Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2016

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΣΑΪΚΑΣ "Το Πέρασμα - Σχέδια διαδρομής"





Στις 24 Σεπτεμβρίου ο σπουδαίος γλύπτης Βασίλης Παπασάικας παρουσιάζει για πρώτη φορά μια σειρά σχεδίων του, πραγματοποιώντας τη δωδέκατη ατομική του έκθεση.
Στον πρώτο όροφο του βιβλιοπωλείου των εκδόσεων Γαβριηλίδης τα σχέδια θα εκτεθούν με τρόπο που να ακολουθούν μια αφηγηματική διάταξη ολόκληρης της σχεδιαστικής διαδρομής του καλλιτέχνη, αρχίζοντας από τα εφηβικά του χρόνια έως σήμερα.
Με την έκθεση αυτή υλοποιείται μια ιδέα του Σάμη Γαβριηλίδη και έρχεται σαν συνέχεια της έκδοσης του βιβλίου του Βασίλη Παπασάικα  Μικρές συντάξεις και σχέδια (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015).
Το γεγονός αυτό έχει για τον Βασίλη Παπασάικα ιδιάζουσα σημασία, γιατί του δίνεται για πρώτη φορά η ευκαιρία να δείξει στο κοινό το αποτέλεσμα μιας αθέατης έως τώρα στους πολλούς εικαστικής του δραστηριότητας, που σε συνδυασμό με τη χρονολογική διάταξη των έργων ιχνεύει την εξέλιξη και την ανάπτυξη της εικονιστικής του δεξιότητας, καθώς και τις τεχνικές που κατά καιρούς χρησιμοποίησε.


Ο Βασίλης Παπασάικας φρονεί ότι το σχέδιο είναι ο κάναβος πάνω στον οποίο κάθε εικαστικός οφείλει να δομεί το έργο του. Σήμερα, αν και δεν σχεδιάζει αρκετά λόγω της υπεραπασχόλησής του με τη γλυπτική, πάντοτε αποζητά την αποφόρτιση που του παρέχει η άσκηση του σχεδίου.

Εγκαίνια έκθεσης: Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου, ώρα 14:00 μ.μ.
Διάρκεια 24 Σεπτεμβρίου - 14 Οκτωβρίου


Διεύθυνση: Εκδόσεις Γαβριηλίδης / Poems&Crimes art bar, Αγίας Ειρήνης 17, Μοναστηράκι (50 μέτρα από το μετρό), τηλ. 210 3228839


Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ "ΜΙΚΡΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ"

                         ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ σε ΔΙΑΛΟΓΟ
Παρακαλώ τους/τις  αναγνώστες/στριες  φίλους/ες  να μην κάνουν LIKE. Όσοι μπουν στον κόπο να διαβάσουν ολόκληρο το κείμενο ή μέρος του να γράψουν σχόλια πάνω στο κείμενο. Κάθε άποψη δεκτή η οποία και θα αναρτηθεί κάτω από το κείμενο με όνομα και επώνυμο, εάν θέλετε και με την ιδιότητα του/της  γράφοντος -ουσας. 
                                                                cantus firmus 

ΚΑΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

Υ.Γ. Τα σχόλιά σας θα δημοσιευτούν την άλλη Κυριακή στο cantus firmus κάτω από το κείμενο του Στάθη Κομνηνού εγκαινιάζοντας με αυτόν τον τρόπο μια ενεργή ανάγνωση και παίρνοντας μία πολιτική θέση απέναντι στη λογοτεχνία αλλά και τη ζωή μας.


[ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ]
«…όμως, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, γιατί να παραδοθεί η Ομορφιά ; Τι μας σπρώχνει σε μανίες συζυγίας, σε μανίες γάμων ; Μπορούμε να φέρουμε κάτι δίχως να το έχουμε ; Είναι δυνατόν να είμαστε ιερείς δίχως ναό (ανίδωτη θρησκευτικότητα στην ανθρώπινη Ιστορία…), δεσμευμένοι δίχως στεφάνι ; Τι θα σήμαινε μια ανοιχτή σχέση με ένα κείμενο, με την… Ομορφιά ; Γίνεται να αχθοφορούμε συνουσιαστικά και οργιαστικά ένα κείμενο δίχως να το κατέχουμε, δίχως να το περνούμε κάποτε από το τελωνείο της λογικής μας, δίχως να το νομιμοποιούμε με συμβατικές ιερολογήσεις οδηγώντας το, ακολούθως, να μας συνταξιοδοτεί ; Πώς θα φάνταζε ο άνθρωπος μέσα στην αγκαλιά μιας διαρκώς παραδομένης, πέραν του ακαριαίου και του αιφνίδιου της στιγμής, Ομορφιάς ; Τί θα γινόταν η διάρκεια της Ομορφιάς εντός μας ; Ποιές ηλικίες θα μετερχόταν περιορισμένη (γίνεται ποτέ;) στα όριά μας ; Τί  μετασχηματισμούς και απειλητικές μεταμορφώσεις θα επιζητούσε να οικειωθεί προκειμένου, ελεητικά, να μη μας πλαστογραφήσει ; Ακόμη περισσότερο, να μη μας περάσει ανεπαισθήτως χαλκάδες ; »  
Σημείωμα :
            Ό,τι ακολουθεί έχει χαρακτήρα προδημοσίευσης, η οποία γίνεται για διάφορους (βαθύτερους των φαινομενικών) λόγους που δεν θα εξηγήσω επί του παρόντος. Προδημοσιεύονται αποσπάσματα από το έργο μου που φέρει τον τίτλο «ΜΙΚΡΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ». Η σημερινή κοινοποίηση στο CANTUS FIRMUS  κάποιων λίγων αποσπασμάτων άλλο στόχο δεν έχει από την ανακίνηση κάποιου διαλόγου. Και δη διαλόγου όπου το εναρκτήριο λάκτισμα το κάνουν (εύχομαι και ελπίζω) Έλληνες… Ο λόγος, φυσικά, γι αυτήν την κίνηση προδημοσίευσης είναι, από τη μια, η απέραντη μοναξιά του απελπιστικά ηλίθιου δον Κιχώτη που ακούει στο όνομα «συγγραφέας» και από την άλλη το δέος και πιθανώς ο φόβος μπρος σε κάτι σπουδαίο, για το οποίο επικαλείται έμμεσα και άφωνα τη βοήθεια φίλων «με φοβέρες και μ’ αίματα». Λάθος. Δεν υπάρχει ψυχή. Δεν υπάρχουν αυτιά. Επιπλέον, θερίζει η άγνοια. Κυριαρχεί η πανάρχαιη ελλαδική μιζέρια. Συνθλίβει ο πατρογονικός επαρχιωτισμός. Ο ελληνικός ατομικισμός είναι από τους πλέον φοβερούς, τους πλέον δολοφονικούς, όπως σωστά διατείνεται και ο Θ. Ζιάκας.     
           Λίγο καιρό πριν, τυχαία σε κάποιο από τα αξιοθρήνητα κεντρικά δελτία ειδήσεων των εξωνημένων και απεχθέστατων ΜΜΕ, άκουσα μεν το αυτονόητο, αλλά από… ιταλικά, νομίζω, χείλη, που ωστόσο, εγχωρίως δε…, έπεσε στο αναμενόμενο κενό : «Η Ελλάδα είναι για να οδηγεί. Περιμένουμε να σταθεί μπροστάρης και να πάρουμε παράδειγμα». Το νόημα των λόγων ήταν αυτό. Το ένιωθα αμείωτα από την εφηβεία μου : η Ελλάδα δεν είναι προορισμένη για ουραγός. Είναι για ηγήτωρ. Χωρίς αυτό να εκτρέπεται, όπως θα έσπευδε κάποιος νεοηλίθιος να κραυγάσει, κρίνοντας από τη μιζέρια του εαυτού του, σε πιθηκίζοντα και αφασικό, ανεγκέφαλο, εθνικισμό. Πριν σπεύσει να κινηθεί κανείς δήθεν διεθνιστικά και να μου επιρρίψει μομφές για τις πατριωτικές μου κορώνες, καλά θα κάνει να στρέψει το βλέμμα απλά στη σύγχρονη πραγματικότητα. Από τη λογοτεχνία μέχρι τις επιστήμες. Σ’ ολόκληρο το γνωστικό πεδίο. Και να μου πει ΤΙ δεν δομείται πάνω στις ελληνικές έννοιες, ποια επιστήμη παραμένει, στη ΣΥΓΧΡΟΝΗ εποχή, αμέτοχη σ’ αυτές, ώστε τότε να αποδεχθώ και να παραδεχθώ το λάθος μου για τη θέση της χώρας μας στον Κόσμο και να βάλω μετάνοια. Μα αν παίρνεις τις έννοιες κάποιας άλλης, ξένης προς τη δική σου Γλώσσας, αυτό εξόφθαλμα μαρτυρεί ότι δεν έχεις απ’ αλλού πηγές τροφοδότησης, ότι αυτοχθόνως είσαι ανεπαρκής να δομήσεις καινούργιο τι με τις δικές σου δυνάμεις και ότι προσβλέπεις με απύθμενη σοβαρότητα και ελπίδα στη χώρα εκείνη που από τον πλούτο της αρύεσαι. Ωστόσο, η Ελλάς βαριακούει εγκληματικά σε τέτοιες φωνές και εθελοτυφλεί στο προφανές : αποτελεί (διεθνές) αντικείμενο Έρωτα. Επιτέλους, πόσο δύσκολο είναι να το ψυλλιαστεί κανείς αυτό ; Ακούμε μύριες όσες παραπονιάρικες και διαμαρτυρόμενες φωνές, στην ιστορική μας διαχρονία, που αναρωτιούνται γοερά «γιατί μας αδικούν οι ξένοι ;», «Γιατί είμαστε στο στόχαστρο ;», «Γιατί μας πολεμούν ;». Μα δεν εννοούν να υποψιασθούν πως αυτό συμβαίνει διότι είναι ερωτευμένοι μαζί μας. Και εμείς, δυστυχώς, αποδειχθήκαμε μικρότεροι του έρωτος, κομμάτι ανάξιοι, κομμάτι λιλιπούτειοι και τοσοδούληδες, κι αυτό πληγώνει (τον ερωτευμένο). Μπορεί, πιθανώς, αυτό να μην πληγώνει πρωτίστως εμάς. Ενδέχεται, κάλλιστα, να τραυματίζει αυτούς. Και η αγάπη, το δέος, ο σεβασμός, που ξεπηδούσαν από τον έρωτα, μετεστράφησαν σε μίσος, κυρίως, κι ΕΠΙΒΟΛΗ εξουσιαστική, αδιαφορία, επίδειξη, αλαζονεία, ατομικισμό, υπεροψία κλπ κλπ. Κι αν κανείς το αμφισβητεί, ας ρίξει μια ματιά στις προσωπικές του ΕΡΩΤΙΚΕΣ εμπειρίες και τότε… ας μου στείλει μια γραφή. Είσαι τόσο πληγωμένος από την αποτυχία του έρωτά σου, την έκπτωση του ερωτικού συντρόφου, που «φυσιολογικά» ο ψυχισμός σου μεταβάλλεται σε πεδίο μίσους, αντιπαλότητας, εκμηδενιστικής του ερωτικού αντικειμένου σου διάθεσης, ψυχρότητας. Ίσως, αυτό συνιστά μια ακόμη απόδειξη ότι δεν έπαψες, ούτε θα πάψεις, να φλέγεσαι από έρωτα γι αυτό.
        Έκανα λόγο παραπάνω για σπουδαιότητα. Εξηγούμαι. Το «ΜΙΚΡΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ» είναι ένα κείμενο που μέχρι τώρα καλύπτει γύρω στις 130 σελίδες. Πιθανότατα θα αγγίξει ή και θα ξεπεράσει τις 400. Πρόκειται για μια ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ή ακριβέστερα και επιτυχέστερα ορολογικά, νομίζω, για μια ΘΕΩΡΙΑ σχετικά με τη λειτουργία του ΓΡΑΦΕΙΝ και ΑΝΑΓΙΝΩΣΚΕΙΝ. Το σπουδαίο στην προκειμένη περίπτωση είναι το εγχείρημα και το σάλτο ή η βουτιά ενός… Έλληνα σε κάποια ακόμη βαθιά νερά, όπου δεν συναντά συμπατριώτες του, παρεκτός κάνα δύο εξαιρέσεις… Η αποτυχία μπορεί να περιμένει στη γωνία. Όμως, η νίκη έχει ήδη χαμογελάσει από την αρχή : το εγχείρημα τέθηκε. Η βουτιά επιχειρήθηκε. Ένας Έλληνας συγγράφει μιαν «ελληνική» λογοτεχνική θεωρία. Και ένας από τους λόγους είναι πώς αυτό το χρειάζεται ο υπόλοιπος Κόσμος. Έστω και από περιέργεια. Έστω και ως αφορμή για να ανάψουν τα αίματα και να αντεπιτεθεί δριμύτητα στο ελληνικό θράσος, στον Έλληνα τολμητία. Κι άλλος ένας είναι ότι δεν υπάρχει τίποτε αντίστοιχο εις την ημεδαπήν… Και εννοώ κάτι που θα στηρίζει με επάρκεια τις ιδιότητες του καινούργιου, του πρωτότυπου, του μη αντιγραφικού, ως συνήθως πράττει η θλιβερή μας χώρα, από το μανταλάκι που χρησιμοποιεί μέχρι τους πολιτειακούς της θεσμούς, τους νόμους, τις υποδομές και τα παντοειδή... «συστήματά» της.
        Σπεύδω να προλάβω, για άλλη μια φορά, καγχασμούς, κατηγορίες, λοιδορίες, βρισιές και άλλα συναφή. Και το κάνω παραμερίζοντας τη, δικαιολογημένα ίσως, δική μου γνώμη για το σπουδαίο και καινοφανές του εγχειρήματος και προβάλλοντας αυτολεξεί τη θέση ενός έγκριτου και σοβαρού Έλληνα συγγραφέα : του Γιώργου Βελουδή. Ο ίδιος δεν εκπόνησε κάποια θεωρία λογοτεχνίας ή, ακόμη περισσότερο, κάποια ελληνική λογοτεχνική θεωρία, αλλά συνέθεσε ένα έργο, το οποίο έγραφε για δέκα χρόνια, όπου παρουσίαζε τη λογοτεχνική θεωρία δυτικών (ευρωπαίων) μελετητών και συγγραφέων. Αναφέρει λοιπόν επί λέξει :
1. «Αλλά και πάλι, μετά την απονενοημένη επανάκαμψη και την αποτυχημένη (ευτυχώς !) επανενσωμάτωσή μου στην ελλαδική Έρημη Χώρα, η μελέτη ενός τόσο απέραντου πεδίου έρευνας δε θα ήταν δυνατή…».
2. «…γίνεται φανερό ότι το κήρυγμα για την ύπαρξη και τη συγγραφή μιας «ελληνικής» θεωρίας της λογοτεχνίας, όπως την εννοούν μερικοί ελληνορθόδοξοι ή «ελληνοκεντρικοί» παρατηρητές, το θεωρώ, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον ουτοπικό: ως μιαν από τις αυταπάτες με τις οποίες επιμένει να τρέφεται, εδώ και δύο αιώνες, ο εγχώριος επαρχιωτισμός : Όχι μόνο οι νεότερες γραμματολογικές–φιλολογικές σπουδές, με πρώτη ανάμεσά τους την κλασική φιλολογία, αλλά και η φιλοσοφία, η νεότερη τέχνη και λογοτεχνία και, προπαντός, οι επιστήμες και το αποφασιστικά μεγαλύτερο τμήμα του νεοελληνικού πολιτισμού και μάλιστα της νεοελληνικής «εθνικής» ιδεολογίας ήρθαν στην Ελλάδα, από την εποχή του Ρήγα και του Κοραή, από την «Ευρώπη».» (οι υπογραμμίσεις δικές μου
3. «Η διακήρυξη μιας – απευκταίας και αποτρόπαιης – «ελληνικότητας» της ελληνόγλωσσης γραμματολογικής-λογοτεχνικής θεωρίας από μερικούς «καθαρόαιμους» ιθαγενείς δεν είναι παρά η νεοελληνική παράφραση του αισώπειου μύθου με την αλεπού και τα σταφύλια : Και γι αυτούς, η ευρωπαϊκή λογοτεχνική θεωρία και γενικότερα η ευρωπαϊκή επιστήμη, όσο δε διαθέτουν τις γλωσσικές και πολιτιστικές προσβάσεις σ’ αυτές, θα παραμείνουν «όμφακες».»
Και αναφερόμενος, τέλος, στο σύγγραμμά του «ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ. ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ», εκδ. Δωδώνη, 1994 αναφέρει επί λέξει :
4. «Το βιβλίο αυτό πήρε, σκόπιμα, τη μορφή και το «ύφος» ακαδημαϊκού εγχειριδίου –του πρώτου και μόνου ως τώρα, που έχει στην επικεφαλίδα του τ’ όνομα ενός έλληνα συγγραφέα».
Όλα αυτά, καθόλου πολύ μακριά. Μόλις στα 1994, ούτε 20 χρόνια από τις μέρες μας. Ασχέτως, με το αν μπορεί, σε κάποια από τα παραπάνω σημεία, να διακρίνει κανείς την πληγή που μιλά και να διαφωνήσει, πιθανώς, μαζί τους, η απεικόνιση της ελληνικής πραγματικότητας από το Βελουδή είναι απολύτως ορθή. Δεν επεκτείνομαι. Ας αρκέσουν αυτά ως επιμαρτύρηση της απόψεώς μου περί σπουδαιότητος του εγχειρήματος.
       Η πρόθεση δεν ήταν, αρχικά, να γραφεί μια ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ. Το Κείμενο είχε ως στόχο μιαν επεξήγηση, μια διευκρίνιση, σε ένα παλαιότερό κείμενό μου, που είχε εκδοθεί ως εισαγωγικό σημείωμα σε ένα σχηματικό αφιέρωμα που είχε κάμει για τον αραβικό πολιτισμό και, πιο συγκεκριμένα, για το αραβικό ποιητικό παράδειγμα. Προϊόντος του χρόνου και προϊούσης της Γραφής, βουτούσα ΦΥΣΙΚΑ σε ολοένα και πιο βαθιά νερά, σε άκρως ενδιαφέροντες υφάλους, με αποτέλεσμα η μέθη να έρχεται κατά κύματα και μαζί της η ευθύνη, η σοβαρότητα, η διαύγαση, η φιλόπονη και αυτοθυσιαστική περιέργεια για «λιμένες πρωτοϊδωμένους». Ό,τι ακολουθεί είναι μερικά αποσπάσματα από το Κείμενο της ΘΕΩΡΙΑΣ, ως μια μικρή προδημοσίευση, με στόχο να κεντρίσουν για στοχασμό και αναστοχασμό και να λειτουργήσουν ως εναρκτήριο λάκτισμα ενός διαλόγου. Τα αποσπάσματα αριθμούνται κατ’ αύξοντα αριθμό, ώστε να διακρίνονται μεταξύ τους και να υποδηλώνουν, ταυτόχρονα, ότι μεσολαβεί αδημοσίευτο κείμενο ανάμεσά τους. Ο συνολικός αριθμός των σελίδων που μεταφέρονται εδώ από το «ΜΙΚΡΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ» δεν υπερβαίνει τις 15. Όπως έχουν αποκοπεί από τα κεφάλαια στα οποία ανήκουν και από τα συμφραζόμενά τους, θα ήταν, νομίζω, αστοχία και προπέτεια να μπει κανείς στον ελληνικό πειρασμό της προχειρολογίας και προχειρότητας και να ασκήσει, συνακόλουθα, …προχειροκριτική, αφού δεν διατίθεται, προς το παρόν, το πλήρες κείμενο. Φαίνεται, συνεπώς, ξεκάθαρα για μια ακόμη φορά, ότι η επιθυμία εδώ είναι ο διάλογος και η υπομονετική κριτική, και όχι η ελληνική, σαν άτεχνο πυροτέχνημα, μπούρδα που επιθυμεί να ξεφύγει από τους κόπους και να ξεμπερδέψει όσο ταχύτερα γίνεται, αποβλέποντας να αράξει στον παντοειδή καναπέ της.      
                                                              ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
 


