Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017

ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ "Ο ΧΟΡΕΥΤΗΣ"


Η παρούσα δημοσίευση στο CANTUS FIRMUS  αφορά στο θεατρικό έργο μου « Ο ΧΟΡΕΥΤΗΣ ». Είναι η πρώτη δημοσίευσή μου στο περιοδικό που αφορά στο θέατρο και σκέπτομαι να πυκνώσω στο μέλλον τις σχετικές δημοσιεύσεις για διαφόρους λόγους. Δίνονται τρία αποσπάσματα του έργου, κυρίως από την αρχή και λιγότερο από τη μέση του. Χωρίζονται εμφανώς από τρίγραμμες τελείες. Επίσης, αφήνονται ως έχουν οι σκηνοθετικές οδηγίες, οι οποίες είναι σε κόκκινο χρώμα και εντός παρενθέσεων. Το πλήρες κείμενο μπορεί να το βρει ο ενδιαφερόμενος στον ακόλουθο σύνδεσμο : https://www.academia.edu/2424427 .Η δράση διαδραματίζεται, μυθοπλαστικά, στη Γερμανία των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Το έργο γράφτηκε, με διακοπές, από τον Μάρτιο έως τον Μάϊο του 2005. Παρά τις έγκοπες και σύντονες προσπάθειες που κατέβαλα σε όλο, σχεδόν, το κομψεπίκομψο (… «θεατρικό») φάσμα της αθηναϊκής, κυρίως, …θεατροκρατίας, να διδαχθεί το έργο από σκηνής, αυτό παραμένει ακόμη αδίδαχτο. Ασφαλώς, διότι έκτοτε έχουν παρουσιασθεί και διδαχθεί απείρως ουσιαστικότερα, αισθητικότερα, βαθύτερα, αρτιότερα, και θεατρικότερα έργα από ελληνικής αθηναϊκής σκηνής και όχι μόνον (εννοώ πως δεν εξαιρείται η λεγόμενη περιφέρεια). Ως φαίνεται, θα υπάρχει, εικάζω, απόλυτη σύμπλευση και ταύτιση απόψεων τόσο των εκδοτών (αποπειράθηκα να το εκδώσω τουλάχιστον…) όσο και των… θεατρανθρώπων της χώρας για το ατελές, ταπεινό και φτωχό και πιθανότατα ανούσιο και αντιποιοτικό κομνήνειο έργο, πράγμα που απεριόριστα κατανοώ... Σκιρτώ, μάλιστα, από χαρά που το έργο μου κατάφερε να εμπνεύσει, επιτέλους, την πολυπόθητη ομοψυχία και ομογνωμία στους αεί διχασμένους και ατομοκράτες συμπατριώτες μου.
Έρρωσθε πάντες

ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ  

     ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
           Ο ΧΟΡΕΥΤΗΣ
                                        (Ένας Μονόλογος)

(Ανατολική ακτή. Ρίτσμοντ, Βιρτζίνια ΗΠΑ. 1955. Σπίτι δύο δωματίων. Στο κέντρο, μια πόρτα κλειστή που οδηγεί στην κουζίνα. Βλέπουμε το καθιστικό, που ταυτόχρονα είναι και χώρος εργασίας του Γιόχαν. Χώρος μικρός, γεμάτος ετερόκλητα αντικείμενα. Το μικρό, ξύλινο γραφειάκι του, γεμάτο αντικείμενα και χαρτιά, χωμένο στην αριστερή γωνία του δωματίου. Πάνω στο γραφείο διακρίνεται καθαρά μια φωτογραφία από την εποχή του καμπαρέ με άνδρες και γυναίκες που φορούν μάσκες. Ακριβώς πίσω απ’ το γραφείο ένας καλόγερος που πάνω του βλέπουμε δύο καπέλα, δύο γραβάτες κι ένα πουκάμισο. Στα δεξιά της σκηνής υπάρχει ένα κλειστό παράθυρο με κουρτίνα. Μια μικρή βιβλιοθήκη, στα ράφια της οποίας εκτός από βιβλία διακρίνονται και ποτά (ουίσκι, βότκα, τζιν, κρασί, ρούμι) καθώς κι ένα εξαιρετικά καλαίσθητο κουτί με σβούρες. Στο χώρο υπάρχει ένας καθρέφτης, ένα βάζο δαπέδου, ένα παλιό ρολόι τοίχου, ένα πικ-απ της δεκαετίας του 50, δίσκοι γραμμοφώνου, ένα παλιό γραμμόφωνο (οικογενειακό κειμήλιο) και, κοντά στους δίσκους του γραμμοφώνου, ένα νευρόσπαστο. Φωτογραφίες και διαφημιστικές αφίσες από τις μέρες της καλλιτεχνικής του ακμής στο χορό, σκεπάζουν τους τοίχους (δηλ. τους τοίχους της πλατείας του θεάτρου). Οικογενειακά αντικείμενα αξίας, όπως το κινέζικο σερβίτσιο του τσαγιού, πλάι-πλάι με αντικείμενα ευτελούς αξίας. Τα περισσότερα στολίζουν άκομψα το χώρο ή βρίσκονται, απλώς, ριγμένα στο πάτωμα. Ο ίδιος, καλοβαλμένος και γοητευτικός, φορά ακριβά ρούχα της εποχής. Εισέρχεται στο χώρο από το άλλο δωμάτιο (κουζίνα) και κατευθύνεται στο γραφείο. Ήπια αγέρωχος και ήρεμα στητός. Στο βλέμμα κάτι απόμακρα προσιτό. Κάθεται στο γραφείο και ανάβει το φως (αν είναι δυνατόν, τότε να ανάβουν και τα φώτα στα τραπέζια της πλατείας, αν όχι να υπάρχει στο πρόγραμμα η προτροπή να ανάψουν τα κεριά τους -αν προτιμηθούν τα κεριά απ’ τη λύση των μικρών λαμπατέρ της δεκαετίας του ’20- με την είσοδο του Γιόχαν στο γραφείο ή ακόμη να του δίνουν αυτοί φως στο γραφείο, ανάβοντας πρώτοι τα κεριά τους). Διορθώνει μουσικά γραπτά των μαθητών του στο σαξόφωνο.
Βράδυ.
Περασμένα μεσάνυχτα.)

(Σιγοτραγουδά στίχους από το τραγούδι του, διορθώνοντας παράλληλα τις παρτιτούρες των μαθητών του)
Auf dem Weg Sehnsucht zu treffen
Keine Fahrkarte
nimmermehr
(Η τελευταία φράση επαναλαμβάνεται αρκετές φορές)
Στοιχηματίζω πως ο κόσμος δεν θα πάθει απολύτως τίποτα, αν αντί για φα ακουστεί φα δίεση.
Από μένα πάντως, άριστα μικρέ.
Τώρα, τι θα πει η μουσική…
Σκο-τι-στή-κα-με
(Παίρνει άλλη παρτιτούρα) John, αγόρι μου, ο προσαγωγέας τρελαίνεται να καμακιάζει την τονική. Ε, τώρα, αν γυροφέρνει και καμιά άλλη, δε χάθηκε κι ο κόσμος.
Όπως και να το κάνουμε, η περιπλάνηση έχει αξία…
(Σιγοτραγουδά με ρωμαλέο σαρκασμό) Wanderungen und Umzüge
(Το παλιό ρολόι τοίχου χτυπά μία η ώρα. Σηκώνει αργά και κάπως αδιάφορα το κεφάλι από τις παρτιτούρες) Λοιπόν, δεν πίστευα ποτέ πως ο καρκίνος είναι τόσο ακριβής στην ώρα του. Δεν μένεις μπουκάλα ποτέ. Αληθινός gentleman, Herr Krebs.
(Ετοιμάζοντας την ένεση μορφίνης που έχει πάνω στο γραφείο) Hans, ώρα για τη γυμναστική σου, αγόρι μου.
Πάνω απ’ όλα ο χορός.
Και βαθύυυ (μπήγοντας την ένεση μορφίνης) πλιέ.
Ωραιότατα !
Και τώρα, επίδοξοι Μότσαρτ και Ντιούκ ΄Ελλινγκτον, ο κύριος καθηγητής κου-ρά-στη-κε.
(Κάπως βαρύθυμα, ωστόσο ρωμαλέα) Ανάγκη να αποσυρθεί.
(Σηκώνεται από το γραφείο και βηματίζει λίγο στο χώρο)
Οι διορθώσεις… (παίρνοντας στα χέρια τις παρτιτούρες και κοιτώντας τες με την άκρη του ματιού)
Τι αμηχανία ! 
Κάποτε.  
Άσε που δεν βγάζουν πουθενά
    …τους καλλιτέχνες.
(Αφήνει τις παρτιτούρες πάνω στην πολυθρόνα)
Τον ασυμμάζευτο έχουμε ’δω μέσα.
(Παύση)
Και πότε ήταν διαφορετικά ;
(Ελάχιστη παύση)
Το σαξόφωνο ας πιάσει μια γωνιά.
Φρουρός στην άλλη, τούτη η βαλίτσα.
Απαραίτητο εφόδιο μιας διασημότητας.
Η βιβλιοθήκη έγινε, νομίζω, για τα βιβλία.
Εδώ λοιπόν εσείς.
Και τα συρτάρια για τα χαρτιά.
(Τακτοποιεί τα χαρτιά στα συρτάρια του γραφείου. Κάνει μια κίνηση να πάρει τις παρτιτούρες από την πολυθρόνα, αλλά μετανιώνει και τις αφήνει) Οι παρτιτούρες εξαιρούνται για την αυριανή ένδοξη μέρα των αποτελεσμάτων !
(Σαρκαστικά) Τρία χρόνια τώρα, η αυριανή μέρα είναι η μέρα που τα μάτια όλων είναι στραμμένα στον καθηγητή Γιόχαν Φούχς.

