίπτουν
Νομίζω πως σου μοιάζω και μου μοιάζεις
Οι κύκλοι μας ανήκουνε στην οικουμένη
Πρόγονοι εμείς των γενεών που εκκολάπτονται ακόμη
Πλέχουμε προχωρούμε δίχως τύψεις
Κλωστήρια κ’ εργοστάσια εμείς
Πεδιάδες και πελάγη κ’ εντευκτήρια
Όπου συνέρχονται με τις νεάνιδες τα παλληκάρια
Κ’ έπειτα γράφουνε στον ουρανό τις λέξεις
Άρμαλα Πόρανα και Βέλμα.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Ανθούνε πάντα στην καρδιά μας οι μηλιές
Με τους γλυκείς χυμούς και την σκιά
Εις την οποίαν έρχονται το μεσημέρι τα κορίτσια
Για να γευθούν τον έρωτα μαζύ μας
Και για να δουν κατόπι τα λιμάνια
Με τα ψηλά καμπαναριά και με τους πύργους
Όπου ανεβαίνουν κάποτε για να στεγνώσουν
Οι στεριανές κοπέλλες τα μαλλιά τους.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Αχούν οι φόρμιγγες της άπλετης χαράς μας
Με τα σφυρίγματα του ανέμου πρύμα-πλώρα
Με τα πουλιά στα σύρματα των καταρτιών
Με την ηχώ των αναμνήσεων σαν κιανοκιάλια
Που τα κρατώ στα μάτια μου και βλέπω
Να πλησιάζουν τα νησιά και τα πελάγη
Να φεύγουν τα δελφίνια και τα ορτύκια
Κυνηγητές εμείς της γοητείας των ονείρων
Του προορισμού που πάει και πάει μα δεν στέκει
Όπως δεν στέκουν τα χαράματα
Όπως δεν στέκουν και τα ρίγη
Όπως δεν στέκουν και τα κύματα
Όπως δεν στέκουν κ’ οι αφροί των βαποριών
Μήτε και τα τραγούδια μας για τις γυναίκες που αγαπάμε.
Ανδρέας Εμπειρίκος – Στροφές Στροφάλων

Το ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου με τον τίτλο Στροφές Στροφάλων περιλαμβάνεται στην συλλογή Ενδοχώρα του 1945

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2019

Αντιθέσεις και διλήμματα στην ποίηση του Σολωμού



Αντιθέσεις και διλήμματα στην ποίηση του Σολωμού Ο Δ. Τζιόβας αναλύει τους τρόπους με τους οποίους ο ποιητής πέτυχε να συνδυάσει στο έργο του το εθνικό και το λυρικό κατορθώνοντας να συμφιλιώσει δύο αντίθετες ροπές Δ. ΤΖΙΟΒΑΣ Ένα από τα χαρακτηριστικά του Ετους Σολωμού ήταν η έμφαση που δόθηκε στην πρόσληψή του, η οποία με τη σειρά της φέρνει στο προσκήνιο μερικά βασικά


Ένα από τα χαρακτηριστικά του Ετους Σολωμού ήταν η έμφαση που δόθηκε στην πρόσληψή του, η οποία με τη σειρά της φέρνει στο προσκήνιο μερικά βασικά ζεύγη ερωτημάτων που ανακύπτουν και υπό τη μορφή αντιθέσεων, διλημμάτων ή, τέλος, λειτουργούν συμπληρωματικά μεταξύ τους. Τα ερωτήματα αυτά αφορούν το αν και κατά πόσο ο Σολωμός είναι περισσότερο ευρωπαίος ή εθνικός ποιητής, λυρικός ή αφηγηματικός, κατά πόσο κινείται στη σφαίρα του ιδεατού και του υψηλού και ως ποιο βαθμό είναι ριζωμένος στην ιστορική πραγματικότητα της εποχής του. Τι σημαίνει σήμερα οικουμενικός ποιητής; Ορίζεται ως το αντίθετο του εθνικού, οπότε η οικουμενικοποίηση του Σολωμού συνεπάγεται την απεθνικοποίησή του ή το οικουμενικό συνδέεται με κάτι το ρομαντικό, ουτοπικό και ιδεατό που πάλι αντιπαρατίθεται σε μια εθνική πραγματικότητα μίζερη και παρακμιακή; Εθνικός και λυρικός ποιητής είναι εν τέλει ιδιότητες ή χαρακτηρισμοί συμβατοί;