1. 
         Έτσι, στην προκειμένη περίπτωση οφείλει να διευκρινισθεί, να υπάρξει απορία και έρευνα, για το τι εννοείται όταν γράφεται «πολύ μεστό και καλά «ψαγμένο». Οφείλει, πιθανώς, να υπάρξει απαντητική αντίσταση στο επαινετικό κείμενο, ώστε να αναδυθεί η τυχόν ασυμφωνία, ενδεχομένως, με τις προθέσεις, τους στόχους, τα νοήματα, τα μηνύματα του σχολιαζομένου κειμένου, καθώς δεν είναι αυτονόητο ή αναγκαίο ένας έπαινος ή μια διθυραμβική κριτική να κατέχει το αλάθητο της Κατανόησης, της αντιληπτικότητας, και αντιθέτως να το στερείται (συνήθως παντελώς…) η επικριτική κριτική. Κι όλο αυτό, οφείλει να γίνεται αν μας ενδιαφέρει απαραίτητα, όπως είπαμε ήδη, η Καταληπτότητα εν όψει του Γεγονότος της Γιορτής, της Γραφής δηλονότι. Αν είμαστε διατεθειμένοι να νιώσουμε άβολα ή και να δυσφορήσουμε ακόμα με ποιητικές δηλώσεις του τύπου «Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει»,
 αν είμαστε αδύναμοι (απόλυτα λογικό και θεμιτό) ακόμη να ενστερνισθούμε τέτοιες ποιητικές θεάσεις (υπαρκτικές στάσεις, θα έλεγα προσφυέστερα) ή μας φαντάζει αλλοπρόσαλλο (με κατανόηση αποδεκτό κι αυτό) να αναπαυθούμε χορευτικά (ποιητικά δηλαδή) και ισοβίως σ’ αυτές. Αν μας παγιδεύει ή μας δυσχεραίνει υπονομευτικά, ένα ελευθεροποιό ποιητικό σκοτάδι στα σπλάχνα μας ή κάτω από τη μασχάλη και τα πέλματά μας, όταν θα θελήσουμε να συνεορτάσουμε χορεύοντας κυκλικά γύρω από τη φωτιά της φυλής μας. Αν είμαστε αποφασισμένοι να… μελετήσουμε μια συνουσία (απολύτως νόμιμο αίτημα και δικαίωμα, και μάλιστα εν πολλοίς προαγωγικό), να την καταστήσουμε κατανοητή (διόλου μεμπτή πρόθεση και πράξη, …εν μέρει), δηλαδή, για να μιλήσουμε με ορολογική ακρίβεια, επιστημονική. ΑΝ (τουτέστιν όχι απαραίτητα και επιβεβλημένα), από μια Γιορτή, είμαστε αποφασισμένοι να… χαρούμε και να αισθανθούμε πληρότητα και αγαλλίαση μόνονκαι…) αν την εξορθολογίσουμε, αν την δεξιωθούμε εγκεφαλικά με βάση λογικές (καθιερωμένες, ανταλλακτικού χαρακτήρα και ανεμπόδιστης πρόσληψης) προφάνειες, αν έχουμε τη δυνατότητα να την κωδικοποιήσουμε πάνω στο προκρούστειο, ίσως, κρεβάτι μιας σαφέστατης (κάθε σαφήνεια αποτελεί παρηγοριά, ανακούφιση και άθλο) γραμματικής και συντακτικού (άμεμπτα, τονίζω και πάλι, πράγματα. Εν μέρει.), αν τη γειώσουμε, υπακούοντας στις εγκόσμιες νομοτέλειες που ορίζουν και παρέχουν την Κατανόηση, προκειμένου να τη γευθούμε. ΑΝ, κοντολογίς, απαιτούμε να μας …παραδοθεί. Αλήθεια, τι να σημαίνει μια τέτοια βούληση να μας παραδοθεί κάτι ; Αυτό επιζητούμε από τη Γραφή δια της Αναγνώσεως που επιχειρούμε ; Αυτό είναι που ουσιαστικά μας καίει ; Μια κατάκτηση ; Μια παράδοση ; Πόσο σπαραχτική ή ενοχλητικά παραπονιάρικη μπορεί να γίνει μια τέτοια βούληση, ταλαντεύοντας (μειωτικά; απελπιστικά ανθρώπινα [Αllzumenschliches] ; ) το αναγκαστικό ορθοστήσιμο (=σύμβολο λατρευτικής συνουσίας ;) της Ύπαρξης ;
        Το λέω αυτό, μια που περιπολεύει και κλωθογυρνά στο κεφάλι μου κι ο στίχος «Αχ ομορφιά κι αν δεν μου παραδόθηκες ολόκληρη ποτέ…». Δεν είναι πως ηχεί παράφωνα μια τέτοια επιθυμία, ούτε πως μοιάζει ακατανόητη, ούτε  πως δεν ηχούν βαθιά ανθρώπινες οι νότες της στη ψυχή μας που διψά σαν έλαφος, όμως, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, γιατί να παραδοθεί η Ομορφιά ; Τι μας σπρώχνει σε μανίες συζυγίας, σε μανίες γάμων ; Μπορούμε να φέρουμε κάτι δίχως να το έχουμε ; Είναι δυνατόν να είμαστε ιερείς δίχως ναό (ανίδωτη θρησκευτικότητα στην ανθρώπινη Ιστορία…), δεσμευμένοι δίχως στεφάνι ; Τι θα σήμαινε μια ανοιχτή σχέση με ένα κείμενο, με την… Ομορφιά ; Γίνεται να αχθοφορούμε συνουσιαστικά και οργιαστικά ένα κείμενο δίχως να το κατέχουμε, δίχως να το περνούμε κάποτε από το τελωνείο της λογικής μας, δίχως να το νομιμοποιούμε με συμβατικές ιερολογήσεις οδηγώντας το, ακολούθως, να μας συνταξιοδοτεί ; Πώς θα φάνταζε ο άνθρωπος μέσα στην αγκαλιά μιας διαρκώς παραδομένης, πέραν του ακαριαίου και του αιφνίδιου της στιγμής, Ομορφιάς ; Τί θα γινόταν η διάρκεια της Ομορφιάς εντός μας ; Ποιές ηλικίες θα μετερχόταν περιορισμένη (γίνεται ποτέ;) στα όριά μας ; Τί  μετασχηματισμούς και απειλητικές μεταμορφώσεις θα επιζητούσε να οικειωθεί προκειμένου, ελεητικά, να μη μας πλαστογραφήσει ; Ακόμη περισσότερο, να μη μας περάσει ανεπαισθήτως χαλκάδες ; 
Κατέχεται ποτέ ένα (αξιόλογο ;) κείμενο ; Τελειώνει ποτέ (με συνέπεια να μας τελειώνει) ; Πώς δεχόμαστε κάτι, πώς του προσφέρουμε ιθαγένεια στην επικράτειά μας ; Πώς απαρτίζεται μια δεξίωση ; Ω ας εξαπολύουμε ανεκπλήρωτα επιφωνήματα δίχως μεμψιμοιρία. Ας στήνουμε σιδηροτροχιές δίχως προδιαγεγραμμένους κι αυτονόητους προορισμούς. Ας επιμένουμε να θεωρούμε κίνηση εγκλωβισμένοι σε νησιά Καλυψούς. Ας αρνηθούμε μικροψυχίες ονείρων ιδιοκτησίας. Ας αντικρίζουμε κίνηση στη στάση. Ας αιτούμαστε προσδοκώντας, ανομολόγητα κατά βάθος, ριζικό ξεστράτισμα. Ας βαρεθούμε να μας κανακεύει το αίτημα, να μας δίνεται. Ας τα ζητήσουμε όλα, μα όλα, εγκαταλείποντας. Ας τα καθίσουμε διώχνοντας. Ας διψάσουμε μια πανερωτική εγκατάλειψη. Αφημένοι. Μόνοι. Πάνω στο ξύλο του έρωτα. Ολομόναχοι. Βγάζοντας μια κραυγή κι ωστόσο, λόγω της μύησης και της μυστικής γνώσης μας, ολότελα σιωπηλοί κατάψυχα. Ειρηνεμένοι. Ας εγκαταλείψουμε τις εύκολα ή λογικά περιγράψιμες προσδοκίες. Ας φανούμε γενναιόδωροι. Rock us Poetry ! Rock us
2.
          Και η Ανάγνωση τού αναγνώστη, που θα συνιστά ουσιαστικά Γραφή εκ μέρους του, συν–γραφή, θα αποσπά δημιουργικά (κατ’ ανάγκην ακόμη ; Ενδιαφέρουσα υπόθεση : τα … λοξοδρομικά κείμενα διέπονται, πολύ περισσότερο από τα ακόπως και συμβολαιοτραφή εύληπτα, από έναν Νόμο ριζικής ευθυβολίας και αμεσότητας και κατά τούτο λογικοκρατούνται ;) από τους υπαινιγμούς και τις λοξοδρομήσεις του κειμένου, διαφωτιστικές …λογικές αλληλουχίες, ποιητικοπαγείς ελλάμψεις που θα προσπορίζουν αυτάρκεια και αυτοδυναμία στην αναγνωστική του προσπάθεια και τέλος, επικοινωνιακή αυθαιρεσία (=μη πιστότητα στο εμπρόθετα ενικό νόημα του συγγραφέα, που ψηφιδογραφείται με τις ψηφίδες των Λέξεων [αντικειμενικών οντοτήτων] και στοιχειοθετεί το Κείμενο) που θα οδηγεί την Ανάγνωση σε λιμένες ή και ωκεανούς – το ευτυχέστερο – πρωτοϊδωμένους και θαυμαστούς για τον ίδιο τον αναγνώστη, μια που θα βρίσκεται εντός του πεδίου της ψυχής του και των ικανοτήτων της που θα βγαίνουν… «στην αναφορά» ενώπιόν του κατά τρόπο… ποιητικό ! Απαγορεύονται ως στοχεύσεις τα παραπάνω ; Είναι παλαιομοδίτικα ; Δεν έχουν γίνει αντιληπτά, ακόμη, ως λογική συνέπεια αλλά έχουν, ίσως, επαινεθεί διαισθητικά ; Ζητά κάποιος (αναγνώστης) κάτι περισσότερο ή κάτι λιγότερο από το παγιωμένο πια κείμενο ; Ε, ας το συμπληρώσει ή αφαιρέσει μονάχος του, θα προέτρεπα. Οφείλει να ενδιαφέρεται ένα κείμενο για τα παραπάνω ερωτηματικά ; Όχι, θα απαντούσα αδίστακτα. Τουναντίον, ίσως οφείλει να αδιαφορεί. 

