Κυριακή 21 Ιουλίου 2019

Ο Καρυωτάκης με τα μάτια άλλων



Αν και χαρτογιακάς, αρνήθηκε να γράψει ποιήματα που θα λογοδοτούσαν στο ξεχαρβάλωμα της δημόσιας ζωής. Με δύο λόγια, αρνήθηκε να γίνει εθνικός ποιητής. Ανέλαβε την πολιτική ευθύνη μόνο της σφαίρας που φύτευσε στην καρδιά του ― δηλαδή του περίλυπου σαρκασμού των στίχων του. [Μισέλ Φάις, Ελληνική αυπνία, 2004, σ. 65]
80 περίπου χρόνια πριν τον Μισέλ Φάις, ο Τέλλος Άγρας αποφαινόταν το εξής για τον Καρυωτάκη, μιλώντας ως κριτικός αλλά και ως εκπρόσωπος μιας ορισμένης γενιάς:
Πρωτοδιάβασα, θυμούμαι, τ' όνομά του στα 1912, ανάμεσα στους βραβευμένους του παιδικού περιοδικού Παιδικός Αστήρ, που το αγόραζα τότε κι εγώ. Κι έπειτα, τον ξέχασα… Έξη χρόνια αργότερα, το 1918, η πρώτη ποιητική του συλλογή […] μικρό τεύχος από δεκάεξη μόλις σελίδες ― μερικά τρυφερά μουσικά, γνήσια συμβολιστικά ποιήματα― πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Η δική μας γενεά εβγήκε, σχεδόν όλη, από τη Βιβλιοθήκη του Φέξη. Απ' εκεί επήγασαν τ' αγαθά της, απ' εκεί και τα ελαττώματά της: κι ο λυρισμός της, αλλά κι η μεγαλοστομία της· η θεωρητική της μόρφωση, αλλά κι ο προφητικός της τόνος ― ο "μεσσιανισμός" της· απ' εκεί τέλος η γερμανοπάθεια κι η ασιανοπάθεια που ζωηρά άλλως τε καθρεπτίστηκαν όλ' αυτά στα τότε αντιπροσωπευτικά φιλολογικά περιοδικά των νεωτέρων.
Ο Καρυωτάκης απ' όλ' αυτά έλειπεν.
Αμέτοχος ο άνθρωπος, η εργασία του άγνωστη. ― Αυτός ερχόταν, μόνος του, απ' αλλού. Ερχόταν αργά, από δρόμο δικό του. […] κι έξαφνα στα 1927, με την τρίτη και τελευταία του ποιητική συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες, μας εξεπέρασεν όλους αμέσως κι εξακολουθητικά…».
[Τέλλος Άγρας, «Καρυωτάκης», Τα Νέα Γράμματα 12 (1935), σ. 674-706].
Ένα χρόνο νωρίτερα, στην πρώτη του ποιητική συλλογή ο Γιάννης Ρίτσος ξεκινούσε έναν μεταθανάτιο διάλογο γύρω από τους «ανάξιους ποιητές» που παρελαύνουν στην καρυωτακική ποίηση:
«Ποιητές»
Στον Κώστα ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ
Ω, δε χωρεί καμιά αμφισβήτηση, ποιητές
είμαστ' εμείς με κυματίζουσα την κόμη
―έμβλημ' αρχαίο καλλιτεχνών― και χτυπητές
μάθαμε φράσεις ν' αραδιάζουμε κι ακόμη,
μια ευαισθησία μάς συνοδεύει υστερική,
που μας πικραίνει ένα χλωμό, σβησμένο φύλλο,
μακριά ένα σύννεφο μαβί. Χιμαιρική
τη ζωή μας λέμε και δεν έχουμ' ένα φίλο.
Μένουμε πάντα σιωπηλοί και μοναχοί,
όμως περήφανα στα βάθη μας κρατούμε
το μυστικό μας θησαυρό, κι όταν ηχεί
η βραδινή καμπάνα ανήσυχα σκιρτούμε.
Θεωρούμε ανίδεους, ανάξιους κι ευτελείς
γύρω μας όλους, κι απαξιούμε μια ματιά μας
σ' αυτούς να ρίξουμε, κι η νέα ξανά σελίς
τον θρήνο δέχεται του ανούσιου ερωτά μας.
Αναμασάμε κάθε μέρα τα παλιά
χιλιοειπωμένα αισθήματά μας· εξηγούμε
το τάλαντό μας: «κελαηδούμε σαν πουλια»·
την ασχολία μας τόσ' ωραία δικαιολογούμε.
Για μας ο κόσμος όλος μόνο είμαστ' εμείς,
και τυλιγόμστε, μανδύα μας, έναν τοίχο.
Μ' έπαρση εκφράζουμε τα πάθη της στιγμής
σ' έναν ―με δίχως χασμωδίες― μουσικό στίχο.
Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν κι αν δυστυχούν,
κι αν τους λυγίζει, αν τους φλογίζει η αδικία,
― ω, τέτοια θέματα πεζά ν' ανησυχούν
τους αστρικούς μας στοχασμούς, είναι βλακεία.
Γ. Ρίτσος, από τη συλλογή Τρακτέρ (1934).

«από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός»