(Στέκεται σιωπηλός και σοβαρός, κοιτάζοντας επίμονα ένα συρτάρι του γραφείου. Απότομα και με σταθερά αλλά γρήγορα βήματα, κατευθύνεται στο διπλανό δωμάτιο. Παίρνει ένα κλειδί και ανοίγει το συρτάρι)
Δέκα χρόνια στη Βιρτζίνια, το συρτάρι αυτό δεν άνοιξε ποτέ. 
(Σαρκαστικά στα όρια του τραγικού) Για χάρη της αυριανής επίσημης μέρας του κυρίου καθηγητή είναι καιρός να δείξει πως υπάρχει ! Χα, χα. Οι όρκοι πατιούνται στις επίσημες μέρες.
Όπως οι εραστές.
(Βγάζει ένα χοντρό λεύκωμα φωτογραφιών και αποκομμάτων από εφημερίδες. Το αφήνει να πέσει βαριά στο γραφείο) Η ζωή μου στριμωγμένη σε μαυρόασπρα τετράγωνα.
(Παίρνει το λεύκωμα και κάθεται αρχοντικά στην πολυθρόνα αφήνοντας να πέσουν δίπλα του στο πάτωμα οι παρτιτούρες) Ο διάσημος χορευτής δεν αναρωτήθηκε ποτέ πώς ανοίγει κανείς ένα φωτογραφικό λεύκωμα. Ποιό χρονικό σημείο επιλέγει. Μήπως στην τύχη ; Ο σεβαστός καθηγητής τολμά. Θα τ’ αφήσει όλα ανοιχτά.
(Ανοίγει το λεύκωμα στη δεύτερη σελίδα)
Η παράσταση κυρίες και κύριοι ξεκινά !
Meine Geburt. Χα. 1903. Η γέννησή μου. Μα κοιτάξτε τους, κοιτάξτε τους δεν είναι αληθινά χαριτωμένοι ; Ο μπαμπάς Rudolf αγγίζει τρυφερά το χέρι της μαμάς Blümchen και γεμάτος ικανοποίηση καμαρώνει τον καρπό του έρωτά τους.
(Σηκώνεται απ’ την πολυθρόνα και αποπειράται να κάνει ένα χορευτικό άλμα, όμως αποτυγχάνει οικτρά και ξαναπέφτει βαρύς σ’ αυτήν. Ταυτόχρονα ακούγεται η φράση «Είμαι παιδί, μαμά. Μόνο παιδί. Που παίζει. Μόνο.» Δυό-τρεις νότες, και οι φράσεις «Ο γιος του Rudolf χορευτής !», «Θα φτιάξω δικό μου σχήμα») Ο μεγάλος χορευτής Γιόχαν είναι πια γεγονός !
Η μαμά Blümchen ερωτευμένη. Μα, αλήθεια, το πίστευε ; Κοίτα δω ανεμελιά ! Όλος ο κόσμος δικός της. Ήθελε πάντα να διαφέρει κάνοντας ό,τι κάνουν κι οι άλλοι. Μαλλί στην τρίχα, φορεματάκι της εποχής… Αποφασισμένη να ευτυχίσει. Κάπως αυτόματα.
(Παύση. Ακούγεται το χαρούμενο, από καρδιάς, γέλιο της μητέρας του και ενδιάμεσα από το γέλιο, οι φράσεις «Σήκω καημένη Λίζα, σκούριασες μέσα», «Ελάτε, φύγαμε. Τα πανηγύρια μάς περιμένουν».)
Για να ’μαι δίκαιος της άξιζε. Ήταν χαρούμενος άνθρωπος. Μου φαίνεται πως η ευτυχία της χτύπησε την πόρτα. Μόνο που φορούσε παρδαλά φορέματα κι εκείνη δεν την καλογνώρισε. 
(Παύση)
Πριν την «ευλογημένη» τεκνοποίηση προηγείται, θαρρώ, το καμάκι. Παγκοσμίως. Ολόκληρη ιστορία. Τις περισσότερες φορές ολόκληρη μοίρα.
Σελίδα 2. Παραπονείται η 1.
Πάντα. 
(Αφήνει δίπλα του το λεύκωμα και βάζει ένα ουίσκι. Έπειτα το ανασηκώνει και ξανακάθεται)
(Κάπως σαρκαστικά) Μα πώς γίνεται πάντοτε, να βρίσκομαι λίγο πρίν ή λίγο μετά τα πράγματα. Ο εαυτός μου δεν με υπακούει φαίνεται. Δεν τον αδικώ. Δύσκολα αλλάζει κανείς συνήθειες στα γεράματα. Εγώ συνήθισα να παρασύρομαι. Γενικώς.
(Γυρίζει μπροστά στη σελίδα 1 και περιεργάζεται τις φωτογραφίες) Ψηλός και ομορφοκαμωμένος ο μπαμπάς Rudolf. Μια ζεστή, βόρεια ομορφιά.΄Ισια πόδια. Η χωρίστρα στο πλάι. Και τι χοντρά δάκτυλα ! Τι τεράστια παλάμη ! Φαίνεται, η ευσυγκίνητη καρδούλα της Mütterchen θαμπώθηκε απ’ τα ίσια πόδια και δεν πήρε χαμπάρι την τεράστια παλάμη.
Εκείνη λεπτή. Ύψος μέτριο. Πρόσωπο σχεδόν στρογγυλό. Ευγενικές καμπύλες στα ζυγωματικά. Βλέμμα παιχνιδιάρικο. Πηγούνι θεληματικό, έκρυβε μια ηδυπάθεια, ίσως νωχέλεια, ίσως μια επιπόλαιη παιδικότητα. Αυτός φαίνεται θα κόλλησε στο βλέμμα και δεν πήρε χαμπάρι το πηγούνι.
(Παιχνιδιάρικα) Πάντως, εδώ που τα λέμε, έχει κι η ευπιστία τη χάρη της. Έστω και τυφλή.
(Παύση)
Κοίτα φωτογραφίες ! Όλο τσάρκες και περικοκλάδες τα γονίδια. Και μπόλικα σορόπια.
(Αφήνει και πάλι το λεύκωμα, πηγαίνει στο γραφείο και παίρνει απ’ το συρτάρι ένα πακέτο τσιγάρα. Το ρολόι του τοίχου χτυπά μία και μισή)
Η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο. Άσε που οι καπνοί του μπορεί να ζαλίσουν τον τακτικό μου επισκέπτη, έτσι Herr Krebs ; Και να με απαλλάξει…
(Προς τους θεατές, ανάβοντας τσιγάρο) Λοιπόν, δώσε πανηγύρι και χορό στη Blümchen και πάρτης την ψυχή. Κι εκείνος δεν πήγαινε πίσω. Α, όλα κι όλα. 
Αρκεί να μη χορεύει ο γιος του…
(Βάζει ένα δίσκο στο γραμμόφωνο με μουσική της εποχής. H μουσική ακούγεται χαμηλόφωνα και η έντασή της δυναμώνει μόνο όταν ο Γιόχαν αποπειράται παρακάτω να χορέψει)
Τι παράξενο ! Γνωρίστηκαν σ’ ένα …χορό ! Σ’ ένα χορό.
Βερολίνο 1901. Χορός στην Wissmannstrasse, στο σπίτι των Ackermann, φίλων του Rudolf. Η Blümchen δίδασκε γαλλικά στη μικρή Grete.

(Κατεβαίνει στην πλατεία σιγά-σιγά και σηκώνει μια κοπέλα από τους θεατές για να χορέψει μαζί της. Η ενδεχόμενη άρνησή της, χρησιμεύει για την αληθοφάνεια της σκηνής της άρνησης, που στην αρχή έδειξε η μάνα του στην πρόσκληση του πατέρα του να χορέψουν. Αν η κοπέλα δεχτεί αμέσως, ο ηθοποιός καθυστερεί επίτηδες, εμποδίζοντάς την με κάποιο τρόπο να σηκωθεί, εξυπηρετώντας έτσι την οικονομία του έργου)
-Fräulein, θα μου κάνετε την τιμή να χορέψουμε ;
-Ξέρετε, νιώθω κάπως κουρασμένη. Ίσως αργότερα. Ευχαριστώ.
-Μα οι βραδιές αυτές γι’ αυτό υπάρχουν : για να κουραζόμαστε.
-Θα ’λεγα πως υπάρχουν για να διασκεδάζουμε.
-Ε, τότε ας κουραστούμε διασκεδάζοντας.
-Ας κουραστούμε λοιπόν.
-Rudolf
-Blümchen