Χαμηλόφωνα και σιγαλοπρεπώς. Διότι, τι είναι ένα κείμενο, μια Γραφή ; Επιχειρώ, ρισκαδόρικα, και πάλι ορισμό :
α) ένα αποτετελεσμένο  ον (ΑΚΙΝΗΤΟ) που δεξιώνει προσθαφαιρέσεις (!) μέσω του γίγνεσθαι της αναγνωστικής λειτουργίας (ΚΙΝΕΙΣΘΑΙ).
β) Μια δυνατότητα ελευθερίας κλεισμένη σ’ ένα κιβώτιο πλαστικότητας.
γ) Ένα αγγείο άπειρης χωρητικότητας με σαφέστατες διαστάσεις. δ) Ένας νεκρός που περιδιαβάζει υπό τον ήλιο στο Μέλανα Δρυμό.
ε) Μια αυτάρκης έλλειψη.
στ) Μια Κόρη μελαχρινά εύγλωττη από το Μέλλον που ψευδίζει στο Τώρα.
ζ) Το απροσδόκητο που μαιευτικά αληθογραφεί.
η) Το προγραμματικά ασχεδίαστο που λαστιχώνει τα κατά φαινόμενο τετελεσμένα Γεγονότα.
θ) Ένας σεισμός ανεπίγνωστης κλίμακας που αναγκαστικά γεωδοτεί.
ι) Ένα επαναστατημένο ναυάγιο που εφημερεύει .

Ω, ως φαίνεται, βγήκαμε κερδισμένοι από τη βουτιά σε ταραγμένα νερά κραδαίνοντας στα χέρια μας μια πυθαγόρεια τετρακτίδα ! Η θάλασσα δεν απο–γοητεύει ποτέ.