Μια σύντομη ζωή σε συνεχή κίνηση ήταν αυτή του Καρυωτάκη. Λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του (πολιτικός μηχανικός του υπουργείου Δημοσίων Έργων) η οικογένεια αναγκαζόταν να αλλάζει πόλεις ανά την Ελλάδα. Αντίστοιχα, όταν αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή, η έλλειψη πελατείας τον ώθησε αναζήτηση θέσης δημοσίου υπαλλήλου και σε συνεχείς μεταθέσεις σε διάφορες υπηρεσίες, με τελευταίο σταθμό την Πρέβεζα.
Μίσθια δουλειά, σωροί χαρτιών, έγνοιες μικρές, και λύπες
άθλιες, με περιμένανε σήμερα καθώς πάντα.
Μόνο είδα, φεύγοντας πρωί, στην πόρτα μου τολύπες
τα ρόδα, και γυρίζοντας έκοψα μια γιρλάντα.
(«Μίσθια Δουλειά», Ελεγείες και Σάτιρες, 1927)
Έφηβος ακόμα δημοσιεύει ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά, ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού Διάπλασις των Παίδων. Σε ηλικία 17 ετών ερωτεύεται την χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη, μια σχέση που θα τον σημαδέψει.
Η πρώτη ποιητική συλλογή του Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων δημοσιεύτηκε το Φεβρουάριο του 1919, χωρίς ιδιαίτερα θετική υποδοχή. Προμετωπίδα ήταν οι παρακάτω στίχοι:
Τ' αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώς
το μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσει…
Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε το σατιρικό περιοδικό Η Γάμπα, η κυκλοφορία του οποίου όμως απαγορεύτηκε έπειτα από έξι τεύχη κυκλοφορίας. Η δεύτερη συλλογή του, υπό τον τίτλο Νηπενθή, εκδόθηκε το 1921 και, πέρα από τρεις ποιητικές ενότητες (Πληγωμένοι Θεοί, Η σκιά των ωρών, Νοσταλγικά), περιλάμβανε και μια ενότητα με μεταφράσεις, όπως ένα ποίημα του Heinrich Heine, με τον οποίο θα καταπιαστεί και στην επόμενη συλλογή του, που επίσης θα συμπεριλαμβάνει μεταφράσεις. Χαρακτηριστικά στοιχεία της συλλογής, όπως έχουν κωδικοποιηθεί από τη μέχρι σήμερα κριτική παράδοση, είναι η μετρική ποικιλία και μια ορισμένη μποντλερική μελαγχολία καθώς και ένας υψηλός βαθμός ποιητικής αυτοσυνειδησίας.
Λίγο αργότερα θα συνδεθεί συναισθηματικά με την επίσης ποιήτρια και συνάδελφό του στη Νομαρχία Αθηνών, Μαρία Πολυδούρη, στην οποία θα αφιερώσει ένα ποίημα από την επόμενη συλλογή του:
[Ένα σπιτάκι απόμερο…]
Μ.Π.
Ένα σπιτάκι απόμερο, στο δείλι, στον ελαιώνα,
μια καμαρούλα φτωχική, μια βαθειά πολυθρόνα,
μια κόρη που στοχαστικά τον ουρανό κοιτάει,
ω, μια ζωή που χάνεται και με τον ήλιο πάει!
Η τελευταία αυτή συλλογή εκδίδεται το Δεκέμβριο του 1927 με τίτλο Ελεγεία και Σάτιρες.
Τα Ελεγεία και Σάτιρες κωδικοποιούν άψογα τον προγραμματικά ελάσσονα τόνο αυτής της ποίησης που αποδέχεται το τετριμμένο, το καθημερινό, εσωτερικεύει με ευγένεια την ήττα ή την αποτυχία, αντικρίζει ευθαρσώς τα αδιέξοδα και τις ανεπάρκειές της και, δίχως θρήνους και κοπετούς, κάνει τους ισολογισμούς μιας πεζής, καθηλωμένης, πιεσμένης ζωής, ενός άδοξου θανάτου. Η «χαμηλόφωνη», όπως καθιερώθηκε να τη λέμε, ποίηση αυτής της μεταπολεμικής εποχής (μετά τον Πρώτο, εννοείται, Παγκόσμιο Πόλεμο) αποφεύγει τον στόμφο, την υψηγορία, τις μεγάλες θεατρικές χειρονομίες, τις άμετρες φιλοδοξίες, τον οιστρήλατο ενθουσιασμό. [Τσιριμώκου 2012, 123].
Ο Καρυωτάκης, όπως θα θυμηθεί αργότερα ο φίλος και συνοδοιπόρος του Χ. Σακελλαριάδης, σχεδίαζε να θέσει ως προμετωπίδα στη συλλογή, κάτω από μια νεκροκεφαλή, τη φράση Με το μηδέν και το Άπειρο / να συμφιλιωθούμε». Τελικά ωστόσο η συλλογή τυπώθηκε με προμετωπίδα επιγραφή από το De rerum natura του Λουκρήτιου.
Όπως μαρτυρούν τόσο οι μεταφραστικές όσο και οι υφολογικές επιλογές στη πρωτότυπη ποίησή του, ο Καρυωτάκης επεξεργάζεται διαρκώς μια ποιητική διττότητας, όπου το λυρικό υποκείμενο διχάζεται σε ένα εγώ που βιώνει την πτώση του και σε ένα άλλο που την παρακολουθεί και την περιγράφει ως αντικείμενο γέλωτος. Η ταλάντευση ανάμεσα στην αυτο- δημιουργία και στην αυτοκαταστροφή, που καθρεφτίζει την αδυναμία συμφιλίωσης του Μηδενός με το Άπειρο, αποτελεί ταυτόχρονη ταλάντευση ανάμεσα σε έναν εμπειρικό και έναν κειμενικό εαυτό, όπου είναι η γλώσσα αυτή που κάνει χιούμορ μέσα από τα υποκείμενα. Αυτή η δεσπόζουσα μη διαλεκτική διάσταση της ειρωνικής ποιητικής του Καρυωτάκη διασταυρώνεται με μία ακόμη έκφανση του κρίσης του λυρικού υποκειμένου, την «κρίση του στίχου», και εκβάλλει στη διερεύνηση των εκφραστικών δυνατοτήτων ενός οξύμωρου λογοτεχνικού είδους, του πεζού ποιήματος. [Ναούμ 2007: xvi].
Το αφιερωμένο στην Πολυδούρη ποίημα ανήκει στη σειρά με Ελεγείες της συλλογής. Στην ενότητα με τις Σάτιρες ο τόνος είναι διαφορετικός, με αιχμηρή, ακόμα και πολιτική, χροιά. Η ειρωνική και ανατρεπτική ποιητική στάση συστοιχεί με τη μορφική αναρχία των ποιημάτων, καθώς με ένταση εντοπίζονται εδώ στοιχεία της ποιητικής του Καρυωτάκη όπως οι μετρικοί παρατονισμοί και η πεζολογία (Παπάζογλου 1988) ― στοιχεία που, όπως έχει δείξει η Ναούμ (2007) μπορούν να γενεαλογηθούν στην ποιητική της ειρωνίας του ρομαντισμού, ενώ θα αξιοποιηθούν από τον μοντερνισμό. Ο κριτικός λόγος έχει δοκιμάσει άλλωστε ποικίλες κατατάξεις της καρυωτακικής ποιητικής.
Το 1922, [ο Καρυωτάκης] είναι ήδη καταξιωμένος στο μικρό πνευματικό κύκλο της πρωτεύουσας. Αν […] το 1919 είχε ήδη ξεχωρίσει, με τα Νηπενθή (1921) αναγνωρίζεται πλέον ως ένας γνήσιος λυρικός ποιητής με προσωπικό ύφος. Η ποίησή του ωστόσο δεν ξεπερνά ακόμα τα όρια του εγχώριου νεοσυμβολισμού. Βρισκόμαστε δηλαδή μακριά από τα Ελεγεία και Σάτιρες(1927). Τι μεσολάβησε και η ποίηση του Καρυωτάκη, από λυρική, ελεγειακή και χαμηλόφωνη, έγινε, χωρίς να αποβάλει τη μουσική της υπόσταση, τραγική, ρεαλιστική και εντέλει ανατρεπτική; Μέσα από ποιους δρόμους αναδείχθηκε όχι μόνον ως «ο αντιπροσωπευτικός μιας εποχής», αλλά ως ένας ποιητής που ξεπέρασε την εποχή του; [Ντουνιά 2000, 33-34.]
Με αφορμή κριτική του Β. Ρώτα για τη συλλογή αυτή, ο Καρυωτάκης γράφει απαντητική επιστολή στο περιοδικό Ελληνικά Γράμματα[Τόμος Β', Τεύχος 7, 16 Μαρτίου 1928, σ. 275-276]
[…] Αφού προηγουμένως ευχαριστήσω τον κ. Ρώτα για την καλοσύνη που είχε να ασχοληθεί με τα ποιήματά μου, θα 'θελα μόνο να τον ρωτήσω αν όσα έγραψε στα Ελληνικά Γράμματα νομίζει ότι αποτελούν κριτική. Γιατί εγώ τουλάχιστον έχω την εντύπωση ότι ο κ. Ρώτας, εξ αφορμής του βιβλίου μου, εζήτησε απλώς να κάνει γνωστές τις ιδιαίτερες προτιμήσεις του, τα ποιητικά του μοτίβα που τον ενδιαφέρουν περσότερο. Και είπε πάνω κάτω ότι η μελαγχολία δεν είναι καθόλου καλό πράγμα, ότι πρέπει να κοιτάξουμε λίγο και τον κοσμάκη, που υποφέρει όσο κ' εμείς, και να μη βυθιζόμεθα στον εαυτό μας, αν θέλουμε να δημιουργήσουμε κάτι άξιο μέσα στη ζωή.[…]
Όταν εξετάζει κανείς αντικειμενικά, βρίσκει χίλια πράγματα να ειπεί και για τη φτωχότερη προσπάθεια. Και ο κ. Ρώτας, σε δύο ολόκληρες σελίδες, δε μας είπε ούτε το στοιχειωδέστερο: Είναι, δηλαδή, ή δεν είναι ποιήματα τα Ελεγεία και Σάτιρες; Αν, κατά τύχην, συμβαίνει το πρώτο, εγώ είμαι ευχαριστημένος, γιατί η κοινωνιολογική άποψις δε με αφορά.
Αλλά θα είχα κι άλλες ερωτήσεις για τον κ. Ρώτα. Λ.χ. αν πιστεύει σοβαρώς ότι η δική του αισιοδοξία συμβιβάζεται με τη σημερινή πραγματικότητα περσότερο από το δικό μου πεσιμισμό, και αν ένας σύγχρονος άνθρωπος μπορεί ν' αντικρίσει αλλιώς παρά από την αντίθετη όψη, με νοσταλγία, το ιδανικό του Σολωμού (συμπάθεια και θαυμασμός), που, χωρίς να το εκφράζει καθαρά ο ίδιος, μαντεύουμε ότι έχει κατακυριεύσει τον κ. Ρώτα. Με συγχωρείτε όμως. Εδώ κινδυνεύω να θίξω το πρόγραμμα, την κατεύθυνση του περιοδικού, του οποίου τολμώ να επικαλεσθώ τη φιλοξενία για το σημείωμα αυτό.
Πάτρα 22-2-28
Με ιδιαίτερη τιμή
Κ.Γ. Καρυωτάκης
Όταν γράφει την παραπάνω επιστολή, βρίσκεται ήδη με απόσπαση στην Πάτρα. Θα ακολουθήσει η Πρέβεζα, ο τελευταίος του σταθμός. Αιτία των δυσμενών μεταθέσεων οι μεθοδεύσεις των ανωτέρων του λόγω της συνδικαλιστικής του δράσης. Την περίοδο αυτή γράφει τα τελευταία του ποιήματα («Αισιοδοξία», «Όταν κατέβουμε», «Πρέβεζα»), καθώς και μια σειρά πεζών.
Στις 21 Ιουλίου του 1928 ο Καρυωτάκης θα βάλει τέλος στη ζωή του με μία σφαίρα στην καρδιά. Την προηγούμενη μέρα είχε προσπαθήσει να πνιγεί στο Μονολίθι της Πρέβεζας χωρίς επιτυχία καθώς γνώριζε καλό κολύμπι. Οι λόγοι της αυτοκτονίας δεν είναι ξεκάθαροι: η απόγνωση από τις δυσμενείς μεταθέσεις, η ασθένεια της σύφιλης, κάτι άλλο; Στην τσέπη του βρέθηκε σημείωμα, που κατέληγε με το εξής υστερόγραφο:
[Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.