(Ο Γιόχαν αποπειράται να χορέψει με την κοπέλα, αλλά κουράζεται και πάλι γρήγορα, εγκαταλείπει ασθμαίνοντας και ξανακάθεται στην πολυθρόνα του) Χαριτωμένες κοινοτοπίες που συνήθιζε να θυμάται συχνά η μαμά Blümchen. Καθώς φαίνεται, η κοινοτοπία είναι το πρώτο υλικό για την τούρτα του γάμου.
Τελοσπάντων, συνεπείς κι οι δυό τους. Σ’ αυτό κράτησαν το λόγο τους. Α, όλα κι όλα, όπως λέει κι ο μπαμπάς Rudolf. Το ’παν και το ’καναν: κου-ρά-στη-καν. Και μάλιστα άγρια.
Εκεί γύρω στο 1908.
(Μικρή παύση. Στρέφεται, παιγνιωδώς, στους θεατές σαν σκανταλιάρικο παιδί που έκανε αταξία και ανοίγει πάλι το λεύκωμα) Με τρώγαν τα δάχτυλά μου να πηδήξω σελίδες.
Μ’ ένα… άλμα φτάσαμε στην 6.  
Υποκύπτω πάντα στους πειρασμούς. Ιδιαίτερα σ’ εκείνους που υπόσχονται εκπλήξεις. Για να ’μαι ακριβής, πειράζω τους πειρασμούς. 
Όσο για τις πίσω σελίδες, δεν θα τις αφήσω παραπονούμενες. Αρκεί να υποκύψουν στα γούστα μου.    
(Μικρή παύση)
(Με επώδυνο υπονοούμενο) Οι φωτογραφίες στη σελίδα 6 έχουν πάντα ένα πρόσωπο λιγότερο απ’ ότι οι προηγούμενες σελίδες.
(Σηκώνεται απ’ την πολυθρόνα κάπως κουρασμένα, παίρνει το σαξόφωνο απ’ τη γωνία και παίζει για λίγα δευτερόλεπτα ένα βαρύ και στεγνό μπλουζ από το Μέμφις του Τεννεσσή, όλο καημό και θλίψη. Ξανακάθεται. Ο τόνος της φωνής του γλυκαίνει αισθητά χωρίς να χάνει τη στιβαρότητα, την τόλμη και το σαρκασμό που φανέρωνε ως τώρα. Τα λόγια βγαίνουν με ραγισμένη νοσταλγία και παράπονο. Δίνουν, ακόμη, το αίσθημα του αδικημένου, μαρτυρούν αδυναμία και φόβο.) Το 1908 ήταν η χρονιά που αποφασίστηκε να είμαι Εκτεθειμένος.
Όλες οι υπόλοιπες χρονιές της ζωής μου έπιαναν χεράκι-χεράκι το 1908. Όπως πάνε τα παιδιά εκδρομή. 
Λοιπόν, ο χωρισμός του υπαλλήλου ναυτιλιακής εταιρείας Rudolf και της καθηγήτριας γαλλικών Blümchen ήταν αντάξιος του επιτυχημένου χορευτή που γέννησαν. Ε-πει-σο-δια-κός.
Όμως, σιγά-σιγά. Για να ’χει νοστιμάδα.
(Ανάβει ένα τσιγάρο) Τα παιδιά βγάζουν γλώσσα στη λογική.
Έχουν μάτια.

-Θέλεις λίγη μαρμελάδα;
-Όχι, ευχαριστώ.
-Λίγο τσάι ακόμα;
-Άσε μην μπαίνεις στον κόπο.

Αποτυχία στις πιο καθημερινές τους κινήσεις. Στις πιο φυσικές. Δύο εχθροί στο ίδιο τραπέζι κι εγώ ανάμεσα. Πρεσβευτής. Δεν έβγαζα άχνα. Δεν άφηνα να φαίνεται τίποτα.
(Τραβώντας μια τζούρα) Η σιωπή είναι λύση, χώρα.

………………………………………………………..
………………………………………………………..
………………………………………………………..

(Σηκώνεται και κατευθύνεται πάλι στην πολυθρόνα του. Με πλάτη, πάντα, στους θεατές λέει:) Αλήθεια, από πού ξεκινά μια ιστορία; Ας πούμε η δική μου… Από το 1903, το 1901 ή το 1908 ; 
Κανείς δεν θα το μάθει ποτέ.
Ωραία.
(Κάθεται βαριά στην πολυθρόνα. Γυρίζει σελίδα στο λεύκωμα. Καθώς αυτός μιλά, ακούγονται οι εξής φράσεις : (αγορίστικη φωνή) «Δέκα. Φτου και βγαίνω», (κοριτσίστικη φωνή) «Εσύ τα φυλάς», «Βγες έξω, βγες έξω σε είδα»)
Βρε, να κι η φωτογραφία πάνω στο κρεβάτι. Στο Kreuzberg.
Η μάνα είχε δώσει μια γρήγορη κλωτσιά σε κάτι κουρέλια που «στόλιζαν» το χώρο κι αυτά τα αφιλότιμα - τι θράσος ! - τρύπωσαν κάτω απ ’το κρεβάτι, για να την κοροϊδεύουν.
Καημενούλα Blümchen, φαίνονται όλα.
Μα και συ ευλογημένη, επιμονή ! Πάνε πια φωτογραφίες στη Brachvogelstrasse ; Τί μπορεί να φωτογραφίσει κανείς μέσα σε σκιές ;
(Χτυπώντας με το χέρι του το κούτελο για το λάθος που έκανε) Ωστόσο, πρέπει να σου πω, γλυκιά μου Blümchen, πως εκτιμώ βαθιά τις μανίες στη ζωή. Ευχαριστώ.
(Ελάχιστη παύση)

………………………………………………………..
………………………………………………………..
………………………………………………………..

(Τα φώτα της πλατείας σβήνουν σιγά-σιγά. (Ο Γιόχαν σβήνει τα φώτα του δωματίου). Κάθεται στην πολυθρόνα του)
Στο Spielerisches Theater όλες μου οι πληγές ντύνονταν πανέμορφα ρούχα.
(Παύση)
(Ιερατικά) Το φως έπεφτε λοξά στη σκηνή.
Το φως ήταν η ευκαιρία μου. Το άλλοθί μου.
Ήθελα κάτι να συμβεί. Αφορμή ο χορός και τσαφ ν’ ανάψει μια φωτιά. Μπορούσα πια να οδηγώ το παιχνίδι. Το θέμα είναι να πειράξεις, πως το λένε βρε αδερφέ, να τσιγκλήσεις. Να προκαλέσεις ηλεκτροπληξία. Ήθελα καμουφλάζ για ένα ξεγυρισμένο μεθύσι. Να ζεις είκοσι τέσσερις ώρες ρε γαμώτο. Η επιτυχία έχει δύναμη κι η δύναμη ελευθερία να κινήσεις το πιόνι σου όπως γουστάρεις.
(Ελάχιστη παύση. Ιερατικά) Το φως έπεφτε λοξά στη σκηνή.
Το φως σε κρύβει εκεί που σε φανερώνει.
(Ενώ ο μονόλογος του Γιόχαν συνεχίζεται απρόσκοπτα, ακούγονται παράλληλα οι φωνές του Rudolf και της Blümchen : « και τι κατάφερε, μωρέ, τί έκανε ; για να μάθω…» «είμαι περήφανη γι΄αυτόν» «εσύ τον κατάντησες έτσι», «Πουτάνα». Ακούγεται ένα χαστούκι κι ένας λυγμός.)
Διασχίζεις τη σκηνή και οι φωνές δεν υπάρχουν. Τα χαστούκια λοξοδρομούν και δε σε πετυχαίνουν. Εκδικείσαι βλέμματα περιφρόνησης. Τα κάρα που σε μετέφεραν από συνοικία σε συνοικία. Χρήματα ξεφτιλισμένα που πληρώθηκες. Μικρά στρογγυλά ματάκια γεμάτα μικρές εξουσίες μικρών, τοσοδούλικων ανθρωπάκων που σου πατούσαν τη ζωή. Κι όλα εκείνα τα κοινά, τα πολύ συνηθισμένα. Αποκτάς δικαίωμα στην ιδιαιτερότητα. Νομιμοποιείς το παράξενο, το απαράδεκτο.
(Ελάχιστη παύση. Ιερατικά) Το φως πέφτει πάντα λοξά. Παντού.
Όπου βρίσκεται ο μεγάλος χορευτής, Λονδίνο, Παρίσι,
Βερολίνο, Πράγα, Μόσχα, Νέα Υόρκη, …Ρίτσμοντ. 
(Κάνοντας μια παιχνιδιάρικη κίνηση, φορτισμένη με μια λεπτή παράνοια πάθους) Σσςς. Το μυστικό : Ήθελα πάντα να εκραγώ. 
Το φως δεν είναι για χόρταση. Τα ψώνια εδώ την πατάνε. Στριμώχνονται στο φως, χα,χα,χα.
Αν δε σε οδηγεί στο σκοτάδι, φασκέλωσ’ τα.


© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ



Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

JANNIS KOUNELLIS


Επισκέφτηκα έκθεση του Γιάννη Κουνέλλη όταν ήμουν 20 χρονών. Ήταν στη gallery Bernier όπου είχε κάνει αρκετές εκθέσεις. Τα υλικά του ήταν ξύλα από πλοία και καρφιά αλλά και λαμαρίνες και καραβόσχοινα. Εντυπωσιάστηκα. Από τότε διάβαζα για τον καλλιτέχνη που μιλούσε σπαστά ελληνικά και άψογα ιταλικά. Ήταν πρωτότυπος και μέλος της ομάδας- γενιάς των: Βλάση Κανιάρη, Νίκου Κεσσανλή, Λουκά Σαμαρά, ο Κώστα Τσόκλη και Χρύσα.
Όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες έδωσαν στο καθημερινό ή το ευτελές, ψυχή, το "έντυσαν" με παρουσία ενώ είχε ήδη καταγράψει απουσίες και μνήμες.
Ο Γιάννης Κουνέλλης είναι ευρέως γνωστός ως μία από τις ηγετικές φιγούρες του κινήματος της arte povera και ένας σημαντικός καλλιτέχνης που η πρακτική του συμπεριλαμβάνει ζωγραφική, κολλάζ, γλυπτική, περφόρμανς, σχέδια για το θέατρο και την όπερα.
O Κουνέλλης είναι διεθνώς αναγνωρισμένος ως ο οπτικός φιλόσοφος που χτίζει μία νέα αλφάβητο ετερόκλητων υλικών, ένα βιωματικό λεξιλόγιο, στο οποίο τόσο η μνήμη όσο και ο άνθρωπος, διαδραματίζουν έναν κυρίαρχο ρόλο.  Συνδυάζοντας πρωτογενή ή βιομηχανικά υλικά όπως κάρβουνο, χρυσό, φωτιά, ωμό κρέας, πέτρες, ατσάλι, ζωντανά άλογα, και μουσική, τα έργα του θέτουν θεμελιώδη ερωτήματα και σκηνοθετούν με δραματικό τρόπο την ποιήση του σύγχρονου κόσμου. 
Ο Γιάννης Κουνέλλης γεννήθηκε στον Πειραιά στο 1936. Παρακολούθησε τη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, και το 1956 εγκαθίσται  στη Ρώμη για να σπουδάσει στην academia di belle arti. Η πρώτη του ατομική έκθεση με τίτλο “l’alfabeto di kounellis”  στην galleria della tartaruga  στη Ρώμη θεωρείται ως προπομπός του κινήματος της arte povera το 1967.

Έχει πραγματοποιήσει σημαντικές ατομικές εκθέσεις σε όλο τον κόσμο, μεταξύ των οποίων: ambika p3, london, 2010, neue nationalgalerie, berlin, 2008, museo d’arte contemporanea donnaregina, naples, 2006, museo nacional centro de arte reina sofía, madrid, 1997, moca, chicago, 1986, και η περιοδεύουσα έκθεση στα: stedelijk van abbemuseum, eindhoven, obra social, caja de pensiones, madrid, the whitechapel art gallery, london και στο staatliche kunsthalle baden-baden, 1981. Ο Κουνέλλης έχει ένα artist room στην tate modern, και έργα του συγκαταλλέγονται στις συλλογές του μουσείου guggenheim και  moma στη Νέα Υόρκη, ανάμεσα σε άλλα Μουσεία και συλλογές παγκοσμίως.

Νότα Χρυσίνα



















Η Arte Povera διαλέγεται με τον θεατή μέσα από θραύσματα υλικών, εννοιών, λέξεων, καθώς και μέσα από έναν νομαδισμό, που επιτρέπει την αποφυγή της συνοχής και την συνεχή μετατόπιση από τον πίνακα καβαλέτου στην τοιχογραφία ή στην κατασκευή στο χώρο. Ακατέργαστα, ασήμαντα και ευτελή υλικά όπως πέτρα, άμμος, ξύλο, παλαιές εφημερίδες, μεταλλάσσονται σε αισθητικά προϊόντα με πνευματική ενέργεια. Η Arte Povera με ένα προκλητικό πνεύμα άρσης του εκπολιτισμού, φιλοδοξεί να αποκαταστήσει μια άμεση επαφή με τα φυσικά υλικά, όπως πηλό, κάρβουνο, πέτρα, γυαλί, υφάσματα, φυτά, ζώα και να ευνοήσει την ανταλλαγή μεταξύ αντίθετων πόλων ενέργειας. Καλείται ο θεατής να επαναπροσδιορίσει την στάση του απέναντί τους ενεργοποιώντας μνήμες και εκμεταλλευόμενος συνειρμούς. Καθίσταται συμμέτοχος στη διαμαρτυρία ενάντια στην τυποποίηση και την υποτιθέμενη αποδοτικότητα του μοντέρνου τεχνολογικού πολιτισμού, συλλαμβάνοντας το νόημα του φευγαλέου και του ευμετάβλητου.

http://www.galerie-lelong.com/fr/artiste-jannis-kounellis/estampe-3561-sans-titre-inri-lithographie-boules-de-billard.html

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017

"υπολογισμοί απολογισμοί" της Διώνης Δημητριάδου

φωτογραφία: Vlad Artazov, Nail’s Art

λοιπόν ας το νοήσουμε καλά
ή θα ’μαστε σοφοί της μοναξιάς
ή αλλιώς ανόητα θα πέφτουμε
στα πιο βαθιά τα ρήγματα
με ένα στερητικό του νου
θα α-νοητεύουμε
δούλοι των αγγιγμάτων
που άλλα τα μεγεθύνουν
και άλλα τα καταργούν
και τούτο το παράσημο
της λάγνας αποχαύνωσης
θε να μας συνοδεύει αενάως
εμάς που τόσο πολύ αγαπήσαμε


Διώνη Δημητριάδου

http://meanoihtavivlia.blogspot.gr

"ΕΚΟΥΑΤΟΡΙΑ" του ΜΙΧΑΛΗ ΜΟΔΙΝΟΥ



♦ Διαβάστε περισσότερα για το βιβλίο, ΕΔΩ.

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ "ΩΔΗ ΣΕ ΜΙΑ [Ποδο]ΣΦΑΙΡΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ"


Το ακόλουθο ποιητικό έργο γράφτηκε την επαύριον του αγώνα Βραζιλία – Γερμανία στο Μουντιάλ του 2014. Ολόκληρο το έργο δημοσιεύθηκε στην προσωπική μου ιστοσελίδα : https://independent.academia.edu/%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%B8%CE%B7%CF%82%CE%BA%CE%BF%CE%BC%CE%BD%CE%B7%CE%BD%CE%BF%CF%82  και εισέτι παραμένει ανέκδοτο. Η Ωδή υποδιαιρείται σε 21 ( = 3χ7 ) τμήματα. Αυτό έχει το λόγο του ασφαλώς. Στη σημερινή δημοσίευση στο CANTUS FIRMUS δίνονται το εναρκτήριο (και εισαγωγικό) τμήμα του έργου και το καταληκτικό (λίγο πριν από το ποίημα 18 και κάτω), συνοδευόμενα από ένα προλογικό σημείωμα που είχε γραφτεί και κατά την πρώτη ηλεκτρονική δημοσίευση του έργου. Τα δύο αυτά τμήματα χωρίζονται σήμερα από μιαν εικόνα. Το πλήρες κείμενο μπορεί κανείς να αναζητήσει στον ακόλουθο σύνδεσμο :  https://www.academia.edu/7638931/_ .

       ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ
ΩΔΗ ΣΕ ΜΙΑ [Ποδο]ΣΦΑΙΡΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ

Αφιερώνεται στα παιδικά ποδοσφαιρικά μου όνειρα και το  ενεργητικό μου κυνηγητό τους στον Ολυμπιακό σε ηλικία 12 ετών
Αφιερώνεται στη συστηματική περιφρόνηση κι αντίπραξη, δίχως φυσικά στεγανοποίηση, που επέδειξε ηχηρά απέναντί τους η εφηβική, νεανική και ανδρική μου ηλικία
Veni    vidi   cecini