Είναι γνωστό ότι η έννοια του εθνικού ποιητή ανέκυψε μαζί με τον εθνικισμό στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, επιβεβαιώνοντας τον στενό δεσμό αυτή την περίοδο ανάμεσα στη λογοτεχνία και στην επιθυμία για εθνική χειραφέτηση ή ενοποίηση. Την ίδια εποχή ο ευρωπαϊκός ρομαντισμός καλλιέργησε όχι μόνο την ιδέα της καθολικής ελευθερίας, μέσω ορισμένων ποιητών-ηρώων στη Δυτική Ευρώπη που προσπαθούσαν να αποδεσμευθούν από εγκόσμιους κοινωνικούς περιορισμούς τονίζοντας την ατομικότητά τους, αλλά και την ιδέα της εθνικής ελευθερίας, ιδιαίτερα στην Ανατολική, Κεντρική και Νότια Ευρώπη, προωθώντας την εικόνα του ποιητή ως εθνικού ηγέτη. Οπου ο ρομαντισμός έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στην απελευθέρωση της ανθρώπινης φύσης και στην επιστροφή της σε μια πιο αθώα και ιδανική κατάσταση, τότε το ατομικό και το καθολικό απέκτησαν προτεραιότητα και η σύνδεση έγινε κυρίως με την ανθρωπότητα παρά με το έθνος. Εκεί όπου ο ρομαντισμός ήταν περισσότερο συναρτημένος με εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες, όπως στην Ανατολική ή στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, η ιδέα του εθνικού ποιητή εδραιώθηκε. Ο Σολωμός φαίνεται να αξιοποίησε και τις δύο τάσεις, προωθώντας την ιδέα της ελευθερίας με τις καθολικές και τις ανθρώπινες συνδηλώσεις της αλλά και με τις εθνικές διαστάσεις της. Αυτή η διπλή συμμετοχή, νομίζω, καθόρισε την εικόνα του ως εθνικού ποιητή, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίστηκε από τους κριτικούς και το κοινό.


Σύγκρουση καλού και κακού 


Αν και σημαντικό μέρος της ποίησης του Σολωμού στρέφεται γύρω από το πρόβλημα της ελευθερίας και τη σύγκρουση του καλού με το κακό, δημιουργεί ωστόσο την αίσθηση ότι ο ποιητής προσπαθεί να συμφιλιώσει αντίθετες ροπές. Η ποίησή του άλλωστε έχει ιδωθεί ως ο χώρος όπου διαφορετικές πολιτισμικές επιδράσεις, γλώσσες και λογοτεχνικές τάσεις συγκλίνουν, παράγοντας ένα ενδιαφέρον, πρωτότυπο και σύνθετο είδος γραφής. Ο Παλαμάς, για παράδειγμα, υποστήριξε ότι ο Σολωμός συνδύασε «τη γερμανική του νοήματος βαθυσυγνεφιά προς την ελληνική φωτεινότητα της μορφής», τον ξέσκεπο, εκφραστικό και ρητορικό λυρισμό με τον υπονοητικό και συμβολικό, το αίσθημα με τη διάνοια. Είναι γεγονός ότι ο Σολωμός πέτυχε να συνδυάσει τρόπους και είδη γραφής, αλλά πόσο συνεπείς μεταξύ τους είναι μερικοί χαρακτηρισμοί του από την κριτική και ιδιαίτερα η συνδυαστική θεώρησή του ως εθνικού και λυρικού ποιητή;