Κ.Γ.Κ.
Σύμφωνα με την κρίση του Λίνου Πολίτη, «o αντιπροσωπευτικότερος τύπος της γενιάς του 1920 [..] είναι ασφαλώς ο Κώστας Καρυωτάκης» (Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, σ. 148)· η επιρροή του απέκτησε και όνομα: «καρυωτακισμός». Τον όρο, αρνητικά φορτισμένο, εισηγήθηκε ο Ανδρέας Καραντώνης· σήμερα οι μελετητές ανιχνεύουν ένα πιο σύνθετο πλέγμα σχέσεων και επιρροών.


Για να κλείσουμε όπως αρχίσαμε το σύντομο αυτό σημείωμα, ας δούμε τον Καρυωτάκη με τη ματιά ενός ακόμα ποιητή: ο Ανδρέας Εμπειρίκος το 1964 θα του αφιερώσει ένα εκτενές πεζό ποίημα ("Όταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλέες"), που κλείνει ως εξής:
Μη πείτε λοιπόν ποτέ λόγον κακόν διά τον νέον αυτόν που εις την Πρέβεζαν εχάθη. Ήτο σπουδαίος ποιητής, που από τρίχα μόλις θα έψαλλε τους οργασμούς της γης και όλους τους έρωτας των άστρων, αν Μοίρα σκληρή δεν έστεφε το μέτωπόν του με βαθυπράσινον κισσόν που εκόπη από τάφους, μα που και έτσι ακόμη είναι κισσός, φυτό σπαρμένο απ' τους θεούς, όπως και η δάφνη.
Μη τον ξεχνάτε λοιπόν τον νέον αυτόν, το κάθετον τούτο λάβαρον της θλίψεως και του θανάτου, τον νέον αυτόν που εις τας ακτάς του Αμβρακικού απέπτη, τον άσπρον άγγελον με τα κατάμαυρα πτερά μη τον ξεχνάτε, και, ακόμη, να τον αγαπάτε. Ήτο μεγάλος ποιητής ο νέος αυτός και ευγενής. Το λέγω και θα το ξαναπώ πολλάκις ― είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης.
Αθήνα, 9.12.1964

Συνέχεια εδώ:

Σάββατο 1 Ιουνίου 2019

"ΤΟ ΜΠΛΕ ΚΟΥΤΙ ΣΤΟ ΠΑΤΑΡΙ"



θεατρικό έργο αφιερωμένο στη μνήμη του Π.Σ.
της ΝΟΤΑΣ ΧΡΥΣΙΝΑ


           
           



ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΓΟΥ: ΤΟ ΜΠΛΕ ΚΟΥΤΙ ΣΤΟ ΠΑΤΑΡΙ
(βασισμένο σε πραγματική ιστορία)

ΠΡΟΣΩΠΑ
Γιάννης Βενιέρι, 55 ετών, οδοντίατρος, σύζυγος Κατερίνας
Κατερίνα Βενιέρι, 50 ετών, σύζυγος Γιάννη
Μαίρη, 54 ετών, αδερφή Κατερίνας
Μάριος, 55 ετών, γιατρός, φίλος και κουμπάρος του Γιάννη
Τζένη, 55 ετών, σύζυγος Μάριου, κουμπάρα των Βενιέρι
Σουζάνα: μια ηλικιωμένη γειτόνισσα
Παιδιά: οι κόρες της Κατερίνας και του Γιάννη
Κλητήρας: ένας νεαρός
Λένα: 55 ετών, πρώην φίλη του Γιάννη


ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
 (Καθημερινό σαλόνι του πολυτελούς διαμερίσματος των Βενιέρι κάπου στα βόρεια προάστια. Ακριβά έπιπλα, κόκκινα χαλιά και λευκές λεπτές κουρτίνες. Αριστερά μια μεγάλη πόρτα με αψίδα, στη μέση ένα μεγάλο παράθυρο πλαισιώνει το φόντο πίσω από τον λευκό καναπέ που δεσπόζει στον χώρο και δεξιά του μια πόρτα που οδηγεί στο εσωτερικό του σπιτιού. Αριστερά από τον καναπέ, πάνω στο μικρό τραπεζάκι μια φωτογραφία ενός νεαρού ζευγαριού και δίπλα φωτογραφίες των παιδιών. Μπροστά από τον καναπέ στο τραπεζάκι του σαλονιού ένα βάζο με τριαντάφυλλα και απλωμένο το σερβίτσιο του καφέ. Ο Γιάννης, ψηλός, αθλητικός, ντυμένος με ένα κουστούμι με στιλ κάθεται στον καναπέ πίνοντας άκεφα τον καφέ του. Από τη δεξιά πόρτα μπαίνει η Κατερίνα, καλοφτιαγμένη, μα άχρωμη, ντυμένη ακόμη με μια αραχνούφαντη νυχτικιά)
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ –ΕΝΑ ΜΑΛΛΟΝ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΟ ΠΡΩΪΝΟ
Κατερίνα: (τεντώνεται) Καλημέρα, Γιάννη μου. Άργησα να ξυπνήσω. Πέρασε το σχολικό στην ώρα του; Εσύ, πώς και είσαι ακόμη σπίτι;
Γιάννης: (σαν να συνέρχεται από σκέψεις) Καλημέρα, αγάπη μου…Μην ανησυχείς τα παιδιά είναι τώρα στο σχολείο. Καθυστέρησα γιατί δεν έχω πρωϊνά ραντεβού σήμερα μέχρι τις 11:00 π.μ. (σιωπή) Θα περάσω από την κλινική να δω τον Μάριο. Εσύ κοιμήθηκες καλά;
Κατερίνα: (με νάζι) Παρακοιμήθηκα (πηγαίνει κοντά του, κάθεται και περνάει το χέρι της χαϊδευτικά στα καστανά του μαλλιά) Χθες είχε μια ταινία με τον Leonardo di Caprio. Ήταν πολύ συγκινητική. Μια οικογένεια ζούσε μέσα στην ψεύτικη εικόνα της ευμάρειας ώσπου αναγκάζεται, λόγω χρεών, να μετακομίσει στην Αμερική. Εκεί αντιμετωπίζουν τις αξίες μιας νέας χώρας. Το πιο δραματικό  στοιχείο του έργου ήταν ότι αποκαλύπτεται πως ζει το χαμένο τους παιδί, που το είχαν δώσει για υιοθεσία όταν ήταν πολύ νέοι. (απολογητικά) Νύσταξα, όμως, μετά και δεν σε περίμενα…(παιχνιδιάρικα) Άργησες χθες βράδυ. (με απορία) Γιατί θα πας από τον Μάριο. Αφού θα τον δούμε το βράδυ. Το ξέχασες;
Γιάννης: (σκεφτικός) Χθες, μετά το τελευταίο μου ραντεβού στο οδοντιατρείο, πήγα από την κλινική του να πάρω τα αποτελέσματα για το ετήσιο check up. Μου είπε να περάσω σήμερα να κάνω άλλη μία εξέταση… (σηκώνεται, παίρνει την τσάντα του από το πάτωμα, την φιλάει πεταχτά στο μάγουλο) Φεύγω. Εσύ τι θα κάνεις;
Κατερίνα: Σήμερα έρχεται η αδερφή μου. Η πτήση της, από Θεσσαλονίκη, φτάνει στη 1:00 μ.μ. ακριβώς. Θα πάω να πάρω τη Μαίρη από το αεροδρόμιο. Στην  επιστροφή θα περάσω από την τράπεζα να πληρώσω τη δόση για το δάνειο του σπιτιού και μετά θα πάμε για ψώνια. (χαρούμενα) Είδα τις προάλλες ένα μπεζ φόρεμα στην Κηφισιά που μου άρεσε πολύ αλλά δεν είχε στο νούμερό μου. Το παράγγειλα και θα το φέρουν σήμερα. Δεν σου είπα. Συνάντησα τη γειτόνισσα, τη ξινή, με μια φίλη της…να σου πω ποια να γελάσεις…
Γιάννης: (την διακόπτει) Βιάζομαι, αγάπη μου (προχωρώντας προς την πόρτα) Κάνε όπως νομίζεις. Θα σε δω το βράδυ.
Κατερίνα: Δεν μου είπες. Τι είπε ο Μάριος; Ποιος δείκτης;
Γιάννης: (προσπαθώντας να μην δείχνει ανήσυχος) Τίποτα. Ανησυχεί για όλους. Ξέρεις πώς είναι οι γιατροί, ψυχαναγκαστικοί. (χαμογελάει) Μην ξεχάσεις να κατεβάσεις εκείνο το μπλε κουτί από το πατάρι που σου έλεγα χθες. Εκεί θα είναι οι φωτογραφίες που είχαμε βγάλει στην φοιτητική μας εκδρομή με τον Μάριο και την Τζένη. Τότε που πήγαμε στο Μιλάνο και είχε χιονίσει. Θυμάσαι; (με μισάνοιχτη πόρτα) Θα τα πούμε το βράδυ. Όσο για τον Μάριο, θα έχεις την ευκαιρία να τον μαλώσεις η ίδια.
Κατερίνα: Θυμάμαι. (σχεδόν μονολογεί) Τότε που είμασταν συμφοιτητές…Τότε που είμασταν σαν μια οικογένεια!
Γιάννης: Πάντα θα είμαστε μια οικογένεια, όλοι μας! Οι φιλίες αυτές δεν τελειώνουν ποτέ…
(ο Γιάννης φεύγει από την αριστερή πόρτα, η μουσική κλιμακώνει την ένταση ώσπου επιστρέφει σιγά σιγά η σιωπή)
Κατερίνα: (τεντώνεται, προχωράει προς τον καναπέ, ανοίγει την τηλεόραση, χάνεται σε σκέψεις, ακούγονται διαφορετικές τηλεοπτικές φωνές καθώς αλλάζει τα κανάλια, χτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας)
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ –  Η ΚΟΥΤΣΟΜΠΟΛΑ ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
Κατερίνα: (ρίχνει πάνω της ένα σάλι και ανοίγει την εξώπορτα) Καλημέρα, κυρία Σουζάνα. Τι κάνει ο σκύλος σας ο Ιβάν;