                                                Δυο λόγια… προλογικά
              Δεν γράφονται πια ωδές. Φαίνεται πως ο κόσμος δεν επιθυμεί να είναι… ωδικός. Λες και ντρέπεται για την καταγωγή του, ο νευρωτικός. Λες και ντρέπεται τον ήχο του, ο μειονεκτικός. Τον ενδιαφέρει περισσότερο ένας ρυθμός που να συστοιχεί στο γδούπο της καθημερινής δοσοληψίας, στο ευθύγραμμο ταμ-ταμ της φυσικής ανάγκης, που έχει αναγορευτεί, αυτή η τελευταία, σε υπέρτατη θεότητα πλήρως φασιστικών προδιαγραφών. Αληθινά τιμωρητική για τους απειθείς ρυθμογράφους. Τους λάτρεις, κάποτε, των παννυχίδων. Ασφαλώς, τους γνώστες των αρχών όμως ποτέ του τέλους. Άλλωστε, ποτέ δεν μπορεί να ξέρεις πού θα σε βγάλει μια συνουσία και πότε θα αποφασίσει να μπει σε λιμάνι. Όμως, αυτά ανήκουν στους γραφικούς, όπως συνήθως χλευάζονται από τους… λιτοφάγους εξαιτίας αδυναμίας εκ μέρους τους πέψης, χώνευσης και …εκροής και λέγονται απ’ αυτούς τους ίδιους τους κακόμοιρους ρομαντικούς των ρυθμών για να προκαλούν θυμηδία στα επαϊοντα πλήθη. Οι σύγχρονοι, ως σύγχρονοι, φυσιοκρατούν υπερήφανα και γι αυτό όλα, ακόμη και η Ποίηση!..., πρέπει να ομνύουν όρκο πίστεως, επί ποινή θανάτου στην περίπτωση προδοσίας, στη στεγανοποίηση αυτού που ορίζουμε ως …φυσικό. Η προφάνεια, ως μια στρεβλή δικτατορία των αισθήσεων, είναι πια ο απόλυτος… ρυθμιστής. Ως φαίνεται, ο φασισμός είναι ανθρώπινη παθογένεια από καταβολής μας. Κάθε πτητική αίγλη, κάθε φωτοστέφανο αλτικό από τον ευκλείδειο κόσμο της συναναστροφής, οποιαδήποτε διαφοροποιημένη γεωμετρία, κηρύσσεται αίρεση και ο αιρεσιάρχης παραγκωνίζεται αρχικά και κατόπιν εκτελείται, όρθρο Κυριακής, με σιγαστήρα. Κουρασμένος ο κόσμος επιζητεί κι αναγνωρίζει μόνο μια τηλεγραφικότητα στη μετοχή των πραγμάτων (συνήθως ψευδεπίγραφη κι αυτή δυστυχώς), μια συντομία στην ερωτικήν ενασχόληση με το άπειρο που αυτός ο ίδιος ενσωματώνει, λες και ντρέπεται ο δυστυχής για το εύρος του, για το μέγεθος του, για την ανάσα του. Μοιάζει πια κοντή η ανάσα του κόσμου κι αυτό είναι τόσο θλιβερό όσο και αφόρητα καταπιεστικό. Δεν είναι υπερβολή : Νιώθω πως κυκλοφορούν πια οι ανάσες μας σε σαμιζντάτ.
Από τις πινδαρικές Ωδές έχει βεβαίως αλλάξει η μορφή του κόσμου. Λιγότερο, ίσως, από την εποχή των σολωμικών και καλβικών Ωδών, αν και κάτι τέτοιο είναι διαφιλονικούμενο. Αναρωτιέμαι όμως αν ποτέ μπορεί ν’ αλλάξει η διάθεση, η ανάγκη, για την ΑΝΑΣΑ της Ωδής, για την υγιεινή άσκηση μαραθωνίου που χαρίζει… Άλλωστε, ποιος μπορεί να αποκλείσει η Ποίηση να είναι και … γυμναστική ; Μπορεί, νιώθω, να γίνονται σιωπηρές κι υποσυνείδητες απόπειρες να καταπνιγεί η μαραθώνια ανάσα της Ωδής, μα είναι ποτέ δυνατόν όμως ; Έχω μιαν απροσδιόριστη βεβαιότητα πως οι απόπειρες αυτές συνιστούν αντιρεαλιστική ματαιοπονία, ένα φαντασιοκόπημα. Δεν χάνεται ο άνθρωπος. Ούτε και η ανάσα του. Ωστόσο, δεν θα πάψω ν’ αναρωτιέμαι : μπορεί να τραγουδήσει ο σύγχρονος άνθρωπος δίχως να λαχανιάζει ; Δεν λέει να μ’ εγκαταλείψει η αίσθηση πως οι σύγχρονοι γράφουν, τραγουδούν θέλω να πω, αποκομμένοι από τη ρίζα, ίσως με μόνο δυο-τρεις κοντές χρονικές αναφορές λίγων δεκαετιών στην πλάτη – συχνά στην καλύτερη περίπτωση –, λες και οι παλιές, δήθεν, μορφές ζωής δεν κρέμονται στα δέντρα με τα φύλλα τους να πάλλουν μπρος μας καθημερινά. Αναρωτιέμαι, μπορεί κανείς πια να ξενυχτίσει νεκρούς τραγουδώντας ολονυχτίς ;Μπορεί, –ακόμη καλύτερα : θέλει–, να γυροφέρνει κανταδόρος του έρωτα μέχρι τους όρθρους ; Υπάρχει μέσα μας ακόμη κάτι απ’ αυτό, απομεινάρι έστω απ’ ότι άφησε η καταστροφή της καταναλωτικής εξηλιθίωσης ακόμη και στην τέχνη,  του κρετινισμού εκείνου που ΦΑΝΤΑΖΕΤΑΙ πως κάτι φτιάχνεται στο άψε-σβήσε δίχως την ωρίμανση του σπόρου και τον αργό ρυθμό της απόλαυσης, της διαμονής στο παρατεταμένο, πριν χαθεί ανεπίστρεπτα μέσα στη χλαλοή της αγοραποίησης του κόσμου ; Ως φαίνεται, οι πτυχώσεις των όντων ενοχλούν σφόδρα πια τους ασθματικούς των συναντήσεων, γι αυτό και βάλθηκαν να τις εξαλείψουν αποσιωπώντας την ανάγκη τους… εκσυγχρονιστικά. Μάταια, όμως, οι δόλιοι επιζητούν το ολοσχερές της εξαφάνισής τους και σκέφτονται να τις σιδερώσουν έτσι που να μη δίνουν πια την υποψία πως υπάρχουν. Ακόμη, αναρωτήθηκα συχνά : λατρεύει κάτι η σύγχρονη Ποίηση ; Διαγράφεται να λατρεύει κάτι η Ωδή ; Και τι είναι αυτό ; Έχει επινίκιο χαρακτήρα ; Ποιος και τι νικά εν τέλει ; Ας απαντήσει σ’ αυτά ο αναγνώστης. Ομολογουμένως, όμως, δεν συναντώ εύκολα έως ποτέ ποιητικές λατρείες. Και η Ωδή κάπως μ’ έναν τρόπο τις προϋποθέτει. Και τ’ αναφέρω, διότι στην Ωδή που ακολουθεί υπάρχει, όπως και να το κάνουμε, μια θεολογία-φιλοσοφία-ποιητική των «αθλημάτων» γενικά ή ειδικά (λόγου χάρη του ποδοσφαίρου), ας πούμε σαν βαθύτερη κρηπίδωσή τους. Τώρα, αν αυτή χρησιμεύει και γενικότερα για το «αθλητικό» Γεγονός, ή μ’ άλλα λόγια την ΚΑΘΕ ασκητική του Έρωτα, τόσο το καλύτερο. Περιττό νομίζω να τονίσω πως αυτή η «αθλητική» αναφορά αλληγορεί. Αυτή η θεολόγηση-φιλοσόφηση-ποιητική, που μόλις αναφέραμε, κινείται στον ορίζοντα των εκπληκτικών αποτελεσμάτων, μ’ άλλα λόγια ενδιαφέρεται κυρίως για την Αποκάλυψη και δευτερευόντως για οτιδήποτε προηγείται ή έπεται αυτής. Δηλαδή, στην Ωδή μας στήνεται μια Ποίηση όπου ασχολείται με το, υπό τύπον εισβολής, Δοσμένο, το Χαρισμένο, το Απρο(σ)κάλεστο, το Επιφανέν, που έχει την απόλυτη πρωτοβουλία των κινήσεων και που τίποτε μα τίποτε δεν μπορεί να δικαιολογήσει την εμφάνισή του και να «τεκμηριώσει» τον ερχομό του και τη στιγμή της εμφάνειάς του. Όπως απαράλλαχτα συμβαίνει με την ΕΡΩΤΙΚΗ συναρπαγή παντού και πάντοτε, που σ’ αρπάζει, σ’ αποσβολώνει, σου περνάει λαιμαριά και πάει χάνεσαι στο Άδηλον, για την οποία θεωρώ πως όλοι μας είμαστε αψευδείς και ασφαλείς μάρτυρες. Με πιο φιλοσοφικούς όρους, θα έλεγα πως σχολιάζεται ποιητικά το πλατωνικό «Εξαίφνης», που κρίνω σπουδαιότατης σημασίας για τη θέαση της πλατωνικής φιλοσοφίας, μα περισσότερο ακόμη για τον τρόπο που αυτό ακριβώς υποδηλώνεται ως στήσιμό της ! Φυσικά, όχι αποκλειστικά ωστόσο πρωταγωνιστικά. Η πλατωνική αυτή θέση είναι από μόνη της ΠΟΙΗΤΙΚΗ και δυστυχώς κρίμα κι αλίμονο στον Πλάτωνα που δεν κατάλαβε ο δόλιος πόσο συνηγορεί στο Γεγονός της Ποίησης πριν την αποσκορακίσει στην Πολιτεία του. Είναι μια θέση, παράλληλα, που δεν έχει, ελληνοτρόπως θα έλεγα, κανένα δισταγμό, προκατάληψη ή φόβο να μπερδέψει τα χωράφια της φιλοσοφίας και της θεολογίας χωρίς να σκοτίζεται για τη γκρίνια στάσεων σαν εκείνη του Heidegger φερ’ ειπείν. Με όρους, τώρα, θεολογικούς είναι προφανές πως το Αναπάντεχο της Ωδής που ακολουθεί ταυτίζεται με την «αρπαγή του νοός» της νηπτικής/ησυχαστικής παράδοσης, την έλλαμψη, τη θεοπτία, που εκπεφρασμένα τη συναντάμε στις παύλειες επιστολές και στην προφητική λειτουργία της αρχέγονης εκκλησίας και που διαπερνά σύμπασα την ασκητική γραμματεία ως το πραγματικό εφετόν της ασκήσεώς μας.             
Η Ωδή που ακολουθεί γράφτηκε την επομένη του αγώνα Βραζιλία-Γερμανία και είναι μια Ωδή με σημαία ευκαιρίας. Ομολογώ πως την αισθάνομαι σαν μια Όπερα. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως αυτό το συναίσθημα έρχεται από πολύ μακριά και βγαίνει φυσικά μέσα μου. Ίσως. Ίσως το χορικό είδος της Ποίησης απ’ όπου ξεμυτίζει η Ωδή ή έστω το συνθέτει, να χορεύει μέσα μου θολά κι αυτό να μου προσφέρει την αίσθηση της Όπερας, του χορού. Αν λογιστεί ως Όπερα δεν θα ’χω αντίρρηση. Αντιθέτως, θα έχω μια κρυφή άγρια χαρά μέσα μου. Σεβάστηκα το εκτενές που αντιπροσωπεύει το είδος, γι αυτό, άλλωστε, έκανα λόγο για μαραθώνιο, όχι χωρίς «καινοτομικές» τρικλοποδιές. Σεβάστηκα και τον παραδοσιακό λυρισμό του είδους, έως ένα σημείο και με ένα είδους… αναμάλλιασμα θα έλεγα. Επίσης, τη μορφολογική στροφική δομή της Ωδής, αν και ως ένα γενικό πλαίσιο και όχι αυστηρά. Μιλώ παρακάτω, εν τούτοις, για αυτοτελείς διασπάσεις. Ακόμη σεβάστηκα την οφειλόμενη μεγαλοπρέπεια που οφείλεται σε κάτι που εξυμνούμε, κι ας μη μας τρομάζουν, εμάς τους πάρα πολύ πια ανθρώπινους, οι όροι πλάτους, δίχως όμως και να παραιτηθώ από την υπονόμευσή της, κατ’ εξακολούθηση μάλιστα. Κάποτε, προς το τέλος εμφανώς, υπήρξε και η παραδοσιακή επωδός ακόμη ! Τέλος, εγκατέλειψα προφανώς τα μετρικά σχήματα και τις στιχικές, κατά το μάλλον ή ήττον, παρακαταθήκες και ακολούθησα τον ελεύθερο στίχο. Παραδέχομαι ότι δεν είναι τυχαία η επιλογή του είδους της Ωδής εν όψει του Αναπάντεχου, του παραλυτικού κι αφοπλιστικού Θαύματος. Σε καμία περίπτωση, όμως, του θαύματος που καταργεί, που αιχμαλωτίζει, που δεσμεύει, που επιβάλλει μιαν υποταγή. Μάλλον του ακραιφνώς συμμετοχικού, του πλήρως δημιουργικού. Η Ωδή που ακολουθεί είναι ΜΙΑ αλλά και… 7 ή ακριβέστερα 7 χ 3 = 21 μη παύοντας, όμως, να είναι Ένα ουσιαστικά. Δομείται με αυτοτελείς, κάλλιστα, διασπάσεις της χωρίς να χάνει το Ενιαίο της. Επίσης, σε μιαν σπονδή ίσως στη θεατρικότητα, στήνεται με πρόσωπα κάποτε, που άλλοτε χρησιμοποιούν α΄ενικό, άλλοτε β΄ προς κάποιο απροσδιόριστο ή μαζικό Εσύ, άλλοτε α΄πληθυντικό και ούτω καθεξής. Τέλος, στην παραπάνω απαρίθμηση του «τρόπου» της δεν συγκαταριθμούνται τα μέρη της Ωδής, που λίγο παρακάτω, όπως θα δει ο αναγνώστης, ονομάζω Ωδή-ανταπόκριση, δηλαδή το εισαγωγικό πρώτο μέρος και το εντελές καταληκτικό τρίτο. Αρκούμαι μόνο να προειδοποιήσω πως τα μέρη αυτά επιτελούν μιαν άλλη λειτουργία και αφήνω τον αναγνώστη να την αισθανθεί όπως επιθυμεί. 
Δεν θέλω να μιλήσω γι αυτήν περισσότερο μια που ήδη αισθάνομαι αρκούντως άβολα, μπορώ μάλιστα να πω πως νιώθω ακόμη και κάτι σαν τύψη, αφού προτάσσω στο ποίημα ένα είδους σχολιασμό. Νομίζω πως αυτό είναι κάτι με το οποίο η Ποίηση δυσανασχετεί, όμως έχει το σθένος να το υπομένει. Άλλωστε, έτσι κι αλλιώς, είναι κι αυτό μια ποιητική παράδοση όχι και τόσο ανίατα ενοχλητική. Θυμάμαι τους άγγλους και γερμανούς ρομαντικούς. Όμως, μια που αναφέρθηκαν οι … «σύγχρονοι» ασθματικοί των ρυθμών, θέλω μοναχά να πω και να κλείσω πονηρά το μάτι πως οι λάγνοι παραδοσιοκράτες των ρυθμών του Κόσμου, στους οποίους φιλοδοξώ να ανήκω, συγχρονίζουν τις μορφικά παραδεδομένες ανάσες, ακριβώς διότι αγαπούν το Υπάρχον και δεν το κοντοκουρεύουν, το βαθυχαιτές αυτό, και κατά τούτο θα παραμένουν πάντα οι νόμιμοι σύγχρονοι του κόσμου. Τι θέλω να πω ; Μα, καθώς φαίνεται, ανοίγοντας πανιά ο ποιητής στην Ωδή και αντιπράττων στο γενικό αίσθημα, ψαρεύει μια μορφολογία Ωδής ολότελα καινούργια, όπως η ακόλουθη, κι αυτό ούτε λίγο είναι, ούτε μικρό πράγμα, αφήστε που αποδεικνύει το Μέγα Νόμο πως όταν έχεις την υπομονή να βουτάς στα πατρογονικά σου, βέβαια και θα σε ανταμείψουν με έγκριτα σύγχρονες ψαριές !
Έτσι, έχουμε στα χέρια μας μιαν ανυπάκουη Ωδή, που τολμά να στήνεται ως… ανταπόκριση… δημοσιογραφική, από κάποιον ανονομάτιστο παλαίμαχο δημοσιογράφο που εφημεριδογραφεί (προσοχή : οι λέξεις έχουν εδώ τις τεθλασμένες τους…) και σπάζοντας ακόμη περισσότερο τα γνωστά σχήματα Ωδής, αλλά και τον αναμενόμενο χαρακτήρα της, αρθρώνεται στη συνέχεια ως… περιγραφή κάποιου αθλητικού εκφωνητή/παρουσιαστή, που εδώ ολότελα τιμητικά και συμβολικά ονοματίζεται επίτηδες. Μέσα στον λυρισμό της εντάσσει πεζολογικά στοιχεία, πεζογραφεί μέσα στην έξαρση και πάλι η πεζολογία της δεν είναι τέτοια που να διευκολύνει να χαθεί ο φυσικός τόνος που ίσως πρέπει να ’χει μια Ωδή. Κι ακόμη περισσότερο, πιότερο ίσως κι από το πεζολόγημα μέσα στον λυρισμό, υπάρχει ένα ομιλητικό (!!!) στοιχείο, όσο φυσικά επιτρέπουν οι δοσολογίες, που ντριπλάρει, νομίζω, την προγραμματική και γι αυτό μουντή και ίσως ευνουχισμένη πεζολογική Ποίηση των ημερών μας, κάνοντάς την, ελπίζω, να ζαλιστεί για λίγο «βγαίνοντάς» της … πεζολογικότερη !…
    Φυσικά, δε της απολείπει η αρχιτεκτονική, που αφήνω τον αναγνώστη μόνο του να την ανακαλύψει και ίσως να την απολαύσει, μια που η …επιτυχία της Ωδής είναι άδηλη παντί πλην ει τω Θεώ. Έχουμε λοιπόν, μια Ωδή-ανταπόκριση που συνεχίζεται ως Ωδή-αθλητικής περιγραφής, για να καταλήξει εν τέλει σε Ωδή-ανταπόκριση και πάλι, δραπετεύοντας από την τηλεθέαση και την τηλεόραση, την οθόνη, που υπαινίσσεται η Ωδή-αθλητική περιγραφή. Απ’ το χαρτί στο γυαλί και πάλι στο χαρτί, όπου η Ποίηση λαμβάνει το αφαιρεμένο μερτικό της από τους χώρους που την αντιστρατεύονται. Είναι, όπως και να το πάρει κανείς, μια αιρετική Ωδική ματιά στην Πραγματικότητα (των …Ωδών και όχι μόνο) και ίσως γι αυτό ακριβώς, θέλω να ελπίζω, κοιτά ζωντανά και δημιουργικά με τον στροβιλοκινητήρα της το… κακοπαθημένο προφανές !...  

