Σάββατο 11 Μαρτίου 2017

Τέσσερα ποιήματα του ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΠΑΧΑΤΖΗ





ΔΙΧΩΣ ΧΑΡΤΗ 


Κύμα εγεννήθηκα κι αφρός
χρόνια ταξιδεύω δίχως χάρτη
το κορμί μου ψήθηκε  στ΄ αλάτι 
φίλος δεν με ξέρει κι αδερφός.


Ήρθαν κεραυνοί και αστραπές
σ είδα τ ουρανού προσκυνητάρι 
όπως στ ακρωτήρι το φανάρι 
βάλσαμου σκορπάει αναλαμπές.


Νιώθω το κορμί μου  ναυαγό
το γιαλό στα μάτια σου τον  είδα
σπάσε του  μυαλού μου  την  πυξίδα
σ άλλες παραλίες να μη βγω.


Μέσα στην πυκνή την καταχνιά
φως χλωμό από ασετυλίνη
ήρθες πριν ξεσπάσει το μπουρίνι
για να σώσεις ξάρτια και πανιά.


Είσαι ό,τι έχω  πιο ακριβό
πως να τ’ αρνηθώ τα δυό σου χείλια
στο σκαρί μου βάλαν  κατρακύλια
δέσε  με σε πέλαγο μη βγω.


Θέλω  στη στεριά να κρατηθώ
βγάζει η ανάσα μου αλμύρα
άπονα μου φόρεσε η μοίρα
σκάφανδρο να ψάχνω το βυθό


Αθήνα 25-6-2007
   Παπαχατζής Νικόλαος.-







ΘΕΛΩ ΝΑ ΝΥΧΤΩΝΕΙ


Φοβήθηκε τον ήλιο  η νύχτα  η δειλή
κι εγώ  μ’ ένα φιλί
να τρέμεις σαν το φύλλο  προτού κανείς μας δει
σ’ αφήνω μοναχή.


Μόνο νύχτα  σε βρίσκω λαχτάρα μου κρυφή
κατάρα  λες κι ευχή
το σώμα ανακαλύπτω τυφλά με την αφή
μιλάω στην ψυχή.


Θέλω να νυχτώνει να μην  ξημερώνει
μαύρη συννεφιά
ήλιε  μαρτυριάρη άσε το φεγγάρι
μόνη συντροφιά.


Στου έρωτα  την έλξη που λιώνει το κορμί
τρέμω  για τη στιγμή
και λέω ας μη φέξει βλέφαρο να μην παίξει
ξανά πάνω στη γη.


Μαύρες  κουρτίνες βάζω  φεγγάρι κουρδιστό
να παραμυθιαστώ
μήνες  να σ αγκαλιάζω ψαχτά  να σε διαβάζω
στο στρώμα το ζεστό.  
ΝΕΑ ΙΩΝΙΑ 10-2-2009
Παπαχατζής Νικόλαος.-








ΣΤΟΥ  ΚΩΣΤΑΝΤΗ ΤΟΝ ΚΑΦΕΝΕ



Στου Κωσταντή τον καφενέ
πίνουν ακόμα ναργιλέ
με αμανέ
και παίζουνε ταξίμια
της προσφυγιάς συντρίμμια .


Είν οι μεζέδες διαλεχτοί
με παστουρμά  κοπανιστή
τους ξέρει από χρόνια
του μάθανε τη συνταγή
πριν έρθει η καταστροφή
της Σμύρνης τα γκαρσόνια .


Στη Σμύρνη είχανε καφέ
στο παραθύρι κατιφέ
και τι καφέ
πάνω στην προκυμαία
με Ελληνική σημαία.

Ένα πρωί του Κωσταντή
η πόρτα έμενε κλειστή
με μια κλωστή
πάνω σε μια νεφέλη
τον πήραν οι Αγγέλοι .


Ο εγγονός του ο Κωστής
της συνταγής συνεχιστής
παράδοση κρατάει
κάθε Σεπτέμβρη την αρχή
μνήμη σε εκείνη τη σφαγή
μαύρο  μπερέ φοράει .


                                                                                                              Παπαχατζής Νικόλαος  .-
                                                                                                                                                             ΝΕΑ ΙΩΝΙΑ 12-2-2008






ΤΟ  ΤΕΙΧΟΣ


Στο τείχος που ντροπιάζει την Ευρώπη
θα ανάψω μοναχός χίλια καντήλια
για εκείνους π’ αγνοούνται κι άλλα χίλια
για αυτούς που περιμένουνε ακόμη
κι ας είναι με καρφιά κλειστοί οι δρόμοι.