3.
       Ας προχωρήσουμε. Τονίζω εμφατικά πως, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν μπορώ εδώ να αναπτύξω τον προβληματισμό μου για τα θιγόμενα θέματα. Εκθέτω απλά, προς το παρόν. Ελπίζω σε μια ευκαιρία στο μέλλον για μια εμπεριστατωμένη μελέτη. Εδώ, αρκεί νομίζω η σχηματικότητα. Υπό τον όρο να προσκαλεί ετερογλωσσία, να κλητεύει συνειρμούς, ερωτήματα, δεδομένα και συστατικά, που θα χρησιμεύσουν για μια κατά μέτωπο διερεύνηση του «αντι–κειμένου» μας στο μέλλον. Και λέγοντας ετερογλωσσία, εννοώ να μπορεί να διαβάζει ελκυστικά ο φυσικός τα εδώ γραφόμενα και να βλέπει φυσική. Να διαβάζει ο ποιητής και να βλέπει ποίηση. Ποιά είναι, λοιπόν, η πρώτη ύλη κάθε κειμένου ; Είναι το Κενό, απαντώ. Το λευκό χαρτί, αν στενέψουμε το πράγμα στην καθαρά συγγραφική του διάσταση. Εν αρχή ην το Κενό, «waste and void» για να θυμηθούμε τον ποιητή.
 Πώς να θεωρήσει κανείς το Κενό ; Δύσκολη ερώτηση. Θεωρείται ; Εγώ εδώ θα προτείνω να θεωρηθεί ως… πεδίο. Και μάλιστα, ως ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο. Που θα ισχύει εξίσου, ως τέτοιο, τόσο για τη Γραφή, όσο και για την Ανάγνωση. Άλλωστε, κι η τελευταία από το Κενό ξεκινά και εντός τέτοιου είδους πεδίου διατελεί. Ας πούμε, ότι το Κενό είναι ένας δεξιωτής, ένας ξενιστής, ένας ευπροσήγορος (!) και καταδεκτικός παν–δοχέας. Το Κενό είναι ένα παν–δοχείο. Ένα …ον που εντός του ρίχνεις κάτι. Και που αυτό το κάτι στηρίζεται πάνω του και συγκρατείται (!). Φιλοξενείται εκεί. Κι ό,τι ρίχνει κανείς στο Κενό, ή στην λευκή κόλλα αν προτιμάτε, συνιστά αυτό που αποκαλούμε Κείμενο. Κείμενο, δηλαδή κάτι που είναι πεσμένο, ριγμένο, ευρισκόμενο κάπου. Αυτό το κάπου εδώ είναι το Κενό. Κι αν έτσι, τότε ποριζόμαστε την πρώτη μας αμηχανία σχετικά με την καταληπτότητα και την ευκρίνεια, διότι πόσο καταληπτό μπορεί να είναι ένα Κενό, πόσο ευκρινές ; Και, φέρνοντας στο νου τα δύο κριτικά σχόλια που έγιναν για τη σχηματική εκείνη εισαγωγή μου στο αραβικό πολιτισμικό παράδειγμα, είναι χρήσιμο να θέσουμε εδώ το ερώτημα : πόσο ουσιωδώς αποφάνθηκαν αμφότεροι οι κριτικοί ;… Σίγουρα ένα Κείμενο δεν είναι (;) Κενό. Όμως, προέρχεται απ’ αυτό. Κι αν έτσι, τότε η προέλευση του κειμένου εξακολουθεί να υποσημαίνεται στο Κείμενο. Υπονοώ πως εν τέλει, κάποτε, ένα Κείμενο μπορεί να είναι ένα Κενό. Ίσως, σε μια εσχατολογία των Κειμένων κάθε Κείμενο να αποβαίνει Κενό, όπως λίγο παρακάτω αναφέρω απορητικά.

        Ωστόσο, συμβατικά αν προτιμάτε, ένα κείμενο δεν είναι ένα κενό ον. Μπορεί να εδράζεται στο Κενό, όμως το υπερβαίνει. Αποπειράται την κατάργηση του Κενού. Ανεπιτυχώς ή όχι, δεν μας αφορά εδώ. Προσπαθεί να στιγματίσει το Κενό. Να το σχηματοποιήσει. 
Να το μορφοποιήσει. Να εγγράψει σ’ αυτό περιγράμματα, όρια. Πώς ένα κείμενο το επιχειρεί αυτό ; Μέσω των στοιχειωδών σωματιδίων που το αρθρώνουν, που το χτίζουν. Μέσω των λέξεων και ακόμη περισσότερο μέσω των φωνημάτων που τις αρμολογούν. Βλασταίνει, όμως, σαν πειρασμός αυτόματα η σκέψη : αν η αρχή ταυτίζεται με το τέλος, ας πούμε κατά το «γη εί και εις γην απελεύσει», αν διέπει τα όντα το σχήμα ενός πλήρους κύκλου, με την υπόνοια ίσως μιας σπείρας για να ακριβολογούμε, τότε μπορεί ποτέ εσχατολογικά να λέει κάτι (σαφές ; κρυπτικό ; καθ’ ολοκληρίαν ;) ένα Κείμενο, αφού ή μήτρα του, η καταγωγή, η πρώτη του ύλη είναι το Κενό και η πιθανότερη κατάληξή του είναι και πάλι το Κενό ; Με άλλα λόγια, οτιδήποτε ξενίζεται πάνω στον Ξενιστή μας, μπορεί να λέει κάτι ; Μιλά το Κενό ; Μιλούν τα στοιχειώδη σωμάτια που φιλοξενεί ; Έχω δώσει κατά καιρούς, δοκιμιακά, κάποιες «απαντήσεις». Επιφυλάσσομαι να «απαντήσω» εκ νέου σ’ αυτό κάποια άλλη φορά. Για τώρα, αρκεί αυτό που μού ’ρχεται αυθόρμητα στο νου : «Τι θα φοράς συνεννόηση να σε γνωρίσω ώστε να μη χαθούμε πάλι μες στους πολυπληθείς σωσίες σου ; » (Κική Δημουλά, «Ραντεβού με μιαν άγνωστη»).     

       Τα στοιχειώδη σωμάτια που ρίπτονται στο ηλεκτρομαγνητικό πεδίο του Κενού, οι λέξεις δηλαδή και τα φωνήματά τους, που αποτελούν νομοτελειακά και τον άπειρο μικρόκοσμο που διέπει τα στοιχειώδη σωμάτια, είναι οι πυρηνικές μονάδες κάθε Κειμένου, τα … Κουκούτσια του. Είναι τα άτομα, μόρια, πρωτόνια, νετρόνια, νετρίνα, μποζόνια κλπ της Γραφής. Είναι θέμα (μερικής ;…) επιλογής του δημιουργού (συγγραφέα) ποιά θα «πέσουν» στο ηλεκτρομαγνητικό πεδίο του Κενού. Όμως, φυσική (με βάση το αυτοδύναμο της ίδιας της Γλώσσας) τους ιδιότητα είναι να δημιουργούν Κόσμο (κατά βάση, όπως ευθύς θα δούμε, αυτόνομο και αυτοδύναμο Κόσμο). Και αναλόγως της επιλογής προκύπτει και ανάλογος Κόσμος. Όχι, ωστόσο, αυτονόητα πάντοτε κλεισμένος Κόσμος στην (μερική του δημιουργού ή γενική κατ’ επίνευση της Έμπνευσης) αρχική επιλογή του δημιουργού. Τα στοιχειώδη αυτά σωμάτια έχουν, παράλληλα, την ιδιότητα να δημιουργούν και ανεξάρτητο ή ανεξάρτητους, αυτόνομο ή αυτόνομους, Κόσμο/Κόσμους. Έτσι, για να είμαστε ακριβέστεροι, δημιουργούν Κόσμους. Αληθινούς, ως δυνατούς ή υπαρκτούς, Κόσμους. Και συνεπώς, ο («έξωθεν» του Κειμένου φυσικός) Κόσμος αποδεικνύεται δια του κειμένου οντολογικά πληθυντικός ! Το «δέντρο» όταν γράφεται γίνεται «τα δέντρα» αναγνωστικώς. 
Εντός του (λογής) Κειμένου ζούμε σε Κόσμο Κόσμων. Σε Κόσμους, δια των κειμένων και των πιθανών αναγνώσεών τους. Προκύπτει, πως κάθε γράφεσθαι του Κόσμου έχει ως συνέπεια την πληθυντικότητά του. Η πληθυντικότητα όμως, ακριβώς ως τέτοια, ευνοεί και την πολλαπλότητα των νοημάτων, που ενδεχομένως υπάρχουν αφ εαυτών στο κείμενο δια των πρωτογενών του στοιχείων, των λέξεων και των φωνημάτων τους δηλαδή, όσο και την πολλαπλότητα των ενδεχόμενων αναγνώσεων που μπορεί και να αντικρούουν η μία την άλλη καθόλα νόμιμα. Έτσι, είναι θα λέγαμε αποδεκτή κάθε ανάγνωση ενός Κειμένου και επιπλέον κάθε κείμενο δεν είναι ποτέ ο εαυτός που φαντάστηκε γι αυτό ο συγγραφέας του, αλλά είναι αποκλειστικά και μόνο ο εαυτός του. Εκείνος ο εαυτός που έχει δημιουργηθεί από την ρίψη των στοιχειωδών σωματιδίων στο ηλεκτρομαγνητικό πεδίο του Κενού. Αυτό είναι κάθε κείμενο. Παρεκβατικά μιλώντας στο σημείο αυτό, θα έλεγα ότι δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει κανείς με τα παραπάνω που αφορούν σ’ αυτό που αποκαλώ ΦΥΣΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ. Θα ήταν σαν να προσέκρουε αντιρρητικά (!) στη φυσική πραγματικότητα του Κόσμου που μας περιβάλλει. Κι αν όντως έτσι έχει το πράγμα, τότε σε μια τέτοια συμφωνία γίνεται αντιληπτό πολύ εύκολα πως ακυρώνονται οι (λογής) κρωγμοί αυτόκλητων παραδοσιοκρατών και καθαρευόντων, που πιο πάνω αναφέραμε. Δεν μπορούν να γεννηθούν αντιρρήσεις για τη φυσική πραγματικότητα της Γραφής. Υφίσταται μια (υποχρεωτική) συμφωνία όλων. Αυτό, θα λέγαμε, είναι και το πολύτιμο δώρο που προσφέρουν το Κενό και τα στοιχειώδη σωμάτια που φιλοξενεί. Υπό την οπτική αυτή, …κατ’ ανάγκη (!;) επέρχεται σύμπνοια. Συμφωνία. Κατάφαση. Αποδοχή. Θαυμάζει κανείς : Βρε τι σού ’ναι τα πρωτογενή υλικά !!! Παν–δοχεία !

