Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2016

Ο Χίτλερ του Βλαβιανού


Αναδημοσίεσυση από:http://www.oanagnostis.gr/o-chitler-tou-vlavianou/


Ασημίνα Ξηρογιάννη
 

‘Εχοντας μελετήσει την ιστορία του ναζισμού και συγκεκριμένα τον Χίτλερ ,τον οποίο θεωρεί κεντρικό πρόσωπο του 20ου αιώνα ,ο ποιητής και ιστορικός Χάρης Βλαβιανός  γράφει ένα βιβλίο που θα συζητηθεί.Το κρυφό ημερολόγιο ενός ανθρώπου που έφερε πολλά δεινά όχι μόνο  στην Ευρώπη ,αλλά και σε όλο τον κόσμο.’Ενα » ημερολόγιο φυλακής» (Φυλακές Λάντσμπεργκ,Νοέμβριος 1923-Δεκέμβριος 1924) θα έλεγε κανείς,που είναι βασισμένο αφενός μέν στα βιβλία που διάβαζε ο Χίτλερ κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του,αφετέρου στις ποικίλες επαφές που είχε και τον επηρέαζαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.Ο Βλαβιανός διερευνά την ψυχολογία ,αλλά και την σκέψη αυτού του ανθρώπου.Προσπαθεί να »ξεκλειδώσει» το μυαλό του  και να κατανοήσει τις εμμονές που τον διακατείχαν ,τις τάσεις ,τις διαθέσεις του.Χρησιμοποιεί εύστοχα το πρώτο πρόσωπο στην αφήγησή του ,κάτι που χαρίζει παραστατικότητα,αλλά και αμεσότητα.Ο αναγνώστης έχει μπροστά του ένα ζωντανό πρόσωπο που μονολογεί και ξεδιπλώνει ένα απίστευτο εσωτερικό κόσμο,δίνοντας παράλληλα άμεσα ή έμμεσα απαντήσεις για πολλά πράγματα.Αυτό το φανταστικό ημερολόγιο φωτίζει ,δίνει ερεθίσματα σκέψης,ερμηνεύει.Ενα βιβλίο που ,αν το δούμε σε συνάρτηση με την άνοδο των νεοφασιστικών φαινομένων στην Ευρώπη,βαραίνει ακόμα περισσότερο στις συνειδήσεις μας.Πώς κατάφερε ο Χίτλερ ,αλήθεια,να γίνει ο απόλυτος δικτάτορας ,να παραπλανήσει και να σαγηνεύσει τα πλήθη;Ποιά η ψυχοσύνθεση εκείνη που θα τον οδηγήσει σε συγκεκριμένες καταστροφικές πράξεις;
Ο ήρωας του Βλαβιανού έχει πολλές αλλαγές στις διαθέσεις του,είναι αφόρητα επηρμένος ,μισεί θανάσιμα τους εβραίους,μισεί και το κρέας,είναι ολιγαρκής στο φαγητό του αλλά βασανίζεται από »κράμπες στο στομάχι»,υποβλέπει τις άλλες χώρες ,νιώθει αποστροφή για το γυμνό σώμα,έχει ομοφυλοφιλικές τάσεις και κρίσεις μεγαλομανίας,διαβάζει πολύ,θεωρεί τον εαυτό του νέο Μεσσία της Γερμανίας,θεωρεί τους διανοούμενους »επικίνδυνη φάρα»,προτιμά τον όρο » άρια φυλή»,αντί για »νορδική,είναι εμπαθής,μανιακός,εγωιστής,ταπεινής καταγωγής,συναισθηματικά ανάπηρος,αγαπά τη ζωγραφική,θεωρεί ότι είναι »στοχαστής πολιτικός» και ότι οι Γερμανοί είναι  οι κληρονόμοι του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.Μονολογεί συνεχώς :» Θέλω να μεγαλουργήσω .»Όταν φυλακίστηκε,μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της Μπυραρίας προσπάθησε να  ανασυγκροτηθεί,να νιώσει και πάλι δυνατός για να περατώσει αργότερα τα μεγαλεπίβολα και επεκτατικά του σχέδια.Eίμαστε κοινωνοί της εσωτερικής του διαδρομής ,ο συγγραφέας μας μυεί στην εμπειρία της ανασύστασης του Χίτλερ (μίση,πάθη,προκαταλήψεις,φοβίες,ιδέες).Στα μάτια μας συχνά φαίνεται ένα τιποτένιο ανθρωπάκι,άξεστο και ρηχό και φαντασμένο, που με το θράσος του φιλοδοξεί τα ακατόρθωτα και εν τέλει τα πετυχαίνει.Τον παρακολουθούμε να συγγράφει μέσα στη φυλακή τον πρώτο τόμο του βιβλίου του »Ο Αγών» μου.
O Bλαβιανός έκανε εξαντλητική έρευνα, διάβασε ιστορικά βιβλία,ιστορικές πηγές για να γράψει ένα »μυθοπλαστικό ντοκουμέντο’‘,όπως ο ίδιος το αποκαλεί ή αλλιώς θα λέγαμε εμείς ένα φανταστικό ψυχογράφημα,ή μια »μυθιστορία»,όπως γράφει για το βιβλίο ο Κώστας Κωστής στην αρχή της εκτενούς και κατατοπιστικής του εισαγωγής.Και μάλιστα παρακάτω σημειώνει:»…δεν είναι ένα αληθινό μυθιστόρημα,αλλά μάλλον μια »αναληθής ιστορία». Πάντως είτε έτσι το χαρακτηρίσουμε ,είτε αλλιώς,είναι ένα πολύ ιδιαίτερο βιβλίο .Η βάση των δεδομένων είναι πραγματική,ο Χίτλερ που μας παρουσιάζει ο Βλαβιανός όμως είναι αποκύημα μιας δημιουργικής φαντασίας.Όπως και στην ποίησή του ,στα »ποιητικά του μικρά δοκίμια»,έτσι και δω,συνηθίζει να » παίζει» διανοητικά παίγνια,μπλέκοντας το φανταστικό και το πραγματικό,σημειώνοντας πάντα πως κάπου »στο μεταξύ» βρίσκεται η αλήθεια των πραγμάτων.Είναι ενδιαφέρων ο τρόπος που φιλτράρει τα γεγονότα,τις ιστορικές πηγές,την βιβλιογραφική αναφορά,ώστε να μας δώσει εν τέλει τη δική του προσωπική,αλλά ενδιαφέρουσα και ουσιαστική ματιά για το »φαινόμενο Χίτλερ».Είναι  που βαραίνει μέσα του η ιδιότητα του ποιητή .Και ώς ποιητής και »ποιητική αδεία» νομιμοποιείται να μετασχηματίζει και να τροποποιεί το υλικό του με τον στοχασμό  ή τις αισθήσεις και να μας δίνει εν τέλει τον »δικό του Χίτλερ».Ο Χίτλερ του Βλαβιανού,φανταστικός μεν,αλλά »χτισμένος» σε ρεαλιστική βάση ,και γεμάτος αλήθεια.Λειτουργικό το πάντρεμα ‘Ιστορίας και Λογοτεχνίας.

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Συνέντευξη του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου στη Νότα Χρυσίνα

Ο συγγραφέας Αλέξανδρος Αδαμόπουλος, ένας καλλιεργημένος άνθρωπος των γραμμάτων με διεθνή αναγνώριση παρουσιάζεται στο cantus firmus.


Τόσο ‘O Σιμιγδαλένιος’ σας όσο και το βιβλίο σας ‘Δώδεκα και ένα ψέματα’ μεταφράστηκαν σε τέσσερις γλώσσες. ‘O Σιμιγδαλένιος’ μάλιστα είναι το μόνο ελληνικό έργο που παίχτηκε στο Κρατικό Θέατρο της Τουρκίας. Πώς αισθάνεται ένας Έλληνας που έχει περάσει τα σύνορα της χώρας μας;
-Εξαρτάται γιατί περνάει κανείς τα σύνορα· ας είμαστε ρεαλιστές: Άλλο να ψάχνει δουλειά κι άλλο να τον καλούν στην πρεμιέρα ενός έργου του που το ανεβάζουν εκεί. Πάντως -αν και ήτανε τιμητικό και συγκινητικό πολύ να βλέπω τoν ‘Σιμιγδαλένιο’ ανεβασμένο στα τούρκικα, στο Κρατικό, Şehir Tiyatro, της Κωνσταντινούπολης- κάθε φορά που περνώ τα σύνορα νιώθω διπλή μελαγχολία. Και γιατί μου λείπει η Ελλάδα πάντα, μα και γιατί δυστυχώς, κάθε φορά διαπιστώνω πόσο πίσω -αφόρητα πίσω- μένουμε σα χώρα· ακόμα και σε σύγκριση με άλλες χώρες που τις θεωρούμε λιγότερο ανεπτυγμένες. Αυτό με πληγώνει, λυπάμαι πάρα πολύ που το λέω και ξέρω πως δεν ακούγεται καλά, ούτε μου κάνει κανένα καλό που το λέω, μα έχω την αίσθηση πως είμαστε τελείως καθυστερημένοι πια· με την κυριολεξία της λέξης.