Το καλύτερο παράδειγμα αυτής της έντασης ανάμεσα στο εθνικό και στο ατομικό, στο αφηγηματικό και στο λυρικό αποτελεί «Ο Κρητικός». Μια αφηγηματική σύλληψη του ποιήματος πριμοδοτεί τον γραμμικό και ιστορικό χρόνο, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στα γεγονότα στην Κρήτη και υπογραμμίζοντας το ιστορικό παρελθόν του Κρητικού. Από την άλλη πλευρά, η λυρική υφή του ποιήματος συγχέει την ιστορική γραμμή και προβάλλει τη διαταραγμένη συναισθηματική και διανοητική κατάσταση του πρωταγωνιστή. Το αίτημα για αφηγηματικότητα, βασισμένο στην αιτιότητα και στην ανασυγκρότηση της βιογραφίας του Κρητικού, παράγει μια ρεαλιστική, ιστορική και τελικά εθνική ανάγνωση του ποιήματος που αναδεικνύει τον αγώνα στην Κρήτη εναντίον των Τούρκων και την επακόλουθη δοκιμασία των προσφύγων σε σύγκριση με τη λυρική θεώρηση του ποιήματος που δεν επιμένει στην αποκατάσταση της ιστορικής ακολουθίας των γεγονότων αλλά στη συναισθηματική και ψυχολογική ανταπόκριση. Το ποίημα ως αφήγημα λειτουργεί και ως αναπαράσταση της πρόσφατης ιστορίας και ως αλληγορία για την κρητική λογοτεχνική παράδοση και την επιδέξια οικειοποίησή της ή μεταλαμπάδευσή της. Μια τέτοια προσέγγιση του «Κρητικού» τον καθιστά εθνικό αφήγημα, αν όμως αντιμετωπιστεί ως λυρικό ποίημα αποβαίνει η άχρονη ιστορία μιας βασανισμένης ψυχής. Στην πρώτη περίπτωση, τα γεγονότα και η εξωτερική πραγματικότητα κατέχουν το προσκήνιο, στη δεύτερη η προτεραιότητα ανήκει στον εσωτερικό κόσμο του πρωταγωνιστή, στον ασυνάρτητο λόγο του και στην απομάκρυνσή του από την (λογοτεχνική) ιστορία.


Λυρική υποκειμενικότητα 


Κρίνοντας από την περίπτωση του «Κρητικού» θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η αφηγηματική προσέγγιση του ποιήματος αντιπροσωπεύει το ιστορικό παρελθόν, σηματοδοτώντας μια καθοδική πορεία προς τις εθνικές ρίζες και τις πηγές της λογοτεχνικής παράδοσης, ενώ η λυρική προσέγγιση αντιπροσωπεύει το άχρονο παρόν και τη διάσπαση του υποκειμένου προτείνοντας μια ανοδική κίνηση με τη μορφή της οραματικής εξομολόγησης. Αντιπροσωπεύοντας μια ρήξη με την ιστορία, το λυρικό ταυτίζεται περισσότερο με τη νεωτερικότητα παρά με την ιστορική συνέχεια. Ως εκ τούτου, ένας λυρικός Σολωμός πιο εύκολα μπορεί να γίνει το σύμβολο της νεωτερικότητας, ενώ ένας αναπαραστατικός και αφηγηματικός Σολωμός φαίνεται να ενσαρκώνει την εθνική ιστορία και τη λογοτεχνική παράδοση. Στην περίπτωση του Σολωμού η έννοια του εθνικού ποιητή ιστορικοποιεί το λυρικό, συνδέοντάς το με τα συμφραζόμενα και εισβάλλοντας στην αυτόνομη φωνή και στη λυρική υποκειμενικότητα.


Ο Σολωμός μπορεί να ήταν διχασμένος ανάμεσα στο λυρικό και στο αφηγηματικό, στο οικουμενικό και στο εθνικό, στο ατομικό και στο καθολικό, στο ιδανικό και στο πραγματικό, στην πάλη με τη γλώσσα και στην αναπαράσταση της ιστορίας. Το ερώτημα όμως που ανακύπτει είναι ως ποιο βαθμό αναζητώντας την αφηγηματική συνοχή στην ποίηση του Σολωμού κανείς θέτει την έμφαση στην εθνική, στην ιστορική, στη συλλογική και στη ρεαλιστική πλευρά της ποίησής του, ενώ εστιάζοντας στη λυρική ή και στην αποσπασματική του θεώρηση προβάλλονται οι οικουμενικές, αυτοαναφορικές, ατομικές και μεταφυσικές πτυχές της ποίησής του; Μπορεί κανείς να διεκδικήσει με αξιώσεις τον τίτλο του εθνικού ποιητή δίχως κάποια στοιχειώδη αφηγηματικότητα ή την υποβολή ενός μείζονος εθνικού αφηγήματος; Νομίζω, δηλαδή, ότι η αντιμετώπιση του Σολωμού ως κατ’ εξοχήν αφηγηματικού (εθνικό) ή λυρικού ποιητή έχει ευρύτερη σημασία, όπως και το ζήτημα του κατά πόσο οι δύο χαρακτηρισμοί συνάδουν.