4.
      Ωστόσο αυτό που ενδιαφέρει εδώ είναι η αυτόνομη σημασία και λειτουργία του γλωσσικού σημείου, της λέξης, κι αυτό διότι παραπέμπει κατευθείαν στο Κείμενο και αφορά άμεσα το Μικρό μας Χρονικό. Αυτή η αυτονομία υπάρχει φύσει μόνο μέσα στο Κείμενο και στο συνακόλουθο γίγνεσθαί του μέσω της Ανάγνωσης. Απαραίτητη αρχή για την ανάδυση αυτής της αυτονομίας είναι η ύπαρξη τουλάχιστον δύο στοιχειωδών σωματιδίων, δύο λέξεων δηλαδή. Εγγραφόμενες στο ηλεκτρομαγνητικό πεδίο του Κενού, που μετασχηματίζεται σε Κείμενο και ακριβώς ως τέτοιο ασκεί τις ηλεκτρικές και μαγνητικές του ιδιότητες, οι λέξεις αυτονομούνται από την πρόθεση του συγγραφέα τους και τις πιθανές νοηματοδοτήσεις του σ’ αυτές, αλλά και από αυτή καθεαυτή τη συμβατική γλωσσική σημασία τους στην καθομιλουμένη. Αυτό προσεγγίζει σ’ ό,τι αποκαλεί ο Saussure «συνειρμική σχέση». Η αυτονομία αυτή υπάρχει στο Κείμενο ευθύς εξαρχής επιπέσουν στο πεδίο του οι λέξεις αυτές. Όμως, δεν ενεργοποιείται αν δεν επισυμβεί το γεγονός της Ανάγνωσης. Αυτό ακριβώς το Γεγονός της Ανάγνωσης είναι εκείνο που θέτει σε λειτουργία όλο το ηλεκτρομαγνητικό φορτίο και την κβαντική απροσδιοριστία τους.
 Φυσικά, σε διαφορετικούς τύπους κειμένων, όπως ένα δοκίμιο, ένα πεζογράφημα, ένα θεατρικό έργο ή ένα ποίημα αναλογούν και διαφορετικού είδους αυτονομίες. Λόγου χάρη σ’ ένα ποιητικό κείμενο η αυτονομία είναι τέτοιου μεγέθους, ώστε να φτάνει μέχρι στα απώτατα σημεία της Γλώσσας, δηλαδή τα στοιχειώδη εκείνα σωμάτια, τα φωνήματα, που συνθέτουν την πιο απλή γλωσσική μονάδα που αποκαλούμε λέξη. Μάλιστα, στο ποιητικό κείμενο υπάρχει η δυνατότητα να επιτευχθεί κειμενική κινητικότητα (να δημιουργηθούν αυθαίρετοι, αυτόνομοι, ανεξάρτητοι, απελευθερωτικοί, άναρχοι, …συνειρμοί) ακόμη και με την απλή ύπαρξη ενός και μόνου φωνήματος, ενός γράμματος, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει με άλλου είδους κείμενα, που στηρίζονται σε πιο σύνθετες δομές και όχι στην στοιχειακότητα όπως η Ποίηση. Πιο σύνθετες κειμενικές δομές είναι εκείνες που συντίθενται από μια σειρά στοιχειωδών σωματιδίων, που κατά βάση απαρτίζει ό,τι αποκαλούμε πρόταση. Αυτό συμβαίνει σε κάθε κειμενικό πεδίο που αντιπροσωπεύει ό,τι αποκαλούμε πεζογράφημα, πρόζα. Όχι στην Ποίηση. 

        Σύμφωνα μ’ αυτό, έχει λόγο ύπαρξης η αναζήτηση του Φλωμπέρ για τη “mot juste”, καθώς και η αγωνία, ας πούμε, των ιμαγιστών για την αποφυγή της περιττής λέξης, όμως μόνο από τη σκοπιά του συγγραφέα, όχι από εκείνη του Κειμένου ! Είναι απολύτως γόνιμο και απαραίτητο να αντιληφθούμε κάποτε, πως το Κείμενο δεν είναι μόνο ο συγγραφέας του, αλλά είναι [και] ο εαυτός του. Πρωτίστως. Κατά τούτο, δεν υπάρχει για το Κείμενο περιττή ή απροσδιόριστη λέξη. Τέτοια υπάρχει μόνον για το συγγραφέα του.
 Κι αυτό, διότι ακριβώς χάρη στην αυτονόμηση κάθε Κειμένου από το συγγραφέα του, το εκάστοτε Κείμενο καθίσταται απροσδιόριστο εξαιτίας του γίγνεσθαί του και σε έσχατη ανάλυση απολύτως ακριβές, απολύτως συγκεκριμένο, χάρη της εγγενούς Απροσδιοριστίας του !!! Ακριβές είναι μόνον το Απροσδιόριστο κατά τη συνουσιακή του μεθεκτικότητα. Η Απροσδιοριστία δύναται να κυριολεκτεί μόνο καθ’ έκαστον. Μάλιστα, χωρίς να απεμπολεί κανένα οντολογικό της γνώρισμα κατά τη μεταμόρφωσή της αυτή. Η συμβατικόφρων κυριολεξία επιχειρεί ασυνείδητα και ανεπίγνωστα να απομειώσει το αχαλιναγώγητο του Κειμένου, καθιστώντας το θνησιγενές τελικά. Η Απροσδιοριστία προσδιορίζεται (!), χάρη της κινητικής αυτονομίας του Κειμένου που αναγνωστείται (δεν γράφω αναγινώσκεται… Αυτός ο νεολογισμός, μεταξύ πολλών άλλων που έχω τη μανία να βρίσκω ταξιδεύοντας στη γλώσσα που ζει πλάθοντας κόσμο…, εκφράζει, καλύτερα, βρίσκω, τη χροιά αυτού του κινείται στο νου και την καρδιά μου…) παραμένοντας ριζική Απροσδιοριστία (…Κενό με άλλα λόγια ; ). Με άλλα, απλούστερα, λόγια, η προσωπική Ανάγνωση είναι εκείνη που μεταβάλλει τη ριζική και φυσική αυτονομία και απροσδιοριστία των Κειμένων σε γλωσσική ακρίβεια και κυριολεξία στα χέρια του αναγνώστη. Να γιατί παραπάνω αναρωτηθήκαμε αν τελικά λένε κάτι τα Κείμενα ή για το αν μιλά, τελικώς, το Κενό. Η απάντηση ας δοθεί από τους αναγνώστες αυτού του Μικρού Χρονικού.       
  