Φέτος μεταφράστηκαν και εκδόθηκαν στο εξωτερικό δυο ακόμη βιβλία σας: Τα ‘Ψέματα πάλι’, που μόλις παρουσιάστηκε στην έκθεση βιβλίου της Φραγκφούρτης και το ‘οχιναιλέγοντας’ στην Τουρκία. Πώς σας συμπεριφέρθηκαν οι Έλληνες υπεύθυνοι του βιβλίου;
-Η έκδοση του ‘Ψέματα πάλι’ στη Γερμανία και του ‘οχιναιλέγοντας’ στην Τουρκία, αλλά και όλων των άλλων βιβλίων μου που έχουν εκδοθεί στο εξωτερικό, είναι κυρίως προϊόν ενδιαφέροντος κάποιων νεοελληνιστών που παρακολουθούν τα λογοτεχνικά μας πράγματα. Διάβασαν τα έργα, τα αγάπησαν, θέλησαν να τα μεταφράσουν στη γλώσσα τους και τα πρότειναν σε εκδότες που ενδιαφέρθηκαν. Είναι μια μάλλον προσωπική υπόθεση, γι’ αυτό και είναι σοβαρές εργασίες. Στη διαδικασία αυτή δεν έχει εμπλακεί ποτέ, ούτε έχει δείξει κάποιο ουσιαστικό ενδιαφέρον, κανένας άλλος φορέας, ιδιωτικός ή δημόσιος.

Επιστεφτήκατε την Ινδία προσκεκλημένος της National Academy of Letters N. Delhi -της Εθνικής Ακαδημίας Γραμμάτων της Ινδίας- και του Indira Gandhi National Center for the Arts. Μιλήστε μας γι’ αυτήν την ιστορία που μοιάζει με παραμύθι.
-Πράγματι, μοιάζει με παραμύθι, όσο κι αν είναι ολότελα αληθινό. Δεν μπορείς όμως να λες πως σε κάλεσαν στην Sahytia Akademi να παρουσιάσεις τα ‘Δώδεκα και ένα ψέματα’ και να μην είναι αλήθεια· γιατί τότε είσαι καταγέλαστος ψεύτης ή  επικίνδυνος μυθομανής. Θα μου έπαιρνε μια μέρα να εξηγήσω το γιατί και το πώς· η ουσία πάντως είναι πως μέσα από διάφορες ενδιαφέρουσες συγκυρίες αυτό όντως συνέβη το 1998 και είχα την ευκαιρία να ζήσω κάποιες μοναδικές εμπειρίες. Τα ’χω καταγράψει όλα αυτά στο ‘Τσιγάρο και η Γιόγκα’, που διαβάζοντάς το κάποιοι πριν εκδοθεί, νόμισαν πως είναι ένα ‘Μυθιστόρημα’ βγαλμένο μέσ’ απ’ τη φαντασία μου, ενώ δεν είναι διόλου έτσι. ‘Ηθιστόρημα’ είναι· είπα κάποια στιγμή αστειευόμενος και από τότε του ’μεινε. Έτσι κυκλοφόρησε· ως ‘Ηθιστόρημα’. Όλα όμως, μα όλα, όσα γράφονται εκεί μέσα, είναι απολύτως αληθινά.

Τα παραμύθια είναι και για τους ενήλικες; Γράφετε στον πρόλογο του έργου σας πως· «‘Ο Σιμιγδαλένιος’ δεν είναι ένα έργο  μόνο παιδικό. Είναι ένα παραμύθι που διαβάζεται με ανοιχτή καρδιά». Τι είναι τελικά ο ‘Σιμιγδαλένιος’ σας;
-Απ’ το 1991 που γράφτηκε, έχω κουραστεί ν’ απαντάω σ’ αυτό· λες κι ο ‘Σιμιγδαλένιος’ είναι κανένα μεγάλο λογοτεχνικό - θεατρικό αίνιγμα, που χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση. Σίγουρα πάντως δεν είναι χαλβάς, ούτε παιδικό παραμύθι! Μα, μια αλληγορία για την αγάπη είναι· τι άλλο να ’ναι; Εγωισμός κι αγάπη δεν πάνε μαζί. Το κείμενο μιλάει ξεκάθαρα και τα λέει όλα μόνο του· αρκεί βέβαια να το διαβάσει κανείς. Γιατί, όσο κι αν φαίνετ’ απίστευτο, συμβαίνει συχνά και αυτό: Πολλοί και διάφοροι μπαίνουν στη συζήτηση για τον ‘Σιμιγδαλένιο’ -ιδιαίτερα την περσινή σαιζόν που παίχτηκε συνέχεια για εφτά μήνες στο Εθνικό- κι είναι πολύ ορεξάτοι να κάνουν λογοτεχνικές και θεατρικές και φιλοσοφικές αναλύσεις κι έχουνε  δική τους γνώμη και δική τους σκηνοθετική άποψη· χωρίς όμως να ’χουν διαβάσει το έργο! Απίστευτο κι όμως αληθινό· σημείο των καιρών και αυτό. Οπότε τι να πω εγώ· τι συζήτηση να κάνω; Ας επαναλάβω λοιπόν εδώ μόνο αυτό που είχε πει κάποτε πολύ επιγραμματικά ο πατριάρχης Βαρθολομαίος για τον ‘Σιμιγδαλένιο’· πως είναι «Γλυκύς και τρυφερός, βαθύς και φιλοσοφημένος»

‘Ο Σιμιγδαλένιος’ γράφτηκε για να τέρψει, να διδάξει ή έχει κάποιο μυστικό που ξεκλειδώνει η γλώσσα του η οποία έχει μια μουσικότητα;
-‘Ο Σιμιγδαλένιος’ γράφτηκε για να γραφτεί, γιατί δεν υπήρχε καμιά περίπτωση την εποχή εκείνη να γίνει κάτι άλλο. Ή θα τον έγραφα ή θα ’σκαγα. Και γράφτηκε ακριβώς όπως τον άκουγα μέσα μου· λιτά, δίχως ουρές και φιοριτούρες, με γλώσσα μουσική, δίχως φάλτσα. Όποιος λοιπόν αφήσει στην άκρη τις όποιες αγκυλώσεις του και τον διαβάσει μ’ ανοιχτή καρδιά, θα πάρει μέσα του όλα τα ιχνοστοιχεία που έχει το κείμενο: Τον μύθο και τη γενική πλοκή του, τον τρόπο που είναι γραμμένος, τα μηνύματα, τη μουσική του, μαζί με το κλειδί που τα ξεκλειδώνει όλ’ αυτά.

Θέλετε να μας μιλήσετε για τη σχέση σας με την μουσική;
-Πολύ μεγάλη κουβέντα. Αφού δεν έγινα μουσικός -και ειδικότερα μαέστρος- όπως ήθελα από μικρός, πιστεύω πως είμαι ένας καλός ακροατής· αυτό μόνο. Πάντως δε συμφωνώ με την κουβέντα που ακούγεται συχνά πυκνά· πως η μουσική είναι μία. Το βρίσκω ένα φαιδρό σόφισμα που προσπαθεί να κρύψει διάφορες ατέλειες υπεραπλουστεύοντας. Τι θα πει αυτό; Και η γραφή είναι μία. Και η ζωγραφική μία είναι. Ένα παιδάκι που μουντζουρώνει χαρτιά όπως του ’ρχεται, δεν κάνει το ίδιο πράγμα με τον Vermeer. Και η ζωή μία είναι. Οι λεπτομέρειες όμως είναι που κάνουν τη διαφορά κι εκεί είναι όλη η ουσία.

Έχετε σπουδάσει θέατρο, σκηνοθεσία, μουσική, νομικά αλλά και κοινωνιολογία. Έχετε διατελέσει γενικός γραμματέας στο Εθνικό Θέατρο αλλά είχατε και άλλες διοικητικές θέσεις. Θα μπορούσατε να ασχοληθείτε με την πολιτική καθώς κατάγεστε από οικογένεια πολιτικών;


-Γι’ αυτά που κάνω, θεωρώ τον εαυτό μου έναν αυτοδίδακτο, ερασιτέχνη. Με όσα καλά και όσα κακά μπορεί να έχει αυτό· για μένα, όχι για τους άλλους.  Η πολιτική όμως είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση· γιατί ασχολείσαι με τη ζωή των άλλων και της χώρας σου. Αλλοίμονο αν χρησιμοποιείς την Εξουσία για τον εαυτό σου. Το έχω μάθει από πολύ μικρός αυτό κι έχω διδαχτεί -χωρίς να χάνω τον αυθορμητισμό και τη δημιουργικότητά μου- να λειτουργώ με κανόνες τους οποίους σέβομαι εγώ ο ίδιος  πρώτα. Ευτυχώς δεν είχα κανένα απωθημένο με την εξουσία και κατάλαβα σχετικά νωρίς πως δεν θα μπορούσα να προσφέρω κάτι θετικό σ’ αυτό το αλαλούμ, όπου κανείς δε σέβεται τίποτα και δεν ασχολήθηκα σοβαρά μ’ αυτό που λέμε πολιτική· χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια πως δεν μ’ ενδιαφέρουν τα κοινά.

Ονομάσατε το πρώτο σας βιβλίο ‘Δώδεκα και ένα ψέματα’  και λίγο μετά ένα άλλο  ‘Ψέματα Πάλι’. Εάν το ψέμα μοιάζει με όνειρο τότε πώς μοιάζει η αλήθεια;
-Δε νομίζω πως το ψέμα μοιάζει με όνειρο. Το ψέμα απλώς είναι το μη όν. Κι όσο περισσότερο καλλιεργούμε ένα ψέμα, όσο επενδύουμε πάνω σ’ αυτό -δηλαδή πάνω σε κάτι που δεν υπάρχει- τόσο περισσότερο εφιαλτική γίνεται η πραγματικότητα, που είναι πάντα παρούσα και γυρεύει συνεχώς τα δικαιώματά της.