Σουζάνα: (κοιτάζοντας διερευνητικά) Ακούσατε χθες τον καβγά στον επάνω όροφο;
Κατερίνα: Τι συνέβη; Όχι, δεν ακούσαμε κάτι.
Σουζάνα: (χαιρέκακα) Την εγκατέλειψε.
Κατερίνα: (σαστισμένη) Περάστε μέσα. Ποια;
Σουζάνα: (μπαίνει και κάθεται στον καναπέ) Θα σας τα πω στα γρήγορα γιατί έχω δουλειά. Ο κύριος του επάνω ορόφου. Την άφησε για μια που γνώριζε από τότε που ήταν συμφοιτητές. Την συνάντησε ξανά τυχαία και αναζωπυρώθηκε ο έρωτάς τους.
Κατερίνα: (σχεδόν αδιάφορα) Δεν τους γνωρίζω. Μετακόμισαν πρόσφατα.
Σουζάνα: (απογοητευμένη σηκώνεται να φύγει) Πάω να βγάλω βόλτα τον Ιβάν. (αλλάζει γνώμη) Θα της χτυπήσω να τη ρωτήσω τι κάνει. (εμπιστευτικά) Ο σύζυγος είναι ανιψιός της γνωστής οικογένειας των Αγγελόπουλων. Η κοπέλα είναι παρουσιάστρια, σε αυτές …τις εκπομπές που δείχνει το πρωί. (γυρίζει προς την τηλεόραση) Να, αυτή είναι. Κατά φωνή που λένε.
Κατερίνα: (κοιτάζει με έκπληξη στην οθόνη) Μα αυτή είναι η Ελένη Ακριβάκη!
 Σουζάνα: Ναι, αυτή. Την άφησε. Πήρε τις βαλίτσες του και έφυγε τα μεσάνυχτα. Όταν μάθω περισσότερα θα σας χτυπήσω το κουδούνι να σας πω (γυρίζει και λέει συνωμοτικά) Την γνώριζε κι εκείνη από τα φοιτητικά τους χρόνια και ήταν καλές φίλες.
(φεύγει)
Κατερίνα: (αμήχανη) Στο καλό! (βγαίνει από τη δεξιά πόρτα σε λίγο επιστρέφει ντυμένη με λευκό παντελόνι και πουκάμισο, μονολογεί)
Την εγκατέλειψε…για μια συμφοιτήτριά τους…(κοντοστέκεται)  Δεν πρόλαβα να ψάξω στο πατάρι…  (αλλάζει γνώμη κινείται προς την πόρτα, παίρνει την τσάντα της και  φεύγει από την αριστερή πόρτα)
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ- ΑΔΕΡΦΙΚΗ ΑΓΑΠΗ
(η Κατερίνα με τη Μαίρη μπαίνουν στο σπίτι κρατώντας σακούλες με ψώνια)
Κατερίνα: (αναψοκοκκινισμένη) Είδες δεν αργήσαμε στα μαγαζιά! Βόλεψε τα πράγματά σου στον ξενώνα και κάθισε να πιούμε ένα καφέ. Βάζω αμέσως την καφετιέρα. Ώσπου να αλλάξω και να ετοιμαστώ για το μάθημα pilates ο καφές θα είναι έτοιμος.
Μαίρη: (ανάβει τσιγάρο)
Κατερίνα: (επιστρέφοντας στο σαλόνι) Καπνίζεις πολύ. Έτσι και η μαμά. Κάπνιζε το ένα πακέτο μετά το άλλο. Από αυτό τη χάσαμε…
Μαίρη: (την διακόπτει) Είσαι υπερβολική. Εσύ που δεν καπνίζεις θα πεθάνεις από το άγχος  και τις φοβίες σου (με περιπαικτικό ύφος) Απορώ πώς σε αντέχει ο Γιάννης. Τρέχεις συνέχεια στα γυμναστήρια και τους γιατρούς.
Κατερίνα: Τώρα που το αναφέρεις, ο Γιάννης θα πήγαινε για μια εξέταση σήμερα.
Μαίρη: Τον κόλλησες τις φοβίες σου.
Κατερίνα: Σταμάτησε τις ειρωνείες… Μαίρη, ξέρεις ότι με εκνευρίζει αυτό το ύφος. Πάντα με ειρωνευόσουν.
Μαίρη: (αλλάζοντας ύφος την καλοπιάνει) Έλα βρε Κατερινάκι, πάμε μέσα να δοκιμάσεις το νέο σου φόρεμα με τα νέα σου πέδιλα να σε θαυμάσω (σβήνει το τσιγάρο στο τασάκι)
Κατερίνα: (χαμογελώντας αυτάρεσκα) Πάμε αμέσως.
(Βγαίνουν από τη δεξιά πόρτα. Ακούγεται μουσική, ένα  νοσταλγικό βαλς)
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ – ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΚΟΣΜΟΘΕΩΡΙΕΣ
(Σε λίγο επιστρέφουν από τη δεξιά πόρτα. Η Κατερίνα ντυμένη με μπεζ κομψό φόρεμα και τα μαλλιά της πιασμένα κότσο. Η Μαίρη την ακολουθεί)
Κατερίνα: (προχωράει αργά σαν μοντέλο) Πώς σου φαίνομαι;
Μαίρη: (με θαυμασμό) Υπέροχη. Μπορεί να συντηρείς τα μαγαζιά των βορείων προαστίων αλλά αξίζει τα λεφτά του.
Κατερίνα: (θιγμένη) Τα καλά πράγματα κοστίζουν. Άλλωστε ο Γιάννης κερδίζει πια πολλά λεφτά. Τα παιδιά μας πηγαίνουν στο καλύτερο ιδιωτικό σχολείο κι εμείς έχουμε τα πάντα. (με έπαρση) Ανήκουμε στους αριστοκρατικούς κύκλους. Μας καλούν σε δείπνα και…
Μαίρη: (την διακόπτει) Αυτό ήθελες πάντα. Αξίζει όμως τον κόπο να είστε βουτηγμένοι στα χρέη; Να μην βλέπεστε; Να δουλεύει ο άντρας σου όλη μέρα στο ιατρείο για να κομπάζεις εσύ πως ανήκετε στους αριστοκρατικούς κύκλους; (ειρωνικά)
Κατερίνα: (αυστηρά) Μαίρη, σε παρακαλώ!
Μαίρη: Κατερίνα, ξέρεις πολύ καλά ότι αυτό το ύφος γεμάτο έπαρση με ενοχλεί. Και ξέρεις ότι διαφωνώ μαζί σου σε πολλά. Παράτησες τις σπουδές σου στο πτυχίο ενώ θα μπορούσες να εργάζεσαι κι εσύ ως οδοντίατρος δίπλα στον άντρα σου και να τον βοηθάς…Πού θα σας οδηγήσει η σπατάλη και τα χρέη; Νομίζω ότι εσύ είσαι η ψηλομύτα. Ο Γιάννης ονειρεύεται να ζήσετε στη Θεσσαλονίκη σε ένα απλό σπίτι. Μου το είπε πολλές φορές. Εσύ θέλεις πολυτέλειες.