    [ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΕΔΩ]

©  ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ


Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2016

Christina - Georgina Rossetti (1830 - 1894)

Αναδημοσίευση από το περιοδικό παρέμβαση Τεύχος 180 -181. απρίλιος- αύγουστος 2016

Portrait of Christina Rossetti, by her brother Dante Gabriel Rossetti


Ματαιότης ματαιοτήτων 
( The Prince's Progress and Other Poems, 1866)

Θρηνώ την ηδονή που είναι μάταια
Θλίβομαι για τη δόξα που έχει παρέλθει:
Ηδονή που λύπη φέρνει τελικά,
Δόξα που απολαβή καμιά δεν έχει!
Έτσι μιλάει η θλιμμένη μου καρδιά· κι αυτό
θα λέει ώσπου το μέγα αγγελόκρουσμα
την πόρτα της χτυπήσει, και το φεγγάρι και τον ήλιο εκτοπίσει,
τα άστρα παρασύροντας ως ξαφνική βροχή.
Κι οι άνθρωποι με φόβο πάντα λυγίζουνε,
κάτω απ' το ασήκωτό τους βάρος·
Κι οι γέροι βαριεστημένα θα πλαγιάζουνε
Κι οι δυνατοί κατάκοποι θε να ξυπνούνε,
Ναι, ακόμα κι οι νέοι με αναστεναγμούς θα αποκρίνονται,   
Λέγοντας μεταξύ τους: Πόσο μα πόσο μάταια όλα τούτα είναι!

Απόδοση: Άννα Κουστινούδη


 Κριστίνα Τζωρτζίνα Ροσέτι (5 Δεκεμβρίου1830 – 29 Δεκεμβρίου1894) ήταν Αγγλίδα ποιήτρια και αδελφή του ποιητή και ζωγράφου Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι (Dante Gabriel Rossetti) καθώς και των Ουίλιαμ Μάικλ Ροσέτι (William Michael Rossetti) και Μαρία Φραντσέσκα Ροσέτι (Maria Francesca Rossetti). Ο πατέρας τους, Γκάμπριελ Ροσέτι (Gabriele Rossetti), ήταν Ιταλός ποιητής και πατριώτης από τη Νάπολη, που ζήτησε πολιτικό άσυλο στην Αγγλία, και η μητέρα τους, Φράνσις Πολιντόρι (Frances Polidori), ήταν αδελφή του γιατρού και προσωπικού φίλου Λόρδου ΒύρωναΤζον Ουίλιαμ Πολιντόρι (John William Polidori).
Η Ροσέτι γεννήθηκε στο Λονδίνο και μορφώθηκε στο σπίτι από τη μητέρα της. Στις αρχές της δεκαετίας του 1840, η οικογένειά της αντιμετώπισε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, καθώς επιδεινώθηκε η σωματική και ψυχική υγεία του πατέρα της. Όταν η ίδια ήταν δεκατεσσάρων ετών υπέστη νευρικό κλονισμό, γεγονός που επηρέασε και τη μετέπειτα ζωή της, καθώς κατά περιόδους έπασχε από κατάθλιψη και σχετικές ασθένειες. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου της ζωής της η Ροσέτι, μαζί με τη μητέρα και την αδελφή της συμμετείχαν στο Αγγλο-Καθολικό κίνημα που ήταν μέρος της Εκκλησίας της Αγγλίας, και αυτή η θρησκευτική αφοσίωση έπαιξε σημαντικό ρόλο στην προσωπική ζωή της Ροσέτι για το υπόλοιπο της ζωής της. Προς το τέλος της εφηβείας της είχε αρραβωνιαστεί το ζωγράφο Τζέιμς Κόλινσον (James Collinson), αλλά τελικά ο δεσμός τους διαλύθηκε λόγω θρησκευτικών διαφορών ( ο Κόλινσον ασπάστηκε τον Καθολικισμό). Αργότερα διατηρούσε δεσμό με τον γλωσσολόγο Charles Cayley, αλλά δεν παντρεύτηκαν επίσης για θρησκευτικούς λόγους.
Εικόνα από το εξώφυλλο τη συλλογή ποιημάτων της Κριστίνα Ροσέτι Goblin Market and Other Poems(1862), από τον αδελφό της Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι
Αν και η Ροσέτι ξεκίνησε το συγγραφικό της έργο σε νεαρή ηλικία, η ποιήσή της δεν έτυχε ιδιαίτερης προσοχής μέχρι τη δημοσίευση της συλλογής Goblin Market and Other Poems το1862. Η συλλογή συγκέντρωσε πολλούς κριτικούς επαίνους, και σύμφωνα με την βιογράφο της Τζαν Μαρς (Jan Marsh), "ο θάνατος της Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνινγκ (Elizabeth Barrett Browning) πριν από δύο μήνες οδήγησε στο να αναδειχτεί η Ροσέτι φυσική διάδοχός της ως διακεκριμένη γυναίκα ποιήτρια." Το ποίημα του τίτλου της συλλογής αποτελεί το πιο γνωστό έργο της Ροσέτι. Παρόλο που με μια πρώτη ματιά μπορεί να φανεί ως ένα παιδικό ποίημα με ομοιοκαταληξία για τα δεινοπαθήματα δύο αδελφών με τελώνια, το ποίημα είναι πολυεπίπεδο, προκλητικό και περίπλοκο, και οι κριτικοί του έχουν δώσει πολλές διαφορετικές ερμηνείες, βλέποντάς το σαν μια αλληγορία για τον πειρασμό και τη σωτηρία ή σαν ένα σχόλιο πάνω στους ρόλους των φύλων και τη δραστηριοποίηση των γυναικών κατά τη Βικτωριανή εποχή, καθώς και σαν ένα έργο για την ερωτική επιθυμία και την κοινωνική επανόρθωση. Κάποιοι αναγνώστες του αποδίδουν μια ομοιότητα με το ποίημα του Σάμιουελ Τέιλορ Κόλριτζ(Samuel Taylor Coleridge) "Ancient Mariner" , δεδομένου του θρησκευτικού θέματος του πειρασμού και της αμαρτίας, και της λύτρωσης μέσω του βασανισμού για χάρη των άλλων.
Κατά τη διάρκεια του υπολοίπου της ζωής της, η Κριστίνα Ροσέτι συνέχισε να γράφει και να δημοσιεύει το έργο της, αφοσιώθηκε όμως περισσότερο στα γραπτά περί θρησκευτικής πίστης και σε παιδική ποίηση. Παρόλο που οι κανόνες της θρησκείας καθόριζαν τον τρόπο ζωής της, εξακολουθούσε να διατηρεί έναν ευρύ φιλικό κύκλο, και για δέκα χρόνια εργαζόταν εθελοντικά σε ίδρυμα υποστήριξης γυναικών "κακής φήμης". Ήταν αναποφάσιστη σχετικά με το δικαίωμα ψήφου των γυναικών, αλλά πολλοί ακαδημαϊκοί έχουν προσδώσει φεμινιστικό χαρακτήρα στην ποίησή της. Επιπλέον, όπως λέει η Μαρς, "ήταν αντίθετη στον πόλεμο, τη δουλεία (στον Αμερικανικό Νότο), τη σκληρότητα προς τα ζώα, την εκμετάλλευση ανήλικων κοριτσιών στην πορνεία και όλες της μορφές στρατιωτικής επιθετικότητας".
Το 1893 η Ροσέτι προσεβλήθη από καρκίνο. Πέθανε τον επόμενο χρόνο, στις 29 Δεκεμβρίου 1893, και τάφηκε στο Κοιμητήριο Highgate. Στις αρχές του εικοστού αιώνα η δημοτικότητα της Ροσέτι έφθινε, όπως και η φήμη πολλών αξιόλογων συγγραφέων της Βικτωριανής εποχής, μπροστά στην ορμητικότητα του Μοντερνισμού. Η Ροσέτι παρέμεινε αφανής μέχρι τη δεκαετία του 1970, οπότε και φεμινίστριες ακαδημαϊκοί άρχισαν να ανακαλύπτουν ξανά το έργο της και να γράφουν για αυτό. Τις τελευταίες δεκαετίες τα γραπτά της Ροσέτι επανήλθαν στο προσκήνιο, και ξανακέρδισαν την είσοδό τους στο Βικτωριανό λογοτεχνικό κανόνα.