Μέσα στις ιστορίες σας υπάρχουν στοιχεία μύθου, παραμυθιών, αλλά και παραβολές· ακόμα και διηγήσεις αγίων. Μπορεί μια σύγχρονη γραφή να γίνει κιβωτός του παρελθόντος μας;
-Αν θεωρήσουμε πως τελικά δεν υπάρχει παρόν -γιατί τα πάντα ρει· όλα περνούν αμέσως κι αστραπιαία γίνονται παρελθόν- τότε με τι άλλο ν’ ασχοληθεί η γραφή; Εκτός κι αν κάποιος οραματίζεται καινούργια πράγματα, στο ανύπαρκτο ακόμη μέλλον. Αλλά κι αυτά ακόμη· κάπου στο παρελθόν δε θα πρέπει ν’ ακουμπάνε;

Σε ποιο λογοτεχνικό είδος θα κατατάσσατε το ‘Δώδεκα και ένα ψέματα’ και γιατί;
-Είμαι το πλέον ακατάλληλο άτομο για να θεωρητικολογήσει και ν’ αναλύσει λογοτεχνικά είδη· πολύ περισσότερο πράγματα που έχω φτιάξει εγώ ο ίδιος. Ας κατατάξουν άλλοι κι ας πουν εκείνοι το γιατί. Εμένα μου αρκεί ο αναγνώστης να συγκινηθεί με κάτι που του έδωσα να διαβάσει.

Έχετε μεταφράσει και έχετε γράψει βιβλία. Τι είναι η γραφή για εσάς;
-Κάποτε έλεγα πως είχα φτάσει να τρέφομαι με μελάνι· τέτοια αρρώστια! Τώρα, με τον υπολογιστή και με τα χρόνια που περνούν, έχω πάρει κάπως τις αποστάσεις μου· χώρια που γράφοντας με τα πλήκτρα καμιά φορά φαντάζομαι πως παίζω πιάνο...

Πώς βλέπετε το πλήθος συγγραφέων που μεταφράζονται κάθε χρόνο στην χώρα μας σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση;
-Θετικό πρέπει να είναι. Δεν έχω όμως σαφή εικόνα, μιας και δεν παρακολουθώ από κοντά την εκδοτική κίνηση. Τα τελευταία δέκα χρόνια, κάθε μέρα διαβάζω μετά μανίας, σχεδόν αποκλειστικά, όλους τους Αρχαίους Έλληνες· όπως δεν μας τους έμαθαν ποτέ στο σχολείο. Διαβάζω όχι σαν ειδικός που ψάχνει με το φακό, ούτε με δέος γυρεύοντας φιλοσοφικές λύσεις και βαρύγδουπα ρητά, μα σαν απλός ταξιδιώτης. Σαν τουρίστας που θα πάει κάπου διακοπές και καταβροχθίζει με κέφι ό,τι πέσει στα χέρια του· για να ’ναι όσο γίνεται πιο ενημερωμένος και να περάσει καλύτερα εκεί που θα πάει. Και νοιώθω υπέροχα -απίστευτα οικεία- μαζί μ’ όλους αυτούς τους παππούδες που μας μοιάζουν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι φανταζόμαστε. Τι τρομερή ζωντάνια, λάμψη, κυριολεξία, αμεσότητα! Και τι τρομαχτική επικαιρότητα· κι ας είναι κείμενα δυόμιση χιλιάδων ετών και βάλε. Τι κρίμα να υπάρχει αυτή η μίζερη, στρεβλή εικόνα για τους Αρχαίους. Το φώναζε κι ο δυστυχής ο Ezra Pound αυτό.  

Υπάρχει ελληνικό θέατρο σήμερα; Εννοώ τους θεατρικούς συγγραφείς σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν μας. Παρακολουθείτε θεατρικές παραστάσεις; Σχολιάστε μου την ποιότητα των παραστάσεων.
-Κι εδώ ισχύουν όσα είπα πριν. Τελευταία φορά που πήγα θέατρο ήταν το καλοκαίρι στην Επίδαυρο κι έφυγα στη μέση της παράστασης γιατί δεν άντεξα άλλο. Περπάτησα ώρα πολλή όμως μετά, σ’ αυτή την υπέροχη φύση που μόνη της κατάπινε μες στο σκοτάδι τα φώτα, τις καντίνες, τ’ αυτοκίνητα, τα μηχανάκια, τα καλάθια των αχρήστων και κάθε ανθρώπινο χνάρι σα να ’ταν μηδαμινές, ασήμαντες κουκίδες και γιατρεύτηκα απ’ το σοκ. Ήταν υπέροχα...

Τα πρώτα σας κείμενα τα διάβασε ο Μάριος Πλωρίτης και έχετε εκδώσει τα βιβλία σας σε σπουδαίους εκδοτικούς οίκους· τον ο Ίκαρο, την Εστία, την Άγρα. Πιστεύετε ότι  σήμερα έχουμε σημαντικούς διανοούμενους συγγραφείς ή έχουμε απορροφηθεί από μια κενοδοξία κι ένα κυνήγι απ’ τη μια του πρωτότυπου στα όρια του εξεζητημένου κι απ’ την άλλη του απλοϊκού, άρα ευκολοχώνευτου; 


-Απαντάτε εν μέρει μόνη σας στην ερώτησή σας και γενικά δεν διαφωνώ. Ωστόσο, πιστεύω πως αν θέλουμε να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει στη χώρα αυτόν τον καιρό, θα πρέπει να επανεξετάσουμε όλα τα πρόσωπα που έχουν παίξει σημαντικό ρόλο σε όλους τους τομείς -άρα και στον πολιτιστικό- τα τελευταία σαράντα χρόνια και μας έχουν επιβληθεί σα να ’ναι θεοί. Δεν νομίζω πως είμαστε διατεθειμένοι όμως· δεν τολμάμε να το κάνουμε. Πρόσωπα ‘μεγάλα’, ‘ιστορικά’, ‘μυθικά’... Κανονικά τοτέμ· και σίγουρα εκτός κριτικής όλα. Δεν έχουμε παρά να δούμε τι προβάλλεται· να κοιτάξουμε γύρω μας, σ’ όλη τη χώρα των τελευταίων δεκαετιών: Ιδρύματα, μνημεία, λεωφόροι, πλατείες, νοσοκομεία, στάδια, πολιτιστικά κέντρα... Να κρίνουμε νηφάλια, να ξεχωρίσουμε την ήρα από το στάρι και ν’ αναρωτηθούμε τι πράγματι αντιπροσωπεύει καθένα απ’ όλα αυτά τα ονόματα και γιατί. Τότε μόνον θα δούμε σε τι θεούς έχουμε πιστέψει και θα μπορέσουμε ίσως να καταλάβουμε τι μας συμβαίνει τώρα. Ξέρετε· το Σάββατο δεν έρχετ’ έτσι ξεκάρφωτα απ’ την Τρίτη. Έρχεται απ’ την Παρασκευή το βράδυ. Και η Παρασκευή απ’ την Πέμπτη κι η Πέμπτη απ’ την Τετάρτη και πάει λέγοντας. Υπάρχει παντού μια συνέχεια και μια αλληλουχία· μην το ξεχνάμε αυτό. Η σημερινή κατάντια είναι η αναμενόμενη κατάληξη μιας μακράς, λαθεμένης, αρρωστημένης πορείας σαράντα τόσων χρόνων, δεν είναι παρθενογένεση.   

 Πόσα ακόμη ψέματα χρειάζεται η χώρα μας ώστε να αρχίσει να μιλάει για την αλήθεια; Για να παίξουμε με δύο από τους τίτλους των βιβλίων σας, η αλήθεια χρειάζεται ‘Δώδεκα και ένα ψέματα’ και έναν βασιλιά ‘Σιμιγδαλένιο’ για να ονειρευτούμε ξανά το μέλλον;
-Το μέλλον δεν το ονειρεύεσαι· προετοιμάζεσαι να το ζήσεις, για να μην πω το σπέρνεις μόνος σου κατά κάποιο τρόπο. Μαθαίνοντας. Γνωρίζοντας. Κρίνοντας. Μοχθώντας σκληρά. Μόνο αν μπήξουμε το μαχαίρι στο κόκκαλο και δούμε κατάματα όλα όσα δεν τολμήσαμε ποτέ να δούμε ως τώρα, έχουμε μια μικρή πιθανότητα ν’ αντικρύσουμε ένα κάπως καλύτερο αύριο.
  
* * *

Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος γεννήθηκε το 1953 στην Αθήνα όπου σπούδασε νομικά, σκηνοθεσία και κλασική κιθάρα. Συνέχισε με Sociologie Politique στη Γαλλία· στο Πανεπιστήμιο Paris II.                     
Υπήρξε ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος (1984-1995) της ‘Εταιρείας Φίλων Μουσικής Γιάννη Χρήστου’ (‘The Jani Christou Society’) με σκοπό τη διάσωση και διάδοση του έργου του συνθέτη. (Μέλη: Κ. Κούν, Μ. Χατζιδάκις, Γ. Τσαρούχης, Δ. Χόρν, K. Friar, Ι. Καμπανέλλης, Γ. Λεωτσάκος, Θ. Μικρούτσικος, Μ. Κακογιάννης, Γ. Μαυροΐδης, Α. Ξύδης, Π. Ζάννας, Μ. Κακριδή, Ντ. Τσάτσου, Δ. Πιερίδης, Τ. Παπαστράτος, Απ. Δοξιάδης, Θ. Αντωνίου,  Φ. Ανωγειανάκης, Chloé Obolensky κ.α.)
Συνεργάστηκε με το Μουσείο Ελληνικών Μουσικών Λαϊκών Οργάνων από το 1991 μέχρι το 2009, ως Γεν. Γραμματέας και ως Πρόεδρος του σωματείου των ‘Φίλων του Μουσείου’.

Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1992-’94)
Συνεργάστηκε με την Ε.Ρ.Τ, το Γ΄ πρόγραμμα του ραδιοφώνου, το Θέατρο Τέχνης, το Κ.Θ.Β.Ε, τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Βόλου και Β. Αιγαίου, το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, το χοροθέατρο ‘Ροές’, το Φεστιβάλ Αθηνών, το Υπουργείο Πολιτισμού, το Μέγαρο Μουσικής, καθώς και Künstlerhaus Bethanien Berlin, Warsaw International Festival’91, Norddeutscher Rundfunk Hamburg ’93, National Academy of Letters N.Delhi, και το Boğaziçi University Istanbul, όπου  δίδαξε ως visiting professor.
Έχει μεταφράσει: ‘Οι Δαιμονισμένοι’ του Αλμπέρ Καμύ (Κ.Θ.Β.Ε 1991), ‘Η πόλη που πρίγκιπάς της ήταν ένα παιδί’ του Ανρί ντε Μοντερλάν (Εθνικό Θέατρο 1993),‘Δεν παίζουνε με την αγάπη’ του Αλφρέ ντε Μυσσέ (εκδ. Εστίας 2003), ‘Η Δύναμις του σκότους’ του Λέβ Τολστόι (εκδ. Ροές 2007), ‘Ο θείος Όσβαλντ’ του Ρόαλντ Νταλ (εκδ. Άγρα 2004) και την ‘Πνευματική Διαθήκη’ του Αυγούστου Ροντέν (εκδ. Άγρα 2005).

Άλλα έργα:

‘Δώδεκα και ένα ψέματα’, διηγήματα  (εκδόσεις Ίκαρος 1991, 2η έκδοση· Άγρα 2009). Αγγλική μετάφραση· (‘Twelve and one lies’ National Academy of Letters N. Delhi 1998 και Samkaleen Prakashan editors N. Delhi 1999). Τουρκική· (‘On Iki arti Bir Yalan’, Imge kitabevi yayinlari, Anakara 2000). Γερμανική· (‘Zwölf und eine Lüge’, Elfenbein-Heidelberg, 2001). Γαλλική· (‘Douze et un mensonges’, Alteredit-Paris, 2005).
‘Ψέματα πάλι’, διηγήματα (εκδόσεις Άγρα 1999). Μεταφράστηκε στα Αγγλικά. Γερμανική έκδοση (Noch mehr Lügen Elfenbein Verlag, 2016). Το διήγημα ‘Άννα’ μεταφράστηκε στα Γαλλικά, από την Μαργαρίτα Καραπάνου. Το διήγημα ‘Οι καινούριοι Άγιοι’ μεταφράστηκε στα Τουρκικά (Yeni Azizler, Imge Őyukuler, Istanbul 2005)
‘Ο Σιμιγδαλένιος’, θέατρο - ποίηση  (Εστία 1994, 12η έκδοση). Εθνικό Θέατρο, 2015-2016. Αγγλική μετάφραση· (The Spiceman, Ithaka ed. Melbourne, 2004). Τουρκική· (IrmikoğlanAlbatros kitabevi Yayinlari, Istanbul 2005). Πρεμιέρα στο Κρατικό Θέατρο Τουρκίας, Şehir Tiyatro, Istanbul, 4/2012. Ετοιμάζεται η γερμανική έκδοση (Der Lebkuchenmann)
‘Αυτό’, διήγημα (στη συλλογή ‘Χάριν παιδιάς’, εκδόσεις Ίκαρος 2001). Αγγλική μετάφραση That
‘Οι Δαιμονισμένοι’, λιμπρέτο για όπερα, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι. Συμπαραγωγή του British Council και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Παγκόσμια πρεμιέρα από την Ε.Λ.Σ. στην Αθήνα, Απρίλιος του 2001.
‘The mask in the Classical Hellenic Theatre, (Συλλογική έκδοση, Aryan books international-N. Delhi 2000. 
‘Το τσιγάρο και η γιόγκα’ Ηθιστόρημα (εκδόσεις Άγρα 2008)
‘Ίναχος, ο γιος του Ωκεανού’, χοροθέατρο για παιδιά (Σητεία 2010)
‘Οχιναιλέγοντας’, θέατρο - ποίηση  (εκδόσεις Ίκαρος 2011). Αγγλική μετάφραση· Noyessaying ISBN 978-93-5016-7, 2013. Τουρκική μετάφραση· Hayirevet diyerek (Bencekitap, Ankara 2015)
‘Ο κύκλος που δεν κλείνει’, πολιτικό αφήγημα (στη συλλογή ‘Για μια επέτειο’ εκδόσεις Ίκαρος 2013)
‘Ο Μ. Χατζιδάκις για τον Γ. Χρήστου’, βιογραφική συμβολή (Metrogreece 1/7/2104, Bookpress 7/2014)
‘Το σεντούκι του παππού μου’, μικρό πολιτικό δοκίμιο (Stahtes 17/11/2014)
‘Ο επιτάφιος και ο επί πόλεως θρήνος’, μικρή πασχαλινή πολιτική ανάλυση (Metrogreece 8/4/2015)
‘Πολυβίου ιστορία ετών 2150’, ερανισμός απόδοση, Αρχαίων επικαίρων (Dimoi news 7/8/2015)

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

Ισορροπία, ανεξαρτησία, περιπλοκότητα, – οι δύσκολοι συμβιβασμοί του βίου Ή Το ζωντανό αμερικανικό μουσείο

γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ



-Ο Ρίτσαρντ Φορντ, κατασκευάζοντας την ανθρωπογεωγραφία μιας ολόκληρης χώρας,  αναρωτιέται για το νόημα της ανεξαρτησίας και μέσω αυτής για την περιπέτεια  του καθενός μας- 