Θα μπορούσε βέβαια να ισχυριστεί κανείς ότι ο χαρακτηρισμός του Σολωμού ως λυρικού ποιητή λειτουργεί ως το συνολικό αισθητικό παραπλήρωμα της έννοιας της εθνικής ποίησης. Αυτός ο συνδυασμός ωστόσο απαιτεί κάποια εξήγηση. Το λυρικό θεωρείται καθαρά υποκειμενική μορφή και χαρακτηρίζεται από «την απόκρυψη του κοινού από την ποιητή», με άλλα λόγια συνεπάγεται τον αποκλεισμό της κοινότητας. Επίσης προωθεί την ιδέα της αυτοτελούς υποκειμενικότητας και της μονολογικής αυτονομίας. Αντίθετα, η αφηγηματική και κατ’ επέκταση η εθνική ποίηση καλλιεργεί και δημιουργεί ένα δια-υποκειμενικό χώρο όντας περισσότερο ανοιχτή παρά κλειστή μορφή. Επιγραμματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα αφηγηματικά ποιήματα εξιστορούν ένα γεγονός, ενώ τα λυρικά επιδιώκουν να είναι αυτά καθαυτά ένα γεγονός. Εφαρμόζοντας εδώ ένα διαχωρισμό που χρησιμοποιήθηκε για τη διάκριση της επικής από τη λυρική ποίηση, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η διαφορά της λυρικής ποίησης από την εθνική είναι παρόμοια με αυτήν ανάμεσα στην προσευχή και στο κήρυγμα.


Η σχέση με τον ρομαντισμό 


Παραδοσιακά, η ρομαντική λογοτεχνία έχει εξισωθεί με τη λυρική συνείδηση. Στην περίπτωση του Σολωμού αυτή η εξίσωση δεν έχει πλήρως υποστηριχθεί είτε από την κριτική του πρόσληψη ως «γενάρχη του νεοελληνικού λυρισμού» είτε από την έννοια της εθνικής ποίησης. Ο εθνικός ποιητής προϋποθέτει και απευθύνεται σε μια κοινότητα ή ένα έθνος αναγνωστών, ο λυρικός ποιητής συνήθως προσποιείται ότι μιλά στον εαυτό του στρέφοντας την πλάτη του στους ακροατές του. Θεωρητικά, η εθνική ποίηση τείνει να είναι πιο αφηγηματική και κοινωνική, ενώ η λυρική ποίηση πιο υποκειμενική, αυθόρμητη και αντικοινωνική. Ως εκ τούτου, οι δύο τύποι ποίησης φαίνονται ασυμβίβαστοι μεταξύ τους, προκαλώντας μια εύθραυστη συγκατοίκηση του εθνικού με το λυρικό, η οποία εγείρει το ερώτημα αν στο κριτικό επίπεδο ένας πειστικός και προσφυής συνδυασμός μπορεί να επιτευχθεί, ανάλογος με αυτόν που πέτυχε ο Σολωμός στην ποίησή του. Ως ποιο βαθμό μπορούμε να μιλήσουμε για τη λυρικοποίηση του εθνικού ή για την εθνικοποίηση του λυρικού;


Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η ατομικότητα που συνδυάζεται με τη λυρική ποίηση μπορεί να ανιχνευθεί στα συμπληρώματα που συνοδεύουν την εικόνα του Σολωμού ως εθνικού ποιητή. Ο λυρικός Σολωμός προσαρμόστηκε ή υποτάχθηκε στον εθνικό Σολωμό, ώστε να τονιστεί η εικόνα του ως χαρισματικού και εξαιρετικού ατόμου. Με αυτό τον τρόπο η κριτική εισήγαγε και ενίσχυσε την προσωπικότητά του, την «αποσβεσμένη» από την ποίησή του κατά την έκφραση του Πολυλά, καθιστώντας δυνατή τη διπλή του θεώρηση ως λυρικού, υποκειμενικού ποιητή και εθνικού ταυτόχρονα. Το λυρικό ταυτίστηκε με το ιδεατό, το υψηλό και το ηθικό, ενώ το εθνικό με το πραγματικό και το ιστορικό.


Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Βρετανίας.

ΘΟΔΟΣΗΣ ΠΙΕΡΙΔΗΣ

Το πέλαγο
Περσέψαν οι λογοήρωες στον τόπο μας.
Περσέψαν οι ανδριάντες, οι επέτειες, οι λόγοι,
οι λόγοι, λόγοι, λόγοι –οι λόγιοι λογάδες,
οι λογοκόποι, οι λογοφάγοι, οι λογοκατασκευαστές,
περσέψαν οι προσλαλιές, τα μεγαλολαλήματα,
ξενολαλιές, ντοπιολαλιές, λογοπεζά, λογοποιήματα,
περσέψαν και ξεχείλισαν τα λόγια, λόγια, λόγια,
τ’ άλογα λόγια κάναν ένα πέλαγο
που ορμά με μάνητα για να μας λογοπνίξει.
Αδέρφια, κρατηθείτε στον αφρό.
Αδέρφια, παραμερίστε τα κύματα
ρίξετε στον ορίζοντα της σωτηρίας την κραυγή:
«Γη, γη!»
Η γη των ονείρων σας είναι οι άνθρωποι –δεν είναι οι λόγοι.







                           
                   Θοδόσης Πιερίδης



Ο Θοδόσης Πιερίδης (Τσέρι, 1908-Βουκουρέστι, 1968) από μικρή ηλικία έζησε στο Κάιρο, όπου φοίτησε στο Γαλλικό Λύκειο και ακολούθως στην Αμπέτειο Σχολή. Εργάστηκε ως υπάλληλος σε διάφορες επιχειρήσεις και υπηρεσίες της αιγυπτιακής πρωτεύουσας (1927-1942). Οργανωμένος από νωρίς στην Αριστερά, υπέστη για τις ιδέες και τη δράση του, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, διώξεις από τις βρετανικές αρχές της Αιγύπτου. Μετά από μια σύντομη περίοδο στην Κύπρο (1946-1949), μετέβη στο Παρίσι, όπου σπούδασε γαλλική φιλολογία και ιστορία του πολιτισμού στη Σορβόνη (1949-1952). Ακολούθησε μια δεκαετία (1952-1962) έντονης πνευματικής και πολιτιστικής δημιουργίας στη Ρουμανία, πριν επιστρέψει για οριστική πια εγκατάσταση στην Κύπρο.Ποιητής κατά βάση του ρωμαλέου και αγωνιστικού λυρισμού με σαφή κοινωνικό προσανατολισμό, θα κινηθεί στα πρώτα ποιήματά του, γραμμένα σε ομοιοκατάληκτο ή ελεύθερο στίχο, στο κλίμα του ύστερου συμβολισμού, ο οποίος θα κληροδοτήσει μια ιδιότυπη μουσικότητα και υποβλητικότητα και στη μεταγενέστερη παραγωγή του. Η ποιητική συλλογή "Ξέρουμε κι εμείς να τραγουδούμε"(1937), με διάχυτη την αισιοδοξία για ένα νέο κόσμο που ξεπροβάλλει δυναμικά, αποτελεί την αφετηρία μιας πληθωρικής παραγωγής. Στις επόμενες συλλογές ή συνθέσεις του ("Η μπαλλάντα της Μαρίας", 1939· "Δέκα τραγούδια", 1940· "Ερωτική ιστορία",1943· "Νόστος", 1958 κ.ά.), όπου κυριαρχούν ως θέματα ο έρωτας και η θαλασσινή εμπειρία, διακρίνεται ένας λεπταίσθητος λυρισμός, απότοκος μιας προσωπικής ποιητικής ευαισθησίας, χωρίς ταυτόχρονα να λείπουν οι κοινωνικές αναφορές. Τα δραματικά για τον ελληνισμό γεγονότα του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, ο αγώνας της Κύπρου για εθνική αποκατάσταση και το όραμα μιας κοινωνικής αλλαγής θα κυριαρχήσουν σε ένα μεγάλο μέρος του μεταπολεμικού του έργου ("Κυπριακή συμφωνία", 1956· "Ονειροπόληση πάνω στα τείχη της Αμμοχώστου", 1965· "Ξαναρχινούμε", 1967 κ.ά.)