10-12 Ιουλίου 2014
Στάθης Κομνηνός
Αναμενόμενο  - Αναπάντεχο
             1            -       7
Άμεση ανταπόκριση παλαίμαχου σφαιρολόγου από τον Όμορφο Ορίζοντα (Μπέλο  Οριζόντε) της Ιστορίας, όπου βράζει-ο-ήλιος, για την εφημερίδα «ΞΕΝΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ», υπό τη μορφή εμπεριστατωμένου Ωδικού Χρονικού
Είτε στο πόδι είτε στο χέρι σφαίρα είναι
Και το γραφτό κανείς δεν αποφεύγει
Που μια κυλά εδώ μια κει δίχως πρόβλεψη
Αφού α-στάθμητες οι σφαίρες από καταβολής τους
Για να ισονομείται έκπληξη κι αιφνιδιασμός
Κι ο Ουρανός σφαιρική δικαιοσύνη
Να σκορπά ανεξαιρέτως
Να γεύεται ο Κόσμος απανθράκωση 
ΌΛΟΙ για μια φορά να ’ρθουν στα συγκαλά τους
Μες στην ανατροπή και μες στη διάψευση
- αυτές τις θεότητες της ΕΝΩΣΗΣ -
Ν’ αγγίξουνε το θαύμα
Πως Όμηροι στους γάντζους του Αναπάντεχου
Τελικά είμαστε κατά βάθος !
Όλοι !
Ουσιαστικά !
Οι δήθεν νικητές
Οι δήθεν ηττημένοι
Καθότι κυλιόμενοι λάτρεις της κυλιόμενης σφαίρας υπάρχουμε
Που Μοίρες κυλά σε κάθε ημισφαίριο, σε κάθε ημικύκλιο !
Μοίρες που ΔΕΝ ορίζουμε
ΟΥΤΕ οι μεν ΟΥΤΕ οι δε !
Ω την κάθε ώρα περπατούμε στ’ Αναπάντεχο
Ή έστω η κάθε ώρα μας τον απόπλου
Για κει στήνει αθόρυβα
Κι ας μοιάζει τόσο έκτακτο και σπάνιο.
Μα Κείνο κάποτε τα ρούχα Του ξεντύνεται
Με τέτοιο τρόπο εκρηκτικό
Που μπρος μας ολόρθο στέκεται
Και μας αγρεύει στην ΚΑΤΑΠΛΗΞΗ
Και φορά μία μέσα σε χρόνια πολλά
Κατάπληκτοι επιτέλους ! ζούμε κι άφωνοι τόσο
Που να συντονιζόμαστε με την Υπέρ-βαση
Άψογα και την επέλασή της τη Θαβώρεια
Να γιορτάζουμε δίχως λέξεις
Μια που ΕΚΕΙ ακριβώς χάνονται οι μπάλες
Χάνεται πια η σφαίρα κι ανεξερεύνητη προβάλλει
Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ που είμαστε ή θα είμαστε !