    Τρεις τόμοι των επτακοσίων τόσων σελίδων –τώρα όλοι στα ελληνικά-, με τον ίδιο κεντρικό ήρωα και αφηγητή,  μπορούν να αποθαρρύνουν ασφαλώς ακόμη και τον αργόσχολο ή έστω τον φιλόπονο αναγνώστη. Ο Ρίτσαρντ Φορντ το αποτόλμησε ωστόσο γράφοντας ένα βιβλίο ανά δεκαετία (1985, 1996, 2006) για τον βίο και την πολιτεία ενός από τους πλέον συμπαθείς χαρακτήρες στο πρόσφατο λογοτεχνικό στερέωμα, του Φρανκ Μπάσκομπ. Πρόκειται για τον  «μέσο άνθρωπο», έναν διαζευγμένο μεσίτη ακινήτων με δυο παιδιά, κάτοικο  Νιου Τζέρσεϋ, σμιλεμένο θα ‘λεγες στα πρότυπα του Χάρρυ Άνγκστρομ – του περίφημου «Λαγού» του Τζων Απντάικ. Το πώς ο Φορντ καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και να τον κάνει να συμμετάσχει στα  δράματα και τους προσωπικούς προβληματισμούς του ήρωά του ως προς  τα θεμελιακά ερωτήματα και την περιπλοκότητα του βίου, δεν απαντιέται ίσως παρά μόνο με το μυστήριο της μεγάλης τέχνης.
Το πολυβραβευμένο  Ημέρα  Ανεξαρτησίας είναι το δεύτερο από τα μυθιστορήματα της τριλογίας. Στην Ελλάδα είχαν προηγηθεί  Ο Αθλητικογράφος (Ωκεανίδα) και το Η Χώρα όπως είναι (Πατάκης) που με είχε συνεπάρει όταν το διάβασα. Παρά το ότι ήμουν κοινωνός των γεγονότων του βίου του Φρανκ Μπάσκομπ στα 56 του χρόνια, (όταν και λαμβάνει χώρα εν έτει 2000 το Η Χώρα όπως είναι) επανήλθα με ιδιαίτερη χαρά στην Ημέρα  Ανεξαρτησίας όπου η δράση τοποθετείται στο εκλογικό έτος 1988 (Μπους πατήρ εναντίον Δουκάκη)  κατά το Παρασκευοσαββατοκύριακο της εθνικής εορτής των ΗΠΑ. Πρόκειται ασφαλώς για ένα μυθιστόρημα δρόμου ενταγμένο στην μεγάλη αμερικανική παράδοση, όπου ο  44χρονος τώρα Φρανκ, περιφέρεται στην  μικρή του εύπορη και εύτακτη πόλη (το επινοημένο Χάνταμ), κλείνοντας τις εργασιακές του εκκρεμότητες. Επισκέπτεται το βράδυ της ίδιας μέρας  την διαζευγμένη γοητευτική φίλη του Σάλλυ στο παραλιακό της σπίτι, η βραδιά  στραβώνει καθώς ο Φρανκ δεν νοιώθει ικανός να επενδύσει περισσότερα στη σχέση αυτή (στον τρίτο τόμο θα μάθουμε πάντως πως οι δυο τους τελικά παντρεύονται, χωρίζουν και μάλλον ξαναβρίσκονται) και ξαναφεύγει νυχτιάτικα για να κατευθυνθεί στο Κοννέκτικατ όπου θα παραλάβει τον 15χρονο γιο του Πολ για να περάσουν μαζί το εορταστικό τριήμερο. Ο Φρανκ είναι διαζευγμένος, η σύζυγός του Ανν έχει ξαναπαντρευτεί  έναν ζάπλουτο αρχιτέκτονα, έχει πάρει μαζί τα δυο τους παιδιά και ο Φρανκ έχει αναδιατάξει πλήρως τον βίο του μεταβαλλόμενος από φιλόδοξο νεαρό διηγηματογράφο σε αθλητικογράφο και τώρα τελευταία σε μεσίτη ακινήτων. Είναι στοχαστικός, διαθέτει αποθέματα κατανόησης  και έλλογης συμπόνιας για τους άλλους, αναλυτικό νου, εμμονές με την προσφορά του στην κοινότητα και το γενικό καλό και κυρίως με μια διάθεση αναστοχασμού της ζωής του, και ειδικά της εισόδου του στη μέση ηλικία (την οποία ονομάζει Υπαρξιακή Περίοδο).   Καθ’ οδόν προς το ραντεβού με τον γιο του αλλά και αφού τον παραλάβει για να εκδράμουν σε συναρπαστικούς τόπους και τοπία όπου έχει δομηθεί ο μύθος της ανεξάρτητης Αμερικής, ο Φρανκ θα αναστοχασθεί  πολλά και διάφορα με οδηγό τον μεγάλο υπερβατικό στοχαστή του 19ου αιώνα Ραλφ Γουόλντο Έμερσον: για τις προσδοκίες και τις στοχεύσεις της ζωής, για τους τρόπους με τους οποίους αντιμετωπίζεις το απρόοπτο, για την καταπολέμηση της μοναξιάς, για τις έννοιες της σταθερότητας, της μονιμότητας και της αλλαγής, για τους τρόπους επικοινωνίας με τον γύρω μας κόσμο, κυρίως όμως για την πορεία της ίδιας της χώρας, την τεχνολογική εξέλιξη, την  περιβαλλοντική υποβάθμιση, την ανάπτυξη, την οικονομία και την πολιτική. Σκοπεύει να έρθει ψυχικά κοντά με τον γιο του και έχει προετοιμάσει ένα νοερό φάκελο με «οδηγίες ζωής» καθώς ο νεαρός είναι μεν πνευματικά ώριμος αλλά συναισθηματικά σε προσχολικό στάδιο, κουβαλάει παιδικά τραύματα από τον θάνατο του μικρού αδελφού του και του σκύλου του,  και επιπλέον έχει εμφανίσει δείγματα παραβατικής συμπεριφοράς που τον έχουν οδηγήσει μάλιστα ενώπιον της δικαιοσύνης για μια μικροκλοπή σε σούπερ μάρκετ και αντίσταση κατά της αρχής. Εν μέρει η προσέγγιση θα πετύχει μέσω της αναβάπτισης σε νέους τόπους, ωστόσο οι προστριβές και οι μικροσυγκρούσεις πατέρα και γιου θα οδηγήσουν σε ένα ξέσπασμα του νεαρού Πολ και σε ένα σοβαρό ατύχημα που θα θέσει το ζήτημα της ζωής σε εντελώς νέα βάση. Η εγχείρηση στο μάτι του νεαρού θα πάει σχετικά καλά, αλλά ευθύνες και ενοχές μοιάζει να προκαθορίζουν ήδη τον μετέπειτα βίο τους. 
    Η περιήγηση του Φρανκ Μπάσκομπ και η ανακατασκευή του αμερικανικού τοπίου μέσω ποικίλων συναντήσεων με ενδιαφέροντες και λιγότερο ενδιαφέροντες ανθρώπους, στη διάρκεια ενός εορταστικού τριημέρου όπου όλη η Αμερική βρίσκεται στους δρόμους, είναι ο ένας άξονας όπου κινείται το μυθιστόρημα. Ο άλλος είναι οι διαρκείς αναδρομές στο παρελθόν μέσω της βίωσης του παρόντος ως «της μόνης δυνατής αιωνιότητας» κατά την ρήση του Βίτγκενσταϊν τον οποίο μνημονεύει σε κάποιο σημείο  ο ήρωάς μας. Ο Φρανκ ζει τις περιπέτειές του σαν αυτό ακριβώς που είναι: περιπέτειες. Βρίσκεται ενώπιος ενωπίω σε στιγμές βίας, απελπισίας ή πρόσκαιρης συντροφικότητας σε μουσεία, βενζινάδικα και φαγάδικα των εθνικών οδών, αλλά και αναποφασιστικότητας των πελατών του, συναισθηματικής ανασφάλειας της ερωμένης του Σάλλυ (με την οποία κάνει ατέρμονες τηλεφωνικές συζητήσεις στην διάρκεια του τριημέρου), επαγγελματικών προστριβών, αλλά και  διανοίγματος νέων προοπτικών σε κάθε σταθμό του σύντομου πλην πυκνού αυτού ταξιδιού. Ξανανακαλύπτει το αμερικανικό τοπίο, ανασκάπτει το παρελθόν, στοχάζεται τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας (τον πρώτο αντιαποικιακό πόλεμο) και την Διακήρυξη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου με αφορμή πάντα τους εορτασμούς. Κυρίως όμως ανατέμνει τον χαρακτήρα του έθνους του ως μιας κοινωνίας που βρίσκεται διαρκώς εν κινήσει, που ιδεολογικοποιεί την εξερεύνηση, που μετασχηματίζει σταθερά το φυσικό τοπίο, που  καταργεί τη μονιμότητα και καλλιεργεί το ιδεώδες του αυτάρκους και ανεξάρτητου ανθρώπου, -  μάλλον ανέφικτο πάντως απ’ ότι εντέλει παραδέχεται κι ο ίδιος (κι εδώ οδηγός του είναι ο Έμερσον  me το περίφημο δοκίμιό του « Selfreliance»). Παρά δε το ότι προς το τέλος του βιβλίου ο Φρανκ Μπάσκομπ απολαμβάνει τους εορτασμούς και συμμετέχει μάλιστα σε αυτούς, αποδομεί  με το υποδόριο χιούμορ του την κοινωνία του θεάματος και της κατανάλωσης στην οποία έχουν μετεξελιχθεί οι μεγαλόπνοες, σχεδόν εμμονικές  διακηρύξεις της ανεξαρτησίας. 
   Το βιβλίο –αλλά και η τριλογία στο σύνολό της- μπορούν αναμφίβολα να κουράσουν καθώς ο Ρίτσαρντ Φορντ δεν αποφεύγει κάποιες επαναλήψεις και πέραν του δέοντος λεπτομερειακές περιγραφές, πολλές απ’ αυτές βέβαια σκόπιμες  προκειμένου να συνδεθούν τα κομμάτια του πολύπλοκου γεωγραφικού και κοινωνικού παζλ που καταφέρνει  να συνθέσει.  Ένας άλλος λόγος πιθανής κόπωσης είναι η ίδια η φύση των ηρώων του – υπερβολικά αναστοχαστική, αναλυτική και εσωστρεφής, αν και διόλου ναρκισσιστική, καθώς εγκαίρως οι πρωταγωνιστές στρέφονται προς τα έξω για άντληση έμπνευσης και παρηγοριάς. Εντούτοις τα άπειρα τηλεφωνήματα από μοτέλ και βενζινάδικα προς πελάτες, την  πρώην σύζυγο και την ερωμένη, αν και δίνουν την αφορμή για συγκρότηση του εσωτερικού  και εξωτερικού τοπίου των ανθρώπων, δεν πείθουν πάντα. Όπως έχει πει ωστόσο ο ίδιος ο Φορντ, δεν τον ενδιαφέρει τόσο η πειστικότητα των ηρώων του όσο οι θέσεις που διατυπώνουν και κυρίως οι σχέσεις τους με τους άλλους. Με άλλα λόγια οι άνθρωποι σε ένα μυθιστόρημα είναι καμωμένοι με πρώτη ύλη τις λέξεις, και είναι αυτές που έχουν σημασία. Οι ήρωες μπορεί ενίοτε να στρογγυλεύουν προκειμένου να γίνουν περιγράψιμοι, μπορεί να γίνονται λίγο περισσότερο διανοούμενοι απ’ ότι ο μέσος άνθρωπος σε μια τυπική ζωή,  αλλά το σημαντικό είναι να κινητοποιούν τον αναγνώστη και να οδηγούν σε επαγωγικές σκέψεις για τα  ευρύτερα σύνολα (την φύση, την κοινωνία, το έθνος, την ιστορική περίοδο) όπου αυτός εντάσσεται. Αυτό το καταφέρνει θαυμάσια,  παρακινώντας τον αναγνώστη να πάρει μια βαθιά ανάσα και να συνεχίσει, αποδεχόμενος ταυτόχρονα την «μομφή» ότι είναι μεν ένας ρεαλιστής συγγραφέας στα πρότυπα της  μεγάλου μυθιστορήματος του 19ου αιώνα, με πλήρη επίγνωση ωστόσο αυτού που κάνει, άρα με ενσωματωμένες όλες τις μετέπειτα παραμέτρους και σχολές της λογοτεχνίας. Εντέλει πάντως, το ζωντανό μουσείο του σύγχρονου κόσμου είναι παρόν  και ο Φορντ ένας παθιασμένος ξεναγός, εντεταλμένος να προσφέρει εμψύχωση και παρηγοριά.


Υ.Γ. Οι διαλέξεις του Ρίτσαρντ Φορντ στην Ελλάδα ακυρώθηκαν λόγω της επαπειλούμενης 1000στής μεταπολιτευτικής στάσης εργασίας των ελεγκτών εναερίου κυκλοφορίας. Μείναμε να τον περιμένουμε με σφιγμένη καρδιά, αναλογιζόμενοι την μοίρα του δικού μας  έθνουςΔεν γνωρίζω αν ο ίδιος έλαβε το μήνυμα του περήφανου ΟΧΙ μας, στη Μαδρίτη όπου ελάμβανε το Βραβείο Αστούριας.


Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 
Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.
To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

Ανακοινώθηκαν οι βραχείες λίστες για τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας




Ανακοινώθηκαν την Δευτέρα από το υπουργείο Πολιτισμού οι βραχείες λίστες των υποψηφίων για τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία Μυθιστορήματος, Διηγήματος-Νουβέλας, Ποίησης, Δοκιμίου-Κριτικής, Χρονικού-Μαρτυρίας και Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα.

Οι βραχείς κατάλογοι συνοδεύονται από αιτιολογημένη έκθεση της επιτροπής των βραβείων (Αλέξανδρος Ζήρας, Γιώργος Ανδρειωμένος, Δημήτρης Καργιώτης, Έλλη Λεμονίδου, Μαρία Σκιαδαρέση, Λίλυ Εξαρχοπούλου, Λίνα Πανταλέων, Νένα Κοκκινάκη, Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος), στην οποία εξετάζονται οι τάσεις της λογοτεχνικής παραγωγής και αποτιμάται η στάθμη των λογοτεχνικών έργων της υπό κρίση περιόδου (εκδόσεις 2014).

Σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Ζήρα, πρόεδρο της επιτροπής, «παρά το ότι το βιβλίο αντιμετωπίζεται ευλόγως ως ελαστική δαπάνη εκ μέρους του αναγνωστικού κοινού, σε περιόδους όπως αυτή, είναι αλήθεια ότι ούτε η σοβαρή μείωση του συντελεστή κόστους, ούτε η κατακόρυφη πτώση των πωλήσεων εκ μέρους των εκδοτών, ούτε η συνειδητή ή αναγκαστική αποχή πολλών συγγραφέων από τη διεκδίκηση των νόμιμων δικαιωμάτων τους, εκμηδένισαν τη βιβλιοπαραγωγή».

Όπως σημειώνει για το σκεπτικό της επιτροπής ο κ. Ζήρας, παρά τον περιορισμό του, το πεδίο της λογοτεχνικής παραγωγής του 2014 δεν διαφέρει σημαντικά, τουλάχιστον ως προς το ποιοτικό μέρος του, από τα πεδία άλλων εκδοτικών ετών. 

«Από τυχαίους λόγους, μάλλον, άλλες κατηγορίες βιβλίων είναι πιο καρποφόρες και άλλες πιο ασθενικές. Μπορεί λ.χ. η ποίηση και το διήγημα στην Ελλάδα να κινούνται στο δημιουργικό πεδίο από μία αυθορμησία μεγαλύτερη από άλλα λογοτεχνικά είδη, μπορεί να παρουσιάζουν τυπικά ένα πιο περιορισμένο θεματικό ή γλωσσικό ορίζοντα προσδοκίας για τον αναγνώστη, σε σύγκριση με το μυθιστόρημα ή τη μελέτη, όμως, ενδεχομένως, λόγω της αλλαγής βλέμματος στη σύγχρονη λογοτεχνία (πολύ περισσότερο στη λογοτεχνία που γράφεται εν ώρα κρίσης) το επιμέρους, το κεραυνοβόλα στιγμιαίο, το ονειρικό, αποκτούν μία υπόσταση πιο ανθρώπινη και κερδίζουν απέναντι στο πολυσύνθετο και το ευρύ. Έτσι, πιο σταθερές, λίγο ως πολύ, ως προς το επίπεδο της αξίας τους είναι οι κατηγορίες του διηγήματος και της ποίησης, ενώ πιο ασταθείς και με σημαντικές, ενίοτε, διαφορές από χρόνο σε χρόνο είναι οι κατηγορίες του μυθιστορήματος και του δοκιμίου-κριτικής», αναφέρει ο πρόεδρος της επιτροπής.

Οι βραχείς κατάλογοι:

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ


  • Ανέστιος-Ημερολόγια, Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Εκδόσεις Άγρα
  • Τελευταία έξοδος. Στυμφαλία, Μιχάλης Μοδινός, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
  • Ο άσος στο μανίκι, Γιάννης Πλιάγκος, Εκδόσεις Κέδρος
  • Ο κηπουρός κι ο καιροσκόπος, Δημήτρης Φύσσας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
  • Νίκη, Χρήστος Χωμενίδης, Εκδόσεις Πατάκη

ΔΙΗΓΗΜΑ-ΝΟΥΒΕΛΑ


  • Η εξαίσια γυναίκα και τα ψάρια, Ανδρέας Μήτσου, Εκδόσεις Καστανιώτη
  • Το καλό θα 'ρθει από τη θάλασσα, Χρήστος Οικονόμου, Εκδόσεις Πόλις
  • Γκιακ, Δημοσθένης Παπαμάρκος, Εκδόσεις Αντίποδες
  • Ο δάσκαλος αγαπούσε το βωβό σινεμά, Λάκης Παπαστάθης, Εκδόσεις Πόλις
  • Νοέμβριος, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Εκδόσεις Πατάκη

ΠΟΙΗΣΗ


  • «Terrarium, Το πείραμα του Ward», Γαλάνη Ελένη, Εκδόσεις Μελάνι
  • Η σπηλιά με τα βεγγαλικά, Δαράκη Ζέφη, Εκδόσεις Νεφέλη
  • Μνήμη σχεδόν πλήρης, Κακάρογλου Λεωνίδας, Βιβλιοπωλείον της Εστία
  • Επί ανέμων, ασπαλάθων κι απήγανων, Ντάντος Χρήστος, Εκδόσεις Οροπέδιο
  • Κρύβε λόγια, Παπαγεωργίου Χρίστος, Εκδόσεις Κίχλη

ΔΟΚΙΜΙΟ-ΚΡΙΤΙΚΗ


  • Μετά θάρρους ανησυχίαν εμπνέοντος. Η κριτική πρόσληψη του Γ.Μ. Βιζυηνού (1873-1896), Λάμπρος Βαρελάς, Εκδόσεις University Studio Press
  • Ανιχνεύοντας την «αόρατη γραφή». Γυναίκες και γραφή στα χρόνια του ελληνικού διαφωτισμού-ρομαντισμού, Σοφία Ντενίση, Εκδόσεις Νεφέλη
  • «Σαν κι εμένα καμωμένοι», Ο ομοφυλόφιλος Καβάφης και η ποιητική της σεξουαλικότητας, Δημήτρης Παπανικολάου, Εκδόσεις Πατάκη
  • Καλή και ανάποδη. Ο πολιτισμός του πλεκτού, Κατερίνα Σχινά, Εκδόσεις Κίχλη
  • Κουλτούρα και λογοτεχνία. Πολιτισμικές διαθλάσεις και χρονότοποι ιδεών, Δημήτρης Τζιόβας, Εκδόσεις Πόλις

ΧΡΟΝΙΚΟ-ΜΑΡΤΥΡΙΑ


  • Τα παιδιά του Οικοτροφείου, Θεόδωρος Κώτσιος, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
  • Ο κόσμος κατ' εμέ. Ο βίος και τα πάθη μου, Ροβήρος Μανθούλης, Εκδόσεις Γαβριηλίδη
  • Δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ. Η αφήγηση στις ελληνικές εφημερίδες, 19ος-20ός αιώνας, Νίκος Μπακουνάκης, Εκδόσεις Πόλις
  • Αυτοί που επέζησαν. Αντίσταση, εκτόπιση, επιστροφή. Θεσσαλονικείς Εβραίοι στη δεκαετία του 1940, Ρίκα Μπενβενίστε, Εκδόσεις Πόλις
  • Ο φερετζές και το πηλήκιο, Παύλος Τσίμας, Εκδόσεις Μεταίχμιο

ΠΡΩΤΟΕΜΦΑΝΙΖΟΜΕΝΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ


  • Κατερίνα Ζησάκη, Ιστορίες απ' το Ονειροσφαγείο, Εκδόσεις Μανδραγόρας
  • Χρίστος Κυθρεώτης, Μια Χαρά, Εκδόσεις Πατάκη
  • Παναγιώτης Λογγινίδης, Αναίτια εποχή, Εκδόσεις Κέδρος
  • Ειρήνη Μαργαρίτη, Φλαμίνγκο, Εκδόσεις Μελάνι
  • Μαρία Φίλη, Το πιο Παράξενο Απόκτημα των Εντόμων, Εκδόσεις Μελάνι

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

ΦΟΥΓΚΑ ΧΡΟΝΟΥ ΟΡΧΗΣΗΣ


                                                                                 …………………………………
Παραλληλίζεις το σώμα σου 
στο διάβα του
                                                                                          Ευθυγραμμίζεσαι με κύμβαλα
                                                                                          Ρηχαίνεις τους λαβυρίνθους σου


ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ             
   ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΟΝΟ

Κι είσαι κάποτε μες στο Χρόνο
Με τύμπανα σουρντινιασμένα 
Σε ήχους ελάτων
…………………………………………………………………
«Οι μουσικές μάς χτίζουν. 
Οι μουσικές γίνονται ’μείς κι εμείς οι μουσικές μας.
Οι μουσικές μας έχουν όνομα. Πάντα.
Δεν βλέπω ήχο βελονιασμένο πάνω σου και δεν ξανοίγω όνομα…» 

…………………………………………………………………


                                    



ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ
    ΦΟΥΓΚΑ  ΧΡΟΝΟΥ  ΟΡΧΗΣΗΣ
  Ή  ΜΙΚΡΗ  ΟΡΧΗΣΤΡΑ  ΧΡΟΝΟΥ


 Στους  Αρχίλοχο, Ανακρέοντα, Αριστοφάνη, Αρετίνο, Ρεμπώ, Βερλέν, Georg Elser και Μπουκόφσκι   
                                              ανάθημα

(Δύο ποιήματα πάνω στην αντιστικτική λογική θέματος-αντιθέματος της Φούγκας…)
ΤΑ ΑΡΧΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
                                                            Ι

Κι είσαι κάποτε μες στο Χρόνο
Τυλιγμένος
Κι αντί να τον σκάβεις
Παραλληλίζεις το σώμα σου στο διάβα του
Ευθυγραμμίζεσαι με κύμβαλα
Ρηχαίνεις τους λαβυρίνθους σου
Άνευ όρων πλατσουρίζεις στον ήχο των γιαλών
Αδιάφορα ρουφώντας ήχους που έξω παίζουν
Ρουφώντας
Ρουφώντας
Ρουφώντας ονόματα
Δηλιγιάννης
Κουμουνδούρος
Παπανδρέου
Χίτλερ
Καίσαρ
Αύγουστος
Ναπολέων
όπουλος  –άκης  –έτης  –chil  –mark  –bach –kel  –ble

Και τώρα δα… ένας κάποιος μισοχωμένος πάλι
Σαν κάτι που αναδύει ανυπαρξία
Κάτι σαν παρατεταμένη νοθεία κι ασέλγεια σ’ ένα σπίρτο πάντα,
Τσίπρας  ασφαλώς.