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2016

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΣΩΚΟΣ "Μεθυσμένη Πανσέληνος"

         


Με  χαρωπή τη  χαύνωση
αρόδο  καραβιών
μέσα  στα  δένδρα  πρόβαλε
πρόσωπο  μεθυσμένου
τ΄  όλο  φεγγάρι.

Κι  αναχάραζε 
αγναντεύοντας  τη  βουερή  θνητότητα
που  πάλλονταν
στη  λαμπυρίζουσα  όψη  της  γης.

Γιατί  τόσοι  ύμνοι  στο  φεγγάρι;

Κατάματα  να  το  κοιτάς
καθώς  τις  κόπιτσες
στο  ρούχο  του  χρόνου
ξεκουμπώνει
ρεμβάζοντας  μπορείς
και  το  ελάχιστό σου 
παρευθύς  να  συλλογιέσαι,

όμως  κι  αυτό  το  αφελές
δεν  γνώριζε  ποσώς
για  τη  λαμπρότητά  του
που  είναι  δανεική
όπως  κι  η  ευφροσύνη

στου  μεθυσμένου  το  κεφάλι.


*Ο Ζαχαρίας Σώκος είναι δημοσιογράφος και ποιητής.

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

"ΤΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΤΗΣ ΣΚΙΑΣ" του ΤΑΚΗ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗ




Ενώ προχωρούσε ο Σεπτέμβρης, κι ιδίως αν ψύχραινε και κάπως ο καιρός, συναντιόταν, νοερά, συχνά μ' εκείνον τον Σεπτέμβρη του '71. Βρισκόταν στο πλοίο για τον Πειραιά, μόνος χαζεύοντας τα κύματα, ονειροπολώντας τη δική του τη ζωή με φράσεις από ξένα, εφηβικά τραγούδια σε πεζό ρυθμό:
''Tώρα η πόλη σε καλεί από καιρό. Το όνειρο. Το δέος. Η άγνωστη πόλη. Οι κλειστές θύρες.Οι άνθρωποι που όλο τρέχουν, που σ' αφήνουν μόνο...'' 
Βέβαια εκείνο το παράξενο διήγημα ''Ο ΄Αλλος", με το ίδιο θέμα, πού'χε δημοσιεύσει ο Υιός της Νύχτας σ' ένα μισοτριμμένο κατοχικό λαϊκό περιοδικό, δεν τό'ξερε ακόμη - χρόνια πολλά μετά τό'χε μαζέψει από ένα καρότσι του δρόμου. Κι από τότε που το διάβασε, πάντα συνέδεε (κυρίως όταν ήταν μελαγχολικός και σκοτισμένος), τα λόγια του με κείνον τον Σεπτέμβρη του '71, με τη δική του τη ζωή. 
Ο ένας, έλεγε το διήγημα, - Νάσος τ' όνομά του-, καθισμένος σ' ένα βαγόνι τραίνου ερχότανε στην πόλη απ' το χωριό του. Κι ο άλλος, καθιστός στο τραίνο, απέναντί του - ''δυο μάτια μόνο κουρασμένα και στεγνά, δυο μάτια ξέθωρα που, από τον τρόπο που κυττούσαν, φαίνονταν πως είχαν δει πολλά... ένας νέος με πρόσωπο στεγνό καθώς τα μάτια του-, ένας νέος δίχως ηλικία... Και τα μάτια του που τού μιλούσαν δίχως καν ο Νάσος να τα κυττάζει: 
''- Πού πας, πού πας μες στον μεγάλο κόσμο; Ο κόσμος είναι μια βαθειά, θανάσιμη παγίδα! Θα συμπαρασυρθής απ' τους τροχούς του και θα γίνης λυώμα, λυώμα, λυώμα! Γύρισε στον τόπο σου, στο ταπεινό σου σπίτι και κλείσε τα παράθυρα καλά...'' 

Τώρα, σαράντα τόσα χρόνια μετά απ' το φθινόπωρο εκείνο του '71, είχε δει κι αυτός πολλά : Σκιές που γλυστρούσαν κυνηγημένες απ' τη νύχτα τυλιγμένες στο σκοτάδι... στρατιώτες που περνούσαν... αεροπόρους μες στις φυλλωσιές των δέντρων... ναύτες κάτω από τις φωτεινές επιγραφές των κινηματογράφων... σκιές στην εκπλήρωση του πόθου μες στο σκοτάδι, όταν η πόλη πλημμύριζε από φως... σκιές παράνομης ύπαρξης.. κυνηγημένης κοινωνικής υπόστασης..., σκιές περιπολικών της Αστυνομίας στα δάση της πόλης και στις ύποπτες συνοικίες του λιμανιού. Και, ώρες -ώρες, κάτω από νυσταγμένα φεγγάρια, με το τραίνο απ' το σιδηροδρομικό σταθμό, κατάκοπος γυρίζοντας στο σπίτι, θαρρούσε - όταν ήταν κουρασμένος, κυρίως, απελπισμένος-, πως έβλεπε απέναντί του κείνα τα μάτια του διηγήματος ''Ο ΄Αλλος'', συλλογιζόμενος πώς κανείς δεν βγήκε ποτέ φευγάτος απ' το πορτραίτο της σκιάς, πάντα ήταν πολύ αργά, πάντα αντίθετα προς την ηθική τάξη, ενώ κείνα τα μάτια του άγνωστου νέου χωρίς ηλικία δεν έπαυαν ποτέ να του μιλούν : 

''-...βούλωσε τις χαραμάδες, μην έμπουν μέσα υποσχέσεις δολερές, της μακρυνής σειρήνας - της ζωής!'' Κύριε, Κύριε πότε η μέρα θα γίνει φωτεινή, κι ως πότε η νύχτα το σκοτάδι θα πολεμάει; - θυμότανε απ' τη πόλη τη μικρή, απ' την πατρίδα του μια προσευχή, σαν φυλαχτό να τον φυλάει.


Ο ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου και εργάστηκε σε κινηματογραφικές, τηλεοπτικές και θεατρικές παραγωγές, ενώ κατά καιρούς δίδαξε σενάριο και σκηνοθεσία.

Ανάμεσα στις κυριότερες δουλειές του είναι οι ταινίες Στην αναπαυτική μεριά (1981), Μετέωρο και Σκιά (1985, με θέμα τη ζωή του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Α' Κρατικό Βραβείο Καλύτερης Ταινίας — από το 2000 κυκλοφορεί και σε DVD από την Water Bearer στις ΗΠΑ), Εις το φως της ημέρας (1986, τηλεταινία ΕΤ1 βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα του Κ.Π. Καβάφη), Κοράκια ή το παράπονο του νεκροθάφτη (1991, βασισμένη στο διήγημα «Το παράπονο του νεκροθάπτου» του Εμμ. Ροΐδη). Έχει διασκευάσει και σκηνοθετήσει, επί­σης, ύστερα από παραγγελία, για το θέατρο το Ψυχολογία Συριανού συζύγου του Εμμ. Ροΐδη (θέατρο Χυτήριο 1999-2001), το Ο μονόλογος του βασιλιά Λεοπόλδου του Μάρκ Τουέην (Πολιτιστική Ολυμπιάδα 2003), κ.ά.

Με το γράψιμο ασχολείται από τα μαθη­τικά του χρόνια, δημοσιεύοντας κείμενά του σε διάφορα περιοδικά, αλλά βιβλίο του εξέδωσε για πρώτη φορά το 1996, ένα λογοτεχνικό χρονικό για τον Ταχτσή, το Στον Κώστα Ταχτσή αντί στεφάνου (εκδόσεις Οδός Πανός), το οποίο επανεκδόθηκε αναθεωρημένο το 2006 με τίτλο Ταχτσής—Δεν ντρέπομαι από τις εκδόσεις «Πολύχρωμος Πλανήτης». Με τις εκδόσεις «Άγρα» συνεργάζεται από το 1999, έχοντας εκδώσει τα βιβλία Χαίρε Ναπολέων (1999, Δοκίμιο για την τέχνη του Ν. Λαπαθιώτη, 63 πεζά ποιήματά του, εικόνες του Α. Παπαδημητρίου), Δελτίον ταυτότητος — Γενικός αριθμός Θ 307136 (2003, μυθιστόρημα), Τριανδρίες και Σία (2007, Ιστορίες — Κείμενα) και Το άλλο κρεβάτι (2009, έργο σε δύο μέρη και τέσσερις εικό­νες εμπνευσμένο από ομότιτλο κείμενο του Κώστα Ταχτσή).