«Χάνεται η μπάλα κι αναγαλλιάζω ! » αναφωνούμε μυστικά
Και βλέπουμε επιτέλους την «ητοιμασμένην ημίν βασιλεία»
Να ξεσπιτώνεται απ’ του Υπερβατικού το γνόφο
Και να σκάει πυρηνική βόμβα σε χορτάρι
Μες στα προ-σχήματα της σφαίρας
Και ιδού ! οι ΧΑΜΕΝΟΙ που ΕΙΜΑΣΤΕ
Φανερώνονται !
Χαμένοι νικητές
Χαμένοι ηττημένοι
Μέσα στο θάμβος
Δίχως γραμματική
Δίχως σύνταξη
Δίχως… Λογική
Τυχάρπαστοι της ήττας μας
Τυχάρπαστοι της νίκης
Μες στο απρόκλητο θαύμα της ανισορροπίας
Παρασυρόμενοι
Ανεπεξέργαστοι μέσα σε μια ΡΟΗ που μας τραβά μαγνητικά
Σε μια ΡΟΗ που μένει για πάντα ΑΝΑΦΟΡΑ
Κι έχουμε πια πυξίδα οι δύσμοιροι απυξίδωτοι
Αφού σχιστήκαν Ουρανοί
Και τ’ Άγνωστο που είμαστε πρόβαλε γλαφυρά
Ο Άγνωστος Χ της ήττας μας
Ο Άγνωστος Χ της νίκης μας
Φανέρωσις !

Αχ υποκύπτουμε και θαβώρεια μιλούμε τότε
Κι ο πόθος μας στο μέλι
Της έλλαμψης κολλημένος μονολογεί
«Δως Κύριε ΧΑΜΕΝΟΙ πάντα να ’μαστε
Την παράταση αυτής της παραζάλης δώρισε
Κι ας μη πια απ’ εδώ ξεκουνήσουμε
Αφού ετεροκίνητοι ζούμε αρτιότερα
Ευτυχούμε
Αγαλλιούμε» κι αλλοφρονεί απ’ τη γλύκα
Μη ξέροντας τι λέει ο δόλιος
Καθώς οι …πυξίδες προσανατολίζουν
Δεν κόβουν τη σφαιρική πορεία
Που γράφεται καθημερνά στα πόδια μας  

Αγαπητοί τηλεθεατές δυο λόγια πριν παραδώσω
Το μικρόφωνο στη μελλούμενη περιγραφή
Που ποιος Θεός ξέρει τι κι αυτή θα φέρει :
Για άλλη μια φορά θα πω ότι διπολικά τα Βατερλό
Κι είναι κοινή μας μοίρα
Κάτι πια μετά του Απροσδόκητου την ολέθρια εμφάνεια
Την κατακλυσμιαία
Τη σωσίβια
Σ’ εγκλωβίζει είτε είσαι Ουέλινγκτον είτε ο Ναπολέων
Ανόητος εκείνος που λέει αντίθετα
Μα πιότερο αμαθής κατά τη γνώμη μου
Κι αυτό δεν είναι λίγο, καθώς το νιώθω συφορά.
Μα για σκεφτείτε το κομμάτι :
Πόση χαρά γέλιο κι ανακούφιση
Αληθινό ξαλάφρωμα
Από τη γελοιο-Ποίησή μας
Όλων μας μα όλων
Αναλυτών και οπαδών
Εκφωνητών και τηλεθεατών
Θριαμβευτών και ηττημένων
Που θέλουμε να περνιόμαστε ανώτεροι της Μοίρας
Και στη ζωή να επιβάλλουμε μιλίμετρα
Υποδεκάμετρα και σαντιμέτρ κραδαίνοντας στις παλάμες.
Όταν το Μέτρο σου διδάσκει το Αλλότριο
Οφείλεις να αναπνέεις  αλλιώς τον κόσμο πια
Ξέροντας το γελοίο που ενσαρκώνεις
……………………….
18
Και τι σπουδαία βάρκα ο αυτοσαρκασμός
Με πόση υγεία επισκέπτεται χώρες άγνωστες
Χωρίς να επιτρέπει πια ν’ αγκιστρωθείς στα χαρακώματά σου !
Είναι διπλή η βάρκα της Κατάπληξης
Για τον πεσμένο και για τον ευσταλή
Και όρμο ένα δείχνει που ερωτικά
Αφήνει κι αμολά ταυτόχρονα
Το Άρρητο σαν χαρταετό !
Σ’ ελευθερώνει η ήττα και γελάς
Κι η νίκη σε μετεωρίζει
Αν θέλεις την υγεία της
Σε καθιστά ακτήμονα των γη-πέδων
Κι αρραβωνιαστικό των ερωτημάτων
Μα οπωσδήποτε φυγά
Φυγά
Εξαίσιο δραπέτη
Και συνάμα εκείνο το χαμένο βλέμμα σού χαρίζει
Της απορίας μες στη γλύκα
Του Απίστευτου που συνεχώς κυοφορείς 
Σ’ ελευθερώνει η ήττα και γελάς
Δεν έχεις που πιότερο να πέσεις
Απρόσβλητος από τη δυναστεία στόχων
Ανάλαφρος πια
Με προωθητικό ζωής την εξουθένωση
Το Μέτρο σου έχεις Τώρα δει
Κι αδιάφορος για τις μανίες των στοιχειών τούτου του κόσμου
Σατιρίζεις
Αστειεύεσαι με όλους και με όλα αλαφροπατώντας
Την πρωτοκαθεδρία του εξευτελισμού κρατώντας την για σένα
Σαν συντονισμό με τις κορφές του Ολύμπου
Ή σαν τεκέ ησύχιο που αράζεις απ’ τους κλύδωνες των ονειροπαρμένων
Παίρνεις μια φυσιογνωμία Ιμαλαϊων
Όταν δεν περιμένεις πια να σκάσουν οι προθέσεις σου
Υπάρχεις μόνο τώρα πιά Υπάρχεις κι είν’ αρκετό

Τι ευλογία κατάπληκτος να στέκεται ο άνθρωπος
Μες στου Ακατανόητου τα παιχνίδια βουτηγμένος
Να ζει το υπερβολικό για το οποίο πλάστηκε !
Και τι μακαριότητα άφωνος ν’ απομένει
Δίχως ξυγκίσια ρήματα ν’ ασχημονούν
Στα πλάσματα του κόσμου  
Από του Άρρητου την υπερφυή ευγλωττία
Που στήνει Άλλη Γλώσσα στο στήθος :
Την Ανέκφραστη !
Και τι χαρά
Πόση χαρά
Να χεις
Μέσα στη λύπη στο θρήνο στη αιθρία σου
Στη έξαρση στην έκσταση και στη χαρά
Για μια ή δυο φορές μες στο λιγόχρονό σου
Μαρτυρήσει
Δει αυτοπροσώπως
Ακούσει, ψηλαφήσει
Το μετα-φυσικό της νηνεμίας και των κυμάτων
Σφίγγοντας το μαργαριτάρι του στο χέρι σου :
«Πώς είναι δυνατόν ;»
Κι ύστερα κάνεις πανιά με το κατάπληκτο ερώτημα
Σαν βράχος
……………………….
19
Του γένους σου τις προίκες κράτα φυλαχτό
Μες στις κακοτοπιές των μαζικών θεάσεων
Κι επανέλαβε μυστικά
«Τ’ αδύνατα παρ’ ανθρώποις»
«Τ’ αδύνατα παρ’ ανθρώποις»
Το Γεγονός είναι στα σίγουρα Υπερ-άνθρωπον
Και δε χωρά στο θαύμα… κριτική
Ή ζεις ή συλλογίζεσαι
Στην άμμο οικοδομώντας
Το θαύμα είναι γέννηση.
Κι αλήθεια ποιος ολιγόνους τόσο
Οιστρηλατημένος απ’ τα γκρεμά
Μπορεί να σταθεί και να ψελλίσει
Πως ΘΕΛΕΙ που γεννήθηκε ; !!!
Πως θέλησε
(κι επέβαλε !...)
Το Αδύνατον
Το Εξαιρετικό
Το Απίθανο ;
Για ανθρώπους είναι τα χαμηλά κατώφλια
Κι όλες οι δράσεις μας είναι πάθος
Κι η Δόξα που Αναπάντεχα μας τυλίγει
Και μας απογειώνει στο Ανεκδιήγητο
Είναι η απιστία μας στην κατοχή της δράσης μας
Στο χάρτη της
Και τότε να ! 
Δόξα ! να μην πιστεύει ο νικητής
Δόξα ! να μην πιστεύει ο χαμένος
……………………….
20
Και μη καταδεχτείς στο τέλος
Μετά του θαύματος την τελευταία συγχορδία
Όταν ο κόσμος πάλι σ’ αγκαλιάζει
Στο γνώριμο τού ύπνου του ήχο
Να πεις πως ήταν κάτι… φυσικό
Μόνο και μόνο για να στενέψει πάλι ο κόσμος
Να μικρύνει
Και να ’χεις πάλι στη φούχτα τα όριά σου
Άθλιος κλειδοκράτορας υπνοβάτης