Παραδίνεσαι, ρουφήχτρα παραχαραγμένη
Ανάποδη   

Κι είσαι κάποτε μες στο Χρόνο
Με τύμπανα σουρντινιασμένα
Σε ήχους ελάτων
Σ’ ακροπόλεις υπόγειες και κακοφωτισμένες
Σε δελφίνια πεινασμένα σε σοφίτες
Που χτίζουν Φως στου κόσμου πάνω το πετσί.
Κι ολόκληρος ανυπαρκτείς σ’ ονόματα όπως
Αλμπινόνι
Κορέλι
Σούμπερτ
Ή πάλι Κάφκα
Και Κάλβος ασφαλώς.

Μα κάποτε βγαίνεις πια απ’ το Χρόνο
Δίχως τότε να ρουφάς πια κάτι καλό είτε πλαστό
Κρατώντας τώρα στα χέρια σου τ’ αυτιά σου
Βαστώντας τώρα τη ψυχή σου σαν μια νότα κάποιας κλίμακας.

Κι εκείνος ,
Τυλιγμένος μ’ όλο του το μήκος (!) κι Υπαρκτός (!), σε ρωτά :
«Οι μουσικές μας χτίζουν.
Οι μουσικές γίνονται ’μείς κι εμείς οι μουσικές μας.
Οι μουσικές μας έχουν όνομα. Πάντα.
Δεν βλέπω ήχο βελονιασμένο πάνω σου και δεν ξανοίγω όνομα…
Που’ ναι τώρα το όνομα  ;
Που’ ναι τώρα τ’ όνομα  που σ’ έχτισε ;
Τί κράτησες σαν ήχο-φυλακτό σαν ήσουν μες στο Χρόνο ;
Ποιος ήχος έστηνε τις μέρες σου κι εσένα ;
Και πια πόσο απ’ αυτό φέρεις μαζί σου ; »

Κάγκελο εσύ.
«Δεν ήξερα πως δείχνουμε τους ήχους μας», απαντάς.
«Δεν ήξερα πως κουβαλιούνται οι ήχοι.
Δεν ήξερα πως έχει σημασία να φτιάξω ΔΙΚΟ μου ήχο,
δικη μου μουσική.
Νόμιζα πως η μουσική ήταν μονάχα μια συνοδεία απλή,
 κάτι που διασκέδαζε την καθημερινή μας πλήξη.
Τουβλάκι για να περνά η ώρα…
Να ’χουμε κάποιαν ένταση.
Όχι το χωράφι που οργωνόμαστε…», ψελλίζεις.

Απότομα, ψυχρά, σ’ αντικόβει εκείνος
«Ρε, έχουν το βάρος σου οι φθόγγοι σου για όχι  ;
Είναι γεμάτοι σώμα και νυχτιές  ;
Είναι οι φθόγγοι σου εσύ ; Μίλα.»
«…»
«Την πάτησες αγαπητή ρουφήχτρα.
Με το κεφάλι κάτω
Ρούφηξες το ανύπαρκτο
Βάσιμο έγινες συνεχές
Στην παρα-ποίηση του έλατου
Στου δελφινιού την παραχάραξη
Ακρό-πολη δεν γεύτηκες ούτε και νοιάστηκες γι αυτήν
Και το μηδέν εκράτησες ζεστό σαν να ’ταν πράγμα…
Κι από τα «ονόματα» πού ’χες σαν κουδουνίστρα
Εκεί μέσα στο χρόνο σου
Εκεί μέσα στο χρόνο
Ούτε σκόνη τους τώρα ΕΔΩ κι… ΕΚΕΙ δεν υπάρχει.
Παρ’ τ’ αρχίδια μου τώρα !»,
σαλεύοντας λιγάκι αποφαίνεται.

«Μα εγώ κοιτούσα», αποκρίνεσαι τραυλίζοντας, «να ρουφήξω ό,τι μ’ αφορούσε.
Οι μουσικές πραμάτειες αυτά παίζαν.
Αυτά ακούγανε τ’ αυτιά μου.
Αυτά για μουσική θαρρούσα».

«Σ’ αφορούσε ;!!!…» ρωτά σείοντας όλο του το μήκος  (!).
«Θαρρούσες ;!!!...
Και πώς μπορείς να «θαρρείς», αρχιψεύταρε, δίχως ν’ ακολουθεί ο εαυτός σου ;
Και πώς γίνεται να πλαγιάζεις δίχως ό,τι «θαρρείς» στον ύπνο σου ;
Κι…Εσένα αφορούσε ή μήπως εκείνα τα ολόγυρα από σένα ;
Εκείνα τα πολλά σου δήθεν, που ζωή κι ουσία σου και εαυτό «θαρρούσες»…
Ρε, πού ’σαι συ μέσα σ’ αυτά να φλέγεσαι, να λιώνεις ;
Και που ’ναι το λοιπόν το κύμβαλο να σου παρασταθεί, να σε συντρέξει ΤΩΡΑ ;»
«…»
«Παρ’ τ’ αρχίδια μου τώρα !»

«Φαρμακερή και τρίτη, άκου κι απάντα μονομιάς»
ξαναρωτά πετώντας σου σκονάκι:
«Μήπως από τη σκοτεινιά πήρες κανένα όνομα,
το χάιδεψες σαν λάφι διψασμένο,
σου γίνηκε καημός κι όνειρο και έρωτας και λάβα,
μήπως μ’ όλο σου το κορμί το ζέστανες, το τάισες,
το αναζήτησες  στη λάσπη τής αφάνειας και το ’στησες με το ίδιο σου το αίμα ;
Κυνήγησες ποτέ σου κάποιο όνομα ;
Τη μουσική του δίψασες  ;
Πέθαινες αν μέσα του δεν ζούσες ;
Ρε, έκανες ποτέ ένα όνομα δικό σου κι εαυτό ;
Βρήκες δικό σου όνομα να στήσεις τη ζωή σου ;
Ένα γδαρμένο όνομα δίχως να φέρνει κέρδη της στιγμής
Μα να δωρίζει σκάλα ν’ ανεβείς
Να πάρεις μιαν ανάσα…
Ονόματα σαν σκαλωσιές…
Ρε, είσαι από κείνους της μοδός, τους καθημερινούς, τους λεγεωναρίους ;» 

«Μα…» ψελλίζεις,
σιωπές ολόκληρου για μέτρα ξαμολώντας δίχως τελειωμό,
ολότελα αδειανός, άηχος,
δίχως μια νότα τσακιστή στην τσέπη !...

«Αφού, αρχιψεύταρε κι αρχιτεμπέλαρε και αρχιλωποδύτη,
δεν στήθηκες μ’ ένα όνομα στήνοντάς το στη ρίζα τής καρδιάς σου
κι ούτ’ έσκαψες  ποτέ να βρεις δικό σου ήχο,
ο χρόνος φιλικός να σου σταθεί αδύνατον.
Τράβα, λοιπόν, την τάξη να επαναλάβεις και πάλι μες στο χρόνο
περνώντας μέσα από τη σκόνη σου,
τις σκόνες σου,
μαθαίνοντας πια να ξεσκονίζεις.
Και παρ’ τ’ αρχίδια μου τώρα  μήπως και κάποτε γενείς ερωτικός.
            Παρ’ τ’ αρχίδια μου τώρα !».

   
 


ΤΑ ΛΙΓΩΜΕΝΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΑΡΧΙΔΙΑ
                                                            ΙΙ
Στενάζει η Κτίσις και συνωδίνει

Ω ! βέβαιο είναι. Αληθώς.
Στριμωγμένα σε ειρκτές γλάροι κι αηδόνια
Τ’ ομολογούν με της φτερούγας τους την κόψη,
Του λαρυγγιού τους τον τριγμό,
Που γόους σαν πιρουέτες στέλνουν.
Τα κύματα ανέραστα απομένουν σε στεριανές νυχτιές
Κι όλο παφλάζουν ν’ ακουστούν μήπως και βρούνε λύπηση,
Πάνω σε κάποιο στρώμα
Μέσα σε κάποιον ύπνο
Έξω σε κάποια διάχυση σωμάτων.
Γέρνουν τα έλατα να ασπαστούν μια πόλη
Και πνίγονται στις αντένες της
Το ’να πίσω απ’ τ’ άλλο αφήνοντας ήχους μηχανικούς
Ζαπ-ζαπ
Ζαπ-ζαπ
Καθώς πεθαίνουν
Στην τηλε-οπτική παρέλαση του απαγχονισμού τους.

Όλα γεννήθηκαν να λιγωθούν
Στα χέρια αγγειοπλάστη…
Στριμώχνεται κι ο Χρόνος
Όπως όλα τα στενακτικά

Τυλιγμένος πάλι το μήκος του όλο (!) :
«Πρηστήκανε τ’ αρχίδια μου κι ας είναι Χρόνου αρχίδια !
Με πρήξανε όλοι αυτοί του χρόνου οι σκασιάρχες !
Όλοι εκείνοι οι σωροί που νότα μια δεν βίδωσαν,
Ένα καημένο όνομα, σαν ήχο στη ροή μου
Μήπως κι εγώ αναστραφώ...
Μη στέλνετε άλλους πια σκυφτούς λεγεωναρίους
Μου τά ’χουνε πρησμένα !
Θέλω μιαν όαση κι εγώ, το βάρος μου να χάσω
Να ξεχαστώ λιγάκι, δεν είμαι κι από σίδερο…
Ξανοίγετε καμιά μοναχική μουτσούνα ;
Κάναν ιδιότροπο που στο φασόν ασθμαίνει ;
Έχει χαράγματα πολλά στην ίριδα
Και φαίνονται στο μέτωπό της θάλασσες, αν ψάξεις…
Κι ουλές τα μάγουλα και τα χείλη της γεμάτα
Από πληγές ερωτικές που δεν κλείνουν ποτέ τους.