Κατερίνα: (με πείσμα) Ο Γιάννης συμφωνεί μαζί μου. Κι εκείνος ήθελε να διακόψω την ιατρική σχολή και να μείνω στο σπίτι να μεγαλώσω τα παιδιά μας. Εσύ δεν έχεις παιδιά και λείπεις όλη μέρα στο γραφείο για να υπερασπίζεις το δίκιο των πελατών σου ή για να παριστάνεις τη θεατρίνα τα Σαββατοκύριακα με περιπλανώμενους θιάσους. Να γιατί σε χώρισε ο άντρας σου!
Μαίρη: Μαίρη: (γελώντας) Κακίες!
Κατερίνα: Άκου ηθοποιός… Ζεις μέσα σε όνειρα και λες για εμένα…
Μαίρη: (απαγγέλει) «Όνειρο; Τι θα πει όνειρο; Και μήπως η ζωή μας δεν είναι όνειρο; Εγώ θα πλειοδοτήσω: ας μην πραγματοποιηθεί ποτέ, ας μη γίνει ποτέ να υπάρξει παράδεισος […] ε, ας είναι. Λοιπόν, εγώ, παρ’ όλα αυτά, θα κάνω το κήρυγμά μου[1]
 Εγώ είμαι ελεύθερη να ονειρεύομαι, αδελφούλα. Δεν πνίγομαι στα χρέη όπως εσύ…
Κατερίνα: Μαίρη, κράτησε τις διαφωνίες σου. Εμείς πάντοτε βλέπαμε τη ζωή διαφορετικά. Και τώρα θα μου επιτρέψεις να φύγω (κοιτάζει το ρολόι της) Βιάζομαι. Τρέχω ν’ αλλάξω! Πήγε 4:00 μ.μ., σε λίγο έρχεται το σχολικό με τα παιδιά. Μόλις φάτε να πάνε να διαβάσουν. Θα πάω πρώτα στο γυμναστήριο και μετά στο κομμωτήριο να φτιάξω τα μαλλιά μου (ξαφνικά θυμάται) Δεν πρόλαβα να κοιτάξω στο πατάρι.
Μαίρη: Τι λες;
Κατερίνα: Λέω. Τι καλά που ήρθες! Αν και παριστάνεις ότι βρίσκεσαι σε δικαστήριο και είσαι με το μέρος του αντίδικου…(με νάζι) Σ’ ευχαριστώ, αδελφούλα, που θα φροντίσεις για λίγο τις μικρές. Θα είμαι εδώ στις 6: 00 μ.μ. το αργότερο (την φιλάει στο μάγουλο)
Μαίρη: Παρακαλώ (γελώντας) Ήθελες μια baby sitter
Κατερίνα: Μαίρη (πειραγμένα)  Σε κάλεσα να μου κάνεις παρέα. Είσαι αδερφή μου αλλά και η καλύτερη φίλη μου. Ξέρεις πως εδώ δεν έχω φίλες. Όλες οι φίλες μου είναι στη Θεσσαλονίκη. Εκεί μεγάλωσα.
Μαίρη: Κατερίνα μου, σταμάτα να είσαι μυγιάγγιχτη. Σε πειράζω. Το ξέρεις ότι λατρεύω τα παιδιά σου σαν να είναι δικά μου. Πήγαινε. Θα αργήσεις.
(Η Κατερίνα βγαίνει από την αριστερή πόρτα, ενώ η Μαίρη κάθεται στον καναπέ καπνίζοντας)
ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ – ΣΤΟ ΙΑΤΡΕΙΟ ΓΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
(ακούγεται κόσμος να πηγαινοέρχεται, το φως πέφτει στο γραφείο του Μάριου στην κλινική. Ο Μάριος κάθεται σκυμμένος πίσω από τον υπολογιστή του ντυμένος με την ιατρική λευκή ποδιά. Από την δεξιά πόρτα μπαίνει ο Γιάννης)
Μάριος: Καλώς τον! Πέρασε!
Γιάννης: Τι με κουβάλησες από εδώ; Αφού σου είπα πως είχα πάρει ασπιρίνη και δεν είναι σωστή η μέτρηση.
Μάριος: Γιάννη! (αυστηρά) Μπορεί να είμαι ο καλύτερός σου φίλος από τότε που είμασταν παιδιά αλλά δεν καταφέρνεις να μου κρυφτείς.
Γιάννης: (δήθεν αστεία) Πάντοτε παρίστανες τον ντεντέκτιβ. Απορώ πώς σπούδασες γιατρός. Δεν είπαμε να μην ανησυχείς. Θα περάσω από το αιματολογικό και θα επαναλάβω την εξέταση. Ευχαριστήθηκες τώρα;
Μάριος: (ανακουφισμένα) Έτσι μπράβο. Μόλις πάρω το αποτέλεσμα θα σου τηλεφωνήσω.
Γιάννης: (χαμογελαστά) Να φέρεις εκείνο το κρασί που αγοράσατε με την Τζένη στην Κρήτη. Σας περιμένουμε το βράδυ.
Μάριος: (χαλαρά) Θα το φέρω. Θα πω στην Τζένη να φτιάξει και τα αγαπημένα σου μυζηθροπιτάκια. Θυμάσαι;
Γιάννης: (νοσταλγικά) Μάριε, ξεχνιέται ο πρώτος έρωτας; Η μητέρα της Λένας μας έστελνε κάθε εβδομάδα μυζηθροπιτάκια. Τότε δεν είχαμε φράγκο στην τσέπη. Τρεφόμασταν με  μηζυθροπιτάκια και ρακή. Τότε νόμιζα ότι ήμουν ευτυχισμένος… Πολλές φορές αναρωτιέμαι τι θα γινόμουν αν δεν μου είχατε γνωρίσει την Κατερίνα. Σας ευγνωμονώ, κουμπάρε μου. Σας ευγνωμονώ!
Μάριος: Ξέρεις η Τζένη μίλησε με τη Λένα πριν μια εβδομάδα.
Γιάννης: (κάπως απότομα) Θα μου τα πεις άλλη φορά. Φεύγω.
Μάριος: Μόλις βγει το αποτέλεσμα, θα σου τηλεφωνήσω.
(Ο Γιάννης φεύγει βιαστικά από την δεξιά πόρτα)
ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ
(Στο σαλόνι του πολυτελούς διαμερίσματος, η Μαίρη καθισμένη με τα πόδια πάνω στον καναπέ συνεχίζει να καπνίζει ενώ κοιτάζει ένα περιοδικό. Τα παιδιά ακούγονται να παίζουν στο δωμάτιό τους. Η Κατερίνα μπαίνει από την αριστερή πόρτα. Είναι χτενισμένη άψογα αλλά δείχνει χλωμή μέσα στο λευκό πουλόβερ της.)
ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ  – Η ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΓΕΝΝΑΕΙ ΤΕΡΑΤΑ
Κατερίνα: Να’ μαι κι εγώ! Πώς περάσατε; Έφαγαν;
Μαίρη: (χαρούμενα) Είναι μια χαρά! Έφαγαν, διάβασαν και τώρα κάνουν διάλλειμα. Παίζουν. Είναι αξιολάτρευτα τα πουλάκια μου! Έλα κάθισε. Έχει μείνει καφές.