Γενναίος δείξου κι απόδωσε Αλλού το Εξαιρετικό
Μιζέρια θλιβερή να ψευδομαρτυρείς
Ενάντια στο κατάστηθα Ανοικτό !
Μα πιότερο ανθρωπινά να το γιορτάζεις τόσο
Που κλέφτης ν’ αποδείχνεσαι του ίδιου σου εαυτού !
……………………….
21
Νομίζω μίλησα λεπτομερώς. Αν έχουν άλλοι, ας κάνουν άλλες περιγραφές  πιο μαζοποιημένες, πιο μιντιακές στην κοινοτοπική τους στρέβλωση
Τετράγωνος κόσμος δεν υπάρχει
Γι αυτό τα πανηγύρια
Μονάχα των αμυήτων είναι και των πανυβριστών
Όπως παρόμοια ο κοπετός κι ο θρήνος
Ολοφυρμός   απόγνωση
Μια που το θαύμα είναι πάντοτε ΠΕΡΑ
Διαρκώς η σφαίρα
Του 
Διπλούς στήνει κόσμους μέσα σε Ενικό
Κι έτσι προκύπτει το κοκτέιλ : ΧΑΡΜΟΛΥΠΗ !

                                      Ας τηρήσουμε στο εξής σιωπή
Εκεί μιλούν τα πράγματα
Εκεί μας κρένουν οι αγώνες  
……………………….
Τάδε έφη ο μαθημένος στο Ζέον ιεροφάντης Διάκο-Γιάννης
Κι έκλεισε την περιγραφή του
Αφήνοντάς μας ομολογουμένως μ’ ένα μούδιασμα ανακουφιστικό
Η χυδαιότητα κυριαρχούσε ολόγυρα
Και την επαύριον
Οι μισθοφόροι της
Ανίερα μιλούσαν για νίκες και για ήττες
Ισοπέδωναν με τους οδοστρωτήρες τους το Εξαίσιο
Υποβάλλοντας το σε καρδιοχτύπι καθημερινότητας
«Ένας αγώνας» λέγαν «περίεργος, μα απλά αγώνας, όπως όλοι»
Όχι  Μετα-αγώνας
Όχι  Υπερ-αγώνας
Όχι  Μη-αγώνας
Στα τετριμμένα σύνορα του … «αγώνα»
Παραμένοντας πιστοί φανατικοί
Λες κι ήταν 1-2
2-4
1-3  !
Και μοίραζαν ακόμη και Τώρα
Σ’ αυτόν του Αναπάντεχου αγώνα
 Ό,τι μοιράζανε κάθε φωτοτυπική Κυριακή στα πρωταθλήματα !
Το ’χει η αμορφωσιά μα κι η ηλιθιότητα :
Ισοπαλίες Έκτακτες δεν διακρίνει
Μέσα στις απροσχεδίαστες ήττες και νίκες.
Επιμένουν οι ασχημάτιστοι :
Το θαύμα φυσιολογεί και θα το υποτάξουμε στη δικονομία μας !

Ωστόσο φαινόταν η Ισοπαλία ολοκάθαρα
Αυτό ακριβώς το ισόπαλο 1 – 7
Στην έφοδο της Μοίρας
Στο σάλαγο του Παράδοξου
Σαν αξομολόγητη τύψη 
Μέσα απ’ τα κενά των φράσεων
Και της αμηχανίας τους τον επενδύτη 
Και μύριζε ολόγυρα ευχή και προτροπή
Με τέτοιο τρόπο τα καπρίτσια του Ακαθόριστου να φιλάμε
Μα ποιος να μολογήσει ;

Και σήμερα που στέλνω ανταπόκριση
Διάβασα μ’ αναγούλα ακόμη μια φορά
Τις φυλλάδες που βυσσοδομούν
Κι από την κόπρο τους
Και από κείνη των Μαζικών Μέσων Αφυδάτωσης
Με την αποφορά του θνησιμαίου
Αναδύθηκε σαν καλικάτζαρος η απαξίωση κι ο διθύραμβος
Σκυρόδεσε ξανά το ανισόρροπο
Με την υπερβολή του ζώου
Και λέχθηκε «Νίκη»
Άκουσον άκουσον !
«για την αιωνιότητα»
Ή «έπος»
«Τάφος»
«Τραγωδία»
«Συντριβή»
«Κρίση ταυτότητας»
«Βούρκος»
«Καταστροφή»
«Ταπείνωση»
«Διασυρμός» (!!!)
«Χάος»
Και όχι Ανερμήνευτο Γεγονός
Απρόκλητο
Επέλαση θαυμάτων
Πανευλογία

Κι αναρωτήθηκα μες στον ξεκαρδισμό μου :
Μα από ποια γωνιά μωρέ ;
Μα από ποια γωνιά ; 
Από πού πιάνεται η νίκη και δεν τόμαθα
Από πού μωρέ τσιμπιέται η ήττα και δεν άκουσα
Ειδήμονες της αριθμητικής ; !!!
Κάθε Zeitung πιπίλαγε την αποϊέρωση
Και το Ανοίκειο ούτε που το συζητούσε

Μα βλάκα εσύ της θέασης
Δεν σου ανήκει
Ούτε σ’ αξίζει
Ό,τι δεν έφτιαξες
Και ό,τι η πρόθεσή σου απιστούσε ν’ αγκαλιάσει
Μα είν’ ο όχλος
Γραβατωμένος είτε και κουρελής
Επιρρεπής στις δάφνες το πρωί και στη φτυσιά τ’ απόγευμα
Μια που του λείπει ένταση
Και θέλει να γίνει τραγωδός και κωμωδιογράφος
ο ατάλαντος !
Αμ γιατί υπάρχουνε τα θαύματα χαζοί μου
Παρά για να ρυθμίζουμε ταυτότητα;

Κιτρίνιζαν τον καταπράσινο κόσμο οι φυλλάδες
Αδιάκριτες πάντοτε των γαλάζιων μηνυμάτων
Φωνάζαν «σοκ και δέος»
Όπως σε άλλες πλήθος περιπτώσεις
Μ’ αδυνατούσαν πάλι  
Όπως σε άλλες πλήθος περιπτώσεις
Το σοκ αυτό κι αυτό το δέος να εντάξουν
Στη Μουσική του πολιτεία
Και τη γραμμή τους στέλναν τη φασιστική
Του κόσμου το πάγχρωμο
Το αποχρωστικό
Να ασπρομαυρίσει 
 Όπως σε άλλες πλήθος περιπτώσεις
Κι ο δόλιος κόσμος έκαιγε τις σημαίες τους
Ή μες στη μέθη του συνηθισμένα αλλοφρονούσε
Δοσμένος αποκλειστικά στη μια πλευρά του Κόσμου
Ανυποψίαστος ολότελα για της ενότητας του το double face
Όπως σε άλλες πλήθος περιπτώσεις
Στην αυτοαπαξίωση ξεχειλισμένος
Στην αυτοεκτίμηση υπερβολικός
Ένα ποτήρι σύντριμμα
Ένα ποτήρι βράχος
Γυαλιά κι οι δυο φρενόληπτα
Ποτήρια ανισόρροπα
Φρενοβλαβή
Στο Ησύχιο εκκωφαντικό των θαυμάτων
Αφόρητα να φαλτσάρουν

Και κλείνω λοιπόν τονίζοντας εμφατικά
Όχι θρήνος
Όχι αίνος
Όχι ο έβδομος ουρανός
Όχι τα τάρταρα
Μην κάνετ’ έτσι. Συμβαίνει σ’ όλα τ’ αγωνίσματα.
Ξέρει ο Μέγας Έρωτας
Μη χάνετε μια ακόμη έκπληξη
Ένα ακόμη πανηγύρι
Ό,τι  είν’ Απίστευτο για τους νικητές
Απίστευτο και για τους ηττημένους είναι
Και αν Απίστευτο τότε ΞΕΧΩΡΙΣΤΟ
ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΟ
ΘΑΥΜΑ
Και πρέπει μας μια νηφάλια μέθη ερωτευμένων
Απέναντι στ’ Ανεξήγητο
Και το στόμα μας να δαγκώνει απαλά τις σφαιρικές εικόνες
Και η καρδιά μας πιστή ακλόνητα να μένει
Στις Έξοχες μεταγωγές τους
Στις Διαβάσεις τους
Εις τα πρωτότυπα

© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