Είναι κανείς μοναχικός πού ’χει χαμένο βλέμμα ;

Γραπώστε τον και φέρτε τον, κομμάτι ν’ ανασάνω !...»,
πρησμένος υπερβολικά αγωνιούσε ο Χρόνος,
όπως και καθετί κτιστό.

Μισοχωμένος στις ουρές έλαμπε
Ένας με βλέμμα απλανές σαν κείνο πού ’χει ο όρκος.
Στα ρουφηγμένα μάγουλα λαμπύριζαν φωνήεντα
Ντυμένος ήταν κύκλους και συστροφές
Τετράγωνα και ρόμβους
Και δύσκολο πολύ να έβρισκες ευθείες
Αν δεν γδυνόταν :
κρυφές φωλιάζαν στα εσώρουχα
όπου τρυπώνουν οι μανίες πάντα.
            Ω ! ναι, μια δίνη καταγδαρμένη ήταν από ήχους ! 

«Στο Χρόνο μέσα ήσουν
Τυλιγμένος .
Οριζοντιώθηκες  ;», τονε ρωτά ο Χρόνος τρίβοντας τα πονεμένα αρχίδια του.
«Όχι. Μ’ έσκαβα μ’ αξίνες ανυπότακτες στα εμπορεία
κλαδικών γεωμετρών και σαλτιμπάγκων,
που βάλνονταν με τα λαμπιόνια τους
τη γεωμετρία μου να στραβώσουν :
Μέρκελ, Ομπάμα, Ολάντ
Τσίπρας, Σαμαράς, Βενιζέλος,
αν θυμάμαι πια καλά ονόματα της σκόνης...

Κι αν οριζοντιώθηκα όσο πατά η γάτα
Ήταν με πόθο να ξεβολέψω τη στιγμή
Από την αφασία, κάποτε, των ονείρων  
Και να την κάμω κούνια, είτε νησί, είτε και κάποιο χρώμα,
Να βρει η Ειρήνη κάθισμα.

Κυνήγησα παντού της Γεωμετρίας μου τους ήχους
Κι όσο κι αν αυλακωμένος είμαι,
Εγώ ο εκθετοτρόφος,
Απ’ το πολύ κανάκεμα
Με παραμάνες τους έχω περασμένους στο κορμί μου.
Εδώ και τώρα.».

«Έξοχα ! Λιγώνονται τ’ αρχίδια μου. Με πέθανες !
Είναι οι κλίμακες πολλές  ;
Κάθε σκαλί και όνομα ;
Άβυσσος φθόγγων κι η σάρκα σου βιμπράτο ;»,
ρωτά, μα τώρα λιγωμένος
μαζεύοντας αργά το μήκος του ο Χρόνος.

«Δεν έχουν αριθμό τα ονόματα.
Οι σκάλες τρυπούν τον ορίζοντα.
Έσκαβα μες στον ήλιο
Κι όσο το διψασμένο φτυάρι μου χωνόταν
Ανάβλυζε πίδακας κι άλλο όνομα
Κι άλλο
Κι άλλο
Λωτρεαμόν
Εγγονόπουλος
Σικελιανός

Σπυριά ρύζι πάνω στη σκακιέρα

Κι άλλα
Κι άλλα
Κατερίνα
Ανέτ
Αφροδίτη

Πληθυσμοί κισσών που χόρευαν στο δέρμα μου
Ρουφώντας το αίμα του χρόνου
Απ’ τη μεριά του σάπιου…
Καζαντζάκης
Νίτσε
Ντοστογιέφσκι
Ατάρ
Ζουχάιρ
Μαϊμούν
Και Εφραϊμ
Και Γιερμεγιάου
Και Σπύρος Νικοκάβουρας
Και μια παραμικρή ακόμη συλλαβή
Σαν τεύχος τσακισμένο
Λατίνι για να κρεμαστώ
και να περάσω αντίπερα απ’ τα χαλάσματα

Μα τι να πρωτοπώ ;…
Αρίφνητες οι αυλακιές που μ’ ονομάτισαν…
Κάθε σκαλί και ουρανός
Κάθε σκαλί και οίνος
Κάθε σκαλί υπέδαφος
Κάθε σκαλί και τσάπα
Κάθε σκαλί ένα μακριά που αλάργευε τον κόσμο
Προσφέροντας τη ψίχα του.»

«Λιγώνονται τ’ αρχίδια μου. Με πέθανες ! Κλατάρω !
Εσύ’ σουν χρονομηχανή
Και χρονοδόμος
Και χρονολόγος άριστος στους τρούλους της καρδιάς σου !
Πλημμύρισες ονόματα, πλημμύρισες αγάπη !
Εσύ με αποκαθιστάς, τα αρχίδια μου γιατρεύεις !»,
ο Χρόνος πρασινίζοντας αναφωνούσε,
«Όμως δείξε μου τα πειστήρια ν’ ανοίξει η καρδιά μου,
Δως μου σημάδια του κορμιού,
σημάδια ηχοβολισμών,
της σάρκας σου φλογέρες.»

«Να, πάρε, άγγιξε.
Ολόκληρο το σώμα μου το ’χω στιγματισμένο.
Βελονιασμένο.
Στο σώμα μου λάξεψα κάθε όνομα
Αποστρεφόμουν το χαρτί…
Κέντησα νύχτες στην πλάτη μου
Πλήθος κάηκε φορές η καρδιά μου σε δωμάτιο
Σπίρτο η κοιλιά μου
Κυκλώνας το στομάχι μου
Ρουφήχτρες τα μάτια του μυαλού
 Λαβύρινθος το στήθος μου και λεωφόρος
Έλατο η ανάσα μου
Δελφίνι η πνοή μου
Ακρόπολη η αγρύπνια μου
Πατικωμένα Όνομα και σφραγισμένα σάρκα.»

«Μανάρι μου με πέθανες ! Νιώθω την ύπαρξή μου !»,
αχολογά ο Χρόνος
βλογώντας τα αρχίδια του
που προκαλούν βαφτίσεις.

«Τιγκάρισ’ από ύπαρξη καρφώνοντας ονόματα.
 Και τώρα εδώ που βρέθηκα είμαι γερτός
Απ’ το πολύ Κεφάλαιο της αγάπης
Ντυμένος όλα της τα φύλλα,
Κι ο κόσμος ολόγυρα γυμνός !

Καρφωμένη πολλή πραγματικότητα στο σώμα μου
Και να διαλέξω ποιαν θα κοιμηθώ –αδύνατον !

Αλπινόνι
Κορέλι
Μπαχ   Μπαχ  Μπαχ
Κι εσύ Πάρσελ διαγώνιε, συντρέξτε με !
Είμαι μια Φούγκα μεθυσμένη
Ρουφήχτρα μυριονόματη και πολυγαμική
Όλα τα ονόματα μαζί !
Σαν μήτρες στο κεφάλι μου...
Πνίγομαι στο Κεφάλαιο !
Βυθίζομαι στους ήχους !
Μέντελσον εσύ και Κουκουζέλη κοιμηθείτε με !
Πέτρε εσύ Χιρσίζ κι αγγελικέ Ιάκωβε
Σε υπερκόσμια όργια συνοδέψτε με !
Είστε ΔΙΚΟΙ μου ήχοι !
Μπατάρω από το βάρος σας που μού ’σπειρε το Χρόνο
Σφύριξα στα γλωσσίδια σας το αίμα των ονείρων μου
Και βλέπω σας Εδώ ν’ αντιλαλείτε ακόμη !
Υπήρξαμε ! Υπάρχετε !
Κι οι σκόνες που με κόρνα, τρομπόνια και τρομπέτες
Ασύστολα πλαστογραφούσαν πρόσωπα-σημεία
Τελούν ολότελα σε παύσεις…

Χρόνε, ω Χρόνε
Όσο πεινώ για όνομα κι υφαίνεται αγάπη
Στα αρχίδια σου το σπέρμα θα λυτρώνεται του Άχρονου !»

«Ω έχω πια αναστραφεί ! Γλίτωσα απ’ το βάρος μου !
Τα αρχίδια μου αναγάλλιασαν μες στο προσωπικό σου κέντημα !
Ανάστησες καημούς των παραδρόμων
Λάβε τώρα τις βιόλες τους !
Εζέστανες με έρωτα και λάβα τα περιθώρια
Λάβε τώρα τα πρώτα τους βιολιά !
Εθώπευσες με θάνατο και δίψα
Τις άδειχτες σονάτες
Λάβε τώρα  τα κλειδοκύμβαλά τους !
Ξεχείλισαν οι τσέπες σου
Κεφάλαια φθόγγων μουσικών
Λάβε, εσύ ω ιδιότροπε, των όμποε το στέμμα !!!»,
Σκιρτούσε χειροτονώντας  ο Χρόνος
Και λέγοντας ξεπρήζονταν.

«Η πείνα μου είναι νόμος ακόμη πιο σκληρός
Τώρα που οι ήχοι των ονομάτων με τις σάρκες τους
Αντικριστά μου ξαπλώνουν.
Υπόσχομαι το ασίγαστο…»,
ο κατάμονος αποκρίθηκε
ο ιδιότροπος των ήχων
ο αντιλεγεωνάριος
των ονομάτων ο χαραγμένος.

«Ιδου ΤΩΡΑ ! κατάμονε εσύ, χρονοδόμε, χρονολόγε,
Ο χώρος μου δικός σου !
Τυλίγομαι στην καρδιά σου πια
Κι εσύ ξαμολητός αλώνιζε !...»,

                             αποκρίθηκε τυλίγοντας το μήκος του ο Χρόνος.

© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