Στις εκκλησιές που είναι  κλειστές
βουβός θα προσκυνήσω
το δάκρυ μου  να αφήσω,
κρυφά να κάνω προσευχές
για τις αδιάβαστες ψυχές
στον ουρανό να  φτάνει
καπνός απ’ το λιβάνι.


Στο σύρμα κουρελάκια ματωμένα τα
όνειρα που μείναν απ την άλλη
στην πράσινη τα βλέπω με το κυάλι
σαν Μαγιοστέφανα της νιότης πεταμένα
προσάναμμα στου θέρους την αρένα .









ΝΕΑ ΙΩΝΙΑ 10-11-2009
Παπαχατζής Νικόλαος.-






στίχοι: Νίκος Παπαχατζής
Μουσική: Παντελής Θαλασσινός

CD Με δυο ρολόγια 




Χίλια καραβάκια
Συνθέτης: Παντελής Θαλασσινος

Στιχουργός: Νίκος Παπαχατζής






Ο Νίκος Παπαχατζής είναι μηχανολόγος, ποιητής και στιχουργός.






Κυριακή 5 Μαρτίου 2017

ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ "ΚΟΛΑΣΕΩΣ ΛΟΓΟΣ"


Τέσσερα ποιήματα από ανέκδοτη (once again…, as always…, ) ομώνυμη ποιητική «συλλογή». Of course οι… εκδόται έχουν σπουδαιότερα  έργα να εκδώσουν και με τόνους καθημερινού πολτού ν’ ασχοληθούν διαφημιστικά, εξαγγελτικά και φωταγωγικά τόσο, ώστε, υποθερμαντικά ασφαλώς και επιμόνως,  να …ψυχαγωγήσουν. Όσο για τους αναγνώστες, ακολουθούν κατά πόδας και αγεληδόν τα εκτυφλωτικά βήματα των εκδοτικών συρμών, πιστοί πιστών εκτυφλωτικής και διαλαλητικής φωταγωγίας…
Έξ ερήμου βοώντας χαιρετώ, έρρωσθε άπαντες ! 
ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ



       Ι
Μες στο τετράγωνο μια αυλακιά
Κάτι κυρτό στο τρίγωνο
Στον κύκλο μια ρυτίδα
Βαθιά
Σαν ορεσίβια Μοίρα
Αμετανόητη του αναγραμματισμού
Άσπρα μαλλιά στο ρόμβο
Τ’ άθρυπτα μπαϊράκια τους να μπήγουν στις ελιές
Ο κόμπος στην ευθεία
Γωνίες ιδρωμένες πανικό
Κυλινδρικοί σταυροί κατρακυλούν ισόβια
(νόμιμα δήθεν ημερονύκτια
φιλήσυχα, που βράζουν λάχανα
με μια μπουκιά μπομπότα,
ένα σπυρί λαδάκι
κι ένα κλωνί ελίτσες,
να χύνονται σαν κωφάλαλος καταρράκτης
στο πορνείο της φυσικής Ειρήνης)

Γεωμετρία να δείχνει μονάχα κύρτωση
Αφού με τις πανάρχαιες ρυτίδες της
κυκλοφορεί η πάντοτε εικοσάρα
Αφού το σχήμα δίκοπο από καταβολής του.
      ΙΙ
Φυλλομαντούσε η Μέρα
Κι αλυσωμένο χέρι έδινε στη Νύχτα
Που μύριζε γαζία και νυχτολούλουδο και αλμυρό φεγγάρι
Κήρυκες με μάτια γουρλωτά
ασθμαίνοντας κραυγάζανε
« Δεν δίνεται στο Σχήμα μονοφόρι ! »
« Δεν δίνεται στο Σχήμα μονοφόρι ! »
« Ακούστε ακούστε χωριανοί και στήστε μιαν απόσταση
στο πλάτος ενός μέρμηγκα για να φανεί ο Κόσμος »
« Δεν δίνεται στο Σχήμα μονοφόρι ! »
« Προσέξτε τα αμφίπλευρα ! »
« Δεν έχουνε τα Σχήματα Θεό, αλλά μυριάδες »
«Καραδοκεί ο Θάνατος σε φώτα κήπων
και στης βραδινής  εστίας το μειλίχιο»
« Δεν είν’ το Σχήμα βράχος, μόνο νερό αμφίρρυτο
και συνουσία δίκοπη »
Με μόνο μια πατημασιά στης μέλισσας το πλάτος
Πίσω βηματάκι ένα
Αρκούσε ο Κόσμος να φανεί
Και τρύπες αρχαγγελικές το Χώμα να γεμίσει
Όπου των σπλάγχνων μας ο ελευθέριος Κούρος
Θα ’κανε πατινάζ
Σκορπώντας δώρα έλκηθρα
Ρολάροντας μαϊστρους
Μα ήδη στο κεφαλόσκαλο λεωφορεία-λεωφορεία οι χωριανοί
Σημάδευαν τον ύπνο
Γιομάτοι από μανταρινιές και σύκα στα φύλλα της καρδιάς
Ίδιοι ομηρικά νησιά χαιρέταγαν
Κασσάνδρες που γκαρίζανε λευκά