Κατερίνα: Πάω να δω τα χρυσά μου και έρχομαι αμέσως (βγαίνει από τη δεξιά πόρτα. Ακούγονται φωνούλες. Μαμά! Μαμά! Αγαπούλες μου!)
(Χτυπάει το τηλέφωνο, η Κατερίνα μπαίνει τρέχοντας και απαντάει)
Κατερίνα: (χαρούμενα) Τζένη! Με πρόλαβες. Θα σου τηλεφωνούσα κι εγώ. Μόλις μπήκα στο σπίτι… Μα, Ναι! Απόψε σας περιμένουμε…Ήρθε και η αδερφή μου σήμερα από Θεσσαλονίκη…Όχι! Μην φέρετε τίποτα. Αγόρασα χθες σοκολατίνες όταν πέρασα για λίγο από το ιατρείο του Γιάννη. Είχε μια κίνηση φοβερή! Δεν έβρισκα να παρκάρω. Ξέρεις πώς είναι να ψάχνεις για πάρκινγκ στο Κολονάκι. Τι! (σιωπή) Πώς δεν την θυμάμαι. Τη Λένα δεν θυμάμαι…(θιγμένα) Σε ποιο καφέ ήσασταν; Στο Da Capo μάλιστα. Και πόσο θα μείνει στην Αθήνα η φίλη σου η Λένα; Τι! Χώρισε; Πότε;… Και θα μείνει στο Κολονάκι στο διαμέρισμα που της άφησε η μητέρα της στην οδό Σκουφά; Και η μικρή; Ναι, Ναι, θα μου τα πεις όλα σε λίγο. Χαιρετισμούς στον Μάριο. Ναι, στις 9:00. (το πρόσωπό της σκοτείνιασε)
μουσική ανεβάζει κλιμακωτά την ένταση)
Κατερίνα:  (τρέμουν τα χέρια της καθώς αφήνει το τηλέφωνο. Κάθεται στην πολυθρόνα με βλέμμα χαμένο) Μαίρη, ανησυχώ…ο Γιάννης και η Λένα είναι μαζί.
Μαίρη:  Μα τι λες; Έμαθες κάτι;
Κατερίνα:  Η Λένα, ο φοιτητικός έρωτας του Γιάννη (με ειρωνεία)… Μου το είπε η Τζένη. Χώρισε και ήρθε να ζήσει στην Αθήνα…
Μαίρη:  Και; Δεν πάει να ήρθε; Τι τρέλες λες; Πώς τρέμεις έτσι; Σύνελθε!
Κατερίνα:  (κοιτάζει σαν χαμένη, περνάει το χέρι της στα μαλλιά της σαστισμένα) Μαίρη θα μάθουν για το γράμμα. Πάω να δω αν βρήκε το γράμμα …(κάνει να φύγει ενώ μπαίνει μπροστά της η αδελφή της)
Μαίρη:  Στάσου, Κατερίνα. Πες μου τι συμβαίνει; Γιατί αναφέρεις αυτό το παλιογράμμα; Δεν το έσκισες τότε; Πες μου γιατί θα με τρελάνεις. Έχεις ακόμη το γράμμα της Λένας;
Κατερίνα:  (καθώς πάει να σηκωθεί σκοντάφτει και χύνεται το φλιτζάνι με τον καφέ πάνω της) Το λευκό μου πουλόβερ… Πάει το πουλόβερ μου… Μου το έκανε δώρο ο Γιάννης στο τελευταίο μας ταξίδι στο Παρίσι όταν γιορτάζαμε την επέτειό μας... (ξαφνικά κοιτάζει προς τον διάδρομο) Ο Γιάννης… χθες o Γιάννης έλεγε πως ήθελε να κατεβάσει κάτι από το πατάρι. Πριν φύγει μου είπε να κατεβάσω το μπλε κουτί από το πατάρι. Ένα γράμμα  κλειδωμένο μέσα στο μπλε κουτί στο πατάρι μπορεί να εμφανιστεί όπως τα ξωτικά που μας τρόμαζαν στα παραμύθια ή τα εξαφανισμένα παιδιά στα δάση. Πάω να δω στο πατάρι…
Μαίρη:  Κατερίνα, δεν σε πιστεύω! Κρατάς ακόμη ένα ενοχοποιητικό γράμμα; Δέκα χρόνια κρατάς αυτό το γράμμα ενώ έχετε έναν τόσο ευτυχισμένο γάμο; Τι να πω; Κι ο Γιάννης…δεν εμπιστεύεσαι τα συναισθήματά του; Αν την ήθελε δεν θα είχε ψάξει να…
Κατερίνα: (φαίνεται να μην την ακούει. Βγαίνει από το δωμάτιο)
Μαίρη:  (Μονολογεί) Από μικρή ανασφαλής. Πάντα έκανε όμως αυτό που ήθελε… Τα ήθελε όμως όλα. Ακόμη και τον Γιάννη τον κέρδισε κρύβοντάς του το γράμμα  της τότε κοπέλας του. Πάντα πετυχαίνει το δικό της…( βγάζει ένα καθρεφτάκι και διορθώνει το μακιγιάζ της, μετά ανάβει τσιγάρο)
(ακούγεται το τηλέφωνο)
Κατερίνα:  (Μπαίνει βιαστικά στο δωμάτιο και σηκώνει το τηλέφωνο, μιλάει τρυφερά) Ναι, έλα αγάπη μου. Μίλησα με την Τζένη…(έκπληκτη) Μα γιατί θέλεις να ακυρώσω το δείπνο με την Τζένη και τον Μάριο; Καλά, σε περιμένω. Ναι, θα φροντίσω να είμαστε μόνοι.
(κλείνει το τηλέφωνο και κοιτάζει μια στιγμή σαν χαμένη. Μετά γυρνάει προς την Μαίρη)
Κατερίνα: Να δεις που αυτή θα τον βρήκε και θα του τα είπε όλα. Θέλει να ακυρώσω το δείπνο. Αυτός τους κάλεσε. (κοιτάζει με απορία την αδερφή της) Ο Μάριος κι ο Γιάννης κάνουν πάρα πολύ καλή παρέα. Είναι βλέπεις κολλητοί φίλοι από τα φοιτητικά τους χρόνια. Από τα φοιτητικά μας χρόνια… Γιατί να θέλει να ακυρώσουμε το δείπνο; Έρχεται είπε… Είναι στον δρόμο… Θέλει να είμαστε οι δυο μας… Μαίρη, σε παρακαλώ πήγαινε με τα παιδιά στον κινηματογράφο…Γρήγορα να τους πούμε ότι θα πάτε στον κινηματογράφο.
Μαίρη: ( παίρνει βιαστικά τα τσιγάρα της) Μην ανησυχείς.
Κατερίνα: Τρέμω. Θα μου πει για τη Λένα…
Μαίρη: Μα γιατί βιάζεσαι. Μπορεί να συμβαίνει κάτι άλλο. Μην βγάζεις βιαστικά συμπεράσματα. Σκέψου λογικά. Ο ύπνος της λογικής γεννάει τέρατα![2]
Κατερίνα: Μαίρη, δεν καταλαβαίνεις… Όλα ταιριάζουν. Θα με εγκαταλείψει.
Μαίρη: Έτσι εγκαταλείπει ένας άντρας τη γυναίκα του; Σε ταινία το είδες;