Και δυο-τρεις άλλοι δημοπλόκοι
Από τη μήτρα ορκισμένοι ακόλουθοί τους  ( ! )
Σαν καμικάζι των Χωμάτων σημαιοφόροι
Τους αμνήστευαν !  

Μα οι μονόγλωσσοι αυτοί των καϊκιών
Νοθεύαν τα χορτάρια
Και των αμνάδων τα μαστάρια μονοχόρδιζαν
Καθώς δεν παραδέχονταν του Σχήματος το δικέφαλο

Απλώνεται σα φύλλο η Κόλαση
Κι όπως το κλήμα τρώγεται

      ΙΙΙ

Ζούνε αθόρυβα τα Σχήματα.
Προϊστορικές αμεριμνησίες.
Μαγνητίζει την κατηφοριά της η Λήθη
Πάντα αθωωμένη
Ολόσαρκη  
Μαντιλοφορεμένη

Κουδουνίζει γλυκά του κουταλιού
Σιροπιάζοντας καλοκαίρια τη Σκέψη

Φωτιά ίσον κλειδί
Άλεσμα ίσον Κατακλυσμός
Ζύμωμα ίσον χωριάτικος Μεγάκοσμος

Σαν βόας σφίγγεται το Σχήμα τόσο
Που σκάει τον εαυτό του
 ’πομένοντας αχνός
Και ίνα
Ήχος
Λέξη
Και καβαλίνα έγκριτη
Που σε ΣΥΝΕΧΕΙ !
Ανεπίστρεπτα

Πάντα από χώμα η κόλαση


      ΙV
Κι ως έβλεπα σκεφτόμουν
«Κι αν άπλωσες την Κόλαση σαν λεωφόρο
Ξέρω
Μέσ’ απ’ τα μπλε και τα σταχτιά
του Παραδείσου κονιάματα
Γεννήθηκε
Γεννιέται
Ίδιο γαλάκτωμα
Κι αυτό είναι η Νίκη
Μια που οι θύρες μένουν ανοιχτές
Στα δίκοπα σπαθιά του Ατείχιστου».

Είν’ οι Κυκλάδες πάντα όψεως διπλής
Και των γραμμών τους
η πυρηνική Σαρακοστή
η πασχάλια
ο ίδιος πάντα Κύκλος
Έν ’ αεράγημα διατοπικό
Που αντηχεί στο Βίκο
Αφού ιδού !
Πομπηίες βροντούν στον ασβέστη
Που την κοιλιά σημαδεύουν των δελφινιών
Και στην ποδιά τής γιαγιάς μάγματα αυτισμών
Που ζυμωτό ψωμί μοσχομυρίζουν
Και τόσο γλυκόπιοτο κρασί
Που να μυρίζει κάγκελα κι αχνιστά στρατόπεδα
Κι είν’ η μπόλια της με στήλες πυροκλαστικές ξομπλιασμένη
Και κουδουνιστούς Βεζούβιους που σκαν
Όταν εσένα τον κουφό αγκαλιάζει
Μια που τα Σχήματα μυρίζουν θειάφι
Απ’ την πλευρά του χώματος και των νεροσυρμών
Κι η Δήλος πάντα Μ[ή]λο να δηλώνει
Και φτερωτές πειρατικές
Κι η Τήνος είναι πάντα για να τείνεται
Τεντώνεται
Και να γεννά Διονύσους
Μέσα
στην
ΑΠΟΛΗΣΜΟΝΙΑ

Μα όλα αυτά γιατί ρωτάς ;
Γιατί ;
Ω αρχάριε της Κόλασης
Δεν ένιωσες ποτέ πως
Όταν το Σχήμα παίρνεις των Στοιχειων
Αμφίπλευρο σε αποκαθιστούν Παράδεισο
Κι έτσι
…Στοιχειώνεσαι ;

Πάντα από χώμα η κόλαση
© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