Κατερίνα: Γιατί ο ένοικος του επάνω ορόφου πώς εγκατέλειψε την Ελένη, τη γνωστή παρουσιάστρια; Λίγο πριν έρθεις μου το είπε η γειτόνισσα. Ξαφνικά! Την εγκατέλειψε… (σαν ονειροπαρμένη)
Μαίρη: Σύνελθε. Τι σχέση έχεις εσύ με την παρουσιάστρια;
Κατερίνα: Την εγκατέλειψε για μια πρώην συμφοιτήτριά του…
Μαίρη: Κάθεσαι και ακούς ιστορίες. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Ο Γιάννης, σε αγαπάει.
Κατερίνα: Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Εσύ, μόλις το είπες.
Μαίρη: Κατερίνα, γίνεσαι παράλογη. Κάνεις σαν παιδάκι. Σύνελθε! Είσαι μεγάλη γυναίκα. Μην φτιάχνεις κόσμους με τη φαντασία σου… Εγώ παίζω στο θέατρο ενώ εσύ είχες πάντα μια υπερβολή στον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι τη ζωή. Ζεις σαν να παίζεις θέατρο. Σύνελθε! Πάω να πω στα παιδιά ότι θα πάμε στον κινηματογράφο (προχωράει προς την δεξιά πόρτα) Σίγουρα το έργο θα είναι λιγότερο δραματικό από αυτά που σκέφτεσαι…Έλα. Ψυχραιμία! (φεύγει)
(Η Κατερίνα στέκεται ακίνητη, από μέσα ακούγονται φωνούλες. Γιούπι! Η Κατερίνα συνέρχεται από τις φωνούλες και μαζεύει τα φλιτζάνια από το τραπέζι )
ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ – ΓΙΑ ΤΟ ΣΙΝΕΜΑ
(Η Κατερίνα χαιρετάει στην αριστερή πόρτα την αδερφή της και τα παιδιά)
Κατερίνα: Στο καλό! Καλή διασκέδαση!
(Κλείνει την πόρτα και αρχίζει να τακτοποιεί βιαστικά το σπίτι, σκύβει και παίρνει στα χέρια της τη φωτογραφία του γάμου της που είναι πάνω στο τραπεζάκι)
(Ακούγεται μουσική, ένα ρομαντικό βαλς)
ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ – Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ
Γιάννης: (Ανοίγει η πόρτα μπαίνει ο Γιάννης φανερά λυπημένος) Καλησπέρα. (κουρασμένα) Είδα στην είσοδο την κυρία Σουζάνα με τον σκύλο της. Μου έλεγε κάτι ακαταλαβίστικα. Πόσο κουραστική γυναίκα….
Κατερίνα: Πέρασε το μεσημέρι. Μου έλεγε για… (ξαφνικά χάνεται σε σκέψεις)
Η πρώην. Συμφοιτήτρια… Την εγκατέλειψε γι’ αυτήν. Η ίδια ιστορία. (ξαναμμένη)
Γιάννης: Κατερίνα, τι λες; (ταραγμένος) Νομίζεις πως σου τηλεφώνησα και ήρθα σπίτι να μιλήσουμε για όσα απασχολούν το μυαλό της γειτόνισσας; (αλλάζει ύφος σχεδόν συντετριμμένος) Κατερίνα  (σιωπή) Κάθισε… Να φανείς δυνατή!
Κατερίνα: (Τον κοιτάζει χωρίς να βγάζει μιλιά. Σαν πετρωμένη)
Γιάννης: (Την κοιτάζει με κουρασμένο βλέμμα αλλά με αγάπη, στοργικά) Κατερίνα, σήμερα πήρα τις απαντήσεις από τις εξετάσεις μου. Ο δείκτης που σου έλεγα το πρωί…
Κατερίνα: Γιάννη, τι συμβαίνει; Τι σου είπε ο Μάριος;
Γιάννης: Μου τηλεφώνησε πριν από μία ώρα. Η νέα μου εξέταση δεν βγήκε καλή. Απόψε πήγα ξανά από την κλινική. Έκανα μαγνητική τομογραφία…Καρκίνος… Η μαγνητική έδειξε όγκο στο κεφάλι.
Κατερίνα: (Βγάζει μια τρομαγμένη κραυγή. Τρέχει τον αγκαλιάζει) Γιάννη, εγώ… Σε αγαπώ τόσο πολύ. Φοβήθηκα... Φοβάμαι…νιώθω τόσο ανόητη! Νόμιζα ότι…
Γιάννης: Κατερίνα, πρέπει να μπω στο νοσοκομείο το συντομότερο δυνατό!
Κατερίνα: Θα τα καταφέρεις. Είσαι δυνατός σαν ταύρος. Πάντα τα καταφέρνεις. Σε όλα. Θα τα καταφέρεις ξανά. Θα παλέψουμε….
Γιάννης: Κατερίνα, να είσαι δυνατή, αυτό με νοιάζει μόνο να είσαι δυνατή. Δεν ήθελα…δεν θέλω να σε στενοχωρήσω για τίποτα στον κόσμο.
ΣΚΗΝΗ ΕΝΑΤΗ – Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ
Κατερίνα: (φανερά ταλαιπωρημένη χλωμή σαν φάντασμα) Μαίρη μου, ευτυχώς που έμεινες γιατί με όσα συμβαίνουν τους τελευταίους μήνες κοντεύω να τρελαθώ. Να τρέχω για τις χημειοθεραπείες του Γιάννη, τα έξοδα να τρέχουν, το ιατρείο κλειστό, να μην μπορώ να βοηθήσω τα παιδιά στο σχολείο ούτε να τα πηγαίνω στις υποχρεώσεις τους. Νιώθω απελπισμένη. Να μην μπορώ να βρω λίγη ώρα για τον εαυτό μου…
Μαίρη: (καθησυχαστικά) Είμαι εδώ. Μην  νοιάζεσαι… Ο Γιάννης πώς είναι σήμερα;
Κατερίνα: Δεν μιλάει. Υποφέρει αλλά δεν παραπονιέται. Σκέφτεται εμένα και τα παιδιά. Δεν του έχω πει ότι δεν έχω πληρώσει το δάνειο εδώ και μήνες. Μαίρη, ανησυχώ. Τι θα γίνει αν….
(χτυπάει το κουδούνι)
Κλητήρας: Η κυρία Βενιέρι;
Κατερίνα: Μάλιστα.
Κλητήρας: Είμαι από την τράπεζα. Πρέπει να υπογράψετε αυτό το χαρτί.
Κατερίνα: (απελπισμένη) Ευχαριστώ.
(Φεύγει ο κλητήρας)
Μαίρη, μου κάνουν κατάσχεση στο σπίτι. Τι θα απογίνουμε;









[1] Φ. Ντοστογιέφσκι, Το όνειρο ενός γελοίου, μτφρ. Άρης Αλεξάνδρου, Αθήνα 1960, σ.85
[2] Ο γνωστός πίνακας του Γκόγια